Σύμβαση έργου – Ευθύνη επιβλέποντος μηχανικού – Ελλείψεις έργου – Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος – Ένορκες βεβαιώσεις – Διαχρονικό δίκαιο – Πραγματογνωμοσύνη – Επανάληψη συζήτησης -.
Ευθύνη επιβλέποντος μηχανικού. Μπορεί να θεωρηθεί ως βοηθός εκπλήρωσης. Ευθύνεται εις ολόκληρο με τον εργολάβο όταν το έργο έχει ελλείψεις. Εφαρμογή των διατάξεων περί δικαιοπραξιών, περί συμβάσεως έργου και των οικείων άρθρων του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας. Αν ο επιβλέπων μηχανικός είναι ένας, τότε αυτός ευθύνεται για την εφαρμογή του σχεδίου και τον πλήρη τεχνικό έλεγχο αυτού. Σύμβαση έργου. Ευθύνη εργολάβου. Δικαιώματα εργοδότη από ελλείψεις του έργου. Στοιχεία ορισμένου της σχετικής αγωγής. Η ένσταση κατάχρησης δικαιώματος είναι δυνατόν να προβληθεί μόνο έναντι υπαρκτού δικαιώματος και όχι όταν ο διάδικος αρνείται απλά ή αιτιολογημένα να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση δικαιώματος του αντιδίκου του. Πότε το δικαστήριο εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου και πότε οφείλει να διενεργήσει πραγματογνωμοσύνη. Τροποποιήσεις στις διατάξεις για τις ένορκες βεβαιώσεις με τον ν. 4335/2015. Διαχρονικό δίκαιο. Με την προσθήκη στις προτάσεις επιτρέπεται να προταθούν ισχυρισμοί και να προσκομισθούν ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις μόνο όμως για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν παραδεκτώς για πρώτη φορά με τις προτάσεις. Διαταγή επανάληψης της συζήτηση προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη. Διορισμός πραγματογνώμονα.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
Αριθμός Απόφασης 1215/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΉΘΗΚΕ από την Δικαστή Δήμητρα Μάντζαρη, Πρωτοδίκη, η οποία ορίστηκε από του Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από την Γραμματέα Ηλέκτρα Καβρουλάκη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 26 Σεπτεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ., κατοίκου Νέας Ιωνίας Αττικής (οδός .), που παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Κωνσταντίνου Νικολαρόπουλου (AM ΔΣΑ 33034}, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου Σκάλας Ωρωπού (οδός .), που παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Ηλία Πανταζή (AM ΔΣΑ 019195), ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 21-07-2015 ανωγή, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης . και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./21-07-2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικώς κατά την δικάσιμο της 7ης-02-2013 και κατόπιν αναβολής κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της ανωτέρω υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
I. Από το συνδυασμό των διατάξεων ίων όρθρων 294 εδ. α, 295 παρ. 1 εδ. α και 297 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, καθώς και ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως συνέπεια ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε, ενώ η κατά τα ως άνω παραίτηση γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου (βλ. Α.Π. 692/1999, ΕλλΔνη 41, σελ. 763). Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του Κ.Πολ.Δ,, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία, είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του όρθρου 295 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι ο εναγών μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο της, κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται ότι από την αρχή δεν ασκήθηκε, Ο περιορισμός του αιτήματος γίνεται με βάση την παραπάνω διάταξη, η οποία είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 297 του ΚΠολΔ, με τις προτάσεις ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικό βλ. ΕφΑθ 5216/1998, ΕλλΔνη 40, σελ. 351, σελ. 623. Εφ.Αθ. 31671987, Νσ.Β. 35, σελ. 7Β0).
II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των όρθρων 55,56,341 ν.δ. 17.7/16.8.1923, όπως κωδικοποιήθηκαν με το πδ 14/1999 (ΦΕΚ Δ 580/1999) και του άρθρου 91 του ΠΔ 69671974 προκύπτει ότι ο εκτελών έργο, για την έκδοση της άδειος της αρμοδίας αρχής, πρέπει να ορίζει με την αίτηση του τον επιβλέποντα ή τους επιβλέποντες μηχανικούς, ότι οι τελευταίοι δηλώνουν στην πολεοδομική αρχή την αποδοχή του ορισμού τους, καθορίζεται δε, σε περίπτωση ορισμού πλειόνων επιβλεπόντων τις ευθύνες κάθε επιβλέποντος, ότι ο αναλαμβάνων την επίβλεψη της αρχιτεκτονικής και κτιριολογικής διάταξης της οικοδομής είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή του σχεδίου και την τήρηση των περιορισμών που επιβάλλονται για λόγους υγιεινής και αισθητικής και των υπόλοιπων όρων σύμφωνα με τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια, ότι ο επιβλέπων τη δόμηση των μεταλλικών και από οπλισμένα σκυρόδεμα ή και από άλλα υλικά μερών της οικοδομής είναι υπεύθυνος για τη στερεότητα τους, ότι είναι υπεύθυνος για την παρακολούθηση των εκτελουμένων έργων, τη χορήγηση πλήρων και λεπτομερών οδηγιών εις τον κατασκευαστήν του έργου διά την κατά τα συμβατικά στοιχεία, την επιστήμη και τους κανόνας της τέχνης έντεχνη, εμπρόθεσμη και οικονομική εκτέλεση των εργασιών, την μερίμνα διά την συμμόρφωση του αναδόχου προς τις συμβατικές του υποχρεώσεις και την περιφρούρηση των συμφερόντων του εργοδότου και ότι έχει υποχρέωση απέναντι στην υπηρεσία που χορήγησε τη σχετική άδεια, να αναφέρει εγγράφως την αποπεράτωση του έργου, η δε αντικατάσταση του δεν γίνεται παρά μετά από έγκριση της Πολεοδομικής υπηρεσίας, δηλ. η σύμβαση του δεν λύεται με μόνη τη βούληση του κυρίου του έργου. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 7 του ν. 1396/1983, επιβλέπων είναι το πρόσωπο το οποίο «με σύμβαση με τον κύριο του έργου και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις αναλαμβάνει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτέλεσης τεχνικού έργου ή τμήματος του, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης». Η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση της μελέτης για την έκδοση οικοδομικής αδείας και η επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου φέρει τον χαρακτήρα της μίσθωσης έργου, γιατί με αυτή οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα παράδοσης της μελέτης που εκπονήθηκε και των σχεδίων που συντάχθηκαν, ως και στο αποτέλεσμα της επίβλεψης, που είναι η κατά τα συμβατικά στοιχεία, την επιστήμη και τους κανόνες της τέχνης, έντεχνη, εμπρόθεσμη και οικονομική εκτέλεση των επιμέρους εργασιών του όλου έργου και όχι στην εργασία που καταβάλλεται για την εκτέλεση αυτών, ως περιεχόμενο της σχετικής σύμβασης (βλ. σχ. ΑΠ 894/2008, ΑΠ 552/2007, δημοσίευση «Νόμος», ΑΠ 225/2003. ΧρΙΔ 2003, σελ, 409, ΑΠ 977/2003. ΕλΔνη 2004, σελ. 1656, ΕφΑΘ 2119/2008, ΕλΔνη 2009, σελ. 877, ΕφΔωδ 30/2007, δημοσίευση «Νόμος»). Ο επιβλέπων μηχανικός που ορίστηκε από τον εργοδότη για να επιβλέπει το έργο και ενεργεί ως ελεύθερος επαγγελματίας δεν μπορεί να θεωρηθεί προστηθείς του εργοδότη κατά την έννοια του 922 ΑΚ. Μπορεί όμως να θεωρηθεί ως βοηθός εκπλήρωσης κατά την έννοια του άρθρο 334 ΑΚ. κατά την οποία δεν απαιτείται νομική ή οικονομική εξάρτηση από τον εργοδότη αλλά αρκεί μόνο η εποπτεία που ασκείται σε βοηθό εκπλήρωσης. Στην περίπτωση αυτή ο μηχανικός ευθύνεται μάλιστα εις ολόκληρο με τον εργολάβο όταν το έργο έχει ελλείψεις (ΑΠ 225/03 Δνη 2004.467, ΑΠ 977/03 Δνη 2004,1656. ΑΠ 270/99 ΜοΒ 46,1248, ΕφΔωδ 30/07 Νόμος, Φ. Τσετσέκος ο.