ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ
[ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ] ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 106/2022
[αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής Μει./20.3.2019]
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Σοφία Καυκανιώτη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 27 Οκτωβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της ενάγουσας : ., κατοίκου Τοπικής Κοινότητας Αγίου Γεωργίου Δήμου Πύργου Ηλείας, με Α.Φ.Μ. ., Δ.Ο.Υ. Πύργου Ηλείας, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου της Αθανασίου Καννή [Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, Α.Μ. 000222, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Ηλείας με αριθμό ./27.10.2021] και κατέθεσε προτάσεις.
Της εναγομένης : ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΦΑΡΜΑΚΑΠΟΘΗΚΗ VEPHARM ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «VEPHARM», που εδρεύει στον Πύργο Ηλείας, επί της Εθνικής Οδού Πατρών-Αρχαίας Ολυμπίας, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια των πληρεξουσίων Δικηγόρων της Θεόδωρου Αντωνόπουλου και Μαρίνας Μπεβούδα [ Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, Α.Μ.000034 και Α.Μ. 000096, αντίστοιχα, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Ηλείας με αριθμό ./01.11.2021] και κατέθεσε προτάσεις.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19 Μαρτίου 2019 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Μει./20.3.2019 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 09ης Οκτωβρίου 2019. Κατόπιν διαδοχικών αναβολών [09.10.2019-26.02.2020-10.6.2020] η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε στη δικάσιμο της 09ης Δεκεμβρίου 2020. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο [09.12.2020] η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 07.12.2020 έως και 14.12.2020, δυνάμει της υπ’αριθμ.Δ1α/ΓΠ.οικ.78363/2020 Κ.Υ.Α., λόγω της πανδημίας του ιού COVID 19. Με την υπ’αριθμ../12.01.2021 πράξη του Προϊσταμένου του παρόντος Πρωτοδικείου, Προέδρου Πρωτοδικών, η υπόθεση προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας [27.10.2021],χωρίς να απαιτείται να επιδοθεί κλήση για συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που έγινε από τον Γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 158 Ν.4764/2020 [ΦΕΚ Α 256/23.12.2020].
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[I] Καταγγελία είναι το δικαίωμα που έχει οποιοσδήποτε από τους συμβαλλομένους σε μια διαρκή σύμβαση να λύνει αυτή τη σύμβαση για το μέλλον με τη μονομερή θέλησή του. Όταν πρόκειται για μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας η καταγγελία αυτή από την πλευρά του εργοδότη παίρνει τη μορφή της απόλυσης μισθωτού ενώ από την πλευρά του τελευταίου παρουσιάζεται με την ειδικότερη μορφή της παραίτησης από τη θέση εργασίας. Το δικαίωμα της καταγγελίας είναι διαπλαστικό, γιατί επιφέρει την κατάργηση μιας έννομης σχέσης. Η καταγγελία ασκείται με μονομερή δήλωση βούλησης που μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή, αρκεί να είναι σαφής και σοβαρή. Η σιωπηρή καταγγελία συνάγεται από ορισμένη συμπεριφορά του εργοδότη. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας αρχίζουν από τη στιγμή που η σχετική δήλωση φτάνει στο άλλο μέρος προς το οποίο απευθύνεται [ΑΚ 167], χωρίς να ενδιαφέρει το πότε έλαβε γνώση. Καταρχήν είναι αδιάφορος ο τρόπος με τον οποίο ανακοινώνεται (προφορικώς ή γραπτώς). Εάν όμως προβλέπεται ο έγγραφος τύπος ως συστατικό στοιχείο της καταγγελίας, τότε πρέπει να εγχειρίζεται το ίδιο το έγγραφο (Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις και το Δίκαιο της Ευελιξίας της Εργασίας, δ’ έκδοση, § 2 Η καταγγελία της σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου σελ.772 επ.).
[ΙΙ] Από τα άρθρα 1, 3, 5 Ν. 2112/1920, 1, 2, 5 Ν. 3198/1955, 74 Ν. 3863/2010, 174, 180, 306, 349, 350, 656, 361, 648, 649, 652,653, 654, 655, 656, 669, 672 ΑΚ, 70, 68, 69 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η καταγγελία, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία λύεται η σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου [άρθρα 361,648, 669, 672 ΑΚ], είναι μονομερής, απευθυντέα και, κατά κανόνα, αναιτιώδης δικαιοπραξία, συνεπώς δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον καταγγέλλοντα εργοδότη και το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, επίσης έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, ήτοι μόλις περιέλθει η σχετική δήλωση βουλήσεως στον αντισυμβαλλόμενο εργαζόμενο, αδιακρίτως του τρόπου ανακοινώσεώς της σε αυτόν (προφορικώς, εγγράφως ή δια αγγέλου), λύεται για το μέλλον η έννομη σχέση είτε αμέσως (απρόθεσμη καταγγελία) είτε με την πάροδο ορισμένης προθεσμίας. Επί ακυρότητας της καταγγελίας, η διαπλαστική της ενέργεια δεν επέρχεται, η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται και η δικαστική απόφαση, που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας [άρθρα 68, 70, 174, 180 ΚΠολΔ], απλώς επιβεβαιώνει την έκτοτε ανυπαρξία του ως άνω αποτελέσματός της. Η μη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης από τον εργοδότη, που κατήγγειλε την σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και η μη τήρηση του έγγραφου τύπου [και] με ιδιωτικό έγγραφο και εγχείρησή του στον εργαζόμενο, προς τον οποίο απευθύνεται ώστε να λάβει γνώση του περιεχομένου του [άρθρα 167,168,169 ΑΚ], συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας. Η νόμιμη αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται, άσχετα από τον λόγο που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιπτώσεις που αναγράφονται περιοριστικώς στο νόμο, όπως υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη [ άρθρα 5 παρ.1 και 2 Ν.2112/1920, 6 παρ.1εδ.β του β.δ. της 16.7.1920/18.7.1920, 7 Ν. 3198/1955] ή ανωτέρα βία [άρθρα 6 παρ.1εδ.α του β.δ. της 16.7.1920/18.7.1920, 6 παρ.2 εδ.γ Ν.2112/1920]. Η άρνηση του εργοδότη, ύστερα από άκυρη εκ μέρους του (εργοδότη) καταγγελία, να δεχθεί την εργασία του εργαζομένου, τον καθιστά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας του εργαζομένου. Υποχρεούται τότε να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του – μισθούς υπερημερίας [άρθρα 361, 349, 350, 648,649, 654, 655, 653, 656, 652] δηλαδή το νόμιμο ή συμφωνημένο μισθό του και ότι άλλο ο εργαζόμενος θα εισέπραττε, ως η προσφορά της εργασίας του να συνεχιζόταν κανονικά, ακόμη και για χρόνο μετά την άσκηση της αγωγής του εργαζομένου [άρθρο 69 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ] μέχρι την άρση της υπερημερίας. Ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ του εργαζομένου και είναι, συνεπώς, σχετική, ο εργαζόμενος δικαιούται είτε να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και ειδικότερα: (1) Αν ο εργαζόμενος θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία, δικαιούται να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση. (2) Αν ο εργαζόμενος εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας, δικαιούται να ζητήσει τους μισθούς υπερημερίας [άρθρο 656 ΑΚ], ενώ δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του ή να παράσχει την εργασία του σε άλλο χρόνο, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί στο μέλλον τις υπηρεσίες του απολυθέντος. Δημιουργείται ακόμη υποχρέωση του εργοδότη, με αντίστοιχο δικαίωμα του εργαζομένου, αν κριθεί άκυρη η καταγγελία, με δικαστική, έστω και οριστική, απόφαση, να απασχολεί, πραγματικά, τον εργαζόμενο. Το δικαστήριο, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα, διατάσσει την πραγματική απασχόληση του εργαζομένου και δεν έχει την ευχέρεια να απορρίψει ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία, που να θεμελιώνουν τέτοιο αίτημα (ΑΠ 105/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 227/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
[III] Κάθε αξίωση του εργαζομένου, που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσεως εργασίας, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν ασκηθεί εντός ανατρεπτικής (αποσβεστικής) προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη λύση της σχέσεως εργασίας. Η προθεσμία αυτή λαμβάνεται υπόψιν (και) αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και αφετηρία της αποτελεί ο πιο πάνω χρόνος λύσεως της σχέσεως εργασίας (άρθρα 6 παρ.1 Ν.3198/1955, 279, 280, 240, 241, 242, 243, 251 ΑΚ). Η μη επίδοση της αγωγής στον εργοδότη εμπρόθεσμα (άρθρα 215, 221 ΚΠολΔ) καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, που πλήττει κυρίως το δικαίωμα της επικλήσεως και της προσβολής της καταγγελίας ως άκυρης, για οποιονδήποτε λόγο και κατ` ανάγκη τις ουσιαστικές αξιώσεις, οι οποίες συνέχονται με αυτό το απαράδεκτο. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη η καταγγελία καθίσταται έγκυρη και ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει μόνο την πληρωμή της νόμιμης αποζημίωσης ενώ οι σχετικές αξιώσεις, οι οποίες προϋποθέτουν την ακυρότητα, αποσβέννυνται και η αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη. Ομοίως, η αξίωση για την πληρωμή (καταβολή) ή συμπλήρωση της νόμιμης αποζημίωσης είναι απαράδεκτη, εάν η αγωγή δεν ασκηθεί εντός προθεσμίας έξι [6] μηνών, η προθεσμία είναι ανατρεπτική [αποσβεστική], έχει ως αφετηρία τον χρόνο λύσεως της σχέσεως εργασίας και λαμβάνεται υπόψιν (και) αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρα 6 παρ.2 εδ. (α) Ν.3198/1955, 279, 280, 241, 240, 242, 243, 251 ΑΚ), [ΑΠ 105/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
[IV] Κατά το άρθρο 15 παρ.1 Ν.1483/1984 «Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη». Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 του π.δ. 176/1997 «προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι: 1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν.1483/1984. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν.1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων ». Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει αφενός μεν ότι η προστασία από αυτές παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της, αφετέρου δε ότι η παράλειψη του εργοδότη να αναγγείλει τη γενόμενη καταγγελία της σύμβασης δεν επιφέρει την ακυρότητα αυτής. Το έγκυρο της καταγγελίας, εφόσον έχει καταβληθεί και η νόμιμη αποζημίωση, συναρτάται με το λόγο που επικαλείται ο εργοδότης, ήτοι από το αν αυτός κριθεί σπουδαίος [ΑΠ 245/2002, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 76/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 342/2015Ε, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ,ΕφΑθ 2729/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2234/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1011/2001, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΠατρ 977/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑθ 100/2020,Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
[V] Ως σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία κατ` αντικειμενική κρίση καθιστούν κατά τη συναλλακτική καλή πίστη μη ανεκτή από τον εργοδότη την εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία. Η σύμβαση εργασίας δημιουργεί σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακαταλληλότητα της εργαζόμενης για την εργασία που συμφωνήθηκε. Έτσι η ουσιώδης παράβαση των υποχρεώσεων αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας, χωρίς να απαιτείται αναγκαίως και υπαιτιότητα. Αρκεί και ένα μόνο περιστατικό, το οποίο, αντικειμενικώς θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της εργασιακής σχέσης για τον εργοδότη. Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της εγκύου εργαζομένης αποτελεί περιεχόμενο ένστασης του εργοδότη, που ενάγεται για την καταβολή αποδοχών υπερημερίας λόγω της για την αιτία αυτή ακυρότητας της καταγγελίας [ΜΠΑθ 100/2020 ό.π.]. Σπουδαίους λόγους για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, οι οποίοι συντρέχουν στο πρόσωπο του εργαζομένου, συνιστούν ενδεικτικά : παράβαση της υποχρέωσης για παροχή της συμφωνημένης εργασίας [ΑΠ 645/1987, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ], παράβαση της υποχρέωσης πίστης [ΑΠ 20/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ], κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης [ΕφΠατρ 149/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ], μη συμμόρφωση με τις οδηγίες και εντολές που ο εργοδότης του απευθύνει με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα [ΑΠ 1164/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ], [βλ.σχετ.Κουκιάδης ο.π. σελ.964-965].
