Το Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίπτει αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης 52/2020 ΑΠΔΠΧ, με την οποία επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο για την αποστολή προεκλογικού φυλλαδίου σε Braille
Μια πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση για τις προϋποθέσεις επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων ειδικών κατηγοριών προς τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας εξέδωσε το Δ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ασκήθηκε αίτηση ακύρωσης κατά της υπ’ αριθμ. 52/2022 απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία είχε διαπιστωθεί – μεταξύ άλλων – η πραγματοποίηση πολιτικής επικοινωνίας με επεξεργασία δεδομένων υγείας κατά παράβαση των απαιτήσεων του άρθρου 9 ΓΚΠΔ.
Η Αρχή είχε επιβάλει διοικητικό πρόστιμο 2.000 ευρώ για την παράβαση αυτή, καθώς και 500 ευρώ για την κατά παράβαση του άρθρου 14 παρ.3 ΓΚΠΔ μη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων.
Α. Οι απαιτήσεις νομιμότητας για την επεξεργασία «ευαίσθητων» δεδομένων προς τους σκοπούς της πολιτικής επικοινωνίας
Εκκινώντας από τη διαπίστωση πως τα άρθρα 5 παρ.1 και 52 (αλλά και 5Α παρ.1 και 14 παρ.1) Συντάγματος απαιτούν «να εξασφαλίζεται η κατά το δυνατόν πληρέστερη, έγκαιρη και πολύπλευρη ενημέρωση των πολιτών, στην οποία περιλαμβάνεται και η επικοινωνία του υποψηφίου με τους εκλογείς της οικείας περιφέρειας, προκειμένου να τους ενημερώσει για την υποψηφιότητά του και να προβάλει τις πολιτικές του θέσεις, σύμφωνα και με το άρθρο 10 της Ε.Σ.Δ.Α.», το Ανώτατο Δικαστήριο παρατηρεί πως η επικοινωνία αυτή υπόκειται σε περιορισμούς, όταν αυτή συντελείται μέσω της επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων.
Η προστασία των προσωπικών δεδομένων, ωστόσο, «δεν εξικνείται μέχρι πλήρους απαγόρευσης της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, αλλά είναι δυνατή η θέσπιση όρων και προϋποθέσεων, υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η επεξεργασία τους, ούτως ώστε να επιτευχθεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του ανωτέρω δικαιώματος και της ικανοποιήσεως άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (βλ. ΣτΕ 1616/2012 επταμ., 194/2021, 1386/2021 επταμ.). Συνεπώς, η παράλληλη διασφάλιση όλων των ανωτέρω συνταγματικών δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών, σύμφωνα με την αρχή της πρακτικής εναρμόνισης, επιτάσσει τη διενέργεια σταθμίσεων για την επίτευξη της βέλτιστης προστασίας αυτών»
Επί του ειδικότερου ζητήματος των απαιτήσεων νομιμότητας του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, το Δικαστήριο στέκεται ιδιαίτερα στην υποχρέωση της (εν στενή εννοία) νομιμότητας του άρθρου 5 παρ.1α ΓΚΠΔ και στις απαιτήσεις των άρθρων 6 και 9 του Γενικού Κανονισμού. Σύμφωνα με το ΣτΕ, με το άρθρο 6 καθορίζονται οι προϋποθέσεις νόμιμης επεξεργασίας για τα απλά δεδομένα, ενώ με το άρθρο 9 οι αντίστοιχες προϋποθέσεις για τα δεδομένα ειδικών κατηγοριών. Αξίζει να παρατηρηθεί πως η κρίση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με την άποψη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ 35/2022, σκ. 8), πως οι περιπτώσεις του άρθρου 6 αποτελούν τις νομικές βάσεις για όλες τις κατηγορίες προσωπικών δεδομένων, οι οποίες στην περίπτωση των δεδομένων ειδικών κατηγοριών, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά με μια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 9 παρ.2 ΓΚΠΔ.
Ως προς τον συγκεκριμένο σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας, νόμιμη βάση για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων «χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου» μπορεί να αποτελεί το έννομο συμφέρον του υπευθύνου επεξεργασίας, κατ’ άρθρον 6 παρ.1στ’ ΓΚΠΔ. Όσον αφορά την επεξεργασία ειδικής κατηγορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς πολιτικής επικοινωνίας, το ΣτΕ θεωρεί ως κατ’ αρχήν σχετικές τις περιπτώσεις του ουσιαστικού δημοσίου συμφέροντος (άρθρο 9 παρ.2ζ΄ ΓΚΠΔ), του πολιτικού φορέα (άρθρο 9 παρ.2δ’ ΓΚΠΔ) και της πρόδηλης δημοσιοποίησης από το υποκείμενο (άρθρο 9 παρ.2ε’ ΓΚΠΔ), εξετάζοντας αναλυτικότερα την πρώτη εξ αυτών. Σύμφωνα με την απόφαση, «η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων ειδικών κατηγοριών για τους σκοπούς της πολιτικής επικοινωνίας μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπτή με νομική βάση την περ. ζ της παρ. 2 του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ, εφ’ όσον η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τον σκοπό αυτό και υπό την προϋπόθεση ότι προβλέπονται κατάλληλες εγγυήσεις για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων».
