ΤρΔΠρΑθ Α2782/2023
Αστική ευθύνη δημοσίου – Αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου – Διαφυγόντα κέρδη – Κατάληψη ακινήτου και διαμόρφωση σε κοινόχρηστο χώρο – Μη συντέλεση κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης – Αδικαιολόγητος πλουτισμός -.
Ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Προϋποθέσεις. Αποζημίωση για τη στέρηση ιδιοκτησίας σε περίπτωση απαλλοτρίωσης. Εάν πριν από τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως το Δημόσιο ή ο Δήμος καταλάβει το απαλλοτριωθέν πράγμα, ιδρύεται κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ ευθύνη του Δημοσίου ή του Δήμου αντιστοίχως προς αποζημίωση του καθ’ ου η απαλλοτρίωση. Ρυμοτόμηση ακινήτου. Εξομοιώνεται με απαλλοτρίωση. Διαδικασία χορήγησης αδειών ίδρυσης και λειτουργίας υπαίθριων σταθμών αυτοκινήτων. Αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Απόρριψη ισχυρισμού περί κτήσεως της κυριότητας του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία λόγω παρέλευσης 20 ετών κατοχής του ακινήτου και άσκησης κυριαρχικών πράξεων νομής διανοία κυρίου. Δεν αποδεικνύεται το πνευματικό στοιχείο της διανοίας κυρίου. Παραγραφή αξιώσεων κατά Δημοσίου ή ΟΤΑ. Η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων της για αποζημίωση άρχιζε από το τέλος κάθε έτους κατά το οποίο διατηρείτο η ως άνω κατάληψη του ένδικου ακινήτου. Απόρριψη αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ για την αποκατάσταση υλικής ζημίας (διαφυγόντος κέρδους) που η ενάγουσα υπέστη από τη διατήρηση της κατάληψης και διαμόρφωσης σε κοινόχρηστο χώρο ακινήτου ιδιοκτησίας της, που έλαβαν χώρα χωρίς να έχει συντελεστεί η κηρυχθείσα για τον σκοπό αυτό απαλλοτρίωση υπέρ του εναγομένου.
Αριθμός απόφασης: Α2782/2023
Αριθμός Εισαγωγής: ΑΓ ./2014
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 26° Τριμελές
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 28 Φεβρουαρίου 2022, με δικαστές τους: Θάλεια Τούλια, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Κωνσταντίνο Τσογλή, Πρωτοδίκη Δ.Δ., Φιλιππία – Μαρία Φιαμέγκου (εισηγήτρια), Πάρεδρο Δ.Δ., και γραμματέα την Βασιλεία – Ειρήνη Ανδριώτου, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την αγωγή, με ημερομηνία κατάθεσης 16.12.2014,
της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αιόλου αρ. 86), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως καθολικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «Ανώνυμος Εταιρεία Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος», η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Ανδριανής Παπαδοπούλου,
κ α τ ά
των: 1) Δήμου Αθηναίων, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Δήμαρχο του, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Στυλιανού Μπεζαντέ, 2) Περιφέρειας Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Περιφερειάρχη, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Μαργαρίτας Γιαννόπουλου και 3) Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Ν.Σ.Κ., Μαρίας Τριανταφυλλοπούλου.
Κατά τη συζήτηση, η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας που παρέστη στο ακροατήριο ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως το αίτημα της νομίμως μετατράπηκε, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, η υποχρέωση του εναγόμενου Δήμου, να της καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, το ποσό των 474.843,60 ευρώ. Το ποσό αυτό ζητείται ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α’ 164), για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας (διαφυγόντος κέρδους), που υπέστη κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2009 έως 31.07.2013, από τη διατήρηση της παράνομης, κατά τους ισχυρισμούς της, κατάληψης και διαμόρφωσης σε κοινόχρηστο χώρο ακινήτου, ιδιοκτησίας της, που έλαβαν χώρα χωρίς να έχει συντελεστεί η κηρυχθείσα για τον σκοπό αυτό υπέρ του εναγόμενου απαλλοτρίωση. Επικουρικά, δε, επιδιώκει την καταβολή του ανωτέρω ποσού κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατ’ άρθρο 904 επ. του Α.Κ., επικαλούμενη την αντίστοιχη ωφέλεια που αποκόμισε, παρανόμως, ο εναγόμενος Δήμος Αθηναίων σε βάρος της περιουσίας της, υπό τη μορφή της εξοικονόμησης δαπάνης εκμίσθωσης άλλου όμοιου ακινήτου.
2. Επειδή, η αγωγή στρέφεται αποκλειστικά κατά του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος, άλλωστε, και μόνον νομιμοποιείται παθητικώς στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 71 παρ.1 και 72 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97, εφεξής Κ.Δ.Δ.), καθόσον οι ένδικες αξιώσεις ερείδονται στις προβαλλόμενες ως άνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις του. Κατά συνέπεια, η Περιφέρεια Αττικής, καθώς και το Ελληνικό Δημόσιο μη νόμιμα κλητεύθηκαν για να παρασταθούν στην παρούσα δίκη και πρέπει, ως εκ τούτου, να αποβληθούν από αυτή.
3. Επειδή, το εναγόμενο, με το από 25.02.2022 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα του, προβάλλει ένσταση αοριστίας της αγωγής τόσο ως προς την κύρια (άρθρα 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ.), όσο και ως προς την επικουρική νομική της βάση (άρθρα 904 επ. Α.Κ.). Ωστόσο, η εν λόγω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολο της, καθόσον, το εν λόγω δικόγραφο περιλαμβάνει όλα τα νόμιμα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 73 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., και ειδικότερα: α) καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η αξίωση, β) σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών, ήτοι σαφή έκθεση της αποδιδόμενης στα όργανα του εναγόμενου Δήμου παρανομίας, καθώς και σαφή έκθεση των λόγων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αξίωση και γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα (πρβλ. ΣτΕ 116/2019 σκ. 10, 324/2015, 3141/2011, 8/2010 κά). Περαιτέρω, στο δικόγραφο της αγωγής γίνεται μνεία των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που καθιστούν πιθανό το αιτούμενο διαφυγόν κέρδος (ΣτΕ 435/2018, 528/2014, 1630/2012, 750/2011, 1479/2006), αρκεί δε η αναφορά σε αυτό ότι το εν λόγω κέρδος θα πραγματοποιούταν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και με πιθανότητα, έστω και αν δεν γίνεται επίκληση κανενός προπαρασκευστικού μέτρου (Σ.τ.Ε. 2108/2019, 11/2010, 2255/2012 7μ., Α.Π. 41/1994). Κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αγωγή, η οποία έχει ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.
4. Επειδή, το άρθρο 17 του Συντάγματος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος. 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο. Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό. Στην απόφαση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης […] 3. […] 4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια […] Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη. […] Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως. […] ». Οι ως άνω συνταγματικές διατάξεις, που εξειδικεύονται ήδη από τον τυπικό νομοθέτη με τις διατάξεις του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Κ.Α.Α.Α., ν. 2882/2001, Α’ 17), ρυθμίζουν, μεν, ειδικά και αποκλειστικά, τον καθορισμό της αποζημίωσης για την απαλλοτριούμενη ιδιοκτησία από κάθε αιτία, πλην, όμως, δεν αποκλείουν την εφαρμογή, για άλλα σχετικά ζητήματα, των γενικών διατάξεων που διέπουν την αστική ευθύνη του Δημοσίου και των λοιπών φορέων δημόοιας εξουοίας, ήτοι των διατάξεων των άρθρων 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση παράνομης και ζημιογόνου διοικητικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που εκδηλώνεται στο πεδίο της δέσμευσης ή στέρησης της ιδιοκτησίας (πρβλ. ΑΕΔ 13/1992, ΑΠ 297/2018 κ.ά.), και προβλέπουν αποζημίωση του θιγομένου από κάθε παράνομη πράξη ή παράλειψη. Η τελευταία αυτή αποζημίωση, η οποία επιδικάζεται από τα διοικητικά δικαστήρια, διαφέρει, κατά τον χαρακτήρα και τις προϋποθέσεις της, από την καταβλητέα στον ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος ακινήτου αποζημίωση, η οποία καθορίζεται βάσει του Συντάγματος και των διατάξεων του τυπικού νόμου που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή του και δεν αποσκοπεί στην αποκατάσταση ζημίας από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της κυρωθείσας με το άρθρο πρώτο του ν.δ.53/1974 (Α’256) Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Οι δύο τελευταίες διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν περιπτώσεις επέμβασης στο δικαίωμα της αδιατάρακτης χρήσης και κάρπωσης της περιουσίας, πρέπει να ερμηνεύονται ενόψει του γενικού κανόνα ο οποίος διατυπώνεται στην πρώτη διάταξη. Επομένως, σε κάθε περίπτωση επέμβασης στην περιουσία ενός προσώπου, πρέπει να εξασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου [Ε.Δ.Δ.Α. 6.12.2007 Ζ.ΑΝΤ.Ε. – Μαραθονήσι Α.Ε. κατά Ελλάδος, 21.2.2008 Ανώνυμη Τουριστική Εταιρεία Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδος, 3.5.2011 Παραθεριστικός Οικοδομικός Συνεταιρισμός Στεγάσεως Υπαλλήλων Τραπέζης της Ελλάδος κατά Ελλάδος, 19.7.2011 Βάρφης κατά Ελλάδος, ΣτΕ 2707/2009, 2850/2012, 4926/2013, 2165/2013, καθώς και Ε.Δ.Δ.Α. 15.2.2001 Πιαλόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδας και απόφαση της 7.9.2017 Πιαλόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδας (αρ.2), απόφαση της 18.2.2010 Πεχλιβανίδης και λοιποί κατά Ελλάδας κ.ά.].
5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την ….. άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος […]», στο δε άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από την παράνομη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης (ΣτΕ 4331/2000), αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι κατά τα ανωτέρω πράξεις, υλικές ενέργειες ή παραλείψεις αυτών συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών τους και δεν οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα του οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (ΣτΕ 1594/2010, 1018/2008, 1042/2007, 2607, 1476, 1408, 788/2006 κ.α.). Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις, προκύπτει ότι η επίκληση και η απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας εκ μέρους του διοικούμενου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να του επιδικασθεί αποζημίωση και συνεπώς δεν καταβάλλεται αποζημίωση εκ μόνου του λόγου ότι υφίσταται παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου, χωρίς την απόδειξη συγκεκριμένης κατά νόμον ζημίας (ΣτΕ 4913/1998). Επιπροσθέτως, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης σύνδεσμος υφίσταται όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα (ΣτΕ 7μ. 322/2009, 334/2008, ΣτΕ 3839/2012, 1024/2005, πρβλ. Α.Π. 425/2006).
