Αριθμός 240/2022
(Αριθ. καταθ. 170/21/2022)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων.)
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Ξυνόπουλο,
Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν.
3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21
Ιανουαρίου 2022-, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να
δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία
«…»), που
εδρεύει στον ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία
παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της
Μαργαρίτας Συνοδινού.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ: Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία
«….» που εδρεύει καταστατικώς στον
Π., πραγματικός δε στην Κ. και εκπροσωπείται
νόμιμα, η οποία δεν κλητεύθηκε λόγω συνδρομής επείγουσας
περίπτωσης.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 10-1-2021
αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του
Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 170/21/2022 και
προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή
της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια
δικηγόρος της αιτούσας ανέπτυξε προφορικά τους
ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς
και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αν το
πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την
έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον
Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή
πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή το οποίο εξέδωσε την
προσβαλλόμενη απόφαση. Η διάταξη αυτή, με την οποία
καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με
πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν
εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή
διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθεί να ισχύει και μετά
την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως
της Χάγης με τον νόμο 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση
δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού
δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να
θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την
απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή
άλλου ισοδυνάμου δικογράφου στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει
το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν
παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται,
κατά τον οριζόμενο στη σύμβαση αυτήν τρόπο, ώστε να
διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν
ακροάσεως. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της πιο πάνω
Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με την από 3/17-8-
1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε
ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18-9-1983, έχοντας την ισχύ
που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος,
ρυθμίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο
εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή
εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο προς το οποίο
απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διεύθυνση στο
εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 5 και
6 της εν λόγω συμβάσεως, την οποία έχει κυρώσει και η
Δημοκρατία του Π., όταν πρόκειται να γίνει επίδοση
σε πρόσωπο που διαμένει σε συμβαλλόμενο κράτος η σχετική
αίτηση απευθύνεται προς την αρμόδια αρχή της χώρας στην
οποία γίνεται η επίδοση, η δε επίδοση διενεργείται είτε
σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται
είτε σύμφωνα με τον τύπο ή τη διαδικασία που επιθυμεί ο
επισπεύδων, αρκεί να μην αντιβαίνει στη νομοθεσία του
κράτους στο οποίο γίνεται η επίδοση και αποδεικνύεται
από βεβαίωση που συντάσσει η αρμόδια αρχή του κράτους
όπου έγινε η επίδοση, σύμφωνα με την οποία (βεβαίωση) θα
προσδιορίζεται ο τύπος, η ημερομηνία εκτελέσεως της
επιδόσεως και το πρόσωπο που παρέλαβε το επιδοτέο
έγγραφο. Επομένως κατά τις διατάξεις της παραπάνω
διεθνούς συμβάσεως, η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει
στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, που
γίνεται με επίσπευση υπηκόου του άλλου κράτους, δεν
μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε από την παράδοση
στον Εισαγγελέα του επιδοτέου εγγράφου, αλλά απαιτείται
και η κατά τον παραπάνω τρόπο απόδειξη ότι πράγματι η
επίδοση έγινε στο πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν
(ΟλομΆΠ 22-26/2009 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 571/2016 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, ως προς τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
στα οποία περιλαμβάνεται και η Κ.ς, σχετικά με τις
επιδόσεις δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και
εμπορικές υποθέσεις, εφαρμόζεται από 13 Νοεμβρίου 2008,
ο κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και
Συμβουλίου, με τον οποίο καταργήθηκε ο αντιστοίχου
περιεχομένου κανονισμός (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου
Υπουργών. Κατά τις σχετικές διατάξεις του νέου ως άνω
1393/07 κανονισμού (άρθρ. 2-7, 10, 19 και 20) τα προς
επίδοση έγγραφα σε γνωστής διαμονής παραλήπτες,
διαβιβάζονται απ’ ευθείας μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών
των ενδιαφερομένων κρατών και επιδίδονται προς αυτόν
προς τον οποίον απευθύνονται κατά κανόνα σύμφωνα με το
δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής και αποστέλλει στο
κράτος αποστολής σχετική βεβαίωση περί τούτου. Κατά το
άρθρο 8 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Άρνηση παραλαβής
της πράξης» ορίζεται ότι «1. Η υπηρεσία παραλαβής
ενημερώνει τον παραλήπτη, μέσω του τυποποιημένου εντύπου
που εμφαίνεται στο παράρτημα II ότι μπορεί να αρνηθεί
την παραλαβή κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης ή
κοινοποίησης ή μπορεί να επιστρέψει την πράξη στην
υπηρεσία παραλαβής εντός μιας εβδομάδας, εφόσον η πράξη
που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί ή δεν
συνοδεύεται από μετάφραση σε μία από τις ακόλουθες
γλώσσες: α) σε γλώσσα την οποία ο παραλήπτης κατανοεί ή
β) στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή,
εάν αυτό το κράτος έχει περισσότερες επίσημες γλώσσες,
στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου
όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση ή η κοινοποίηση. 2.