Κρίσιμο στοιχείο για το δικαστήριο αποτελεί η προϋπόθεση «να υφίσταται ειδική σύνδεση μεταξύ του εξυπηρετουμένου σκοπού δημοσίου συμφέροντος και της κατηγορίας των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία». Όπως διαπιστώνεται,
«τέτοια ειδική σύνδεση με τους σκοπούς της πολιτικής επικοινωνίας μπορεί να αναγνωρισθεί, σύμφωνα με την προαναφερθείσα αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού, ως προς τα δεδομένα που αφορούν τα πολιτικά φρονήματα, δεν υφίσταται, όμως, κατ’ αρχήν, ως προς τα δεδομένα που αφορούν την υγεία, δεδομένου ότι οι όροι διεξαγωγής της πολιτικής επικοινωνίας δεν συνδέονται, κατά τη φύση του πράγματος, με την αποκάλυψη και επεξεργασία δεδομένων που αφορούν την κατάσταση της υγείας των πολιτών. Κατά τη στάθμιση, επομένως, μεταξύ των δυο ως άνω συνταγματικώς προστατευομένων εννόμων αγαθών, η αρχή της πρακτικής εναρμόνισης υπαγορεύει την άσκηση των δραστηριοτήτων πολιτικής επικοινωνίας κατά τρόπο που να διασφαλίζει τον σεβασμό του ειδικού καθεστώτος προστασίας των δεδομένων που αφορούν την υγεία, η δε ενημέρωση των πολιτών για τις θέσεις των υποψηφίων πρέπει να γίνεται με διαδικασίες που δεν προϋποθέτουν ή συνεπάγονται την αποκάλυψη δεδομένων σχετικά με την κατάσταση της υγείας τους χωρίς τη συγκατάθεσή τους.»
Β. Λοιποί λόγοι ακύρωσης
i. Η μη αυτοματοποιημένη (χειροκίνητη) επεξεργασία δεδομένων χωρίς σύστημα αρχειοθέτησης.
Ο αιτών συνδυασμός επανάλαβε τους προβληθέντες ενώπιον της Αρχής ισχυρισμούς του, σύμφωνα με τους οποίους η παραλαβή από την αρμόδια Ομοσπονδία ήδη εκτυπωμένων αυτοκόλλητων με τα στοιχεία επικοινωνίας των μελών της και η απλή επικόλληση αυτών στους φακέλους αλληλογραφίας, συνιστούσε μη αυτοματοποιημένη (χειροκίνητη) επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, τα οποία δεν περιλαμβάνονταν ούτε επρόκειτο να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης και, ως εκ τούτου, δεν ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω οι διατάξεις του ΓΚΠΔ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτού.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, «η Αρχή έκρινε ρητώς ότι ο αιτών συνδυασμός προέβη στη χρήση δεδομένων που συνιστούσαν ένα διαρθρωμένο σύνολο προσβάσιμο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Η κρίση αυτή της Αρχής έχουσα την έννοια ότι τα στοιχεία, τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, παρέλαβε ο αιτών, συνιστούσαν ένα σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαρθρωμένο με γνώμονα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, την ιδιότητα, δηλαδή, των υποκειμένων των δεδομένων ως τυφλών, με τόπο κατοικίας την Αττική και στο οποίο είχαν περιληφθεί τα πρόσωπα που πληρούσαν το εν λόγω χαρακτηριστικό ταξινομημένα βάσει του ονοματεπωνύμου τους, παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Όπως δέχθηκε δε η Αρχή, το σύστημα αυτό αρχειοθέτησης, ακόμη και αν δεν καταρτίσθηκε από τον ίδιο τον αιτούντα, τέθηκε, πάντως, στη διάθεσή του κατά τρόπο που είχε καθορισθεί από τον ίδιο για την εξυπηρέτηση δικού του σκοπού (σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην επόμενη σκέψη), κατά τρόπο, δηλαδή, που να επιτρέπει τη συγκέντρωση των στοιχείων των ταχυδρομικών διευθύνσεων των προσώπων με προβλήματα όρασης που κατοικούν στην …, ώστε να καταστεί δυνατή η περαιτέρω χρήση των στοιχείων αυτών για τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας. Κατ’ ακολουθίαν, η χρήση των επιμάχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στην οποία προέβη ο αιτών συνδυασμός, συνιστούσε μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων που περιλαμβάνονταν σε σύστημα αρχειοθέτησης και, ως εκ τούτου, νομίμως έκρινε η Αρχή ότι η επεξεργασία που έλαβε εν προκειμένω χώρα, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτού.»
ii. Η ιδιότητα του αιτούντος ως υπευθύνου επεξεργασίας
Σε συνάφεια με το προηγούμενο ζήτημα, ο αιτών συνδυασμός αμφισβήτησε την αξιολόγηση της Αρχής ως προς την ιδιότητά του υπευθύνου επεξεργασίας, προβάλλοντας τον ισχυρισμό πως ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίστηκαν από τους φορείς που του διαβίβασαν τα δεδομένα.
