Δύο ασφαλιστικά ταμεία: ΙΚΑ & ΤΑΝ. Απορρίπτει προσφυγή για ανάκληση πράξεων ΤΑΝ αναγνώρισης πλασματικού χρόνου και απορρίπτει αίτημα επιστροφής εισφορών.
Αριθμός Απόφασης: 2556/2023
Αριθμός Εισαγωγής: ΠΡ./31.8.2017
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ
Τμήμα 6ο Τριμελές
συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 6 Δεκεμβρίου 2021, με δικαστές τις: Χρυσάνθη – Ελένη Σινόπουλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Αργυρώ Σταυρουλάκη, Βασιλική Σακελλαρίου (Εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ. και με γραμματέα τον Ανέστη Φάλκο, δικαστικό υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την “προσφυγή”, με ημερομηνία κατάθεσης στις 31.8.2017,
του ., κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός .), ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με δήλωση, σύμφωνα με το άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, του ιδίου, με την ιδιότητα του ως δικηγόρου,
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών και Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων» (Ε.Τ.ΑΑ-Τ.Α.Ν.-Τ.Ε.Α.Δ.) και στη συνέχεια, ως καθολικών διαδόχων αυτού, 1) ως προς την κύρια ασφάλιση, του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α), και 2), ως προς την επικουρική ασφάλιση, του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), αμφότερα ήδη «Ηλεκτρονικός Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e – Ε.Φ.Κ.Α.), νομίμως εκπροσωπούμενου από το Διοικητή του, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 Κ.Δ.Δ., της πληρεξούσιας δικηγόρου Αναστασίας Νικολοπούλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφτηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα τιτλοφορείται προσφυγή, αποτελεί, όμως, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του προσφυγή – αγωγή. Με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, για το οποίο, κατά το μέρος που ασκείται ως προσφυγή καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 25 ευρώ (βλ. το με κωδικό πληρωμής . e παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων), ζητείται, παραδεκτώς, η ακύρωση της σιωπηρής απόρριψης, λόγω παρόδου μηνός, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 861/1979, από τη Διοικούσα Επιτροπή Νομικών του Ε.Φ.Κ.Α. (πρώην Ε.ΤΑΑ.) της υπ’ αριθ. ./26.5.2017 ένστασης που άσκησε ο προσφεύγων, κατά των υπ’ αριθ. ./30.12.2016 και ./30.12.2016 πράξεων του Διευθυντή Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α. Με τις τελευταίες απορρίφθηκαν αιτήσεις του προσφεύγοντος περί ανάκλησης των ., ., . και ./20.10.2014 πράξεων του Διευθυντή Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α., με τις οποίες αναγνωρίστηκε πλασματικός χρόνος σπουδών (με τις δύο πρώτες) και πλασματικός χρόνος τέκνων (με τις δύο δεύτερες) από το Τ.Α.Ν. και το Τ.Ε.Α.Δ. του Ε.Τ.Α.Α. αντίστοιχα. Εξάλλου, ως συμπροσβαλλόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 63 παρ. 6 του Κ.Δ.Δ. πρέπει να θεωρηθεί και η ./18.7.2017 απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του Ε.Φ.Κ.Α., πρώην Ε.Τ.Α.Α., με την οποία απορρίφθηκε ρητά η ένσταση του προσφεύγοντος. Περαιτέρω, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, κατά το μέρος που αυτό αποτελεί αγωγή, για την οποία καταβλήθηκε τέλος δικαστικού ενσήμου 54,32 ευρώ (βλ. σχετ. Το με κωδικό πληρωμής . e -παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων), ο προσφεύγων – ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί ο καθ’ ου να του καταβάλει, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, το ποσό των 11.128,36 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες εισφορές, για τις ως άνω αναγνωρίσεις χρόνων, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την κατάθεση της προσφυγής – αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
2. Επειδή, το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων» (Ε.Τ.Α.Α.), στο οποίο εντάχθηκαν ως Τομείς το πρώην Ταμείο Νομικών και ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (Ε.Τ.Α.Α.-ΤΑ.Ν.-ΤΕ.Α.Δ.), δυνάμει των άρθρων 25 και 38 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α’ 58), διασπάστηκε και, από 01.01.2017, ο Τομέας Ασφάλισης Νομικών εντάχθηκε στο συσταθέν ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), το οποίο κατέστη οιονεί καθολικός διάδοχος αυτού [άρθρο 51, 53§1Γ.α.γγ. και 70 παρ. 9 του ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α’ 85)], ενώ, από 01.09.2015, ο Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων εντάχθηκε στο ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης» [άρθρο 1 παρ. 28 του ν. 4334/2015 (ΦΕΚ Α’ 80), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 υποπαρ.Ε2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94) σε συνδυασμό με τα άρθρα 35, 36 και 48 παρ. 5 του ν. 4052/2012 (ΦΕΚ Α’ 41)], το οποίο μετονομάστηκε σε «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) (άρθρο 74 του ν. 4387/2016). Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020, προστέθηκε άρθρο 51Α στο ν. 4387/2016, με την παρ. 1 του οποίου ο Ε.Φ.Κ.Α. μετονομάστηκε σε e -Ε.Φ.ΚΑ και με την παρ. 2 εντάχθηκε στον e – Ε.Φ.ΚΑ το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω, νομίμως συνεχίζει την παρούσα δίκη ο e -Ε.Φ.ΚΑ.
