ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Κ.Τ. κατά Ελλάδας της 06.04.2023 (αρ. προσφ. 13993/20)
Βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μη εκτέλεση δικαστικής απόφασης επικοινωνίας μεταξύ πατέρα και παιδιών. Απαλλαγή
μητέρας σε ποινικό δικαστήριο για παραβίαση δικαστικής απόφασης. Δικαίωμα σεβασμού
ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Μετά το χωρισμό του προσφεύγοντος από την μητέρα των παιδιών, καθορίστηκε δικαστικά η
επιμέλεια των παιδιών και η επικοινωνία τους με τον πατέρα τους. Η επιμέλεια ανατέθηκε
προσωρινά στη μητέρα και ο πατέρας είχε το δικαίωμα να βλέπει τα παιδιά του συγκεκριμένες
ημέρες και ώρες της εβδομάδας. Ωστόσο ο προσφεύγων με αίτησή του παραπονέθηκε ότι οι
απογευματινές ώρες επικοινωνίας συνέπιπταν με τις εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών,
ισχυριζόμενος ότι η μητέρα προσπαθούσε να εμποδίσει το δικαίωμα επικοινωνίας. Αργότερα,
κατέθεσε μήνυση εναντίον της για το αδίκημα της παραβίασης δικαστικής απόφασης. Ωστόσο
η μητέρα αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών. Ο προσφεύγων με αίτησή του ζήτησε από τον
εισαγγελέα να ασκήσει έφεση, η οποία απορρίφθηκε.
Ο προσφεύγων κατέθεσε και δεύτερη μήνυση για το ίδιο αδίκημα, ωστόσο το σκεπτικό του
εθνικού δικαστηρίου ήταν ότι στις ημερομηνίες που ανέφερε ο πατέρας στη μήνυσή του, τα
παιδιά παρακολουθούσαν εξωσχολικές δραστηριότητες, για τις οποίες ο προσφεύγων είχε
ενημερωθεί και στις οποίες μπορούσε να τα συνοδεύει. Εκτός των άλλων, ο προσφεύγων
διέμενε στο ίδιο κτίριο έναν όροφο πάνω από το διαμέρισμα που έμεναν τα παιδιά του με την
μητέρα τους και είχε παραδεχτεί ότι τα συναντούσε.
Επικαλούμενος το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια
δεν τον είχαν βοηθήσει αποτελεσματικά στις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με τα παιδιά
του, παρά τις μηνύσεις που είχε υποβάλει, αφού δεν εκτελούσε τις δικαστικές αποφάσεις η
μητέρα των παιδιών, παρακωλύοντας την επικοινωνία του.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια, κατά την εκδίκαση των μηνύσεων,
προέβησαν σε ενδελεχή εκτίμηση της κατάστασης μεταξύ αυτού και των παιδιών του και
κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μητέρα δεν είχε προσπαθήσει να εμποδίσει την μεταξύ τους
επικοινωνία και ότι δεν επήλθε καμία αποξένωση μεταξύ τους. Αντίθετα, το Δικαστήριο
σημείωσε ότι στην κατάθεσή του ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων ο προσφεύγων
επιβεβαίωσε ότι αυτός και τα παιδιά έκαναν διάφορες δραστηριότητες μαζί και ότι μερικές
φορές έβλεπαν ο ένας τον άλλο τα πρωινά πριν από το σχολείο. Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι οι εθνικές αρχές έλαβαν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διευκολύνουν την
άσκηση των δικαιωμάτων επικοινωνίας που θα μπορούσαν εύλογα να αναμένονται από αυτές,
δεδομένων των ειδικών συνθηκών της υπόθεσης.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και
οικογενειακής ζωής.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Μετά τον χωρισμό του προσφεύγοντος από τη μητέρα των παιδιών του, Ε.Ι., το 2006, ο
προσφεύγων και η Ε.Η. κατέθεσαν αιτήσεις για την επιμέλεια και τα δικαιώματα επικοινωνίας
με τα παιδιά στα εθνικά δικαστήρια. Σε προσωρινή διαταγή που εκδόθηκε τον Μάρτιο του
2017, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών ανέθεσε προσωρινά την επιμέλεια στην μητέρα και
καθόρισε πρόγραμμα επικοινωνίας μεταξύ του προσφεύγοντος και των δίδυμων παιδιών του.