Το Δικαστήριο συντάχθηκε με την Αρχή, διαπιστώνοντας πως «η κρίση της παρίσταται νομίμως αιτιολογημένη και τεκμηριώνεται επαρκώς βάσει των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο η αιτούσα αμφισβητεί την ανωτέρω ουσιαστική εκτίμηση της Αρχής προβάλλοντας ότι … από κοινού με … καθόρισαν τόσο τον σκοπό της επεξεργασίας (ενημέρωση των μελών … σχετικά με το πρόγραμμα μιας πολιτικής παράταξης) όσο και τον τρόπο διεξαγωγής της (εκτύπωση των δεδομένων των μελών σε αυτοκόλλητα και διαβίβασή τους στον αιτούντα, προκειμένου να τα επικολλήσει στους φακέλους αλληλογραφίας), είναι απορριπτέος. Τούτο διότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν επιβεβαιώθηκαν από τα στοιχεία που προέκυψαν στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης από την Αρχή, ενώ ο στόχος της πολιτικής επικοινωνίας συνδέεται, κατ’ εξοχήν, με τους σκοπούς που επιδιώκει η αιτούσα πολιτική παράταξη και, μάλιστα, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της προεκλογικής περιόδου. Εν όψει των ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι η σχετική κρίση της ΑΠΔΠΧ στηρίχθηκε σε πλάνη περί τα πράγματα ή σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ΓΚΠΔ, όπως αβασίμως προβάλλεται.»
iii. Η αμφισβήτηση του χαρακτήρα των δεδομένων ως «ευαίσθητων».
Με έτερο λόγο ακυρώσεως, ο αιτών συνδυασμός προέβαλε τον ισχυρισμό πως μη νομίμως κρίθηκε η διενέργεια πράξεων επεξεργασίας δεδομένων ειδικών κατηγοριών (υγείας), «καθ’ όσον στον αιτούντα διαβιβάσθηκαν απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και, συγκεκριμένα, ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις κατοικίας τυπωμένα επάνω σε αυτοκόλλητα, από τα οποία δεν προέκυπτε κανένα στοιχείο σχετικά με την κατάσταση της υγείας των προσώπων, τα οποία αφορούσαν. Ειδικότερα, ο αιτών ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία (ονοματεπώνυμα και οι διευθύνσεις) που του παραδόθηκαν τυπωμένα σε αυτοκόλλητα, συνιστούν ειδικής κατηγορίας δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνον εάν συνδυασθούν με τα στοιχεία του … Τυφλών ή …, ενώ όταν αποσπώνται από το ανωτέρω πληροφοριακό περιβάλλον λειτουργούν ως απλά δεδομένα παραλήπτη ταχυδρομικού φακέλου.»
Το Δικαστήριο απέρριψε τον λόγο αυτό, κρίνοντας ότι «εν προκειμένω διαπιστώθηκε ότι ο αιτών προέβη σε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είχαν περιληφθεί σε σύστημα αρχειοθέτησης διαρθρωμένο βάσει συγκεκριμένου κριτηρίου, της ιδιότητας, δηλαδή, των υποκειμένων των δεδομένων ως τυφλών. Τα στοιχεία, τη διαβίβαση των οποίων ζήτησε ο αιτών και των οποίων, στην συνέχεια, έκανε χρήση, αφορούσαν τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις τυφλών προσώπων που κατοικούν στην Περιφέρεια …, ο δε σκοπός της επεξεργασίας συνδεόταν ακριβώς με το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό που αφορούσε την κατάσταση της υγείας των υποκειμένων των δεδομένων. Συνεπώς, έλαβε, πράγματι, χώρα επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούσαν την υγεία.»
Απόσπασμα απόφασης
11. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ο αιτών συνδυασμός επαναλαμβάνει τους προβληθέντες κατά τη διαδικασία ακροάσεως προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους η χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στην οποία προέβη στην εξεταζόμενη υπόθεση, συνιστούσε μη αυτοματοποιημένη (χειροκίνητη) επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, τα οποία δεν περιλαμβάνονταν ούτε επρόκειτο να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης και, ως εκ τούτου, δεν ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω οι διατάξεις του ΓΚΠΔ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτού. Ειδικότερα, ο αιτών υποστηρίζει ότι παρέλαβε από … τα αυτοκόλλητα, στα οποία είχαν εκτυπωθεί ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις τυφλών πολιτών που κατοικούσαν στην …, τα οποία απλώς επικόλλησε σε φακέλους αλληλογραφίας που περιελάμβαναν το προεκλογικό υλικό του σε γραφή braille. Τα στοιχεία δε αυτά που παρέλαβε ο αιτών, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν συνιστούσαν «σύστημα αρχειοθέτησης», κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του ΓΚΠΔ, δεδομένου ότι δεν αποτελούσαν σύνολο δεδομένων που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μελλοντικώς με ευχερή αναζήτηση των προσώπων, αλλά δεδομένα εκ φύσεως προορισμένα για μοναδική χρήση (επικόλληση σε φακέλους), κατόπιν της οποίας αχρηστεύθηκαν, καθ’ όσον δεν τηρήθηκε αντίγραφο αυτών. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτούντος, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται, κατά τούτο, πλημμελώς αιτιολογημένη, δεδομένου ότι δεν διαπιστώνει την ύπαρξη ενός «διαρθρωμένου συνόλου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσβάσιμα με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια» ούτε εξετάζει αν ο αιτών ήταν κάτοχος ή είχε πραγματική πρόσβαση σε τέτοιο σύστημα.
12. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι, ακόμη και εάν θεωρηθεί ακριβής ο ισχυρισμός του αιτούντος, ότι ο ίδιος παρέλαβε εκτυπωμένα σε αυτοκόλλητα τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των προσώπων με προβλήματα όρασης που του παραδόθηκαν από … και περιορίσθηκε απλώς στην επικόλληση των αυτοκόλλητων ετικετών στους φακέλους αλληλογραφίας με το προεκλογικό υλικό του, η χρήση αυτή, στην οποία προέβη, συνιστούσε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προήλθαν και περιλαμβάνονταν σε σύστημα αρχειοθέτησης προσωπικών δεδομένων «με κοινό χαρακτηριστικό την ιδιότητα των τυφλών και κριτήριο ταξινόμησης το ονοματεπώνυμό τους». Συνεπώς, η Αρχή έκρινε ρητώς ότι ο αιτών συνδυασμός προέβη στη χρήση δεδομένων που συνιστούσαν ένα διαρθρωμένο σύνολο προσβάσιμο με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Η κρίση αυτή της Αρχής έχουσα την έννοια ότι τα στοιχεία, τα οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, παρέλαβε ο αιτών, συνιστούσαν ένα σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διαρθρωμένο με γνώμονα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, την ιδιότητα, δηλαδή, των υποκειμένων των δεδομένων ως τυφλών, με τόπο κατοικίας την … και στο οποίο είχαν περιληφθεί τα πρόσωπα που πληρούσαν το εν λόγω χαρακτηριστικό ταξινομημένα βάσει του ονοματεπωνύμου τους, παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Όπως δέχθηκε δε η Αρχή, το σύστημα αυτό αρχειοθέτησης, ακόμη και αν δεν καταρτίσθηκε από τον ίδιο τον αιτούντα, τέθηκε, πάντως, στη διάθεσή του κατά τρόπο που είχε καθορισθεί από τον ίδιο για την εξυπηρέτηση δικού του σκοπού (σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην επόμενη σκέψη), κατά τρόπο, δηλαδή, που να επιτρέπει τη συγκέντρωση των στοιχείων των ταχυδρομικών διευθύνσεων των προσώπων με προβλήματα όρασης που κατοικούν …, ώστε να καταστεί δυνατή η περαιτέρω χρήση των στοιχείων αυτών για τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας. Κατ’ ακολουθίαν, η χρήση των επιμάχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στην οποία προέβη ο αιτών συνδυασμός, συνιστούσε μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων που περιλαμβάνονταν σε σύστημα αρχειοθέτησης και, ως εκ τούτου, νομίμως έκρινε η Αρχή ότι η επεξεργασία που έλαβε εν προκειμένω χώρα, ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτού. Εφ’ όσον δε από την εκτίμηση του φακέλου της υποθέσεως τεκμηριωνόταν επαρκώς ότι τα στοιχεία, των οποίων έκανε χρήση ο αιτών, συνιστούσαν, κατά τα ανωτέρω, ένα διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων, είναι αδιάφορο αν τα στοιχεία αυτά προήλθαν, πράγματι, από … ή από … και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείτο, ως προς το σημείο αυτό, περαιτέρω διερεύνηση της υποθέσεως από την Αρχή, όπως αβασίμως προβάλλεται από τον αιτούντα. Για τον ίδιο λόγο δεν απαιτείτο, για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και τη νομιμότητα της κρίσεως της Αρχής, να διαπιστωθούν τα ακριβή χαρακτηριστικά του συστήματος αρχειοθέτησης, από το οποίο προήλθαν τα επίμαχα δεδομένα (είτε επρόκειτο για το μητρώο μελών … είτε για άλλη πηγή), καθώς και εάν ο αιτών απέκτησε ο ίδιος πρόσβαση στο εν λόγω σύστημα αρχειοθέτησης ούτε, περαιτέρω, απαιτείτο να ελεγχθεί το «σώμα» του αρχείου (σχετικά με την έννοια του αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά τις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ βλ. και Δ.Ε.Ε. απόφαση της 10.7.2018, Jehovan todistajat, C-25/17, σκ. 53-61). Εξ άλλου, οι διατάξεις του ΓΚΠΔ έλκονται σε εφαρμογή και σε περίπτωση μεμονωμένης χρήσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφ’ όσον και η μεμονωμένη αυτή χρήση συνιστά μορφή επεξεργασίας των δεδομένων (πρβλ. Δ.Ε.Ε. απόφαση της 14.2.2019, Sergejs Buivids, C-345/17, σκ. 36). Συνεπώς, ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του ΓΚΠΔ, διότι τα επίμαχα δεδομένα ήταν εκ φύσεως προορισμένα για μοναδική χρήση (επικόλληση σε φακέλους) και δεν τηρήθηκε αντίγραφο αυτών, είναι απορριπτέος, δεδομένου ότι κρίσιμη είναι η διαπίστωση ότι έλαβε χώρα επεξεργασία στοιχείων που είχαν περιληφθεί σε ένα διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων, έστω και αν η χρήση των δεδομένων του συνόλου αυτού υπήρξε μεμονωμένη.