3. Επειδή, όπως προεκτέθηκε, με το άρθρο 25 του ν. 3655/2008, εντάχθηκε στον κλάδο κύριας ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α. το Ταμείο Νομικών, ως Τομέας Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.) και στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (Κ.Ε.Α.Δ.) του Ταμείου Νομικών, ως Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (Τ.Ε.Α.Δ.). Εξ άλλου, στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι: « Οι ανωτέρω Τομείς του Ενιαίου Ταμείου διέπονται από τις οικείες καταστατικές διατάξεις των αντίστοιχων εντασσόμενων Ταμείων και κλάδων, οι οποίες καθίστανται εφεξής καταστατικές διατάξεις των Τομέων αυτών, καθώς και τις διατάξεις της γενικότερης νομοθεσίας, όπως αυτές εκάστοτε ισχύουν. 5 (…) 6. Στους Τομείς μεταφέρονται όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των εντασσόμενων Ταμείων και κλάδων, ανεξάρτητα από τη χρονική περίοδο ασφάλισης τους. 7 (…)».
4. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 27 του Κώδικα του Ταμείου Νομικών (ν.δ. 4114/1960, ΦΕΚΑ’ 164) με τίτλο «Παραγραφαί» ορίζεται ότι: «1. … 2. … 3. … 4. Πάσα απαίτήσις κατά- -του Ταμείου, λόγω αχρεωστήτου καταβολής ή κρατήσεως υπέρ τούτου εξ οιασδήποτε αιτίας, παραγράφεται μετά πενταετίαν, αφ’ ής ενηργήθη η αχρεώστητος καταβολή ή κράτησις.», ενώ, στη άρθρο 28 του ίδιου Κώδικα, με τίτλο «Επιστροφαί καταβληθέντων», όπως η παρ. 1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του ν. 730/1977 (ΦΕΚ Α’ 309), ορίζεται ότι: «1. Καταβολαί παρ’ ησφαλισμένου ή υπέρ αυτού ως και κρατήσεις, προς εκπλήρωσιν οιασδήποτε ασφαλιστικής αυτού υποχρεώσεως, ή προς εξαγοράν οιασδήποτε πραγματικής ή πλασματικής προϋπηρεσίας, νομίμως γενόμεναι, δεν επιστρέφονται και εν η περιπτώσει δ Γ οιονδήποτε λόγον δεν δικαιούνται συντάξεως αυτός ή η οικογένεια αυτού. 2. Ποσά αχρεωστήτως καταβληθέντα εις το Τα μείον αποδίδονται υπ’ αυτού ατόκως εις τον δΓ ον κατεβλήθησαν, ως υπόχρεον, κατά τας οικείας διατάξεις, προς τούτο….».
5. Επειδή, η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ν.δ/τος 4114/1960 (Κώδ. Ταμείου Νομικών), περί μη επιστροφής καταβληθεισών εισφορών, έχει απόλυτο χαρακτήρα, ως διάταξη αναγκαστικού δικαίου, και δεν κάμπτεται, ακόμη και στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος ή η οικογένεια του δεν δικαιούνται να λάβουν σύνταξη, με την προϋπόθεση ότι οι επίμαχες καταβολές και κρατήσεις προς εκπλήρωση ασφαλιστικής υποχρέωσης ή εξαγορά πραγματικής ή πλασματικής προϋπηρεσίας έλαβαν χώρα νομίμως.