π, σελ- 203). Πλέον των γενικών περί δικαιοπραξιών διατάξεων που διέπουν την ευθύνη του μηχανικού κατά την εκτέλεση του έργου, ως και αυτών των άρθρων 681 επ. ΑΚ, η ευθύνη των μηχανικών στους οποίους ανατίθεται η επίβλεψη ανεγειρόμενης οικοδομής διέπεται και από τα άρθρα 338 επ. του Π.Δ 14/1999 (ΦΕΚ Δ’ 580/1999 «Κώδικας βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας»). Συγκεκριμένα, όπως προβλέπει το άρθρο 338 παρ. I έως 4 του ως άνω Κώδικα (άρθρα 55, 56 ν.δ/τος 17.7./16.8.1923): 1) «Όποιος εκτελεί τα προβλεπόμενα από την οικοδομική άδεια έργα οφείλει να ορίζει τον αναλαμβάνοντα την επίβλεψη της εκτέλεσης τους, ο οποίος, πριν από οποιαδήποτε έναρξη του έργου, πρέπει να υποβάλει στην κατά το άρθρο 330 αρμόδια για την χορήγηση της άδειας υπηρεσία έγγραφη δήλωση ότι αποδέχεται την επίβλεψη αυτή. 2) Σε περίπτωση αποχής του επιβλέποντος, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, απαιτείται η άμεση αντικατάσταση του που εκτελείται κατά τον ίδιο, όπως παραπάνω, τρόπο. 3) Δεν επιτρέπεται σε οποιαδήποτε περίπτωση η εκτέλεση έργου από τα προβλεπόμενα στο παρόν κεφάλαιο χωρίς προηγουμένως να οριστεί ο επιβλέπων εκτέλεσης του έργου ή ο αντικαταστάτης του, σε περίπτωση αποχής του. Παράβαση της διάταξης αυτής συνεπάγεται, εκτός των άλλων, την αναγκαστική διακοπή των εργασιών, εκτός εάν η αρμόδια υπηρεσία κρίνει σκόπιμο το διορισμό επιβλέποντα εκτέλεσης του έργου (..,). 4) Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου ως εκτελών τα έργα θεωρείται εκείνος που ζήτησε και έλαβε στο όνομα του τη σχετική άδεια για την εκτέλεση των εργασιών, ο οποίος και σε περίπτωση μεταβίβασης των δικαιωμάτων του που απορρέουν από την άδεια δεν απαλλάσσεται της ευθύνης που προκύπτει από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, αν δεν προβεί στη μεταβίβαση αυτή με επίσημη πράξη και δεν την κοινοποιήσει στην αρμοδία για τη χορήγηση της άδειας υπηρεσία». Πάντως ο αναλαμβάνων την επίβλεψη της αρχιτεκτονικής και κτιριολογικής διάταξης της οικοδομής είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή του σχεδίου και την τήρηση των περιορισμών που επιβάλλονται για λόγους υγιεινής και αισθητικής και των υπόλοιπων όρων σύμφωνα με τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια. Ο αναλαμβάνων την επίβλεψη της δόμησης των μεταλλικών και από οπλισμένο σκυρόδεμα ή και από άλλα υλικά μερών της οικοδομής είναι υπεύθυνος για τη στερεότητα τους» (παρ. 2), «Ο επιβλέπων οφείλει μετά την αποπεράτωση των εργασιών δόμησης να το αναφέρει εγγράφως στην υπηρεσία που χορήγησε τη σχετική άδεια, η οποία τότε οφείλει να προβαίνει στον έλεγχα των εργασιών που εκτελέστηκαν» (παρ. 3). Εάν ο αναλαμβάνων την επίβλεψη μέρους μόνο των εργασιών που απαιτούνται για την κατασκευή ενός έργου, δεν αναφέρει εγγράφως στην αρμόδια υπηρεσία την τυχόν έναρξη εκτέλεσης των υπολοίπων εργασιών, ή δεν καθορίσει τον αναλαμβάνοντα την επίβλεψη τους, θεωρείται αυτοδικαίως ότι αποδέχεται την επίβλεψη και των τελευταίων αυτών εργασιών» {παρ. 4), Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει σαφώς ότι, εάν ο επιβλέπων την εκτέλεση του έργου είναι ένας, τότε αυτός ευθύνεται για την εφαρμογή του σχεδίου και τον πλήρη τεχνικό έλεγχο του έργου {βλ. ΑΠ 894/2008, οπ.π.).
III. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 686,687,683.689 και 690 προβλέπονται τα δικαιώματα του εργοδότη έναντι του εργολάβου στη σύμβαση έργου. Ειδικότερα από το άρθρο 636 ορίζονται τα δικαιώματα του εργοδότη πριν την έναρξη του έργου. Με τη διάταξη του άρθρου 687 ορίζονται τα δικαιώματα του εργοδότη κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου. Τέλος με τις διατάξεις των άρθρων 683,689,690 ορίζονται τα δικαιώματα του εργοδότη μετά την εκτέλεση του έργου (,..του έργου που εκτελέστηκε,..). Η διάταξη του άρθρου 690 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 3043/2002, ορίζει ότι ο εργοδότης έχει δικαίωμα αντί για υπαναχώρηση ή μείωση, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης, αν οι ελλείψεις του έργου οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου. Από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 688 κσι 689 ΑΚ προκύπτει ότι τα παρεχόμενα στον εργοδότη δικαιώματα προϋποθέτουν έργο, που εκτελέστηκε, παρέχονται δηλ. μετά την περάτωση του έργου. Kατ ακολουθία και το δικαίωμα που παρέχεται από το άρθρο 690 ΑΚ προϋποθέτει έργο που εκτελέστηκε, όχι βέβαια με την έννοια της πλήρους και προσήκουσας εκπλήρωσης της ενοχής του εργολάβου (αφού τότε δεν θα ετίθετο θέμα ευθύνης του), αλλά με την έννοια της απσπερατώσεως του προπαρασκευαστικού σταδίου της εκτελέσεως του έργου ώστε τούτο κατά το κύριο μέρος του να είναι πλέον έτοιμο και να μη μένει στάδιο εκτελέσεως κυρίων εργασιών. Περαιτέρω από τη διατύπωση του άρθρου 690 ΑΚ προκύπτει ότι για τις ελλείψεις του έργου απαιτείται υπαιτιότητα. Αυτήν, μολονότι αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της διάταξης, επικράτησε η άποψη ότι ο ενάγων εργοδότης αρκεί να την επικαλεσθεί και να προσδιορίσει σε τι συνίσταται αυτή και εναπόκειται στον εναγόμενο εργολάβο να επικαλεστεί και να αποδείξει, για την απαλλαγή του, ότι οι ελλείψεις δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα του (ΕφΛαρ 118/01 Δικογρ 2001. 218, Εφθεσ 1613/88 Αρμ 1988. 1976, ΑρχΝ 39. 612, Καρδάρας εις Γεωργιάδη – Σταθόπουλο ΕρμΑΚ σρθρ. 690 αριθ. 34, Κορνηλακης άπ. σελ. 516). Τούτο σε contra legem ερμηνεία του άρθρου 338 ΚΠολΔ, διότι η ευθύνη του εργολάβου είναι συμβατική (ενδοσυμβατική) και όχι εγγυητική, με συνέπεια το πταίσμα του να τεκμαίρεται και διότι ο εργοδότης δεν έχει πρόσβαση στη σφαίρα της εξειδικευμένης δράσης του εργολάβου και δεν μπορεί να επικαλεσθεί ορισμένη υπαίτια συμπεριφορά του τελευταίου, με αποτέλεσμα να στερείται του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας (ΑΠ 1336/08 Νόμος, ΑΠ 1654/05 Νόμος, ΑΠ 926704 Νόμος, ΑΠ 1271/03 Δνη 2004. 482, ΑΠ 156701 Νόμος, ΑΠ 610/90 Δνη 32.98, ΑΠ 156/01 Νόμος, ΑΠ 610/90 Δνη 32, 98, ΕφΑΘ 2202/07 ΕφΑΑ 2008, 915, Π. Κορνηλόκης Ειδικό Ενοχικό II σελ. 516, Απ, Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, ό. π., παρ. 11, αριθμ. 4, σελ, 301, Βαλτούδης Η σύμβαση έργου κατά τον ΑΚ σελ, 133, Φ, Τσετσέκος Η μίσθωση έργου εκδ. 1980, σελ. 223 επ.). Συνακόλουθα, στο δικόγραφο της σχετικής αγωγής πρέπει να εκτίθεται: α) η κατάρτιση της συμβάσεως έργου με την οποία ανατέθηκε στον εργολάβο η εκτέλεση ορισμένου έργου, β) ότι το έργο αυτά εκτελέσθηκε, γ) ότι το εκτελεσθέν έργο έχει ελλείψεις, χωρίς να ενδιαφέρει το είδος των ελλείψεων ως ουσιωδών ή επουσιωδών, παρεκτός και αν ζητείται η μεγάλη αποζημίωση, οπότε απαιτείται η επίκληση του ουσιώδους χαρακτήρα των ελλείψεων και δ) η ζημία που υπέστη ο εργοδότης από τις ελλείψεις του έργου, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αιτουμένης αποζημιώσεως (ΑΠ 1119/S3 ΝοΒ 32.665, 915, ΕφΔωδ 238/06 Νόμος, ΕφΠατρ 324/06 ΑχαΝομ 2007,58, ΕφΠατρ 564/04 ΑχαΝομ 2005. 72, ΕφΑΘ 3534/03 Δνη 2004, 585. Βλ. σχετικά Β, ΒαΒρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, υπό όρθρο 690, αριθμ. 14, σελ. 715, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, ό. π., παρ. 11 αριθμ. 