ΑΠΟΦΑΣΗ
Abuladze κατά Εσθονίας της 24.01.2023 (αρ. προσφ. 12928/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κρατούμενος παρέμεινε στη φυλακή για 4,5 χρόνια εξαιτίας υπερβολικής διάρκεια της προσωρινής κράτησης. Παράβαση του άρθρου 5 § 3.
Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε πως ήταν μέλος εγκληματικής οργάνωσης. Διατάχθηκε η προσωρινή του κράτηση. Κατά τη διάρκεια τόσο της προδικασίας όσο και του σταδίου της κύριας διαδικασίας, τα εθνικά δικαστήρια εξέταζαν σε τακτά χρονικά διαστήματα (μία φορά κάθε έξι μήνες το πολύ) κατά πόσον η προσωρινή κράτηση του δικαιολογείται, είτε κατόπιν δικών του αιτημάτων είτε αυτεπαγγέλτως. Ως αιτιολογία για την προσωρινή κράτησή του, προσδιορίστηκε ο κίνδυνος υποτροπής και παρακώλυσης της διαδικασίας από τον προσφεύγοντα, κυρίως ο φόβος ότι θα μπορούσε να επηρεάσει τους μάρτυρες ή να αλλοιώσει αποδεικτικά στοιχεία.
Τα δικαστήρια απέρριψαν επανειλημμένα τα αιτήματα του προσφεύγοντος για αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με ηλεκτρονική παρακολούθηση. Κατά τη διάρκεια της δίκης διεξήχθησαν συνολικά 108 ακροάσεις αλλά υπήρχε δυσκολία εξεύρεσης κατάλληλων ημερομηνιών ακρόασης, για όλους τους δικηγόρους και τον εισαγγελέα, καθώς συμμετείχαν ταυτόχρονα σε άλλη ποινική υπόθεση που αφορούσε άλλη εγκληματική οργάνωση.
Όταν φάνηκε ότι ορισμένοι από τους συνηγόρους υπεράσπισης, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, δεν μπορούσαν να παραστούν στις προγραμματισμένες ακροάσεις, ο δικαστής αρνήθηκε να τις αναβάλει.
Το Δικαστήριο σημείωσε πως η διάρκεια της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος –περίπου τεσσεράμισι (4,5) έτη, όπως υπολογίζεται από την έναρξη της προσωρινής κράτησης του έως την καταδίκη του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προκαλεί μεγάλη ανησυχία και χρήζει εξαιρετικά ειδικής αιτιολόγησης.
Όσον αφορά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, το Δικαστήριο επισήμανε ότι αυτή είχε σημαντικό εύρος και πολυπλοκότητα, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των εμπλεκομένων κατηγορουμένων και της διάρκειας των δραστηριοτήτων της υπό έρευνα εγκληματικής οργάνωσης.
Το Δικαστήριο δεν μπορούσε όμως να παραβλέψει το γεγονός ότι υπήρχαν μεγάλες περίοδοι αδράνειας στη διαδικασία. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 3 της Σύμβασης. Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 5 παρ. 3
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για μέλος εγκληματικής οργάνωσης. Συνελήφθη στις 6 Οκτωβρίου 2015 και κρατήθηκε προσωρινά από ανακριτή στις 8 Οκτωβρίου 2015. Παρέμεινε υπό κράτηση μέχρι την καταδίκη του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στις 13 Μαρτίου 2020.
Μετά την ολοκλήρωση της προανακριτικής διαδικασίας, δόθηκε χρόνος στους συνηγόρους υπεράσπισης να εξετάσουν τις ποινικές υποθέσεις στις 7 Μαρτίου 2016 και στις 22 Μαρτίου 2016 απεστάλη στο δικαστήριο το κατηγορητήριο. Κατόπιν προκαταρκτικής ακρόασης, ο προσφεύγων παραπέμφθηκε σε δίκη στις 5 Απριλίου 2016.
Απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε εννέα (9) κατηγορουμένους για έντεκα (11) διαφορετικά ποινικά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση (άλλα αδικήματα περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, σωματική βλάβη, βασανιστήρια, εμπορία ανθρώπων, κλοπή, απάτη και εκβίαση). Ο εισαγγελέας είχε ζητήσει να εξεταστούν περισσότεροι από εξήντα (60) μάρτυρες, θύματα και τρίτοι. Ο προσφεύγων ήταν ύποπτος καθώς ανήκε στην εγκληματική οργάνωση τουλάχιστον από το 2013.
