Οι ΟΣΔ υποχρεούνται να διαπραγματεύονται την εύλογη αμοιβή με τους χρήστες. Το αμοιβολόγιο αποτελεί την βάση για διαπραγμάτευση, η οποία πρέπει να λαμβάνει χώρα με κάθε χρήστη μεμονωμένα. Σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης η αμοιβή καθορίζεται συμβατικά και σε περίπτωση μη καταβολής της ασκείται αγωγή κατά την τακτική διαδικασία. Σε περίπτωση ανεπιτυχούς κατάληξης γίνεται διάκριση εάν η διαφωνία περιορίζεται στο ύψος και τους όρους καταβολής, οπότε ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 22 παρ. 7 ν. 4481/2017, ή εάν έχει ευρύτερο χαρακτήρα, οπότε αναζητείται με αγωγή κατά την τακτική διαδικασία. Προσωρινή επιδίκαση εύλογης αμοιβής. Απορρίπτεται η αίτηση ως μη νόμιμη, επιεδή σύμφωνα με τα εκτιθέμενα σε αυτήν οι καθ’ ων η αίτηση αρνούνται να καταβάλουν την εύλογη αμοιβή για άλλους λόγους και όχι επειδή διαφωνούν με την αιτούσα ως προς το ύψος και τους όρους πληρωμής της, και ειδικότερα επειδή αρνούνται, ουσιαστικά, την ίδια την ύπαρξη υποχρέωσής τους για καταβολή τέτοιας αμοιβής, λόγος για τον οποίο και αρνήθηκαν να προβούν σε διαπραγματεύσεις με την αιτούσα για τον από κοινού καθορισμό του ύψους της συγκεκριμένης αμοιβής.
Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 1222/2023
(Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων)
………….
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
… Συγγενικά χαρακτηρίζονται τα συσχετιζόμενα με την πνευματική ιδιοκτησία δικαιώματα, ήτοι τα δικαιώματα σε εργασίες (εισφορές) που σχετίζονται με την πνευματική δημιουργία ή ακόμα έχουν και κάποιες ομοιότητες με αυτήν, δεν μπορούν, όμως, να αναχθούν σε αυτοτελή έργα, διότι δεν εμφανίζουν τα κρίσιμα στοιχεία της πνευματικής δημιουργίας, συμβάλλουν, όμως, και μάλιστα πολλές φορές καθοριστικά, στη δημόσια εκτέλεση ή την αναπαραγωγή και γενικά τη διάδοση των έργων. Έτσι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 46, 47, 48, 51 και 51Α του ν. 2121/1993, εισφορές σχετιζόμενες με την πνευματική δημιουργία παρέχουν οι: καλλιτέχνες που ερμηνεύουν ή εκτελούν έργα (λ.χ. ηθοποιοί, μουσικοί, τραγουδιστές, χορωδοί, χορευτές κ.λπ.), οι παραγωγοί υλικών φορέων ήχου ή εικόνας ή εικόνας και ήχου (ήτοι οι παραγωγοί φωνογραφημάτων και οπτικοακουστικών έργων) που εγγράφουν και διακινούν στο κοινό έργα, ερμηνείες και εκτελέσεις, οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που μεταδίδουν έργα, ερμηνείες και εκτελέσεις, οι εκδότες εντύπων και τα πρόσωπα που, μετά τη λήξη του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, για πρώτη φορά δημοσιεύουν νομίμως ή παρουσιάζουν νομίμως στο κοινό έργα προηγουμένως αδημοσίευτα. Οι εισφορές των προσώπων αυτών χρήζουν ειδικής προστασίας, ώστε να μη γίνονται αντικείμενο οικειοποίησης και εκμετάλλευσης από τρίτους. Απόρροια της σχέσης των ανωτέρω εισφορών με τα πνευματικά έργα είναι η αναγνώριση σε όλα αποκλειστικών (απόλυτων) κατ’ αρχάς αλλά και ενοχικών (σχετικών) δικαιωμάτων. Οι εξουσίες των συγγενικών δικαιωμάτων απαριθμούνται στο νόμο κατά τρόπο αποκλειστικό/περιοριστικό και όχι ενδεικτικό [Κοτσίρης – Σταματούδη, Ερμ. ν. 2121/1993, Εισαγωγή του 8ου κεφαλαίου με τίτλο «Συγγενικά Δικαιώματα», αρ. 1, 2, 4 και 5, σελ. 811-813/Ν. Κυπρούλη]. Ειδικότερα, αναφορικά με τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και τους παραγωγούς φωνογραφημάτων ή οπτικοακουστικών έργων, ο νόμος αναγνωρίζει σ’ αυτούς αποκλειστικά (απόλυτα) και ενοχικά (σχετικά) δικαιώματα. Τα αποκλειστικά δικαιώματα, ήτοι τα δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών να επιτρέπουν ή απαγορεύουν πράξεις εκμετάλλευσης των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους αντιστοίχως καθώς και τα δικαιώματα των παραγωγών φωνογραφημάτων ή οπτικοακουστικών έργων να επιτρέπουν ή απαγορεύουν πράξεις εκμετάλλευσης της υλικής ενσωμάτωσης των μουσικών ή οπτικοακουστικών έργων στους υλικούς φορείς παραγωγής τους καθώς και την εισαγωγή των ως άνω υλικών φορέων που παρήχθησαν στο εξωτερικό χωρίς τη συναίνεσή τους ή, εφόσον πρόκειται για εισαγωγή από χώρες εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν το δικαίωμα της εισαγωγής τους στην Ελλάδα είχε συμβατικά διατηρηθεί απ’ αυτούς, απαριθμούνται εξαντλητικά (και όχι ενδεικτικά) στα άρθρα 46 και 47 του ν. 2121/1993 αντιστοίχως [Κοτσίρης – Σταματούδη, ο.π., αρθρ. 46, αρ. 12, σελ. 821, αρθρ. 47, αρ. 6 και 12-16, σελ. 845 και 847-850/Ν. Κυπρούλη]. Τα ενοχικά (σχετικά) δικαιώματα συνίστανται στην αξίωση εύλογης και ενιαίας αμοιβής που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 49 του ν. 2121/1993. Ειδικότερα, όσον αφορά τους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί νόμιμα σε υλικούς φορείς ήχου (φωνογραφήματα) και τους παραγωγούς των υλικών φορέων αυτών, στη διάταξη του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου προβλέπεται ότι εκείνος που χρησιμοποιεί τους ανωτέρω υλικούς φορείς ήχου για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, όπως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δορυφόρους, καλώδια, ή για παρουσίαση στο κοινό, οφείλει στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες και στους παραγωγούς των φωνογραφημάτων εύλογη και ενιαία αμοιβή. Το εν λόγω δικαίωμα συνιστά δικαίωμα ανταποδόσεως, το οποίο δεν μπορεί να ασκηθεί πριν το φωνογράφημα ή μια αναπαραγωγή του φωνογραφήματος αυτού χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε παρουσίαση στο κοινό εκ μέρους του χρήστη. Πρόκειται, δηλαδή, για δικαίωμα οικονομικής κατά κύριο λόγο φύσεως, καθώς η ανωτέρω διάταξη δεν δίδει στους δικαιούχους την εξουσία να απαγορεύουν την χρήση των φωνογραφημάτων για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή για παρουσίαση στο κοινό, αλλ’ αντιθέτως προϋποθέτει για την εφαρμογή της τη χρήση των εν λόγω υλικών φορέων [βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.): α) της 31ης Μαΐου 2016, C-117/15, Reha Training, EU:C:2016:379, σκέψη 30, και β) της 15ης Μαρτίου 2012, C-135/10, SCF, EU:C:2012, σκέψεις 75 και 77. Βλ. και Κοτσίρη – Σταματούδη, ο.