4, σελ. 301). Περαιτέρω η αποζημίωση του όρθρου 690 ΑΚ συνιστά θετικά διάφεραν, δηλ. σκεφτόμαστε τι θα είχε α εργοδότης αν είχε παραλάβει το έργο χωρίς πραγματικά ελαττώματα ή με τις συνομολογημένες ιδιότητες. Για το ζήτημα αυτά ενδιαφέρει αν ο εργοδότης κρατήσει το έργο, όποτε θα δικαιούται την καλούμενη «μικρή» αποζημίωση, ή αν αποδώσει το έργο, οπότε δικαιούται την καλούμενη «μεγάλη» αποζημίωση. Με την «μικρή» αποζημίωση ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει 1. Την αντικειμενική μείωση της αγοραίας αξίας την οποία επιφέρει το ελάττωμα στο έργο, 2, Την πλήρη δαπάνη διόρθωσης του πραγματικού ελαττώματος ή την αποκατάσταση της συνομολογημένης ιδιότητας και να ζητήσει σωρευτικά με τα κονδύλια αυτά την αποκατάσταση έμμεσων ζημιών (διαφυγόν κέρδος, ζημίες που υφίσταται σε άλλα πέρα από το έργο απόλυτα δικαιώματα ή έννομα αγαθά του) (Εφ. Λαρίσης 162/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2010 ανέθεσε στον εναγόμενο, ο οποίος είναι πολιτικός μηχανικός, την επίβλεψη της κατασκευής της εξοχικής του κατοικίας που βρίσκεται στον ʼγιο Κωνσταντίνο Ωρωπού. Ότι ειδικότερα ο εναγόμενος, ορίσθηκε ως επιβλέπων μηχανικός από την Πολεοδομία Καπανδριτίου, προέβη στην έκδοση της υπ’ αριθμ. ./2010 οικοδομικής αδείας και επέλεξε το συνεργείο του εργολάβου . για την κατασκευή του έργου. Ότι το έργο ξεκίνησε τον μήνα Αύγουστο 2010 και περατώθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2011. Ότι ο εναγόμενος έλαβε ως αμοιβή για την έκδοση της άδειας και την επίβλεψη της οικοδομής το ποσό των 13.811,80 ευρώ και ότι περαιτέρω έλαβε πλέον της αμοιβής του, κατά τις λεπτομερώς αναφερόμενες ημερομηνίες, το συνολικό ποσό των 25.500 ευρώ. Ότι ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε στους αναφερόμενους εργάτες και για τις εκτιθέμενες εργασίες το ποσό των 22.Β54 ευρώ και συνεπώς, παρακράτησε παράνομα, χωρίς νόμιμη αιτία το υπόλοιπο ποσό των 2.646 ευρώ που του κατέβαλε ο ενάγων. Ότι έτι περαιτέρω, ο εναγόμενος έλαβε τα κάτωθι ποσά προκειμένου να τα παραδώσει για λογαριασμό του ενάγοντος στους κατωτέρω αναφερόμενους εργολάβους, ωστόσο ουδέποτε τα κατέβαλε, και ως εκ τούτου κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος εις βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, ο οποίος υποχρεώθηκε να τα καταβάλει, ήτοι ποσό 1.200 ευρώ στον εργολάβο εκσκαφών κ. ., ποσό 1.000 ευρώ στον εργολάβο της οικοδομής κ. ., ποσό 506 ευρώ για την αγορά μονωτικών υλικών της οικοδομής και ποσό 1,228 ευρώ για μονωτικές εργασίες και υλικά στον κ. ., ήτοι συνολικά το ποσό των 3.934 ευρώ. Ότι ακολούθως ο εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα από τις ανωτέρω εκτιθέμενες αιτίες το ποσό των 6.580 ευρώ (2.646 + 3,934 ευρώ). Ότι επιπροσθέτως ο εναγόμενος άσκησε πλημμελώς τα καθήκοντα επίβλεψης που του ανατέθηκαν και από υπαιτιότητα του, υπήρξε κατά παράβαση της άδειας οικοδομής βαθύτερη εκσκαφή του υπογείου κατά 60 εκατοστά, με αποτέλεσμα η εκσκαφή να συναντήσει τον υδροφόρο ορίζοντα και ακολούθως να εισέρχονται ύδατα στο κατασκευασθέν υπόγειο, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα. Ότι συνεπεία της ως άνω αμελούς συμπεριφοράς του εναγομένου, ο οποίος σε ουδεμία ενέργεια προέβη προς διόρθωση του προαναφερόμενου ελαττώματος, το έργο καθίσταται άχρηστο και βλάπτεται η υγιεινή και η στατικότητα της οικοδομής. Ότι για την αποκατάσταση αυτού απαιτείται να λάβουν χώρα οι λεπτομερώς αναφερόμενες εργασίες, όπως αυτές περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο με το κόστος υλικών και εργατικών συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, συνολικού ποσού 12.824,86 ευρώ και ήδη ποσού 12.581,50 ευρώ, κατόπιν παραδεκτής παραίτησης με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του (βλ. υπό στοιχείο I μείζονα σκέψη) από: α) το ποσό των 282,90 ευρώ, όσον αφορά το κόστος υλικών (230 ευρώ πλέον ΦΠΑ) για καθαιρέσεις και μινιάρισμα / αδιαβροχοποίηση όλου του αποκαλυφθέντος σιδηρού οπλισμού του τοιχίου και β) το κόστος αγοράς αντλίας και υλικών κατασκευής 209,10 ευρώ,. Ότι επιπλέον, ο εναγόμενος φέρει αδικοπρακτική ευθύνη για την προπεριγραφείσα συμπεριφορά του και οφείλει να! καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 2.000 ευρώ. Με βάση τα ως άνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων, όπως παραδεκτώς έτρεψε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό (κατ’ άρθρα 223, 295 §1 και 297 ΚΠολΔ), ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει κατά τις διατάξεις της σύμβασης έργου, άλλως λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού και λόγω αδικοπρακτικής ευθύνης, το συνολικό ποσό των είκοσι μία χιλιάδων εκατόν εξήντα ενός ευρώ και πενήντα λεπτών (21.161,50 ευρώ), νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής. Τέλος ζητεί να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα στην υπό κρίση αγωγή υφίσταται αντικειμενική σώρευση αξιώσεων κατ’ άρθρον 218 παρ.1β ΚΠολΔ, οι οποίες παραδεκτώς εισάγονται στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο, είναι καθ’ ύλην και κατά τύπον αρμόδιο για να τις εκδικάσει (άρθρα 7, 9, 10, 14 § 2, 22 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Εισέτι, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη ως περιέχουσα όλα τα αναγκαία κατά νόμον στοιχεία, κατ’ άρθρον 216 ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα αναλυτικώς διαλαμβάνονται στην προεκτεθείσα υπό στοιχείο I μείζονα σκέψη, λαμβανομένου υπόψιν ότι εκτίθενται με σαφήνεια : α) η κατάρτιση της σύμβασης έργου με την οποία ο ενάγων ανέθεσε στον εναγόμενο την εκτέλεση ορισμένου έργου β) ότι τα έργο αυτά εκτελέστηκε, γ) ότι το εκτελεσθέν έργο έχει τις αναφερόμενες ελλείψεις και δ ) η ζημία που υπέστη ο ενάγων από τις ελλείψεις του έργου η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσά αποζημίωσης, το οποίο ζητεί (ΑΠ 930/2004 Δημ Νόμος, Εφ. Δωδ 238/2006 αδημ.), χωρίς να σπαιτείται για το ορισμένο της αγωγής μνεία των προσφορών ή της τεχνικής έκθεσης βάσει των οποίων υπολογίζεται τα κόστος των εργασιών, τα τετραγωνικά μέτρα για κάθε εργασία χωριστά και ο τρόπος καθορισμού των ημερομισθίων, απορριπτόμενων των περί αντιθέτου αιτιάσεων του εναγομένου, καθόσον πρόκειται περί περιγραφικών της ένδικης αξίωσης για αποζημίωση στοιχείων, τα οποία δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξεις. Περαιτέρω: α) η αξίωση του ποσού των 6.580 ευρώ για την προπεριγραφόμενη αιτία είναι μη νόμιμη ως προς την κύρια βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγομένου, ωστόσο είναι νόμω βάσιμη ως προς την επικουρική βάση αυτής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, δοθέντος ότι ο ενάγων επικαλείται με την αγωγή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σύμφωνα με το όρθρο 216 ΚΠολΔ (ΑΠ 168/2004 ΕλλΔνη 45,1598, Εφ Πειρ. 589/2011 ΕΦΑΔ 2012/137) την ανυπαρξία της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, από την οποία προήλθε ο πλουτισμός του λήπτη εναγομένου, β) η αξίωση αποζημίωσης ποσού 12.581,50 ευρώ είναι νόμιμη ως προς την κύρια βάση της, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 690 ΑΚ και στα άρθρα 338 επ. του Π,Δ 14/1999 (ΦΕΚ Δ’ 580/1999 «Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας», άρθρα 2 παρ, 7 του ν. 1396/1983 (βλ. όσα αναλυτικώς διαλαμβάνονται στις προμνησθείσες υπό στοιχεία II και 111 μείζονες σκέψεις), πλην του σκέλους αυτής που αφορά την καταβολή Φ,ΠΑ, διότι το αναλογούν ποσό του Φ.Π.Α. εισπράττεται από τον εργολάβο με την έκδοση της σχετικής νόμιμης απόδειξης ή τιμολογίου και επιρρίπτεται στον εργοδότη, τούτο μεν (η έκδοση των παραστατικών εγγράφων) αποτελεί προϋπόθεση για την είσπραξη του φόρου, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω (βλ. σχ. ΠΠΑΘ.772/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑΘ 1134/2010, δημοσίευση «Νόμος»).