Κατά τη διάρκεια τόσο του προδικαστικού όσο και του σταδίου της κύριας διαδικασίας, τα εθνικά δικαστήρια εξέταζαν σε τακτά χρονικά διαστήματα (το πολύ μία φορά κάθε εξάμηνο) κατά πόσον η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος εξακολουθούσε να δικαιολογείται, είτε κατόπιν δικών του αιτημάτων είτε αυτεπάγγελτα. Σε κάθε περίπτωση, τα δικαστήρια επιβεβαίωσαν ότι υπήρχε εύλογη υποψία ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε. Ως λόγους για την κράτησή του, επικαλέστηκαν τους κινδύνους υποτροπής και παρακώλυσης της διαδικασίας από τον προσφεύγοντα με τον φόβο που θα μπορούσε να επηρεάσει τους μάρτυρες ή να αλλοιώσει αποδεικτικά στοιχεία.
Όσον αφορά τον κίνδυνο υποτροπής, τα δικαστήρια αναφέρθηκαν όχι μόνο στη φύση του αδικήματος της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση (συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο η οργάνωση λειτουργούσε και μοίραζε τα προϊόντα του εγκλήματος), αλλά και στον υποτιθέμενο ρόλο του προσφεύγοντος ως ταμία των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες για λογαριασμό της εγκληματικής οργάνωσης και την μακροχρόνια συμμετοχή του στην εν λόγω οργάνωση. Τόνισαν επίσης ότι ο προσφεύγων ήταν πιθανό να ζούσε από παράνομο εισόδημα, τουλάχιστον εν μέρει, για μεγάλο χρονικό διάστημα και λαμβάνοντας υπόψη ότι ήταν σύνηθες για τις εγκληματικές οργανώσεις να φροντίζουν τα μέλη τους και τις οικογένειές τους (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν κρατηθεί), τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι, εάν αφεθεί ελεύθερος, θα μπορούσε να συνεχίσει να διαπράττει αδικήματα προκειμένου να διατηρήσει το δικό του βιοτικό επίπεδο καθώς και αυτό των συγκατηγορουμένων του.
Κατά την εξέταση του κινδύνου παρεμπόδισης της διαδικασίας, τα εγχώρια δικαστήρια έλαβαν υπόψη πληροφορίες που προέκυψαν από την ποινική δικογραφία σύμφωνα με τις οποίες τα ανυπάκουα μέλη της οργάνωσης τιμωρήθηκαν σωματικά, απειλήθηκαν με τιμωρία ή πιέστηκαν να διαπράξουν αδικήματα. Εν προκειμένω, δεν τέθηκαν υπό κράτηση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας όλα τα φερόμενα ως μέλη της επίμαχης εγκληματικής οργανώσεως. Τα εγχώρια δικαστήρια επισήμαναν ένα συγκεκριμένο παράδειγμα όπου ένας από τους κατηγορούμενους είχε επανειλημμένα προσπαθήσει να επηρεάσει μάρτυρες. Τα δικαστήρια αναφέρθηκαν επίσης στον ρόλο και την εξουσία του προσφεύγοντος στην εγκληματική οργάνωση, σημειώνοντας ότι το καθήκον του να συλλέγει χρήματα από τα χαμηλότερα μέλη της οργάνωσης δεν ήταν απλώς «τεχνικό». Τα δικαστήρια αξιολογούσαν τακτικά τη σημασία του κινδύνου παρακώλυσης σε σχέση με την κατάσταση της διαδικασίας, ιδίως την πρόοδο που σημειώθηκε στην εξέταση των μαρτύρων, και σημείωσαν τον Μάιο του 2019 ότι ο κίνδυνος είχε εκλείψει λόγω της εξέτασης όλων των μαρτύρων.
Τα δικαστήρια απέρριψαν επανειλημμένα τα αιτήματα του προσφεύγοντος για αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με ηλεκτρονική παρακολούθηση, καθώς το τελευταίο αυτό μέτρο δεν θα τον εμπόδιζε να επικοινωνεί και να συναντά άλλα πρόσωπα και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να περιορίσει επαρκώς τον κίνδυνο υποτροπής του.