6. Επειδή, εξάλλου, κατά γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, οι εισφορές των ασφαλισμένων, οι οποίες καλύπτουν νόμιμα χρόνο υποχρεωτικής ασφάλισης, περιλαμβανόμενες μεταξύ των πόρων των ασφαλιστικών οργανισμών, με τους οποίους σχηματίζεται το ασφαλιστικό κεφάλαιο, δεν επιστρέφονται σε αυτούς που τις κατέβαλαν, και όταν ακόμη καθίσταται βέβαιο εκ των πραγμάτων ότι δεν είναι εφικτή η χορήγηση ασφαλιστικών παροχών, λόγω μη συνδρομής των αναγκαίων προϋποθέσεων εκ μέρους τους, η αρχή δε αυτή κάμπτεται μόνο όταν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη για επιστροφή των εισφορών (ΔΕΑ 1579/2019), οπότε το επιστρεφόμενο ποσό θεωρείται, και αυτό, ως ασφαλιστική παροχή (ΔΕΠΕΙ 1620/2019, ΔΕΠΑΤ 253/2018, ΔΕΑ 2754/2015, 1090/2011, πρβλ. ΣτΕ 746/2011, 479/1987, 701/1984 κ.α.).
7. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο~ί του ν. 861/1979 (Α’ 2), στις διατάξεις του οποίου είχε υπαχθεί το Ταμείο Νομικών με το άρθρο 1 της Α4/310/1987 απόφασης του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β’ 706), ορίζονται τα εξής: «1. Η αναγνώρισις χρόνου προϋπηρεσιών ως συνταξίμου και η απονομή των πάσης φύσεως παροχών (συντάξεων, εφ’ άπαξ, παροχών ασθενείας, ανεργίας, εξόδων κηδείας κ.λπ.) των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, ενεργείται δι’ αποφάσεως του Προϊσταμένου των υπηρεσιών του οικείου ασφαλιστικού Οργανισμού … Εις τας ανωτέρω διατάξεις υπάγονται οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί οι οποίοι καθορίζονται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών μετά γνώμην του Δ.Σ. εκάστου εξ αυτών … 2. … 3. Η κατά την παράγραφαν 1 απόφασις υπόκειται εις ένστασιν, ασκουμένην υπό παντός έχοντος έννομον συμφέρον, ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου ασφαλιστικού Οργανισμού, εντός προθεσμίας τριών μηνών, αρχομένης από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως. 4. Το Διοικητικόν Συμβούλιον υποχρεούται να εκδώση την σχετικήν απόφασίν του εντός μηνός από της υποβολής της ενστάσεως … 5. Αι κατά τας παραγράφους 1 και 4 του παρόντος αποφάσεις δύνανται να αναθεωρούνται υπό του εκδώσαντος ταύτας οίκοθεν ή κατόπιν αιτήσεως παντός έχοντος έννομον συμφέρον: α) οποτεδήποτε, εάν η εκδοθείσα απόφασις στηρίζεται επί ψευδών καταθέσεων μαρτύρων ή επί ψευδούς εκθέσεως ή καταθέσεως πραγματογνώμονος ή επί πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, εφ’ όσον τα περιστατικά ταύτα προκύπτουν εξ αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως, β) εντός ευλόγου χρόνου, εάν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα ή ενεφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα ή διαπιστώθηκαν λογιστικά λάθη. 6 …». Οι διατάξεις αυτές του ν. 861/1979, με τις οποίες καθιερώνεται η δυνατότητα αναθεώρησης των αποφάσεων των οργάνων των ασφαλιστικών οργανισμών που υπάγονται στις διατάξεις του ως άνω νόμου για συγκεκριμένους μόνο λόγους, είναι ειδικές. Κατά την έννοια, επομένως, των ειδικών αυτών διατάξεων, οι αποφάσεις αυτές είναι δυνατόν να αναθεωρούνται είτε οίκοθεν από τα αρμόδια όργανα των ανωτέρω ασφαλιστικών οργανισμών είτε ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μόνο για τους οριζόμενους στο άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 861/1979 λόγους.