6. Επειδή, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις, ο ιδιοκτήτης απαλλοτριούμενου ακινήτου λαμβάνει, λόγω της στέρησης της ιδιοκτησίας του, πλήρη αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή ισούται με την πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου του, όπως προσδιορίζεται εγκαίρως και επικαίρως από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια με ειδική διαδικασία, που διεξάγεται κατ’ αντιμωλία και περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης σε πρώτο βαθμό και οριστικό καθορισμό της αποζημίωσης σε δεύτερο βαθμό. Η αποζημίωση, κατά ρητή συνταγματική επιταγή, καταβάλλεται εντός ενάμισι έτους από τον προσωρινό καθορισμό της, άλλως η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως και το ακίνητο παραμένει στην κυριότητα του ιδιοκτήτη. Περαιτέρω, από τις αυτές ως άνω διατάξεις συνάγεται σαφώς ότι μέχρι την κατά τα ανωτέρω συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως εκείνος στον οποίο ανήκει το πράγμα δεν παύει να είναι ιδιοκτήτης αυτού και επομένως να έχει ακέραιες τις ανήκουσες κατά νόμο στον κύριο εξουσίες νομής και απόλαυσης κάθε είδους ωφέλειας που μπορεί να παραγάγει τούτο. Επομένως, εάν πριν από τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως το Δημόσιο ή ο Δήμος, παρά την από τις μνημονευόμενες διατάξεις απαγόρευση, καταλάβει το απαλλοτριωθέν πράγμα, ιδρύεται κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ, ευθύνη του Δημοσίου ή του Δήμου αντιστοίχως προς αποζημίωση του καθ’ ου η απαλλοτρίωση (ΑΠ 356/1968, 208/1969). Η αποζημίωση περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 298 ΑΚ, τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του καθ’ ου η απαλλοτρίωση (θετική ζημία) και το διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία). Ως θετική ζημία προδήλως δεν μπορεί να θεωρηθεί η αξία του απαλλοτριωθέντος, αφού κατά την προμνημονευθείσα διάταξη του Συντάγματος, πριν από τη συντέλεση της απαλλοτριώσεως τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη διατηρούνται ακέραια και δεν μεθίσταται η κυριότητα (ΑΠ 14/1934, ΔΕΑΘ 3533/2004). Ως διαφυγόν κέρδος, συνιστάμενο στη ματαίωση της αύξησης της περιουσίας του ζημιωθέντος, λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς, κατά πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, ενόψει των οποίων επρόκειτο να επέλθει και δεν επήλθε εξαιτίας του ζημιογόνου γεγονότος. Αυτό, κατά κανόνα, δεν είναι επιδεκτικό αποδείξεως κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατός ο σχηματισμός πλήρους δικανικής πεποίθησης, κι ως εκ τούτου, επιτρέπεται στον δικαστή να αρκεστεί στην πιθανότητα μελλοντικής απόκτησης του, η οποία υφίσταται όταν συντρέχουν ικανοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ της αλήθειας και δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ή τα διδάγματα της κοινής πείρας το αντίθετο περί τούτου (πρβλ. ΣτΕ 7μ. 757/2019, 2706/2009, ΣτΕ 2108/2019, 3696/2015, 4714/2012, 750/2011, 1025/2008). Περαιτέρω, προς απαλλοτρίωση εξομοιούται, κατά το αυτό σύστημα, και η μερική ή ολική ρυμοτόμηση ακινήτου, δηλαδή ο χαρακτηρισμός του ως κοινόχρηστου χώρου, με την πράξη έγκρισης, αναθεώρησης, τροποποίησης ή επέκτασης ρυμοτομικού σχεδίου ή έγκρισης πολεοδομικής μελέτης (ΣτΕ Ολομ. 488/1991, ΣτΕ 1421/2014, 1737/2012, 1988/2010, 3117/2004, 2753/1994 κ.ά.). Όταν, εξάλλου, το ακίνητο ρυμοτομείται κατά την ανωτέρω έννοια ή έστω δεσμεύεται για λόγους πολεοδομικούς, δηλαδή για την ανέγερση κτιρίων κοινής ωφέλειας, τότε η ιδιοκτησία υφίσταται ένα πολεοδομικό βάρος, του οποίου η διατήρηση, προκειμένου να μην αντιβαίνει προς τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας, μπορεί να διατηρείται μόνο για εύλογο χρόνο. Ενώ, το εν λόγω πολεοδομικό (νομικό και οικονομικό) βάρος, το οποίο συνεπάγεται για την ιδιοκτησία η κήρυξη της απαλλοτρίωσης, υφίσταται για όσο χρονικό διάστημα καθυστερεί η καταβολή της αποζημίωσης, ανεξαρτήτως εάν έχει λάβει χώρα ή όχι και κατάληψη του ακινήτου, η δε υποχρέωση συντέλεσης της απαλλοτρίωσης δεν εξαρτάται από τις τυχόν σχετικές ενέργειες του ενδιαφερόμενου ιδιοκτήτη καθόσον το βάρος για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και για την καταβολή της αποζημίωσης το φέρει η Διοίκηση (πρβλ. και ΣτΕ 2482/2009, 3856/2008). Την κρίση δε περί του κατά πόσον ο χρόνος διατήρησης του πολεοδομικού βάρους υπερβαίνει τον εύλογο, εκφέρουν, καταρχήν, τα αρμόδια, κατά τον νόμο τακτικά διοικητικά δικαστήρια (άρθρο 11 του Κ.Α.Α.Α.), ενώπιον των οποίων ο ιδιοκτήτης έχει τη δυνατότητα να προσφύγει, ισχυριζόμενος ότι ο χρόνος δέσμευσης του ακινήτου του έχει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπερβεί τον εύλογο, ζητώντας την αποδέσμευση της ιδιοκτησίας του, εφ’ όσον, όμως, προηγουμένως απευθύνει αίτηση προς άρση της δέσμευσης στη Διοίκηση. Αν η προσφυγή του ιδιοκτήτη του ακινήτου γίνει δεκτή, η Διοίκηση οφείλει, κατ’ αρχήν, να προβεί στην άρση της απαλλοτρίωσης, που δεν έχει συντελεσθεί με την καταβολή πλήρους αποζημίωσης, ή του ρυμοτομικού βάρους, οπότε ο ιδιοκτήτης ανακτά όλο το εύρος των δικαιωμάτων του επί του ακινήτου, χωρίς, βεβαίως, να αποκλείεται η επαναδέσμευσή του, στην οποία η Διοίκηση δικαιούται να προβεί υπό προϋποθέσεις. Εξάλλου, στην ίδια αυτή περίπτωση διατήρησης της απαλλοτρίωσης ή του πολεοδομικού βάρους πέραν του εύλογου αυτού χρόνου χωρίς να έχει καταβληθεί αποζημίωση, με συνέπεια τον περιορισμό της χρήσης και κάρπωσης του ακινήτου κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ο ιδιοκτήτης, πέραν της εξυπακουόμενης δυνατότητας του να ζητήσει την άρση της δέσμευσης του ακινήτου του, έχει τη δυνατότητα να ζητεί, κατά περιοδικά χρονικά διαστήματα ή εφάπαξ, ανάλογη αποζημίωση για την εν λόγω δέσμευση (πρβλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ, Δ. Καραγιάννης κ.λπ. κατά Ελλάδος, 51354/99, της 16.1.2003 σκ. 41- 43 και της 15.7.2004 σκ.13, βλ. και απόφαση ΕΔΔΑ, Barcza και λοιποί κατά Ουγγαρίας, 50811/10, σκ. 47 και 50-54). Η επιδίκαση της ανάλογης αποζημίωσης για τη στέρηση της χρήσης του προϋποθέτει παρεμπίπτουσα κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου ότι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η δέσμευση υπερβαίνει το εύλογο, την κρίση δε αυτή εκφέρει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τη διάγνωση της υπέρβασης του εύλογου χρόνου στην προαναφερόμενη περίπτωση που ζητείται η άρση της δέσμευσης (ΣτΕ 7μ. 393/2021). Περαιτέρω, αν, παρά τη δικαστική διάγνωση της υπέρβασης του εύλογου χρόνου, η Διοίκηση καθυστερήσει την αποδέσμευση ή την επαναδέσμευσή, με άμεση, στην τελευταία αυτή περίπτωση, καταβολή της αποζημίωσης, τότε ο ιδιοκτήτης δικαιούται την προεκτεθείσα ανάλογη αποζημίωση, διατηρώντας και όλα τα λοιπά δικαιώματα του (ΣτΕ 1813/2018 σκ.5). Επίσης, στην περίπτωση επαναδέσμευσης του ακινήτου η Διοίκηση οφείλει σε σύντομο χρονικό διάστημα να περαιώσει τη διαδικασία της απαλλοτριώσεως με την καταβολή της αποζημιώσεως στους δικαιούχους, διαφορετικά αυτοί θα δικαιούνται, εκτός από άλλες τυχόν αξιώσεις τους, σε άμεση υποβολή αιτήματος προς άρση της επιβληθείσας επαναδεσμεύσεως, η οποία στην περίπτωση αυτή θα είναι υποχρεωτική (ΣτΕ 379/2019, σκ 11, 1262/2018, 2142/2016 επταμ.).
