(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 8300/3860/2020
ΓΑΚ/ΕΑΚ αγωγής 6119/3039/2019)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 9η Νοεμβρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …, κατοίκου Πειραιώς, οδός …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, δυνάμει του από 1.2.2021 πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον ίδιο δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Μιχαήλ Καβάσης του Παύλου (ΑΜ/ΔΣΑ 9811), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, δυνάμει του από 1.2.2021 πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον ίδιο δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, … του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ 20289), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΑ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 17.5.2019 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά υπ’ αριθ. κατάθεσης 6119/3039/2019 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 27.2.2020, οπότε και συζητήθηκε. Επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1334/2020 απόφαση του Δικαστηρίου, που παρέπεμψε την αγωγή στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών. Ήδη η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση με την από 7.9.2020 υπ’ αριθ. κατάθεσης 8300/3860/26.10.2020 κλήση, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, που ορίστηκε δυνάμει της από 8.10.2021 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγεται για συζήτηση με την από 7.9.2020 υπ’ αριθ. κατάθεσης 8300/3860/26.10.2020 κλήση η από 17.5.2019 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά υπ’ αριθ. κατάθεσης 6119/3039/2019 και συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 27.2.2020, οπότε εκδόθηκε η με αριθμό 1334/2020 απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου, που παρέπεμψε την αγωγή στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδίου για την εκδίκασή της. Σημειώνεται ότι η παρούσα συζήτηση που διεξάγεται στο αρμόδιο Δικαστήριο θεωρείται ως πρώτη συζήτηση [βλ. ΠΠρΑθ 3348/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2012, τόμος Ι, άρθρο 46 αριθ. 11, Κεραμεύς/Κονδύλης/-Νίκας, ΚΠολΔ Ι (2000), 46 αριθ. 15].
Από τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 εδ. α΄ ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον», προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξίωσης προς άρση της προσβολής της προσωπικότητας απαιτείται πράξη επαγόμενη μειωτική διαταραχή αυτής σε κάποια από τις εκφάνσεις της, που πρέπει, όμως, να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη, που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 2 και 59 εδ. α΄ ΑΚ συνάγεται ότι δεν αποκλείεται αξίωση αποζημίωσης κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΑΚ 914 επ.), ενώ το Δικαστήριο, αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον με την απόφασή του να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, την ηθική βλάβη του τελευταίου, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται από το ίδιο το Σύνταγμα και δη από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 2 αυτού. Η αιτούμενη κατά τα ως άνω ικανοποίηση συνίσταται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 59 εδ. β΄ ΑΚ, σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Με τις ανωτέρω διατάξεις προστατεύεται το δικαίωμα της προσωπικότητας, το οποίο αποτελεί πλέγμα αγαθών, που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου, με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα. Τέτοιο προστατευόμενο αγαθό είναι και η τιμή κάθε ανθρώπου, η οποία αντικατοπτρίζεται στην αντίληψη και την εκτίμηση, που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του ατόμου. Εξάλλου, για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας του ατόμου, που προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση, που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής και β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα, που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας ή ασκείται υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ή του άρθρου 25 παρ. 3 Σ, οπότε ο προσβαλλόμενος δικαιούται να απαιτήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, χωρίς μάλιστα τη συνδρομή του στοιχείου της υπαιτιότητας, αφού ο νόμος καθιερώνει για την προκείμενη αξίωση αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος (ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 756/2011, ΑΠ 1339/2008, ΑΠ 1987/2007, ΑΠ 195/2007, άπασες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι σημαντική (Απ. Γεωργιάδης – Μιχ. Σταθόπουλος, Αστικός Κώδικας, άρθρο 59, αρ. 8, σελ. 117), απαιτείται και πταίσμα εκείνου, από τον οποίο προέρχεται η προσβολή (ΟλΑΠ 812/1980 ΝοΒ 1981.79, ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015 ό.π., ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1735/2009, ΑΠ 1729/2008, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1339/2008 ό.π.). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε εφαρμόζονται συνδυαστικά οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ. Ειδικότερα, προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 920 ΑΚ, στην οποία θεμελιώνεται η δυσφήμηση ως αστικό αδίκημα είναι: α) υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους, ενώ διάδοση είναι η απλή ανακοίνωση (κοινολόγηση) των ειδήσεων, που άλλος έχει υποστηρίξει. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες, που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο κατά τον χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, ένα από τα περιοριστικά αναφερόμενα στην πιο πάνω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγόμενου. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου, ο οποίος μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή και αρχή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου αγωγής, στην οποία περιέχονται τα δυσφημιστικά γεγονότα, των οποίων λαμβάνουν γνώση οι δικαστικοί λειτουργοί, γραμματείς και επιμελητές. Οι υποστηριζόμενες δε ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες, να αναφέρονται δηλαδή σε ορισμένα γεγονότα, διότι αόριστες υπόνοιες, χωρίς αναφορά σε ορισμένα γεγονότα, δεν αποτελούν ειδήσεις. Επιπλέον, οι ειδήσεις αυτές πρέπει να είναι και αναληθείς, δηλαδή ή να μην αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται παραποιημένο. Αν το γεγονός αυτό αληθεύει, δεν γεννάται ευθύνη από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά ενδεχομένως από εκείνη του άρθρου 919 ΑΚ, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, β) γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας των υποστηριζόμενων ή διαδιδόμενων ειδήσεων. Πρέπει, δηλαδή, αυτός, που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις, να γνωρίζει ή υπαιτίως, ήτοι από αμέλεια, να αγνοεί την αναλήθεια αυτών, διαφορετικά, ευθύνη από την παραπάνω διάταξη δεν τον βαρύνει, γ) οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα προαναφερόμενα αγαθά του θιγόμενου, χωρίς να αρκεί η διαπίστωση ότι αυτές είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα αγαθά αυτά σε κίνδυνο, και δ) ύπαρξη ζημίας (περιουσιακής), αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά (ΑΠ 389/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015 ό.π., ΑΠ 265/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1216/2014 ό.π., ΑΠ 1251/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Μ. Μαργαρίτης, ΠΚ, 2003, άρθρο 362, αρ. 3). Επιπλέον, ο παθών, εκτός από την αποζημίωση, με βάση την αδικοπραξία της διάταξης του άρθρου 920 ΑΚ, δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη, από τις αναληθείς ειδήσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο δύναται να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης σε εκείνον, που έπαθε προσβολή της τιμής του (ΑΚ 932 εδ. α΄ και β΄), ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης γεννάται ανεξάρτητα από την επέλευση ή μη περιουσιακής ζημίας (Μιχ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, παρ. 15, αρ. 103, σελ. 318). Το ύψος δε του ποσού της προαναφερθείσας εύλογης χρηματικής ικανοποίησης καθορίζεται από το Δικαστήριο της ουσίας ύστερα από εκτίμηση των τιθέμενων υπόψη του πραγματικών περιστατικών και ιδίως του βαθμού του πταίσματος του υποχρέου, του είδους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, καθώς και των ενδεχόμενων προσωπικών τους σχέσεων (ΟλΑΠ 19/2011 ΧρΙΔ 2012.257, ΟλΑΠ 13/2002 ΝοΒ 2003.660, ΑΠ 1216/2011 ό.π., ΑΠ 71/2011 ΕΕμπΔ 2012.97, ΑΠ 159/2006 Αρμ 2006.1590, ΑΠ 132/2006 Δίκη 2006.877). Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος, συνεπεία τελεσθείσης σε βάρος του αδικοπραξίας, συνισταμένης στην υπό του εναγόμενου εν γνώσει ή από υπαίτια άγνοια υποστήριξη ή διάδοση αναληθών (δυσφημιστικών) ειδήσεων, που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη και το μέλλον του (ΑΚ 920 και 932) και προσβάλλουν παράλληλα την προσωπικότητά του (ΑΚ 57, 59 και 914), αρκεί από απόψεως περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς, η αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο της υπαίτιας και παράνομης αδικοπρακτικής σε βάρος του συμπεριφοράς του εναγομένου, ήτοι η υπ’ αυτού υποστήριξη ή διάδοση, εν γνώσει της αναληθείας τους ή από υπαίτια άγνοιά του, αναληθών ειδήσεων, που έθεσαν σε κίνδυνο την πίστη και το μέλλον του ενάγοντος (ΑΠ 265/2015 ό.π., ΑΠ 882/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για να γεννηθεί μάλιστα αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ, είναι αδιάφορη για τον χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης, η φύση της διάταξης, που ενδέχεται να παραβιάζεται με την προσβολή, η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου (ΑΠ 756/2011 ό.π., ΑΠ 408/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1, 224 παρ. 2, 361, 362 και 363 ΠΚ (ΑΠ 1355/2015, ΑΠ 1352/2015, ΑΠ 265/2015, ΑΠ 1750/2014, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 756/2011, ΑΠ 408/2007 ό.π., ΜονΕφΘεσ 15/2021 Αρμ 2021.2025). Ειδικότερα, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Συνεπώς, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση, που αναφέρεται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις (ΑΠ 1729/2008 ό.π.). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται από ιδία πεποίθηση ή γνώμη, ενώ διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης, που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό, το οποίο αξιολογείται, είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δυνατό να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια (AΠ 1355/2015, ΑΠ 1729/2008 ό.π.). Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στο πλαίσιο της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά τη διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ (ΑΠ 179/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010.253, ΑΠ 1095/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1462/2005 ΕλλΔνη 2006.190, ΑΠ 387/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται άμεσος δόλος, συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον του τρίτου του ψευδούς γεγονότος εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και δεν αρκεί απλός δόλος [ΑΠ (ΠΟΙΝ) 1389/2019 ΠοινΧρ 2019.669], ενώ για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της δυσφήμησης αρκεί ενδεχόμενος δόλος, συνιστάμενος στη γνώση του δράστη ότι το γεγονός, που διαδίδει ή ισχυρίζεται, είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και τη θέλησή του να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει το βλαπτικό αυτό γεγονός [ΑΠ (ΠΟΙΝ) 1671/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Άλλωστε, αν ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε, ή είχε γι’ αυτό αμφιβολίες, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, ενδεχομένως, όμως, να στοιχειοθετείται το έγκλημα της απλής δυσφήμησης. Αντίθετα, δηλαδή, με όσα συμβαίνουν στη συκοφαντική δυσφήμηση, η απλή δυσφήμηση στοιχειοθετείται ανεξάρτητα από το εάν το γεγονός είναι αληθές ή όχι, πλην όμως, αν αποδειχθεί η αλήθεια του γεγονότος, η πράξη μένει ατιμώρητη, κατά τους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 366 παρ. 1 ΠΚ (ΜΠρΠατρ 135/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 386 του ΠΚ, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος (ΑΠ 1480/2017, ΑΠ 359/2012, ΕφΘεσ 1887/2012 και ΕφΔωδ 176/2018, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, που συνιστά ταυτόχρονα και αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, ως τέτοια δε νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μείωσής της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα (ΑΠ 318/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, λόγω της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 του ΠΚ, η οποία (απάτη) στοιχειοθετείται όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό, αλλά ταυτόχρονα προσκομίζει προς υποστήριξή του, εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η εν γνώσει προσκόμιση και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά περιεχόμενο, με τα οποία παραπλανά το δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση, οπότε η απάτη στο Δικαστήριο είναι τετελεσμένη. Αν, όμως, το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ψευδή αποδεικτικά στοιχεία και απέρριψε αυτούς, τότε υφίσταται αξιόποινη απόπειρα της ανωτέρω πράξης. Τέλος, η επίκληση και προσκόμιση των ως άνω αποδεικτικών μέσων είναι απαραίτητη για τη συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης, ακόμη και με τη μορφή της απόπειρας τέλεσής του, καθόσον μόνον η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού στο δικαστήριο δεν συνιστά πράξη περιέχουσα αρχή εκτέλεσης της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ [ΑΠ (ΠΟΙΝ) 787/2015, ΑΠ (ΠΟΙΝ) 1184/2014, ΑΠ (ΠΟΙΝ) 1499/2013, ΑΠ (ΠΟΙΝ) 512/2011, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Δεν τελείται, όμως, το αδίκημα της απάτης (ούτε σε απόπειρα) σε δίκη όπου ο δικαστής δεν προέβη σε έλεγχο της ουσιαστικής αλήθειας των ισχυρισμών του διαδίκου που φέρεται ως δράστης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η αγωγή του τελευταίου απορρίφθηκε ως αόριστη ή ως μη νόμιμη και, συνεπώς, τα προσκομισθέντα απ’ αυτόν προς υποστήριξη της αγωγής του ψευδή αποδεικτικά στοιχεία δεν ελήφθησαν ούτε μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να τεθεί θέμα απόπειρας απάτης [ΑΠ (ΠΟΙΝ) 702/2019, ΑΠ (ΠΟΙΝ) 2078/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (ΠΟΙΝ) 765/2001 ΠοινΧρ 2002.238, ΜονΕφΠειρ 223/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή και κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, ο ενάγων εκθέτει ότι κατά του εναγόμενου έχει υποβάλει την από 17.1.2018 μήνυση, την οποία ενσωματώνει στο αγωγικό δικόγραφο και με την οποία τον καταμηνύει για τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίω. Σε αυτήν ισχυρίζεται ειδικότερα ότι, στο πλαίσιο της εμπορικής του δραστηριότητας επισκευής υπερπληρωτών μηχανών θαλάσσης και εμπορίας ανταλλακτικών πλοίων, προμήθευσε με ανταλλακτικά τα πλοία «…», «…» και «…», πλοιοκτησίας αντίστοιχα των εταιρειών «…», «…» και «…», με διαχειρίστρια εταιρεία την «…». Ότι λόγω ανεξόφλητων οφειλών τους και κατόπιν ανταλλαγής εξωδίκων, ακολούθησε η κατάθεση αγωγών από τον ενάγοντα σε βάρος των ως άνω εταιρειών. Ότι, συγκεκριμένα, ενόψει της εκδίκασης της υπ’ αριθ. κατάθεσης 6270/560/29.12.2015 αγωγής του ενάγοντος κατά της ως άνω διαχειρίστριας και της πλοιοκτήτριας «…», ο εναγόμενος κατέθεσε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς και συντάχθηκε η υπ’ αριθ. …/17.10.2017 ένορκη βεβαίωση, στην οποία διαλαμβάνει τους κάτωθι αναφερόμενους ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς, ενώ γνώριζε το ψευδές αυτών και οι οποίοι περιήλθαν σε γνώση των αναλυτικώς αναφερόμενων τρίτων προσώπων και είχαν σκοπό να θίξουν την τιμή και την επαγγελματική υπόληψη του ενάγοντος, ήτοι: α) μία σειρά από γεγονότα σχετικά με τη λειτουργία και αξιοπλοΐα του πλοίου «…», που παραποιούν την πραγματικότητα και αποσκοπούν στη στοχοποίησή του (ενάγοντος) ως υπεύθυνου για την όποια ζημιά υπέστη το πλοίο, τη θεμελίωση ένστασης συμψηφισμού και στην είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης, β) ότι ο εναγόμενος είναι διευθύνων του τμήματος επιχειρήσεων της ως άνω διαχειρίστριας, αποκρύπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο δολίως ότι τυγχάνει εφοπλιστής και ουσιαστικός κύριος του πλοίου «…» και της πλοιοκτήτριας αυτού εταιρείας, προκειμένου να αποφύγει τις οικονομικές υποχρεώσεις που είχαν δημιουργηθεί από την εκμετάλλευσή του. Ότι, εξάλλου, με τη χρήση της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Δικαστηρίου, που συζήτησε την ανωτέρω αγωγή κατά τη δικάσιμο της 18ης Οκτωβρίου 2017, τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίω. Περαιτέρω, ότι το ψευδές των ανωτέρω ισχυρισμών προκύπτει από τη συνταγείσα με επιμέλειά του (ενάγοντος) …/17.10.2017 ένορκη βεβαίωση του … και καταδεικνύεται από τις ειδικότερες αντιφάσεις, όπως επισημαίνονται στην ενσωματωθείσα στην αγωγή μήνυση, μεταξύ της προηγηθείσας από 7.12.2015 εξώδικης απάντησης που συνετάγη με επιμέλεια του εναγόμενου και της ως άνω …/17.10.2017 ένορκης βεβαίωσης του ιδίου. Επικαλείται, τέλος, ο ενάγων ότι τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση του εναγόμενου προσβάλλουν την προσωπικότητά του σε όλα τα επίπεδα και θίγουν την τιμή και την επαγγελματική του υπόληψη, με συνέπεια την πρόκληση σ’ αυτόν θλίψης και στενοχώριας, καθώς και ότι έχουν ήδη γίνει δεκτές σε πρώτο βαθμό οι τρεις αγωγές που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς για τα οφειλόμενα σ’ αυτόν ποσά με βάση τα εκδοθέντα για τα ανωτέρω πλοία τιμολόγια. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού (τροπής) του καταψηφιστικού αιτήματός της αγωγής του σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις που κατέθεσε (άρθρα 223 εδ. β΄, 294, 295 παρ. 1 εδ. β΄, 297 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της προπεριγραφόμενης συμπεριφοράς του εναγόμενου το ποσό των 199.956,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητεί να απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους λόγω της αδικοπραξίας, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική δαπάνη του. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, που επιδόθηκε στον εναγόμενο εντός της προβλεπόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας (βλ. την υπ’ αριθ. …/5.7.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου τούτου Δικαστηρίου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 14 παρ. 2, 22 και 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, είναι δε επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγόμενου, καθώς περιέχει όλα τα κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία για τη νομική της θεμελίωση και δικαστική της εκτίμηση, λαμβανομένου υπόψη ότι προς στήριξη του αγωγικού αιτήματος για αναγνώριση της υποχρέωσης καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης γίνεται επίκληση των υποστηριζόμενων από τον εναγόμενο εν γνώσει της αναληθείας τους αναληθών ειδήσεων, που έθεσαν σε κίνδυνο κυρίως την επαγγελματική πίστη του ενάγοντος. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 59 σε συνδυασμό με 57 παρ. 1 εδ. α΄, 299, 330, 340, 345, 346, 914, 920, 932 εδ. α΄, β΄ ΑΚ, 27, 224, 361 παρ. 1, 362, 363, 42 παρ. 1 και 386 παρ. 1 ΠΚ, 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην των παρεπόμενων αιτημάτων περί απαγγελίας σε βάρος του εναγομένου προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός (1) έτους ως μέσου εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης, καθώς και περί κηρύξεως της τελευταίας προσωρινά εκτελεστής, τα οποία μετά τον περιορισμό και τη συνολική μετατροπή του κύριου αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό κρίνονται μη νόμιμα και, ως εκ τούτου, απορριπτέα, καθόσον αφενός μεν δεν χωρεί αναγκαστική εκτέλεση στις αναγνωριστικές αποφάσεις, αφού η ενέργειά τους εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτές, με αποτέλεσμα προσωρινά εκτελεστές να κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις, αφετέρου δε η αναγνωριστική απόφαση συνιστά εκτελεστό τίτλο μόνο ως προς τη διάταξη της δικαστικής δαπάνης, για την οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να διαταχθεί προσωρινή εκτέλεση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 909 περ. 2 ΚΠολΔ, αλλά ούτε και η απαγγελία προσωπικής κράτησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΠΠρΘεσ 4609/2020, ΠΠρΡοδ 180/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις λόγω του αναγνωριστικού πλέον χαρακτήρα της αγωγής (άρθρο 7 παρ. 3 Ν.Δ. 1544/1942, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 42 παρ. 1 Ν. 4640/2019).
Κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. γ΄ του ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που αφορά ιδίως περιπτώσεις στις οποίες η έκφραση κριτικής συμπλέκεται με την άσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωσης καθήκοντος κ.λπ. (βλ. Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΠΚ, 2η έκδ., άρθρο 367, σελ. 1013-1017). Η τελευταία αυτή διάταξη (367 ΠΚ), για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λπ. και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ, δηλαδή όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης των άρθρων 363 – 362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελεύτηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Ο ειδικός αυτός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής συμπεριφοράς, δηλαδή όταν δεν ήταν πραγματικά αναγκαίος για να αποδοθεί, όπως έπρεπε αντικειμενικά, το περιεχόμενο της σκέψης του ενεργήσαντος προς προστασία δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και όταν ο τελευταίος, αν και γνώριζε την έλλειψη της αναγκαιότητας του τρόπου αυτού, εντούτοις τον χρησιμοποίησε για να προσβάλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 756/2011 ό.