8. Επειδή, από τα στοιχεία της δικογραφρίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο προσφεύγων – ενάγων είναι ασφαλισμένος στο πρώην Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν., με την ιδιότητα του δικηγόρου, από 30.8.1982. Ο ανωτέρω, υπέβαλε τις ./8.7.2014 και ./8.7.2014 αιτήσεις του, προς το Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. την πρώτη και προς το Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Ε.Α.Δ. τη δεύτερη, με τις οποίες ζήτησε την αναγνώριση με εξαγορά, σύμφωνα με το άρθρο 40 του ν. 3996/2011, στον Τ.Α.Ν. και στον Τ.Ε.Α.Δ. του χρόνου σπουδών του, της χρονικής περιόδου από 1.9.1976 έως 31.8.1980. Οι ως άνω αιτήσεις έγιναν δεκτές με τις υπ’ αριθ. ./20.10.2014 και ./20.10.2014 πράξεις του Διευθυντή Ασφάλισης, και αναγνωρίστηκε, με εξαγορά, στον Τ.Α.Ν. και στον Τ.Ε.Α.Δ. αντίστοιχα, 4 χρόνια σπουδών, για την ως άνω χρονική περίοδο. Περαιτέρω, ο προσφεύγων – ενάγων υπέβαλε τις υπ’ αριθ. ./8.7.2014 και ./8.7.2014 αιτήσεις στο Τ.Α.Ν. και στον Τ.Ε.Α.Δ. αντίστοιχα, με τις οποίες ζήτησε, την αναγνώριση με εξαγορά, σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 40 του ν. 3996/2011 ενός έτους πλασματικού χρόνου τέκνων. Οι αιτήσεις αυτές έγιναν δεκτές με τις υπ’ αριθ. . και ./20.10.2014 πράξεις του Διευθυντή του Τ.Α.Ν. και του Τ.Ε.Α.Δ. αντίστοιχα, και αναγνωρίστηκε με εξαγορά ένα έτος ως πλασματικός χρόνος τέκνου. Στη συνέχεια, απεστάλησαν στον προσφεύγοντα – ενάγοντα, τα υπ’ αριθ. ./17.11.2014, ./17.11.2014, ./17.11.2014 και ./17.11.2014 έγγραφα της Διευθύντριας Ασφάλισης, με την οποία ενημερώθηκε αυτός για τα ποσά που οφείλει για την εξαγορά, ως ακολούθως: α) για την εξαγορά χρόνου σπουδών στο Τ.Α.Ν. 8.056,80 ευρώ ή 6.848,28 με εφάπαξ καταβολή, β) για την εξαγορά χρόνου σπουδών στο Τ.Ε.Α.Δ. 2.417,28 ευρώ ή 2.054,69 ευρώ με εφάπαξ καταβολή, γ) για την εξαγορά πλασματικού χρόνου παιδιών στο Τ.Α.Ν., 2.014,20 ευρώ ή 1.712,07 με εφάπαξ καταβολή και δ) για την εξαγορά πλασματικού χρόνου παιδιών στο Τ.Ε.Α.Δ. 604,32 ευρώ, ή με εφάπαξ καταβολή στο ποσό των 513,67 ευρώ. Επί των ως άνω εντύπων, αναγράφεται ότι «Σε περίπτωση που δεν θεμελιωθεί δικαίωμα συνταξιοδότησης, οι εισφορές που έχουν καταβληθεί για την αναγνώριση αυτή δεν επιστρέφονται». Τα ως άνω ποσά κατέβαλε ο προσφεύγων – ενάγων, στις 17.12.2014, με εφάπαξ πληρωμή, και συνεπώς πλήρωσε συνολικά με έκπτωση το ποσό των 11.128,71 ευρώ. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων – ενάγων, υπέβαλε την από 25.11.2016 αίτηση προς το Ε.Τ.Α.Α. με την οποία ζήτησε την ανάκληση των ως άνω τεσσάρων πράξεων αναγνώρισης πλασματικού χρόνου, λόγω πλάνης περί τα πράγματα. Επικαλέστηκε, ότι υπήρξε παράλληλα ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α., από το οποίο συνταξιοδοτήθηκε με μειωμένη σύνταξη γήρατος στις 21.6.2016, με την υπ’ αριθ. ./21.6.2016 απόφαση του Διευθυντή του Ι.Κ.Α., ως πρώτο παράλληλο ασφαλιστικό οργανισμό, μετά δε από την ως άνω συνταξιοδότηση, η αναγνώριση πλασματικών χρόνων από το Τ.Α.Ν. και το Τ.Ε.Α.