Αριθμός 1096/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Γεώργιο Χριστοδούλου, Βασίλειο Μαχαίρα, Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη – Εισηγήτρια και Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Μαΐου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Μ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Μπλαβέρη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ε. Χ. του Η., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γαρυφαλλιά Δάρρα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/10/2010 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1708/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου όπως αυτή διορθώθηκε με την 4005/2014 απόφαση και οι 678/2015 μη οριστική και 60/2019 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/5/2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επί της από 6.10.2010 αγωγής της αναιρεσίβλητης Ε. Χ. κατά των 1)Α. Μ. και 2) Σ. χήρας Γ. Μ., με αντικείμενο αποζημίωση λόγω ελαττώματος ακινήτου, που εκμισθώθηκε από τους εναγόμενους στην ενάγουσα, εκδόθηκε η 1708/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως διορθώθηκε με την 4005/2014 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν οι από 1-7-2014 και από 24-12-2014 αντίθετες εφέσεις των εναγομένων και της ενάγουσας αντιστοίχως. Επί αυτών εκδόθηκε η 678/2015 μη οριστική απόφαση (διατάσσουσα πραγματογνωμοσύνη) του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς και η προσβαλλόμενη 60/2019 οριστική απόφασή του. Το Εφετείο δέχθηκε με την απόφαση αυτή τις εφέσεις και κατ’ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη και, κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα, ο οποίος κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας είχε καταστεί και καθολικός διάδοχος, ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος, της δεύτερης εναγομένης μητέρας του, που απεβίωσε στις 30-6-2017, να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη- ενάγουσα ποσό 38.117,97 ευρώ. Η από 15-5-2019 αίτηση αναίρεσης κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ κατά την άσκησή της καταβλήθηκε και το προσήκον παράβολο του Δημοσίου. Επομένως η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 577 ΑΚ συνάγεται ότι, αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή αν ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατ` εκείνο τον χρόνο πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, που παρακωλύει μερικά ή ολικά τη συμφωνηθείσα χρήση, αντί της μείωσης ή της μη καταβολής το μισθώματος, ο μισθωτής, δικαιούται να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Κατά δε το άρθρο 578 του ίδιου Κώδικα, το αυτό δικαίωμα έχει ο μισθωτής και αν ο εκμισθωτής έχει καταστεί υπερήμερος ως προς την άρση πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 305 και 306 ΑΚ προκύπτει, ότι στον μισθωτή παρέχεται, στις παραπάνω περιπτώσεις, κατ` επιλογήν του, είτε αξίωση για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος είτε αξίωση προς αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει την ανόρθωση της ζημίας του για τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Η επιλογή αυτή μπορεί να γίνει και με αγωγή ή και κατ` ένσταση σε περίπτωση αγωγής του εκμισθωτή για την καταβολή του μισθώματος ή απόδοση του μισθίου. Αυτές οι αξιώσεις παρέχονται διαζευκτικώς στον μισθωτή και η επιλογή της μίας αποκλείει την άσκηση των λοιπών, υπό οποιαδήποτε μορφή, είτε κυρίως, είτε επικουρικώς, χωρίς να μπορεί να μεταβάλλεται κατά τη βούλησή του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 584 ΑΚ ο μισθωτής, με επιφύλαξη των διατάξεων που ισχύουν για τα πραγματικά και τα νομικά ελαττώματα ή για την έλλειψη ιδιοτήτων, έχει δικαίωμα κατά τα λοιπά, αν δεν του παραδόθηκε ή του παρεμποδίστηκε η χρήση του μισθίου, να απαιτήσει, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, την εκτέλεση της σύμβασης ή αποζημίωση. Ενόψει της τιθέμενης στο τελευταίο αυτό άρθρο επιφύλαξης των διατάξεων για τα πραγματικά και νομικά ελαττώματα, ο μισθωτής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης ή αποζημίωση κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 335, 336 και 343 ΑΚ, αν δεν του παραδόθηκε καθόλου η χρήση του μισθίου ή του παραδόθηκε μεν, αλλά παρεμποδίστηκε μετά την παράδοσή της, ενώ εάν του παραδόθηκε η χρήση του μισθίου αλλά αυτή είναι ελαττωματική, διότι το μίσθιο παρουσιάζει πραγματικό ή νομικό ελάττωμα, εφαρμόζονται οι παραπάνω ειδικές διατάξεις των άρθρων 576 – 583 ΑΚ (ΑΠ 725/2013, 1600/2002). Για την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος του μισθίου κατά τις ως άνω διατάξεις δεν αρκεί οποιαδήποτε δυσμενής κατάσταση της υλικής υπόστασής του, αλλά απαιτείται κατάσταση που επηρεάζει την πρόσφορη λειτουργική χρήση αυτού. Τέτοιο πραγματικό ελάττωμα αποτελεί και η αδυναμία χρήσης του μισθίου, όπως συμφωνήθηκε, λόγω απαγόρευσης της χρήσης από δημόσια αρχή ή λόγω αδυναμίας χορήγησης της απαιτούμενης αδείας δημόσιας αρχής (ΟλΑΠ 50/2005). Έτσι ως πραγματικό ελάττωμα θεωρείται και η παρεμπόδιση της χρήσης του μισθίου από μέτρα που επιβάλλονται από διοικητική αρχή ή από περιορισμούς δημοσίου δικαίου, εφόσον όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση πράγματι εμποδίζεται η συμφωνημένη χρήση του (ΑΠ 269/2019, βλ. σχετ. και ΑΠ 774/2015). Η αξίωση αποζημίωσης για μη εκτέλεση της μισθωτικής σύμβασης, περιλαμβάνει κάθε ζημία του μισθωτή, που τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το ελάττωμα είτε θετική, είτε αναφερόμενη σε διαφυγόν κέρδος (άρθρα 297 – 298 ΑΚ). Βάσει αυτής της αξίωσης αποκαθίσταται επομένως και η ζημία, που υπέστη ο μισθωτής για δαπάνες του στο μίσθιο, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει κατά τα συμπεφωνημένα, καθώς και το διαφυγόν κέρδος του από τη μη χρησιμοποίηση του μισθίου, λόγω του ελαττώματος, μέχρι όμως μόνο την άρση του ελαττώματος ή τη λύση ή λήξη της μίσθωσης. (ΑΠ 774/2015). Εκτός των ανωτέρω δικαιωμάτων του, ο μισθωτής, εάν παρακωλύεται εξαιτίας πραγματικού ελαττώματος του μισθίου να κάνει χρήση του, έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση υπό τους όρους του άρθρου 585 ΑΚ, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 587 ΑΚ, αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση (ΑΠ 509/2020, 1291/2014, 1469/2013). Εάν ασκήσει αυτό το δικαίωμά του, δεν γεννώνται πλέον αξιώσεις του για διαφυγόντα κέρδη από την παρακώλυση χρήσης του μισθίου εξαιτίας του ελαττώματος για το διάστημα μετά την καταγγελία. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα ακόλουθα: “Οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες-εφεσίβλητοι, Α. Μ. και Σ. χα Γ. Μ. – εκ των οποίων η δεύτερη κατά τη διαδικασία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο απεβίωσε και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον πρώτο εκκαλούντα, υιό της- είναι συγκύριοι κατά ποσοστά εξ αδιαιρέτου 3/4 ο πρώτος και 1/4 η δεύτερη (το ποσοστό της οποίας περιήλθε ως κληρονομιά πλέον στον πρώτο εκκαλούντα -εφεσίβλητο) ενός ακινήτου αποτελούμενου από ισόγειο και πρώτο όροφο, επιφάνειας 385 τμ. περίπου, μετά του αύλειου χώρου του επιφάνειας 350 τμ. περίπου, το οποίο βρίσκεται στον …, στην οδό …. Το ακίνητο αυτό είχε κατασκευαστεί εξ αρχής για σχολείο, περιλαμβάνον τρεις αίθουσες διδασκαλίας στο ισόγειο και τέσσερις αίθουσες διδασκαλίας και ένα γραφείο στον πρώτο όροφο, και ως τέτοιο μισθωνόταν επί πολλά έτη για τη στέγαση του 18ου δημοτικού σχολείου Κορυδαλλού από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο όμως είχε εγκαταλείψει το μίσθιο από τον Οκτώβριο του 2001 και είχε παύσει έκτοτε την καταβολή μισθωμάτων, χωρίς, ωστόσο, να προβεί στην τυπική παράδοση του μισθίου. Για το λόγο αυτόν, στις 21-3-2017 (προφανώς εκ παραδρομής 2017, ενώ το ορθό είναι 2007), οι εναγόμενοι επέδωσαν στη Νομαρχία Πειραιά, η οποία είχε υπεισέλθει στη μισθωτική σχέση, την από 20-3-2007 και με αρ.πρωτ. … αίτηση-δήλωσή τους, με την οποία την κάλεσαν να τους γνωρίσει τις προθέσεις της σχετικά με την τύχη της μίσθωσης και τα οφειλόμενα μισθώματα, δηλώνοντας συγχρόνως, ότι η μίσθωση θα θεωρηθεί ότι λύθηκε, αν δεν λάβουν απάντηση εντός προθεσμίας δέκα ημερών. Εν τω μεταξύ οι εναγόμενοι, ενόψει και της κατά τα άνω μακρόχρονης εγκατάλειψης του μισθίου ακινήτου τους, εκτιμώντας βάσιμα ότι η Νομαρχία Πειραιά δεν θα ενδιαφερόταν για τη συνέχιση της μίσθωσης, εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να εκμισθώσουν εκ νέου το ακίνητό τους. Έτσι η ενάγουσα, Ε. Χ., ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, ήλθε σε επαφή με αυτούς μέσω της μεσίτριας Χ. Χ., για να μισθώσει το ως άνω ακίνητο, προκειμένου να λειτουργήσει σε αυτό επιχείρηση παιδικού σταθμού- νηπιαγωγείου. Οι εναγόμενοι πληροφόρησαν την ενάγουσα ότι το ακίνητό τους είχε οικοδομηθεί εξ αρχής για να χρησιμοποιηθεί ως σχολείο και διαβεβαίωσαν την ενάγουσα ότι αυτό ήταν κατάλληλο και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη λειτουργία της άνω επιχείρησης. Μετά τις συζητήσεις, που έγιναν μεταξύ των μερών, επιτεύχθηκε συμφωνία και ακολούθως η ενάγουσα στις 16-3-2007 και στις 19-3-2007 κατέβαλε στους εναγόμενους, ως προκαταβολή, τα ποσά των 1.500 και 4.500 ευρώ αντίστοιχα, ενώ οι τελευταίοι της παρέδωσαν τα κλειδιά και τις κατόψεις του ακινήτου, προκειμένου να μπορέσει αυτή να ξεκινήσει άμεσα εργασίες επισκευών και διαμόρφωσης του ακινήτου, ώστε να καταστεί αυτό λειτουργικό, ενόψει του ότι επρόκειτο για κτίριο ηλικίας περίπου σαράντα ετών με σχεδόν μηδενική συντήρηση. Τελικά, ενόψει και του ότι η Νομαρχία Πειραιά δεν απάντησε στο προαναφερθέν έγγραφο-δήλωση των εναγομένων σχετικά με την προηγούμενη μίσθωση, οι τελευταίοι προέβησαν στην κατάρτιση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης με την ενάγουσα στις 15-5-2007. Συγκεκριμένα, στις 15-5-2007 υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, δυνάμει του οποίου το ακίνητο εκμισθώθηκε στην ενάγουσα για χρονικό διάστημα έξι ετών, ήτοι από 15-5-2007 έως 14-5-2013, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει, ως αναφέρεται στον όρο 4 αυτής, για την ίδρυση και λειτουργία επιχείρησης παιδικού σταθμού- παιδότοπου- νηπιαγωγείου και συναφών χρήσεων. Το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ύψος των 3.000 ευρώ για το διάστημα από 15-5-2007 έως 13-5-2008, των 5.000 ευρώ για το διάστημα από 15-5-2008 έως 14-5-2010, των 5.500 ευρώ για το διάστημα από 15-10-2010 έως 14-5-2011, των 6.000 ευρώ για το διάστημα από 15-5-2011 έως 14-4-2012 και των 6.300 ευρώ για το διάστημα από 15-5-2012 έως 14-5-2013, ενώ στον όρο 5 του ίδιου συμφωνητικού η προαναφερθείσα προκαταβολή των 1.500 και 4.500 ευρώ αναφέρθηκε ότι δόθηκε εκ μέρους της ενάγουσας- μισθώτριας ως εγγύηση. Επίσης, σύμφωνα με τον όρο 6 του ίδιου συμφωνητικού επετράπη στην ενάγουσα μισθώτρια να διενεργήσει η ίδια, με δικές της δαπάνες, τις αναγκαίες τροποποιήσεις και επισκευές, προκειμένου να καταστεί το μίσθιο λειτουργικό και κατάλληλο για τη χρήση, που συμφωνήθηκε. Βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, οι διάδικοι ήδη από το μήνα Μάρτιο είχαν συμφωνήσει σχετικά με τους κύριους όρους της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, ώστε η ενάγουσα να ξεκινήσει, και πριν την υπογραφή της σύμβασης, τις αναγκαίες εργασίες επισκευής και τροποποιήσεις, καθόσον η πρόθεσή της ήταν να αρχίσει η λειτουργία της επιχείρησης της παιδικού σταθμού- νηπιαγωγείου με την έναρξη του επερχόμενου σχολικού έτους, δηλαδή από το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους (του 2007). Για το λόγο αυτόν είχε αναθέσει στον πολιτικό μηχανικό Β. Χ. να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να χορηγηθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες η άδεια να προβεί στις εργασίες που απαιτούνταν. Έτσι, ο ως άνω πολιτικός μηχανικός κατέθεσε στη Διεύθυνση Πολεοδομίας της Νομαρχίας Πειραιά τη με αρ. πρωτ. Π …/…/…-5-2007 αίτηση για έκδοση οικοδομικής άδειας για “αλλαγή χρήσης δημοτικού σχολείου σε παιδικό σταθμό”. Όμως ο φάκελος μαζί με την αίτηση αυτή επιστράφηκαν στην ενάγουσα από την ανωτέρω υπηρεσία, μαζί με τη με αρ. πρωτ. Π …/…/….