Η αρμόδια για την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας διοικητική αρχή, δεν δεσμεύεται από την κανονιστικού χαρακτήρα μη νόμιμη πράξη οριοθέτησης του προϋφιστάμενου του 1923 οικισμού, αλλά οφείλει να εκφέρει δική της αιτιολογημένη κρίση, αφενός μεν ως προς το ζήτημα αν υφίστατο πράγματι στην περιοχή οικισμός προϋφιστάμενος του 1923 και, αφετέρου αν το συγκεκριμένο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού. Περαιτέρω, δεν αποκλείεται μεν να περιλαμβάνονται εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα στα όρια οικισμού προϋφιστάμενου του 1923, η κρίση όμως των δασικών οργάνων ότι η έκταση, για την οποία πρόκειται, αν και εμπίπτει στα όρια οικισμού, έστω και μη νομίμως οριοθετηθέντος, έχει, παρά ταύτα, χαρακτήρα δάσους ή δασική έκτασης, πρέπει, σύμφωνα με την ανωτέρω νομολογία, να αιτιολογείται ειδικώς. Το δικάσαν δικαστήριο θα έπρεπε να είχε διατυπώσει ειδική κρίση, ως προς το αν υπήρχε προϋφιστάμενος του έτους 1923, νομίμως οριοθετημένος οικισμός και, σε περίπτωση που δεν υπήρχε, να είχε εξετάσει εάν η αρμόδια δασική αρχή είχε διατυπώσει δική της αιτιολογημένη κρίση, ως προς το ζήτημα της ύπαρξης στην περιοχή οικισμού προϋφιστάμενου του 1923 και αν το επίμαχο ακίνητο ενέπιπτε στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού. Βάσιμος ο σχετικός λόγος εφέσεως. Δέχεται την Έφεση.
Αριθμός 1639/2022
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Ιουνίου 2019, με την εξής σύνθεση: Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή του Αντιπροέδρου, καθώς και του αρχαιοτέρου της Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Παναγιώτα Καρλή, Μαρία Σωτηροπούλου, Σύμβουλοι, Μαρία-Ελένη Παπαδημήτρη, Ελένη Μουργιά, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γεωργία Σιμάτη.
Για να δικάσει την από 21 Μαρτίου 2017 έφεση:
του…………………………….. του ……………………., κατοίκου ………………………….. ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Χριστίνα Καραγιαννίδου (Α.Μ. 23701), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των: 1. Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος παρέστη με τη Γιολάντα Παπαρούνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2. Περιφέρειας Αττικής, η οποία δεν παρέστη,
και κατά της υπ’ αριθμ. 466/2016 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιες των διαδίκων που παρέστησαν δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μαρίας-Ελένης Παπαδημήτρη.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης εφέσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (./2017 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α΄)
2. Επειδή με την υπό κρίση έφεση ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθ. 466/2016 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του ήδη εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθ. 244/2010 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, κατά το μέρος που με αυτή επανακηρύχθηκε ως αναδασωτέα, έκταση εμβαδού 684,45 τ.μ στη θέση “Μπογιάτι” περιφέρειας τέως κοινότητας Αγίου Στεφάνου.
3. Επειδή, το β΄ εδάφιο του άρθρου 58 παρ. 1 του π. δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 12 παρ. 2 ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) με ισχύ από τις 22 Δεκεμβρίου 2016 (άρθρο 32 του νόμου), ορίζει τα εξής: «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγουμένου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμα και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλομένη απόφαση».
4. Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή έφεση, ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, οι οποίοι περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, ΕλΣ) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Στην τελευταία περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς και το κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών (ΣτΕ 3995/2015, 91/2016, 2566/2017, 3516/2017 κ.ά). Εξάλλου, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης δε νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, αλλά εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλουμένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ΣτΕ 1381/2017, 346/2017, 2706/2016). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δεν αρκεί για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου η μη αυτοτελής, επ’ ευκαιρία δηλαδή και σε επίρρωση της προβολής σχετικών λόγων, επίκληση ή παράθεση του περιεχομένου δικαστικών αποφάσεων και μάλιστα όχι για την ανάδειξη αντίθεσης της εκκαλούμενης απόφασης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου αναφορικά με κριθέν νομικό ζήτημα αλλά ως παραδειγμάτων “ορθής” ή μη υπαγωγής, σε άλλες υποθέσεις, των πραγματικών περιστατικών στους εφαρμοσθέντες κανόνες (ΣτΕ 146/2019, 1918/2018, 1717/2018 κ.ά.).
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την εκκαλουμένη απόφαση με την υπ’ αριθ. 244/2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής επανακηρύχθηκαν ως αναδασωτέες, εκτάσεις συνολικού εμβαδού 78.377,593 στρεμμάτων για το λόγο ότι καταστράφηκαν από την πυρκαγιά της 22ης Αυγούστου 2009, απεικονίζονται δε με πυκνή μωβ διαγράμμιση στην επισυναπτόμενη στην ανωτέρω απόφαση πινακίδα ΓΥΣ 6436/6 κλιμ. 1:5000. Στις εκτάσεις αυτές εμπίπτει η επίδικη έκταση εμβαδού 684, 45 τ.μ., η οποία περιλαμβάνεται στην έκταση 500 στρεμμάτων στη θέση “Μπογιάτι” περιφέρειας τέως κοινότητας Αγ. Στεφάνου που είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την υπ’ αριθ. ./22.3.1982 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, λόγω καταστροφής της από την πυρκαγιά της 4ης Αυγούστου 1981. Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 244/2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, σκοπός της επανακήρυξης των εκτάσεων ως αναδασωτέων είναι η διατήρηση του δασικού χαρακτήρα αυτών, ο αποκλεισμός της διάθεσής τους για άλλη χρήση και η αποκατάσταση της καταστραφείσας από την πυρκαγιά της 21ης – 24ης Αυγούστου 2009 δασικής βλάστησης και των εν μέρει παρανόμων εκχερσώσεων αυτής, αποτελούμενης από δάσος χαλεπίου πεύκης και υπόροφο βλάστηση αείφυλλων πλατύφυλλων (πρίνους, σχίνους και αγριελιές) καθώς και από νεαρής ηλικίας πευκοδάσος, του οποίου η βλάστηση μετά από τις πυρκαγιές παρελθόντων ετών είχε αρχίσει να αποκαθίσταται με φυσική αναγέννηση. Επίσης σκοπός της επανακήρυξης της αναδάσωσης, ήταν, σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, η εξασφάλιση της ισορροπίας του φυσικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης σε αυτό και της υφιστάμενης πανίδας που απαντάται στις περιοχές αυτές και των βιοτόπων αυτής. Η επανακήρυξη έλαβε χώρα με βάση την 8370/16.11.2009 σχετική πρόταση του Δασάρχη Πεντέλης και είχε ως έρεισμα την από 16.11.2009 εισηγητική έκθεση δασολόγων του Δασαρχείου Πεντέλης. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η επίδικη έκταση εμπίπτει σε ευρύτερη έκταση που καταστράφηκε από την πυρκαγιά της 22ης Αυγούστου 2009, εμβαδού 85.001,747 στρεμμάτων και η περίμετρος αυτής απεικονίζεται με μπλε συνεχή γραμμή στις επισυναπτόμενες πινακίδες χάρτη ΓΥΣ. Η βλάστηση αποτελείται, σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση, από δάσος χαλεπίου πεύκης διαφόρων ηλικιών, αείφυλλα πλατύφυλλα, αναδασώσεις (τεχνητές, φυσικές), καλλιέργειες, οπωροφόρα – καλλωπιστικά στις μη δασικές εκτάσεις και σε αυτές που άλλαξαν μορφή. Επίσης, σύμφωνα με τον προσωρινό κτηματικό χάρτη και πίνακα της περιοχής Κοινότητας Σταμάτας, ο οποίος συντάχθηκε από το 4ο Συνεργείο Κτηματογράφησης, η επίδικη έκταση είναι τμήμα του κωδικού 115944 9725 και χαρακτηρίζεται ως δημόσια δασική έκταση για την οποία ισχύει η υπ’ αριθ. 160561/1000/23.2.79 κοινή απόφαση Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας. Κατά του προσωρινού κτηματικού χάρτη που αναρτήθηκε το έτος 1983, δεν υποβλήθηκε υπόμνημα για την εν λόγω έκταση. Περαιτέρω, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, η επίδικη έκταση έχει συμπεριληφθεί στη δήλωση του ν. 2308/1995 για τις δημόσιες δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις στα πλαίσια του Εθνικού Κτηματολογίου. Ο εκκαλών, με την αίτηση ακυρώσεως που άσκησε κατά της υπ’ αριθ. 244/2010 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη έκταση εμβαδού 684,45 τ.μ. δεν αποτελεί δάσος ούτε αποτελεί τμήμα ευρύτερης δασικής έκτασης, καθόσον δεν πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 3, όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3208/2003, για ελάχιστη έκταση τριών (3) στρεμμάτων. Επίσης προβλήθηκε ότι η επίδικη έκταση δεν αποτελεί δάσος διότι συνορεύει προς βορρά με τον προϋφιστάμενο του 1923 οικισμό “Άνοιξη”, όπως αυτός έχει καθορισθεί με τις υπ’ αριθ. 3546/3398/4.11.1976 και 2796/241/29.1.77 πράξεις του Νομάρχη Ανατ. Αττικής (ΦΕΚ Δ 370) και (ΦΕΚ Δ24) αντίστοιχα, ο οποίος εκ του νόμου δεν υπάγεται στις διατάξεις του ν. 998/1979 (άρθρο 1 παρ. 6 περ. ε΄) ενώ η ευρύτερη περιοχή, η οποία βρίσκεται νότια – νοτιοανατολικά της επίδικης έκτασης και στα διαγράμματα χαρτών ΓΥΣ που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη πράξη, απεικονίζεται με κίτρινο χρώμα, ρητά εξαιρείται της αναδάσωσης ως μη δασική. Εξάλλου, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος και ήδη εκκαλούντος, γειτονικές με την επίδικη εκτάσεις έχουν οικοπεδοποιηθεί και έχουν χαρακτηρισθεί ως αγροτικές με οριστικές αποφάσεις της Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Ανατολικής Αττικής. Περαιτέρω, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι η επίδικη έκταση κηρύχθηκε αναδασωτέα κατά πλάνη περί τα πράγματα με την προσβαλλόμενη πράξη, διότι από το έτος 1945 δεν αποτελεί δάσος ούτε δασική έκταση, όπως άλλωστε και ο περιβάλλων αυτής χώρος, αλλά γεωργική έκταση καλλιεργούμενη με δημητριακά. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του, ο αιτών και ήδη εκκαλών επικαλέσθηκε και προσκόμισε τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας από ιδιώτη αγρονόμο και τοπογράφο μηχανικό (Οκτώβριος του έτους 2014) Τέλος, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι η επίδικη έκταση εξαιρείται της δασικής νομοθεσίας, διότι βρίσκεται εντός του προϋφιστάμενου του 1923 οικισμού της Σταμάτας. Mε την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε καθ’ ερμηνεία του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος και των άρθρων 38 παρ. 1 και 41 παρ. 1, παρ. 3 του ν. 998/1979 ότι κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικώς αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπει η ως άνω συνταγματική διάταξη, η δε απόφαση περί αναδάσωσης πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ως προς το χαρακτηρισμό της έκτασης ως δάσους ή δασικής έκτασης, η δε αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι η εκδιδόμενη βάσει