Κατά τη διάρκεια της δίκης διεξήχθησαν συνολικά 108 συνεδριάσεις. Σε πέντε διαφορετικές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της δίκης, οι κατηγορούμενοι, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος, σε δύο περιπτώσεις, ενημέρωσαν το δικαστήριο λίγο πριν από τις προγραμματισμένες συνεδριάσεις ότι διαφώνησαν με τους συνηγόρους τους και τερματίσθηκε η εκπροσώπησή τους. Κατά συνέπεια, ενώ ο προσφεύγων βρήκε νέο δικηγόρο για τον εαυτό του, ορισμένοι από τους άλλους κατηγορουμένους έπρεπε να ορίσουν δικηγόρους νομικής συνδρομής από τον Δικηγορικό Σύλλογο (άρθρο 43 του ΚΠΔ και άρθρο 18 του νόμου περί νομικής συνδρομής, που χρηματοδοτείται από το κράτος).
Ο καθορισμός ημερομηνιών συζήτησης που θα εξυπηρετούσαν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη περιπλεκόταν από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος, αλλά και άλλοι συνήγοροι υπεράσπισης (συμπεριλαμβανομένων των δικηγόρων νομικής συνδρομής που ορίζονται από τον δικηγορικό σύλλογο) και ο εισαγγελέας συμμετείχαν ταυτόχρονα σε άλλη ποινική υπόθεση που αφορούσε άλλη εγκληματική οργάνωση. Η δίκη σε αυτή την παράλληλη διαδικασία ξεκίνησε στις 8 Μαρτίου 2016 και ολοκληρώθηκε με τελεσίδικη απόφαση στις 6 Ιανουαρίου 2021.
Η δυσκολία εξεύρεσης κατάλληλων ημερομηνιών ακρόασης, σε συνδυασμό με τη αλλαγή συνηγόρων από ορισμένους κατηγορούμενους, είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερα διαλείμματα μεταξύ των ακροάσεων από τον Απρίλιο του 2016 έως τον Ιανουάριο του 2017 και από τον Απρίλιο του 2017 έως τον Ιανουάριο του 2018. Ο προσφεύγων επισήμανε επίσης κενά μεταξύ των ακροάσεων από τον Ιούνιο του 2018 έως τον Σεπτέμβριο του 2018 και από τα τέλη Μαΐου 2019 έως τα τέλη Σεπτεμβρίου 2019, τα οποία η Κυβέρνηση δεν σχολίασε.
Η υπόθεση ανατέθηκε σε νέο δικαστή του δικαστηρίου της κομητείας Harju στα μέσα Νοεμβρίου 2016, αν και αυτό δεν φαίνεται να προκάλεσε καθυστερήσεις στη διαδικασία. Όταν φάνηκε ότι ορισμένοι από τους συνηγόρους υπεράσπισης, συμπεριλαμβανομένου αυτού του προσφεύγοντος, δεν μπορούσαν να παραστούν στις προγραμματισμένες συνεδριάσεις, ο δικαστής αρνήθηκε να τις αναβάλει. Επιπλέον, με επίκληση του άρθρου 441 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο δικαστής υποχρέωσε τους δικηγόρους να διορίσουν αναπληρωτές δικηγόρους εγκαίρως πριν από τις προγραμματισμένες ακροάσεις. Ο δικαστής συνέστησε επίσης να αποφεύγονται καταστάσεις στις οποίες οι συνήγοροι υπεράσπισης, οι οποίοι είχαν ήδη εμπλακεί σε πολύπλοκες ποινικές υποθέσεις μεγάλης κλίμακας, θα αναλάμβαναν καθήκοντα υπεράσπισης σε ταυτόχρονες βαριές υποθέσεις.