-5-2000 έγγραφη απάντησή της, με την οποία την πληροφορούσε ότι, δεν ήταν δυνατή η χορήγηση της αιτούμενης άδειας, διότι με τη με αρ. Π …./…/…/…-6-2006 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά η ιδιοκτησία των εναγομένων είχε χαρακτηριστεί ως “χώρος σχολείου”. Ακολούθως, η ενάγουσα ενημέρωσε άμεσα τους εναγόμενους για το πρόβλημα, που αντιμετώπισε με την έκδοση της αιτηθείσας άδειας οικοδομής. Οι τελευταίοι επιχείρησαν να την καθησυχάσουν επιδεικνύοντάς της την με αρ. 2485/2003 απόφαση του ΣτΕ, η οποία είχε εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως, που άσκησαν οι ίδιοι κατά των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και κατά του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων και με την οποία ακυρωνόταν η με αρ. Π …/…/…/…-5-1997 κοινή απόφαση των άνω Υπουργών, που κήρυττε αναγκαστικά απαλλοτριωτέα έκταση εμβαδού 930 τμ. περιλαμβάνουσα και το επίδικο ακίνητο των εναγομένων. Στη συνέχεια, την διαβεβαίωσαν ότι θα προέβαιναν οι ίδιοι σε ενέργειες για την άρση του κωλύματος. Πραγματικά, οι τελευταίοι με την από 21-5-2007 εξώδικη πρόσκληση -διαμαρτυρία τους, που επιδόθηκε στις 23-5-2007, απευθύνθηκαν αρχικά στο Νομάρχη Πειραιά και το Δήμαρχο Κορυδαλλού, επιπλέον δε ο πρώτος εξ αυτών απευθύνθηκε και στη Γενική Διεύθυνση Πολεοδομίας/Διεύθυνση ΟΚΚ του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ σχετικά με το ζήτημα δημιουργίας παιδικού σταθμού σε χώρο σχολείου. Η τελευταία με το υπ’ αρ. πρωτ. …/…-5-2007 έγγραφό της απάντησε ότι, “η δημιουργία παιδικού σταθμού σε χώρο, που έχει χαρακτηρισθεί από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο ως χώρος ‘σχολείου’ συνάδει τόσο με τις κατηγορίες, όπως αυτές καθορίζονται με την παρ. Β12 του άρθρου 1 του ΠΔ της 23-2/6-3-1987 (ΦΕΚ 166 Δ’), όσο και με την ταξινόμηση του άρθρου 3 παρ. 1Δ της υπ’ αρ. 3046/304 της 30-1/3-2-1989 (ΦΕΚ 59 Δ’)”. Στη συνέχεια δε, με το υπ’ αρ. πρωτ. …/…-7-2007 έγγραφό της η ίδια ανωτέρω υπηρεσία διευκρίνιζε προς τον πρώτο ενάγοντα ότι, ναι μεν επιτρέπεται η δημιουργία παιδικού σταθμού σε χώρο σχολείου, πλην όμως οι διατάξεις τόσο του ΠΔ της 23-2/6-3-1987 όσο και του Κτιριοδομικού Κανονισμού (της ΥπΑπ 3046/304) αφορούν πολεοδομικές ρυθμίσεις και δεν εμπλέκονται στις διατάξεις, που αναφέρονται στις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας του χώρου. Τα παραπάνω απαντητικά έγγραφα από τη Γενική Διεύθυνση Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ η ενάγουσα προσκόμισε στην αρμόδια Πολεοδομία Πειραιά αιτούμενη να γίνει δεκτή η αίτησή της, πλην όμως και πάλι η τελευταία αρνήθηκε να την χορηγήσει λόγω της υπάρχουσας απόφασης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης περί τροποποίησης ρυμοτομικού σχεδίου και χαρακτηρισμού της ιδιοκτησίας των εναγομένων ως “χώρο σχολείου”. Για το λόγο αυτόν η ενάγουσα απευθύνθηκε πάλι προς τους εναγόμενους, από τους οποίους ζήτησε να επιχειρήσουν οι ίδιοι την έκδοση άδειας οικοδομής με πολιτικό μηχανικό της επιλογής τους, τον οποίο θα πλήρωνε η ίδια. Στη συνέχεια, στις 26-6-2007, τους επέδωσε την από 22-6-2007 εξώδικη διαμαρτυρία της, με την οποία τους καλούσε να την ενημερώσουν, εντός εβδομάδας από της λήψεως της, εάν είναι εφικτή η άρση του ελαττώματος, διαφορετικά τους δήλωσε ότι δεν επιθυμεί τη συνέχιση της μίσθωσης και επιφυλάσσεται να ζητήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης. Οι εναγόμενοι με την από 4-8-2007 εξώδικη απάντηση-δήλωση-πρόσκληση, αφού απάντησαν στην ενάγουσα ότι η χρήση, για την οποία εκμίσθωσαν το ακίνητό τους, είναι νόμιμη και ότι από την πλευρά τους δεν νομιμοποιούνται σε περαιτέρω ενέργειες σχετικά με την έκδοση της οικοδομικής άδειας, της συνέστησαν να υποβάλει εκ νέου το φάκελο στην αρμόδια πολεοδομία είτε να προσβάλει την άρνησή της, δηλώνοντας ότι θα είναι αρωγοί σε οποιαδήποτε προσπάθεια διοικητικής επίλυσης του θέματος. Κατόπιν τούτου η ενάγουσα επέδωσε στις 23-8-2007 στους εναγόμενους νέα εξώδικη διαμαρτυρία, με την οποία τους δήλωνε ότι δεν επιθυμεί τη συνέχιση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, καθόσον το μίσθιο φέρει πραγματικό και νομικό ελάττωμα, και ζήτησε την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη. Περαιτέρω, σχετικά με το ζήτημα της δέσμευσης του επίδικου μισθίου αποδείχθηκαν τα εξής. Με την υπ’ αρ. Π …/…/…/…-5-1997 (ΦΕΚ 425Δ/18-5-1997) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κηρύχθηκε αναγκαστικά απαλλοτριωτέα, υπέρ και με δαπάνη του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, έκταση εμβαδού 930 τμ. στην περιοχή του Δήμου … (επί της οδού …), που περιλάμβανε και την επίδικη ιδιοκτησία των εναγομένων. Κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως, που άσκησαν οι εναγόμενοι, εκδόθηκε η προαναφερόμενη με αρ. 2485/2003 απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας, που ακύρωσε την ως άνω υπουργική απόφαση απαλλοτρίωσης. Ακολούθως, ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Δήμου διαδικασία για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του Δ. … στο ΟΤ, που περικλείεται από τις οδούς …-…-…-…, με το χαρακτηρισμό της ιδιοκτησίας των εναγομένων σε χώρο σχολείου, η οποία ολοκληρώθηκε με την έκδοση της υπ’ αρ. Π …/…/…/…-6-2006 απόφασης του Νομάρχη Πειραιά. Πριν την απόφαση αυτή, είχαν προηγηθεί α) η με αρ. …/2004 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κορυδαλλού, με την οποία, αφού λήφθηκε υπόψη το υπ’ αρ. …/….-12-1999 πρακτικό καταλληλότητας της αρμόδιας επιτροπής του 4ου Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Πειραιά της ΝΑ Αθηνών-Πειραιώς, αποφασίστηκε η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του δήμου για το χαρακτηρισμό ως σχολικού χώρου του ακινήτου των εναγομένων, β) η από 9-7-2004 πράξη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία επικυρώθηκε η ανωτέρω απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, γ) η με αρ. …/…-6-2006 γνωμοδότηση υπέρ της ως άνω τροποποίησης του Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος της Νομαρχίας Πειραιά και δ) το με αρ. Φ …/…/…-3-2000 πρακτικό καταλληλότητας του 4ου Γραφείου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Πειραιά, με το οποίο ελήφθησαν υπόψη τόσο οι αλλαγές, που είχαν επέλθει, σε σχέση με όσα είχαν κριθεί με το προγενέστερο υπ’ αρ. …./1999 πρακτικό καταλληλότητας, αλλά και οι προτάσεις που υπέβαλε μεταξύ άλλων και η δεύτερη εναγομένη. Την προαναφερόμενη απόφαση του Νομάρχη Πειραιά για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Κορυδαλλού προσέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Επικράτειας ο πρώτος εναγόμενος με την από 20-7-2007 αίτησή του, δηλαδή λίγους μήνες