των ανωτέρω διατάξεων απόφαση περί κηρύξεως αναδασώσεως διατηρεί την ισχύ της, έως ότου ολοκληρωθεί η αναδάσωση και δε νοείται η έκδοση νέας πράξης αναδάσωσης της αυτής έκτασης. Αν όμως έχει υλοποιηθεί η απόφαση περί κηρύξεως αναδασώσεως και η δασική βλάστηση καταστραφεί και πάλι, έγινε δεκτό, κατ’ επίκληση νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι είναι επιτρεπτή η εκ νέου κήρυξη της ίδιας έκτασης ως αναδασωτέας. Εξάλλου, οι προβληθέντες λόγοι ακυρώσεως περί αναιτιολογήτου και πλάνης περί τα πράγματα ως προς τον δασικό χαρακτήρα της έκτασης απορρίφθηκαν με την εκκαλουμένη, το μεν, ως αβάσιμοι, διότι τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και στην από 16.11.2009 εισηγητική έκθεση των δασολόγων του δασαρχείου Πεντέλης εκτίθενται τα δεδομένα για το είδος της βλάστησης της ευρύτερης έκτασης που επανακηρύχθηκε αναδασωτέα, στην οποία ανήκει η επίδικη, καθώς και ότι η βλάστηση μετά από τις πυρκαγιές παρελθόντων ετών είχε αρχίσει να αποκαθίσταται από φυσική αναγέννηση, το δε, κατά το μέρος που με τους προβληθέντες λόγους ακυρώσεως αμφισβητήθηκε ο δασικός χαρακτήρας της επίδικης έκτασης, ως απαράδεκτοι, στο πλαίσιο της δίκης κατά της επανακήρυξης της επίδικης έκτασης ως αναδασωτέας, καθόσον το ζήτημα αυτό κρίθηκε οριστικώς με την ./22.3.1982 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, με την οποία κηρύχθηκε ως αναδασωτέα έκταση επιφάνειας 500 στρεμμάτων στη θέση “Μπογιάτι” περιφέρειας τέως κοινότητας Αγ. Στεφάνου,
6. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, η οποία ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (24.3.2017) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 58 παρ. 1 εδαφ. β του π. δ/τος 18/1989, όπως η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016, προβάλλεται ότι, ενώ με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι η απόφαση επανακήρυξης της αναδάσωσης είναι εκτελεστή πράξη, ελεγχόμενη ως προς τη νομιμότητά της από το δικαστήριο και ότι η έκδοσή της χωρεί, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και ο δασικός χαρακτήρας της επίδικης έκτασης, απέρριψε ως απαράδεκτους λόγους ακυρώσεως που αμφισβητούν το δασικό χαρακτήρα της ανωτέρω έκτασης και ειδικότερα τον λόγο περί εξαιρέσεως της επίδικης έκτασης βάσει του άρθρου 3 παρ. 6 του ν. 998/1978 από τις διατάξεις του νόμου αυτού, με την αιτιολογία ότι το ζήτημα αυτό κρίθηκε οριστικώς με την υπ’ αριθμ. ./22.3.1982 απόφαση του Νομάρχη Αν. Αττικής. Με τον τρόπο αυτό προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση περιορίζει τον έλεγχο νομιμότητας της εκτελεστής πράξης της επανακήρυξης της επίδικης έκτασης ως αναδασωτέας και εξαιρεί τον έλεγχο του δασικού χαρακτήρα της έκτασης από τον ακυρωτικό έλεγχο, κατά παράβαση του άρθρου 95 παρ. 1 περ. α του Συντάγματος και του άρθρου 1 του ν. 702/1977. Προκειμένου να δικαιολογηθεί το παραδεκτό της κρινόμενης έφεσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 58 παρ. 1 εδαφ. β του π. δ/τος 18/1989, προβάλλεται ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την έκταση του ελέγχου νομιμότητας του ακυρωτικού δικαστή στην περίπτωση πράξης επανακήρυξης αναδάσωσης. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως διατυπώνεται, προβάλλεται απαραδέκτως, κατά την έννοια του άρθρου 58 παρ. 1 εδαφ. β του π. δ/τος 18/1989, δεδομένου ότι γενικά, η διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων της επανακήρυξης της αναδάσωσης συνδέεται με τις ιδιαίτερες περιστάσεις που ισχύουν κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής απόφασης, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά της ένδικης περίπτωσης.
7. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση μη νομίμως απέρριψε ως απαραδέκτως προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως, σύμφωνα με τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα, άλλως κατά παράβαση του Συντάγματος και του άρθρου 3 παρ. 6 του ν. 998/1979, βάσει του οποίου δεν υπάγονται στις διατάξεις του εν λόγω νόμου περιοχές για τις οποίες υφίστανται εγκεκριμένα έγκυρα σχέδια πόλεως. Στην προκειμένη περίπτωση, προβάλλεται ότι η επίδικη έκταση εξαιρείται από τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, βάσει της προαναφερθείσας διάταξης του νόμου αυτού, δεδομένου ότι με την υπ’ αριθμ. 88456/6299/10.10.1994 απόφαση του Υπουργού περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (Δ 1167) εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (Γ.Π.Σ.) της Κοινότητας Σταμάτας (Ν. Αττικής), η απόφαση δε αυτή δεν έχει ανακληθεί ούτε ακυρωθεί και ως εκ τούτου αντιμετωπίζεται ως ισχυρό σχέδιο πόλεως, ενώ η επίδικη έκταση εμπίπτει εντός των ορίων του Γ.Π.Σ, όπως προκύπτει από το με αριθμ. πρωτ. 4236/16.2.2005 έγγραφο του Αντιδημάρχου Τεχνικών Υπηρεσιών, Υποδομών, Χωροταξίας και Πολεοδομίας του Δήμου Διονύσου. Προς επίρρωση του προβαλλόμενου λόγου εφέσεως ο εκκαλών επικαλείται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, (ΣτΕ 2282/1992 Ολομ., ΣτΕ 412/1993, 2785/1993, 2258/2005), σύμφωνα με την οποία σχέδια πόλεως εγκεκριμένα με διοικητική πράξη που συγκεντρώνει τα αναγκαία εξωτερικά τυπικά στοιχεία του κύρους της και δεν έχουν ακυρωθεί, αντιμετωπίζονται ως ισχυρά σχέδια πόλεως, εφόσον έχουν διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο. Σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι με τον λόγο αυτό διατυπώνεται ισχυρισμός για την κατ’ εξαίρεση δικαιολόγηση του παραδεκτού της εφέσεως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 58 παρ. 1 εδαφ. β του π. δ/τος 18/1989, και συγκεκριμένα ότι η απόρριψη από την εκκαλουμένη, ως απαράδεκτου, λόγου ακυρώσεως περί εκδόσεως της απόφασης επανακήρυξης της αναδάσωσης κατά πλάνη περί τα πράγματα, εφόσον η επίδικη έκταση εμπίπτει εντός των ορίων του ΓΠΣ, έρχεται σε αντίθεση προς τα κριθέντα με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο διότι οι εν λόγω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ ε του ν. 998/1979, όπως ίσχυε στην προκειμένη περίπτωση, κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της απόφασης περί επανακήρυξης της αναδάσωσης, με την οποία εξαιρούνται από την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας οι περιοχές που υφίστανται έγκυρα σχέδια πόλεων, ήτοι ρυμοτομικά σχέδια που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη που συγκεντρώνει τα αναγκαία εξωτερικά τυπικά στοιχεία του κύρους και είναι για τον λόγο αυτό εξοπλισμένη με το τεκμήριο νομιμότητας ή σε εγκεκριμένες πολεοδομικές μελέτες και όχι σε περιοχές που απλώς εμπίπτουν εντός των ορίων Γ.Π.Σ. Εξάλλου, όπως έχει κριθεί η ύπαρξη ΓΠΣ και η αναγνώριση μιας περιοχής ως οικιστικής δεν αρκεί για να εξαιρεθεί μία περιοχή από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί προστασίας δασών και δασικών δασικών εκτάσεων, εφόσον, όπως συμβαίνει και στην κρινόμενη περίπτωση, δεν προβάλλεται και δεν προκύπτει ότι υφίσταται εγκεκριμένη πολεοδομική μελέτη (ΣτΕ 2965/2006, 264/2005, 2260/2002).
8. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι μη νομίμως απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη, ως απαράδεκτος λόγος ακυρώσεως ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά πλάνη περί τα πράγματα, δεδομένου ότι η επίδικη έκταση δεν καταλαμβάνεται από την δασική νομοθεσία, βάσει του άρθρου 3 παρ. 6 του ν. 998/1979, εφόσον περιλαμβάνεται εντός του οικισμού Σταμάτα-Σπάτα, ο οποίος είναι προϋφιστάμενος του έτους 1923, με την αιτιολογία ότι ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως αφορά στην κήρυξη της αναδάσωσης του έτους 1982. Ειδικότερα, ο εκκαλών προβάλλει ότι ο οικισμός της υφίσταται προ του έτους 1844, όπως και ο οικισμός του Μπογιατίου, δεδομένου ότι στην απογραφή του έτους 1844 είχε πληθυσμό μαζί με την περιοχή “Σπάτα” 52 κατοίκους. Εξάλλου, όπως αναφέρεται, από το έτος 1833 η Σταμάτα και το χωριό Σπάτα της Σταμάτας ανήκαν στο Δήμο Μαραθώνα, σύμφωνα με το δελτίο δομικής νομοθεσίας του 1833, ενώ η περιοχή της Σταμάτας αναγνωρίσθηκε ως συνοικισμός και αυτονομήθηκε από το Δήμο Μαραθώνα το έτος 1929 με το από 4.7.1929 π.δ. Περαιτέρω, ο εκκαλών επικαλείται την υπ’ αριθμ. ./24.11.1997 διαπιστωτική πράξη του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, σύμφωνα με την οποία υφίστανται οι προϋποθέσεις για χαρακτηρισμό του οικισμού “Σταμάτα – Σπάτα” του Νομού Αττικής ως νομίμως προϋφιστάμενου του έτους 1923, ενώ ο καθορισμός των ορίων θα ακολουθήσει κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 2 του π.δ της 2/13.3.1981 (Δ΄ 138). Επίσης, γίνεται αναφορά στον καθορισμό ορίων του οικισμού το έτος 2007, στην υποβολή αιτήματος εγκρίσεως αυτών από την κοινότητα Σταμάτας στο Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, στον ΟΡΣΑ και στο ΥΠΕΚΑ, και στην επαναφορά του αιτήματος αυτού το έτος 2011 από τη Δημοτική Κοινότητα Σταμάτας του Δήμου Διονύσου, καθώς και στην έγκριση με την υπ’ αριθμ. 259/2012 απόφαση του Δημοτικού συμβουλίου του Δήμου αυτού των τελικώς διαμορφωμένων ορίων, όπως αυτά είχαν προταθεί από τη Δημοτική Κοινότητα Σταμάτας, τα οποία διέφεραν ελάχιστα από τα προταθέντα το έτος 2007 όρια. Περαιτέρω, αναφέρεται ότι το αίτημα έγκρισης των ορίων υπεβλήθη για θεώρηση και έγκριση στην Πολεοδομία Καπανδριτίου, στο Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής και στο Διευθυντή Προστασίας Δασών του ΥΠΕΚΑ, οι οποίοι δεν προέβαλαν οποιεσδήποτε αντιρρήσεις και προώθησαν το αίτημα έγκρισης ορίων του οικισμού στο ΥΠΕΚΑ. Ο εκκαλών προβάλλει ότι η απόρριψη ως απαραδέκτου του προβληθέντος λόγου ακυρώσεως ότι η φερόμενη ιδιοκτησία του περιλαμβάνεται εντός του οικισμού Σταμάτα – Σπάτα έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 4457/2005, 4454/2005, 282/2005, 1578/2003, 4254/2009, 3181/ 2012, 4989/2013) και του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (ΔΕφΑθ 2293/2018) την οποία επικαλείται παραδεκτώς με την από 10.6.2019 έγγραφη γνωστοποίηση του άρθρου 58 παρ. 1 εδ β του π.