Ωστόσο, η επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, και τούτο διότι η αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. ΑΚ) είναι επιβοηθητικής φύσης, υπό την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν οι προϋποθέσεις για την άσκηση αγωγής από το νόμο ή τη σύμβαση, εκτός αν θεμελιώνεται σε διαφορετικά πραγματικά περιστατικά ή πρόσθετα απά εκείνα στα οποία στηρίζεται η τελευταία, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω κατά τα εκτιθέμενα. (ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2004.475, ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003.983. ΕφΛσμ 54/2013 ΤΝΠ Νόμος), γ) η αξίωση ποσού 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι μόνη η υπαίτια παράβαση ενοχικής σύμβασης δεν συνιστά αυτή καθ1 εαυτή αδικοπραξία και δεν γεννά αξίωση αποζημίωσης κατ1 άρθρο 914 ΑΚ, εκτός αν έγινε με πράξη ή παράλειψη, η οποία και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον ή όταν η ενέργεια, χωρίς να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου, είναι αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα του ή στις επιταγές της έννομης τάξης, εφόσον ενέχει παράβαση των γενικών υποχρεώσεων που επιβάλλουν να μην προσβάλει κανένας το πρόσωπο ή τα προστατευόμενα υλικά αγαθά του άλλου. Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση, τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο περιστατικά των ελαττωμάτων του εκτελεσθέντος έργου, δεν μπορούν να στηρίξουν αποζημιωτική από αδικοπραξία ευθύνη του εναγομένου, εφόσον οι σχετικές ενέργειες και παραλείψεις αυτού, διαπραττόμενες χωρίς τη σύμβαση έργου, δεν θα ήταν παράνομες, ως μη αντικείμενες στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο (άρθρο 914 ΑΚ) γενικό καθήκον του να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια(βλ. σχετ. ΟλΑΠ 967/73 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 357/2013 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 878/2011 ΕΕμπΔ 2012,416. ΑΠ 47/2010 ΝοΒ 2010,2247, ΑΠ 1120705 Νόμος ΕφΑΘ 3874/2011 ΕλλΔνη 2012.243). Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, καθόσον για το παραδεκτό της συζήτησης της δεν απαιτείται πλέον η καταβολή δικαστικού ενσήμου, καθ’ όσον ήδη με το όρθρο 33 του ν, 4446/2016 (ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016), που ισχύει από 22-1-2017 (βλ. άρθρο 45 του ίδιου νόμου), ορίζεται ότι στα τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του v. ROH/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές, ενώ παράλληλα με την § 2 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε ρητά ότι «Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευση του».
Ο εναγόμενος με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του αρνείται αιτιολογημένα την κρινόμενη αγωγή, διατεινόμενος ότι ο ίδιος είχε μόνο την επίβλεψη κατασκευής του έργου, και ότι ουδέποτε ανέθεσε ο την εκτέλεση του έργου στον αναφερόμενο εργολάβο. Ο ανωτέρω ισχυρισμός αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον, ανεξαρτήτως της επιλογής του υπευθύνου για την κατασκευή του έργου, ο αναλαμβάνων την επίβλεψη της αρχιτεκτονικής και κτιριολογικής διάταξης της οικοδομής είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή του σχεδίου, την τήρηση των περιορισμών που επιβάλλονται και των υπόλοιπων (όρων σύμφωνα με τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια (βλ. υπό στοιχείο II μείζονα σκέψη).
Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ενήργησε επιμελώς, λαμβάνοντας όλα τα κατάλληλα μέτρα εξυγίανσης του εδάφους θεμελίωσης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ότι επιπροσθέτως το έργο δεν περατώθηκε από αποκλειστική ευθύνη του εναγομένου, ο οποίος δεν έλαβε κανένα μέτρα προστασίας, αλλά διακόπηκε τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2010. Ότι έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής στις 28-07-2015, ο ενάγων ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για απόδοση λογαριασμού ή για οποιαδήποτε αμελή συμπεριφορά του ιδίου ως προς την άσκηση των καθηκόντων του, δεν τον κήρυξε έκπτωτο, ούτε προέβη σε καταγγελία ενώπιον των αρμοδίων αρχών για τα ιστορούμενα εις βάρος του με την παρούσα αγωγή. Ότι ειδικότερα ο ενάγων άσκησε την κρινόμενη αγωγή, λόγω της οικονομικής του αδυναμίας, για λόγους εξεύρεσης πόρων, εκμεταλλευόμενος την καλόπιστη συμπεριφορά του εναγομένου, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου και κατά την απόδοση του λογαριασμού. Υπό τα ως άνω εκτιθέμενα, ο ισχυρισμός του ενάγοντος περί έλλειψης υπαιτιότητας του συνιστά ένσταση, η οποία είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 690 ΑΚ, δοθέντος ότι μολονότι η υπαιτιότητα αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της διάταξης, εναπόκειται στον εναγόμενο να επικαλεστεί και να αποδείξει, για την απαλλαγή του, ότι οι ελλείψεις δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα του κατά τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στην προεκτεθείσα υπό στοιχείο στηριζόμενη ΠΙ μείζονα σκέψη (Εφ Δωδ. 23B/20G6 αδημ, Γεωργιάδης Σταθόπουλος στο άρθρο 690 ΑΚ αρ 37). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της. Ο ισχυρισμός δε του εναγομένου που τείνει να βασισθεί στην καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος, υπό τα ως άνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι (η ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος, μόνο έναντι υπαρκτού δικαιώματος είναι δυνατόν να προβληθεί (βλ. ολ. ΑΠ 17/95 Δνη 36.1531) και όχι, όταν ο διάδικος αρνείται απλά ή αιτιολογημένα να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του δικαιώματος του αντιδίκου του, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία ο εναγόμενος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του ενάγοντος. Ως εκ τούτου , δεν δύναται να προβληθεί η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, η οποία προϋποθέτει την αναγνώριση της ύπαρξης του δικαιώματος και περαιτέρω την αποδυνάμωση αυτού (ΑΠ 1434/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως εκ περισσού δε επισημαίνεται, ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι μη νόμιμος και για τον πρόσθετο λόγο ότι μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν πρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του αλλά και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η άσκηση του δικαιώματος που επακολούθησε και τείνει στην ανατροπή της κατάστασης, που διαμορφώθηκε κάτω από τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα όρια που διαγράφονται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, γεγονός που δεν ισχύει εν προκειμένω (ΟλΑΠ 6/2016. ΟλΑΠ 16/2006, ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ θ/2001, ΑΠ 123/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο εναγόμενος προβάλλει το αίτημα περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, το οποίο είναι νόμω βάσιμο , ερειδομενο στη διάταξη του όρθρου 368 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του.