μετά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, η οποία αίτησή του απορρίφθηκε αργότερα με την υπ’ αρ. 2876/2012 απόφαση του άνω Δικαστηρίου. Οι εναγόμενοι, ωστόσο, από τον Απρίλιο του έτους 2005 ήταν ήδη ενημερωμένοι για την επιχειρούμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, που αφορούσε το επίδικο ακίνητο τους, αφού, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της με αρ. 2876/2012 απόφασης του ΣτΕ αλλά και τα αποδεικτικά επίδοσης του υπαλλήλου του Δήμου Κορυδαλλού, Χ. Π., η με αρ. …/…-4-2005 ανακοίνωση της Δ/νσης Μελετών ή Κτηματολογίου του Δήμου Κορυδαλλού αφορώσα την υπ’ αρ. …/2004 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου σχετικά με τη μελετούμενη εντοπισμένη τροποποίηση του σχεδίου πόλεως επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο στις 14 και 18-4-2005. Επιπλέον, η προαναφερόμενη με αρ. …/2004 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κορυδαλλού είχε δημοσιευτεί και στα φύλλα της 12ης και 13ης-4-2005 των εφημερίδων “Δημότης-Ανταποκριτής” και “Καθημερινά Νέα”. Σύμφωνα με τα παραπάνω, συνεπώς, οι εναγόμενοι γνώριζαν, τουλάχιστον από την 14-4- 2005, την έναρξη της διαδικασίας τροποποίησης του σχεδίου πόλεως, που αφορούσε το ακίνητο τους, επιπλέον δε από την πορεία της υποθέσεως και την ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ συνάγεται ότι αυτοί γνώριζαν και την απόφαση του Νομάρχη Πειραιά, με την οποία χαρακτηρίστηκε το ακίνητό τους ως “χώρος σχολείου”, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 18-7-2006 (Δ’ 621), πολύ πριν την κατάρτιση της επίδικης μισθωτικής σύμβασης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΥΑ 3046/304 της 30-1/3-2-1989 “Κτιριοδομικός Κανονισμός”, που εκδόθηκε με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 26 του Ν. 1577/1985 Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ως ίσχυε κατά τον χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης), “1. Τα κτίρια ή τα τμήματά τους και τα δομικά έργα ταξινομούνται σύμφωνα με τη χρήση τους στις ακόλουθες κατηγορίες : … Δ. Εκπαίδευση, Ε. Υγεία και Kοινωνική πρόνοια…ΙΔ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται όσα κτίρια ή τμήματα κτιρίων χρησιμοποιούνται για τη συνάθροιση έξι μέχρι 49 ατόμων για διδασκαλία. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν μεταξύ άλλων και: Τα κτίρια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και δευτεροβάθμιας υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Τα φροντιστήρια. Τα νηπιαγωγεία. ΙΕ. ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται όσα κτίρια ή τμήματα κτιρίων χρησιμοποιούνται για ιατρική πρόληψη, διάγνωση ή και θεραπεία για περίθαλψη ατόμων ηλικιωμένων ή ασθενών ή μειωμένης πνευματικής ή σωματικής ικανότητας, για ύπνο και σωματική υγιεινή βρεφών και παιδιών ηλικίας μικρότερης των έξι ετών. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν μεταξύ άλλων : ….Τα βρεφοκομεία, παιδιών ηλικίας μικρότερης των έξι ετών”. Σύμφωνα δε με το άρθρο 5 § 1 του Ν. 1577/1985, “Δεν επιτρέπεται να μεταβάλλονται η σύμφωνα με την οικοδομική άδεια χρήση του κτιρίου ή μέρους αυτού και οι διαστάσεις των χώρων κοινής χρήσης χωρίς προηγούμενη σχετική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, εφόσον η μεταβολή αυτή θίγει τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις”. Εξάλλου, σύμφωνα με την ΥΑ Π2β/οικ.2808/1997 (ΦΕΚ Β’ 645/1997) “Ίδρυση βρεφονηπιακών κλπ σταθμών από φορείς ιδ. δικαίου” , όπως τροπ. με την ΥΑ Π 1β/ΓΠοικ. 174468/2008 (ΦΕΚ Β’ 2774/2008), μονάδα φροντίδας προσχολικής αγωγής και διαπαιδαγώγησης (Μονάδα ΦΠΑΔ) είναι η μονάδα που φροντίζει βρέφη ή/και παιδιά μέχρι την ηλικία εγγραφής τους στην υποχρεωτική εκπαίδευση για ορισμένο χρονικό διάστημα της ημέρας παρέχοντας τους συγκεκριμένες υπηρεσίες (άρθρο 1). Η άδεια ίδρυσης χορηγείται από τη Διεύθυνση ή το Τμήμα Κοινωνικής Πρόνοιας της ΝΑ του τόπου εγκατάστασης της μονάδας μετά την υποβολή των αναφερόμενων στην ανωτέρω υπουργική απόφαση δικαιολογητικών, μεταξύ των οποίων και οικοδομική άδεια ή άλλο πιστοποιητικό ή βεβαίωση νομιμότητας υφιστάμενου κτιρίου από την αρμόδια πολεοδομία (ή πολεοδομικό γραφείο) στην περίπτωση που γίνεται διαρρύθμιση ή επέκταση σε υπάρχον κτίριο (άρθρο 2 § 4 της άνω ΥΑ), ενώ για τα υπάρχοντα κτίρια, που έχουν νόμιμη οικοδομική άδεια, ακολουθείται η ίδια διαδικασία, αλλά εκδίδεται από το αρμόδιο γραφείο πολεοδομίας οικοδομική άδεια νέας χρήσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ΓΟΚ του Ν. 1577/1985 (άρθρο 2§ 11 της ως άνω ΥΑ). Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 3 της ίδιας ως άνω ΥΑ, “Α. Όταν ολοκληρωθεί η κατασκευή και ο εξοπλισμός του κτιρίου και του περιβάλλοντα χώρου και χορηγηθεί η βεβαίωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, για την άδεια λειτουργίας της Μονάδας ΦΠΑΔ υποβάλλονται στη διεύθυνση (ή το τμήμα) Κοινωνικής Πρόνοιας της περιοχής τα παρακάτω δικαιολογητικά : … Εκδίδεται στη συνέχεια η άδεια λειτουργίας με απόφαση του Νομάρχη ύστερα από γνωμοδότηση της κατά νόμο αρμόδιας Επιτροπής καταλληλότητας ότι η Μονάδα συγκεντρώνει τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσας απόφασης…”. Στην προκειμένη περίπτωση, λοιπόν, το επίδικο μίσθιο κτίριο, για το οποίο υφίστατο η με αρ. …/1969 άδεια του γραφείου πολεοδομίας Πειραιώς, είχε χρήση δημοτικού σχολείου. Η χρήση αυτή σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις υπάγεται στην κατηγορία χρήσεων Δ του (ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάρτισης της σύμβασης μίσθωσης) Κτιριοδομικού Κανονισμού, ενώ αντίθετα η χρήση βρεφικού σταθμού, τον οποίο προτίθετο να λειτουργήσει η ενάγουσα σε αυτό, εντάσσεται στην κατηγορία χρήσεων Ε του ίδιου Κανονισμού. Προκειμένου δε να λάβει άδεια ίδρυσης τέτοιου σταθμού η ενάγουσα, απαιτείτο να λάβει οικοδομική άδεια νέας χρήσης (άρθρο 2 ΥΑ Π2β/οικ.2808/1997), πράγμα που επιχείρησε να κάνει μέσω του πολιτικού μηχανικού της καταθέτοντας αίτηση για αλλαγή χρήσης. Τούτο, όμως, δεν κατέστη εφικτό, διότι με την προαναφερόμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου το κτίριο είχε χαρακτηριστεί ως “χώρος σχολείου”. Εξάλλου, ο καθορισμός με απόφαση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου -καίτοι με αυτόν δεν κηρύσσεται αναγκαστική απαλλοτρίωση- ακινήτων ως χώρων προοριζόμενων για την ανέγερση κτιρίων δημοσίων, δημοτικών, θρησκευτικών και γενικώς κοινής ωφέλειας επιφέρει ουσιώδη περιορισμό των δικαιωμάτων του ιδιοκτήτη και συνεπάγεται απαγόρευση διαθέσεως του ακινήτου για άλλο σκοπό, χωρίς πάντως να αποκλείεται η οικονομική του εκμετάλλευση, εφόσον όμως, η συγκεκριμένη χρήση δεν αντίκειται σε ειδικές διατάξεις (ΣτΕ 1555/1997 ΝΟΜΟΣ).