Ενώ τα εγχώρια δικαστήρια εξέτασαν επίσης την ανάγκη για αναπληρωτή εισαγγελέα λόγω της παράλληλης εμπλοκής του σε μια υπόθεση μεγάλης κλίμακας και σημείωσαν ότι η εισαγγελία θα πρέπει στο μέλλον να εξετάσει το ενδεχόμενο διορισμού αρκετών εισαγγελέων για να εργαστούν σε υποθέσεις τέτοιου μεγέθους, το εθνικό δίκαιο δεν προέβλεπε τη δυνατότητα του δικαστηρίου να διατάξει διορισμό αναπληρωτή εισαγγελέα. Ο δικαστής απέρριψε επίσης το αίτημα του προσφεύγοντος για την απομάκρυνση του εισαγγελέα. Επιπλέον, ο δικαστής της δίκης επέκρινε τους διαδίκους ότι δεν ήταν ρεαλιστικοί στην αρχική τους εκτίμηση σχετικά με την ανάγκη προγραμματισμού των ημερομηνιών ακρόασης. Ως εκ τούτου, έπρεπε να προγραμματιστούν επανειλημμένα πρόσθετες ημερομηνίες. Για παράδειγμα, οι συνήγοροι υπεράσπισης δεν αποκάλυψαν ότι σκόπευαν να ζητήσουν την αναπαραγωγή των ηχογραφήσεων μυστικής παρακολούθησης κατά τη διάρκεια των ακροάσεων στο δικαστήριο – αυτό το στάδιο είχε διαρκέσει δεκαοκτώ ημέρες ακρόασης.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι ακροάσεις έπρεπε να ματαιωθούν είτε επειδή ο δικαστής, οι κατηγορούμενοι ή οι δικηγόροι τους ήταν άρρωστοι είτε επειδή οι κατηγορούμενοι δεν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο.
Με απόφασή της 7 Φεβρουαρίου 2019, σχετικά με άλλον κατηγορούμενο στην ίδια ποινική υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε τα επιχειρήματα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σχετικά με τις καθυστερήσεις της διαδικασίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο επισήμανε, ειδικότερα, ότι η εισαγγελική αρχή δεν είχε επιλέξει την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της διαδικασίας, αναθέτοντας στον ίδιο εισαγγελέα πολλές δίκες που διεξάγονταν ταυτόχρονα, και επέκρινε τον Δικηγορικό Σύλλογο για τον διορισμό συνηγόρων υπεράσπισης που ήδη δίκαζαν σε άλλες μεγάλες εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε, σύμφωνα με το άρθρο 5 § 3 της ΕΣΔΑ, ότι η προφυλάκισή του ήταν υπερβολικά μακρά.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφυγή αυτή δεν ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 παράγραφος 3 στ. α της ΕΣΔΑ ούτε απαράδεκτη για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Επομένως, κρίθηκε παραδεκτή.
Οι γενικές αρχές σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 5 § 3 της ΕΣΔΑ διατυπώθηκαν στις αποφάσεις Buzadji κατά Μολδαβίας της 05.07.2016 (GC), αριθ. προσφ. 23755/07 §§ 84-91, 102 Merabishvili κατά Γεωργίας της 28.11.2017, αριθ.προσφ. 72508/13 §§ 222 και 225, Štvrtecký κατά Σλοβακίας της 05.06.2018, αριθ.προσφ. 55844/12.
Η διάρκεια της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος – περίπου τεσσεράμισι έτη, όπως υπολογίζεται από την προφυλάκισή του έως την καταδίκη του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. απόφαση Buzadji § 85) – προκαλεί μεγάλη ανησυχία και χρήζει πολύ ειδικής αιτιολόγησης (βλ. Štvrtecký § 57, και Trifković κατά Κροατίας της 06.11.2012, αριθ. προσφ. 36653/09 § 121).
Το Δικαστήριο δέχτηκε πως η εύλογη υπόνοια για το ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε, συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που οδήγησε στην καταδίκη του. Αυτό επαληθεύτηκε από τα εγχώρια δικαστήρια σε κάθε περίπτωση όταν εξέτασαν εάν η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος συνέχισε να είναι δικαιολογημένη.
Όσον αφορά τους λόγους της (συνεχιζόμενης) προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος – δηλαδή τον κίνδυνο υποτροπής και παρακώλυσης της διαδικασίας – το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια ήταν συνεπή στην αναφορά σε αυτούς. Μολονότι ο προσφεύγων δεν συμφώνησε με την επί της ουσίας εκτίμηση των κινδύνων αυτών από τα εθνικά δικαστήρια, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα δικαστήρια στηρίχθηκαν σε αυτούς τους λόγους με αφηρημένο τρόπο, χωρίς να δείξουν πώς εφαρμόστηκαν στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης του προσφεύγοντος.
Αφού εξέτασε τη δικογραφία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια έδωσαν σχετική και επαρκή αιτιολογία για την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια της έρευνας και της δίκης.