13. Επειδή, η ΑΠΔΠΧ, κατόπιν εκτιμήσεως των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως και αφού έλαβε υπ’ όψιν τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία ακροάσεως που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, έκρινε ότι η αιτούσα πολιτική παράταξη καθόρισε τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των επιμάχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η αιτούσα καθόρισε ως σκοπό της επεξεργασίας την πολιτική επικοινωνία, την ενημέρωση, δηλαδή, των τυφλών πολιτών που κατοικούν … για το πολιτικό της πρόγραμμα και, περαιτέρω, καθόρισε η ίδια και τον τρόπο επεξεργασίας, την αναζήτηση, συλλογή και χρήση, δηλαδή, των δεδομένων που αφορούσαν τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις των τυφλών προσώπων, αναθέτοντας … την εκτέλεση επιμέρους εργασιών, ώστε να καταστεί δυνατή η εκ μέρους της αιτούσης ταχυδρομική αποστολή ενημερωτικών φυλλαδίων εκτυπωμένων σε γραφή braille στις ως άνω συλλεγείσες διευθύνσεις κατοικίας. Συνεπώς, σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 4 περ. 7 του ΓΚΠΔ, η αιτούσα είχε την ιδιότητα του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η κρίση αυτή της Αρχής παρίσταται νομίμως αιτιολογημένη και τεκμηριώνεται επαρκώς βάσει των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο η αιτούσα αμφισβητεί την ανωτέρω ουσιαστική εκτίμηση της Αρχής προβάλλοντας ότι … από κοινού με … καθόρισαν τόσο τον σκοπό της επεξεργασίας (ενημέρωση των μελών … σχετικά με το πρόγραμμα μιας πολιτικής παράταξης) όσο και τον τρόπο διεξαγωγής της (εκτύπωση των δεδομένων των μελών σε αυτοκόλλητα και διαβίβασή τους στον αιτούντα, προκειμένου να τα επικολλήσει στους φακέλους αλληλογραφίας), είναι απορριπτέος. Τούτο διότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν επιβεβαιώθηκαν από τα στοιχεία που προέκυψαν στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης από την Αρχή, ενώ ο στόχος της πολιτικής επικοινωνίας συνδέεται, κατ’ εξοχήν, με τους σκοπούς που επιδιώκει η αιτούσα πολιτική παράταξη και, μάλιστα, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της προεκλογικής περιόδου. Εν όψει των ανωτέρω, δεν προκύπτει ότι η σχετική κρίση της ΑΠΔΠΧ στηρίχθηκε σε πλάνη περί τα πράγματα ή σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ΓΚΠΔ, όπως αβασίμως προβάλλεται.
14. Επειδή, προβάλλεται ότι μη νομίμως έκρινε η Αρχή με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο αιτών συνδυασμός προέβη σε επεξεργασία ειδικής κατηγορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν την υγεία, καθ’ όσον στον αιτούντα διαβιβάσθηκαν απλά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και, συγκεκριμένα, ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις κατοικίας τυπωμένα επάνω σε αυτοκόλλητα, από τα οποία δεν προέκυπτε κανένα στοιχείο σχετικά με την κατάσταση της υγείας των προσώπων, τα οποία αφορούσαν. Ειδικότερα, ο αιτών ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία (ονοματεπώνυμα και οι διευθύνσεις) που του παραδόθηκαν τυπωμένα σε αυτοκόλλητα, συνιστούν ειδικής κατηγορίας δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνον εάν συνδυασθούν με τα στοιχεία του … ή …., ενώ όταν αποσπώνται από το ανωτέρω πληροφοριακό περιβάλλον λειτουργούν ως απλά δεδομένα παραλήπτη ταχυδρομικού φακέλου. Τα ως άνω προβαλλόμενα, όμως, είναι απορριπτέα, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προηγούμενες σκέψεις, εν προκειμένω διαπιστώθηκε ότι ο αιτών προέβη σε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είχαν περιληφθεί σε σύστημα αρχειοθέτησης διαρθρωμένο βάσει συγκεκριμένου κριτηρίου, της ιδιότητας, δηλαδή, των υποκειμένων των δεδομένων ως τυφλών. Τα στοιχεία, τη διαβίβαση των οποίων ζήτησε ο αιτών και των οποίων, στην συνέχεια, έκανε χρήση, αφορούσαν τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις τυφλών προσώπων που κατοικούν …, ο δε σκοπός της επεξεργασίας συνδεόταν ακριβώς με το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό που αφορούσε την κατάσταση της υγείας των υποκειμένων των δεδομένων. Συνεπώς, έλαβε, πράγματι, χώρα επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούσαν την υγεία. Τα δεδομένα δε αυτά συνιστούν ειδική κατηγορία δεδομένων, η επεξεργασία των οποίων είναι επιτρεπτή μόνον υπό τις καθοριζόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ προϋποθέσεις.
15. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η υιοθέτηση της ανωτέρω ερμηνείας των επιμάχων διατάξεων του ΓΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία οι διευθύνσεις κατοικίας και τα ονοματεπώνυμα των προσώπων με προβλήματα όρασης συνιστούν ειδικής κατηγορίας δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, η νόμιμη επεξεργασία των οποίων για σκοπούς άμεσης πολιτικής επικοινωνίας προϋποθέτει τη ρητή συγκατάθεση των υποκειμένων των δεδομένων, θα έχει ως συνέπεια να καταστεί ουσιωδώς δυσχερής η επικοινωνία των πολιτικών φορέων με τα πρόσωπα αυτά, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνεται η συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή της χώρας. Τούτο δε κατά παράβαση της υποχρέωσης που απορρέει από το άρθρο 21 παρ. 6 του Συντάγματος για την εξασφάλιση της συμμετοχής των ατόμων με αναπηρίες στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, αλλά και της ελεύθερης μετάδοσης ιδεών και πληροφοριών, η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 10 της Ε.Σ.Δ.Α. Σύμφωνα, όμως, με τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω, στις σκέψεις 5-8, οι προϋποθέσεις για τη νόμιμη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτές καθορίζονται, προκειμένου για τα δεδομένα ειδικών κατηγοριών, στo άρθρο 9 του ΓΚΠΔ, συνιστούν εκδήλωση της στάθμισης μεταξύ της ανάγκης προστασίας των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της προαγωγής άλλων εννόμων αγαθών που προστατεύονται επίσης από την έννομη τάξη. Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ειδικών κατηγοριών χρήζουν αυξημένης προστασίας, καθ’ όσον η επεξεργασία τους είναι δυνατόν να συνεπάγεται επέμβαση και σε άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων. Ως εκ τούτου, οι εξαιρέσεις από την απαγόρευση επεξεργασίας των δεδομένων αυτών πρέπει να ερμηνεύονται πάντοτε με γνώμονα την βέλτιστη εξισορρόπηση των διακυβευομένων εννόμων αγαθών, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Ο σκοπός της πολιτικής επικοινωνίας συνιστά νόμιμο σκοπό επεξεργασίας στο πλαίσιο της λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει την επεξεργασία απλών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, υπό προϋποθέσεις, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, κατ’ επίκληση της νομικής βάσεως της περ. στ της παρ. 1 του άρθρου 6 του ΓΚΠΔ. Περαιτέρω, για την εξυπηρέτηση του ίδιου σκοπού (πολιτική επικοινωνία) είναι δυνατόν να θεωρηθεί νόμιμη και η επεξεργασία των ειδικής κατηγορίας προσωπικών δεδομένων που αφορούν τα πολιτικά φρονήματα, με την πρόβλεψη κατάλληλων εγγυήσεων, κατ’ επίκληση της βάσεως της περ. ε ή και της περ. ζ της παρ. 1 του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική σκέψη 56 του Κανονισμού. Τα δεδομένα, όμως, που αφορούν την υγεία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρουσιάζουν τέτοια σύνδεση με τους σκοπούς της πολιτικής επικοινωνίας, ώστε να καθίσταται επιτρεπτή η επεξεργασία τους ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου ή χωρίς να συντρέχει κάποια άλλη από τις ειδικώς καθοριζόμενες περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ. Εξ άλλου, η απαγόρευση επεξεργασίας δεδομένων που αφορούν την υγεία για τους σκοπούς της πολιτική επικοινωνίας δεν συνιστά δυσανάλογη επέμβαση στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 14 παρ. 1 του Συντάγματος και 10 της Ε.Σ.Δ.Α. Τούτο διότι η ενημέρωση των πολιτών που παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ως προς την κατάσταση της υγείας τους, για τις πολιτικές θέσεις και τα προγράμματα των πολιτικών φορέων μπορεί να επιτευχθεί με άλλα μέσα, πέραν της απευθείας αποστολής ενημερωτικών φυλλαδίων στις διευθύνσεις κατοικίας των προσώπων αυτών, κατά τρόπο ώστε να διαφυλάσσεται το ειδικό καθεστώς προστασίας των προσωπικών δεδομένων τους. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με δημόσιες ανακοινώσεις ή ανακοινώσεις απευθυνόμενες ειδικώς σε συλλογικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην προαγωγή των συμφερόντων των προσώπων με προβλήματα υγείας ή και με την αποστολή των ενημερωτικών φυλλαδίων σε σωματεία ή άλλες οργανώσεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των εν λόγω προσώπων (εν προκειμένω, …), οι οποίες μπορούν να επιλέξουν τον κατάλληλο τρόπο για τη θέση τους υπ’ όψιν των μελών τους.