Συνεπώς, υφίστατο εν προκειμένω αδυναμία μετατροπής της χρήσης του επιδίκου μισθίου σε άλλη χρήση, αφού αυτό είχε καθορισθεί με την προαναφερόμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου ως χώρος σχολείου, και για τούτο ήταν αδύνατο να εκδοθεί η αντίστοιχη άδεια από την αρμόδια πολεοδομία. Υπήρχε, άρα, πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, το οποίο εμπόδιζε εντελώς την ενάγουσα να κάνει χρήση αυτού για τον σκοπό που συμφωνήθηκε. Το ελάττωμα αυτό, ότι δηλαδή υπήρχε αδυναμία έκδοσης οικοδομικής άδειας για αλλαγή χρήσης από την αρμόδια πολεοδομία, οι εναγόμενοι εκμισθωτές δεν το γνώριζαν, πιστεύοντας, εύλογα, ότι η χρήση για την οποία, μεταξύ άλλων, το προόριζε η ενάγουσα μισθώτρια, αυτή της λειτουργίας παιδικού σταθμού, και οι εργασίες, που θα διενεργούνταν, δεν θα αποτελούσαν εμπόδιο για την έκδοση άδειας από την αρμόδια πολεοδομία. Πλην όμως, όφειλαν να το γνωρίζουν ενόψει της από ετών εξέλιξης μίας διαδικασίας “δέσμευσης” του ακινήτου τους, της οποίας είχαν πλήρη γνώση, αρχικά με την υπουργική απόφαση απαλλοτρίωσης και κατόπιν με την απόφαση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, η οποία, μετά και από δικαστικές διενέξεις, είχε οδηγήσει στο χαρακτηρισμό του ως “χώρος σχολείου”, όντες περισσότερο προσεκτικοί με την εκμετάλλευσή του και τις χρήσεις, που θα μπορούσε αυτό να έχει. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δεν υφίσταται το άνω πραγματικό ελάττωμα, παρά πρόκειται για σφάλμα της ενάγουσας, καθόσον δεν ήταν αναγκαία η έκδοση άδειας για αλλαγή χρήσης του μισθίου, αλλά η τελευταία θα έπρεπε να αιτηθεί άδεια για οικοδομικές εργασίες μικρής κλίμακας, η οποία και θα χορηγείτο, όπως συνέβη αργότερα με τη νέα μισθώτρια του επίδικου μισθίου ακινήτου, την ομόρρυθμη εταιρεία “Τ. Γ.- Μ. Α. και Σία ΟΕ”, η οποία έλαβε άδεια ίδρυσης και λειτουργίας Μονάδας Φροντίδας Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης αλλά και άδεια ιδιωτικού σχολείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και συστεγαζόμενου νηπιαγωγείου. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφενός διότι οι εργασίες που προτίθετο να πραγματοποιήσει η ενάγουσα στο επίδικο μίσθιο -και που θα αναφερθούν πιο κάτω- δεν ήταν μικρής κλίμακας, αφετέρου η με αρ. πρωτ. …/…/…-11-2008 αίτηση, που κατέθεσαν οι ίδιοι οι εναγόμενοι για τη διενέργεια οικοδομικών εργασιών στο ακίνητο τους (προκειμένου να το εκμισθώσουν στην ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία) αναφέρεται σε επισκευή και συντήρηση “υπάρχοντος δημοτικού σχολείου”. Εξάλλου, η μία από τις χρήσεις που κάνει η ήδη μισθώτρια του επίδικου μισθίου είναι και αυτή σχολείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, που συνάδει με τη χρήση ως “χώρου σχολείου” του τροποποιημένου ρυμοτομικού σχεδίου (υπαγόμενη στην κατηγορία χρήσεων Δ του κτιριοδομικού κανονισμού), ενώ όσον αφορά τη χρήση του κτιρίου και για παιδικό σταθμό από την ίδια μισθώτρια (Μονάδα Φροντίδας Προσχολικής Αγωγής και Διαπαιδαγώγησης), η οποία είναι αυθαίρετη, οι εναγόμενοι υπήχθησαν εκ των υστέρων στη διαδικασία (νομιμοποίησης) του Ν. 4178/2013. Μάλιστα, η τελευταία αυτή ενέργεια των εναγομένων έγινε κατόπιν υπόδειξης της Α’ βάθμιας Επιτροπής Εξέτασης Καταλληλότητας ακινήτων των Μονάδων ΦΠΑΔ, στα πλαίσια της διαδικασίας, που κινήθηκε από τη νέα μισθώτρια του επιδίκου, για λήψη άδειας ίδρυσης και λειτουργίας της εν λόγω επιχείρησής της στο μίσθιο. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος του μισθίου κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης μίσθωσης ανάμεσα στους διαδίκους και δεν ασκεί επιρροή ότι μεταγενέστερα, αφού όμως είχε λυθεί η επίδικη σύμβαση, οι εναγόμενοι, με άλλον μισθωτή, προέβησαν σε ενέργειες άρσης του ελαττώματος. Ωστόσο, η προπεριγραφόμενη συμπεριφορά των εναγομένων, καίτοι συνιστά παραβίαση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης, δεν συνιστά και αδικοπραξία, καθόσον η υπαίτια (από αμέλεια) ζημιογόνος παράλειψη των εναγομένων, ήτοι να μην γνωστοποιήσουν στην ενάγουσα – μισθώτρια το ως άνω πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, το οποίο θα μπορούσαν να γνωρίζουν, αν κατέβαλαν την επιμέλεια που απαιτείται στις συγκεκριμένες συναλλαγές, με την οποία (παράλειψη) παραβιάστηκε η επίδικη σύμβαση μίσθωσης και επήλθε στην ενάγουσα η επικαλούμενη ζημία και ηθική της βλάβη, δεν θα ήταν παράνομη χωρίς τη συμβατική σχέση της μίσθωσης. Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης, η οποία περιλαμβάνει τη θετική της ζημία αλλά και το διαφυγόν κέρδος της από την αδυναμία χρήσης του μισθίου λόγω του πραγματικού ελαττώματος, μέχρι όμως τη λύση της. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, η ενάγουσα με την από 21-8-2007 εξώδικη διαμαρτυρία- πρόσκληση, που επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 23-8-2007 δήλωσε ότι δεν επιθυμεί τη συνέχιση της μίσθωσης και έτσι με τον τρόπο αυτό κατήγγειλε την επίδικη σύμβαση, η οποία από τότε (από την περιέλευση της δήλωσης στους εναγόμενους εκμισθωτές) έληξε για το μέλλον, μη δικαιούμενη, συνεπώς, να ζητήσει αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη έκτοτε. Επομένως, το αίτημά της για διαφυγόντα κέρδη από τη μη λειτουργία της επιχείρησης παιδικού σταθμού- νηπιαγωγείου και τα δίδακτρα, που θα εισέπραττε κατά τα έξι χρόνια διάρκειας της σύμβασης, με έναρξη το Σεπτέμβριο του 2007, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο. Να σημειωθεί ότι για το προγενέστερο διάστημα (από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι το Σεπτέμβριο του 2007) δεν προέκυψε ότι αυτή θα αποκόμιζε κάποιο κέρδος, αφού οι εργασίες επισκευής και ανακαίνισης του μισθίου δεν θα είχαν μέχρι τότε ολοκληρωθεί, όπως και η ίδια επισημαίνει στην 3η σελίδα της ένδικης αγωγής της, όπου αναφέρει ότι, είχε αναθέσει τις προκαταρκτικές εργασίες “ώστε να προχωρήσουν οι εργασίες όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να προλάβει το Σεπτέμβριο του 2007 να λειτουργήσει. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθώς, κατ’ αποτέλεσμα, απέρριψε το παραπάνω κονδύλιο των διαφυγόντων κερδών ως ουσία αβάσιμο, αν και με εσφαλμένη αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα από την μη εκτέλεση της επίδικης σύμβασης μίσθωσης λόγω του πραγματικού ελαττώματος υπέστη θετική ζημία. Συγκεκριμένα, αυτή δαπάνησε τα εξής ποσά, 1) στη μεσίτρια, Χ. Χ., που μεσολάβησε για την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης κατέβαλε το ποσό των 1.500 ευρώ, 2) στους εναγόμενους κατέβαλε ως εγγύηση τα ποσά των 1.500 ευρώ και 4.500 ευρώ, ήτοι συνολικά 6.000 ευρώ, 3) προκειμένου να μπορέσει να λειτουργήσει το επίδικο μίσθιο σύμφωνα με το σκοπό, που συμφωνήθηκε, προέβη σε δαπάνες επισκευής και διαμόρφωσης των χώρων του. Ειδικότερα : α) για την τοποθέτηση μεταλλικών ικριωμάτων (άρμωση -εξάρμωση) κατέβαλε 6.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 1.140 ευρώ και συνολικά 7.140 ευρώ (βλ. με αρ. …/…-6-2007 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ΝΑΒΙΣΚΑΛ ΑΕ), β) για την αγορά και τοποθέτηση γυψοσανίδων κατέβαλε 8.400 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 1.596 ευρώ και συνολικά 9.996 ευρώ (βλ. με αρ. …/…-4-2008 τιμολόγιο του Α. Ν.), γ) για ηλεκτρικές εργασίες και τοποθέτηση πινάκων κατέβαλε 2.500 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 475 ευρώ και συνολικά 2.975 ευρώ (βλ. με αρ. …/…-6-2007 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του Γ. Τ.), δ) για τη σύνδεση με το δίκτυο της ΔΕΗ κατέβαλε 303,10 ευρώ (βλ. με αρ. …/…-4-2007 γραμμάτιο είσπραξης της ΔΕΗ), ε) για αγορά χρωμάτων και συναφών ειδών για τον ελαιοχρωματισμό του μισθίου κατέβαλε 2.524 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 479,66 ευρώ και συνολικά 3.003,66 ευρώ (βλ. με αρ. …/…-5-2007 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο της Χ. Κ. & Σία ΟΕ), στ) για την αγορά χρωμάτων για τον ελαιοχρωματισμό των χώρων του κατέβαλε, ακόμη, 2.520 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 478,91 ευρώ και συνολικά 2.999,51 ευρώ (βλ. με αρ. …/….-5-2007 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο της Χ. Κ. & Σία ΟΕ), ζ) για την κατασκευή και τοποθέτηση τεσσάρων παραθύρων και δύο θυρών αλουμινίου και για την επισκευή τριών παραθύρων κατέβαλε 3.530 ευρώ πλέον ΦΠΑ εκ ποσού 670,7 ευρώ και συνολικά 4.200,7 ευρώ (βλ. με αρ. …/…-4-2008 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο της Μ. Ε.), ήτοι συνολικά για τις άνω εργασίες, που ήταν αναγκαίες, ώστε να καταστεί το μίσθιο κατάλληλο και λειτουργικό για την άσκηση της επιχείρησής της, η ενάγουσα κατέβαλε 30.617,97 ευρώ. Η ενάγουσα αιτείται επιπλέον ποσό 3.010,70 ευρώ, που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στον Σ. Γ. με βάση το υπ’ αρ. …/…-4- 2008 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του τελευταίου καθώς και ποσά 7.578 ευρώ και 752 ευρώ, που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στον Σ. Λ. για σιδηρικά χρώματα με βάση τις υπ’ αρ. … και …/…-4-2008 αποδείξεις λιανικής πώλησης. Ωστόσο, τα κονδύλια αυτά πρέπει να απορριφθούν ως αναπόδεικτα δεδομένου ότι, αφενός για την καταβολή του πρώτου ως άνω ποσού δεν προκύπτει για ποιο λόγο έγινε, αφού στο σχετικό τιμολόγιο αναφέρεται ως αιτία πληρωμής μόνο “για εργασίες που έγιναν στο σχολείο” χωρίς να εξειδικεύεται το είδος των εργασιών, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να κρίνει για την συνάφεια και αναγκαιότητα αυτών για τη λειτουργικότητα του μισθίου, αφετέρου η αγορά χρωμάτων και συναφών ειδών, που περιγράφεται στις άλλες δύο αποδείξεις, δεν προέκυψε ότι αφορούσε το επίδικο μίσθιο ενόψει και της αγοράς παρόμοιων ειδών από έτερη επιχείρηση, της Χ. Κ. & Σία ΟΕ.
Συνεπώς, η ενάγουσα εξαιτίας της μη εκτέλεσης της επίδικης σύμβασης υπεβλήθη σε δαπάνες ύψους 38.117,97 ΕΥΡΩ, ποσό το οποίο υποχρεούνται να καταβάλουν οι εκμισθωτές, ήδη μόνο ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος υπεισήλθε στη θέση της αποβιώσασας δεύτερης εναγομένης λόγω κληρονομικής διαδοχής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της όχλησης προς αυτούς, που έλαβε χώρα στις 23-8-2007, με την από 21-8- 2007 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση της ενάγουσας, και με την οποία ζητούσε να της καταβληθούν τα ποσά που δαπάνησε αφενός ως αμοιβή στη μεσίτρια και τα προκαταβληθέντα μισθώματα αφετέρου για τις επισκευές και ανακαίνιση του επίδικου μισθίου.” Σύμφωνα με αυτά το Εφετείο, συνεκδικάζοντας και δεχόμενο τις αντίθετες εφέσεις, εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση, που είχε επιδικάσει στην ενάγουσα- αναιρεσίβλητη το ποσό των 55.958,67 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική της ζημία και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, και, αφού κράτησε και δίκασε την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή υποχρεώνοντας τον αναιρεσείοντα να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 38.117,97 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της όχλησης. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εάν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, 26/2004, ΑΠ 2267/2013). Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις, στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 19 λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας των αιτιολογιών, ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κ.λ.π.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, καθώς και η σύνδεσή του με το διατακτικό, γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα και δ) οι παραδοχές του δικαστηρίου, με πληρότητα και όχι αποσπασματικά υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση (ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 130/2009, ΑΠ 1438/2009). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 78/2020). Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι οι αιτιολογίες της ως προς τα παρακάτω ζητήματα, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, είναι ανεπαρκείς και αντιφατικές και ειδικότερα ότι: α) είναι ανεπαρκής η αιτιολογία της πως ο ίδιος και η αρχική δεύτερη εναγόμενη, της οποίας εκείνος είναι καθολικός διάδοχος, γνώριζαν κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης μίσθωσης πως το ακίνητό τους είχε χαρακτηρισθεί ως χώρος σχολείου με απόφαση του Νομάρχη, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι οι ίδιοι δεν γνώριζαν την απόφαση αυτή, που δεν τους είχε επιδοθεί, και β) η αιτιολογία της, πως οι ίδιοι δεν γνώριζαν το ελάττωμα του μισθίου, που συνίστατο στην αδυναμία έκδοσης οικοδομικής αδείας για αλλαγή χρήσης αυτού, πιστεύοντας εύλογα ότι η χρήση του ως παιδικού σταθμού, για την οποία το εκμίσθωσαν, δεν θα αποτελούσε εμπόδιο για την έκδοση της αδείας, είναι αντιφατική με την περαιτέρω αιτιολογία της, ότι όφειλαν να γνωρίζουν το ελάττωμα αυτό ενόψει της από ετών διαρκούσης διαδικασίας “δέσμευσης” του ακινήτου αυτού, που απέληξε στον χαρακτηρισμό του ως χώρου σχολείου, και να είναι περισσότερο προσεκτικοί με την εκμετάλλευσή του και τις χρήσεις που θα μπορούσε να έχει. Ο λόγος αυτός είναι και κατά τα δύο σκέλη του αβάσιμος. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του (ανωτέρω υπό στ. α’), με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε με σαφήνεια δεκτό ότι οι εναγόμενοι γνώριζαν πως το μίσθιο είχε χαρακτηρισθεί ως χώρος σχολείου με την προηγηθείσα και δημοσιευθείσα στις 18-7-2006 στο ΦΕΚ απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, η σχετική δε αιτιολογία είναι πλήρης, αφού στην απόφαση είναι αναγκαίο να εκτίθεται με σαφήνεια τι αποδείχθηκε ή τι δεν αποδείχθηκε και όχι οι λόγοι για τους οποίους αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Σε κάθε περίπτωση δε στην προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνονται και περαιτέρω επιχειρήματα, στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για να καταλήξει σ’αυτή την κρίση του (παράθεση όλης της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου και για τον ως άνω χαρακτηρισμό: απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Κορυδαλλού, που επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα το έτος 2004, πράξη Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, γνωμοδότηση Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος Νομαρχίας Πειραιά κλπ, επιχειρήματα που δεν παραθέτει ο αναιρεσείων στον σχετικό λόγο αναίρεσης, όπου παρατίθενται μόνο αποσπασματικά οι σκέψεις της προσβαλλόμενης απόφασης), αυτά όμως τα επιχειρήματα δεν συνιστούν κατά τα προεκτιθέμενα αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά βάσει του παραπάνω λόγου για ανεπάρκεια. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου (ανωτ. υπό στ. β’), δεν υφίσταται αντιφατικότητα μεταξύ της παραδοχής του Εφετείου, ότι οι εναγόμενοι δεν γνώριζαν μεν ότι ο χαρακτηρισμός του μισθίου ως χώρου σχολείου (τον οποίο γνώριζαν) αποτελούσε εμπόδιο για την έκδοση οικοδομικής αδείας από την Πολεοδομία για την αλλαγή της χρήσης του σε παιδικό σταθμό, πιστεύοντας μάλιστα ευλόγως ότι αυτή θα ήταν εφικτή λόγω της (εκ πρώτης όψεως) συγγένειας της χρήσης αυτής με τη χρήση του ως σχολείου, και της περαιτέρω παραδοχής, ότι αυτοί όμως όφειλαν, σε κάθε περίπτωση, ενόψει του ανωτέρω γνωστού σε εκείνους χαρακτηρισμού και όλων των αναλυτικώς παρατιθέμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμοστέων κανόνων και των συγκεκριμένων περιστάσεων, να γνωρίζουν το εμπόδιο αυτό, ώστε να είναι περισσότερο προσεκτικοί σε σχέση με την εκμετάλλευσή του και τις χρήσεις που ήταν επιτρεπτό να έχει. Η έλλειψη της γνώσης των εκμισθωτών ότι ο χαρακτηρισμός του μισθίου ως χώρου σχολείου αποτελούσε εμπόδιο για την έκδοση οικοδομικής αδείας για αλλαγή της χρήσης του σε παιδικό σταθμό και η πεπλανημένη, στηριζόμενη έστω και σε εύλογες αιτίες, αντίληψή τους αποτελεί διαφορετικό ζήτημα από την υποχρέωσή τους να ερευνήσουν και να γνωρίζουν, εφόσον κατέβαλαν την επιμέλεια που απαιτείται στις συγκεκριμένες συναλλαγές, τη δυνατότητα ή μη της χρήσης του για μη ταυτιζόμενη με τη χρήση σχολείου άσκηση δραστηριότητας σ’ αυτό (χρήση του ως παιδικού σταθμού- νηπιαγωγείου), έστω κι αν αυτή παρίστατο, εκ πρώτης όψεως, παρεμφερής με την επιτρεπόμενη (μη εμπίπτουσα όμως τελικώς σε αυτήν), προκειμένου να μην προξενήσουν ζημία σε τρίτους, όπως η αναιρεσίβλητη, στους οποίους το προσέφεραν προς μίσθωση. Κατά τα λοιπά οι σχετικοί παρατιθέμενοι με αυτό τον λόγο ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος πλήττουν απαραδέκτως την ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο ουσιαστική κρίση του Εφετείου.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 87/2013), καθώς και περιστατικά επουσιώδη ή που εκ περισσού εκτίθενται, ούτε η λήψη υπόψη από το δικαστήριο διευκρινιστικών απλώς περιστατικών που προέκυψαν από τις αποδείξεις, μολονότι δεν είχαν περιληφθεί στην ιστορική βάση της αγωγής κ.λπ., εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της (ΑΠ 1530/2008). Επίσης, δεν αποτελούν “πράγματα” και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1455/2009). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 250/2014), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 403/2017, 1150/2011). Ο αναιρεσείων με τον δεύτερο λόγο της αίτησής του από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της “πράγματα” που προτάθηκαν εκ μέρους του και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα τους εξής ισχυρισμούς του: α) ότι δεν απαιτείτο άδεια για αλλαγή χρήσης του μισθίου διότι η λειτουργία του ως νηπιαγωγείου περιλαμβάνεται στις χρήσεις σχολικού κτιρίου και η λειτουργία του ως παιδικού σταθμού συνάδει με αυτή τη χρήση, με αυτόν δε τον ισχυρισμό ο αναιρεσείων ουσιαστικά αρνείται την ύπαρξη ελαττώματος του μισθίου, β και δ) ότι εσφαλμένα η αναιρεσίβλητη ζήτησε άδεια για αλλαγή της χρήσης του μισθίου, ενώ έπρεπε να ζητήσει απλώς άδεια για οικοδομικές εργασίες επισκευών, και ήταν συνυπαίτια κατά ποσοστό 98% για τις ζημίες της που προκλήθηκαν από αυτή την ενέργειά της, εκείνη έπρεπε δε να ασκήσει, σε κάθε περίπτωση, τα δέοντα ένδικα βοηθήματα μετά την απόρριψη της αίτησής της από την πολεοδομία, γ) και στ) ότι η αναιρεσίβλητη έπρεπε να λάβει πρώτα την οικοδομική άδεια και μετά να αρχίσει τις εργασίες επισκευών, πράγμα που δεν έπραξε με συνέπεια να αποζημιώνεται για τη θετική της ζημία από μη νομίμως εκτελεσθείσες εργασίες, ε) ότι θα έπρεπε να