IV. Τέλος, κατά τη διάταξη :ου άρθρου 254 του ΚΠολΔ το δικαστήριο δύναται να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, η δε συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Εξάλλου, από τη διάταξη του όρθρου 368 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελεύθερα την ανάγκη χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς ειδικές, αλλά ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες (βλ. ΑΠ 1186/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 880/2010, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 281/2010, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 489/2010, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η πραγματογνωμοσύνη μπορεί να διαταχθεί για οποιοδήποτε ζήτημα, για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης και όταν ακόμη ανάγονται στο παρελθόν (ΑΠ 494/1993 Ελλήνη 35.1360).
V. Με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο 5 3 του Ν.4335/2015 προστέθηκαν οι νέες διατάξεις των άρθρων 421 έως 424 ΚΠολΔ, με τις οποίες επιφέρονται εκτεταμένες μεταβολές στο δίκαιο των, ένορκων βεβαιώσεων. Συγκεκριμένα, οι παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 237. όπως οι τελευταίες τροποποιήθηκαν, με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 2 του ίδιου νόμου, προβλέπουν, τους εξής όρους του υποστατού – παραδεκτού της ένορκης βεβαίωσης: α) κλήτευση του αντιδίκου με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύδει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, β) τήρηση προθεσμίας κλήτευσης δύο εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορισμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης, γ) πλήρες περιεχόμενο κλήσης σύμφωνα με το νέο άρθρο 422 5 1 ΚΠολΔ, το οποίο να διαλαμβάνει την ημερομηνία και ώρα λήψης, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα, την αγωγή ή ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα, δ) λήψη μέχρι πέντε ένορκων βεβαιώσεων για κάθε διάδικο ενώπιον ταυ λειτουργικά και κατά τόπον αρμόδιου οργάνου, ε) ιδιότητα μάρτυρα, τρίτο πρόσωπο ως προς τους διαδίκους, ικανό και μη εξαιρεθέν, στ) ορκοδοσία και ζ) εμπρόθεσμη υποβολή της ένορκης βεβαίωσης με τις προτάσεις. Αν δεν πληρούται κάποιος από τους ανωτέρω όρους, η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη, στην δε περίπτωση ζ’ απαράδεκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 του ΚΠολΔ και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, Οι νέες διατάξεις για τις ένορκες βεβαιώσεις δεν υπάγονται σε ειδική μεταβατική διάταξη του σχετικού όρθρου ένατου Ν.4335/2015. Επίσης, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου § 1 του Ν| 4335/2015, οι ρυθμίσεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ εφαρμόζονται αποκλειστικά επί αγωγών που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016, ενώ κατά τη μεταβατική διάταξη της § 4 κατά τα λοιπά οι ρυθμίσεις του νέου νόμου, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, εφαρμόζονται από την 1-1-2016. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι ο δικονομικός νομοθέτης δεν εισάγει στο Ν. 4335/2015 ειδικό κανόνα διαχρονικού δικαίου αναφορικά με τις νέες ρυθμίσεις για ιην απόδειξη. Από τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου της διάταξης του άρθρου 21 εδ, β’ του ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία «διαδικαστικές πράξεις απόδειξης που έγιναν κατά τις διατάξεις του δικαίου, που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κρίνονται κατά το δίκαιο αυτά», συνάγεται ότι διαδικαστικές πράξεις περί απόδειξης (π.χ. κλήσεις για ένορκες| βεβαιώσεις και ένορκες βεβαιώσεις), που πραγματοποιήθηκαν πριν από την εν γένει ισχύ του νέου δικαίου (άρθρο 1 άρθρο ένατο § 4 του Ν. 4335/2015), δηλαδή πριν από την 14-2016, διέπονται από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, ενώ όσες πραγματοποιούνται μετά την 1-1-2016 διέπονται από τις ρυθμίσεις του Ν. 4335/2015, ακόμη και αν οι σχετικές αγωγές, ένδικα βοηθήματα ή ένδικα μέσα ασκήθηκαν πριν από την 1-1-2016. Η ερμηνεία αυτή βρίσκει επαρκές έρεισμα στη διατύπωση του άρθρου! άρθρου ενάτου § 1 του Ν. 4335/2015, συμφωνά με την οποία το άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ και μόνο εφαρμόζονται στις αγωγές που ασκούνται μετά την 14· 2016. Ως εκ τούτου, η κλήση για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης που επιδίδεται μετά την 14-2016 πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 422 § 1 ΚΠολΔ και δύνανται να ληφθούν μέχρι πέντε ένορκες βεβαιώσεις, έστω και αν λαμβάνεται στο πλαίσιο αγωγής ή ενδίκου μέσου που είχε ασκηθεί πριν την 1-1-2016. Αντιθέτως, οι επιδοθείσες πριν από την 1-1-2016 κλήσεις για ένορκες βεβαιώσεις, ως ειδικότερες διαδικαστικές πράξεις περί απόδειξης, κρίνονται ως προς τη νομιμότητα τους με βάση τα προϊσχύον του Ν. 4335/2015 νομοθετικά καθεστώς, ακόμη και στην περίπτωση εκείνη που η ένορκη βεβαίωση ελήφθη μετά την 1-1-2016. Το ίδιο ισχύει και για τον ποσοτικό περιορισμό των τριών ένορκων βεβαιώσεων βάσει της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 270 § 2 εδ, γ’ ΚΠολΔ, και των μέχρι πέντε, προαποδεικτικά, ένορκων βεβαιώσεων κατά τη διάταξη του άρθρου 422 § 3 ΚΠολΔ, που και αυτός θα κριθεί βάσει του χρόνου επίδοσης της κλήσης στον αντίδικο, δηλαδή αν έλαβε χώρα πριν ή μετά την 14-2016. Αντίθετα, στις Ειδικές Διαδικασίες, αλλά και στις εκκρεμείς ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου κατά την 01-01-2016 υποθέσεις της Τακτικής Διαδικασίας, στις οποίες εξακολουθεί να εφαρμόζεται το άρθρο 238 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, εξακολουθεί να είναι επιτρεπτή η προσκομιδή προσθέτων ενόρκων βεβαιώσεων μέσα στην προθεσμία της αντίκρουσης, όμως αποκλειστικά με σκοπό την αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν το πρώτον στο ακροατήριο (άρθρο 238 εδ. γ’ ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το Ν. 4335/2015). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 238 ΚΠολΔ (όπως αυτή ίσχυε μετά την αναδιατύπωση της με το άρθρο 24 Ν.3994/2011) κατά την οποία με την προσθήκη των ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατατιθεμένων προτάσεων «σχολιάζονται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση», προκύπτει, ότι με την προσθήκη στις προτάσεις επιτρέπεται, πλέον του σχολιασμού και της αξιολόγησης των αποδείξεων, που έχουν ήδη προσκομισθεί με τις προτάσεις, να προταθούν ισχυρισμοί και να προσκομισθούν ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ, μόνο, όμως, για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν παραδεκτώς για πρώτη φορά με τις προτάσεις (Εφ. Αιγαίου 35/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την χωρίς όρκο κατάθεση του ενάγοντος και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης ,από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν σε άμεση και έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς (πρβλ. ΟλΑΠ 2/2008 ΕΕΜΠΔ 2009.898, ΑΠ 4U2G10 ΤρΝΠλ ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι κάτωθι ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου με την υπ’ αριθμ. ./23-07-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών ., με το παλαιό νομοθετικό καθεστώς (προ του Ν. 4335/2015), καθώς η κλήση για τη λήψη αυτών επιδόθηκε προ της 1ης-01-2016 (βλ. προεκτεθείσα υπό στοιχείο IV μείζονα σκέψη) ήτοι: α) η υπ’ αριθμ. ./7-06-2016 ένορκη βεβαίωση του ., β) η υπ’ αριθμ. 