7. Επειδή, στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.δ. 511/1970 «Περί ιδρύσεως και λειτουργίας πρατηρίων υγρών καυσίμων, σταθμών αυτοκινήτων, πλυντηρίων αυτοκινήτων και περί κυκλοφοριακής συνδέσεως εγκαταστάσεων μετά οδών» (Α’ 91), όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάσταση της με την περ. β του άρθρου 45 του ν. 2773/1999 (Α’ 286) ορίζονται τα εξής: «2. Με Προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Μεταφορών και Επικοινωνιών, καθορίζονται τα αρμόδια όργανα, οι όροι και οι προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας πρατηρίων καυσίμων, πάσης φύσεως σταθμών αυτοκινήτων, πλυντηρίων και λιπαντήρων αυτοκινήτων κειμένων εντός και εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων, καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις για την κυκλοφοριακή σύνδεση των ανωτέρω εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων με εθνικές, επαρχιακές, δημοτικές και κοινοτικές οδούς». Με βάση την εξουσιοδοτική αυτή διάταξη εκδόθηκε το π.δ. 455/1976 «Περί όρων και προϋποθέσεων ιδρύσεως και λειτουργίας σταθμών αυτοκινήτων» (Α’ 169), το οποίο ορίζει στο άρθρο 1 ότι «1. Οι σταθμοί αυτοκινήτων διακρίνονται εις τας κάτωθι κατηγορίας: α) Εις εστεγασμένους. β) Εις υπαιθρίους. 2. Από απόψεως χρήσεως οι ως άνω σταθμοί διακρίνονται εις: α) Ιδιωτικής χρήσεως και β) Δημοσίας χρήσεως, χρησιμοποιούμενους δια στάθμευσιν αυτοκινήτων επί καταβολή φυλάκτρων. 3. […]. Στο άρθρο 27 του πιο πάνω π.δ/τος ορίζεται ότι «1. Υπαίθριος σταθμός χαρακτηρίζεται ακάλυπτος χώρος χρησιμοποιούμενος δια την στάθμευσιν, ολικήν ή μερικήν διημέρευσιν ή διανυκτέρευσιν, δέκα αυτοκινήτων και άνω. 2. Ωφέλιμος επιφάνεια υπαιθρίου σταθμού καλείται η περιβαλλόμενη υπό των ορίων διατιθεμένου ιδιοκτήτου ή μεμισθωμένου ελευθέρου ακαλύπτου χώρου, ταύτης εξικνουμένης μέχρι της εκάστοτε ρυμοτομικής γραμμής. 3. Η δια τον υπολογισμόν της ωφελίμου εις αυτοκίνητα χωρητικότητας ενός υπαιθρίου σταθμού έκτασις, συνυπολογιζομένων και των απαραιτήτων διαδρόμων κ.λπ., ορίζεται εις 20 τ.μ. ανά αυτοκίνητον». Στο άρθρο 28 του ίδιου π.δ. καθορίζονται οι προϋποθέσεις και οι όροι ίδρυσης και λειτουργίας των υπαίθριων σταθμών αυτοκινήτων και, ειδικότερα, στις παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι «1. Η θέση των υπαίθριων σταθμών αυτοκινήτων είναι τέτοια, ώστε η λειτουργία τους να μην επηρεάζει δυσμενώς την ομαλή και ασφαλή διεξαγωγή της κυκλοφορίας και τα τυχόν υφιστάμενα, σε άμεση γειτνίαση ή παρακείμενα εκπαιδευτήρια, γηροκομεία και άσυλα εν γένει ή την εμφάνιση της περιοχής. 2. Σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται η ίδρυση υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων σε άμεση γειτνίαση κατά την έννοια της περ. γ* της παρ. 2 του άρθρου 3 του παρόντος, με νοσηλευτικά ιδρύματα εν γένει και αποθήκες εύφλεκτων ή εκρηκτικών υλών ή πάνω από υφιστάμενους υπόγειους χώρους» και στην παρ. 7 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι «Έκαστος υπαίθριος σταθμός: α) φέρει περιτοίχισιν ή περίφραξιν εξ ακαύστου υλικού […] β) έχει επιστρωμένην την ωφέλιμόν του επιφάνειαν δι’ ασφαλτικού τάπητος, γ) έχει διαγραμμισθή επί του δαπέδου η διάταξις των προς στάθμευσιν αυτοκινήτων, δ) διαθέτει είσοδον έξοδον πλάτους 3.00 έως 6.00 μ. κατά την κρίσιν της υπηρεσίας αναλόγως του μεγέθους του σταθμού, προ εκάστης δε σειράς αυτοκινήτων αφίεται διάδρομος πλάτους από 3.00 μ. μέχρις 6.00 μ. τουλάχιστον αναλόγως της διατάξεως σταθμεύσεως των αυτοκινήτων […], ε) διαθέτει γραφείον κινήσεως κατεσκευασμένον εξ ακαύστου υλικού, στ) φέρει ανηρτημένην πινακίδα εμφαίνουσα τον αριθμόν και την διάταξιν των θέσεων σταθμεύσεως». Περαιτέρω, στο άρθρο 29 του π.δ. 455/1976 ορίζεται ότι «1. Αι άδειαι ιδρύσεως των υπαιθρίων σταθμών αυτοκινήτων εξαμήνου ισχύος, χορηγούνται υπό των κατά τόπους Νομαρχιών τη υποβολή υπό των ενδιαφερομένων των κάτωθι δικαιολογητικών: α) Αιτήσεως, β) τοπογραφικού σχεδιαγράμματος της περιοχής συντεταγμένου και υπογεγραμμένου υπό του κατά νόμον υπευθύνου μηχανικού εις τριπλούν υπό κλίμακα 1:2000 και εις ακτίνα 50 μέτρων, εις ο σημειούται η θέσις και η έκτασις του σταθμού και η επ’ αυτής ρυμοτομική γραμμή, τα πλάτη των οδών και η επ’ αυτών πορεία των οχημάτων ως και το είδος των γειτονικών προς τον σταθμόν κτισμάτων και χώρων, γ) υπευθύνου δηλώσεως του αιτούντος συμφώνως προς τας διατάξεις του Ν.Δ. 105/69 ότι έχει νόμιμον δικαίωμα δια την χρησιμοποίησιν του ακινήτου ως υπαιθρίου σταθμού, δ) σχεδιαγράμματος εις τριπλούν της κυκλοφοριακής διατάξεως των χώρων σταθμεύσεως μετά των διαδρόμων προσπελάσεως υπό κλίμακα 1:100 ή 1:50. 2. Η άδεια λειτουργίας των υπαιθρίων σταθμών αυτοκινήτων εις ην αναγράφεται ο αριθμός των θέσεων σταθμεύσεως, χορηγείται μετά διενέργειαν υπό της Επιτροπής του άρθρου 23 του παρόντος αυτοψίας προς διαπίστωσιν της τηρήσεως των εν τω παρόντι όρων και λοιπών αναγκαιουσών προϋποθέσεων και μετά την υποβολήν υπό των ενδιαφερομένων βεβαιώσεως της οικείας Οικονομικής Εφορίας εμφαινούσης ότι υπεβλήθη υπ’ αυτών δήλωσις περί της εκμεταλλεύσεως του υπ’ όψιν σταθμού. 3. Η κατά το παρόν άρθρον χορηγούμενη άδεια λειτουργίας υπαιθρίου σταθμού αυτοκινήτων είναι ισχύος τριών (3) ετών, δυναμένη να ανανεούται ανά τριετίαν. 4. […] ».
8. Επειδή, ειδικότερα, για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 298 του Α.Κ. αρκεί η πραγματική δυνατότητα του ζημιωθέντος προς πορισμό εισοδήματος, με την προϋπόθεση βεβαίως ότι τούτο δεν πρέπει να οφείλεται σε αιτία παράνομη ή ανήθικη, δηλαδή σε παραβίαση νόμιμης απαγόρευσης που αφορά αυτήν την ίδια τη δραστηριότητα από την οποία ο πορισμός του διαφυγόντος κέρδους. Το τελευταίο όμως αυτό δεν συμβαίνει προκειμένου για επαγγελματική ή άλλη δραστηριότητα για την άσκηση της οποίας ο νόμος απαιτεί τη χορήγηση άδειας της διοικητικής αρχής, όπως στην περίπτωση του άρθρου 29 του π.δ. 455/1976, που καθορίζει τη διαδικασία χορήγησης των αδειών ίδρυσης και λειτουργίας υπαίθριων σταθμών αυτοκινήτων. Επομένως, εκείνος που αξιώνει το διαφυγόν κέρδος από την εκμίσθωση ακινήτου του ως υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων δεν είναι αναγκαίο να επικαλείται ότι αυτός ή ο μισθωτής του είχε εφοδιαστεί με τις σχετικές άδειες ίδρυσης και λειτουργίας της επιχείρησης. Αρκεί ότι είχε τη δυνατότητα πορισμού του εν λόγω διαφυγόντος κέρδους, το οποίο, καθ’ αυτό, δεν οφείλεται σε αιτία παράνομη ή ανήθικη, με βάση την πιθανότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί για την απόκτηση των διοικητικών αδειών ίδρυσης και λειτουργίας (πρβλ. ΣτΕ 750/2011). Τέλος, η λήψη των προπαρασκευαστικών μέτρων τίθεται ως προϋπόθεση από τη διάταξη του άρθρου 298 του Α.Κ., για να δικαιολογηθεί η προσδοκία του διαφυγόντος κέρδους, διαζευκτικώς και όχι σωρευτικώς προς τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και την αντίστοιχη πιθανότητα (Σ.τ.Ε. 2108/2019, 2255/2012 7μ., 11/2010).
