ΑΠΟΦΑΣΗ
Gashi και Gina κατά Αλβανίας της 04.04.2023 (αρ. προσφ. 29943/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η αναστολή άσκησης καθηκόντων εισαγγελέα μετά την περάτωση της ποινικής διαδικασίας σε βάρος του σχετικά με δηλώσεις για την περιουσιακή κατάσταση, στερείται κάθε νομικής βάσης. Σεβασμός ιδιωτικής ζωής.
Ποινική έρευνα σε βάρος ζεύγους εισαγγελέων – προσφευγόντων με την κατηγορία παρατυπιών στη δήλωση πόθεν έσχες περιουσιακών και οικονομικών στοιχείων. Εκδόθηκε αμετάκλητη αθωωτική απόφαση.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αναστολή άσκησης των καθηκόντων του δεύτερου προσφεύγοντος εισαγγελέα έθεσε ζήτημα βάσει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και στερούνταν κάθε νομικής βάσης μετά το πέρας των ποινικών διαδικασιών εναντίον του με απαλλακτική απόφαση και ως εκ τούτου δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8) του δεύτερου προσφεύγοντος και επιδίκασε 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για έξοδα.
Το Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη παρόμοια καταγγελία της πρώτης προσφεύγουσας εισαγγελέως επίσης σχετικά με την αναστολή των καθηκόντων της γιατί δεν απέδειξε ότι υπήρξαν συνέπειες στην ιδιωτική της ζωή από την αναστολή.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6,
Άρθρο 8,
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, Rovena Gashi και Dritan Gina, είναι Αλβανοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1977 και 1976 αντίστοιχα και ζουν στα Τίρανα. Την εποχή των επίμαχων γεγονότων, οι προσφεύγοντες ήταν παντρεμένοι και είχαν διοριστεί ως εισαγγελείς. Η πρώτη προσφεύγουσα προήχθη σε επικεφαλής της Μονάδας Αποποινικοποίησης, όπου ήταν υπεύθυνη για άτομα υψηλού προφίλ με ποινικό μητρώο, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών. Ο δεύτερος εργαζόταν στην εισαγγελία που υπάγεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Τιράνων.
Το 2016 η Αλβανία ξεκίνησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων στο δικαστικό σύστημα, που είχε ως αποτέλεσμα την επαναξιολόγηση όλων των εισαγγελέων της, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγόντων. Η πρώτη προσφεύγουσα δήλωσε σε σχετική δήλωση πόθεν έσχες τα περιουσιακά στοιχεία της ίδιας και της οικογένειάς της όπως απαιτούσε η νομοθεσία. Ωστόσο, στη συνέχεια απολύθηκε από το αξίωμα του εισαγγελέα το 2018 λόγω αποτυχίας στην αξιολόγηση της οικονομικής της ακεραιότητας. Άσκησε έφεση, χωρίς επιτυχία. Στο μεταξύ, είχε τεθεί σε αναστολή βάσει των νόμων για τον έλεγχο, όπως απαιτείται από τη σχετική νομοθεσία.
Ο δεύτερος προσφεύγων πέρασε ο ίδιος τη διαδικασία αξιολόγησης το 2020-2021. Το 2018, μετά από δημοσιεύματα στα ΜΜΕ, ξεκίνησε ποινική έρευνα για καταγγελίες εναντίον των προσφευγόντων σχετικά με μη αποκάλυψη, απόκρυψη ή ψευδή δήλωση περιουσιακών στοιχείων σε σχέση με την περιουσιακή δήλωση της συζύγου του. Οι προσφεύγοντες τέθηκαν σε αναστολή από τα καθήκοντά τους τον Μάιο του ίδιου έτους με νόμο του 2016. Η έφεση κατά της εν λόγω απόφασης εξετάστηκε τελικά από το Διοικητικό Εφετείο, το οποίο ακύρωσε τις αναστολές τον Νοέμβριο του 2018. Ωστόσο, ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία εκκρεμούσε ακόμη κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του ΕΔΔΑ, με αποτέλεσμα οι προσφεύγοντες να μην επανέλθουν στις οργανικές τους θέσεις αμέσως.
Η ποινική διαδικασία περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2019. Ωστόσο, ο προσφεύγων επέστρεψε στην θέση του μόλις τον Ιανουάριο του 2020.