δ. 18/1989, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016. Με τη νομολογία αυτή έγινε δεκτό, καθ’ ερμηνεία των εφαρμοστέων και εν προκειμένω διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1, παρ. 2 και 6 περ. ε, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης επανακήρυξης της αναδάσωσης, ότι δεν έχουν το χαρακτήρα δάσους και δασικής έκτασης, μεταξύ άλλων, εκτάσεις συμπεριλαμβανόμενες εντός ορίων οικισμών προϋφιστάμενων του 1923. Ως οικισμοί δε προϋφιστάμενοι του έτους 1923, νοούνται, σύμφωνα με την ανωτέρω νομολογία, όχι μόνον εκείνοι που έχουν νομίμως οριοθετηθεί, αλλά και εκείνοι, για τους οποίους προκύπτει ότι πράγματι προϋπήρχαν του έτους 1923, έστω και αν δεν έχουν νομίμως οριοθετηθεί. Στην τελευταία όμως, περίπτωση, η αρμόδια για την εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας διοικητική αρχή, όπως κρίθηκε με τις ανωτέρω αποφάσεις, δεν δεσμεύεται από την κανονιστικού χαρακτήρα μη νόμιμη πράξη οριοθέτησης του προϋφιστάμενου του 1923 οικισμού, αλλά οφείλει να εκφέρει δική της αιτιολογημένη κρίση, αφενός μεν ως προς το ζήτημα αν υφίστατο πράγματι στην περιοχή οικισμός προϋφιστάμενος του 1923 και, αφετέρου αν το συγκεκριμένο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού. Περαιτέρω, δεν αποκλείεται μεν να περιλαμβάνονται εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα στα όρια οικισμού προϋφιστάμενου του 1923, η κρίση όμως των δασικών οργάνων ότι η έκταση, για την οποία πρόκειται, αν και εμπίπτει στα όρια οικισμού, έστω και μη νομίμως οριοθετηθέντος, έχει, παρά ταύτα, χαρακτήρα δάσους ή δασική έκτασης, πρέπει, σύμφωνα με την ανωτέρω νομολογία, να αιτιολογείται ειδικώς. Με τα δεδομένα αυτά η απόρριψη ως απαραδέκτου λόγου ακυρώσεως ότι η επίδικη έκταση δεν υπάγεται στις διατάξεις του ν. 998/1979, διότι περιλαμβάνεται εντός προϋφιστάμενου του έτους 1923 οικισμού, έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία που μνημονεύεται στην από 10.6.2019 γνωστοποίηση του εκκαλούντος, όπως βασίμως προβάλλεται. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση, ασκείται παραδεκτώς,κατά την έννοια του άρθρου 58 παρ. 1 εδαφ. β΄ του π. δ/τος 18/1989. Kατόπιν τούτου, η κρινόμενη έφεση, η οποία ασκείται εν γένει παραδεκτώς, πρέπει να εξετασθεί, κατ’ ουσίαν, ως προς τον ανωτέρω λόγο εφέσεως, ότι δηλαδή μη νομίμως απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως απαράδεκτος ο λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη ιδιοκτησία περιλαμβάνεται εντός του προϋφιστάμενου του έτους 1923 οικισμού Σταμάτας – Σπάτα, με την αιτιολογία ότι το ζήτημα αυτό κρίθηκε οριστικώς με την ./22.3.1982 απόφαση του Νομάρχη Αν. Αττικής. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω και ενόψει του προβληθέντος λόγου ακυρώσεως, το δικάσαν δικαστήριο θα έπρεπε να είχε διατυπώσει ειδική κρίση, ως προς το αν υπήρχε προϋφιστάμενος του έτους 1923, νομίμως οριοθετημένος οικισμός και, σε περίπτωση που δεν υπήρχε, να είχε εξετάσει εάν η αρμόδια δασική αρχή είχε διατυπώσει δική της αιτιολογημένη κρίση, ως προς το ζήτημα της ύπαρξης στην περιοχή οικισμού προϋφιστάμενου του 1923 και αν το επίμαχο ακίνητο ενέπιπτε στα πραγματικά όρια του εν λόγω οικισμού.