1891/7-06-2016 ένορκη βεβαίωση του . και ν) η υπ’αριθμ. ./ 7-06-2016 ένορκη βεβαίωση του ., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών , και οι κάτωθι ένορκες βεβαιώσεις με τα στοιχεία του όρθρου 422 § 1, οι οποίες δόθηκαν με επιμέλεια του εναγομένου κατόπι ν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντος ενώπιον της Ειρηνοδίκη Μαραθώνα (βλ. την υπ’ αριθμ. .Β/19-09-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών . της από 18-09-209-2019 κλήσης γνωστοποίησης και δήλωσης για διενέργεια ένορκων βεβαιώσεων), ήτοι : α) η υπ’ αριθμ. ./2019 ένορκη βεβαίωση του . και β) η υπ’αριθμ. ./2019 ένορκη βεβαίωση του ., από την από 21-04-2016 αυτοψία και τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού ., από 2-07-2015 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού ., την από μηνός Αυγούστου 2019 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού ., οι οποίες δεν συνιστούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, αλλά έγγραφα, τα οποία σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 390 ΚΠολΔ εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο (ΟλΑΠ 1U/2005, ΑΠ 778/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις προσκομισθείσες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ.3,448 πσρ.2 και 457 παρ.4 του ΚΠολΔ) (για την αποδεικτική δύναμη των φωτογραφιών βλ. ΑΠ 1554/3004, Νόμος. ΑΠ 378/1997, Ε. 1997.1789, Εφ Δω5 249/2006, Νόμος, ΕφΑδ 6001/1990, ΕΣυγκΔ 1990.367, ΕφΑΘ 833071987 Δ.1989.302) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το έτος 2010 ο ενάγων ανέθεσε στον εναγόμενο πολιτικό μηχανικό την έκδοση νόμιμης οικοδομικής άδειας και την επίβλεψη της κατασκευής της εξοχικής κατοικίας του στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου του Δήμου Ωρωπού, επί των οδών Πανταζή και Ανωνύμου. Ακολούθως, εκδόθηκε από το τμήμα Πολεοδομίας και πολεοδομικών εφαρμογών Καπανδριτίου η υπ’ αριθμ. ./2010 άδεια οικοδομής, η οποία περιλάμβανε διώροφη οικία πλέον υπογείου, μέγιστο ύψος 7.40 μέτρα και 1,5 μέτρα στέγη, και εγκεκριμένη κάλυψη 85,10 τετραγωνικών μέτρων. Οι εργασίες ξεκίνησαν περί τον μήνα Αύγουστο του έτους 2020 και όπως ο ίδιος ο ενάγων κατέθεσε στην χωρίς όρκο κατάθεση του ενώπιον του παρόντος του Δικαστηρίου, οι εργασίες του έργου σταμάτησαν περί τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010, Ο ενάγων διατείνεται ότι ο εναγόμενος άσκησε πλημμελώς τα καθήκοντα του, καθώς κατά την κατασκευή του υπογείου δεν λήφθησαν υπόψη: οι όροι της άδειας της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής, με αποτέλεσμα τα δάπεδο του υπογείου να κατασκευαστεί πενήντα (50) εκατοστά πιο βαθιά από το επιτρεπόμενο και, καθώς δεν διενεργήθηκαν οι κατάλληλες εξωτερικές εργασίες στεγάνωσης και αποστράγγισης, να εισρέουν ύδατα στο χώρο του υπογείου, γεγονός που καθιστό το υπόγειο εντελώς ακατάλληλο ως κατοικία. Ο διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός ., στην από 2-07-2015 τεχνική έκθεση που συνέταξε, κατόπιν της από 25-06-2015 διενέργειας αυτοψίας επί του ακινήτου, που του ανατέθηκε από τον ενάγοντα, διαπίστωσε ότι κατά την ως άνω ημερομηνία (2-07-2015), οι εργασίες είχαν διακοπεί στο στάδιο κατά το οποίο ο φέρων οργανισμος-σκελετός της οικοδομής είχε σκυροδετηθεί πλήρως, υπόγειο-ισόγειο-όροφος-στέγη και ότι είχαν τηρηθεί τα νόμιμα πολεοδομικά μεγέθη βάσει της νόμιμης άδειας της οικοδομής, πλην του συνολικού ύψους, για το οποίο παρατηρήθηκε συνολική υπέρβαση κατά 60 εκατοστά στο χώρο του υπογείου, όπου το νόμιμο ύψος διαπιστώθηκε ότι ήταν 2,95 εκατοστά αντί του νομίμου των 2,35 εκατοστών. Επιπλέον, διαπίστωσε κατά μήκος όλης της επιφάνειας του υπογείου εμβαδού 206,13 τετραγωνικών μέτρων λιμναίον νερό 40-50 εκατοστά-, του οποίου η στάθμη υπολογίστηκε άτι θα ανερχόταν κατά 30 εκατοστό υψηλότερα κατά τους χειμερινούς μήνες. Ο ανωτέρω πολιτικός μηχανικός αποδίδει το φαινόμενο της λίμνασης των υδάτων στο υπόγειο στις κατασκευαστικές πλημμέλειες, ήτοι στην βαθύτερη εκσκαφή, σε συνάρτηση με την συνάντηση υδροφόρου ορίζοντα, λόγω του βαθύτερου σκάμματος εκσκαφής, υποστηρίζοντας ότι όταν η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα στο έδαφος, γύρω από τον υπόγειο χώρο βρίσκεται άνωθεν της στάθμης του δαπέδου του υπογείου, τότε απαιτείται η διαμόρφωση του υπογείου χώρου ως στεγανή λεκάνη, η οποία θα βρίσκεται μόνιμα μέσα στο νερά και θα υφίσταται μόνιμη υδροστατική πίεση. Για το λόγο αυτά θεωρεί ότι υπό την επίβλεψη του εναγομένου, ήταν αναγκαίο να διενεργηθούν εργασίες ρίψης των μπετών θεμελίωσης και τοιχίων υπογείου, δόνηση του μπετού κατά την ρίψη του, άμεση επισκευή τυχόν σπηλαιοτήτων στο μπετό με επισκευαστικό κονίαμα ειδικά για τις χρήσεις αυτές και κατόπιν του ξεκαλουπώματος των τοιχείων, μόνωση στα σημεία «τρυπόξυλων», ενδελεχή μόνωση εξωτερικά και εσωτερικά των τοιχίων του υπογείου περιμετρικά, εξωτερικές εργασίες αποστράγγισης υδάτων πέρα οπό το κτήριο και πρόβλεψη φρεατίων αποστράγγισης υδάτων με αντλίες εντός του υπογείου, επί της πλάκας και μέσα από τα θεμέλια. Σύμφωνα δε με όσα αναφέρει ο διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός ., ο οποίος διενήργησε στις 21-04-2016 έκθεση αυτοψίας και τεχνική έκθεση, που του ανατέθηκε ομοίως από τον ενάγοντα, κατά την ως άνω ημερομηνία (21-04-2016), ο φέροντας οργανισμού του κτιρίου είχε σκυροδετηθεί πλήρως, ενώ οι εργασίες είχαν διακοπεί πριν την απομάκρυνση των ξυλοτύπων της πλάκας της οροφής του κτιρίου. Κατά τα αναγραφόμενα δε στην από 21-04-2016 τεχνική έκθεση του, στο υπόγειο, το οποίο έχει εμβαδόν 79,28 τ.