[VI] Για την ύπαρξη αδικοπραξίας, κατά το άρθρο 914 ΑΚ, απαιτείται, εκτός άλλων όρων, παράνομη συμπεριφορά [θετική πράξη ή παράλειψη] προσώπου. Τέτοια συμπεριφορά αποτελεί και η προσβολή ορισμένου δικαιώματος άλλου ή απλώς συμφέροντος του προστατευομένου από τη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάζεται. Το δικαίωμα της προσωπικότητας, ως πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του ατόμου και είναι με αυτό [άτομο] αναπόσπαστα συνδεδεμένα (άρθρο 2 παρ.1 Συντάγματος), προστατεύεται, σε περίπτωση προσβολής, από τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ. Η προσβολή της προσωπικότητας πρέπει να είναι παράνομη, να γίνεται δηλαδή όταν είτε δεν υπάρχει δικαίωμα είτε ασκείται υπάρχον δικαίωμα καταχρηστικώς (άρθρα 281 ΑΚ, 25 παρ.3 Συντάγματος). Αγαθά, που προστατεύονται από την προσωπικότητα, είναι και η τιμή και η επαγγελματική αξία του ατόμου. Η τιμή του ατόμου ειδικότερα αντικατοπτρίζεται στην εκτίμηση, απέναντι του, των άλλων και προστατεύεται, κυρίως, ως κοινωνικό αγαθό (άρθρο 5 παρ.1 Συντάγματος). Αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας είναι και η αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής βλάβης του προσβαλλόμενου. Για την αξίωση αποζημίωσης προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης, συνισταμένη και σε πληρωμή εύλογου χρηματικού ποσού, απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας (άρθρα 57 παρ.2, 59, 914, 299, 932, 926, 927, 71 ΑΚ). Οι όροι δηλαδή αυτής της παροχής εξομοιώνονται με εκείνους της αποζημίωσης [προσβολή, παράνομη συμπεριφορά που προκάλεσε την προσβολή, αιτιώδης σύνδεσμος της προσβολής με την παράνομη συμπεριφορά και υπαιτιότητα εκείνου που προσβάλλει]. Προκειμένου να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό λαμβάνονται υπόψη και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, όπως και η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, χωρίς να αναφέρεται αναγκαίως και σε τι συνίσταται η κατάσταση αυτή, η κοινωνική θέση του διαδίκου, που προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, το είδος και η έκταση της βλάβης. Η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, μειωτική προς την προσωπικότητα του εργαζομένου, κατά τις εκφάνσεις της τιμής καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητας, ως μείωση της επαγγελματικής αξίας του, όπως απόλυση του εργαζομένου από τον εργοδότη, κατά τρόπο που εκθέτει [μειώνει] τον απολυθέντα στους συναδέλφους του και στο κοινωνικό του περιβάλλον, ενόψει και του είδους της απασχόλησης και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος του εργαζομένου για πραγματική απασχόληση, δικαιολογεί αξίωση του τελευταίου (εργαζομένου) για αποζημίωση προς ικανοποίηση της σημαντικής ηθικής του βλάβης. Η αξίωση αυτή στηρίζεται στα άρθρα 57 παρ.2, 59, 71, 299, 914, 926, 927, 932 ΑΚ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 361, 648, 669, 672 ΑΚ και δεν έχει σχέση με τις αξιώσεις από το ως άνω άρθρο 6 παρ.1 και 2 εδ.α Ν.3198/1955, συνεπώς δεν υπόκειται στις αποσβεστικές προθεσμίες του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 εδ.α Ν.3198/1955. Στο δικόγραφο της αγωγής, με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, πρέπει να εκτίθεται ότι ο εργαζόμενος υπέστη ηθική βλάβη για συγκεκριμένους λόγους από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εργοδότη, που πρέπει ο εργαζόμενος και να αποδεικνύει (ΑΠ 1186/1990, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2234/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή, εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη εταιρεία στις 25.5.2015 με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως παραγγελιολήπτρια υλικών, με το σύστημα της πενθήμερης απασχόλησης, έναντι μηνιαίων μικτών αποδοχών ύψους 750,00 ευρώ. Ότι στις 20.12.2018 η εναγομένη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας της δια του Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου της, ο οποίος κατά τη λήξη του πρωινού ωραρίου την ενημέρωσε προφορικά ότι η εναγομένη δεν επιθυμεί να συνεχίσει την εργασία της αυτή και την κάλεσε να μην προσέλθει κατά το απογευματινό ωράριο της ίδιας ημέρας. Ότι τη στιγμή εκείνη ενημέρωσε τον ανωτέρω ότι βρίσκεται σε αρχόμενη κύηση, γεγονός του οποίου έλαβε γνώση στις 18.12.2018. Ότι παρόλα αυτά η εναγομένη ενέμεινε στην απόφασή της να απολυθεί, όπως της δήλωσε την ίδια ημέρα (20.12.2018) ο Προϊστάμενός της. Ότι στις 21.12.2018 κοινοποίησε στην εναγομένη την από 21.12.2018 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση-δήλωσή της με συνημμένη την από 21.12.2018 ιατρική γνωμάτευση του Γενικού Νοσοκομείου Πύργου από την οποία προέκυπτε η εγκυμοσύνη της, με την οποία, ισχυριζόμενη ότι η καταγγελία της εργασίας της ήταν άκυρη, παράνομη και καταχρηστική, καλούσε την τελευταία να συνεχίσει να αποδέχεται την εργασία της σύμφωνα με τους όρους πρόσληψής της. Ότι παρόλα αυτά η εναγομένη στις 24.12.2018 της κοινοποίησε την από 20.12.2018 έγγραφη καταγγελία της υφιστάμενης έως τότε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της αορίστου χρόνου χωρίς προειδοποίηση επικαλούμενη για πρώτη φορά εντελώς αόριστα και αναιτιολόγητα την ύπαρξη σπουδαίου λόγου συνιστάμενη σε απαξιωτική συμπεριφορά απέναντι στους πελάτες της και μη συμμόρφωσή της στη γενική πολιτική της παρά της αδιάλειπτες υποδείξεις της. Ότι η από 20.12.2018 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της έγινε ενώ τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης και χωρίς σπουδαίο λόγο που να τη δικαιολογεί και, επιπλέον, δεν συνοδεύτηκε από την απαιτούμενη κατά το άρθρο 10 παρ.2 π.δ. 176/1997 κοινοποίηση προς την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Πύργου. Ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι άκυρη ως παράνομη διότι αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 15 §§1,2 Ν.1483/1984 και 10 §2 π.δ.176/1997 και καταχρηστική διότι υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος που τίθενται από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Ότι συνεπεία της άκυρης απόλυσής της δικαιούται αποδοχές υπερημερίας, ενώ συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγομένης υπέστη ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν ολικής τροπής του αιτήματος της αγωγής της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης [άρθρα 223,295,297 ΚΠολΔ], ζητεί : α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 20 Δεκεμβρίου 2018 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της από την εναγομένη, β) να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη, για τις αναφερόμενες στο ιστορικό της αγωγής της αιτίες, οφείλει να της καταβάλει το συνολικό ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών [19.089,45 €] για αποδοχές υπερημερίας από τις 21.12.2018 έως τις 31.01.2021, νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας που είναι καταβλητέα κάθε επιμέρους ως άνω παροχή, ήτοι από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα στον οποίο αφορά κάθε επιμέρους κονδύλιο και μέχρι την πλήρη εξόφληση, το ποσό των επτακοσίων πενήντα ευρώ [750,00 €] για δώρο