9. Επειδή, κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το μέρος που απέρριψε ως απαράδεκτο λόγο ακυρώσεως ότι η επίδικη έκταση δεν υπάγεται στις προστατευτικές διατάξεις για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, καθώς εμπίπτει εντός προϋφιστάμενου του έτους 1923 οικισμού της Σταμάτας και στη συνέχεια να εξετασθεί, κατά το μέρος τούτο, σύμφωνα με το άρθρο 64 του π. δ/τος 18/1989 η από 11.4.2010 αίτηση ακυρώσεως, η οποία ασκείται με προφανές έννομο συμφέρον, εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς.
10. Επειδή, όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στον φάκελο της δικογραφίας στοιχεία, δεν προκύπτει ότι η αρμόδια δασική αρχή έλαβε υπόψη την ύπαρξη του οικισμού Σταμάτα-Σπάτα, εάν αυτός προϋφίσταται του 1923, ενώ δεν διετύπωσε κρίση σχετικά με τη θέση του επίδικου ακινήτου σε σχέση με αυτόν, δηλαδή εάν εμπίπτει εντός ή εκτός των ορίων αυτού, ανεξαρτήτως εάν ο εν λόγω οικισμός είχε οριοθετηθεί ή όχι εγκύρως, δεδομένου ότι στην δεύτερη περίπτωση θα έπρεπε, κατά τα προεκτεθέντα, να εκφέρει αιτιολογημένη κρίση αφενός μεν ως προς το ζήτημα αν υφίστατο πράγματι στην περιοχή οικισμός προϋφιστάμενος του 1923 και αφετέρου αν το συγκεκριμένο ακίνητο εμπίπτει στα πραγματικά όρια του οικισμού. Εξάλλου, ενόψει του ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δεν αποκλείεται να περιλαμβάνονται εκτάσεις με δασικό χαρακτήρα στα όρια οικισμού προϋφιστάμενου του 1923, η αρμόδια δασική αρχή θα έπρεπε να διατυπώσει αιτιολογημένη κρίση, σε περίπτωση που έκρινε ότι η επίδικη έκταση ενέπιπτε εντός του οικισμού, αν μπορεί να συγκροτηθεί δασικό οικοσύστημα στο επίδικο ακίνητο. Με τα δεδομένα αυτά, η κρίση της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, ως προς το δασικό χαρακτήρα του επίμαχου ακινήτου, είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, και, επομένως, πρέπει, για το λόγο αυτό που βασίμως προβάλλεται,να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση, προκειμένου να εκφέρει αιτιολογημένη, σύμφωνα με τα ανωτέρω, κρίση, ως προς το αν ο οικισμός της Σταμάτας είναι προϋφιστάμενος του 1923 και, σε καταφατική περίπτωση, ως προς τη θέση του συγκεκριμένου ακινήτου σε σχέση με τον οικισμό και ως προς τη συγκρότηση δασικού οικοσυστήματος στο ακίνητο αυτό ενόψει και της σχέσης του με τον οικισμό.
11. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 466/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της εφέσεως.
Δικάζει την από 11.4.2010 αίτηση ακυρώσεως, την οποία δέχεται.
Ακυρώνει την υπ’ αριθμ. ./2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής κατά το μέρος αυτής, με το οποίο επανακηρύχθηκε ως αναδασωτέα έκταση εμβαδού 684,45 τ.μ. και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση προς νέα νόμιμη κρίση κατά το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της αιτήσεως ακυρώσεως.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2019
Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου Γεωργία Σιμάτη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 4ης Αυγούστου 2022.
Η Πρόεδρος Η Γραμματέας
Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου Γεωργία Σιμάτη