π., αρθρ. 49, αρ. 1, σελ. 867/Ν. Κυπρούλη]. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 49, η ανωτέρω εύλογη και ενιαία αμοιβή καταβάλλεται υποχρεωτικά σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των σχετικών δικαιωμάτων. Ο νομοθέτης καθιστά υποχρεωτική τη συλλογική διαχείριση στην περίπτωση της είσπραξης της εύλογης αμοιβής διότι από τη φύση των πραγμάτων είναι αδύνατη από έναν έκαστο δικαιούχο η παρακολούθηση για το πότε, που, πόσο συχνά και με πόση διάρκεια γίνεται χρήση ενός υλικού φορέα με εγγεγραμμένο έργο/ερμηνεία ή εκτέλεση και εν συνεχεία είναι ανέφικτη η είσπραξη της αμοιβής για την εν λόγω χρήση ατομικά εξ εκάστου δικαιούχου. Μόνον ένας συλλογικός, οργανωμένος φορέας, αντιπροσωπεύων τους δικαιούχους, δηλαδή ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, έχων από το νόμο το σκοπό αυτόν, μπορεί να αναπτύξει αυτούς τους μηχανισμούς παρακολούθησης, ελέγχου, διαχείρισης της χρήσης και είσπραξης της σχετικής αμοιβής, γι’ αυτό και δεν δύνανται οι δικαιούχοι να αξιώσουν την εν λόγω αμοιβή ατομικά [Κοτσίρης – Σταματούδη, ο.π., αρθρ. 49, αρ. 37, σελ. 882/Ν. Κυπρούλη]. Έτσι λοιπόν, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης υποχρεούνται να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν τις αμοιβές, να προβάλλουν τις σχετικές αξιώσεις για την καταβολή και να εισπράττουν τις σχετικές αμοιβές από τους χρήστες (άρθρο 49§1 εδ. γ΄ του ν. 2121/1993). Εξάλλου, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης μπορούν να συνιστούν ενιαίο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, στον οποίο αναθέτουν κατ’ αποκλειστικότητα την εξουσία, ιδίως, να διαπραγματεύεται και να συμφωνεί το ύψος των αμοιβών, να προβάλλει τις σχετικές αξιώσεις για την καταβολή, να προβαίνει σε κάθε δικαστική ή εξώδικη ενέργεια, να εισπράττει τη σχετική αμοιβή από τους χρήστες και να τη διανέμει στους αντίστοιχους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης (άρθρο 5§1 του ν. 4481/2017). Περαιτέρω, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης καταρτίζουν κατάλογο με τις αμοιβές που απαιτούν από τους χρήστες (αμοιβολόγιο), ο οποίος γνωστοποιείται στο κοινό με ανάρτηση, πλέον, στην ιστοσελίδα τους και στην ιστοσελίδα του Ο.Π.Ι. (βλ. άρθρο 23§2 εδ. α΄ του ν. 4481/2017. Σημειωτέον ότι υπό την ισχύ της ήδη καταργηθείσας διάταξης του άρθρου 56§3 εδ. ε΄ του ν. 2121/1993, η γνωστοποίηση στο κοινό γινόταν με δημοσίευση σε τρεις εφημερίδες, από τις οποίες η μία έπρεπε να ήταν οικονομική). Κατά τη διαμόρφωση και εφαρμογή των αμοιβολογίων τους, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης οφείλουν να εφαρμόζουν αντικειμενικά κριτήρια, να ενεργούν χωρίς αυθαιρεσία και να μην προβαίνουν σε καταχρηστικές διακρίσεις (άρθρο 23§2 εδ. τελευταίο του ν. 4481/2017). Οι αμοιβές που ορίζονται στον ανωτέρω κατάλογο (αμοιβολόγιο), αποτελούν, κατά κανόνα, τη βάση της διαπραγμάτευσης με τους χρήστες για τον καθορισμό του ύψους της οφειλόμενης απ’ αυτούς αμοιβής. Η εν λόγω διαπραγμάτευση διενεργείται με κάθε χρήστη μεμονωμένα (6§1 περ. β΄ του ν. 4481/2017), μπορεί, όμως, να διενεργείται και με αντιπροσωπευτικές ενώσεις των χρηστών (άρθρο 23§3 του ν. 4481/2017). Σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης της διαπραγμάτευσης, συνάπτεται συμφωνία (σύμβαση) με καθέναν από τους χρήστες ξεχωριστά, με την οποία καθορίζεται το ύψος της οφειλόμενης αμοιβής και οι όροι πληρωμής της. Αν εν συνεχεία ο χρήστης δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του για την καταβολή της συμβατικά καθορισθείσας αμοιβής, ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης θα επιδιώξει την είσπραξή της με την άσκηση αγωγής θεμελιώνοντας τη σχετική αξίωσή του στις διατάξεις των άρθρων 361 ΑΚ και 49§1 του ν. 2121/1993. Η αγωγή αυτή, που έχει ως αντικείμενο την επιδίκαση της συμφωνηθείσας αμοιβής, εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία από το καθ’ ύλην, λόγω ποσού, αρμόδιο δικαστήριο. Εάν αντιθέτως η διαπραγμάτευση αποτύχει και τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία ως προς το ύψος και τους όρους πληρωμής της οφειλόμενης εύλογης αμοιβής, δύνανται να συμφωνήσουν την υπαγωγή της σχετικής διαφοράς τους σε διαιτησία (βλ. άρθρο 23§4 του ν. 4481/2017) ή να προσφύγουν στα πολιτικά δικαστήρια για την επίλυση της διαφοράς τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, αρμόδιο για τον προσωρινό προσδιορισμό του ύψους και των όρων πληρωμής της εύλογης αμοιβής (αλλά και για την προσωρινή επιδίκαση μέχρι του ημίσεος της εύλογης αμοιβής που καθόρισε) είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατόπιν αιτήσεως του χρήστη ή του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης, ενώ για τον οριστικό προσδιορισμό του ύψους και των όρων πληρωμής της εύλογης αμοιβής και για την επιδίκασή της είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του ΚΠολΔ κατόπιν αγωγής που ασκεί ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης ή ο χρήστης (βλ. άρθρο 22§7 σε συνδ. με §6 εδ. τελευταίο του ν. 4481/2017). Επισημαίνεται ότι η άσκηση των προβλεπόμενων στο άρθρο 22§§7 και 6 εδ. τελ. του ν. 4481/2017 αίτησης και αγωγής περί προσωρινού ή οριστικού καθορισμού αντιστοίχως του ύψους της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 του ν. 2121/1993 και των όρων πληρωμής της και περί προσωρινής επιδικάσεως του ημίσεος της προσωρινώς καθορισθείσας εύλογης αμοιβής ή οριστικής επιδικάσεως της οριστικώς καθορισθείσας εύλογης αμοιβής αντιστοίχως, οι οποίες (αίτηση και αγωγή) ενδέχεται να αφορούν και χρονικό διάστημα προγενέστερο της άσκησής τους (δεδομένου ότι για την νομική βασιμότητά τους δεν απαιτείται – σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 22§6 του ν. 4481/2017 – η μη έναρξη της χρήσης των «αντικειμένων προστασίας»), δικαιολογείται μόνο για την προσωρινή ή οριστική επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς των διαδίκων, η οποία ανακύπτει «σε περίπτωση διαφωνίας … ως προς το ύψος της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 του ν. 2121/1993 και τους όρους πληρωμής της» (όπως ρητώς ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 22§7 εδ. α΄ του ν. 4481/2017). Συνακόλουθα, για το ορισμένο της αίτησης ή της αγωγής προσδιορισμού του ύψους της εύλογης αμοιβής πρέπει να εκτίθεται κατ’ άρθρ. 688§1 και 216§1 του ΚΠολΔ, αντιστοίχως, ότι υφίσταται διαφωνία ως προς το ύψος και τους όρους πληρωμής της. Η άνω διαφωνία προϋποθέτει λογικώς και αναγκαίως την ανεπιτυχή κατάληξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των διαδίκων, η διεξαγωγή των οποίων συνιστά ρητή κατ’ άρθρο 49§1 εδ. τελευταίο του ν. 2121/1993 υποχρέωση του οικείου οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. Τούτο δε, διότι εάν δεν έχει προηγηθεί η έναρξη διαπραγματεύσεων, δεν μπορεί να γίνει λόγος για «διαφωνία» των μερών. Σε κάθε περίπτωση η διαφωνία, περιοριζόμενη σε συγκεκριμένα μόνο ζητήματα, προϋποθέτει την κατάφαση της ύπαρξης αξίωσης του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ή αντίστοιχα της ενοχικής υποχρέωσης του χρήστη για καταβολή της εύλογης αμοιβής. Το περιορισμένο αυτό αντικείμενο δίκης υπήχθη για λόγους ταχύτητας προς επίλυση, προσωρινώς μεν στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, οριστικώς δε στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επειδή ακριβώς είναι στενά οριοθετημένο και δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες αποδεικτικές δυσχέρειες. Κατ’ αποτέλεσμα, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή διασπά την τηρούμενη διαδικασία για τις διαφορές που απορρέουν εκ του ν. 2121/1993, αφού άπασες οι λοιπές διαφορές που αφορούν την εύλογη αμοιβή συνεχίζουν να εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία. Έτσι, εάν ο χρήστης αρνείται ακόμα και αυτή καθαυτή την ενοχική υποχρέωσή του να καταβάλει την εύλογη αμοιβή, τότε η διαφωνία δεν περιορίζεται μόνο στο «ύψος της εύλογης αμοιβής και τους όρους πληρωμής της», αλλά πρόκειται για μία πολύ πιο σύνθετη διαφορά με εντονότερο το στοιχείο της αντιδικίας, ο δε οργανισμός συλλογικής διαχείρισης αξιώνει την καταβολή της εύλογης αμοιβής μόνο με άσκηση αγωγής, η οποία ερείδεται στην διάταξη του άρθρου 49§5 του ν. 2121/1993 και εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου (ΜονΠρΑθ 10821/2022, αδημ.). Σε μια τέτοια περίπτωση, αυτονόητο είναι ότι δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 22§7 εδ. α΄ του ν. 4481/2017, που, όπως προεκτέθηκε, προβλέπει τον προσωρινό καθορισμό του ύψους και των όρων πληρωμής της εύλογης αμοιβής και την προσωρινή επιδίκαση μέχρι και του ημίσεος αυτής μόνον επί διαφωνίας μεταξύ οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και χρήστη ως προς το ύψος και τους όρους πληρωμής της οφειλόμενης από τον τελευταίο εύλογης αμοιβής. Εφόσον, επομένως, δεν εφαρμόζεται η ανωτέρω διάταξη στην περίπτωση που ο χρήστης αρνείται να προβεί στην καταβολή της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49§1 του ν. 2121/1993, για άλλους λόγους και όχι επειδή διαφωνεί με τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης ως προς το ύψος της εν λόγω αμοιβής και τους όρους πληρωμής της, δεν είναι δυνατός στη συγκεκριμένη περίπτωση ούτε ο προσωρινός καθορισμός αυτών (του ύψους και των όρων πληρωμής της εύλογης αμοιβής) αλλ’ ούτε και η προσωρινή επιδίκαση της εύλογης αμοιβής με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Και τούτο διότι δεν επιτρέπεται, υπό το πρόσχημα της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, κατ’ άρθρο 732 του ΚΠολΔ, η παράκαμψη ή η υποκατάσταση των διατάξεων του ν. 4481/2017, με τον οποίον ρυθμίζονται ειδικά και κατ’ αποκλειστικότητα τα ζητήματα που αφορούν τη συλλογική διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων [βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Δ. Κράνη), ΚΠολΔ2, άρθρ. 732, αρ. 5]. Υπό την αντίθετη εκδοχή, αν, δηλαδή, γινόταν δεκτό ότι είναι επιτρεπτός, στο πλαίσιο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, ο καθορισμός του ύψους και των όρων πληρωμής της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49§1 του ν. 2121/1993 σε κάθε περίπτωση, και όχι μόνον επί διαφωνίας μεταξύ χρήστη και οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ως προς τα ζητήματα αυτά, δεν θα είχε νόημα ύπαρξης η προαναφερόμενη ειδική διάταξη του άρθρου 22§7 εδ. α΄ του ν. 4481/2017. Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 728§1 του ΚΠολΔ, στην οποία απαριθμούνται περιοριστικά οι απαιτήσεις που μπορούν να επιδικασθούν προσωρινά [βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Δ. Κράνη), ΚΠολΔ2, άρθρ. 728, αριθ. 3], ορίζεται ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά, ως ασφαλιστικό μέτρο, εν όλω ή εν μέρει, απαιτήσεις: α) συνεισφοράς για τις ανάγκες της οικογένειας ή διατροφής οφειλόμενης από το νόμο, από σύμβαση ή από διάταξη τελευταίας βούλησης, β) καθυστερούμενων συντάξεων, γ) καθυστερούμενων τακτικών ή εκτάκτων αποδοχών, οποιασδήποτε μορφής ή αμοιβών ή αποζημιώσεων που οφείλονται από την παροχή εργασίας ή εξόδων που έγιναν με αφορμή την εργασία, δ) μισθών υπερημερίας ή αποζημίωσης για παράνομη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή για εργατικό ατύχημα ή που οφείλεται από τη σύμβαση εργασίας ή λόγω παραβάσεώς της, ε) αποζημίωσης για τη μείωση ή την απώλεια της ικανότητας εργασίας λόγω τραυματισμού ή προσβολής με οποιοδήποτε τρόπο της υγείας ενός προσώπου από οποιαδήποτε αρρώστια, καθώς και των εξόδων θεραπείας και ανάρρωσης, στ) αποζημίωσης, σε περίπτωση που ένα πρόσωπο θανατώνεται, υπέρ εκείνων που το πρόσωπο αυτό κατά το χρόνο του θανάτου του είχε από το νόμο υποχρέωση να διατρέφει και, τέλος, ζ) σε κάθε άλλη περίπτωση που η προσωρινή επιδίκαση ορίζεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Προσωρινή επιδίκαση, όμως, της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49§1 του ν. 2121/1993, προβλέπεται, με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 22§7 εδ. α΄ του ν. 4481/2017, μόνο στην περίπτωση διαφωνίας μεταξύ χρήστη και οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ως προς το ύψος και τους όρους πληρωμής της ως άνω αμοιβής, όπως προεκτέθηκε. Αντιθέτως, ούτε στη συγκεκριμένη διάταξη αλλ’ ούτε και σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων προβλέπεται προσωρινή επιδίκαση της ως άνω εύλογης αμοιβής στην περίπτωση που ο χρήστης αρνείται να προβεί στην καταβολή της αμοιβής αυτής για άλλους λόγους και όχι επειδή διαφωνεί με τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης ως προς το ύψος της και τους όρους πληρωμής της. Εφόσον, επομένως, στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου προβλέπεται η προσωρινή επιδίκαση της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49§1 του ν. 2121/1993 μόνο σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ χρήστη και οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ως προς το ύψος και τους όρους πληρωμής της, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι οποίες δεν εμπίπτουν στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 728§1 του ΚΠολΔ, δεν επιτρέπεται η προσωρινή επιδίκαση της ως άνω αμοιβής.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση ιστορούνται τα ακόλουθα: Η αιτούσα, η οποία τυγχάνει αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με νομική προσωπικότητα, συστήθηκε κατά το έτος 2011, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 49§6 του ν. 2121/1993, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 46§1 του ν. 3905/2010, από τους μοναδικούς και αντιπροσωπευτικούς στην Ελλάδα για κάθε επιμέρους κατηγορία δικαιούχων οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης του περιουσιακού συγγενικού δικαιώματος εύλογης και ενιαίας αμοιβής που οφείλεται, κατά το άρθρο 49§1 του ν. 2121/1993, από τους χρήστες υλικών φορέων ήχου που χρησιμοποιούνται εντός της ελληνικής επικράτειας για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο ή για παρουσίαση στο κοινό, στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί στους ανωτέρω υλικούς φορείς ήχου, καθώς και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων, και συγκεκριμένα από: α) τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και προστασίας των περιουσιακών συγγενικών δικαιωμάτων των παραγωγών υλικών φορέων ήχου ή ήχου και εικόνας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», ο οποίος συστήθηκε και λειτουργεί νομίμως ως αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, το καταστατικό του δημοσιεύθηκε νομίμως στο τηρούμενο στο Πρωτοδικείο Αθηνών βιβλίο εταιρειών με αύξοντα αριθμό 13252/27.07.1994 και η λειτουργία του εγκρίθηκε με τη δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως υπ’ αριθ. 9528/22.02.1995 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία αντικαταστάθηκε εν συνεχεία με τη δημοσιευθείσα στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1164/1997) υπ’ αριθ. 11084/05.12.1997 απόφαση του ίδιου ως άνω Υπουργού, είναι δε ο μοναδικός και αντιπροσωπευτικός στην Ελλάδα οργανισμός συλλογικής διαχείρισης και προστασίας των ως άνω δικαιωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας δικαιούχων, καθώς: (i) οι Έλληνες παραγωγοί υλικών φορέων ήχου (όπως αυτοί απαριθμούνται στο δικόγραφο της