π., ΑΠ 44/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 249/2007 ΕλλΔνη 2008.927). Η προβολή δε από τον προσβληθέντα περίπτωσης από το άρθρο 367 παρ. 2 ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της στηριζόμενης στο άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ ένστασης (ΑΠ 1095/2008, ΑΠ 387/2005, ΕφΘεσ 1113/2010, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8962/2006 ΕλλΔνη 2007.1518, ΜονΕφΑθ 403/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις του αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή, ισχυριζόμενος ότι ουδεμία αξιόποινη πράξη έχει τελέσει και ότι ως διευθύνων του τμήματος επιχειρήσεων της διαχειρίστριας των πλοίων «…» και «…» εταιρείας με την επωνυμία «…», χωρίς ν’ ασκεί τον εφοπλισμό τους, διαχειρίστηκε τα προβλήματα που προέκυψαν στα πλοία αυτά λόγω των ελαττωματικών ανταλλακτικών με τα οποία τα εφοδίασε ο ενάγων, ουδέποτε δε είχε σκοπό να θίξει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος ή να παραπλανήσει τον θεσμό της δικαιοσύνης με τα όσα κατέθεσε στην επίδικη ένορκη βεβαίωσή του, παρά μόνο να καταθέσει όσα γνώριζε για την εκκρεμή αστική διαφορά. Όλως επικουρικώς προβάλλει παραδεκτά την ένσταση του άρθρου 367 παρ. 1 στοιχ. γ΄ ΠΚ, περί του ότι οι οποιεσδήποτε αναφορές στο πρόσωπο του ενάγοντος αποτελούν εκδηλώσεις που έγιναν από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την προάσπιση των συμφερόντων των εταιρειών που ενάγονταν στην ανωτέρω δίκη, η δε ένορκη βεβαίωση συνιστούσε το πρόσφορο, το αναγκαίο και το ανάλογο μέσο για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί καταλυτική της αγωγής ένσταση, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη που προαναφέρθηκε, όχι όμως για τη βάση της συκοφαντικής δυσφήμησης, αλλά για τις εμπεριεχόμενες σ’ αυτήν απλή δυσφήμηση και εξύβριση, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη. Ο ενάγων καθ’ υποφορά με την ένδικη αγωγή του, όπως επαναλαμβάνεται στην προσθήκη των προτάσεών του προς αντίκρουση του προαναφερθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού, ισχυρίζεται ότι οι εκτιθέμενοι στην αγωγή προσβλητικοί χαρακτηρισμοί φέρουν τα χαρακτηριστικά της συκοφαντικής δυσφήμισης και έχουν σκοπό την εκδήλωση περιφρόνησης στο πρόσωπό του και την ηθική και επαγγελματική του υπόσταση. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί νόμιμη αντένσταση, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ, καταλυτική της ως άνω ένστασης, και πρέπει επίσης να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη γι’ άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ’ αριθ. …/10.9.2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης …, που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. …/5.7.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …), από τις υπ’ αριθ. …/7.11.2019 ένορκες βεβαιώσεις αντιστοίχως των μαρτύρων ανταπόδειξης … και …, που λήφθηκαν με επιμέλεια του εναγόμενου ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. …/24.10.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων διατηρεί στον ……. ατομική επιχείρηση επισκευής και εμπορίας στροβίλων κάθε είδους. Στο πλαίσιο της εμπορικής του δραστηριότητας, κατήρτισε με τις -μη διαδίκους- εταιρείες με τις επωνυμίες «…» και «…», υπό τις ιδιότητές τους ως διαχειρίστριας και πλοιοκτήτριας αντίστοιχα του υπό σημαία Κύπρου πλοίου «…» με ΙΜΟ 9316660, κοχ 39.736, για τις ανάγκες του πλοίου αυτού, την από 10.6.2014 σύμβαση πώλησης, σε εκτέλεση της οποίας εφοδίασε το εν λόγω πλοίο με τα παρακάτω αναφερόμενα είδη, ανταλλακτικά για την επιθεώρηση – αποκατάσταση του υπερπληρωτή της κύριας μηχανής (Κ/Μ), εργοστασίου κατασκευής MITSUI-MAN B & V, τύπου ΝΑ 57/09110 και επίσης πλήρες σετ τριβέων για την επιθεώρηση – αποκατάσταση του υπερπληρωτή της ηλεκτρομηχανής (Η/Μ), εργοστασίου κατασκευής Ι.Η.Ι., τύπου RH 133, αντί του συνολικού τιμήματος των 8.237,10 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 23% και σχετικώς εξέδωσε το ισόποσης αξίας με αριθμό … δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης, το οποίο παρέδωσε αυθημερόν προς εξόφληση στην ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία και ακολούθως, λόγω απαλλαγής του ανωτέρω πλοίου από την καταβολή ΦΠΑ, ο ενάγων εξέδωσε το υπ’ αριθ. … πιστωτικό τιμολόγιο ποσού 1.557,10 ευρώ και, επομένως, η οφειλή από την πώληση των ανωτέρω ανταλλακτικών ανήλθε συνολικά στο ποσό των 6.770 ευρώ. Επειδή δε οι ως άνω εταιρείες, παρά την ανεπιφύλακτη παραλαβή των πωληθέντων ανταλλακτικών, αρνούνταν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ως άνω τίμημα της πώλησης, παρόλες τις επανειλημμένες οχλήσεις του, ο τελευταίος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 29.12.2015 αγωγή του υπ’ αριθ. κατάθεσης 6270/560/30.12.2015, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν αυτές, η μεν πρώτη ως εφοπλίστρια η δε δεύτερη ως κυρία του πλοίου, να τού καταβάλουν το ποσό των 6.770 ευρώ, νομιμοτόκως. Σημειώνεται ότι ταυτόχρονα ο ενάγων άσκησε και τις υπ’ αριθ. κατάθεσης 6266/558/2015 και 6274/561/2015 αγωγές για οφειλές προς αυτόν από την παροχή υπηρεσιών και την πώληση ανταλλακτικών για τις ανάγκες των πλοίων «…» και «…», τα οποία διαχειριζόταν η ίδια ως άνω εταιρεία «…» και ανήκαν στην πλοιοκτησία αντιστοίχως των εταιρειών «…» και «…». Προς αντίκρουση των αγωγικών ισχυρισμών που περιλαμβάνονταν στην από 29.12.2015 υπ’ αριθ. κατάθεσης 6270/560/30.12.2015 αγωγή, ο εναγόμενος κατέθεσε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς και συντάχθηκε προς τούτο η υπ’ αριθ. …/17.10.2017 ένορκη βεβαίωση. Σε αυτήν βεβαίωνε, μεταξύ άλλων, ότι υπό την ιδιότητά του ως διευθύνοντος το τμήμα επιχειρήσεων της εταιρείας «…» γνώριζε πολύ καλά ότι το πλοίο «…» είχε προσεγγίσει στη Σιγκαπούρη στις 22.9.2014 για πετρέλευση και ότι μετά τον απόπλου, μια σχεδόν ώρα, ενώ βρισκόταν εντός του στενού περάσματος μεταξύ Σιγκαπούρης και Ινδονησιακών νησίδων με υπερβολικά πυκνή κυκλοφορία πάσης φύσεως πλοίων, η τουρμπίνα της κύριας μηχανής παρουσίασε απότομα βλάβη, το πλοίο σταμάτησε και στη συνέχεια με πολύ χαμηλές στροφές και με κίνδυνο να συμβεί μεγάλη βλάβη θραύσης της τουρμπίνας με ζοφερά αποτελέσματα, ο Πλοίαρχος κατάφερε να αναστρέψει και να επιστρέψει στο αγκυροβόλιο Σιγκαπούρης. Ότι, περαιτέρω, λόγω του ξαφνικού συμβάντος που παρουσιάστηκε στην τουρμπίνα της κύριας μηχανής, απέστειλαν