ΑΠΟΦΑΣΗ
Cupiał κατά Πολωνίας της 09.03.2023 (αρ. προσφ.67414/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους για άσκηση ψυχολογικής κακοποίησης στα τρία του παιδιά. Συγκεκριμένα κατηγορήθηκε ότι τα υπέβαλε σε υπερβολικές θρησκευτικές πρακτικές όπως υποχρεωτική δημόσια εξομολόγηση, θεία κοινωνία και εκκλησιασμός πρωινές ώρες. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση της δίκαιης δίκης, με την αιτιολογία ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη τους τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε.
Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματικό εάν δεν «ακουστούν» πραγματικά τα αιτήματα και οι παρατηρήσεις των διαδίκων αλλά και ότι δεν εναπόκειται στη δικαιοδοσία του να αποφανθεί για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου αλλά να διαπιστώσει αν η διαδικασία ήταν σύμφωνη με την ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας παρέλειψαν να εξετάσουν και να αξιολογήσουν συγκεκριμένα και σημαντικά επιχειρήματα του προσφεύγοντος όπως: α) την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της πραγματογνωμοσύνης, β) ότι η καταγγελία από την πρώην σύζυγό του έγινε μόνο μετά το διαζύγιο τους και γ) την θετική γι΄αυτόν κατάθεση της μεγάλης του κόρης που αμφισβητούσε τις κατηγορίες εναντίον του.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα εθνικά Δικαστήρια, παρέλειψαν να εκπληρώσουν μία από τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης, δηλαδή να αξιολογήσουν και να απαντήσουν επί των βασικών επιχειρημάτων του κατηγορουμένου προσφεύγοντος και να παράσχουν επαρκή αιτιολογία στις αποφάσεις τους. Έτσι διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρου 6 § 1) και επιδίκασε 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1
Άρθρο 8,
Άρθρο 9,
Άρθρο 14,
Άρθρο 2 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Dariusz Cupiał, είναι πολωνός υπήκοος που γεννήθηκε το 1962 και ζει στη Βαρσοβία.
Η υπόθεση αφορούσε τη δίκη και την ποινική καταδίκη του για ψυχολογική κακοποίηση των παιδιών του υποβάλλοντάς αυτά σε δήθεν υπερβολικές θρησκευτικές πρακτικές.
Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για τη διάπραξη πράξεων ενδοοικογενειακής βίας, συγκεκριμένα ψυχολογική κακοποίηση των τριών παιδιών του. Κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι ο προσφεύγων, πρόσωπο με βαθιές καθολικές πεποιθήσεις, είχε υποβάλει τα παιδιά του σε φερόμενες υπερβολικές θρησκευτικές πρακτικές. Τα δικαστήρια και των δύο βαθμών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι ενέργειές του, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, του ξυπνήματος των παιδιών του τη νύχτα για να κάνουν προσευχές, αναγκάζοντάς τα να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους δημόσια και απαιτώντας τους να τρώνε τα γεύματά τους σε καθορισμένες ώρες, θεωρήθηκαν ψυχολογική κακοποίηση και τον καταδίκασαν σε ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή για τρία χρόνια.
Επικαλούμενος τα άρθρα 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση), ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι υπήρξαν πλήθος διαδικαστικών ελαττωμάτων στην ποινική δίωξη σε βάρος του και ότι του η καταδίκη του παραβίασε τα δικαιώματά του σύμφωνα με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), 9 (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας), 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) και το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα στην εκπαίδευση).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, ενώ το άρθρο 6 εγγυάται το δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση δεν θεσπίζει κανόνες σχετικά με το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων, το οποίο είναι κατά κύριο λόγο θέμα ρύθμισης βάσει του εθνικού δικαίου. Επιπλέον, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματικό εάν δεν «ακουστούν» πραγματικά τα αιτήματα και οι παρατηρήσεις των διαδίκων, δηλαδή να εξεταστούν σωστά από το δικαστήριο.
Κατά την εξέταση της δίκαιης ποινικής διαδικασίας, το Δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι αγνοώντας ένα συγκεκριμένο, σχετικό και σημαντικό στοιχείο του κατηγορουμένου, τα εθνικά δικαστήρια δεν εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στον πυρήνα των καταγγελιών του προσφεύγοντα βρίσκεται το ζήτημα του κατά πόσον οι θρησκευτικές πρακτικές στις οποίες υπέβαλε τα παιδιά του συνιστούσαν επαρκή λόγο για την καταδίκη του. Το ερώτημα που καθορίστηκε από τα εθνικά δικαστήρια ήταν επομένως εάν αυτές οι πρακτικές ισοδυναμούσαν με «επικίνδυνες πρακτικές».
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων τόνισε ότι η πρώην σύζυγος Α. είχε υποβάλει το αίτημά της για διεξαγωγή έρευνας για την εικαζόμενη ψυχολογική κακοποίηση των τριών παιδιών της μόνον αφού ζήτησε διαζύγιο, στο οποίο ο προσφεύγων είχε αρνηθεί να δώσει τη συγκατάθεσή του. Ο προσφεύγων προέβαλε αυτό το επιχείρημα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και το επανέλαβε κατά την διαδικασία ενώπιον του Εφετείου. Αναφερόμενος στη σύγκρουση μεταξύ του ιδίου και της Α. ο προσφεύγων υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί σχετικά με ψυχολογική κακοποίηση εμφανίστηκαν μόνο όταν η Α. είχε ξεκινήσει τη σχέση της με τον W.M. Ωστόσο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να εξετάσουν αυτόν τον ισχυρισμό. Το Δικαστήριο επανέλαβε σχετικά ότι δεν είναι καθήκον του να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο αξιολογούνται τα στοιχεία και οι καταθέσεις των μαρτύρων από τα εθνικά δικαστήρια. Ούτε καλείται να αποφανθεί για την ενοχή ή την αθωότητα ενός προσώπου που έχει καταδικαστεί από τα εθνικά δικαστήρια, δεδομένου ότι το θέμα αυτό εμπίπτει στη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων. Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του να αξιολογήσει εάν η διαδικασία στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων να αιτιολογήσουν τις αποφάσεις τους, ήταν σύμφωνη με την ΕΣΔΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγηση της καταγγελίας του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτό το επιχείρημα, που προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αφορούσε τον πυρήνα της ποινικής υπόθεσης εναντίον του και ζήτησε μια πολύ συγκεκριμένη και ρητή απάντηση. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να προβούν σε οιαδήποτε εκτίμηση σχετικά με αυτό. Το θέμα αυτό δεν αντιμετωπίστηκε με κανέναν τρόπο από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Ενώ το Περιφερειακό Δικαστήριο απάντησε σε ορισμένους συγκεκριμένους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος (όσον αφορά, για παράδειγμα, την παράλειψη αποδοχής φωτογραφιών και κινηματογραφικών ηχογραφήσεων ως αποδεικτικών στοιχείων και την απόφαση να μην κληθεί ο W.M., δεν δόθηκε δε απάντηση στον κύριο ισχυρισμό του προσφεύγοντος σχετικά με τον γενικό πλαίσιο της υπόθεσης και δεν καταβλήθηκαν προσπάθειες για την ανάλυση αυτού του ζητήματος. Επιπλέον, και συναφώς, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στις αποφάσεις τους τα δικαστήρια αναφέρθηκαν σε πραγματογνωμοσύνη που συνέταξε ο ίδιος πραγματογνώμονας Ε.D. Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι ο προσφεύγων σε εθνικό επίπεδο αμφισβήτησε ανεπιτυχώς και σε πολλές περιπτώσεις την πραγματογνωμοσύνη αυτή, υποστηρίζοντας ότι ήταν προκατειλημμένη.
Το Δικαστήριο σημείωσε στο πλαίσιο αυτό ότι ο Ε.D. υπέβαλε την πρώτη πραγματογνωμοσύνη στην έρευνα, κατόπιν εντολής του εισαγγελέα και στη συνέχεια κατέθεσε και βοήθησε το δικαστήριο στη διεξαγωγή αποδείξεων κατά τη διάρκεια της δίκης. Ειδικότερα, ενώ οι κόρες του προσφεύγοντος κατέθεσαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το μικρότερο παιδί του J., κατέθεσε με τη διαδικασία του λεγόμενου «μπλε δωματίου» παρουσία του ίδιου πραγματογνώμονος E.D. Δεδομένων όλων αυτών των συνθηκών, και ενόψει του γεγονότος ότι ο προσφεύγων και η πρώην σύζυγός του παρέμειναν σε μεγάλη σύγκρουση, χρειαζόταν μια ολοένα πιο προσεκτική αξιολόγηση των γνωματεύσεων των πραγματογνωμόνων που φαίνεται να ήταν ένα από τα καθοριστικά στοιχεία για την καταδίκη. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια επέλεξαν να μην αμφισβητήσουν την αξιοπιστία αυτών των αποδεικτικών στοιχείων χωρίς να εξετάσουν τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων.
Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Περιφερειακό Δικαστήριο απέρριψε τις αντιρρήσεις της υπεράσπισης και διαπίστωσε ότι η κατάθεση που δόθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης από τη M., τη μεγαλύτερη κόρη του προσφεύγοντα, η οποία είχε απεικονίσει τον προσφεύγοντα με θετικό τρόπο, δεν ήταν αξιόπιστη. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια φαίνεται ότι δεν εξέτασαν το γεγονός ότι μετά το διαζύγιο των γονιών της η Μ. αποφάσισε οικειοθελώς να ζήσει με τον προσφεύγοντα και ότι αυτή η συμφωνία έγινε αποδεκτή από τα εθνικά δικαστήρια. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν διεξοδικά τυχόν πιθανές σχέσεις μεταξύ των άλλων μαρτύρων και του προσφεύγοντος και της πρώην συζύγου του. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας παρέλειψαν να αξιολογήσουν τα συγκεκριμένα και σημαντικά επιχειρήματα του προσφεύγοντος και, ως εκ τούτου, παρέλειψαν να εκπληρώσουν μία από τις προϋποθέσεις μιας δίκαιης δίκης, δηλαδή να παροχή επαρκούς αιτιολογίας στις αποφάσεις τους.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).
Έχοντας υπόψη αυτές τις διαπιστώσεις, το Δικαστήριο θεώρησε περιττό να εξετάσει χωριστά τα ίδια γεγονότα βάσει των άρθρων 8, 9 και 14 και κατ’ ουσίαν του άρθρου 2 του ΠΠΠ.
Δίκαιη Ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com)