Η αγωγή αποζημίωσης για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου για τη διαμεσολάβηση. Υπαγωγή στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία (ΥΑΣ). Απαράδεκτο συζήτησης της τυχόν ασκηθησόμενης αγωγής αν δεν κατατεθεί πρακτικό υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 77/2023
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ελένη Μποσιώλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντούλα Αλπέντζου, Πρωτοδίκη και Κανέλλα Καπούτση, Πάρεδρο – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ευφροσύνη Λιαρομμάτη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, την 8η Νοεμβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ., κατοίκου Βελβιτσίου Πατρών, με Α.Φ.Μ: ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Ελένη Παρασκευοπούλου (ΑΜ/ΔΣ Πατρών 1433), δυνάμει της από 6.7.2022 έγγραφης εξουσιοδότησης με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής της εξουσιοδοτούσας, η οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα και νομότυπα προτάσεις και το με αριθμό Α./6.7.2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ., κατοίκου Πατρών, οδός ., ο οποίος δεν προκατέθεσε προτάσεις, ούτε παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την ανωτέρω δικάσιμο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 9.3.2022 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου αυθημερόν με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2022, η συζήτηση της οποίας, μετά το πέρας των προβλεπόμενων στο άρθρο 237 του ΚΠολΔ προθεσμιών, προσδιορίστηκε με την υπ’ αριθμόν 286/17.10.2022 Πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Πατρών για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθμόν ./11.3.2022 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών με έδρα το Πρωτοδικείο Πατρών, ., την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με την κάτωθεν αυτής πράξη κατάθεσης και κλήση προς κατάθεση προτάσεων και αποδεικτικών μέσων εντός της νόμιμης προθεσμίας των εκατόν είκοσι (120) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 237 § 1 ΚΠολΔ, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ στον εναγόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 § 1, 123 και 128 § 1 ΚΠολΔ, ήτοι με επίδοση στην σύνοικο σύζυγο του. Ο τελευταίος, ωστόσο, δεν κατέθεσε προτάσεις εντός της νόμιμης κατ’ άρθρο 237 § 1 ΚΠολΔ προθεσμίας και συνεπώς, εφόσον δεν έλαβε μέρος στη δίκη, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 §§ 1 και 2 εδ. α’ ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4640/2019 (Φ.Ε.Κ. Α’ 190/30.11.2019), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019 (Φ.Ε.Κ. Α’ 204/16.12.2019), «1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. 2. Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 44 του ιδίου νόμου, η ως άνω διάταξη του άρθρου 3 αυτού εφαρμόζεται για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 και μετέπειτα. Εξάλλου, στο άρθρο 6 του Ν. 4640/2019 προσδιορίζονται οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου που υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία (ΥΑΣ). Ως τέτοια νοείται η συνεδρία στην οποία τα μέρη δέχονται ενημέρωση, κατευθύνσεις, οδηγίες και διασαφήσεις επί της διαδικασίας της διαμεσολάβησης και των ωφελειών της από πλευράς του διαμεσολαβητή σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Η υποχρεωτικότητα της συνεδρίας έγκειται στο γεγονός ότι η συζήτηση της τυχόν ασκηθησομένης αγωγής κηρύσσεται απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί πρακτικό υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης. Ειδικότερα, στη παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ιδίου νόμου ορίζεται «Οι παρακάτω αστικές και εμπορικές διαφορές υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της μεταξύ τους διαφοράς: α) Οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές των περιπτώσεων α’, β’ και γ’ της παραγράφου 1, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ, β) Οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, γ) Οι διαφορές για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης. Στις ανωτέρω περιπτώσεις