Εάν η υπηρεσία παραλαβής πληροφορηθεί ότι ο παραλήπτης
αρνείται να παραλάβει την πράξη σύμφωνα με την παράγραφο
1, ενημερώνει αμέσως την υπηρεσία διαβίβασης, μέσω της
έντυπης βεβαίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 10 και
επιστρέφει την αίτηση και τις πράξεις των οποίων
ζητείται η μετάφραση». Κατά το άρθρο 10, αφού
ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης
εκδίδεται σχετική βεβαίωση, βάσει του εντύπου που
εμφαίνεται στο παράρτημα I, η οποία αποστέλλεται στην
αρχή διαβίβασης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 19,
όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό δίκης έγγραφο ή
άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή
κοινοποίηση βάσει του παρόντος κανονισμού και ο
εναγόμενος ερημοδικεί, ο δικαστής οφείλει να αναστείλει
την έκδοση απόφασης μέχρι όταν διαπιστωθεί α) ότι η
πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίσει το δίκαιο
του κράτους μέλους παραλαβής … β) ότι η πράξη
επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στη κατοικία του με
άλλον τρόπο προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό καθώς
και ότι και στις δυο περιπτώσεις, η επίδοση ή η
κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι
σε θέση να αμυνθεί, ενώ κάθε κράτος μέλος έχει την
ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά την παρ. 1
μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμη και αν δεν έχει
παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον η
πράξη διαβιβάστηκε με τρόπο προβλεπόμενο από τον παρόντα
κανονισμό, από τη διαβίβαση της προς επίδοσης πράξης
έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί
για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο είναι
τουλάχιστον έξι μηνών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει
ότι η επίδοση της αγωγής, όταν στρέφεται κατά διαδίκου
που είναι γνωστής διαμονής στο κράτος μέλος της Ε.Ε.,
όπως η Κ.ς, ολοκληρώνεται με την πραγματική επίδοση
αυτής στον εναγόμενο που αποδεικνύεται με την κατά το
άρθρο 10 του Κανονισμού βεβαίωση (ΑΠ 961/2017,
2391/2015, 643/2015, 66/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω,
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 148 εδ. α’ ΚΠολΔ, όπως
το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο
παρ. 2 v. 4335/2015, οι προθεσμίες που ορίζει ο νόμος ή
ο δικαστής και αφορούν στη διαδικασία μπορούν να
παραταθούν από τους διαδίκους, με συμφωνία αυτών, μόνο
εφόσον συμφωνεί ο δικαστής, ή από τον ίδιο τον δικαστή,
ο οποίος σταθμίζει τις ειδικές κάθε φορά περιστάσεις.
Δεδομένου ότι κατά την τελευταία αυτή διάταξη παράταση
αποκλείεται ρητώς μόνο σε προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων
μέσων (εδ. β’) , πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ως άνω
διάταξη εφαρμόζεται και επί των προθεσμιών των άρθρων
237 και 238 του ίδιου Κώδικα (οι οποίες αναμφιβόλως
αφορούν στη διαδικασία), διότι σε αντίθετη περίπτωση ο
νομοθέτης Θα είχε συμπεριλάβει και τις διατάξεις αυτές
στην εξαίρεση του εδαφίου β’ του άρθρου 148 ΚΠολΔ (βλ.
Σπ. Γεωργουλέα, Η τακτική διαδικασία υπό τις νέες
διατάξεις του ΚΠολΔ: δογματικά-Θεωρητικά ζητήματα,
προβλήματα εφαρμογής στη δικαστηριακή πράξη και
προτεινόμενες λύσεις, ΕΠολΔ 2016.495). Η παράταση της
προθεσμίας επιδόσεως της αγωγής κατ’ άρθρο 215 παρ. 2
ΚΠολΔ θα είναι αναπόφευκτη, όταν η επίδοση στον
διαμένοντα στην αλλοδαπή αποδέκτη της επιδόσεως λαμβάνει
χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης Χάγης ή του
Κανονισμού 1393/2007 ή με διμερή διεθνή σύμβαση που
απαιτούν πραγματική επίδοση της αγωγής για τη συζήτησή
της (βλ. Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Β’
έκδ. 2016, σ. 343). Η παράταση ενεργεί δε για όλους τους
διαδίκους (βλ. ΑΠ 60/1975 ΝοΒ 1975.881,Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΚΠολΔ ο.π., άρθρο 148, αριθ. 8,
σ. 354, Ν. Νίκας, ό.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αίτηση η
αιτούσα, επικαλούμενη αδυναμία συμμόρφωσής της σε
δικονομική της υποχρέωση, επιδιώκει την παράταση των
αναφερόμενων σε αυτή νομίμων προθεσμιών των άρθρων 215
παρ. 2 και 237 του ΚΠολΔ, κατά εξήντα (60) ημέρες. Με
τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αίτηση
αρμοδίως και παραδεκτός εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, για να συζητηθεί κατά την προκειμένη
διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683 παρ. 1 και
4 και 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη και νόμιμη,
στηριζόμενη στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 148
ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω
ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι δεν
διατάχθηκε η κλήτευση της καθ’ ης η αίτηση.