Χριστουγέννων 2019, νομιμοτόκως από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αφορά και μέχρι την πλήρη εξόφληση, το ποσό των επτακοσίων πενήντα ευρώ [750,00 €] για δώρο Χριστουγέννων 2020, νομιμοτόκως από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αφορά και μέχρι την πλήρη εξόφληση, το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ [375,00 €] για δώρο Πάσχα 2019, νομιμοτόκως από την 1η Οκτωβρίου του έτους στο οποίο αφορά και μέχρι την πλήρη εξόφληση, το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ [375,00 €] για δώρο Πάσχα 2020, νομιμοτόκως από την 1η Οκτωβρίου του έτους στο οποίο αφορά και μέχρι την πλήρη εξόφληση, το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ [375,00 €] για επίδομα αδείας 2019, νομιμοτόκως από την 1η Οκτωβρίου του έτους στο οποίο αφορά και μέχρι την πλήρη εξόφληση, το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ [375,00 €] για επίδομα αδείας 2020, νομιμοτόκως από την 1η Οκτωβρίου του έτους 2020 στο οποίο αφορά και μέχρι την πλήρη εξόφληση και το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ [5.000,00€] για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον τούτου Δικαστηρίου [άρθρα 7,9,10, 12 παρ.1, 13, 16 αρ.2, 22, 25 παρ.2 ΚΠολΔ] κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και δη των εργατικών διαφορών [ άρθρα 591, 614 αρ.3 στοιχ.α, 621 ΚΠολΔ]. Έχει δε ασκηθεί παραδεκτά εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 6 παρ.1 Ν.3198/1955, λαμβανομένης αυτής υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 280 ΑΚ, όσον αφορά στην αναγνώριση της ακυρότητας της από 20 Δεκεμβρίου 2018 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας και στην επιδίκαση μισθών υπερημερίας, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την ενάγουσα υπ’αριθμ..Δ/20.3.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, .. Είναι δε επαρκώς ορισμένη κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι διαλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα κατά το νόμο στοιχεία για την εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητάς της, και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57,59, 167,168, 174, 180, 281, 345,346 εδ.α, 361, 648,649,653,655,656, 669 παρ.2, 914,932 ΑΚ, 1 και 3 Ν.2112/1920,1,3παρ.1,5 β.δ. από 16.7.1920, 5 Ν.3198/1955, 15 Ν.1483/1984, 10 π.δ. 176/1997, 70, 218, 106, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 1 παρ. 2 και 3, 3, 4 και 10 παρ. 1 της Αποφάσεως 19040/1981 των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου», 3 παρ. 8 και 5 παρ. 1 Α.Ν. 539/1945 «Περί χορηγήσεως κατ’ έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ’ αποδοχών», πλην του αιτήματος να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, το οποίο, μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό στο σύνολό του, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η προσωρινή εκτελεστότητα προϋποθέτει απόφαση που προβαίνει σε καταψήφιση και δεν συμβιβάζεται με απόφαση που αναγνωρίζει απλώς την ύπαρξη δικαιώματος, η ενέργεια της οποίας εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτήν. Ειδικότερα το αίτημα αυτό δεν προσιδιάζει σε αναγνωριστικές (ή διαπλαστικές) αγωγές, αλλά μόνο σε καταψηφιστικές, δηλαδή σε αγωγές για τις οποίες εκδίδονται αποφάσεις που μετά την τελεσιδικία τους μπορούν να αποτελέσουν εκτελεστούς τίτλους ( ΕφΑθ3702/1986,ΕλλΔνη1986.76, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Β, έκδοση 2001, σελ 1721). Σημειωτέον ότι το περί τοκοδοσίας αίτημα είναι νόμιμο και μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, καθόσον ναι μεν η παραίτηση από το δικόγραφο (με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό – βλ. ΑΠ 4/1992, ΝοΒ 1993.686) καταλύει αναδρομικώς την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξεως, ούτως ώστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι επιδικίας κατά το άρθρο 346 του ΑΚ, αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση και συνεπώς δεν συνεπάγεται άρση αναδρομική ή μη των κατά το άρθρο 345 του ΑΚ εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγομένου οφειλέτη, η οποία έχει ήδη μετά την όχληση ως όρος της επέλθει (ΟλΑΠ 13/1994, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1278/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, χωρίς να απαιτείται για το αντικείμενο αυτής η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 7 παρ.3 του ν.δ. 1544/1942, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 21 Ν.4055/2012).
[VII] Κατά το άρθρο 669 ΑΚ η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, η οποία συνιστά άσκηση δικαιώματος και κατά συνέπεια υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174, 180 ΑΚ), οπότε ο εργοδότης αρνούμενος τις υπηρεσίες του εργαζομένου καθίσταται υπερήμερος. Θεωρείται δε ως καταχρηστική η καταγγελία και όταν αυτή έγινε από τον εργοδότη εκ λόγων εκδικήσεως ή εχθρότητας συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς του μισθωτού μη αρεστής στον εργοδότη, όπως είναι η διεκδίκηση από τον μισθωτό των εκ της εργασιακής του σχέσεως νομίμων δικαιωμάτων του. Αντίθετα δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την από πλευράς του παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συνάδελφο του, εξαιτίας της οποίας διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία ή η πειθαρχική έννομη τάξη της εργοδοτικής επιχείρησης [ΑΠ 930/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ].
Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη με τις προτάσεις της και σχετική δήλωση των πληρεξούσιων Δικηγόρων της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, επικαλέστηκε τον λόγο που την οδήγησε στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, ήτοι επανειλημμένως πλημμελή εκτέλεση της εργασίας της παρά τις συνεχείς υποδείξεις της προς αυτήν και κατ’επέκταση μη αποδοτικότητα αυτής, γεγονός που συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής. Περαιτέρω η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα ασκεί τις ένδικες αξιώσεις καταχρηστικά, κατά τρόπο που υπερβαίνει τα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς η ίδια ενεργώντας με κακοβουλία και αγνοώντας κατ’ επανάληψη τις οδηγίες και εντολές των διευθυντικών στελεχών και προϊσταμένων της να προσφέρει προσηκόντως τις υπηρεσίες της προκάλεσε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Ο ισχυρισμός αυτός, με τον οποίο κατ’ουσίαν η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η κατ’ αρχήν σύννομη άσκηση του επίδικου δικαιώματος από την ενάγουσα, υπό την επικαλούμενη από αυτήν [εναγομένη] περιστάσεις, μεταλλάσσεται σε νομικώς αποδοκιμαστέα συμπεριφορά, συνιστά ένσταση κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων [ένας για καθεμία διάδικη πλευρά] κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [ΚΠολΔ 336 παρ.3, 339, 395], από τη σιωπηρή ομολογία διαδίκου, η οποία συνάγεται από τη μη ειδική αμφισβήτηση πραγματικού ισχυρισμού του αντιδίκου του [ΚΠολΔ 261 εδ.