αίτησης) τυγχάνουν στο σύνολό τους μέλη του και έχουν αναθέσει σ’ αυτόν, με σχετικές συμβάσεις τριετούς διάρκειας, οι οποίες ανανεώνονται ισόχρονα κάθε φορά κατά τη λήξη τους, τη διαχείριση και προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων τους επί όλων ανεξαιρέτως των υλικών φορέων ήχου παραγωγής τους, (ii) τέσσερις από τους προαναφερόμενους παραγωγούς (ήτοι οι εταιρείες με την επωνυμία «….»), οι οποίοι τυγχάνουν θυγατρικές εταιρείες των ομώνυμων πολυεθνικών ομίλων, του έχουν αναθέσει, με τις ίδιες ως άνω συμβάσεις, τη διαχείριση και προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων όλων των αλλοδαπών παραγωγών που ανήκουν στους ίδιους ομίλους με αυτούς, επί όλων ανεξαιρέτως των υλικών φορέων ήχου παραγωγής τους, των οποίων (δικαιωμάτων) έχουν καταστεί αυτοί δικαιοδόχοι δυνάμει σχετικών συμβάσεων εκμετάλλευσης (Matrix Exchange Agreements) που έχουν συνάψει με τις μητρικές εταιρείες των ανωτέρω ομίλων, και (iii) έχει συνάψει τις απαριθμούμενες στο δικόγραφο της αίτησης συμβάσεις αμοιβαίας εκπροσώπησης με αντίστοιχους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, στους οποίους έχει ανατεθεί από τα μέλη τους – αλλοδαπούς παραγωγούς υλικών φορέων ήχου η διαχείριση και προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων τους επί όλων ανεξαιρέτως των υλικών φορέων ήχου παραγωγής τους, β) τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης των περιουσιακών συγγενικών δικαιωμάτων των τραγουδιστών – ερμηνευτών με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», ο οποίος συστήθηκε και λειτουργεί νομίμως ως αστικός μη κερδοσκοπικός συνεταιρισμός, το καταστατικό του εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 4/23.03.1997 απόφαση του Ειρηνοδίκη Αθηνών και καταχωρίσθηκε στο οικείο μητρώο Συνεταιρισμών, η δε λειτουργία του εγκρίθηκε με τη δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1164/1997) υπ’ αριθ. 11089/05.12.1997 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, είναι δε ο μοναδικός και αντιπροσωπευτικός στην Ελλάδα οργανισμός συλλογικής διαχείρισης των ως άνω δικαιωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας δικαιούχων, καθώς: (i) οι Έλληνες τραγουδιστές – ερμηνευτές (όπως αυτοί απαριθμούνται στο δικόγραφο της αίτησης) τυγχάνουν στο σύνολό τους μέλη του και έχουν αναθέσει σ’ αυτόν, με σχετικές συμβάσεις τριετούς διάρκειας, οι οποίες ανανεώνονται ισόχρονα κάθε φορά κατά τη λήξη τους, τη διαχείριση και προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων τους επί όλων ανεξαιρέτως των ερμηνειών τους, και (ii) έχει συνάψει τις απαριθμούμενες στο δικόγραφο της αίτησης συμβάσεις αμοιβαίας εκπροσώπησης με αντίστοιχους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, στους οποίους έχει ανατεθεί από τα μέλη τους – αλλοδαπούς τραγουδιστές – ερμηνευτές η διαχείριση και προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων τους επί όλων ανεξαιρέτως των ερμηνειών τους, και γ) τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης των περιουσιακών συγγενικών δικαιωμάτων των μουσικών με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», ο οποίος συστήθηκε και λειτουργεί νομίμως ως αστικός μη κερδοσκοπικός συνεταιρισμός, το καταστατικό του εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 206/1994 απόφαση του Ειρηνοδίκη Αθηνών και καταχωρίσθηκε στο οικείο μητρώο Συνεταιρισμών, η δε λειτουργία του εγκρίθηκε με τη δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1164/1997) υπ’ αριθ. 11083/05.12.1997 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, είναι δε ο μοναδικός και αντιπροσωπευτικός στην Ελλάδα οργανισμός συλλογικής διαχείρισης των ως άνω δικαιωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας δικαιούχων, καθώς: (i) οι Έλληνες μουσικοί – εκτελεστές καλλιτέχνες (όπως αυτοί απαριθμούνται στο δικόγραφο της αίτησης) τυγχάνουν στο σύνολό τους μέλη του και έχουν αναθέσει σ’ αυτόν, με σχετικές συμβάσεις τριετούς διάρκειας, οι οποίες ανανεώνονται ισόχρονα κάθε φορά κατά τη λήξη τους, τη διαχείριση και προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων τους επί όλων ανεξαιρέτως των εκτελέσεών τους, και (ii) έχει συνάψει τις απαριθμούμενες στο δικόγραφο της αίτησης συμβάσεις αμοιβαίας εκπροσώπησης με αντίστοιχους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, στους οποίους έχει ανατεθεί από τα μέλη τους – αλλοδαπούς μουσικούς – εκτελεστές η διαχείριση και προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων τους επί όλων ανεξαιρέτως των εκτελέσεών τους. Ειδικότερα, οι τρεις προαναφερόμενοι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης συνέστησαν, με το μεταξύ τους καταρτισθέν από 28.09.