16. Επειδή, εξ άλλου, ο αιτών επαναλαμβάνει με την υπό κρίση αίτηση τον ισχυρισμό που είχε προβάλει και κατά τη διαδικασία ακροάσεως ενώπιον της Αρχής, σύμφωνα με τον οποίο είχε ενημερωθεί από υποψήφια περιφερειακή σύμβουλο του συνδυασμού που είχε και την ιδιότητα στελέχους …, ότι … είχε κάνει γνωστό στα μέλη του ότι τα δεδομένα τους θα διατεθούν σε πολιτικούς φορείς για σκοπούς πολιτικής επικοινωνίας, προκειμένου, όποιο μέλος δεν επιθυμούσε τη διαβίβαση των δεδομένων του, να ασκήσει εσωτερικά το δικαίωμα εναντίωσης. Εν όψει δε αυτού, ο αιτών ισχυρίσθηκε ότι είχε την εύλογη πεποίθηση ότι έχουν τηρηθεί τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων. Ο ως άνω ισχυρισμός, όμως, προβλήθηκε όλως αορίστως και δεν επιβεβαιώθηκε από τα στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διερεύνηση της υποθέσεως από την Αρχή, ενώ ο παρεμβαίνων ρητώς δήλωσε ότι ουδέποτε ρωτήθηκε αν συναινεί στη διαβίβαση για οποιονδήποτε σκοπό των προσωπικών του δεδομένων που διαθέτει … Υπό τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στα άρθρα 5 παρ. 2 και 7 παρ. 1 του Κανονισμού 2016/679, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ο οποίος φέρει την ευθύνη για τη νομιμότητα της επεξεργασίας, πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων συγκατατέθηκε για την επεξεργασία των δεδομένων του, νομίμως κρίθηκε από την Αρχή ότι, εν προκειμένω, δεν προκύπτει ότι ο παρεμβαίνων παρέσχε τη ρητή συγκατάθεσή του για την επεξεργασία, κατά το άρθρο 9 παρ. 2 περ. α του ΓΚΠΔ. Περαιτέρω δε, εφ’ όσον δεν προκύπτει η συνδρομή ούτε άλλης νομικής βάσης για την επεξεργασία από τις καθοριζόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 9, νομίμως κρίθηκε από την Αρχή ότι συνέτρεξε παραβίαση του ως άνω άρθρου του ΓΚΠΔ.
[…]
18. Επειδή, ως προς την παραβίαση του άρθρου 14 παρ. 3 του ΓΚΠΔ, η ΑΠΔΠΧ δέχθηκε ότι η αιτούσα πολιτική παράταξη απήντησε στο από … αίτημα του παρεμβαίνοντος, με το οποίο ζητούσε να ενημερωθεί για την πηγή προέλευσης και τη νομική βάση για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του, με την υπ’ αριθμ. … επιστολή της, κατά παράβαση του χρονικού πλαισίου που θέτουν οι ανωτέρω διατάξεις του ΓΚΠΔ, ήτοι κατά την πρώτη επικοινωνία με το υποκείμενο των δεδομένων, χωρίς να συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις από το δικαίωμα ενημέρωσης που προβλέπει η παράγραφος 5 του ιδίου άρθρου ούτε κάποιος από τους περιορισμούς του άρθρου 32 του ν. 4624/2019. Για την επιμέτρηση του προστίμου η Αρχή συνεκτίμησε ότι η συγκεκριμένη παραβίαση που αφορούσε σε επεξεργασία ειδικής κατηγορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (δεδομένα υγείας), συνιστούσε μεμονωμένη περίπτωση, καθώς και το γεγονός ότι η προβλεπόμενη στον ΓΚΠΔ μηνιαία προθεσμία απάντησης συνέπεσε χρονικά με την προεκλογική περίοδο των περιφερειακών εκλογών της … και ότι, πάντως, η αιτούσα πολιτική παράταξη, ευθύς μόλις παρέλαβε το υπ’ αριθμ. … έγγραφο της Αρχής, έσπευσε, με την υπ’ αριθμ. … επιστολή της, να ενημερώσει τον παρεμβαίνοντα. Εν όψει των ανωτέρω, η Αρχή έκρινε ότι εις βάρος της αιτούσης έπρεπε να επιβληθεί η διοικητική κύρωση του προστίμου ύψους 500 ευρώ.
19. Επειδή, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, ο αιτών είχε την ιδιότητα του υπευθύνου επεξεργασίας και, συνεπώς, βαρυνόταν με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα άρθρα 12 επ. του ΓΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων κατά το άρθρο 14 του Κανονισμού, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλομένων με την υπό κρίση αίτηση. Εξ άλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 3 περ. β του ΓΚΠΔ, σε περίπτωση κατά την οποία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα χρησιμοποιούνται για επικοινωνία με το υποκείμενο των δεδομένων, οι καθοριζόμενες στις παρ. 1 και 2 του ιδίου άρθρου πληροφορίες πρέπει να παρασχεθούν το αργότερο κατά την πρώτη επικοινωνία με το υποκείμενο των δεδομένων. Συνεπώς, ο αιτών συνδυασμός είχε υποχρέωση να παράσχει στον παρεμβαίνοντα τις σχετικές πληροφορίες για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων του και να τον ενημερώσει, μεταξύ άλλων, για την πηγή προέλευσης των δεδομένων αυτών, ήδη κατά τον χρόνο αποστολής στην ταχυδρομική του διεύθυνση του υλικού πολιτικής επικοινωνίας. Εν όψει αυτού, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι δεν είχε λάβει αρχικώς γνώση της από … αιτήσεως που είχε υποβληθεί από τον παρεμβαίνοντα για την παροχή των επιμάχων πληροφοριών, διότι η αίτηση αυτή απεστάλη με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε μια «δευτερεύουσας χρήσης ηλεκτρονική διεύθυνση» του συνδυασμού και ότι ενημερώθηκε για την αίτηση αυτή με το έγγραφο της Αρχής, με το οποίο κλήθηκε προς παροχή εξηγήσεων. Σε κάθε περίπτωση, εάν θεωρηθεί ότι με την αίτηση που υπέβαλε ο παρεμβαίνων άσκησε το δικαίωμα πρόσβασης, κατά το άρθρο 15 του ΓΚΠΔ, ο αιτών συνδυασμός όφειλε να απαντήσει επί της αιτήσεως αυτής εντός του χρονικού πλαισίου που τάσσεται με τις διατάξεις του Κανονισμού, δηλαδή, εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 12 παρ. 3 του Κανονισμού. Τούτο δε ανεξαρτήτως εάν η αίτηση απεστάλη στη βασική ηλεκτρονική διεύθυνση που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία των πολιτών με την παράταξη ή σε διεύθυνση «δευτερεύουσας χρήσης», όπως προβάλλεται, εφ’ όσον, πάντως, δεν αμφισβητείται ότι επρόκειτο, πράγματι, για ηλεκτρονική διεύθυνση χρησιμοποιούμενη για επικοινωνία με τον αιτούντα συνδυασμό ή με την επικεφαλής αυτού.