Δ. κατέστη αλυσιτελής, ενόψει του ότι δεν πληρούσε πλέον τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από το δεύτερο παράλληλο ασφαλιστικό οργανισμό, γεγονός το οποίο δεν γνώριζε όταν έκανε τις αιτήσεις αναγνώρισης πλασματικού χρόνου, παρά είχε την πεποίθηση ότι θα χορηγούνταν σε αυτόν ευνοϊκά ασφαλιστικά δικαιώματα και ωφέλειες. Οι ως άνω αιτήσεις απορρίφθηκαν με τις υπ’ αριθ. ., ., . και ./30.12.2016 πράξεις της Διευθύντριας Ασφάλισης του Ε.Τ.Α.Α. με την αιτιολογία, ότι ο προσφεύγων – ενάγων, θα μπορούσε να παραιτηθεί χωρίς συνέπειες από την αίτηση του για την αναγνώριση των ως άνω χρόνων, πριν από την έκδοση της πράξης. Οι ως άνω απορριπτικές πράξεις κοινοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα – ενάγοντα στις 13.3.2017 και άσκησε κατά αυτών ένσταση, με την οποία προέβαλε ότι μη νομίμως δεν ανακλήθηκαν οι πράξεις εξαγοράς πλασματικού χρόνου, αφού αυτές εκδόθηκαν κατά πλάνη μερί τα πράγματα, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 5 εδ. β’του ν. 861/1979. Προσκόμισε δε και τα σχετικά με τη σύνταξη του από το Ι.Κ.Α. έγγραφα. Προέβαλε δε ότι εσφαλμένως εφαρμόστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 39 και 40 του ν. 3996/2011, ενώ έπρεπε να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 5 του ν. 3996/2011. Η ως άνω ένσταση απορρίφθηκε αρχικώς σιωπηρά, με την πάροδο μηνός και στη συνέχεια ρητά με την υπ’ αριθ. 364/18.7.2017 απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής Νομικών του Ε.Φ.Κ.Α., πρώην Ε.Τ.Α.Α., με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων – ενάγων είχε δικαίωμα να παραιτηθεί της αίτησης χωρίς συνέπειες πριν την έκδοση των διοικητικών πράξεων και οι οποίες ολοκληρώθηκαν αφού καταβλήθηκαν τα αναλογούντα ποσά εξαγοράς.
9. Επειδή, ήδη ο προσφεύγων – ενάγων στρέφεται κατά των ως άνω πράξεων και ζητά την ακύρωση αυτών. Επιπλέον κατέθεσε το ΠΛ38/13.1.2020 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, το οποίο επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στο καθ’ ου (βλ. σχετ. την .Θ/15.1.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών .). Ειδικότερα, προβάλλει ότι, όπως είχε ισχυριστεί με την ένσταση, με δεδομένη τη συνταξιοδότηση του από το Ι.Κ.Α. ως πρώτο ασφαλιστικό οργανισμό, εκ παραδρομής, δόθηκαν σε αυτόν οδηγίες από το Τ.Α.Ν. και το Τ.Ε.Α.Δ. και του δημιουργήθηκε η λανθασμένη πεποίθηση ότι μπορούσε να αναγνωρίσει στον δεύτερο (παράλληλο) ασφαλιστικό οργανισμό (Τ.Α.Ν., Τ.Ε.Α.Δ.), χρόνο, αναγνώριση η οποία θα ήταν ωφέλιμη για την προσαύξηση του ποσού της σύνταξης γήρατος. Μετά δε τη συνταξιοδότηση του από το Ι.Κ.Α., με την υπ’ αριθ. ./21.6.2016 απόφαση του Διευθυντή του Ι.Κ.Α., με την οποία του χορηγήθηκε μειωμένη σύνταξη γήρατος, δεν συνέτρεχαν πλέον στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση από τον καθ’ ου Φορέα, και επομένως, λανθασμένα και εκ παραδρομής έγινε η αναγνώριση των ως άνω πλασματικών χρόνων από αυτόν. Επομένως, προβάλει ότι έπρεπε να γίνει δεκτή η αίτηση ανάκλησης αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 861/1979, επειδή εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα, πληρούται δε, κατά τους ισχυρισμούς τους, η προϋπόθεση του ευλόγου χρόνου, αφού πέρασαν μόνο δύο χρόνια κατά την αίτηση ανάκλησης, από την έκδοση των πράξεων αναθεώρησης. Η πλάνη περί τα πράγματα, συνίσταται, κατά τους