Όσον αφορά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, το Δικαστήριο επισήμανε ότι αυτές είχαν σημαντικό εύρος και πολυπλοκότητα, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των εμπλεκομένων κατηγορουμένων και της διάρκειας των δραστηριοτήτων της υπό έρευνα εγκληματικής οργάνωσης. Πρόσθετες ποινικές υποθέσεις ενώθηκαν με την αρχική υπόθεση κατά το στάδιο της έρευνας, καθώς και κατά τη διάρκεια της δίκης. Η διαδικασία απαιτούσε τη λήψη ατομικών αποφάσεων σχετικά με την ποινική ευθύνη ορισμένων κατηγορουμένων σε σχέση με διάφορες χωριστές αξιόποινες πράξεις.
Μολονότι η προδικασία δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι διήρκεσε υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, η δίκη διήρκεσε περίπου τέσσερα έτη.
Το Δικαστήριο ήταν πρόθυμο να αναγνωρίσει ότι η υπόθεση – η οποία αφορούσε το οργανωμένο έγκλημα – παρουσίαζε, εξ ορισμού, ιδιαίτερες δυσκολίες για τις ανακριτικές αρχές, και αργότερα για τα δικαστήρια, όσον αφορά τον προσδιορισμό των πραγματικών περιστατικών και του βαθμού ευθύνης κάθε μέλους της ομάδας.
Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός ότι υπήρχαν μεγαλύτερες περίοδοι αδράνειας στη διαδικασία, όταν δεν είχαν προγραμματιστεί ή διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζητήσεις. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο καταλογισμός κάθε καθυστέρησης αμφισβητείται από τους διαδίκους και μπορεί να αποδειχθεί δύσκολος σε αυτή την περίπτωση, όπου πολλές καθυστερήσεις οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον εισαγγελέα καθώς και σε ορισμένους δικηγόρους που συμμετείχαν ταυτόχρονα σε περισσότερες από μία ποινικής δίκες, το συνδυασμένο αποτέλεσμα των αλλαγών συνηγόρων από τους κατηγορουμένους, την ανάγκη εξεύρεσης νέων δικηγόρων ή ορισμού δικηγόρων νομικής συνδρομής σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο, την επανειλημμένη ανάγκη προγραμματισμού περισσότερων ημερομηνιών συζήτησης και τις επακόλουθες δυσκολίες εξεύρεσης ημερομηνιών που θα ταίριαζαν σε όλους τους ενδιαφερόμενους. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο δικαστής της κύριας δίκης έλαβε ορισμένα μέτρα για να αποφύγει περαιτέρω καθυστερήσεις στη διαδικασία.
Εντούτοις, το ζήτημα δεν είναι η ενδεχόμενη ευθύνη συγκεκριμένης εθνικής αρχής, αλλά η διεθνής ευθύνη του κράτους (βλ. R.B. κατά Εσθονίας της 22.06.2021, αριθ. προσφ. 22597/16, § 102). Συναφώς, το Δικαστήριο απέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα στις καθυστερήσεις που προκλήθηκαν από τον επαναπρογραμματισμό των επ’ ακροατηρίου συζητήσεων λόγω του ότι η εισαγγελική αρχή είχε αναθέσει στον ίδιο εισαγγελέα ταυρτόχρονα άλλη ποινική υπόθεση μεγάλης κλίμακας. Όπως επισήμαναν τα εθνικά δικαστήρια, η εξουσία διορισμού εισαγγελέων σε δίκη ανήκε εξ ολοκλήρου στην εισαγγελία και το δικαστήριο δεν μπορούσε να ζητήσει τον διορισμό αναπληρωτή εισαγγελέα. Μολονότι δεν προκύπτει ότι ο προσφεύγων έθεσε το ζήτημα της αναποτελεσματικής νομικής συνδρομής ενώπιον του δικαστηρίου της κύριας δίκης, τα εθνικά δικαστήρια επισήμαναν επίσης το πρόβλημα του διορισμού δικηγόρων νομικής συνδρομής οι οποίοι είχαν ήδη εμπλακεί σε άλλες ποινικές δίκες μεγάλης κλίμακας.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ενώ το κράτος δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο για τις ενέργειες του προσφεύγοντος και των συγκατηγορουμένων του, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης απέτυχε να χειριστεί την υπόθεση του προσφεύγοντος με «ειδική επιμέλεια».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσες, στην υπό κρίση υπόθεση παραβίαση του άρθρου 5 § 3 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου επιδίκασε στον προσφεύγοντα 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).