[…]
21. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογείται νομίμως ως προς την επιμέτρηση των επιβληθέντων προστίμων, καθ’ όσον δεν ελήφθη υπ’ όψιν ο βαθμός συνεργασίας του αιτούντος συνδυασμού με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στην περ. στ της παρ. 2 του άρθρου 83 του ΓΚΠΔ, όπως εκδηλώθηκε με την πλήρη και άμεση απάντηση του αιτούντος, διά των υπομνημάτων του, σε όλα τα ερωτήματα της Αρχής που αφορούσαν τη διερεύνηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και μολονότι το στοιχείο αυτό (της συνεργασίας) έχει συνεκτιμηθεί από την Αρχή σε άλλες περιπτώσεις επιβολής προστίμου για την αποστολή μηνυμάτων προς τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι τόσο για την επιλογή του προστίμου, ως καταλλήλου διορθωτικού μέτρου στην προκειμένη περίπτωση, όσο και για την επιμέτρηση του ύψους του, για κάθε μία από τις διαπιστωθείσες παραβάσεις, ελήφθησαν υπ’ όψιν τα κριτήρια που καθορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 83, ενώ αποδόθηκε βαρύτητα [όπως προκύπτει από τη διατύπωση «συνεκτιμά, ιδίως»] στα κριτήρια εκείνα, τα οποία, κατά την εκτίμηση της Αρχής, συνδέονται με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσης υποθέσεως και, ως εκ τούτου, παρίστανται πλέον πρόσφορα για την κατάλληλη επιμέτρηση των επιβλητέων προστίμων. Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι ελήφθη κυρίως υπ’ όψιν ο σκοπός της επεξεργασίας (διευκόλυνση άσκησης θεμελιώδους μέσου για τη λειτουργία του πολιτεύματος, αυτού της πολιτικής επικοινωνίας, από ευάλωτη ομάδα πληθυσμού), η ειδική κατηγορία των δεδομένων που υποβλήθηκαν σε επεξεργασία (δεδομένα υγείας), καθώς και άλλες ειδικές περιστάσεις, όπως ότι επρόκειτο για μεμονωμένες περιπτώσεις παραβάσεων και, ειδικώς, ως προς την παράβαση της εκπρόθεσμης ενημέρωσης, το γεγονός ότι η παράβαση έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ενώ μετά την επιστολή της Αρχής, η αιτούσα παράταξη έσπευσε να ενημερώσει τον παρεμβαίνοντα. Εν όψει δε των στοιχείων αυτών εκτιμήθηκε και η φύση και η βαρύτητα των παραβάσεων. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, τα κριτήρια της παρ. 2 του άρθρου 83 του ΓΚΠΔ ελήφθησαν δεόντως υπ’ όψιν, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, όπως ορίζεται στην ως άνω διάταξη, δεν προκύπτει δε ότι τα επιβληθέντα ποσά προστίμων παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας. Εξ άλλου, για την πληρότητα και τη νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την επιμέτρηση των προστίμων δεν απαιτείτο ειδική αναφορά σε κάθε ένα από τα κριτήρια της παρ. 2 του άρθρου 83 του ΓΚΠΔ, όπως το κριτήριο του βαθμού συνεργασίας με την Αρχή. Δεν ασκεί από της απόψεως αυτής επιρροή το γεγονός ότι, όπως προβάλλεται από τον αιτούντα, το εν λόγω κριτήριο μνημονεύεται σε άλλες αποφάσεις της Αρχής, οι οποίες αφορούσαν επίσης την επιβολή προστίμου για υποθέσεις σχετιζόμενες με τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας, δεδομένου ότι κάθε περίπτωση παράβασης κρίνεται χωριστά, βάσει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών και των συνθηκών τελέσεώς της, δεν προβάλλεται δε από τον αιτούντα ούτε προκύπτει από τα προσκομισθέντα στοιχεία ότι υφίστατο ταυτότητα συνθηκών των ανωτέρω περιπτώσεων με την ένδικη υπόθεση, ενώ μόνον το γεγονός ότι οι εν λόγω αποφάσεις της Αρχής αφορούσαν, επίσης, περιπτώσεις αποστολής μηνυμάτων πολιτικής επικοινωνίας, δεν αρκεί για τη θεμελίωση ταυτότητας συνθηκών.