για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί, κατατίθεται μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης». Ακολούθως, το άρθρο 7 § 4 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζει ότι «Μετά το πέρας της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας συντάσσεται πρακτικό από τον διαμεσολαβητή που υπογράφεται από τον ίδιο και όλους τους συμμετέχοντες και αν επακολουθήσει άσκηση αγωγής ή αν έχει ήδη ασκηθεί, αυτό κατατίθεται στο δικαστήριο επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης μαζί με τις προτάσεις. Στο πρακτικό αυτό αναγράφεται υποχρεωτικά ο τρόπος γνωστοποίησης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας στα μέρη και η συμμετοχή τους ή μη σε αυτήν». Όπως ορίζεται 6ε στη διάταξη του άρθρου 74 § 14 του Ν. 4690/2020, η ως άνω διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 4640/2019 εφαρμόζεται επί αγωγών που έχουν κατατεθεί από την 1η Ιουλίου 2020 και εντεύθεν. Από αμφότερες τις διατάξεις των άρθρων 3 και 6 του Ν. 4640/2019 συνάγεται ότι στη διαμεσολάβηση υπάγονται αστικές και εμπορικές διαφορές ιδιωτικού δικαίου, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους. Στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω νόμου δεν αποσαφηνίζεται το ακριβές νοηματικό περιεχόμενο του όρου «εξουσία διαθέσεως». Ωστόσο, από την αναδρομή στην Αιτιολογική Έκθεση του προγενέστερου Ν. 4512/2018 σε συνδυασμό με τη σιωπή της Αιτιολογικής Έκθεσης του Ν. 4640/2019, διαφαίνεται ότι η εξουσία διάθεσης νοείται υπό την έννοια της ελευθερίας διάθεσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Ο νόμος δεν καταγράφει συνολικά σε ποιες περιπτώσεις συντρέχει το στοιχείο της εξουσίας διάθεσης, πλην όμως, κατά την κρατούσα άποψη, τα μέρη στερούνται εξουσίας διάθεσης όταν η συμφωνία τους αναφέρεται σε ουσιαστικές έννομες σχέσεις, οι οποίες διέπονται από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ανεπίδεκτες αποκλίνουσας συμβατικής ρύθμισης, ενώ, αντίθετα, η έννοια της διάθεσης συνδέεται με την περαιτέρω δυνατότητα άσκησης με δικαιοπραξία της νομικής εξουσίας που παρέχει το δικαίωμα και έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη μεταβολή, ήτοι την μεταβίβαση, αλλοίωση ή απόσβεση του (Π. Γιαννόπουλος, Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, Δημοσιεύματα ΕΠολΔ, τόμος 22, σελ. 150-159, ΠΠρΚαρδ 1/2022 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στο πλαίσιο αυτό υποστηρίζεται ότι πρόκειται για διάταξη συγγενή, ως προς το στοιχείο της διαθέσεως, με την διάταξη του άρθρου 867 ΚΠολΔ για τις δυνάμενες να υπαχθούν σε διαιτησία διαφορές ή σε συμβιβασμό κατά τις διατάξεις των άρθρων 871 ΑΚ και 214Α ΚΠολΔ, που σημαίνει ότι το αντικείμενο της κρινόμενης αστικής ή εμπορικής διαφοράς πρέπει να είναι απαλλοτριωτό (Π. Μάζης, Η εκ νέου ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης, ΕλλΔνη (2) 2020, σελ. 412 επ., ΠΠρΚαρδ 1/2022, ό.π.). Εξάλλου, η αποζημίωση που επιδικάζεται βάσει των διατάξεων 932 και 59 ΑΚ αφορά μεν σε ψυχική ταραχή που υπέστη το άτομο εξαιτίας της προσβολής αγαθών του που απορρέουν από τη σωματική, ψυχική ή κοινωνική ατομικότητα του και συνδέονται στενά με την ψυχική σφαίρα του προσώπου του και αποσκοπεί στην αποκατάσταση μη περιουσιακής ζημίας που υπέστη ο παθών, ήτοι στην ανακούφιση του από την λύπη, τη στενοχώρια και γενικά τον πόνο που του προκάλεσε η προσβολή ενός προσωπικού μη αποτιμητού σε χρήμα αγαθού του ή άλλου αγαθού του που, εκτός από την περιουσιακή του αξία, έχει για τον αξιούντα την ηθική βλάβη ιδιαίτερη ψυχολογική αξία (Στ. Πατεράκης, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, 2001, σελ. 236), ωστόσο, η αξίωση αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη φυσικό πρόσωπο εξαιτίας τελεσθείσας εις βάρος του αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, ως χρηματική αξίωση και ανεξαρτήτως της φύσης του γενεσιουργού της λόγου είναι δεκτική διάθεσης από τον δικαιούχο. Το ότι ο αξιών αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης έχει εξουσία διάθεσης του σχετικού του δικαιώματος συνάγεται, άλλωστε, και από τη διάταξη του άρθρου 933 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι η αξίωση του άρθρου 932 ΑΚ δεν εκχωρείται, ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε για αυτήν αγωγή και από την οποία προκύπτει σαφώς ότι το ως άνω δικαίωμα είναι δεκτικό συμβιβασμού. Ως συμβατική αναγνώριση κατά το άρθρο 933 ΑΚ νοείται δε η κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ αναγνώριση χρέους, αλλά και οποιαδήποτε ρητή ή σιωπηρή αναγνώριση από τον ζημιώσαντα της υποχρέωσης του να αποκαταστήσει την προκληθείσα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, ενώ αναγνωριστική σύμβαση με την παραπάνω έννοια μπορεί να είναι και ο συμβιβασμός κατά το άρθρο 871 ΑΚ (Γ. Γεωργιάδης σε Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ I, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, 2010, άρθρο 933, αρ. 6, σελ. 1906, Πατεράκης, ό.π., σελ. 246 επ.). Εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι ως προς αγωγές αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης τα διάδικα μέρη έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, καθόσον αυτό μπορεί, σύμφωνα με τον νόμο, να αποτελέσει αντικείμενο συμβιβασμού. Επομένως, το πεδίο εφαρμογής του Ν. 4640/2019 καταλαμβάνει και αγωγές με τις οποίες ζητείται αποζημίωση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων λόγω προσβολής της προσωπικότητας του (βλ. σχετ. ΠΠρΑθ 2729/2022, ΠΠρΠατρ 246/2022, ΠΠρΡεθυμν 46/2022, ΠΠρΙωαν 31/2022, ΠΠρΚαρδ 1/2022, ΠΠρΠατρ 56/2021, άπασες δημοσιευμένες στη ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι ο εναγόμενος με σειρά παράνομων πράξεων προσέβαλε την προσωπικότητα της και συγκεκριμένα ότι από το έτος 2020 άρχισε να εκδηλώνει ιδιαίτερα εμμονική συμπεριφορά απέναντι της, η οποία της προκαλούσε τρόμο και ανησυχία, καθώς την ενοχλούσε επανειλημμένως, συχνά την παρακολουθούσε, την είχε εξυβρίσει και απειλήσει πολλάκις τόσο κατ’ ιδίαν, όσο και δημοσίως, ενώ, μέσω γραπτών μηνυμάτων που της έστελνε στο κινητό της τηλέφωνο, της απηύθυνε τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο απειλές και εξυβρίσεις. Περαιτέρω, εκθέτει ότι στον αναφερόμενο στην ένδικη αγωγή τόπο και χρόνο και υπό τις περιγραφόμενες συνθήκες άσκησε εις βάρος της σωματική βία, προξενώντας της σωματικές βλάβες. Ότι εξαιτίας της παραπάνω συμπεριφοράς του εναγομένου, κατέθεσε κατά αυτού αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η μνημονευόμενη στην ένδικη αγωγή απόφαση, δυνάμει της οποίας ο εναγόμενος υποχρεώθηκε να παραλείπει κάθε προσβολή της προσωπικότητας της στο μέλλον, είτε με εξυβριστική, είτε με παρενοχλητική συμπεριφορά εις βάρος της, δια ζώσης, τηλεφωνικώς ή μέσω διαδικτυακών εφαρμογών, απαγορεύθηκε δε σε αυτόν να την προσεγγίζει σε απόσταση μικρότερη των 50 μέτρων, ενώ απειλήθηκε εις βάρος του, για κάθε παράβαση των διατάξεων της απόφασης, χρηματική ποινή 300 ευρώ και προσωπική κράτηση ενός μηνός. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος 1. να παύσει οριστικά την προσβολή της προσωπικότητας της ίδιας και της οικογένειας της και να μην την επαναλάβει στο μέλλον, 2. να παύσει οριστικά να τηλεφωνεί ή να προσπαθεί να επικοινωνήσει με οποιονδήποτε τρόπο μαζί της και με τους οικείους της μέσω μηνυμάτων διαδικτυακών εφαρμογών viber και messenger τόσο ο ίδιος, όσο και άλλα άτομα που ενεργούν για λογαριασμό του, 3. να παύσει οριστικά ο ίδιος ή και άλλα άτομα που ενεργούν για λογαριασμό του να την παρακολουθούν και να προσπαθούν να την προσεγγίσουν, 4. να μην βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 1000 μέτρων από εκείνη και την οικία της που βρίσκεται στο Βελβίτσι Πατρών, 5. να απειληθεί κατά του εναγομένου προσωπική κράτηση ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για κάθε παράβαση των διατάξεων της εκδοθησόμενης απόφασης και 6. να της καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία έχει ασκηθεί παραδεκτά κατ’ άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ με την κατάθεση της στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 9η.3.2022 και την εμπρόθεσμη επίδοση της στον εναγόμενο την 11η.3.2022 (βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’ αριθμόν ./11.3.2022 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών με έδρα το Πρωτοδικείο Πατρών, .), αρμοδίως, καθ’ ύλην (άρθρο 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 22 ΚΠολΔ) εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκειμένου να συζητηθεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρο 237 ΚΠολΔ). Όπως προκύπτει, ωστόσο, από την παραδεκτή στο παρόν στάδιο επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, εν προκειμένω τηρήθηκε μεν η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 3 § 2 του Ν. 4640/2019 διαδικασία, με την επισύναψη στο κατατεθέν αγωγικό δικόγραφο του ενημερωτικού εγγράφου περί δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, υπογεγραμμένο τόσο από την ενάγουσα, όσο και από την πληρεξούσια δικηγόρο της, πλην όμως δεν προσκομίζεται με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου μετά την 1η.7.2020, εκδικάζεται δε κατά την τακτική διαδικασία και υπάγεται στην υλική αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, η έλλειψη αυτή συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης της ένδικης διαφοράς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 4640/2019, διότι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, η καταγόμενη σε δίκη διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω νόμου, καθώς η ενάγουσα έχει εξουσία διάθεσης των αστικών της αξιώσεων που πηγάζουν από την επικαλούμενη προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητα της. Η παραδοχή αυτή ενισχύεται, περαιτέρω, και από το γεγονός ότι οι φερόμενες ως τελεσθείσες από τον εναγόμενο αδικοπρακτικές συμπεριφορές αποτελούν συγχρόνως και ποινικά κολάσιμες πράξεις, οι οποίες, ωστόσο, διώκονται μόνο κατόπιν έγκλησης του παθόντος, σύμφωνα με τα άρθρα 308 § 2, 333 § 3 και 368 § 1 ΠΚ, από το δικαίωμα της οποίας δύναται ο τελευταίος να παραιτηθεί κατ’ άρθρο 54 ΚΠΔ ή να την ανακαλέσει κατά το άρθρο 55 ΚΠΔ, ακόμα και μέχρι το πέρας της δίκης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ως εκ τούτου, θα συνιστούσε αξιολογική αντινομία για την έννομη τάξη, να γίνεται αποδεκτό το δικαίωμα του παθόντος να παραιτηθεί των δικαιωμάτων του στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, αλλά ταυτόχρονα να μην αναγνωρίζεται η εξουσία διάθεσης των αστικής φύσεως αξιώσεων του που απορρέουν από την αυτή προσβολή, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, πάντοτε, ότι δεν παραβιάζεται ο πυρήνας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στοιχείο που έχει σταθμίσει, άλλωστε, και ο ποινικός νομοθέτης (ΠΠρΚαρδ 1/2022 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και έπειτα από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης αγωγής. Δεδομένου ότι η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι οριστική (ΕφΑθ 2866/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), δεν θα ορισθεί με την παρούσα παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, διότι, κατά την προκρινόμενη άποψη, η άσκηση της δεν επιτρέπεται κατά μη οριστικών αποφάσεων (ΑΠ 1782/2002 ΧρΙΔ 2003, σελ. 243, ΕφΠειρ 111/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΠΠΠειρ 674/2021 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Πρωτοδικείου Πειραιά, www.protodikeio-peir.gr, Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας I, 2π έκδοση, Αθήνα 2018, άρθρο 501 αρ. 2, σελ. 772, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Δ’ έκδοση, 2022, σελ. 872, αντιθ. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Γ’, Αθήνα 1995, άρθρο 501, αρ. 11 – 11α, σελ. 113), ούτε θα περιληφθεί στην παρούσα διάταξη για τη δικαστική δαπάνη, διότι, όπως προκύπτει εξ αντιδιαστολής από τη διάταξη του άρθρου 191 § 1 ΚΠολΔ, όταν η απόφαση είναι μη οριστική δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα (ΟλΑΠ 4/2023 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγομένου.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 9.3.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2022 αγωγής.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε την 10η Ιανουαρίου 2023, δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στη Πάτρα, την 15-2-2023 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