β, 352], καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΦΑΡΜΑΚΑΠΟΘΗΚΗ VEPHARM ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «VEPHARM» συνιστά φαρμακαποθήκη επί της Εθνικής Οδού Πατρών-Αρχαίας Ολυμπίας, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της εμπορίας φαρμάκων και παραφαρμακευτικών προϊόντων. Στις 25 Μαΐου 2015 η ενάγουσα συνήψε με την εναγομένη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος με την ειδικότητα της παραγγελιολήπτριας υλικών υπό πλήρες ωράριο [σαράντα (40) ώρες εβδομαδιαίως] και υπό το σύστημα πενθήμερης εργασίας, αντί μηνιαίων αποδοχών ανερχομένων στο ποσό των επτακοσίων [700,00] ευρώ. Στα πλαίσια της εργασίας της ως παραγγελιολήπτριας η ενάγουσα λάμβανε τηλεφωνικές κλήσεις από τους συνεργαζόμενους φαρμακοποιούς και πραγματοποιούσε κλήσεις προς αυτούς, μετά δε τη συγκέντρωση των παραγγελιών οργανωνόταν το δίκτυο διανομής αυτών. Στις 20 Δεκεμβρίου 2018 και κατά τη λήξη του πρωινού ωραρίου εργασίας της, ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εναγομένης, ., γνωστοποίησε προφορικά στην ενάγουσα ότι η εναγομένη δεν επιθυμεί τη συνέχιση της εργασίας της από το απόγευμα της ίδιας ημέρας και εφεξής και την κάλεσε να προσέλθει στο λογιστήριο προκειμένου να υπογράψει την απόλυσή της. Τότε η ενάγουσα του γνωστοποίησε ότι βρίσκεται σε αρχόμενη κύηση, γεγονός του οποίου έλαβε γνώση μόλις δύο μέρες πριν και συγκεκριμένα στις 18 Δεκεμβρίου 2018, πλην όμως η στάση της εναγομένης δεν μεταβλήθηκε αλλά συνέχισε να εμμένει στην απόλυσή της. Κατόπιν των ανωτέρω δηλώσεων της εναγομένης η ενάγουσα δεν προσήλθε στην εργασία της στα επόμενα ωράρια και στις 21 Δεκεμβρίου 2018 κοινοποίησε στην εναγομένη την από 21 Δεκεμβρίου 2018 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση-πρόσκληση, με συνημμένη σε αυτήν την από 21 Δεκεμβρίου 2018 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του Γενικού Νοσοκομείου Πύργου [βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από 21.12.2018 εξώδικη δήλωση μετά της συνημμένης σε αυτή υπ’αριθμ. .β/21.12.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, .], με την οποία την κάλεσε να συνεχίσει να αποδέχεται την εργασία της κατά τους όρους της πρόσληψής της, καθώς η απόλυσή της τυγχάνει παράνομη, άκυρη και καταχρηστική διότι τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, ουδέποτε δε επέδειξε αντισυμβατική συμπεριφορά εκτελώντας πλημμελώς τα καθήκοντά της ως εργαζομένη, ώστε να συντρέχει σπουδαίος λόγος καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της. Εν συνεχεία στις 24 Δεκεμβρίου 2018 η εναγομένη κοινοποίησε στην ενάγουσα την από 20 Δεκεμβρίου 2018 έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της αορίστου χρόνου χωρίς προειδοποίηση [άτακτη καταγγελία] επικαλούμενη την ύπαρξη σπουδαίου λόγου προς τούτο και συγκεκριμένα επί λέξει : «Παρά τις επανειλημμένες παρατηρήσεις, υποδείξεις και επισημάνσεις μας για συμμόρφωση στις δηλώσεις μας, η ίδια κώφευσε συστηματικά με αποτέλεσμα να ζημιώσει καίρια την εταιρεία μας, αδιαφορώντας για την πολιτική και τις αξίες της. Ειδικότερα, η συμπεριφορά της απέναντι στους πελάτες ήταν εντελώς απαξιωτική παραβιάζοντας σε καθημερινή βάση θεμελιώδεις κανόνες δικαίου καθώς και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη. Κατά την εκπλήρωση των εργασιακών της καθηκόντων δεν συμμορφώθηκε με τις δηλώσεις μας και τη γενική πολιτική της εταιρείας μας παρά τις αδιάλειπτες από εμάς παρατηρήσεις και επιπλήξεις». Η ενάγουσα στις 31 Δεκεμβρίου 2018 προσέφυγε στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Ηλείας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, διαμαρτυρόμενη για την προπεριγραφείσα συμπεριφορά της εναγομένης, συνταχθέντος του υπ’αριθμ.πρωτ. ./31.01.2019 Δελτίου Εργατικής Διαφοράς. Στη συνάντηση, που έλαβε χώρα μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης στις 12 Φεβρουαρίου 2019 ενώπιον του ανωτέρω τμήματος, η ενάγουσα ενέμεινε στη θέση της ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ήταν άκυρη καθώς έγινε κατά την εγκυμοσύνη της και χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος ενώ η εναγομένη δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της δήλωσε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έγινε για σπουδαίο λόγο και συγκεκριμένα για το ότι κατά την εκπλήρωση των εργασιακών της καθηκόντων δεν συμμορφώθηκε με τις οδηγίες της. Ο Επιθεωρητής Εργασίας προέτρεψε αμφότερα τα μέρη να συνεχίσουν τις προσπάθειες εξεύρεσης λύσης ως προς την δυνατότητα επαναπρόσληψης της εργαζομένης με τους ίδιους όρους και συνθήκες εργασίας, πλην όμως η εναγομένη ενέμεινε στην απόφαση της να απολύσει την ενάγουσα για τον προαναφερθέντα λόγο και δεν προέβη σε οποιαδήποτε πρόταση επαναπρόσληψής της. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η ενάγουσα στις 20 Δεκεμβρίου 2018 προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας. Η καταγγελία αυτή είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, διότι αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 15 παρ.1 και 2 του Ν.1483/1984, καθώς η ενάγουσα τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης και δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος με την επίκληση σπουδαίου λόγου. Το ότι η ενάγουσα στις 20 Δεκεμβρίου 2018 ευρίσκετο σε αρχόμενη κύηση προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση από 14 Μαρτίου 2019 ιατρική βεβαίωση-γνωμάτευση της Μαιευτικής – Γυναικολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Πύργου Ηλείας, στην οποία αναφέρεται ότι η ενάγουσα εξετάστηκε κατά την ανωτέρω ημερομηνία στα εξωτερικά ιατρεία και διαγνώστηκε ότι ευρίσκεται σε κύηση δεύτερου (β’) τριμήνου με τελευταία έμμηνο ρύση στις 02 Νοεμβρίου 2018 και πιθανή ημερομηνία τοκετού την 09η Αυγούστου 2019. Η ενάγουσα στις 11 Αυγούστου 2019 γέννησε στον Πύργο Ηλείας ένα θήλυ τέκνο (βλ. προσκομιζόμενο με επίκληση υπ’αριθμ.