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό (εταιρικό), το οποίο δημοσιεύθηκε στο τηρούμενο στο Πρωτοδικείο Αθηνών βιβλίο εταιρειών με αύξοντα αριθμό 15616/06.10.2011, την αιτούσα ως μοναδικό και αντιπροσωπευτικό στην Ελλάδα ενιαίο οργανισμό συλλογικής διαχείρισης, στον οποίο ανέθεσαν κατ’ αποκλειστικότητα την εξουσία να διαχειρίζεται το ως άνω περιουσιακό συγγενικό δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής που οφείλεται από τους χρήστες των ανωτέρω υλικών φορέων ήχου στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί στους εν λόγω υλικούς φορείς ήχου, καθώς και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων, δηλαδή να διαπραγματεύεται με τους προαναφερόμενους χρήστες το ύψος της οφειλόμενης αμοιβής, να καταρτίζει με αυτούς ή με αντιπροσωπευτικές ενώσεις αυτών συμβάσεις σχετικά με το ύψος της εν λόγω αμοιβής, να προβάλλει τις σχετικές αξιώσεις δικαστικώς και εξωδίκως, να εισπράττει τη σχετική αμοιβή από τους χρήστες και να τη διανέμει στα μέλη του. Με την έγκριση της λειτουργίας της αιτούσας, η οποία έλαβε χώρα με τη δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Β΄ 3245/30.12.2011) υπ’ αριθ. ΥΠΠΟΤ/ΓΔΣΠ/ΔΙΓΡΑΜ/686/124043/09.12.2011 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, η εν λόγω διάδικος κατέστη αποκλειστικά αρμόδια να διαχειρίζεται το περιουσιακό συγγενικό δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής των τριών προαναφερόμενων κατηγοριών δικαιούχων, ημεδαπών και αλλοδαπών, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 49§1 του ν. 2121/1993 και να εισπράττει αυτή, και, μάλιστα, όχι μόνον ως προς τις απορρέουσες από το ως άνω δικαίωμα αξιώσεις που γεννήθηκαν μετά την ίδρυσή της, αλλά και ως προς αυτές που είχαν γεννηθεί και σε προγενέστερο χρόνο, με την εξαίρεση των αξιώσεων που είχαν ήδη καταστεί επίδικες κατά τον χρόνο της ίδρυσής της, ενώ συγχρόνως ανεστάλη για όλο το χρονικό διάστημα της λειτουργίας της η εξουσία των τριών ιδρυτών της – δηλαδή των προαναφερόμενων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης με τους διακριτικούς τίτλους «…», «…» και «…» – που είναι και οι μοναδικοί εταίροι της, να διαχειρίζονται το εν λόγω περιουσιακό συγγενικό δικαίωμα της κάθε κατηγορίας δικαιούχων που εκπροσωπείται αντίστοιχα από τον καθέναν εξ αυτών (είτε δυνάμει των προαναφερόμενων συμβάσεων ανάθεσης είτε δυνάμει των προαναφερόμενων συμβάσεων αμοιβαιότητας) και να εισπράττουν την αντίστοιχη αμοιβή. Ενόψει δε του ότι η εξουσία των προαναφερόμενων οργανισμών συλλογικής διαχείρισης με τους διακριτικούς τίτλους «…», «…» και «…» να διαχειρίζονται το περιουσιακό δικαίωμα εύλογης και ενιαίας αμοιβής των παραγωγών υλικών φορέων ήχου, των τραγουδιστών – ερμηνευτών και των μουσικών – εκτελεστών έχει ανασταλεί και επειδή δεν υφίσταται στην Ελλάδα, πλην της αιτούσας, άλλος ενιαίος οργανισμός συλλογικής διαχείρισης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες δικαιούχων, τεκμαίρεται, κατ’ άρθρο 7§1 εδ. β΄ του ν. 4481/2017, ότι η εν λόγω διάδικος εκπροσωπεί όλους ανεξαιρέτως τους δικαιούχους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς, και όλα ανεξαιρέτως τα έργα τους κατά την άσκηση του ως άνω, υποκείμενου σε συλλογική διαχείριση, περιουσιακού συγγενικού δικαιώματος, όπως, άλλωστε, ρητά η ίδια δηλώνει στο δικόγραφο της αίτησης. Συνακόλουθα, είναι η μόνη που νομιμοποιείται να ζητήσει τον καθορισμό και την είσπραξη της ανωτέρω εύλογης και ενιαίας αμοιβής για τη χρήση εντός της ελληνικής επικράτειας των ανωτέρω υλικών φορέων ήχου, την οποία (αμοιβή) υποχρεούται να διανείμει εν συνεχεία στους τρεις προαναφερόμενους ιδρυτές και εταίρους της, οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης με τους διακριτικούς τίτλους «…», «…» και «…». Στο πλαίσιο της εκ μέρους τους διαχείρισης του ως άνω συγγενικού περιουσιακού δικαιώματος, οι τρεις ανωτέρω οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης κατήρτισαν, προ της ιδρύσεως της αιτούσας, τον παρατιθέμενο στην αίτηση κατάλογο με τις αμοιβές που απαιτούσαν από τους χρήστες (αμοιβολόγιο) για τη χρήση εντός της ελληνικής επικράτειας, για παρουσίαση στο κοινό, υλικών φορέων ήχου που έχουν παραχθεί από τους εκπροσωπούμενους απ’ τον πρώτο οργανισμό παραγωγούς υλικών φορέων ήχου και στους οποίους έχουν εγγραφεί η ερμηνεία και η εκτέλεση των εκπροσωπούμενων από τους δεύτερο και τρίτο οργανισμούς τραγουδιστών – ερμηνευτών και μουσικών – εκτελεστών αντιστοίχως, τον οποίο γνωστοποίησαν προς το κοινό, συμμορφούμενοι στις επιταγές της διάταξης του άρθρου 56§3 του ν. 2121/1993, με τη δημοσίευσή του κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 1998 στις αναφερόμενες στην αίτηση τρεις εφημερίδες, εκ των οποίων η μία ήταν οικονομική. Τον ίδιο κατάλογο γνωστοποίησε, μετά την ίδρυσή της, προς το κοινό και η αιτούσα με τη δημοσίευσή του κατά το μήνα Απρίλιο του έτους 2012 στις αναφερόμενες στην αίτηση τρεις εφημερίδες, εκ των οποίων η μία ήταν οικονομική. Εν συνεχεία, η αιτούσα προέβη σε διαδοχικές τροποποιήσεις του ως άνω καταλόγου, διατηρώντας ωστόσο αμετάβλητο το ελάχιστο ποσό αμοιβής για την κατηγορία επιχειρήσεων στην οποία ανήκουν οι επιχειρήσεις που διατηρούν οι πρώτος, δεύτερη και τέταρτη των καθ’ ων η αίτηση. Ο τροποποιημένος κατάλογος γνωστοποιήθηκε στο κοινό με τη δημοσίευσή του κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του έτους 2015 στις αναφερόμενες στην αίτηση τρεις εφημερίδες, εκ των οποίων η μία ήταν οικονομική και, μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4481/2017, με την ανάρτησή του στο διαδίκτυο, σε συμμόρφωση της αιτούσας προς τις επιταγές της διάταξης του άρθρου 23§2 του ως άνω νόμου (4481/2017). Με τον εν λόγω κατάλογο προσδιορίσθηκε η οφειλόμενη για την ανωτέρω αιτία αμοιβή, μεταξύ άλλων και ως προς τις επιχειρήσεις στις οποίες η μουσική είναι χρήσιμη και υπάγονται στην κατηγορία Β1 (καφετέριες, εστιατόρια, καφενεία, αναψυκτήρια, ταχυφαγεία, καφέ – ζαχαροπλαστεία, internet καφέ κ.