Από το 2018, ξεκινώντας με το Alpenews (διαδικτυακή ειδησεογραφική πύλη), δημοσιεύτηκαν άρθρα σχετικά με την υπόθεση των προσφευγόντων, η οποία φέρεται να βασίστηκε σε έγγραφα που αποκαλύφθηκαν χωρίς την άδειά τους και η οποία είχε παρασχεθεί από την πρώτη προσφεύγουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου. Ο ισχυρισμός απορρίφθηκε από τα όργανα ελέγχου κατά την προκύπτουσα έρευνα.
Επικαλούμενοι τα άρθρα 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν, ότι το Ειδικό Τμήμα Προσφυγών δεν ήταν ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, ότι η αναστολή από τα καθήκοντά τους παραβίασε το δικαίωμά τους στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και ότι δεν διέθεταν αποτελεσματικό ένδικο μέσο για την καταγγελία τους βάσει του άρθρου 8.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τον Μάιο του 2018 ο προσωρινός Γενικός Εισαγγελέας είχε εκδώσει διαταγές αναστολής σχετικά με τους προσφεύγοντες, εμποδίζοντάς τους άμεσα να ασκήσουν τα επίσημα καθήκοντά τους. Οι εν λόγω διαταγές βασίζονταν στο γεγονός ότι υπήρχε σε εξέλιξη ποινική έρευνα εναντίον τους για «σοβαρό έγκλημα που διαπράχθηκε εκ προθέσεως» και για το γεγονός ότι τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες. Η αναστολή ήταν υποχρεωτική από τη στιγμή που ένας δικαστής ή εισαγγελέας είχε αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορούμενου για αυτό το είδος αδικήματος και διαρκούσε μέχρι την περάτωση της ποινικής διαδικασίας ή την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
Όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία της σχετικά με την αναστολή της δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 καθώς δεν είχε αποδείξει ότι οι συνέπειες στην ιδιωτική της ζωή από την διαταγή αναστολής, η οποία ίσχυε για λίγο περισσότερο από δύο μήνες κατά τους οποίους συνέχισε να λαμβάνει τον μισθό της, ήταν αρκετά σοβαρή ώστε να εφαρμοστεί το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Ωστόσο, το Δικαστήριο του Στρασβούργου βεβαιώθηκε ότι οι συνέπειες για τον δεύτερο προσφεύγοντα – συμπεριλαμβανομένης της ανικανότητας προς εργασία για 20 μήνες, και η επισφαλής κατάσταση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρά τη συνέχιση καταβολής του μισθού του – ήταν αρκετά σοβαρές ώστε να έχει εφαρμογή το άρθρο 8 και ισοδυναμούσε με «παρέμβαση» στην ιδιωτική του ζωή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναστολή του στερούνταν οποιασδήποτε νομικής βάσης μετά το πέρας της ποινικής έρευνας εναντίον του, και επομένως δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση όσον αφορά την αναστολή των καθηκόντων του δεύτερου προσφεύγοντος.
Όσον αφορά την αποκάλυψη εγγράφων στα ΜΜΕ το Δικαστήριο έκρινε, ότι καθώς οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων δεν απέδειξαν την ύπαρξη κάποιων ιδιαίτερα ευαίσθητων οικονομικών πληροφοριών στις διαρροές που θα μπορούσαν να τους έχουν βλάψει, αυτές οι καταγγελίες ήταν ως εκ τούτου απαράδεκτες. Όσον αφορά τις μεταγενέστερες αναφορές των ΜΜΕ, οι καταγγελίες δεν είχαν εκτεθεί λεπτομερώς ή τεκμηριωμένα στο έντυπο της προσφυγής τους, μέρος δε της καταγγελίας είχε υποβληθεί εκπρόθεσμα και το ΕΔΔΑ την έκρινε ως απαράδεκτη.
Άρθρο 6
Το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτες τις καταγγελίες των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 6, σημειώνοντας ότι οι προσφεύγοντες είχαν ασκήσει επιτυχώς το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου.
Άρθρο 13
Δεδομένων των πορισμάτων της βάσει των άρθρων 8 και 6, η καταγγελία της προσφεύγουσας κρίθηκε απαράδεκτη από το Δικαστήριο. Έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να εξεταστεί αυτή η καταγγελία, καθώς αφορούσε τον σύζυγό της.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε στον δεύτερο προσφεύγοντα 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για έξοδα.
Ξεχωριστές απόψεις
Ο δικαστής Σεργίδης εξέφρασε εν μέρει αντίθετη γνώμη, ιδίως όσον αφορά την απόρριψη της προσφυγής για την πρώτη προσφεύγουσα με βάση τα άρθρα 8 και 13 της ΕΣΔΑ (επιμέλεια: echrcaselaw.com).