Ο προσφεύγων θα έβλεπε τα παιδιά του Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή απογεύματα για
τρεις ώρες (5 μ.μ. έως 8 μ.μ.), δύο Σαββατοκύριακα το μήνα, μία βδομάδα κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα και 15 μέρες κατά τις καλοκαιρινές διακοπές.
Δύο μήνες μετά την εν λόγω προσωρινή διαταγή, τον Μάιο του 2017, ο προσφεύγων υπέβαλε
νέα αίτηση, ζητώντας εκ νέου την επιμέλεια των τέκνων και την τροποποίηση του
προγράμματος επικοινωνίας. Η αίτηση απορρίφθηκε με απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών τον Νοέμβριο του 2017. Το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε
αποδειχθεί ότι η μητέρα είχε εμποδίσει την επικοινωνία του προσφεύγοντος με τα παιδιά του.
Αντίθετα, είχε διαπιστωθεί ότι και οι δύο γονείς είχαν καλή σχέση με τα παιδιά τους. Όσον
αφορά το αίτημα του προσφεύγοντος να βλέπει τα παιδιά του από τη 1.15 μ.μ. έως 4.15 μ.μ.
(αντί από τις 5 μ.μ. έως τις 8 μ.μ.) προκειμένου οι ώρες επικοινωνίας του να μην συμπίπτουν
με τις δραστηριότητες των παιδιών μετά το σχολείο, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν θα ήταν
δυνατό, καθώς τα παιδιά θα έπρεπε να επιστρέψουν στο σπίτι από το σχολείο και να
ξεκουραστούν πριν βγουν έξω πάλι. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε σημαντική
αλλαγή των συνθηκών που θα απαιτούνταν για τροποποίηση της προσωρινής διαταγής που
καθόριζε το πρόγραμμα επικοινωνίας.
Τον Φεβρουάριο του 2018 εκδικάστηκε νέα αίτηση του προσφεύγοντος με τα ίδια αιτήματα
μαζί με αντίθετη αίτηση της μητέρας. Και οι δύο αιτήσεις απορρίφθηκαν τον Αύγουστο του
2018 από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι δεν υπήρξε σημαντική
αλλαγή των συνθηκών που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διαφοροποίηση του προγράμματος
επικοινωνίας και απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος.
Τον Ιανουάριο του 2018 ο προσφεύγων υπέβαλε μήνυση κατά της πρώην συζύγου του,
ισχυριζόμενος ότι η τελευταία είχε κανονίσει οι δραστηριότητες των παιδιών μετά το σχολείο
να συμπίπτουν με τις ημέρες και ώρες των δικαιωμάτων επικοινωνίας του, παρεμποδίζοντας
έτσι την επικοινωνία μεταξύ αυτού και των παιδιών, κατά παράβαση της απόφασης του
Μονομελούς Πρωτοδικείου. Με απόφαση του 2019, το ποινικό δικαστήριο αθώωσε την
μητέρα λόγω αμφιβολιών. Ειδικότερα, το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι οι δραστηριότητες των
παιδιών μετά το σχολείο είχαν συμφωνηθεί από τους γονείς πριν από τη δημοσίευση της
διαταγής που καθόριζε το πρόγραμμα επικοινωνίας με τον προσφεύγοντα. Επιπλέον, ο
προσφεύγων είχε παραπονεθεί για μη επικοινωνία σε τέσσερις διαφορετικές ημερομηνίες
μεταξύ Νοεμβρίου 2017 και Ιανουαρίου 2018, τρεις Δευτέρες και μία Τετάρτη. Κατά την
περίοδο εκείνη υπήρξαν πολλές άλλες ημερομηνίες που είχε το δικαίωμα να δει τα παιδιά του
σύμφωνα με την αντίστοιχη απόφαση του εθνικού δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων και
των εορτών των Χριστουγέννων, για τις οποίες δεν είχε υποβληθεί καταγγελία. Ως εκ τούτου,
η κατηγορούμενη (μητέρα) αθωώθηκε. Ο προσφεύγων με αίτησή του ζήτησε από τον
εισαγγελέα να ασκήσει έφεση, η οποία απορρίφθηκε.