λπ.), στεγάζονται δε σε καταστήματα εμβαδού 51 έως 100 m2, στο κατ’ αποκοπήν ποσό των 150 ευρώ ετησίως. Παράλληλα, η αιτούσα επιχείρησε, με έγγραφες και προφορικές προσκλήσεις προς τη μεγάλη κατηγορία των χρηστών υλικών φορέων ήχου, να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με αυτούς προς το σκοπό σύναψης συμφωνίας για τον από κοινού καθορισμό του ύψους και του τρόπου καταβολής της οφειλόμενης εύλογης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων ήχου, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα, καθώς οι ως άνω επιχειρήσεις αρνήθηκαν τη συνεργασία. Περαιτέρω, ο πρώτος των καθ’ ων διατηρεί και εκμεταλλεύεται επιχείρηση εστιατορίου με τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία στεγάζεται σε κατάστημα εμβαδού 100 m2, που κείται στον Γέρακα Αττικής, επί της συμβολής των οδών …, η δεύτερη των καθ’ ων διατηρεί και εκμεταλλεύεται επιχείρηση εστιατορίου – ταβέρνας με τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία στεγάζεται σε κατάστημα εμβαδού 80 τ.μ., που κείται στο Κουκάκι Αθηνών, επί της οδού …, και η τέταρτη των καθ’ ων διατηρεί και εκμεταλλεύεται επιχείρηση εστιατορίου με τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία στεγάζεται σε κατάστημα εμβαδού 60 τ.μ., που κείται στο Κουκάκι Αθηνών, επί της οδού … Στο πλαίσιο της άσκησης της ως άνω επιχειρηματικής τους δραστηριότητας οι καθ’ ων χρησιμοποιούν στα καταστήματα των επιχειρήσεών τους, μέσω των εκεί εγκατεστημένων συσκευών αναπαραγωγής ήχου, καθημερινά, καθ’ όλη τη διάρκεια του ωραρίου λειτουργίας τους, και καθ’ όλο το έτος, υλικούς φορείς ήχου οι οποίοι έχουν νόμιμα παραχθεί από τους εκπροσωπούμενους απ’ την αιτούσα παραγωγούς υλικών φορέων ήχου, ημεδαπούς και αλλοδαπούς, και στους οποίους έχουν εγγραφεί η ερμηνεία και η εκτέλεση των επίσης εκπροσωπούμενων από την αιτούσα τραγουδιστών – ερμηνευτών και μουσικών – εκτελεστών, ημεδαπών και αλλοδαπών, για την ψυχαγωγία των πελατών τους. Ειδικότερα, κατά τα έτη 2011 έως και 2019 οι δύο πρώτοι των καθ’ ων και κατά τα έτη 2012 έως και 2019 η τέταρτη των καθ’ ων χρησιμοποίησαν στην επιχείρησή τους, για παρουσίαση στο κοινό, τους δειγματοληπτικώς αναφερόμενους στην αίτηση υλικούς φορείς ήχου που έχουν παραχθεί από τους μνημονευόμενους στο δικόγραφο της αίτησης παραγωγούς, ημεδαπούς και αλλοδαπούς, που εκπροσωπούνται από την αιτούσα και φέρουν εγγεγραμμένες ερμηνείες και εκτελέσεις των μνημονευόμενων στο δικόγραφο της αίτησης τραγουδιστών – ερμηνευτών και μουσικών – εκτελεστών, ημεδαπών και αλλοδαπών, που επίσης εκπροσωπούνται από την αιτούσα. Εντούτοις, μολονότι η χρήση των ανωτέρω υλικών φορέων ήχου είναι χρήσιμη για τις ως άνω επιχειρήσεις και αποτελεί παράγοντα προσέλκυσης, διατήρησης και επαύξησης της πελατείας τους, οι καθ’ ων αρνήθηκαν να προβούν σε διαπραγματεύσεις με την αιτούσα για τον από κοινού καθορισμό της οφειλόμενης εύλογης αμοιβής, την οποία και αρνούνται να καταβάλουν στην αντίδικό τους. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η αιτούσα ζητεί: α) να καθορισθεί προσωρινά το ύψος της εύλογης και ενιαίας αμοιβής που οφείλουν οι πρώτος, δεύτερη και τέταρτη των καθ’ ων η αίτηση στους εκπροσωπούμενους απ’ αυτήν παραγωγούς υλικών φορέων ήχου, τραγουδιστές – ερμηνευτές και μουσικούς – εκτελεστές για την εκ μέρους των δύο πρώτων των καθ’ ων παρουσίαση προς το κοινό (ήτοι τους πελάτες των επιχειρήσεών τους) κατά τα έτη 2011 έως και 2019 και την εκ μέρους της τέταρτης των καθ’ ων παρουσίαση προς το κοινό κατά τα έτη 2012 έως και 2019 μουσικών έργων με ερμηνείες και εκτελέσεις των ανωτέρω τραγουδιστών και μουσικών αντιστοίχως, που έχουν εγγραφεί σε υλικούς φορείς ήχου των ανωτέρω παραγωγών, στο ποσό των 150 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., για καθένα από τα ανωτέρω έτη (2011 – 2019), και, συνολικά, στο ποσό των 1.350 ευρώ, αναφορικά με καθέναν από τους δύο πρώτους των καθ’ ων, και στο ποσό των 150 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., για καθένα από τα ανωτέρω έτη (2012 – 2019), και, συνολικά, στο ποσό των 1.200 ευρώ, αναφορικά με την τέταρτη των καθ’ ων, β) να υποχρεωθούν οι δύο πρώτοι των καθ’ ων να της καταβάλουν για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 75 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων κατά το έτος 2011, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01η.01.2012, και άπαντες οι πρώτος, δεύτερη και τέταρτη των καθ’ ων να της καταβάλουν για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 75 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων κατά το έτος 2012, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01η.01.2013, το ποσό των 75 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων κατά το έτος 2013, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01η.01.2014, το ποσό των 75 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων κατά το έτος 2014, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01η.01.2015, το ποσό των 75 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων κατά το έτος 2015, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01η.01.2016, το ποσό των 75 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων κατά το έτος 2016, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01η.01.2017, το ποσό των 75 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων κατά το έτος 2017, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01η.01.2018, το ποσό των 75 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων κατά το έτος 2018, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01η.01.2019, και το ποσό των 75 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων κατά το έτος 2019, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01η.01.2020, άλλως να υποχρεωθούν οι δύο πρώτοι των καθ’ ων να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των ποσό των 675 ευρώ ο καθένας, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων κατά τα έτη 2011 – 2019, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αίτησης και μέχρις εξοφλήσεως, και η τέταρτη των καθ’ ων να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 600 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής για τη χρήση των ως άνω υλικών φορέων κατά τα έτη 2012 – 2019, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α., με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αίτησης και μέχρις εξοφλήσεως, γ) να υποχρεωθούν οι πρώτος, δεύτερη και τέταρτη των καθ’ ων να της προσκομίσουν καταλόγους με τους τίτλους του μουσικού ρεπερτορίου που χρησιμοποίησαν οι μεν δύο πρώτοι των καθ’ ων κατά τα έτη 2011 – 2019 η δε τέταρτη των καθ’ ων κατά τα έτη 2012 – 2019, προκειμένου να προβεί αυτή (η αιτούσα) στη διανομή των αμοιβών στους δικαιούχους, και ε) να καταδικασθεί ο καθένας των ανωτέρω καθ’ ων στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ως άνω αίτηση παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 22§7 εδ. α΄ του ν. 4481/2017 και 686 επ. του ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκασή της, ως το μονομελές πρωτοδικείο του τόπου όπου βρίσκεται η (επαγγελματική) κατοικία του πρώτου και της τέταρτης των καθ’ ων η αίτηση και ή έδρα της δεύτερης των καθ’ ων η αίτηση (βλ. τις διατάξεις των άρθρων 22§7 εδ. α΄ του ν. 4481/2017, 683§§1 και 2 και 684 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρα 22 και 25§2 του ΚΠολΔ). Πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, καθώς, όπως σαφώς συνάγεται από τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της, έχει ως αντικείμενο την επιδίκαση της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49§1 του ν. 2121/1993, την οποία οι πρώτος, δεύτερη και τέταρτη των καθ’ ων η αίτηση αρνούνται να καταβάλουν για άλλους λόγους και όχι επειδή διαφωνούν με την αιτούσα ως προς το ύψος της εν λόγω αμοιβής και τους όρους πληρωμής της, και ειδικότερα επειδή αρνούνται, ουσιαστικά, την ίδια την ύπαρξη υποχρέωσής τους για καταβολή τέτοιας αμοιβής, λόγος για τον οποίο και αρνήθηκαν να προβούν σε διαπραγματεύσεις με την αιτούσα για τον από κοινού καθορισμό του ύψους της συγκεκριμένης αμοιβής. Επομένως, ακόμη και αν υποτεθούν αληθή τα ιστορούμενα στο δικόγραφό της, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 22§7 εδ. α΄ του ν. 4481/2017, η οποία, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, προβλέπει τον προσωρινό καθορισμό του ύψους και των όρων πληρωμής της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49§1 του ν. 2121/1993 και την προσωρινή επιδίκαση μέχρι και του ημίσεος αυτής μόνον επί διαφωνίας μεταξύ οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και χρήστη ως προς το ύψος της οφειλόμενης από τον τελευταίο εύλογης αμοιβής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, εφόσον στον ν. 4481/2017 ρυθμίζονται ειδικά και κατ’ αποκλειστικότητα τα ζητήματα που αφορούν τη συλλογική διαχείριση των συγγενικών δικαιωμάτων, δεν επιτρέπεται η παράκαμψη ή η υποκατάσταση των διατάξεων του νόμου αυτού, υπό το πρόσχημα της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, κατ’ άρθρο 732 του ΚΠολΔ, και, συνακόλουθα, για τις περιπτώσεις για τις οποίες δεν προβλέπεται στον εν λόγω νόμο προσωρινός καθορισμός του ύψους και των όρων πληρωμής της προαναφερόμενης εύλογης αμοιβής, όπως είναι οι επίδικες, δεν είναι δυνατός ο προσωρινός καθορισμός αυτών στο πλαίσιο προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης. Προσέτι, όπως επίσης εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, και δη σ’ αυτήν του άρθρου 22§7 εδ. α΄ του ν. 4481/2017, προβλέπεται η προσωρινή επιδίκαση της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49§1 του ν. 2121/1993 μόνο σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ χρήστη και οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ως προς το ύψος και τους όρους πληρωμής της και όχι και στην περίπτωση άρνησης εκ μέρους του χρήστη της ίδιας της ύπαρξης υποχρέωσής του για καταβολή τέτοιας αμοιβής, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Εφόσον δε, προσωρινή επιδίκαση απαίτησης προβλέπεται μόνο στις περιοριστικά απαριθμούμενες στη διάταξη του άρθρου 728§1 του ΚΠολΔ περιπτώσεις, στις οποίες δεν εμπίπτουν οι επίδικες, δεν επιτρέπεται εν προκειμένω η προσωρινή επιδίκαση της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49§1 του ν. 2121/1993 εις βάρος των πρώτου, δεύτερης και τέταρτης των καθ’ ων η αίτηση.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί εξ ολοκλήρου. Ωστόσο, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την αίτηση ως προς τον τρίτο των καθ’ ων.
Δικάζει ερήμην του πρώτου των καθ’ ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε κ.λπ.