μ. και όγκο ν>79,28χ3τ10=245,77κ,μ. (αντί 206,13κ,μ. της οικοδομικής άδειας), κατά την ημέρα της αυτοψίας υπήρχε λιμνάζον νερό περίπου 40 εκατοστών το οποίο κάλυπτε δύο σκαλοπάτια από την κλίμακα της εισόδου σε αυτό, ενώ από τα σημάδια τα οποία υπάρχουν στους τοίχους του υπογείου, διαπιστωνόταν ότι σε περιόδους με υψηλότερη στάθμη υπογείων υδάτων (υδροφόρος ορίζοντας) το λιμνάζον νερό μπορεί να έφτανε και σε ύψος 90 εκ. Όπως δε επισημαίνεται, τα λιμνάζοντα νερά εκτός από την διάβρωση στον οπλισμού του φέροντα οργανισμού του κτιρίου που αναμφίβολα επηρεάζει την στατικότητα της όλης οικοδομής προκαλούν και προβλήματα υγιεινής (δυσοσμία, ανάπτυξη μικροοργανισμών, συγκέντρωση εντόμων κτλ.). Ο ανωτέρω πολιτικός μηχανικός διαπίστωσε ότι τα πολεοδομικά μεγέθη, που αναφέρονταν στο διάγραμμα κάλυψης της άδειας είχαν τηρηθεί και το ύψος του κτιρίου βρισκόταν στα 7,40μ. από την στάθμη του διαμορφωμένου εδάφους. Ωστόσο, το καθαρό ύψος του υπογείου μετρήθηκε 2,90μ. ενώ στην οικοδομική άδεια είναι 2,40μ. και η τελική στάθμη της πλάκας του υπογείου κατασκευάστηκε στην στάθμη -Ι,ΘΟμ., από την στάθμη του διαμορφωμένου εδάφους, αντί του προβλεπόμενου -1,40μ. από την οικοδομική άδεια, με αποτέλεσμα να υπάρχει μία μεταφορά προς τα κάτω της πλάκας του υπογείου κατά 50 εκατοστά, με ταυτόχρονη επιμήκυνση του φέροντος οργανισμού του κτιρίου κατά παράβαση της οικοδομικής αδείας. Ο ανωτέρω πολιτικός μηχανικός, καταλήγει στο πόρισμα ότι το πλημμυρικό φαινόμενο του υπογείου της επίδικης οικοδομής, συνέβη εξαιτίας κακής κατασκευής της στεγάνωσης του υπογείου και ειδικότερα στην μη άρτια εκτέλεση των εργασιών κατασκευής στεγανολεκάνης σε συνδυασμό με την βαθύτερη κατά 50 εκατοστά κατασκευή του δαπέδου του υπογείου σε σχέση με το προβλεπόμενο στην άδεια βάθος κατασκευής του δαπέδου αυτού. Όπως δε επισημαίνει ο ίδιος, εκτός από την εξωτερική μόνωση των τοίχων του υπογείου, αλλά και ίου δαπέδου του υπογείου, έπρεπε να έχουν γίνει εξωτερικές εργασίες αποστράγγισης υδάτων με την κατασκευή φρεατίων αποστράγγισης με τη χρήση αντλιών εξωτερικά του κτιρίου, εργασίες οι οποίες ήταν αναγκαίες και δεν έγιναν στο συγκεκριμένο έργο. Ωστόσο, ο πολιτικός μηχανικός ., ο οποίος κλήθηκε από τον εναγόμενο και μετέβη στο ακίνητο όταν διαπιστώθηκαν προβλήματα κατά την εκσκαφή ήδη από τον μήνα Αύγουστο του έτους 2010, όπως αναφέρει στην από μηνός Αυγούστου έτους 2019 τεχνική έκθεση του, στις 4-08-2010 ήλεγξε την εκσκαφή, παρουσία του εναγομένου, του χωματουργού . και του εργολάβου ετοίμου σκυροδέματος .. Όπως δε διαπίστωσε, η εκσκαφή βρισκόταν στο βάθος που προβλεπόταν από την άδεια οικοδομής και τα περίγραμμα αυτής (εκσκαφής), ως όφειλε από τα εγκεκριμένο διάγραμμα εκσκαφής, είχε σκαφθεί ένα μέτρο πλέον του περιγράμματος της οικοδομής για την ορθή τοποθέτηση των ξυλοτύπων και την διευκόλυνση κατασκευής μονώσεων για προστασία από την υγρασία. Όμως, λόγω του γεγονότος ότι η κατασκευή βρισκόταν πολύ κοντά στη θάλασσα και υπολογιζόταν άτι ο υδροφόρος ορίζοντας κάποιες φορές κατά τη διάρκεια ζωής του έργου θα βρισκόταν ψηλότερα από την τελική στάθμη του υπογείου, και των τοπικών συνθηκών της περιοχής, ο εναγόμενος προβλέποντας το πρόβλημα, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω τεχνική έκθεση, τοποθέτησε αποστραγγιστικό στρώμα 25 εκατοστών ανάμεσα στην πλάκα της θεμελίωσης (γενική κοιτοστρωση-ραντιέ) και του δαπέδου του υπογείου, χωρίς ωστόσο, όπως επισημαίνει, από την ως άνω μεταβολή να προκύπτει αλλαγή στα περιτύπωμα της οικοδομής στον χώρα και στην στάθμη τελικής διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου, αφού η στάθμη του ισογείου τοποθετήθηκε στην τελική της θέση σε σχέση με το υψόμετρο του περιβάλλοντος χώρου. Πιο συγκεκριμένα, ο διενεργήσας την τεχνική έκθεση πολιτικός μηχανικός, περιγράφει τις κατασκευές που σχεδιάστηκαν ως ακολούθως: 1) τοποθέτηση στρώση σκύρων πάχους 0,30 μ. μετά την συμπύκνωση της, σε όλη την επιφάνεια της εκσκαφής, 2) τοποθέτηση στρώση μπετόν καθαριότητας, ελάχιστου πάχους 0,10 μ. 3) θεμελίωση της οικοδομής, με γενική κοιτοστρωση-ραντιέ ετοίμου σκυροδέματος, πάχους 0,60 μ., 4) Αποστραγγιστικά στρώμα πάχους 25εκ„ 5} Ελαφρά οπλισμένο σκυρόδεμα τελικού δαπέδου υπογείου 15 εκατοστά. Όπως δε εκθέτει, οι εργασίες εκσκαφών, ενισχύσεων του εδάφους, σκυροδέτησης και μονώσεων του υπογείου, πραγματοποιήθηκαν έως την 17/11/2010. Μετά την σκυροδετηση των τοιχείων του υπογείου και το ξεκαλούπωμα των ξυλοτύπων, πραγματοποιήθηκε η επισκευή με ρητινούχο επισκευαστικά αναπλισμένο τσιμεντοκονίαμα των ελάχιστων σημείων όπου παρατηρήθηκαν «φωλιές». Εν συνεχεία, πραγματοποιήθηκαν εργασίες εξωτερικής υγρομόνωσης του υπογείου εφαρμόσθηκε επαλειφόμενο στεγανοποιητικό κονίαμα σε δύο στρώσεις εξωτερικά της οικοδομής για το τμήμα που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, η δεύτερη αφού στέγνωσε η πρώτη, με το ύψος της επάλειψης, μισό μέτρο περίπου ψηλότερα από την τελική στάθμη της διαμόρφωσης του εδάφους και κατόπιν τούτου, τοποθετήθηκε και στερεώθηκε καλά πλαστική μεμβράνη (τύπου «αβγουλιέρα») για την προστασία της υγρομόνωσης σε όλη την επιφάνεια της. Τέλος, ο ανωτέρω πολιτικός μηχανικός περιγράφει ότι ακολούθησε η ρίψη σκύρων σε ολόκληρο το κενά μεταξύ της εκσκαφής και της οικοδομής, στοιχείο που λειτούργησε ως στραγγιστήριο και απέκλειε την ανερχόμενη υγρασία. Ο ίδιος ως άνω πολιτικός μηχανικός επισκέφτηκε εκ νέου το επίδικο έργο τον Σεπτέμβριο του έτους 2015, όπου διαπίστωσε ότι το επιτρεπόμενο ύψος της οικοδομής, οι θέσεις, τα μεγέθη και οι οπλισμοί των υποστηλωμάτων, ήταν σύμφωνα με την εγκεκριμένη, μελέτη. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι το υπόγειο εμφανιζόταν με καθαρό ύψος 2.80 u„ αντί του 2.40 μ> της μελέτης, ωστόσο απέδωσε την ως άνω διαφορά στο γεγονός ότι δεν είχαν κατασκευαστεί τα δύο τελευταία στάδια της μελέτης ύψους 40 εκατοστών για την ολοκλήρωση των δαπέδων του υπογείου, διότι έπρεπε να προηγηθούν οι εργασίες ύδρευσης και αποχέτευσης από τον υδραυλικό, και ακολούθως , χρησιμοποιείτο ως δάπεδο η θεμελίωση. Εξάλλου, ο ανωτέρω μηχανικός δεν διαπίστωσε ύπαρξη σαθρών τμημάτων ή σπηλαιοτήτων «φωλιές» στο μπετόν που να χρήζουν επισκευής, ούτε εμφανή σημεία υγρασίας από εισρεόμενα νερά από τον περιβάλλοντα χώρο. Τον μήνα πλέον Αύγουστο του έτους 2019, από την έξωθεν του περιβάλλοντος χώρου παρατήρηση της οικοδομής, διαπίστωσε ότι δεν είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες διάνοιξης της οδού έμπροσθεν του οικοπέδου, ούτε έχει γίνει η τοποθέτηση κρασπέδων, πεζοδρομίων και φρεατίων απορροής όμβριων υδάτων. Περαιτέρω, το υπόγειο ήταν ημιτελές, χωρίς να έχουν τοποθετηθεί κουφώματα στα ανοίγματα. Υπήρχαν μόνο δύο εξωτερικές κλίμακες στο υπόγειο, οι οποίες ήταν ασκεπείς. Κατόπιν των ανωτέρω διαπιστώσεων, σ ανωτέρω πολιτικός μηχανικός, καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι λόγω της μη ολοκλήρωσης της κατασκευής του υπογείου, της μη τοποθέτησης των παραθύρων στα κουφώματα, της μη ολοκληρωμένης διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου για την διαμόρφωση των ρύσεων