απορριφθούν τα κονδύλια αποζημιώσεως της αγωγής της αναιρεσίβλητης, διότι ο ίδιος και η αποβιώσασα μητέρα του δεν βαρύνονται με οποιαδήποτε ευθύνη για τη ζημία που υπέστη, ενώ τα κονδύλια αποζημίωσης ήταν αόριστα, αφού δεν αποδείχθηκε ποιες εργασίες έγιναν από ποιους και τι απέγιναν τα αγορασθέντα υλικά, σε ποιο ακίνητο αφορούσαν, ενώ οι εργασίες και τα αγορασθέντα υλικά, που περιλαμβάνονται στα τιμολόγια τα οποία προσκόμισε, δεν αποδεικνύονται επειδή τα σχετικά τιμολόγια είναι μεταχρονολογημένα, ορισμένες εργασίες δεν πραγματοποιήθηκαν (δεν τοποθετήθηκαν οι πόρτες αλουμινίου και τα παράθυρα) και το ποσό για τα ικριώματα είναι υπερβολικό. Ο δεύτερος λόγος της αίτησης είναι απαράδεκτος κατά το πρώτο (ανωτ. υπό στ. α’) σκέλος του καθώς και το μέρος του πέμπτου σκέλους του (υπό ε’), που αναφέρεται στην έλλειψη της ευθύνης του αναιρεσείοντος για τη ζημία της αναιρεσίβλητης, διότι οι προβαλλόμενοι με αυτά ισχυρισμοί του αποτελούν απλώς αρνητικούς ισχυρισμούς και δη αιτιολογημένες αρνήσεις ή και επιχειρήματα ή συμπεράσματά του και όχι πραγματικούς ισχυρισμούς, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη (ενστάσεις), οι οποίοι τείνουν στην κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού δικαιώματος της αναιρεσίβλητης ενάγουσας, που ασκήθηκε με την αγωγή. Σε κάθε περίπτωση ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης είναι κατά το αμέσως προαναφερόμενο μέρος του και αβάσιμος, καθόσον οι αμέσως προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του (παρότι αρνητικοί) ελήφθησαν υπόψη του Εφετείου και απαντήθηκαν πλήρως με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτό ότι υφίστατο ελάττωμα του μισθίου, διότι απαιτείτο για τη λειτουργία του ως παιδικού σταθμού και άδεια αλλαγής χρήσης του, η έκδοση της οποίας ήταν ανέφικτη, δεδομένου και ότι οι εκμισθωτές, οι οποίοι εκμίσθωσαν το μίσθιο μετέπειτα σε νέα μισθώτρια, που ούτως ή άλλως το λειτουργούσε και ως σχολείο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, αναγκάσθηκαν να υπαχθούν εκ των υστέρων σε διαδικασία (νομιμοποίησης) του ν. 4178/2013, προκειμένου να άρουν το ελάττωμα και να καταστεί δυνατό να μη λειτουργεί αυθαιρέτως και ως παιδικός σταθμός, ενώ η αναιρεσίβλητη για να το λειτουργήσει για τις χρήσεις που το προόριζε δεν αρκούσε να λάβει απλώς οικοδομική άδεια επισκευών. Ακόμη η ευθύνη των εναγομένων προς αποζημίωση της ενάγουσας- αναιρεσίβλητης τεκμηριώθηκε πλήρως κατ’εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 577 εδ. β ΑΚ με τις παραδοχές του Εφετείου. Απαράδεκτος είναι ο δεύτερος λόγος της αίτησης και κατά το πέμπτο σκέλος του (υπό ε’) ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για αοριστία των κονδυλίων αποζημίωσης, η οποία δεν συνδέεται με το περιεχόμενο της αγωγής αλλά με τη μη απόδειξή τους, καθώς και οι περαιτέρω αιτιάσεις του, που αναφέρονται σε μη απόδειξη των κονδυλίων των αναφερομένων ζημιών, που έγιναν δεκτά, καθόσον με αυτές πλήττεται απαραδέκτως κατ’άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ η εκτίμηση από το Εφετείο των πραγματικών γεγονότων, που έγινε δεκτό ότι αποδείχθηκαν, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ο ίδιος λόγος είναι κατά το τρίτο σκέλος του, που επαναλαμβάνεται ουσιαστικά και στο έκτο σκέλος του (ανωτ. υπό γ’και στ’) επίσης απαράδεκτος, διότι η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού, που είναι αλυσιτελής, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, καθόσον αυτός ο ισχυρισμός δεν αποτελεί “πράγμα” κατά την έννοια της σχετικής διάταξης. Στην προκειμένη δε περίπτωση ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί ενάρξεως των εργασιών ανακαίνισης του μισθίου πριν την έκδοση οικοδομικής αδείας (που έγινε, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, με συμφωνία εκμισθωτών και μισθώτριας και με την παράδοση σ’ εκείνην εκ μέρους των εναγομένων ακριβώς γι’αυτό τον σκοπό των κλειδιών του μισθίου, ακόμη και πριν να υπογραφεί τυπικώς η σύμβαση μίσθωσης), αλυσιτελώς προβλήθηκε, διότι δεν ήταν ικανός να αναιρέσει την ευθύνη τους λόγω του ελαττώματος του μισθίου, αφού η έναρξη αυτών των εργασιών πριν την έκδοση οικοδομικής αδείας αποτελούσε μεν διοικητική ή και ποινική παράβαση της αναιρεσίβλητης, ελεγχόμενη από την πολιτεία, δεν μπορούσε όμως να επηρεάσει τις ενδοσυμβατικές σχέσεις της με τους εκμισθωτές. Τέλος ο ίδιος λόγος είναι κατά το δεύτερο και τέταρτο συναφή σκέλη του (υπό στ. β και δ’) αβάσιμος, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και απέρριψε και ρητώς και δια της παραδοχής των αντιθέτων ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί σφάλματος και συντρέχοντος πταίσματος της αναιρεσίβλητης, επειδή ζήτησε άδεια νέας χρήσης και όχι άδεια επισκευών. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν έσφαλε η αναιρεσείουσα υποβάλλοντας την αίτησή της για οικοδομική άδεια αλλαγής χρήσης, διότι οι εργασίες που προτίθετο να πραγματοποιήσει στο μίσθιο δεν ήταν μικρής κλίμακας (όπως είχαν ισχυρισθεί κατ’αρχήν οι εναγόμενοι- εκκαλούντες), για να λειτουργήσει δε το μίσθιο ως παιδικός σταθμός και νηπιαγωγείο, χρήσεις που υπάγονταν στην κατηγορία Ε του ισχύοντος κατά το χρόνο συνομολόγησης της μίσθωσης Κτιριοδομικού Κανονισμού (και διαφοροποιούνταν από την κατηγορία χρήσεων Δ, στις οποίες υπάγονταν τα δημοτικά σχολεία), απαιτείτο να λάβει οικοδομική άδεια νέας χρήσης, πράγμα που αποπειράθηκε να πράξει χωρίς να είναι εφικτό, ενώ, ενόψει αυτής της παραδοχής, και η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου βοηθήματος θα απέβαινε ατελέσφορη. Κατ’ακολουθίαν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η από 15-5-2019 αίτηση για αναίρεση της 60/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς και να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης. Ο αναιρεσείων, που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημά του (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-5-2019 αίτηση αναίρεσης κατά της 60/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της αναίρεσης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες οκτακόσια (2800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουλίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 3 Σεπτεμβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