από την Ελλάδα τον τεχνικό της εταιρείας «…» … για την εξάρμοση και επισκευή της, με ανταλλακτικά που είχαν ήδη παραγγείλει από τον ενάγοντα και αποστείλει στο πλοίο στη Σιγκαπούρη στις 19.6.2014 προκειμένου να υπάρχουν επ’ αυτού όταν θα έπρεπε να γίνει η καθιερωμένη επιθεώρηση και επισκευή της τουρμπίνας της κύριας μηχανής. Ότι κατά τη διάρκεια της προσπάθειας επισκευής που έγινε από τον αποσταλέντα στο πλοίο τεχνικό …, διαπιστώθηκε ότι ο τριβέας της τουρμπίνας της κύριας μηχανής από την πλευρά των καυσαερίων, τον οποίο τους είχε προμηθεύσει ο ενάγων το έτος 2011, ήταν μονής ενεργείας αντί διπλής, όπως προβλέπει ο κατασκευαστής, γεγονός που προκάλεσε την πρόωρη θέση εκτός λειτουργίας της τουρμπίνας. Ότι ο ίδιος ως άνω τεχνικός διαπίστωσε επιπλέον ότι και τα ανταλλακτικά που τους είχε χορηγήσει ο ενάγων τον Ιούνιο του 2014 δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές του κατασκευαστή, ότι δηλαδή και πάλι ήταν μονής ενεργείας αντί διπλής, όπως έπρεπε και όπως είχαν παραγγελθεί στον ενάγοντα. Περαιτέρω, ότι τα ανταλλακτικά αυτά δεν περιείχαν μία φλάντζα ειδικής κατασκευής, η απουσία της οποίας καθιστούσε τη χρήση των ανταλλακτικών αδύνατη. Ότι σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν με τον ενάγοντα, αυτός υπέδειξε την κατασκευή από τους ίδιους μίας φλάντζας, πράγμα που ήταν προφανώς αδύνατο, αφού η ειδική αυτή φλάντζα κατασκευάζεται μόνο εργοστασιακά. Ως εκ τούτου, ότι απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν τα ανταλλακτικά αυτά για το προγραμματισμένο service της τουρμπίνας της κύριας μηχανής, διότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος πρόκλησης επικίνδυνης κατάστασης για το πλοίο και την ασφάλεια των επιβαινόντων σ’ αυτό, αφού αυτά ήταν μονής ενεργείας, αλλά και διότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, αφού ο αντίδικος είχε παραλείψει να παράσχει την απαραίτητη για τη λειτουργική χρήση των ως άνω ανταλλακτικών ειδική φλάντζα. Ότι αναγκάστηκαν μετά ταύτα η διαχειρίστρια και η πλοιοκτήτρια εταιρεία να στείλουν τον τεχνικό που πραγματοποίησε το service πάλι πίσω στην Ελλάδα για να παραλάβει και να μεταφέρει τα γνήσια πλέον αναγκαία ανταλλακτικά για την τελική επισκευή, τα οποία αγόρασαν από την εταιρεία «…» έναντι συνολικού τιμήματος 10.450,08 ευρώ και τοποθετήθηκαν στην τουρμπίνα στις 25 και 27.9.2014. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγόμενου περιλαμβάνονται, όπως προαναφέρθηκε, στην υπ’ αριθ. …/17.10.2017 ένορκη βεβαίωσή του ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, που προσκομίστηκε μετ’ επικλήσεως κατά την εκδίκαση της από 29.12.2015 υπ’ αριθ. κατάθεσης 6270/560/30.12.2015 αγωγής του ενάγοντος, προκειμένου να γίνει δεκτή η ένσταση συμψηφισμού των εναγόμενων εταιρειών, ότι δηλαδή εξαιτίας της ακαταλληλότητας της τουρμπίνας και των λοιπών εξαρτημάτων που τις προμήθευσε ο ενάγων, αναγκάστηκαν αυτές να προβούν σε δαπάνες στις οποίες δεν θα είχαν υποβληθεί εάν ο ενάγων τις είχε εξαρχής εφοδιάσει με την κατάλληλη τουρμπίνα, μετά των εξαρτημάτων της, της μηχανής του πλοίου και τον συνοδεύοντα αυτήν τριβέα διπλής ενέργειας, με συνέπεια να διατηρούν ανταπαιτήσεις σε βάρος του. Ωστόσο, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων αποδεικνύεται ότι κατά την τοποθέτηση των ανταλλακτικών με τα οποία ο ενάγων είχε εφοδιάσει το πλοίο «…» και μάλιστα από τεχνικό συνεργείο της επιλογής των ως άνω εταιρειών, περί το τέλος Δεκεμβρίου 2011, ουδεμία αμφισβήτηση ή επιφύλαξη είχε υπάρξει ως προς το είδος και την ποιότητα του παραγγελθέντος από τις εναγόμενες τριβέα. Ουδέποτε αυτές παραπονέθηκαν ότι παρέλαβαν ελαττωματικά ανταλλακτικά από τον ενάγοντα ούτε άσκησαν τα προβλεπόμενα στον νόμο δικαιώματά τους για την περίπτωση που ο πωλητής υπέχει ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα πωληθέντος πράγματος ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας αυτού. Ούτε, εξάλλου, απευθύνθηκαν ποτέ στην κατασκευάστρια εταιρεία των ανταλλακτικών, προκειμένου να δηλώσουν ότι παρέλαβαν ελαττωματικά προϊόντα της και να αξιώσουν την αντικατάστασή τους. Αντιθέτως, οι ισχυρισμοί των εταιρειών, όπως επαναλαμβάνονται στην επίδικη ένορκη βεβαίωση, έγιναν για πρώτη φορά γνωστοί με την από 8.12.2015 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία τους προς τον ενάγοντα, όταν ο τελευταίος ζήτησε με την από 5.10.2015 εξώδικη δήλωσή του την εξόφληση του τιμολογίου που είχε εκδοθεί για την πώληση των ανταλλακτικών. Περαιτέρω, σε σχέση με τη βλάβη που παρουσίασε η τουρμπίνα – υπερπληρωτής της κύριας μηχανής του ως άνω πλοίου στις 22.9.2014, αποδείχθηκε ότι η βλάβη αυτή στον υπερπληρωτή (τουρμπίνα) οφειλόταν αποκλειστικά στην πλημμελή εκτέλεση των εργασιών επιθεώρησης του υπερπληρωτή από τον τεχνικό της εταιρείας …, στον οποίο είχε ανατεθεί από τις ως άνω εταιρείες το έργο της επιθεώρησης. Σημειώνεται ότι η ανάθεση στην εν λόγω εταιρεία αντί της επιχείρησης του ενάγοντος της καθιερωμένης επιθεώρησης και αλλαγής των αναλώσιμων υλικών της τουρμπίνας οφειλόταν στην ήδη εκδηλωθείσα αντιδικία μεταξύ του ενάγοντος και της διαχειρίστριας εταιρείας «…» σε σχέση με οφειλές του πλοίου «…». Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η βλάβη του άξονα του υπερπληρωτή οφειλόταν στην εσφαλμένη άρμοση και λήψη των μετρήσεων των αξονικών διάκενων στον άξονα της τουρμπίνας από τον τεχνικό της ανωτέρω εταιρείας (…). Ότι ο τελευταίος εκτέλεσε πλημμελώς το έργο της επιθεώρησης του υπερπληρωτή και άρμοσης του άξονα προέκυψε και από το ότι, παρά την υπέρβαση του χρόνου λειτουργίας των 15.000 ωρών που προβλέπονταν για τα συγκεκριμένα ανταλλακτικά, δεν προέβη στην αντικατάσταση του κύριου τριβέα του άξονα με τον καινούριο τριβέα, τον οποίο το ως άνω ένδικο πλοίο είχε προμηθευτεί από τον ενάγοντα κατά την αγορά των ανταλλακτικών και είχαν παραλάβει οι εταιρείες, για τον λόγο ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο παρέμβυσμα, το οποίο, ωστόσο, προέκυψε ότι ήταν δυνατό είτε να το προμηθευτούν από την τοπική αγορά της Σιγκαπούρης είτε να κατασκευαστεί από υλικά που υπήρχαν σίγουρα στο πλοίο, όπως περμανίτη – βελανιδόχαρτο, ακόμη και από κομμάτι ναυτικού χάρτη, σύμφωνα και με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή του υπερπληρωτή. Επισημαίνεται δε ότι τα συγκεκριμένα ανταλλακτικά, που είχαν ανώτατο χρόνο λειτουργίας 15.000 ώρες, ήταν μεν «ιμιτασιόν», ήτοι όχι γνήσια, εν γνώσει, όμως, και κατόπιν επιλογής της διαχειρίστριας και της πλοιοκτήτριας εταιρείας, προς αποφυγή μεγάλου οικονομικού κόστους, δοθέντος μάλιστα ότι ήταν κατασκευαστικά ισάξια των γνησίων. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι ο καινούργιος τριβέας με τον οποίο ο ενάγων είχε εφοδιάσει το πλοίο «…» τον Ιούνιο 2014 ήταν διπλής ενεργείας και όχι μονής, όπως ήταν ο προηγούμενος, κατόπιν βελτίωσης από τον κατασκευαστή του συγκεκριμένου εξαρτήματος. Επιπλέον, μετά την επιθεώρηση του υπερπληρωτή, ο τεχνικός της παραπάνω εταιρείας (…) παρέλειψε από αμέλεια να εκτελέσει δοκιμαστικό έλεγχο λειτουργίας της τουρμπίνας. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η βλάβη που υπέστη ο υπερπληρωτής της κύριας μηχανής του πλοίου «…» ουδεμία σχέση είχε με τα πωληθέντα από τον ενάγοντα ανταλλακτικά και ότι οι ζημίες που ισχυρίζονταν οι ως άνω εταιρείες ότι είχαν υποστεί σε καμία περίπτωση δεν οφείλονταν στην εν γνώσει του πώληση ακατάλληλου τριβέα καυσαερίων κύριας μηχανής. Τα ανωτέρω δέχτηκε τόσο η υπ’ αριθ. 627/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς επί της προαναφερθείσας αγωγής όσο και η εκδοθείσα κατόπιν της από 21.3.2019 εφέσεως σε βάρος της απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με αριθμό 2080/2020. Σημειώνεται ότι οι ίδιοι ψευδείς ισχυρισμοί περί ελαττωματικότητας των προϊόντων με τα οποία είχε προμηθεύσει ο ενάγων το πλοίο «…», αυτή τη φορά, έχουν ήδη απορριφθεί τελεσιδίκως με την υπ’ αριθ. 2081/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Τούτων δοθέντων το αίτημα του εναγόμενου περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης πρέπει ν’ απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του μεγάλου διαδραμόντος χρονικού διαστήματος από την τοποθέτηση των ανταλλακτικών στο πλοίο μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής. Εξάλλου, ο εναγόμενος τοποθέτησε ψευδώς τη βλάβη στις 22.9.2014 αντί της αληθούς ημερομηνίας 25.9.2014, αποσκοπώντας στην είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης συνεπεία του ελαττωματικού άξονα, ποσού 420.000 δολ. ΗΠΑ, και αποκρύπτοντας την αληθή αιτία της ζημίας, ήτοι την τεχνική αστοχία (κακή σύσφιγξη των αποστάσεων) του συνεργείου που είχε επιληφθεί. Τούτο καταδεικνύεται από την αντίφαση μεταξύ της επίδικης ένορκης βεβαίωσης και των αναφερόμενων στο από 7.12.2015 εξώδικο της διαχειρίστριας εταιρείας σε σχέση με το χρονικό της βλάβης και επιβεβαιώνεται από τον Αρχιμηχανικό και προϊστάμενο του τεχνικού τμήματος της ως άνω διαχειρίστριας εταιρείας επί σειρά ετών …, ο οποίος αναφέρει ότι όταν το συνεργείο εκτελούσε τις εργασίες επέβαιναν ήδη επί του πλοίου ο επιθεωρητής του Νηογνώμονα μαζί με τον βοηθό του προκειμένου να ανανεώσουν τα πιστοποιητικά του πλοίου. Βάσει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι οι περιληφθέντες στην επίδικη ένορκη βεβαίωση του εναγόμενου ισχυρισμοί σχετικά με την ελαττωματικότητα των πωληθέντων από τον ενάγοντα ανταλλακτικών ήταν ψευδείς, τελούσε δε ο εναγόμενος σε γνώση του ψεύδους, όπως συνάγεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι ουδέποτε επιστράφηκαν τα -ελαττωματικά, κατά τους ισχυρισμούς του- ανταλλακτικά στον ενάγοντα αν και το ζήτησε επανειλημμένως, και αποσκοπούσε στη στοχοποίηση του ενάγοντος ως υπεύθυνου της όποιας βλάβης, παρά τη μακρόχρονη και χωρίς προβλήματα συνεργασία μεταξύ τους, ήδη από το 2003. Στοιχειοθετείται, επομένως, ως προς τους ανωτέρω ισχυρισμούς η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδορκίας και της συνέργειας στην απόπειρα απάτης επί δικαστηρίω, αφού ο εναγόμενος δεν ήταν διάδικος στην ενώπιον του Ειρηνοδικείου δίκη στην οποία προσκομίστηκε η επίδικη ένορκη βεβαίωση. Δεν αποδείχθηκε, ωστόσο, το ψευδές της επικληθείσας κατά τη λήψη της ανωτέρω ένορκης βεβαίωσης ιδιότητας του εναγόμενου, ήτοι ότι στην πραγματικότητα αυτός ήταν εφοπλιστής του πλοίου «…» και εκμεταλλευόταν το πλοίο αυτό για δικό του λογαριασμό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ. Το γεγονός ότι αυτός αποφάσιζε για τη συντήρηση, τις επισκευές, τις ναυλώσεις, τον εφοδιασμό του πλοίου και επιμελείτο της ναυτολόγησης του πληρώματος, σύμφωνα και με τις έγγραφες εξηγήσεις του …, δεν τον καθιστά εφοπλιστή κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, αφού βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι, πέραν της άσκησης της ναυτιλιακής επιχείρησης, η απολαβή των κερδών αλλά και η ανάληψη του επιχειρηματικού – οικονομικού κινδύνου προσωπικά και απεριόριστα από την εκμετάλλευση του πλοίου. Εν προκειμένω, όμως, δεν αποδείχθηκαν τέτοια περιστατικά προσπορισμού οικονομικού οφέλους και ανάληψης του κινδύνου από την εκμετάλλευση του πλοίου στο πρόσωπο του εναγόμενου, όπως προκύπτει ιδίως από το ότι οι συμβάσεις ναύλωσης όλων των προαναφερθέντων πλοίων συνάπτονταν μεταξύ των εκάστοτε ναυλωτών και των πλοιοκτητριών, οι οποίες εισέπρατταν και τους ναύλους, ενώ ο εναγόμενος δεν αποτελούσε ούτε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της διαχειρίστριας εταιρείας. Εξάλλου, δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο ενάγων δεν έστρεψε τις αγωγές του από την πώληση των ανταλλακτικών για τις ανάγκες των προαναφερθέντων πλοίων σε βάρος του εναγόμενου προσωπικά, ισχυριζόμενος λ.