Μια δεύτερη μήνυση που υποβλήθηκε από τον προσφεύγοντα για τους ίδιους λόγους σε σχέση
με πολλές ημερομηνίες από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο του 2017 συζητήθηκε τον Φεβρουάριο
του 2020. Το εθνικό δικαστήριο αθώωσε την μητέρα. Διαπίστωσε ότι δεν είχε διαπράξει το
αδίκημα της μη συμμόρφωσης με δικαστική απόφαση, καθώς στις ημερομηνίες που ανέφερε ο
πατέρας στην μήνυσή του, τα παιδιά παρακολουθούσαν δραστηριότητες μετά το σχολείο, για
τις οποίες ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί και για τις οποίες μπορούσε να τα συνοδεύει. Εκτός
των άλλων, ο προσφεύγων διέμενε έναν όροφο πιο πάνω από τα παιδιά του στο ίδιο κτίριο και
είχε παραδεχτεί ότι τα συναντούσε τακτικά. Κατά το εθνικό δικαστήριο δεν είχε αποδειχθεί ότι
η μητέρα παραβίασε εσκεμμένα την απόφαση περί επικοινωνίας.
Με απόφαση της 19 Απριλίου 2021 του Εφετείου Αθηνών, η επιμέλεια των τέκνων δόθηκε
τελεσίδικα στη μητέρα. Ο προσφεύγων ζήτησε, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα επικοινωνίας
του με τα παιδιά του να οριστούν είτε από τη 1.30 μ.μ. έως τις 4.30 μ.μ., όταν δεν είχαν
εξωσχολικές δραστηριότητες ή από τις 5 μ.μ. έως τις 8 μ.μ. αλλά υπό τον όρο ότι δεν θα
παρακολουθούσαν μετά το σχολείο καμία δραστηριότητα τις ημέρες επικοινωνίας. Το
δικαστήριο διέταξε τον ορισμό του δεύτερου προτεινόμενου χρονοδιαγράμματος, μη
λαμβάνοντας υπόψη τις δραστηριότητες των παιδιών, κρίνοντας ότι δεν είχαν προγραμματιστεί
για να αποξενωθεί ο προσφεύγων από τα παιδιά. Θεώρησε επίσης ότι ο προσφεύγων μπορούσε
να συνοδεύσει τα παιδιά στις δραστηριότητες έτσι ώστε να ενισχύσει το δεσμό τους και επίσης
να ενθαρρύνει την προσωπική τους ανάπτυξη. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά αυτής της
απόφασης η οποία εκκρεμεί.
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι αρχές δεν τον είχαν βοηθήσει
αποτελεσματικά στις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με τα παιδιά του, παρά τις μηνύσεις
του κατά της μητέρας, κατά παράβαση των θετικών υποχρεώσεών τους σύμφωνα με το άρθρο
8 της ΕΣΔΑ.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Οι σχετικές αρχές αναφορικά με τη θετική υποχρέωση του Κράτους βάσει του άρθρου 8 της
ΕΣΔΑ σε υποθέσεις που αφορούν την επικοινωνία συνοψίζονται στην υπόθεση Κ.Β. κ.α. κατά
Κροατίας της 14.03.2017 (αρ. προσφ. 36216/13, §§ 142-44). Το έργο του Δικαστηρίου
συνίσταται στην εξέταση του κατά πόσον οι εγχώριες αρχές έλαβαν όλα τα απαραίτητα μέτρα
που θα μπορούσαν εύλογα να απαιτηθούν στις συγκεκριμένες περιστάσεις για να διευκολυνθεί
η επικοινωνία μεταξύ του προσφεύγοντος και των παιδιών του, και ιδίως λαμβάνοντας υπόψη
το βέλτιστο συμφέρον των τελευταίων ως πρωταρχικό μέλημα.
Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να καθορίσει πρώτα το εύρος της εξέτασης της παρούσας
προσφυγής. Σημείωσε ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος αναφέρεται κυρίως στην ποινική
διαδικασία για την εικαζόμενη παράβαση της επίμαχης απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου και την αθώωση της πρώην συζύγου του στη διαδικασία αυτή, την οποία
εξέλαβε ως άρνηση των ημεδαπών αρχών να του επιτρέψουν να εκτελέσει την προαναφερθείσα
απόφαση. Καμία άλλη ενέργεια μέσω της οποίας ο προσφεύγων προσπάθησε να εκτελέσει αυτή
την απόφαση δεν έχει περιέλθει στην αντίληψη του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο δε σχολίασε
τις καταγγελίες του προσφεύγοντος που προκύπτουν από την απόφαση χορήγησης επιμέλειας
στην μητέρα καθώς οι διαδικασίες αυτές εκκρεμούσαν ακόμη ενώπιον των εθνικών
δικαστηρίων και δεν αποτελούσαν αντικείμενο της επίδικης προσφυγής. Το Δικαστήριο
περιόρισε την εξέτασή του στις μηνύσεις που καθορίστηκαν με τις αποφάσεις που αθώωναν τη
μητέρα για το αδίκημα της παράβασης δικαστικής απόφασης που όριζε τα δικαιώματα
επικοινωνίας.