απορροής των όμβριων, αλλά και την απουσία τοπικών στεγάστρων στις κλίμακες πρόσβασης στο υπόγειο, καθίσταται πολύ πιθανή σε μεγάλη νεροποντή, η εισροή υδάτων μέσω των ανοιγμάτων και των κλιμάκων, από τον περιβάλλοντα χώρο προς το υπόγειο. Κατά την δική του δε άποψη, το ως άνω πρόβλημα της εισροής των υδάτων, δύναται να λυθεί οριστικά με την ολοκλήρωση της οικοδομής, την οριστική διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου, την ολοκλήρωση της στάθμης του δρόμου με την τοποθέτηση κρασπέδων-ρείθρων, αλλά και την τοποθέτηση τοπικών προστεγασμάτων στις ανοικτές κλίμακες πρόσβασης στο υπόγειο. Κατόπιν τούτου, από τις προεκτιθέμενες απόψεις των πολιτικών μηχανικών, εν όψει των αντικρουόμενων ισχυρισμών τους και λόγω της ύπαρξης αμφίβολων σημείων, τα οποία ανέκυψαν κατά την μελέτη της υποθέσεως και των οποίων η επίλυση είναι αποφασιστικής σημασίας για την τελική κρίση του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης επί της ουσίας της υπόθεσης απαιτούνται ειδικές γνώσεις πολιτικού μηχανικού, καθόσον υφίσταται αμφισβήτηση ως προς τα αίτια της εισροής των υδάτων στον υπόγειο χώρο, τις ενέργειες στις οποίες προέβη ο εναγόμενος και το είδος των ενδεδειγμένων ενεργειών. Ακολούθως, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, πρέπει να αναβληθεί κατ’ άρθρον 254 ΚΠολΔ η έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπό κρίση αγωγής και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τις διατάξεις των άρθρων 254 παρ. 1 και 368 παρ.1,369 εδ. α’, 372 και 379 επ. ΚΠολΔ (βλ. υπό στοιχείο JV. μείζονα σκέψη), προκειμένου κατά την επαναληπτική συζήτηση να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από πολιτικό μηχανικό από τον κατάλογο που τηρείται στο Δικαστήριο αυτό, κατά το άρθρο 372 ΚΠολΔ, γενομένου δεκτού και του σχετικού νομίμου προβληθέντος αιτήματος αμφοτέρων των διαδίκων. Επισημαίνεται στο σημείο τούτο ότι για την καλύτερη διάγνωση και την αποφυγή κατατμήσεως της διαφοράς (βλ. ΑΠ 106072004, ΕλλΔνη 48.123, ΑΠ 1188/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 24/2001. ΑρχΝ 2001.914, ΑΠ 1036/1981, ΕΕΝ 49.695, Εφ. Πειραιώς 30672015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ως προς το ότι δεν επιτρέπεται έφεση προτού περατωθεί οριστικώς η δίκη, ως προς όλα τα αιτήματα που ενώθηκαν στο ίδιο δικόγραφο), την ενότητα του τίτλου εκτέλεσης, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης για το σύνολο της υπό κρίση υπόθεσης. Ειδικότερα, όσον αφορά το αιτούμενο κονδύλιο ποσού 6.580 ευρώ, το οποίο αφορά τη διενέργεια επιμέρους εργασιών, την αγορά υλικών και την αμοιβή εργατών, ποσά τα οποία ο ενάγων διατείνεται ότι κατέβαλε αχρεωστήτως στον εναγόμενο, το Δικαστήριο, προς το σκοπό ενιαίας επίλυσης της διαφοράς, επιφυλάσσεται, κατά το όρθρο 30Β παρ.2 του ΚΠολΔ, να αποφανθεί επ’ αυτού, μετά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, συνεκτιμώντας, εφόσον προσκομισθούν από τους διαδίκους, τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και κατά την παρούσα συζήτηση καθώς και τα πρακτικά αυτής, λαμβανομένου υπόψιν του γεγονότος ότι κάποια από τα επιμέρους αιτούμενα κονδύλια, αφορούν κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου εργασίες και υλικά ήτοι το ποσό των 1200 ευρώ, το κόστος των σκύρων και την εργασία για την επίστρωση αυτών, το ποσό των 506 ευρώ μονωτικά υλικά της οικοδομής και γ) τα ποσά των 510,315 και 403 ευρώ μονωτικές εργασίες και υλικά, τις οποίες (εργασίες) ο ενάγων αρνείται, καθώς διατείνεται ότι υφίστατο έλλειψη μέτρων στεγάνωσης του υπογείου, και συνεπώς, η τέλεση των εν λόγω εργασιών αποτελεί αντικείμενο μεταξύ άλλων της πραγματογνωμοσύνης. Περαιτέρω, πρέπει η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου αυτού στους διαδίκους και στον αναφερόμενο στο διατακτικό της παρούσας πραγματογνώμονα (όρθρο 375 ΚΠολΔ).
Τέλος, στην παρούσα απόφαση δεν πρέπει να περιληφθεί διάταξη για τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων, διότι η απόφαση που αναβάλλει τη συζήτηση της υπόθεσης, στο πλαίσιο διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή επανάληψης της συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, δεν είναι οριστική (ΑΠ 1027/1991 ΕλΔ33.Β15, ΕφΑΘ 10350/19Β4 ΕλλΔ 26/690, Ερμ ΚΠολΔ Βαθρακοκοίλης αρθρ. 176,191 ΚΠολΔ σ.1019).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου : α) να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, που θα διεξαχθεί με τη μέριμνα του επιμελέστερου των διαδίκων
ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα τον ., (…). διπλωματούχο πολιτικά μηχανικό ΕΜΠ, μέλος του TEE, ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, σε δημόσια συνεδρίαση, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της παρούσας απόφασης και στη συνέχεια, αφού προβεί σε αυτοψία του επίδικου έργου και λάβει δείγματα από τη θεμελίωση και το περίγραμμα αυτού, αφού λάβει υπόψη του όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, το φωτογραφικό υλικό και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο που οι διάδικοι θα προσκομίσουν σε αυτόν, θα αποφανθεί, με έγγραφη αιτιολογημένη γνωμοδότηση του, σχετικά με τα ακόλουθα ζητήματα: 1) ποια η ακριβής σημερινή κατάσταση της επίδικης οικοδομής, 2) εάν το υπόγειο της επίδικης οικοδομής εμφανίζει πλημμυρικό φαινόμενο, σε καταφατική περίπτωση σε ποια αιτία αποδίδεται το ως άνω φαινόμενο, και σε περίπτωση περισσότερων παραγόντων ποια η συμβολή εκάστου εξ αυτών, 3) εάν έγινε βαθύτερη εκσκαφή του υπογείου κατά} παράβαση της υπ’ αριθμ. ./2010 οικοδομικής άδειας, σε τι βαθμό, ποιες οι συνέπειες αυτής για το ακίνητο, 4) ποιες οι ενδεδειγμένες ενέργειες στις οποίες όφειλε να προβεί ο εναγόμενος πολιτικός μηχανικός κατά τους κανόνες της επιστήμης του και σε ποιες ο ίδιος προέβη, 5) εάν λήφθησαν μέτρα εξυγίανσης του εδάφους θεμελίωσης, εάν αυτά ήταν ενδεδειγμένα ή δύνατο να επιφέρουν την εισροή υδάτων στην οικοδομή, 6) ποιες οι απαιτούμενες ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν για την αποκατάσταση του ως άνω προβλήματος και ποιο το αναλυτικό κόστος αυτών. Τέλος, ο ως άνω πραγματογνώμονας οφείλει να διατυπώσει στην έγγραφη γνωμοδότηση του οτιδήποτε άλλο κρίνει ότι συντελεί στη διάγνωση των τεθέντων στο ιστορικό της παρούσας απόφασης ζητημάτων. Η ως άνω γνωμοδότηση θα κατατεθεί στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την όρκιση του, άπου θα συνταχθεί και η σχετική έκθεση κατάθεσης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επίδοση της παρούσας στους πληρεξούσιους Δικηγόρους των διαδίκων και στον διορισμένο πραγματογνώμονα με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του την 29/1/2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