9. Επειδή, εξάλλου, κατά το άρθρο 904 παρ. 1 εδ. α του Α.Κ., «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια». Από τη διάταξη αυτή – η οποία είναι επιβοηθητικής ουσιαστικώς φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΑΠ 2/2019, 1468/2010, 2212/2009 κ.ά., πρβλ. Σ.τ.Ε. 528/2014, 318/2012)- προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε, το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Προσέτι, ωφελήματα είναι όχι μόνον οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος (άρθρο 962 Α.Κ.), ενώ ο πλουτισμός είναι κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης ενός προσώπου, δηλαδή, κάθε, θετική ή αποθετική αύξηση της περιουσίας του και διακρίνεται: 1) στην κτήση δικαιώματος ή άλλης προστατευόμενης έννομης θέσης. Αυτή μπορεί να συνίσταται: α) στην κτήση ενός απόλυτου δικαιώματος (π.χ. κυριότητας), αλλά και της νομής ή κατοχής, ενός πράγματος, β) στην κτήση μιας απαίτησης, εφόσον αυτή αποκτηθεί με εκχώρηση ή με αφηρημένη – αναιτιώδη αναγνώριση χρέους και όχι με αιτιώδη υποσχετική σύμβαση διότι τότε υπάρχει μεν πλουτισμός, αλλά με νόμιμη αιτία (τη σύμβαση) και γ) στην κτήση ενός οποιουδήποτε υλικού ή άϋλου οικονομικού αγαθού (π.χ. εκμετάλλευση ξένου πράγματος) ή μιας προστατευόμενης έννομης θέσης, 2) στην απαλλαγή από βάρη και 3) στην εξοικονόμηση δαπανών (ΑΠ 886/2021, 66/2007, ΑΠ 45/2006), τις οποίες θα διενεργούσε υποθετικά ο υπόχρεος λόγω πραγματικής ανάγκης ή νομικής υποχρέωσης και τις οποίες, στην πραγματικότητα, εξοικονομεί, επειδή χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται αυθαίρετα ξένο πράγμα ή δικαίωμα ή την εργασία ή την υπηρεσία τρίτου. Για να γεννηθεί, όμως, ευθύνη από αδικαιολόγητο πλουτισμό πρέπει αυτός να είναι πραγματικός, δηλαδή, να έχει πράγματι επέλθει, αλλά και συγκεκριμένος, δηλαδή, ο λήπτης να έχει αποκομίσει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τον πλουτισμό, δηλαδή το όφελος που του παρείχε η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος, συνεπεία του οποίου, μεταξύ άλλων, εξοικονομεί τη δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα, οπότε η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα (ΑΠ 540/2002). Επειδή, όμως, η εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης είναι στην πραγματικότητα ο έμμεσος αντίκτυπος από τη κτήση ενός άϋλου αγαθού στην περιουσία του λήπτη (όφελος από τη χρήση ξένου πράγματος), το οποίο δεν μπορεί να αποδοθεί in natura, τελικά αποδίδεται η αντικειμενική του αξία (π.χ. η μισθωτική αξία του ξένου πράγματος). Περαιτέρω, ο τρόπος, με τον οποίο ο λήπτης αποκτά τον πλουτισμό δεν είναι πάντοτε ο ίδιος και, ειδικότερα, μπορεί αυτός να προέρχεται είτε από την παροχή του (“πλουτισμός από παροχή”), δηλαδή, από την ενσυνείδητη και σκόπιμη πράξη του δότη, προς τον λήπτη είτε από την επέμβαση του λήπτη ή τρίτου στην περιουσία του δότη (“πλουτισμός από επέμβαση”), συνήθως με τη μορφή της αυθαίρετης εκμετάλλευσης από τον λήπτη ή τρίτο ενός πράγματος του δότη ή ενός δικαιώματος του τελευταίου, είτε από δαπάνες του δότη, οι οποίες έχουν επωφελή αντίκτυπο στην περιουσία του λήπτη (“πλουτισμός από δαπάνες”), όπως π.χ. στην περίπτωση εξόφλησης ξένου χρέους του λήπτη από τρίτο του άρθρου 317 ΑΚ. Επισημαίνεται, ότι κάθε διαφορετικός τρόπος πλουτισμού δεν γεννά αυτοτελή αξίωση απόδοσης του, διότι όλες οι πιο πάνω περιπτώσεις ρυθμίζονται ενιαία και άμεσα από το γενικό κανόνα του άρθρου 904 παρ. 1α Α.Κ. Εξάλλου, η αξίωση του πλουτισμού αποκαθιστά την “αδικαιολόγητη κτήση” (πλουτισμό) του οφειλέτη και όχι τη ζημιά του δανειστή (την αδικαιολόγητη αφαίρεση) ούτε ο πλουτισμός του λήπτη εξαρτάται πάντοτε από τη ζημία του δότη. Για να υπάρχει, όμως, υποχρέωση απόδοσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αυτός πρέπει ν’ αποκτήθηκε “από την περιουσία άλλου ή με ζημία άλλου”, δηλαδή ο πλουτισμός του λήπτη να συνδέεται αιτιωδώς με τα περιουσιακά στοιχεία ή με τη ζημία του δότη. Επιπλέον, για τη γέννηση της αξίωσης από το άρθρο 904 Α.Κ., ο πλουτισμός του λήπτη πρέπει να επήλθε χωρίς νόμιμη αιτία. Νόμιμη αιτία είναι η έγκυρη σύμβαση (π.χ. η πώληση, σε εκπλήρωση της οποίας μεταβιβάζεται το πράγμα ή καταβάλλεται το τίμημα) και ο νόμος (π.χ. παραγραφή). Αντίθετα, η έλλειψη νόμιμης αιτίας διακρίνεται στις περιπτώσεις του αχρεωστήτου, της αιτίας που δεν επακολούθησε ή έληξε και της παράνομης ή ανήθικης αιτίας. Τέτοια περίπτωση έλλειψης νόμιμης αιτίας συνιστά και η κτήση της νομής με διατάραξη ή με αποβολή που γίνονται παράνομα και χωρίς τη θέληση του νομέα (πρβλ. ΑΠ 886/2021, 66/2007, 45/2006).
10. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με το από 14.9-13.10.1981 π.δ. (Δ’ 570) εγκρίθηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου Αθηνών στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς ., στην περιοχή «Θυμαράκια» ή «Όπλα Αγίου Δημητρίου» Κάτω Πατησίων, με τον χαρακτηρισμό τμήματος του, εμφαινόμενου στο οικείο τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία ΑΒΓΔΑ, ως κοινόχρηστου χώρου πρασίνου. Το μεγαλύτερο τμήμα του χώρου που χαρακτηρίσθηκε ως κοινόχρηστος, κατά τα ανωτέρω, ευρισκόμενο στη συμβολή των οδών .., εμβαδού 2.071,75 τ.μ., φέρεται να ανήκε κατά τον χρόνο της ανωτέρω τροποποίησης στην εταιρεία με την επωνυμία «Ανώνυμος Εταιρεία Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος» (βλ. το υπ’ αριθμ. ./08.04.1974 πωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών, .), η οποία έχει πλέον απορροφηθεί από την ενάγουσα (βλ. το υπ’ αριθμ. ./23.09.1998 Συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών, .), ένα μικρό δε τμήμα αυτού σε ιδιοκτήτες όμορων οικοπέδων. Κατόπιν τούτου και δη τον Ιούλιο του έτους 1982, ο εναγόμενος Δήμος προέβη σε κατάληψη του εν λόγω ακινήτου, καθαιρώντας τον μανδρότοιχό του και διαμορφώνοντας το σε χώρο πρασίνου, παιδική χαρά και γήπεδο καλαθοσφαίρισης. Ακολούθως, κατ’ αυτού η ανώνυμη εταιρεία “Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος” άσκησε, αρχικά, τα από 1.11.1982 ασφαλιστικά μέτρα νομής, τα οποία απορρίφθηκαν με την υπ’ αριθμ. 25/1983 απόφαση του Εισαγγελέως του Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια, την από 01.06.1983 αγωγή περί νομής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επ’ αυτής, δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 8572/1987 απόφαση, η οποία επικυρώθηκε από την υπ’ αριθμ. 10789/1989 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία αναγνωρίστηκε ως νομέας του ακινήτου η ανωτέρω εταιρεία, στην οποία ο εναγόμενος Δήμος διατάχθηκε να το αποδώσει, χωρίς, ωστόσο, εκείνος, να συμμορφωθεί. Μεταγενέστερα και κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος διατάγματος συνετάγη η ./1990 πράξη αναλογισμού του Τμήματος Απαλλοτριώσεων της Νομαρχίας Αθηνών, η οποία κυρώθηκε εν μέρει με την …/1994 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της ίδιας Νομαρχίας, ενώ με την υπ’ αριθμ. 6577/8.7.1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών καθορίσθηκε, για την αποζημίωση του εν λόγω απαλλοτριωθέντος ακινήτου, οριστική τιμή μονάδος, ανερχόμενη στο ποσό των 125.000 δραχμών ανά τετραγωνικό μέτρο. Το οφειλόμενο ποσό, όμως, δεν καταβλήθηκε στην ενάγουσα, η οποία είχε πλέον καταστεί δικαιούχος (λόγω της ως άνω απορρόφησης από αυτήν της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας της Ελλάδος), εντός της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα 18μηνης προθεσμίας από τη δημοσίευση της ανωτέρω δικαστικής απόφασης, ούτε δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εντός της ίδιας προθεσμίας, γνωστοποίηση για παρακατάθεση του ποσού αυτού. Ενόψει τούτου, η ενάγουσα με την από 8.10.2002 αίτηση της προς τη Διοίκηση, αντίγραφα της οποίας υπέβαλε στις 9.10.2002 στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών-Πειραιώς και το Δήμο Αθηναίων, ζήτησε να βεβαιωθεί η αυτοδικαίως επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης του ακινήτου αυτού. Η δε σιωπηρή αρνητική απάντηση της Διοίκησης επ’ αυτής, ακυρώθηκε, μετά την άσκηση προσφυγής από την ενάγουσα, με την υπ’ αριθμ. 5019/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακολούθως, ο Νομάρχης Αθηνών με την υπ’ αριθμ. ./2006 πράξη του, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της από 7.7.2006 ομόφωνης γνωμοδότησης του Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος του Κεντρικού Τομέα της Νομαρχίας Αθηνών (συνεδρίαση .η, πράξη .η) και της σχετικής ./28.6.2006 εισήγησης του Τμήματος Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Κεντρικού Τομέα, αποφάσισε την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αθηναίων με άρση και επανεπιβολή της εν λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ενόψει, ιδίως, του ότι διαπιστώθηκε ότι η τυχόν κατάργηση του επίδικου κοινόχρηστου χώρου – ο οποίος τύγχανε ήδη διαμορφωμένος σε χώρο πρασίνου με παιδική χαρά και γήπεδο καλαθοσφαίρισης- με την ταυτόχρονη μετατροπή του σε οικοδομήσιμο, θα υποβάθμιζε το αστικό περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της πόλης, ανατρέποντας τον πολεοδομικό σχεδιασμό και δημιουργώντας προβλήματα στη λειτουργικότητα της πόλης. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης του Νομάρχη Αθηνών η ενάγουσα άσκησε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί της οποίας ήδη δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 2867/2015 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση επί τη βάσει του ότι αφενός προέκυψε η σοβαρή πολεοδομική ανάγκη διατήρησης του επίδικου κοινόχρηστου χώρου, ο οποίος προβλέπεται ως «αστικό πράσινο – ελεύθερος χώρος» στο εγκεκριμένο ΓΠΣ του Δήμου Αθηναίων, ευρισκόμενος σε μία ιδιαιτέρως πυκνοδομημένη περιοχή, και αφετέρου αναφάνηκε η πρόθεση και η δυνατότητα της Διοίκησης να αποζημιώσει την ενάγουσα ως θιγομένη ιδιοκτήτρια από την εν λόγω επανεπιβολή, αφ’ ής στιγμής στους προϋπολογισμούς του Δήμου Αθηναίων των ετών 2006, 2007 και 2008 είχαν εγγραφεί πιστώσεις ύψους 1.244.910,00, 1.560.000,00 και 2.102.186,00 ευρώ, αντιστοίχως, για τη συντέλεση της, και συγχρόνως, βρισκόταν εν εξελίξει η διαδικασία σύνταξης της οικείας πράξης αναλογισμού. Ωστόσο, έως την παρούσα συζήτηση της ένδικης αγωγής; δεκαπέντε και πλέον έτη μετά την επανεπιβολή κατά το έτος 2006 της εν λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, η τελευταία δεν έχει συντελεστεί. Σημειωτέον ότι και η υλοποίηση της υπ’ αριθμ. ./28.02.2019 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του εναγόμενου Δήμου, με την οποία αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, η προταθείσα στην ενάγουσα με το υπ’ αριθμ. ./24.01.2017 έγγραφο του τότε Δήμαρχου Αθηναίων, απευθείας εξαγορά του επίδικου ακινήτου, κατ’ άρθρο 186 και 191 του Κ.Δ.Κ. (κυρωθέντος με τον ν.3463/2006, Α’ 114), στην τιμή του 1.326.500,00 ευρώ με την πρόβλεψη, για την πραγματοποίηση της, του υπ’ αριθμ. 7112.012 κωδικού στον προϋπολογισμό του οικείου έτους, ανεστάλη προσωρινά για χρονικό διάστημα έως 6 μήνες, με την υπ’ αριθμ. ./31.10.2019 απόφαση του Δ.Σ. του εναγόμενου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η σταδιακή προσαρμογή του επενδυτικού προγράμματος και η περαιτέρω διερεύνηση της δυνατότητας χρηματοδότησης της από άλλες πηγές εσόδων, όπως ΕΣΠΑ, Πράσινο Ταμείο για απαλλοτριώσεις κ.λπ., ενώ με την υπ’ αριθμ. ./14.12.2020 απόφαση του αυτού ως άνω Δ.Σ. αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, η καταβολή στην ίδια του τιμήματος εξαγοράς του επίδικου ακινήτου σε δόσεις.
11. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με τα κατατεθέντα στις 19.11.2021, στις 03.03.2022 και στις 09.03.2022 υπομνήματα της, η ενάγουσα ζητά τα αναφερόμενα αναλυτικώς στην πρώτη σκέψη της παρούσας, εμμένοντας στον παράνομο χαρακτήρα της πραγματοποιηθείσας από το έτος 1982 και διαρκούσης, τουλάχιστον, έως τη συζήτηση της παρούσας, κατάληψης του ένδικου ακινήτου της. Ενόψει των ανωτέρω, υποστηρίζει ότι από το έτος 1982, οπότε έλαβε χώρα η ανωτέρω παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς της, κατάληψη του ένδικου ακινήτου, αρχικά η δικαιοπάροχος της και εν συνεχεία η ίδια στερήθηκαν κατ’ εξακολούθηση την ελεύθερη διάθεση και κάρπωση αυτού, υφιστάμενες αντίστοιχη περιουσιακή ζημία. Ειδικότερα, για το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από 01.01.2009 έως 31.07.2013 η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί αποθετική ζημία συνολικού ποσού 474.843,60 ευρώ που αντιστοιχεί στα μισθώματα που θα είχε λάβει κατά το εν λόγω διάστημα, κατά την συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, εάν εκμίσθωνε το ένδικο ακίνητο σε τρίτους ως υπαίθριο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, όπως πράττει με άλλα οικόπεδα κυριότητας της. Επικουρικά, δε ζητεί το ίδιο ως άνω ποσό κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ισχυριζόμενη ότι το εναγόμενο, σε κάθε περίπτωση, αποκόμισε ως ωφέλεια το ποσό αυτό, υπό τη μορφή της εξοικονόμησης δαπάνης, την οποία θα αναγκαζόταν να καταβάλει στην ίδια ή σε τρίτο για τη μίσθωση του επίδικου ή άλλου όμοιου ακινήτου. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών της προσκομίζει και επικαλείται, μεταξύ άλλων, τα εξής : 1) την από 31.07.2013 Έκθεση Εκτίμησης Ακινήτου του μηχανικού και πιστοποιημένου εκτιμητή, ., κατ’ άρθρο 168 του Κ.Δ.Δ., βάσει της οποίας η μηνιαία μισθωτική αξία του ακινήτου της ως υπαίθριος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων διαγράφεται ανά τρίμηνο ως εξής: α) για το πρώτο τρίμηνο του έτους 2009 στο ποσό των 9.693,24 ευρώ, β) για το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2009 στο ποσό των 9.719,30 ευρώ, γ) για το τρίτο τρίμηνο του έτους 2009 στο ποσό των 9.369,30 ευρώ, δ) για το τέταρτο τρίμηνο του έτους 2009 στο ποσό των 9.340,40 ευρώ, ε) για το πρώτο τρίμηνο του έτους 2010 στο ποσό των 9.169,32 ευρώ, στ) για το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2010 στο ποσό των 9.310,14 ευρώ, ζ) για το τρίτο τρίμηνο του έτους 2010 στο ποσό των 9.277,56 ευρώ, η) για το τέταρτο τρίμηνο του έτους 2010 στο ποσό των 9.153,18 ευρώ, θ) για το πρώτο τρίμηνο του έτους 2011 στο ποσό των 8.797,16 ευρώ, ι) για το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2011 στο ποσό των 8.767,04 ευρώ, ια) για το τρίτο τρίμηνο του έτους 2011 στο ποσό των 8.698,08 ευρώ, ιβ) για το τέταρτο τρίμηνο του έτους 2011 στο ποσό των 8.530,87 ευρώ, ιγ) για το πρώτο τρίμηνο του έτους 2012 στο ποσό των 8.399,32 ευρώ, ιδ) για το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2012 στο ποσό των 8.068,17 ευρώ, ιε) για το τρίτο τρίμηνο του έτους 2012 στο ποσό των 7.833,06 ευρώ, ιστ) για το τέταρτο τρίμηνο του έτους 2012 στο ποσό των 7.563,91 ευρώ, ιζ) για το πρώτο τρίμηνο του έτους 2013 στο ποσό των 7.324,92 ευρώ, ιη) για το δεύτερο τρίμηνο του έτους 2013 στο ποσό των 7.008,92 ευρώ, και ιθ) για τον Ιούλιο του έτους 2013 στο ποσό των 6.771,91 ευρώ. Στην εν λόγω έκθεση αναγράφεται ότι για τον προσδιορισμό της μηνιαίας μισθωτικής αξίας του ένδικου ακινήτου, εκτός από ένα ακίνητο στην περιοχή της Πλατείας Βάθης επί της οδού . επιφανείας 160 τ.μ. και με ζητούμενη τιμή 3,1 ευρώ/τ.μ., δεν βρέθηκαν στοιχεία μίσθωσης στην εγγύς περιοχή. Για την εξεύρεση της ως άνω αξίας αναφέρεται ότι συνεκτιμήθηκαν τιμές μηνιαίας μίσθωσης καταστημάτων με πρόσωπο επί της οδού Παρασκευοπούλου, επί της οποίας κείται το ακίνητο, συγκριτικά στοιχεία πώλησης νεόδμητων διαμερισμάτων στα Κάτω Πατήσια, συγκριτικά στοιχεία μίσθωσης θέσεων στάθμευσης σε ανοικτό και κλειστό χώρο στην Αθήνα (Πατήσια, οδό .), συγκριτικά στοιχεία πώλησης οικοπέδων και διαμερισμάτων στα Κάτω Πατήσια, συγκριτικά στοιχεία μίσθωσης οικοπέδων στην Ακαδημία Πλάτωνος, στους Αμπελόκηπους, στο Ρουφ, στον Κεραμεικό, στο Βοτανικό, στο Γκάζι και στου Ψυρρή και μίσθωσης διαμερισμάτων στα Κάτω Πατήσια, 2) την υπ’ αριθμ. ./17.12.2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ., 3) απόσπασμα του υπ’ αριθμ. ./23.09.1998 Συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ., καθώς και το υπ’ αριθμ. ./2004 πιστοποιητικό του μεταγραφοφύλακα Αθηνών, 4) αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ./08.04.1974 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ., δυνάμει του οποίου η δικαιοπάροχος της φέρεται να απέκτησε την κυριότητα του ένδικου ακινήτου, 5) αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ./08.06.1982 εγγράφου του Δημάρχου Αθηναίων προς τον Διοικητή της δικαιοπαρόχου της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία «Ανώνυμος Εταιρεία Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος», 6) αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ./17.01.2001 εγγράφου του Τμήματος Απαλλοτριώσεων και Αγορών της Διεύθυνσης Δημοτικής Περιουσίας του Δήμου Αθηναίων, 7) αντίγραφο της ./2006 πράξης του Νομάρχη Αθηνών για την άρση και επανεπιβολή της ένδικης απαλλοτρίωσης, 8) αντίγραφο του υπ’ αριθμ. πρωτ. ./25.02.2015 εγγράφου του Δήμου Αθηναίων, με το οποίο γνωστοποιείται στην ενάγουσα ότι ο εναγόμενος Δήμος προτίθεται, εντός των ετών 2015 και 2016, να της καταβάλει πλήρη αποζημίωση προς συντέλεση της εν λόγω επανεπιβληθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης με χρηματοδότηση που θα ελάμβανε από το «Πράσινο Ταμείο», 9) αντίγραφο της υπ’ αριθμ. πρωτ. ./24.01.2017 επιστολής του Δημάρχου Αθηναίων προς την ίδια, 10) αντίγραφο του υπ’ αριθμ. πρωτ. ./17.04.2018 εγγράφου της Διεύθυνσης Δημοτικής Περιουσίας του Δήμου Αθηναίων προς την ίδια, 11) αντίγραφα των υπ’ αριθμ. ./2019, ./2019 και ./2020 αναρτητέων αποφάσεων του εναγόμενου Δήμου, 12) αντίγραφο του από 06.10.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης έτερου ακινήτου της προς ιδιώτη, ως υπαίθριου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, και τέλος, 13) αντίγραφα των με Γ.Α.Κ. ./02, ./05, ./06 και ./11 και Α.Κ.Δ. ./02, ./05, ./06 και ./11 αγωγών, που έχει ασκήσει η ενάγουσα ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του Δήμου Αθηναίων, με αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης, συνιστάμενης στα απωλεσθέντα, λόγω της αδυναμίας της να διαθέτει ελεύθερα το επίμαχο οικόπεδο της και να το εκμισθώνει ως υπαίθριο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων, εισοδήματα (μισθώματα) ποσού 1.190.468 ευρώ, 264.589,72 ευρώ, 150.159,35 ευρώ και 329.757,23 ευρώ για τα χρονικά διαστήματα από 01.11.1982 έως 30.09.2002, από 01.10.2002 έως 28.02.2005, από 01.03.2005 έως 31.05.2006 και από 01.06.2006 έως 31.12.2008 αντίστοιχα. Επικουρικά δε ζητούσε με τις αυτές ως άνω αγωγές τα ίδια ποσά με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εναγόμενου Δήμου από την παράνομη εκμετάλλευση κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα του ακινήτου της, 14) αντίγραφα των υπ’ αριθμ. 6087/2020 και 6088/2020 απορριπτικών, ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών, επί των δύο πρώτων από τις ως άνω αγωγές, 15) αντίγραφα των με Γ.Α.Κ. ./2021 και ./2021 αιτήσεων αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά των υπό στ. 13 αποφάσεων), 16) αντίγραφα των υπ’ αριθμ. 3242/2021 και 4131/2021 αποφάσεων των Εφετείου Αθηνών, επί της τρίτης και τέταρτης εκ των ανωτέρω αγωγών (Γ.Α.Κ../06 και ./11), με τις οποίες επικυρώθηκαν οι υπ’ αριθμ. 4114/2015 και 4115/2015 πρωτόδικες αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με τις τελευταίες, αφού έγινε δεκτή η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, επιδικάστηκαν υπέρ της ενάγουσας τα αιτηθέντα μ’ αυτές ποσά, ύψους 150.159,35 ευρώ και 329.757,23 ευρώ, αντίστοιχα, 17) αντίγραφο της με Γ.Α.Κ. ./2014 και με Α.Κ.Δ. ./2014 πέμπτης σε σειρά αγωγής της ενάγουσας κατά του Δήμου Αθηναίων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αντικείμενο και χρονικό διάστημα όμοια με την παρούσα, 18) αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 3201/2021 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση του εναγόμενου κατά της υπ’ αριθμ. 4279/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και απορρίφθηκε, ελλείψει δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, η υπό στοιχ. 17 αγωγή της ενάγουσας, 19) αντίγραφο της με Γ.Α.Κ. ./2021 αίτησης αναίρεσης κατά της 3201/2021 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, 20) αντίγραφο της με Γ.Α.Κ. ./2018 και με Α.Κ.Δ. ./2018 έκτης στη σειρά αγωγής της ενάγουσας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά του Δήμου Αθηναίων, με το αυτό ως άνω αντικείμενο και την αυτή ως άνω κύρια και επικουρική βάση, για το διάστημα από 01.08.2013 έως 31.12.2017 και 21) αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 3825/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία, κατ’ αποδοχήν της κύριας βάσης της υπό στοιχ. 20 αγωγής, επιδικάστηκαν σε βάρος του εναγόμενου Δήμου απωλεσθέντα μισθώματα της ενάγουσας συνολικού ποσού 349.060,82 ευρώ.