ισχυρισμούς του, στην έλλειψη των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης (χρόνια ασφάλισης και ηλικία), που πίστευε ότι θα έχει συμπληρώσει, αλλά λόγω παράλληλης συνταξιοδότησης από δύο φορείς, δεν είχε συμπληρώσει. Στη συνέχεια, προβάλλει, ότι οι πράξεις αναγνώρισης χρόνου, πρέπει να ανακληθούν, λόγω προσκόμισης νέων κρίσιμων εγγράφων, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, είναι τα ακόλουθα: α) το ./8.7.2014 έγγραφο της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής που κατέθεσε και στο Τ.Α.Ν. και Τ.Ε.Α.Δ., για να ενημερωθούν οι ανωτέρω ασφαλιστικοί οργανισμοί, β) την από 12.12.2014 υπεύθυνη δήλωση προς το Ι.Κ.Α., σύμφωνα με την οποία «συνεχίζει να ασκεί το ελεύθερο επάγγελμα του δικηγόρου και ως αυτοαπασχολούμενος στο Ε.Τ.Α.Α. και συνεχίζει να καταβάλει τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές, γ) την υπ’ αριθ. ./21.6.2016 απόφαση του Διευθυντή Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης, με την οποία του χορηγήθηκε σύνταξη γήρατος. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, ότι κατά παράβαση της χρηστής διοίκησης και την αρχή της καλής πίστης έγιναν δεκτές οι αιτήσεις αναγνώρισης πλασματικών χρόνων που υπέβαλε, χωρίς να διαπιστωθεί αν όντως η αναγνώριση αυτή θα οδηγήσει σε θεμελίωση ασφαλιστικού δικαιώματος ή προσαύξηση σύνταξης, ενόψει του ότι οι διατάξεις με τις οποίες προβλέπεται η αναγνώριση πλασματικών χρόνων ασφάλισης με εξαγορά (σπουδών, τέκνων κτλ.) είναι ειδικές διατάξεις που διαφέρουν σε σχέση με αυτές που ισχύουν για την υποχρεωτική ασφάλιση, τα χρηματικά δε ποσά της εξαγοράς δεν καταβάλλονται για την οικονομική ενίσχυση των ταμείων αλλά για τη θεμελίωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των ασφαλισμένων. Κατόπιν αυτών, ισχυρίζεται ότι η καταβολή των εισφορών για την αναγνώριση των ως άνω χρόνων έγινε αχρεώστητα. Εξάλλου, με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων, ο προσφεύγων προβάλλει, ότι μετά την δημοσίευση του ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 4488/2017, μεταβλήθηκε το καθεστώς για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών, προβλέφθηκε δε ότι ως αχρεωστήτως καταβληθείσες εισφορές νοούνται τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στον Ε.Φ.Κ.Α. για οποιαδήποτε αιτία, και για τα οποία, βάσει της κείμενης νομοθεσίας, δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής τους. Τέλος, προβάλλει, ότι σε κάθε περίπτωση, η προσβαλλόμενη πρέπει να ακυρωθεί, γιατί δεν κλήθηκε προ της έκδοσης της προς ακρόαση. Κατόπιν των ανωτέρω, ο προσφεύγων – ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί ο καθ’ ου Φορέας να του καταβάλει, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, το ποσό των 11.128,36 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες εισφορές, για τις ως άνω αναγνωρίσεις χρόνων, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την κατάθεση της προσφυγής- αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Εξάλλου, το καθ’ ου, με τις ./29.1.2020, ./4.2.2020, ./6.2.2020 και ./14.2.2020 εκθέσεις απόψεων και το από 9.12.2021 υπόμνημα, ζητεί την απόρριψη του κρινόμενου ενδίκου βοηθήματος ως αβάσιμου.
10. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο, λαμβάνει υπόψη ότι οι πράξεις αναγνώρισης χρόνου τέκνων και σπουδών, κατόπιν εξαγοράς, εκδόθηκαν κατόπιν αίτησης του προσφεύγοντος – ενάγοντος και ανακαλούνται μόνο σε περίπτωση που συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, δηλαδή πλάνη περί των πραγματικών προϋποθέσεων έκδοσης αυτών, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, καθώς το γεγονός ότι ο προσφεύγων – ενάγων, εσφαλμένως θεώρησε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει την αναγνώριση των ως άνω χρόνων για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξηση αυτής, δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την έκδοση των ως άνω πράξεων. Περαιτέρω, από καμία διάταξη δεν απαγορεύεται η αναγνώριση των ως άνω χρόνων ως πλασματικών, ενώ ειδικά, το άρθρο 42 παρ. 5 του ν. 3996/2011 το οποίο επικαλείται ο προσφεύγων – ενάγων, αφορά προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και δεν περιλαμβάνει ρύθμιση περί απαγόρευσης αναγνώρισης πλασματικού χρόνου. Επομένως, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι επίδικες πράξεις αναγνώρισης πλασματικού χρόνου, τόσο από το Τ.Α.Ν. όσο και από το Τ.Ε.Α.Δ. εκδόθηκαν νομίμως και δεν συνέτρεχε καμία προϋπόθεση για την ανάκληση αυτών. Περαιτέρω, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28 παρ. 1 του ν.δ/τος 4114/1960, όπως ισχύει, εισφορές που έχουν καταβληθεί νομίμως για εξαγορά πραγματικής ή πλασματικής προϋπηρεσίας, δεν επιστρέφονται ακόμα και σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο ο καταβαλών δεν δικαιούται συντάξεως από το Ταμείο, ρύθμιση που στοιχεί και προς γενική αρχή του ασφαλιστικού δικαίου, κατά την οποία οι εισφορές των ασφαλισμένων, οι οποίες καλύπτουν νομίμως χρόνο υποχρεωτικής ασφάλισης και περιλαμβάνονται μεταξύ των πόρων των ασφαλιστικών οργανισμών, με τους οποίους σχηματίζεται το ασφαλιστικό κεφάλαιο, δεν επιστρέφονται σε αυτούς που τις κατέβαλαν και όταν ακόμη καθίσταται βέβαιο εκ των πραγμάτων ότι δεν είναι εφικτή η χορήγηση ασφαλιστικών παροχών, αρχή η οποία κάμπτεται μόνο όταν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη για επιστροφή των εισφορών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 746/2011, 3003/2005 7 μ., 3251/1996, 479/1987). Επομένως, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι καταβληθείσες από τον προσφεύγοντα – ενάγοντα εισφορές δεν καταβλήθηκαν αχρεώστητα, αλλά για νόμιμη αιτία και δεν δύναται να επιστραφούν σε αυτόν. Εξάλλου, ο επικαλούμενος από τον προσφεύγοντα – ενάγοντα ν. 4387/2016, αφορά τον τρόπο επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών, και συνεπώς δεν αφορά την υπό κρίση περίπτωση. Επομένως το Δικαστήριο κρίνει ότι ο προσφεύγων – ενάγων υπόχρεου το στην καταβολή των αντίστοιχων ασφαλιστικών εισφορών, εφόσον ο ίδιος αιτήθηκε την αναγνώριση των επίμαχων χρόνων ασφάλισης, και δεν δικαιούται την επιστροφή των εισφορών που κατέβαλε. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος – ενάγοντος περί μη κλήσης αυτού σε προηγούμενη ακρόαση, κατά το στάδιο της εξέτασης της αίτησης ανάκλησης που υπέβαλε, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αλυσιτελής, διότι δεν αναφέρονται παραλλήλως και οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί που θα προέβαλε αυτός και οι οποίοι θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να επηρεάσουν την έκδοση της επίδικης πράξης, ενώ σε κάθε περίπτωση, οι πράξεις αναγνώρισης χρόνου εκδόθηκαν κατόπιν αίτησης αυτού. Επομένως, νομίμως η Διοικούσα Επιτροπή του Ε.Φ.Κ.Α., πρώην Ε.Τ.Α.Α., απέρριψε την ένσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το κρινόμενο ένδικο βοήθημα.
11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή – αγωγή πρέπει να απορριφθεί, να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 9 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, να απαλλαγεί δε, ενόψει των περιστάσεων, ο προσφεύγων – ενάγων από τη δικαστική δαπάνη του καθ’ου, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 τελευταίο εδάφιο του ίδιου ως άνω Κώδικα.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την προσφυγή – αγωγή.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.
Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα – ενάγοντα από τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 23.1.2023 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του στις 22.2.2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΧΡΥΣΑΝΘΗ-ΕΛΕΝΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΝΕΣΤΗΣ ΦΑΛΚΟΣ
Ακριβές αντίγραφο
Αθήνα 22/2/2023
Η Προϊσταμένη του 6ου Τμήματος