Το Δικαστήριο παρατήρησε σχετικά ότι ο προσφεύγων υπέβαλε δύο μηνύσεις για παραβίαση
του καθορισμένου χρονοδιαγράμματος επικοινωνιών που ορίστηκε με την προαναφερθείσα
απόφαση. Και τα δύο δικαστήρια εξέτασαν τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για
παρακώλυση της επικοινωνίας του. Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια έκαναν ενδελεχή
εκτίμηση της κατάστασης μεταξύ του προσφεύγοντος και των παιδιών του και κατέληξαν στο
συμπέρασμα ότι η μητέρα δεν είχε προσπαθήσει να εμποδίσει την μεταξύ τους επικοινωνία και
ότι δεν επήλθε καμία αποξένωση μεταξύ τους. Αντίθετα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην
κατάθεσή του ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων ο προσφεύγων επιβεβαίωσε ότι αυτός και τα
παιδιά προέβαιναν σε διάφορες δραστηριότητες μαζί και ότι μερικές φορές έβλεπαν ο ένας τον
άλλο τα πρωινά πριν από το σχολείο, δηλαδή εκτός των καθορισμένων ωρών επικοινωνίας.
Όπως παρατήρησαν τα εθνικά δικαστήρια, το γεγονός ότι τα παιδιά συμμετείχαν σε διάφορες
εξωσχολικές δραστηριότητες δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποσκοπούσε στην αποξένωση
του προσφεύγοντος από τα παιδιά του, ούτε φαίνεται ότι αυτές οι δραστηριότητες έλαβαν χώρα
σε τέτοιο βαθμό ώστε η σχέση μεταξύ του προσφεύγοντος και των παιδιών του να περιορίστηκε
ουσιαστικά. Τέλος η άρνηση του εισαγγελέα να ασκήσει έφεση κατά της πρωτοβάθμιας
απόφασης ήταν στη διακριτική του ευχέρεια
Οι ίδιες σκέψεις ισχύουν και για την αστική δίκη που ακολούθησε, σχετικά με τα δύο αιτήματα
του προσφεύγοντος για επανεξέταση του προγράμματος επικοινωνίας. Και τα δύο δικαστήρια
εξέτασαν τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος και τους απέρριψαν με αιτιολογημένη
απόφαση κατόπιν αντιδικίας των μερών.
Το γεγονός ότι οι εγχώριες αρχές, αφού διενήργησαν την εξέτασή τους, κατέληξαν σε
συμπεράσματα που ήταν δυσμενή για τον προσφεύγοντα δεν αποτελεί ένδειξη ανεπάρκειας
του συστήματος, δεδομένου ότι η εξέτασή τους φαίνεται να ήταν διεξοδική και ολοκληρωμένη.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η υποχρέωση του κράτους να λάβει θετικά μέτρα για τη
διευκόλυνση των επικοινωνιών δεν αποτελούσε υποχρέωση ως προς τα αποτελέσματα που
πρέπει να επιτευχθούν αλλά ως προς τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν (βλ. Răileanu
κατά Ρουμανίας της 02.06.2015, αρ. προσφ. 67304/12 § 4) και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι
οι εθνικές αρχές έλαβαν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διευκολύνουν την άσκηση της
επικοινωνίας που θα μπορούσαν εύλογα να αναμένονται από αυτές, δεδομένων των ειδικών
συνθηκών της υπόθεσης.
Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα όλου του υλικού που είχε στην κατοχή του, και στο μέτρο που
τα καταγγελλόμενα ζητήματα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν
προέκυπτε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και απέρριψε την προσφυγή ως προδήλως
αβάσιμη σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4