12. Επειδή, από την πλευρά του ο εναγόμενος Δήμος με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. ./10.09.2018 και ./25.02.2022 εκθέσεις απόψεων του, καθώς και με τα νομίμως κατατεθέντα, στις 25.02.2022 και στις 02.03.2022, υπομνήματα του, ζητεί την απόρριψη της ένδικης αγωγής για τους κάτωθι αναλυτικά αναφερόμενους λόγους. Εν πρώτοις, ισχυρίζεται ότι ο λόγος που δεν συντελέστηκε η αρχικώς επιβληθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση, ήταν το ότι η ενάγουσα δεν αποδέχτηκε τον συμβιβασμό στην οριστική τιμή μονάδος ανά τ.μ., όπως αυτή καθορίστηκε από το Εφετείο Αθηνών (δυνάμει της ανωτέρω ./1998 απόφασης αυτού), αλλά ζήτησε με το με αριθμ. πρωτ. ./05.02.2002 έγγραφο που απηύθυνε στο ίδιο την απευθείας αγορά του επίδικου ακινήτου της αντί τιμήματος 1.229.640,50 ευρώ. Έτι περαιτέρω, διατείνεται ότι με την υπ’ αριθμ. .Β/01.03.2018 απόφαση του Δ.Σ. αυτού, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. ./26.07.2018 απόφαση του ίδιου, εγκρίθηκε ο προσαρτώμενος σ’ αυτήν πίνακας απαλλοτριώσεων με την πρόβλεψη ότι η συντέλεση των εν λόγω απαλλοτριώσεων θα λάβει χώρα με τη μεταφορά υφιστάμενων πιστώσεων των τεχνικών έργων, τα οποία θα χρηματοδοτούνταν από πόρους της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, μεταξύ δε των ακινήτων του εν λόγω πίνακα περιλαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο. Εξάλλου, ο εναγόμενος Δήμος υποστηρίζει ότι, σε κάθε περίπτωση, το ένδικο ακίνητο έχει περιέλθει στην κυριότητα του διά έκτακτης χρησικτησίας, δεδομένου ότι ο ίδιος έχει συμπληρώσει πάνω από 20 χρόνια (από 28.10.1982 έως τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής) συνεχούς άσκησης πράξεων νομής επ’ αυτού με διάνοια κυρίου, χωρίς εν τω μεταξύ η ενάγουσα να έχει ασκήσει κατ’ αυτού οποιαδήποτε, διεκδικητική ή αναγνωριστική της κυριότητας της αγωγή. Ενώ, διατείνεται ότι από το γεγονός ότι δεν προκύπτει από την ένδικη αγωγή ότι η ενάγουσα είχε προβεί, -είτε πριν είτε μετά την επανεπιβολή της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης- σε προπαρασκευαστικές ενέργειες ενώπιον των αρμόδιων αρχών για την έκδοση της απαιτούμενης, κατά νόμο, άδειας λειτουργίας υπαίθριου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, η ένδικη αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως αναπόδεικτη όσον αφορά την κύρια νομική της βάση και τα αιτούμενα μ’ αυτήν διαφυγόντα κέρδη από την εν λόγω εκμετάλλευση, πέραν του ότι τέτοια άδεια δεν θα μπορούσε, βέβαια, να είχε νομίμως εκδοθεί ενόψει της πολεοδομικής δέσμευσης του εν λόγω ακινήτου. Ομοίως, απορριπτέα ισχυρίζεται ότι τυγχάνει η υπό κρίση αγωγή και ως προς την έτερη, επικουρική, νομική της βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού του ίδιου σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, υπό τη μορφή της εξοικονόμησης δαπάνης μίσθωσης έτερου όμοιου ακινήτου, δεδομένου ότι με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας ουδείς Δήμος μισθώνει ακίνητα, προκειμένου να τα θέσει σε δημόσια χρήση ως κοινόχρηστους χώρους πρασίνου. Εξάλλου, κατά τους ισχυρισμούς του, σε κάθε περίπτωση, δεν πληρούται εν προκειμένω ο όρος του άρθρου 904 του Α.Κ. περί πλουτισμού χωρίς νόμιμη αιτία, αφού νόμιμη αιτία του όποιου πλουτισμού του συνιστούσε, πάντως, ειδικά όσον αφορά το ένδικο χρονικό διάστημα, η νομίμως επανεπιβληθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση του ένδικου ακινήτου. Πέραν των ανωτέρω, σύμφωνα με τον εναγόμενο Δήμο, η κατάληψη του ένδικου ακινήτου, κατά το έτος 1982, από τον ίδιο δεν ήταν παράνομη, ενόψει του ότι έλαβε χώρα μόνον μετά τον πολεοδομικό χαρακτηρισμό του ως κοινόχρηστου χώρου πρασίνου, ενώ και μετά την άρση της αρχικώς επιβληθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης αυτού, επακολούθησε έτερη νόμιμη πράξη της Κεντρικής Διοίκησης, η οποία ισχύει έως σήμερα, ήτοι η επανεπιβολή της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης δυνάμει της υπ’ αριθμ. ./2006 πράξης του Νομάρχη Αθηνών, και η οποία, μάλιστα, κρίθηκε νόμιμη με την υπ’ αριθμ. 2867/2015 απόφαση του Σ.τ.Ε. που συνιστά δεδικασμένο για την παρούσα δίκη. Συνεπεία δε των ανωτέρω νόμιμων πράξεων, διασπάται, κατά το εναγόμενο, η όποια αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εν λόγω κατάληψης και της αποθετικής ζημίας που η ενάγουσα διατείνεται ότι υπέστη από αυτή. Ενώ, για την εκ νέου άρση της ανωτέρω επανεπιβληθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, ο εναγόμενος Δήμος προβάλλει ότι, πέραν του ότι η ενάγουσα δεν υπέβαλε, εάν και μπορούσε, αίτηση προς τη Διοίκηση επί τη βάσει των διατάξεων του άρθρου 32 του ν.4067/2012 που προέβλεπαν την υπό προϋποθέσεις υποχρεωτική, αυτοδίκαιη άρση μη συντελεσθεισών ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης εκ μέρους του ιδιοκτήτη, πάντως, – κατά τα γενόμενα δεκτά- ο ίδιος δεν διέθετε, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, αποφασιστική, παρά μόνον γνωμοδοτική αρμοδιότητα, μ’ αποτέλεσμα να μην βαρύνεται με κάποια υπαιτιότητα για τη διατήρηση του ρυμοτομικού βάρους στο ένδικο ακίνητο. Συνεπεία δε των ανωτέρω, ανακύπτει, κατά τους ισχυρισμούς του, συνυπαιτιότητα της ενάγουσας σε ποσοστό 95 τοις εκατό (%) στην όποια ζημία ήθελε κριθεί ότι υπέστη.
13. Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1045 και 1046 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, εκείνος δε που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο. Ωστόσο, από τη διάταξη του άρθρου 974 του ΑΚ προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini), η οποία συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία όμως μόνη δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία (πρβλ. ΑΠ 622/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του εναγόμενου Δήμου περί ιδίας κυριότητας επί της επίδικης έκτασης λόγω συμπλήρωσης χρονικού διαστήματος πλέον των είκοσι (20) ετών, κατά το οποίο ο ίδιος κατείχε το ακίνητο, ασκώντας επ’ αυτού κυριαρχικές πράξεις νομής διανοία κυρίου. Και τούτο διότι, το εναγόμενο απέδειξε μεν ότι είχε καταλάβει το ακίνητο από το έτος 1982, προβαίνοντας σε πλήρη διαμόρφωση του ως χώρου πλατείας και πάρκου, συνεπώς αυτό βρισκόταν συνεχώς και αδιαλείπτως στην κατοχή του, γεγονός εξάλλου που συνομολογεί και η ίδια η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή, πλην, όμως, ουδόλως αποδείχθηκε η συνδρομή του πνευματικού στοιχείου της διανοίας κυρίου (animus domini), ώστε να θεωρηθεί ότι το εναγόμενο είχε σε όλη της την έκταση τη νομή του εν λόγω ακινήτου. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο κατείχε κατά τον ανωτέρω χρόνο το ακίνητο για τη επίτευξη των σκοπών της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης του, ενώ η ενάγουσα ασκούσε κατά το ίδιο ως άνω διάστημα πλήρως τα δικαιώματα της που πηγάζουν από τη νομή και την κυριότητα της με την άσκηση πληθώρας ενδίκων βοηθημάτων και μέσων κατά του εναγόμενου Δήμου, ο οποίος μάλιστα, αναγνωρίζοντας την κυριότητα της προέβλεψε στους προϋπολογισμούς των ετών 2006, 2007 και 2008 πίστωση για την αποζημίωση λόγω της ένδικης απαλλοτρίωσης, περαιτέρω δε από το έτος 2017 και εντεύθεν εκδήλωσε την πρόθεση του να προβεί στην απευθείας εξαγορά του ακινήτου.