πρωτ../14.8.2019 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γέννησης με αριθμό-τόμο-έτος ./2019 της Ληξιάρχου του Δήμου Πύργου Ηλείας). Εν συνεχεία η εναγομένη, τελώντας σε γνώση της εγκυμοσύνης της ενάγουσας, καθότι της είχε γνωστοποιήσει προφορικά τόσο στις 20 Δεκεμβρίου 2018 όσο και εγγράφως στις 21 Δεκεμβρίου 2018 ότι είναι έγκυος, και προφανώς για το λόγο ότι η πρώτη κατά χρονική σειρά καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ήταν άκυρη λόγω μη τήρησης του έγγραφου συστατικού τύπου αυτής και επίκλησης σπουδαίου λόγου, στις 24 Δεκεμβρίου 2018 κοινοποίησε στην ενάγουσα τη δεύτερη κατά χρονική σειρά καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, αυτή τη φορά τηρώντας τον έγγραφο συστατικό τύπο και επικαλούμενη σπουδαίο λόγο, κατά τα προαναφερθέντα, στην οποία μη νόμιμα προσέδωσε αναδρομική ισχύ από τις 20 Δεκεμβρίου 2018, καθότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ισχύει για το μέλλον, αφής στιγμής η δήλωση βουλήσεως του καταγγέλλοντα περιέλθει στον προς ον απευθύνεται η καταγγελία και εφεξής. Η εναγομένη δεν προέβη σε σχετική κοινοποίηση της έγγραφης καταγγελίας της προς την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ως όφειλε, λόγω της ιδιότητας της εργαζομένης ως εγκύου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω υπό στοιχείο [IV] νομική σκέψη της παρούσας. Ωστόσο η παράλειψη της αναγγελίας αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της καταγγελίας καθώς σκοπός αυτής είναι η ενημέρωση της αρμόδιας Υπηρεσίας Εργασίας προκειμένου αυτή να επιληφθεί συναφών με την καταγγελία συνεπειών, όπως η καταχώρηση του απολυομένου στον κατάλογο ανέργων, η καταβολή επιδόματος ανεργίας, ενδέχεται δε να δημιουργηθεί και υποχρέωση για αποζημίωση του μισθωτού που λόγω της παράλειψης αυτής στερήθηκε το επίδομα ανεργίας [ΑΠ 21/2018, ΔΕΝ 2018.627, Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδ.2019, § 32 Η ειδική προστασία από την απόλυση σελ.1427, πρβλ. σχετ. ανάλογη ρύθμιση αυτή του άρθρου 9 §§ 1 και 2 Ν.3198/1955 «1. Ο καταγγέλλων την σχέσιν εργασίας εργοδότης υποχρεούται εντός προθεσμίας 8 ημερών από της παραδόσεως του εγγράφου της καταγγελίας εις τον απολυόμενον, να αναγγείλη την υπ` αυτού ενεργηθείσαν καταγγελίαν εις την αρμοδία, υπηρεσίαν του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας ως και εις το αρμόδιον Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, όπερ υποχρεούται να πρωτοκολλήσει ταύτην αυθημερόν….2. Η αναγγελία ενεργείται δια της παραδόσεως του εγγράφου καταγγελίας εις τας υπηρεσίας, τας αναφερομένας εις την προηγούμενη παράγραφον…” από την οποία προκύπτει ότι ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να αναγγείλει την απόλυση μέσα σε οκτώ ημέρες από τότε που την έκανε στις αναφερόμενες ανωτέρω Υπηρεσίες και στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας του ΟΑΕΔ. Η παράλειψη, όμως, του εργοδότη να τηρήσει την ανωτέρω υποχρέωση συνεπάγεται, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου, μόνο ποινικές σε βάρος του κυρώσεις και τιμωρείται με πρόστιμο, ενδέχεται δε να δημιουργεί υποχρέωση για αποζημίωση του μισθωτού, που λόγω της παράλειψης στερήθηκε το επίδομα ανεργίας [βλ. ΕφΠειρ 116/2001, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, όπου παραπομπές σε θεωρία]. Η εναγομένη ως σοβαρούς λόγους καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας επικαλείται τη μη ανταπόκρισή της στα εργασιακά της καθήκοντα και στις απαιτήσεις της ως εργοδότριας και τη μη συμμόρφωσή της στις εντολές και οδηγίες της βλάπτοντας με τον τρόπο αυτό την επιχείρησή της. Ειδικότερα η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα συστηματικά καθυστερούσε κατά τον χρόνο προσέλευσής της στην εργασία της από δέκα έως δεκαπέντε λεπτά της ώρας, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να μην λαμβάνει εγκαίρως τις τηλεφωνικές παραγγελίες από τα συνεργαζόμενα φαρμακεία της περιοχής και κατ’ επέκταση να καθυστερούν τα σε μεγάλο αριθμό καθημερινά προγραμματισμένα δρομολόγια διανομής των φαρμάκων [προμηθευόμενοι πελάτες] σε φαρμακεία της περιοχής. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, πέραν της καταθέσεως του μάρτυρά της, σύμφωνα με τον οποίο η ενάγουσα μία με δύο φορές την εβδομάδα περί τα δέκα λεπτά καθυστερούσε να προσέλθει στην εργασία της, γεγονός που δημιουργούσε πρόβλημα στα δρομολόγια διανομής που διεξάγονταν περίπου ανά ώρα καθώς καθυστερούσε να λάβει παραγγελίες από τα φαρμακεία. Συγκεκριμένα ο μάρτυρας αυτός καταθέτει «Μαρτ. Πολλές φορές η κυρία . αργούσε να έρθει στην εργασία της, άρα με αυτό δημιουργούσε καθυστέρηση, και να παίρνει παραγγελίες από τα φαρμακεία, άρα και να φεύγουν με καθυστέρηση τα δρομολόγια. Πρ. Όταν λέτε αργούσε πότε άρχιζε το ωράριο ; Μαρτ. Όταν ξεκίναγε το ωράριο της το απόγευμα που μπορεί να ανοίγαμε στις 6.30 μέχρι τις 6.45 [7.00 παρά τέταρτο] έπρεπε να παίρνει παραγγελίες. Όταν η κυρία . ερχόταν στην εργασία της παρά είκοσι ή παρά τέταρτο που έπρεπε ήδη να φύγει το δρομολόγιο και να ξεκινήσει να κάνει τη δουλειά της, σίγουρα δεν την έκανε σωστά. Πρ. Αυτό πόσες φορές συνέβη; Μαρτ. Αρκετές. Μπορεί να ήταν μια ή δύο φορές την εβδομάδα ερχόταν καθυστερημένα. Πρ. Το πρωί ερχόταν κανονικά; Μαρτ. Και το πρωί ερχόταν καθυστερημένα. Η εταιρεία άνοιγε 8.00 η ώρα και η πρώτη παραγγελία ερχόταν στις 8.00, η κυρία . μπορεί να ερχόταν 8.10, 8.15. Πάντα ερχόταν καθυστερημένα. Πρ. Αυτό το δεκάλεπτο που είναι κρίσιμο; Απ. Είναι κρίσιμο για να ξεκινήσει να παίρνει παραγγελίες από τα φαρμακεία. Γιατί υπάρχει μια ροή συνεχόμενη, έχουμε δρομολόγια που φεύγουν στις 10.00, στις 11.00, στις 11.15». Τα όσα ως άνω κατέθεσε ο μάρτυρας της εναγομένης [ανταπόδειξης] αντικρούονται από την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας [απόδειξης], που εργαζόταν ως οδηγός της εναγομένης, και δεν επιβεβαιώνονται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Σύμφωνα με τον τελευταίο αυτό μάρτυρα η ενάγουσα ήταν τυπική στην εργασία της και εκτελούσε ορθά τα καθήκοντα της, ουδέποτε δε κάποιος φαρμακοποιός στον οποίο παρέδιδε προϊόντα δεν του παραπονέθηκε σχετικά με καθυστέρηση ενώ τις όποιες καθυστερήσεις στα δρομολόγια τις αποδίδει στις παραγγελίες που γίνονταν τελευταία στιγμή. Συγκεκριμένα ο μάρτυρας αυτός, μεταξύ άλλων, καταθέτει «Ερ. Εσείς ήσασταν σε θέση, επειδή ήσασταν οδηγός, να αντιληφτείτε τις συνθήκες που εργαζόταν, αν εκτελούσε προσηκόντως τα καθήκοντα της ; Μαρτ. «Μέσα στο γραφείο δεν ήμουν, αλλά όταν ήμουν στην εταιρεία έβλεπα και στους φαρμακοποιούς που πήγαινα, δεν είχα ακούσει ποτέ κανένα παράπονο σαν οδηγός που ήμουν». Επιπλέον από την κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης δεν αποδείχθηκε, ούτε από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο προέκυψε, ποιος είναι ο χρόνος καθυστέρησης των δρομολογίων από τη μη έγκαιρη παραλαβή των παραγγελιών, εάν σταδιακά επήλθε μείωση των τελευταίων λόγω δυσαρέσκειας των φαρμακοποιών και σε τι ποσοστό. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι με βάση τα στοιχεία παρακολούθησης των αποτελεσμάτων εκάστης από τις τέσσερις παραγγελειολήπτριες, μια από τις οποίες ήταν η ενάγουσα, αυτή διεκπεραίωνε ποσοστό μόλις 11% και υπολειπόταν των υπολοίπων τριών συναδέλφων της και του ποσοστού του 25%, που όφειλε να προσεγγίσει, δεν αποδείχθηκε. Και τούτο διότι δεν εισφέρθηκαν στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των παραγγελιών, που εκάστη των παραγγελειοδόχων όφειλε κατά τα συμφωνηθέντα να πραγματοποιήσει και πράγματι πραγματοποίησε, τις συνολικές παραγγελίες – πωλήσεις φαρμάκων εκάστου έτους εργασίας της ενάγουσας και από πού προκύπτει ότι αυτή επιτύγχανε ποσοστό 11% επί των συνολικών πωλήσεων και εάν το ποσοστό αυτό αφορά ημερήσιες, εβδομαδιαίες ή μηνιαίες πωλήσεις. Επίσης η εναγομένη καταλογίζει στην ενάγουσα πλήρη αδιαφορία, αναποτελεσματικότητα και ανακολουθία στην υποδειχθείσα από την επιχείρησή της πολιτική σχετικά με την ενημέρωση των φαρμακοποιών και προώθηση σε αυτούς φαρμάκων που βρίσκονται σε έλλειψη. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης περί μη ευελιξίας της ενάγουσας στην αναζήτηση φαρμάκων σε έλλειψη προβάλλεται εντελώς αόριστα με τις προτάσεις της καθώς δεν εξειδικεύει τον όρο φάρμακα σε έλλειψη [«σημαντικό ζήτημα της αναζήτησης φαρμάκων σε έλλειψη» βλ. σελ.4 αγωγικού δικογράφου] αλλά και ποια ήταν η πολιτική της στην προώθηση αυτών που δεν ακολούθησε η ενάγουσα. Σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης τα φάρμακα σε έλλειψη αντιμετωπίζουν δύσκολες και μη κοινές παθήσεις, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, τα οποία οι φαρμακοποιοί βρίσκουν με δυσκολία και η ενάγουσα όφειλε να τα προωθήσει σε αυτούς, το οποίο κατά τον εν λόγω μάρτυρα η ενάγουσα δεν έπραττε. Συγκεκριμένα ο μάρτυρας ανταπόδειξης καταθέτει : «Μαρτ. Οι ελλείψεις είναι κάποια φάρμακα που τα κρατάμε για τους πελάτες που έχουν μια διαχείριση δύσκολη. Είναι κάποια φάρμακα που δύσκολα τα βρίσκουν οι φαρμακοποιοί και θα έπρεπε και αυτά να τους τα δίνει για να μπορούν οι ίδιοι να δίνουν μεγαλύτερες παραγγελίες.». Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης περί των φαρμάκων σε έλλειψη δεν αποδείχθηκε, καθώς η μαρτυρία του μάρτυρα ανταπόδειξης στο σημείο αυτό κρίνεται εντελώς γενική και συνεπώς μη πειστική, διότι δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπου πράγματι υπήρχε ζήτηση τέτοιων φαρμάκων από τους φαρμακοποιούς και η ενάγουσα παρέλειψε να τους τα προωθήσει, επιπλέον η κατάθεσή του δεν επιρρωνύεται και από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Επίσης από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης δεν προκύπτει ποια ακριβώς ήταν η πολιτική της εναγομένης στην προώθηση των ανωτέρω φαρμάκων και ποιες οι οδηγίες της προς την ενάγουσα, τις οποίες η τελευταία παρέλειψε να γνωστοποιήσει. Επίσης και ο ισχυρισμός της εναγομένης περί του ότι η ενάγουσα επιδείκνυε απαξιωτική συμπεριφορά στους πελάτες της φαρμακοποιούς, με αποτέλεσμα να έχει γίνει κατά καιρούς αποδέκτης παραπόνων από αυτούς, δεν αποδείχθηκε καθώς δεν προέκυψαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά προσβλητικής συμπεριφοράς της ενάγουσας ως εργαζομένης. Επιπλέον η κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης περί του ότι η ενάγουσα συστηματικά είτε παρέλειπε να επικοινωνήσει με τους φαρμακοποιούς για να λάβει παραγγελίες είτε εσφαλμένα καταχωρούσε αυτές με αποτέλεσμα είτε οι παραγγελίες να είναι ελλιπείς είτε να παραδίδονται άλλα φάρμακα κρίνεται και στο σημείο αυτό γενική και διόλου πειστική καθώς δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και ονόματα φαρμακοποιών, επιπλέον δε αντικρούεται από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, σύμφωνα με τον οποίο επισκεπτόμενος καθημερινά περί τα δεκαπέντε με είκοσι φαρμακεία για την παράδοση των παραγγελιών, μεταξύ άλλων και αυτών που είχε επιμεληθεί η ενάγουσα, ουδέποτε είχε γίνει αποδέκτης παραπόνων από τους φαρμακοποιούς σχετικά με το περιεχόμενο αυτών ή τη συμπεριφορά της ενάγουσας προς αυτούς κατά τις τηλεφωνικές τους επικοινωνίες. Και ναι μεν ο μάρτυρας απόδειξης δεν εκπροσωπούσε την εταιρεία, ώστε να απευθύνονται σε αυτόν οι πελάτες για να εκφράσουν τα όποια παράπονα τους, πλην όμως κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ως εργαζόμενος στο δίκτυο διανομής και ερχόμενος σε επαφή με το τμήμα παραγγελιών και κυρίως με τους πελάτες φαρμακοποιούς είναι βέβαιο ότι θα είχε αντιληφθεί δυσαρέσκεια για πρόσωπο της ενάγουσας είτε από τους συναδέλφους της είτε από πελάτες. Συνεπώς οι ένδικοι ισχυρισμοί της εναγομένης ότι η ενάγουσα πλημμελώς εκτελούσε τα συμβατικά της καθήκοντα και επιδείκνυε ανάρμοστη συμπεριφορά σε διάφορους πελάτες της φαρμακοποιούς, με αποτέλεσμα να έχουν διατυπωθεί επανειλημμένως παράπονα σε βάρος της από αυτούς, και οι οποίοι κατατείνουν στην απόδειξη σπουδαίου λόγου για την εγκυρότητα της απόλυσης εγκύου εργαζομένης, τυγχάνουν στο σύνολό τους απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι, εφόσον δεν αποδείχθηκαν από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο. Επίσης, ο ισχυρισμός της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, επειδή δεν υφίστατο σπουδαίος λόγος καταγγελίας της σύμβασης ούτε αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα με τη συμπεριφορά της δολίως δημιούργησε τις συνθήκες που δικαιολογούσαν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Με βάση τα ανωτέρω, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, που έλαβε χώρα στις 24 Δεκεμβρίου 2018, χωρίς σπουδαίο λόγο, ήταν άκυρη και δεν επέφερε έννομα αποτελέσματα ως αντικείμενη στις διατάξεις του άρθρου 15 παρ.1 και 2 Ν.1483/1984, η δε άρνηση της εναγομένης να αποδέχεται εφεξής τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας ήταν παράνομη, με συνέπεια να έχει περιέλθει σε κατάσταση υπερημερίας εργοδότη κατά τις διατάξεις των άρθρων 349,350 και 656 ΑΚ. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη άνευ της συνδρομής σπουδαίου λόγου, ανεξάρτητα αν η εναγομένη γνώριζε την εγκυμοσύνη της, την οποία εν προκειμένω, όπως αποδείχθηκε, κατά τον χρόνο της καταγγελίας γνώριζε. Συνεπώς, η εναγομένη, αρνούμενη να αποδεχθεί την συμφωνηθείσα και πραγματικά προσφερόμενη εργασία της ενάγουσας, κατέστη υπερήμερη δανείστρια ως προς την αποδοχή της εργασίας της και υπερήμερη οφειλέτρια ως προς την καταβολή των αποδοχών της και γι’ αυτό υποχρεούται να της καταβάλει τις αποδοχές που θα ελάμβανε εάν δεν μεσολαβούσε η άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Ενόψει των ανωτέρω η ενάγουσα δικαιούται να λάβει για μισθούς υπερημερίας χρονικού διαστήματος από τις 21 Δεκεμβρίου 2018 έως τις 31 Ιανουαρίου 2021, ότε έληξε η προστασία της λόγω της μητρότητας κατά το άρθρο 15 παρ.1 Ν.1483/1984, ήτοι για το χρονικό διάστημα από την επομένη της απόλυσής της έως και δεκαοκτώ μήνες μετά την ημερομηνία αυτού, το ποσό των τριακοσίων τριάντα εννέα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών [339,45 €] για υπόλοιπο μισθού Δεκεμβρίου 2018 [750,00 € μηνιαίες αποδοχές-410,55 €], καθώς, όπως αναφέρει η ενάγουσα στην αγωγή της και συνομολογείται σιωπηρά από την εναγομένη, για τον μήνα αυτό της έχει ήδη καταβληθεί από την εναγομένη το ποσό των τετρακοσίων δέκα ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών [410,55 €], και το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ευρώ [18.750,00€], που αντιστοιχεί στο ποσό των επτακοσίων πενήντα ευρώ μηνιαίως [750,00€] για χρονικό διάστημα είκοσι πέντε μηνών και συγκεκριμένα από την 01η Ιανουαρίου 2019 έως την 31 Ιανουαρίου 2021 και συνολικά για την ανωτέρω αιτία το ποσό των [339,45€ +18.750,00€=] δεκαεννέα χιλιάδων ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών [19.089,45€], με το νόμιμο τόκο από την επομένη της δήλης ημέρας που κάθε επιμέρους παροχή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ήτοι από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα στον οποίο αφορά το κάθε επιμέρους κονδύλιο. Επίσης η ενάγουσα δικαιούται να λάβει για επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2019 το ποσό των επτακοσίων πενήντα ευρώ μηνιαίως [750,00€], με το νόμιμο τόκο από την 01η Ιανουαρίου 2020 [ΚΠολΔ 106] και μέχρι την πλήρη εξόφληση, για επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2020 το ποσό των επτακοσίων πενήντα ευρώ μηνιαίως [750,00€], με το νόμιμο τόκο από την 01η Ιανουαρίου 2021 [ΚΠολΔ 106] και μέχρι την πλήρη εξόφληση, για επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2019 το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα πενήντα πέντε ευρώ μηνιαίως [375,00€], με το νόμιμο τόκο από την 01η Μαϊου 2019 [ΚΠολΔ 106] και μέχρι την πλήρη εξόφληση, για επίδομα εορτών Πάσχα του έτους 2020 το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα πενήντα πέντε ευρώ μηνιαίως [375,00€], με το νόμιμο τόκο από την 01η Μαΐου 2020 [ΚΠολΔ 106] και μέχρι την πλήρη εξόφληση, για επίδομα αδείας του έτους 2019 το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα πενήντα πέντε ευρώ μηνιαίως [375,00€], με το νόμιμο τόκο από τις 31 Δεκεμβρίου 2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, και για επίδομα αδείας του έτους 2020 το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ μηνιαίως [375,00€], με το νόμιμο τόκο από τις 31 Δεκεμβρίου 2020 και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα απολύθηκε λόγω της εγκυμοσύνης της. Ειδικότερα από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και κυρίως από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης δεν προέκυψε ότι η εναγομένη κατά τον χρόνο της πρώτης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας στις 20 Δεκεμβρίου 2018 γνώριζε ή τουλάχιστον υποψιαζόταν ότι ήταν έγκυος, πριν της γνωστοποιήσει τούτο η ίδια η ενάγουσα, και ότι η εγκυμοσύνη της ήταν η πραγματική αιτία της απόλυσής της. Η κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ότι ο ίδιος, όπως και άλλοι εργαζόμενοι, γνώριζαν ότι η ενάγουσα ήταν έγκυος πριν απολυθεί [« Το είχαμε μάθει, είχαμε μάθει ότι ήταν έγκυος, εμείς μεταξύ μας το λέγαμε»] κρίνεται μη πειστική, καθώς η ίδια η ενάγουσα στο αγωγικό δικόγραφο ισχυρίζεται ότι πληροφορήθηκε ότι βρισκόταν σε αρχόμενη κύηση μόλις δύο ημέρες προτού καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας της στις 20 Δεκεμβρίου 2018 και συγκεκριμένα στις 18 Δεκεμβρίου 2018 και επιπλέον δεν ισχυρίζεται ότι το γεγονός αυτό με κάποιο τρόπο διαδόθηκε στον εργασιακό της χώρο και περιήλθε σε γνώση της εναγομένης πριν η ίδια το γνωστοποιήσει στο νόμιμο εκπρόσωπο της. Εξάλλου και ο μάρτυρας αυτός δεν απέδωσε την αιτία της απόλυσης της ενάγουσας στην εγκυμοσύνη της αλλά στην πολιτική της εναγομένης για μείωση του προσωπικού [«Μπορεί να ήθελε να μειώσει προσωπικό και δεν τους ένοιαξε η εγκυμοσύνη»]. Άλλωστε ο ίδιος μάρτυρας απόδειξης καταθέτει ότι η ενάγουσα ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της μια ημέρα προτού απολυθεί, το οποίο όμως αντιφάσκει με έτερο σημείο της κατάθεσής του, όπου αναφέρει ότι πληροφόρησε τον εκπρόσωπο της εναγομένης ότι ήταν έγκυος όταν της είπε ότι την απολύουν. Ωστόσο από τα όσα αβάσιμα ισχυρίστηκε η εναγομένη στην ανωτέρω από 24 Δεκεμβρίου 2020 εξώδικη δήλωσή της, που συνιστούν εκ μέρους της παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, προσεβλήθη η προσωπικότητα της ενάγουσας καθώς μειώθηκε η τιμή και η υπόληψή της ως εργαζομένης. Γι’ αυτό και η ενάγουσα δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης. Ανάλογο δε ποσό, σύμφωνα με τις συνθήκες της προσβολής, το βαθμό του πταίσματος των εκπροσώπων της εναγομένης, το είδος της προσβολής, την περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, την κοινωνική θέση και την ηλικία της ενάγουσας κατά τον χρόνο απόλυσής της [ άρθρο 28 ΑΚ], είναι αυτό των χιλίων ευρώ [1.000,00€], νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της πρώτης κατά χρονική σειρά από 20 Δεκεμβρίου 2018 καταγγελίας και της δεύτερης κατά χρονική σειρά από 24 Δεκεμβρίου 2018 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης, καθώς και ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (23.089.45€), νομιμοτόκως, όπως ειδικότερα ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας για κάθε επιμέρους κονδύλιο, και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν αιτήματός της, κατά το λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων, σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 106, 178 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της πρώτης κατά χρονική σειρά από 20 Δεκεμβρίου 2018 καταγγελίας και της δεύτερης κατά χρονική σειρά από 24 Δεκεμβρίου 2018 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων ογδόντα εννέα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (23.089.45€), νομιμοτόκως, όπως ειδικότερα ορίζεται για έκαστο των επιμέρους κονδυλίων στο σκεπτικό της παρούσας και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στη πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πύργο, στις 13 Απριλίου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