Από τα έγγραφα που επικαλείται και προσκομίζει η
αιτούσα πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά
περιστατικά: Η αιτούσα κατέθεσε στη γραμματεία του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία)
στις 17-11-2021 την ταυθήμερη και με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης δικογράφου 4168/9195/2021 αγωγή της,
στρεφόμενη κατά της καθ’ ης η αίτηση με αίτημα την
καταψήφιση ποσού 22.339,03 ευρώ, ως υπολοίπου
πρακτορειακής αμοιβής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε
αυτήν. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι η εναγόμενη στην
ανωτέρω αγωγή εταιρία (νυν καθ’ ης) , έχει καταστατική
έδρα στην Πόλη του Π. (Δημοκρατία του Π.) και
πραγματική στη Λεμεσό της Κ.υ. Σύμφωνα με τα
οριζόμενα στα άρθρα 215 παρ. 2 και 237 παρ. 1 ΚΠολΔ
(όπως η παράγραφος 1 του τελευταίου άρθρου ίσχυε προ της
τροποποίησής του με το άρθρο 12 του ν. 4842/2021,
δεδομένου ότι το αγωγικό δικόγραφο έχει κατατεθεί προ
της έναρξης ισχύος του ανωτέρω νόμου – βλ. σχετ. άρθρο
116 παρ. Ια αυτού), η επίδοση της ως άνω αγωγής στην
καθ’ ης πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο έως και
τις 17-1-2022, η δε κατάθεση προτάσεων πρέπει να
πραγματοποιηθεί το αργότερο έως και τις 28-3-2022.
Ωστόσο, λαμβανομένου υπ’ όψιν του γεγονότος ότι, σύμφωνα
με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, για
την παραδεκτή άσκηση της ως άνω αγωγής απαιτείται η κατά
τον παραπάνω τρόπο απόδειξη ότι έλαβε χώρα πραγματική
επίδοση αυτής στην εναγόμενη, σε συνδυασμό με το γεγονός
ότι ο μέσος χρόνος των απαιτούμενων μεταφράσεων και της
συντελέσεως της επίδοσης της από τις αρμόδιες κυπριακές
και παναμαϊκές αρχές είναι ιδιαίτερα μακρύς,
συνεκτιμωμένων των αργιών των Χριστουγέννων –
Πρωτοχρονιάς καθώς και των καθυστερήσεων που
προκαλούνται εξαιτίας της πανδημίας του κορονοιού (covid
19), πιθανολογείται ότι η αιτούσα δεν θα δυνηθεί μέσα
στη νόμιμη προθεσμία των 60 ημερών από την κατάθεσή της
να επιδώσει στην εναγόμενη την προαναφερθείσα αγωγή της,
ώστε να θεωρηθεί αυτή ασκηθείσα. Συνεπαγωγικά δε, δεν
δύνανται να τηρηθούν και οι νόμιμες προθεσμίες που
ορίζουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ αναφορικά με την
άσκηση και την επίδοση παρέμβασης, προσεπίκλησης
ανακοίνωσης ή ανταγωγής, παρέμβασης του τυχόν
προσεπικαλούμενου, κατάθεσης προτάσεων με όλα τα
αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγραφα των οποίων
θα γίνεται επίκληση με αυτές, καθώς και το αποδεικτικό
επίδοσης της αγωγής και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους
δικηγόρους κατ’ άρθρο 96 ΚΠολΔ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον πιθανολογήθηκε ο
επικαλούμενος στην υπό κρίση αίτηση λόγος παράτασης των
άνω προθεσμιών, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως και
κατ’ ουσίαν βάσιμη και να παραταθεί ως προς όλους τους
διαδίκους η προθεσμία επίδοσης της προαναφερθείσας
αγωγής της αιτούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Πειραιά, κατά 60 ημέρες από την πάροδο των 60 ημερών από
την κατάθεση αυτής, προθεσμία που κρίνεται εύλογη από το
Δικαστήριο τούτο, ωσαύτως δε να παραταθούν και οι
νόμιμες προθεσμίες κατ’ άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, για την
άσκηση και την επίδοση παρέμβασης, προσεπίκλησης
ανακοίνωσης ή ανταγωγής, παρέμβασης του τυχόν
προσεπικαλούμενου και κατάθεσης προτάσεων, σύμφωνα με τα
οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
- ΠΑΡΑΤΕΙΝΕΙ την προθεσμία επίδοσης της από 17-11-
2021 (υπ’ αρίθ. καταθ. 4168/9195/2021) αγωγής της
αιτούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
κατά εξήντα (60) ημέρες, από την πάροδο των εξήντα (60)
ημερών από την κατάθεση αυτής, ωσαύτως δε και τις
νόμιμες προθεσμίες κατ’ άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, για την
άσκηση και την επίδοση παρέμβασης, προσεπίκλησης
ανακοίνωσης ή ανταγωγής, παρέμβασης του τυχόν
προσεπικαλούμενου και κατάθεσης προτάσεων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη
δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά,
χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι τους, στις 11 Φεβρουάριου 2022.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)