χ. ότι αυτός κρυβόταν πίσω από τα νομικά πρόσωπα της διαχειρίστριας και των πλοιοκτητριών εταιρειών και ότι συνεπώς όφειλε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις από τις συναφθείσες συμβάσεις με την προσωπική του περιουσία. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της από 29.12.2015 υπ’ αριθ. κατάθεσης 6270/560/2015 αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο εναγόμενος, σ’ αυτήν ενάγεται η μεν «…» υπό την ιδιότητά της ως τύποις διαχειρίστριας και στην πραγματικότητα εφοπλίστριας, που «ασκεί ιδίω ονόματι και για λογαριασμό της τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το ανωτέρω πλοίο», και ειδικότερα «ασκεί ιδίω ονόματι και για λογαριασμό της την επί κέρδει εκμετάλλευση του πλοίου, αποφασίζει για τη συντήρηση, τις επισκευές, τις ναυλώσεις, τους εφοδιασμούς, τη ναυτολόγηση των πληρωμάτων του πλοίου και συνάπτει ιδίω ονόματι τις αντίστοιχες συμβάσεις», η δε «…» υπό την ιδιότητά της ως κυρίας του πλοίου «…». Επομένως, οψίμως ο ενάγων ισχυρίζεται με την υπό κρίση αγωγή του ότι ο εναγόμενος δηλώνει διευθύνων του τμήματος επιχειρήσεων της εταιρείας «…» προκειμένου ν’ αποφύγει τις όποιες οικονομικές υποχρεώσεις του από την εκμετάλλευση των πλοίων που διαχειριζόταν η -διατηρούσα νομίμως εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά- ως άνω αλλοδαπή (παναμαϊκή) εταιρεία. Σε κάθε περίπτωση, τυχόν αποδοχή της εφοπλιστικής ιδιότητας του εναγόμενου δεν αποδεικνύεται ότι συνδέεται αιτιωδώς με την προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος ή ότι εκθέτει σε κίνδυνο το επαγγελματικό μέλλον και θίγει την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου, ενώ δεν συνδέεται αιτιωδώς ούτε με την απόπειρα εξαπάτησης του δικαστηρίου, αφού ο ενάγων δεν είχε επιστηρίξει την εκκρεμή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς αγωγή του στην ιδιότητα αυτή του εναγόμενου. Συνεπεία, περαιτέρω, της τελεσθείσας σε βάρος του ενάγοντος αδικοπραξίας, λόγω των ψευδών ειδήσεων που διέδιδε ο εναγόμενος για την πώληση εκ μέρους του ελαττωματικών προϊόντων, τις οποίες βεβαίωσε και ενόρκως προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην ως άνω αστική δίκη και ν’ αποκομίσουν οικονομικό όφελος οι εναγόμενες εταιρείες, εν γνώσει του ψεύδους αυτών ένεκα της επαγγελματικής του ενασχόλησης και της διαρκούς παρακολούθησης όλων των θεμάτων που άπτονταν της λειτουργίας των πλοίων που διαχειριζόταν η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία, μεταξύ των οποίων το πλοίο «…», χωρίς, ωστόσο, να καταφέρει να εξαπατήσει το Δικαστήριο, ο ενάγων υπέστη ζημία στην προσωπική και την επαγγελματική του ζωή, καθώς αμφισβητήθηκε η προσωπική και επαγγελματική του εντιμότητα, κλονίστηκε η επαγγελματική του πίστη και εκτέθηκε σε κίνδυνο το μέλλον του, όπως συνάγεται και από την παύση της ατομικής του επιχείρησης εμπορίας στροβίλων κάθε είδους και μερών τους στα τέλη του 2016 και τη συμμετοχή του έκτοτε σε εταιρεία με το ίδιο αντικείμενο. Άλλωστε, οι επίδικοι ως άνω ισχυρισμοί περιήλθαν σε γνώση, πέραν των δικαστικών λειτουργών, δικαστικών υπαλλήλων, δικαστικών επιμελητών, ανακριτικών υπαλλήλων, και άλλων τρίτων προσώπων από τον επαγγελματικό χώρο του ενάγοντος, όπως του ως άνω …, του επιθεωρητή του …, αλλά και του βοηθού του …, έβλαψαν την τιμή και την υπόληψή του και υποβάθμισαν την αξιοπρέπειά του. Περαιτέρω, δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του εναγόμενου, απορριπτομένης της προβαλλόμενης κατ’ άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ σχετικής περί τούτου ένστασής του, αφού η εν λόγω διάταξη δεν έχει εφαρμογή επί συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως στην προκείμενη περίπτωση, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι αυτός ενήργησε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την προάσπιση των συμφερόντων των ως άνω εταιρειών (διαχειρίστριας και πλοιοκτήτριας), γεγονός το οποίο δεν αποδείχθηκε, αφού οι ψευδείς ισχυρισμοί του υπερέβησαν το αντικειμενικά επιβαλλόμενο, αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας, με σκοπό την εκδήλωση περιφρόνησης στο πρόσωπο του ενάγοντος και την ηθική και επαγγελματική του υπόσταση. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος, την ένταση και την έκταση της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, τη συκοφαντική δυσφήμηση αυτού, την ένταση του δόλου του εναγόμενου, τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε η ηθική βλάβη του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τις λοιπές συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, όπως ιδίως την προσκομιδή της αναληθούς κατά περιεχόμενο ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου με τον σκοπό παραπλάνησής του προς έκδοση ευνοϊκής υπέρ των εκεί εναγόμενων εταιρειών απόφασης, τις επιπτώσεις που θα είχε για τον ενάγοντα η εξαιτίας της προσκόμισης της εν λόγω ψευδούς κατά περιεχόμενο βεβαίωσης απόρριψη της αγωγής του, αλλά και την κοινωνική και οικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων, κρίνει, σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο και δίκαιο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 ΑΚ), αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου λόγω της ήττας του [άρθρα 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 63 παρ. 1 i α, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 14 Ιουλίου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