14. Επειδή, οι ΟΤΑ εξαιρούνται από την εφαρμογή του ν.δ. 496/1974 «περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» (Α’204) κατά το άρθρο 56 παρ.1 αυτού, οι διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 1 και 91 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού (Α’ 247) ισχύουν, κατ’ αρχήν, και στους ΟΤΑ (βλ. ΑΠ 354/1980, 1017/1994), εκτός εάν υπάρχει ευνοϊκότερη διάταξη του κοινού δικαίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του ν.δ. 31/1968 (Α’ 281), η οποία είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα (βλ. ΣτΕ 3329/2012, Α.Π 420/2002, 1310/2009). Εξάλλου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 90 του ν.2362/1995, οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου (ή Ο.Τ Α) παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, ενώ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 92 του ίδιου νόμου, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου (ή Ο.Τ.Α.) αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Περαιτέρω, αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται εξακολουθητικώς με την πάροδο του χρόνου και η επέλευση τους είναι δυνατόν να προβλεφθεί κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν γεννάται νέα αξίωση αποζημίωσης και, επομένως, δεν αρχίζει νέα παραγραφή. Αν, όμως, μεταγενεστέρως επήλθαν επιζήμιες συνέπειες, τις οποίες ο ζημιωθείς δεν μπορούσε να προβλέψει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, αρχίζει νέα αυτοτελής παραγραφή για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο αναφάνηκαν οι συνέπειες αυτές (πρβλ. ΣτΕ 1918/2010 σκ. 4, 2152/2010 7μ σκ.10, 2728/2003 σκ. 3, Α.Π. 674/2013, ΔΕΑ 3094/2011 σκ. 13 κ.ά.). Ενόψει τούτων, δοθέντος ότι η αποδιδόμενη στον εναγόμενο Δήμο παρανομία, ήτοι η παράνομη κατάληψη του ένδικου ακινήτου πριν τη συντέλεση της επιβληθείσας σ’ αυτό ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, έλαβε μεν χώρα κατά το έτος 1982, όπως άλλωστε συνομολογείται από το εναγόμενο, πλην, δεν μπορούσε κατά τον χρόνο εκείνο να προσδιοριστεί το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο θα διατηρείτο αυτή στο μέλλον και συνεπώς δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και να υπολογιστούν από την ενάγουσα οι μελλοντικές ζημίες της από διαφυγόντα κέρδη, η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων της για αποζημίωση άρχιζε από το τέλος κάθε έτους κατά το οποίο διατηρείτο η ως άνω κατάληψη του ένδικου ακινήτου. Επομένως, κατά τον χρόνο επίδοσης της ένδικης αγωγής επιμέλεια της ενάγουσας στο εναγόμενο (17.12.2014 – βλ. την υπ’ αριθμ…./7.12.2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, .) δεν είχαν υποκύψει σε παραγραφή οι επίμαχες αξιώσεις της που αφορούσαν διαφυγόντα κέρδη των ετών 2009 έως 2013, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγόμενου.
15. Επειδή, κατά τα προπαρατεθέντα στην έκτη σκέψη της παρούσας μέχρι τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως εκείνος στον οποίο ανήκει το πράγμα δεν παύει να είναι ιδιοκτήτης αυτού και επομένως να έχει ακέραιες τις ανήκουσες κατά νόμο στον κύριο εξουσίες νομής και απόλαυσης κάθε είδους ωφέλειας που μπορεί να παραγάγει τούτο. Επομένως, εάν πριν από τη συντέλεση της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ο Δήμος καταλάβει το απαλλοτριωθέν πράγμα, ιδρύεται κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ, ευθύνη του προς αποζημίωση, κατά περιοδικά χρονικά διαστήματα ή εφάπαξ, του καθ’ ου η απαλλοτρίωση. Με την αυτή υποχρέωση βαρύνεται ο Δήμος και σε περίπτωση επαναδέσμευσης του ακινήτου, εάν το καταλάβει, προτού περαιώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα, με την καταβολή της αποζημιώσεως, τη διαδικασία της απαλλοτριώσεως. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο συνεκτιμά ότι : α) μετά την έκδοση του από 14.9-13.10.1981 π.δ/τος, με το οποίο χαρακτηρίστηκε το ένδικο ακίνητο ως κοινόχρηστος χώρος πρασίνου, ο εναγόμενος Δήμος προέβη στην κατάληψη του και στη διαμόρφωση του σε χώρο πρασίνου, παιδική χαρά και γήπεδο καλαθοσφαίρισης, η οποία συνεχίζεται και κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 01.01.2009 έως 31.07.2013, β) με την υπ’ αριθμ. 5019/2005 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ακυρώθηκε, λόγω μη συντέλεσης της αρχικώς, ως άνω, επιβληθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, η σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης επί της υποβληθείσης από 09.10.2002 αίτησης της ενάγουσας προς άρση της και υποχρεώθηκε αυτή να προβεί στην άρση της δέσμευσης του ένδικου ακινήτου διά τροποποιήσεως του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου, γ) με την υπ’ αριθμ. ./2006 πράξη του Νομάρχη Αθηνών αποφασίστηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αθηναίων με άρση και επανεπιβολή της εν λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ενόψει, ιδίως, του ότι διαπιστώθηκε ότι η τυχόν κατάργηση του επίδικου κοινόχρηστου χώρου με την ταυτόχρονη μετατροπή του σε οικοδομήσιμο, θα υποβάθμιζε το αστικό περιβάλλον, δ) ο εναγόμενος Δήμος δεν προέβη σε σύντομο χρονικό διάστημα από την επανεπιβολή της ένδικης απαλλοτριώσεως στην καταβολή της οφειλόμενης αποζημίωσης, ως όφειλε ενόψει του προεκτεθέντος ιστορικού της υπόθεσης και ιδίως της εκδόσεως από μακρού χρόνου της ως άνω δικαστικής αποφάσεως που διέγνωσε, ότι η περαιτέρω διατήρηση της εν λόγω απαλλοτριώσεως δίχως να συντελείται είναι παράνομη (πρβλ. ΣτΕ 379/2019 σκ. 11, 1262/2018 σκ. 8, 2142/2016, σκ.7). Μάλιστα, η σχετική διαδικασία δεν έχει εισέτι περαιωθεί. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εναγόμενος Δήμος παρανόμως κατέλαβε το έτος 1982 και παρανόμως συνέχισε να κατέχει καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα το επίδικο ακίνητο πριν τη συντέλεση της επανεπιβληθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, και συνεπώς, στοιχειοθετείται, κατ’ αρχήν, αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου Δήμου. Ο ισχυρισμός του, άλλωστε, περί της έλλειψης αποφασιστικής αρμοδιότητας των Δήμων για την άρση των απαλλοτριώσεων και την τροποποίηση των ρυμοτομικών σχεδίων με την έκδοση εκτελεστής πράξης, προβάλλεται αλυσιτελώς, διότι η αξίωση αποζημίωσης της ενάγουσας δεν στηρίζεται σε παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας του εναγόμενου για άρση της απαλλοτρίωσης και έκδοσης πράξης τροποποιητικής του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου, αλλά στην παράνομη κατάληψη του ακινήτου της πριν τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης.
16. Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην πέμπτη σκέψη η ύπαρξη ζημίας της ενάγουσας αποτελεί κατά νόμο προϋπόθεση αποζημίωσης της, αυτοτελή και ανεξάρτητη της παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων του εναγόμενου Δήμου, ενώ, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην όγδοη σκέψη, εκείνος, ειδικότερα, που αξιώνει διαφυγόν κέρδος από την εκμίσθωση ακινήτου του ως υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων δεν είναι μεν αναγκαίο να επικαλείται ότι είχε εφοδιαστεί με τις σχετικές άδειες ίδρυσης και λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά αρκεί ότι είχε τη δυνατότητα πορισμού του με βάση την πιθανότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί για την απόκτηση των ως άνω διοικητικών αδειών ίδρυσης και λειτουργίας. Εν προκειμένω, η ενάγουσα στήριξε, με την αγωγή της, την αξίωση της για καταβολή διαφυγόντος κέρδους στη ματαίωση, λόγω της παράνομης συμπεριφοράς της Διοίκησης, της δυνατότητας της να λειτουργήσει στο επίμαχο ακίνητο της κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, επιχείρηση υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων. Ωστόσο, για την ίδρυση και λειτουργία της συγκεκριμένης επιχείρησης απαιτείται, κατά τα εκτιθέμενα στην έβδομη σκέψη, η χορήγηση σχετικών αδειών, βάσει του άρθρου 29 του π.δ. 455/1976 και, συνεπώς, δεν αποτελεί δίδαγμα της κοινής πείρας ή γεγονός κοινώς γνωστό, άλλωστε δεν προβλήθηκε ειδικώς κάτι τέτοιο με την αγωγή, ότι στο ακίνητο της ενάγουσας θα μπορούσε νομίμως να λειτουργήσει επιχείρηση υπαίθριου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, έστω και αν δεν είχε ληφθεί κανένα προπαρασκευαστικό μέτρο από αυτήν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, η άσκηση της επιχείρησης υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων σε συγκεκριμένο ακίνητο τελεί υπό προϋποθέσεις, όπως, ενδεικτικώς, ότι δεν συντρέχουν τα κωλύματα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 28 του π.δ. 455/1976, ήτοι ότι από τη λειτουργία της σκοπούμενης επιχείρησης δεν θα επηρεαστεί η ομαλή και ασφαλής διεξαγωγή της κυκλοφορίας πέριξ του ακινήτου, καθώς και ότι αυτό δεν γειτνιάζει με κτίρια χρήσεων που καθιστούν απαγορευτική ή ελεγκτέα τη λειτουργία της σχετικής δραστηριότητας (νοσηλευτικά ιδρύματα, αποθήκες εύφλεκτων ή εκρηκτικών υλικών κ.λπ.). Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι έχει πραγματοποιηθεί σχετικός έλεγχος της επιτρεπόμενης, βάσει των ισχυουσών διατάξεων, χρήσης του συγκεκριμένου ακινήτου ως υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων, ενόψει της θέσης και των μορφολογικών χαρακτηριστικών αυτού. Ούτε, άλλωστε, προκύπτει ότι η ενάγουσα απευθύνθηκε στις αρμόδιες για την έκδοση των σχετικών αδειών υπηρεσίες, ή σε οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα, προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι το συγκεκριμένο ακίνητο πληροί τις κατά νόμο προϋποθέσεις, ώστε να χρησιμοποιηθεί για την προβαλλόμενη από αυτήν δραστηριότητα. Και ναι μεν, για την πιθανολόγηση της προβαλλόμενης αποθετικής ζημίας, δεν απαιτείται η προηγούμενη λήψη των σχετικών αδειών ίδρυσης και λειτουργίας για την επιχείρηση υπαίθριου χώρου στάθμευσης, η διερεύνηση όμως της δυνατότητας άσκησης τέτοιας επιχείρησης στο συγκεκριμένο ακίνητο, αλλά και η υποβολή αιτήσεων προς τη Διοίκηση για την έκδοση των σχετικών αδειών ίδρυσης και λειτουργίας, δεν αποτελούσε ενέργεια ούτε αδύνατη ούτε μη επιτρεπόμενη από το νόμο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα. Με τα δεδομένα αυτά, δεν πιθανολογείται η προβαλλόμενη από την ενάγουσα αποθετική ζημία της, λόγω στέρησης της δυνατότητας της να λειτουργήσει στο επίμαχο ακίνητο της επιχείρηση εκμετάλλευσης υπαίθριου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων, καθώς δεν προέκυψε από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία ότι βάσει των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών αυτού και των προπαρασκευαστικών μέτρων που είχαν ληφθεί από την ενάγουσα, υφίστατο πραγματική πρόθεση και δυνατότητα για την άσκηση στο εν λόγω ακίνητο της συγκεκριμένης δραστηριότητας (πρβλ. ΔΕφΑΘ 3318/2021, σκ. 16). Οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της ενάγουσας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
17. Επειδή, τέλος, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην ένατη σκέψη της παρούσας, η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικώς φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, όπως, στην προκείμενη περίπτωση, που στα στοιχεία της αγωγικής βάσης των άρθρων 904 επ. Α.Κ. προστίθεται ότι το αιτούμενο από τον εναγόμενο Δήμο ποσό, το οποίο ταυτίζεται με αυτό που αποτέλεσε το αντικείμενο της κύριας αγωγικής βάσης, είναι εκείνο κατά το οποίο κατέστη πλουσιότερος ο τελευταίος χωρίς νόμιμη αιτία, καθώς χρησιμοποίησε το επίδικο ακίνητο ιδιοκτησίας της ενάγουσας χωρίς να καταβάλλει το μηνιαίο μίσθωμα, το οποίο σε άλλη περίπτωση θα έπρεπε να καταβάλλει είτε στην ενάγουσα για το επίδικο, αφού σ’ αυτό λειτουργούσε παιδική χαρά και γήπεδο καλαθοσφαίρισης με χώρο πρασίνου, είτε σε τρίτο για να μισθώσει άλλο όμοιο ακίνητο, στο οποίο θα έπρεπε να μετεγκαταστήσει τα ανωτέρω. Περαιτέρω, για τη θεμελίωση αξίωσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό κατ’ άρθρο 904 παρ. 1 εδ. α του Α. Κ. απαιτείται να αποδεικνύεται η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε, το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Εξάλλου, ως πλουτισμός χαρακτηρίζεται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης ενός προσώπου, δηλαδή, κάθε θετική ή αποθετική αύξηση της περιουσίας του που μπορεί να λαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη μορφή της εξοικονόμησης δαπανών, τις οποίες θα διενεργούσε υποθετικά ο υπόχρεος λόγω πραγματικής ανάγκης ή νομικής υποχρέωσης και τις οποίες στην πραγματικότητα, εξοικονομεί, επειδή χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται αυθαίρετα ξένο πράγμα. Για τον υπολογισμό δε της αντικειμενικής αξίας που έχει το πιο πάνω αγαθό απαιτείται να γίνει αναγωγή στη μισθωτική αξία του ξένου πράγματος. Ενόψει τούτων, πληρούνται, εν προκειμένω, οι ανωτέρω προϋποθέσεις, διότι ο εναγόμενος Δήμος κατέστη, πράγματι, πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, χωρίς νόμιμη αιτία και ειδικότερα για αιτία που δεν επακολούθησε, καθόσον παρά την κατ’ αρχήν νόμιμη επανεπιβολή της ένδικης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης το έτος 2006 αυτή δεν συντελέσθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα ως όφειλε, ενώ η συνέχιση της κατάληψης του ένδικου ακινήτου, που ήταν εξαρχής (από το έτος 1982) παράνομη, ως γενόμενη πριν τη συντέλεση της αρχικώς επιβληθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, εξακολούθησε να παραμένει για τον αυτό λόγο παράνομη και μετά την νόμιμη επανεπιβολή της εν λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης (το έτος 2006), ήτοι καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα (βλ. σκ. 15). Εξάλλου, η ύπαρξη πραγματικής ανάγκης του εναγόμενου Δήμου για την ύπαρξη του συγκεκριμένου ή ενός αντίστοιχου χώρου πρασίνου – αθλοπαιδιών, στην περιοχή που βρίσκεται το ένδικο ακίνητο προκύπτει αφενός από το εγκεκριμένο Γ.Π.Σ. της πόλης των Αθηνών και αφετέρου από την από 7.7.2006 ομόφωνη γνωμοδότηση του Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος του Κεντρικού Τομέα της Νομαρχίας Αθηνών (συνεδρίαση .η, πράξη .η) και τη σχετική ./28.6.2006 εισήγηση του Τμήματος Πολεοδομικού Σχεδιασμού της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Κεντρικού Τομέα, επί τη βάσει των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ./2006 πράξη του Νομάρχη Αθηνών περί άρσης και επανεπιβολής της επίμαχης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, προεχόντως δε αποτέλεσε ζήτημα το οποίο κρίθηκε δεσμευτικά με την ανωτέρω 2867/2015 απόφαση του Σ.τ.Ε., σύμφωνα με την οποία η τυχόν κατάργηση του επίδικου χώρου πρασίνου – με την ταυτόχρονη μετατροπή του σε οικοδομήσιμο – θα υποβάθμιζε το αστικό περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της πόλης των Αθηνών. Διαπιστωθείσης δε και της εν λόγω αναγκαιότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι το εναγόμενο όφειλε ν’ αποδώσει στην ενάγουσα την ωφέλεια που αποκόμισε από την παράνομη χρήση και εκμετάλλευση, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 01.01.2009 έως 31.07.2013, του επίδικου ακινήτου, με την εξοικονόμηση της αντίστοιχης δαπάνης, την οποία θα κατέβαλε προς εκμίσθωση άλλου όμοιου ακινήτου, το οποίο θα ικανοποιούσε κατ’ ανάλογο τρόπο τις ανάγκες των δημοτών του για χώρο πρασίνου, αλλά και χώρο άθλησης και ψυχαγωγίας. Ωστόσο, η ενάγουσα δεν αποδεικνύει προσηκόντως τη μισθωτική αξία του ένδικου ακινήτου κατά το ως άνω κρίσιμο χρονικό διάστημα. Και τούτο διότι, μόνον η προσκομισθείσα από 31.07.2013 Εκτίμηση Ακινήτου, η οποία σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ελευθέρως, κατ’ άρθρο 148 του Κ.Δ.Δ., δεν αρκεί προς τούτο, λαμβανομένου υπόψη του ότι τα συγκριτικά στοιχεία, που επικαλείται αφορούν, ως προς τη μίσθωση οικοπέδων, σε μη πλησιόχωρες με το ένδικο ακίνητο περιοχές, ενώ ως προς τη μίσθωση και πώληση στην αυτή περιοχή, σε διαφορετική κατηγορία ακινήτου. Σε κάθε περίπτωση, προς τεκμηρίωση του περιεχομένου της, η εν λόγω έκθεση δεν συνεπικουρείται από άλλα επίκαιρα έγγραφα στοιχεία, όπως ανωνυμοποιημένα αντίγραφα συμβολαίων μίσθωσης αντίστοιχων οικοπέδων σε πλησιόχωρες περιοχές ή, έστω, αντίγραφα των σχετικών αναρτηθεισών αγγελιών στον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρούσα αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως αναπόδεικτη και ως προς την επικουρική νομική της βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
18. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, ενώ, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απαλλαγεί η ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου (άρθρο 277 παρ. 1 εδ. ε’του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Αποβάλλει από τη δίκη την Περιφέρεια Αττικής και το Ελληνικό Δημόσιο.
Απορρίπτει την αγωγή.
Απαλλάσσει την ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Δήμου.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 22.12.2022 με την αναγραφόμενη στο εισαγωγικό της παρούσας σύνθεση, υπογράφεται δε, κατ’ άρθρο 194 παρ.3 του Κ.Δ.Δ., από την αρχαιότερη δικαστή της σύνθεσης και εισηγήτρια, Φιλιππία-Μαρία Φιαμέγκου, Πάρεδρο Δ.Δ., αφενός λόγω μετάθεσης της Προέδρου Πρωτοδικών Δ.Δ. Θάλειας Τούλια στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά και αφετέρου της προαγωγής της Πρωτοδίκη Δ.Δ. Κωνσταντίνος Τσογλή σε Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ. και τοποθέτησης της στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά.
Η ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΔΙΚΑΣΤΗΣ – ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΦΙΛΙΠΠΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΦΙΑΜΕΓΚΟΥ
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του κατά τη δημόσια συνεδρίαση στις 28.02.2023, με την αναγραφόμενη στα οικεία πρακτικά σύνθεση, λόγω των ανωτέρω υπηρεσιακών μεταβολών.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΑΝΔΡΙΩΤΟΥ