Αριθμός 1133/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Σοφία Ντάντου, Χρήστο Βρυνιώτη και Μαρία Τζανακάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Απριλίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. χας Γ. Κ. , κατοίκου … , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέφανο Πανταζή.
Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Γ. του Ι. , κατοίκου … , ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-3-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Λαυρίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 196/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 2171/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-7-2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Τζανακάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια του άρθρου 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως, αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπομένου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί (ΑΠ 242/2015, ΑΠ 546/2015, ΑΠ 1726/2013). Στην προκειμένη περίπτωση από τα πρακτικά της δίκης και τα διαδικαστικά έγγραφα προκύπτει ότι η κρινόμενη από 12-7-2016 (αρ. κατ. 87/2016) αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 2171/2016 οριστικής απόφασης του ως Εφετείο δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, είχε προσδιοριστεί για τη σημερινή δικάσιμο, με αριθμό πινακίου 15, σύμφωνα με την κάτω από αυτήν Πράξη της Προέδρου του Τμήματος (άρθρ. 568 παρ. 2-4 ΚΠολΔ). Εξάλλου, από την υπ’ αρ. 11747Ε’/16-2-2018 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Δ. Δ. , την οποία προσκομίζει και επικαλείται νόμιμα η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι, μετά από έγγραφη παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας, Σ. Π. , η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης, αυτή κοινοποιήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 124 παρ. 1 και 127 παρ. 1 ΚΠολΔ ) στον αναιρεσίβλητο, για να παραστεί κατά την ανωτέρω δικάσιμο. Επισημαίνεται, ότι ουδεμία ακυρότητα της ανωτέρω έκθεσης επίδοσης μπορεί να προκύψει, κατ’ άρθρ. 159 παρ. 3 ΚΠολΔ, από την εσφαλμένη αναγραφή του έτους δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ειδικότερα, υπ’ αριθμ. 196/2017, αντί του ορθού, υπ’ αριθμ. 196/2012, διότι η έκθεση επίδοσης περιέχει τα διαλαμβανόμενα στη διάταξη του άρθρου 139 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ στοιχεία, δηλαδή σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η αίτηση αναίρεσης κατά της αναιρεσιβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 2171/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ΑΠ 1179/1999, πρβλ. επίσης, ΑΠ 808/2004). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν εμφανίστηκε ο αναιρεσίβλητος, ούτε και κατέθεσε δήλωση μη παράστασης, κατ’ άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, αλλά παραστάθηκε νομίμως και προσηκόντως μόνον η επισπεύδουσα τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναιρεσείουσα. Επομένως, αφού ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αν και κλητεύτηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, πρέπει, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2 περ. α’ και γ’ ΚΠολΔ, να προχωρήσει η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης παρά την απουσία αυτού. Εξάλλου, η κρινόμενη από 12-7-2016 (αρ. κατ. 87/2016) αίτηση για την αναίρεση της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. 2171/2016 οριστικής απόφασης του ως Εφετείο δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρο 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί νόμιμα, εμπρόθεσμα και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Από τη διάταξη του άρθρου 810 του Α.Κ. προκύπτει, ότι με τη σύμβαση χρησιδανείου, ο χρήστης παραχωρεί στο χρησάμενο, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, χωρίς αντάλλαγμα, πράγμα κινητό ή ακίνητο, ο τελευταίος δε έχει την υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα στον χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης. Ο όρος παραχώρησης της χρήσης χωρίς αντάλλαγμα είναι ουσιώδης, διότι, αν συμφωνήθηκε “αντάλλαγμα”, η σύμβαση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως χρησιδάνειο, αλλά συνήθως ή ως μίσθωση ή άλλη μικτή σύμβαση μη ρυθμιζόμενη πάντως από τις διατάξεις περί χρησιδανείου. Ως αντάλλαγμα, θεωρείται κάθε παροχή, που λαμβάνει ο χρήστης δυνάμει της συμβάσεως, καθώς και κάθε ωφέλεια, που έχει αυτός από τη χρήση του πράγματος από τον χρησάμενο, εφόσον αυτή, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις είναι τόσο σημαντική, που να αφαιρεί από την πράξη του χρήστη τον χαρακτήρα της αγαθοσύνης, που οριοθετεί το χρησιδάνειο από τις άλλες συμβάσεις. Σύμβαση χρησιδανείου ακινήτου δεν αποκλείεται να καταρτισθεί αυτοτελώς ενόψει και μέχρι την κατάρτιση οριστικής σύμβασης μεταβίβασης του ακινήτου, οπότε ο χρήστης παραχωρεί οικειοθελώς και χωρίς αντάλλαγμα τη χρήση του ακινήτου στον χρησάμενο μέχρι την οριστική μεταβίβαση ή τη ματαίωση αυτής (ΑΠ 1400/2010). Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 810 ΑΚ προκύπτει επίσης, σαφώς, ότι το χρησιδάνειο καταρτίζεται με σύμβαση μεταξύ του χρήστη και του χρησάμενου, η οποία δεν υπόκειται σε κανένα τύπο και μπορεί να συνάγεται και σιωπηρώς από πράξεις των συμβαλλομένων και, ανάλογα με το περιεχόμενο της σύμβασης, τη φύση της συγκεκριμένης χρήσης και γενικώς των περιστάσεων, η παροχή του χρήστη συνίσταται συνήθως σε πράξη αυτού και ειδικότερα, στην παράδοση του πράγματος, δηλαδή της φυσικής εξουσίας επ’ αυτού, αλλά δεν αποκλείεται να συνίσταται και σε παράλειψη ή ανοχή του χρήστη (ΑΠ 407/2009,ΑΠ 672/2005). Περαιτέρω από το συνδυασμό της ως άνω διάταξης 810 ΑΚ προς αυτήν του άρθρου 816 ιδίου Κώδικα προκύπτει, ότι αν το χρησιδάνειο ορίστηκε για αόριστο χρόνο η σύμβαση λύεται με καταγγελία από το χρήστη, αρκεί να μην ασκείται το δικαίωμα καταγγελίας άκαιρα και επιζήμια (άρθρα 200, 288 ΑΚ), ενόψει της ιδιάζουσας φύσης του χρησιδανείου ως σύμβασης φιλαλληλίας, αγαθοσύνης και κοινωνικής ευπρέπειας, γεγονός πάντως, που αποτελεί περιεχόμενο σχετικής ένστασης του εναγόμενου χρησάμενου (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1913/2008, ΑΠ 1779/1995). Σε κάθε περίπτωση, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 810, 816, 817 και 288 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαίωμα του χρήστη για αναζήτηση του πράγματος πρέπει να ασκείται όπως επιβάλλεται από την καλή πίστη και επομένως, δεν μπορεί να ασκηθεί ακαίρως και κατά τρόπο προσκρούοντα στην αρχή της καλής πίστης (ΑΠ 1913/2008). Εξάλλου, κατά το άρθρο 574 του ΑΚ “με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα”. Επομένως, από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, τόσο το χρησιδάνειο, όσο και η μίσθωση πράγματος, έχουν ως αντικείμενο την παραχώρηση της χρήσης πράγματος σε άλλον, διαφοροποιούνται δε μόνον ως προς το ότι στο μεν χρησιδάνειο ο χρησάμενος δεν καταβάλλει αντάλλαγμα στο χρήστη για τη χρήση του πράγματος, στη δε μίσθωση ο μισθωτής καταβάλλει στον εκμισθωτή μίσθωμα (ΑΠ 869/2010). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 814 ΑΚ ορίζεται ότι, “…ο χρησάμενος δεν ευθύνεται για φθορά ή μεταβολές του πράγματος, που προέρχονται από τη συμφωνημένη χρήση…”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 815 ΑΚ, “…το χρησιδάνειο, αν δεν ορίστηκε η διάρκεια της σύμβασης, λήγει μόλις ο χρησάμενος κάνει χρήση του πράγματος ή περάσει ο χρόνος κατά τον οποίο μπορεί να κάνει χρήση”.
Από τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δίκαιου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, η αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (91/2015). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ που είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 1547/1997). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ή του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ή, ανάλογα, του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015, ΑΠ 845/2012). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ή ανάλογα από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει, ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 198/2015, ΑΠ 1987/2007). Με τον 1ο λόγο της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 810, 814 και 815 του ΑΚ, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή σ’ αυτές των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, αν και δεν συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών διατάξεων και κατέληξε στο εσφαλμένο αποδεικτικό πόρισμα, ότι η παραχώρηση της χρήσης της λυόμενης οικίας της αναιρεσείουσας στον αναιρεσίβλητο συνιστά δήθεν σύμβαση χρησιδανείου και όχι σύμβαση μίσθωσης, όπως θα έπρεπε. Επίσης, με τον συναφή 2ο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση και την πλημμέλεια εκ του άρθρου 560 αρ. 6 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι παραβίασε και εκ πλαγίου τις ίδιες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, που ήταν ουσιώδης για το αποτέλεσμα της δίκης και ειδικότερα: Α) διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τις δαπάνες επισκευής και συντήρησης της επίδικης λυόμενης οικίας, που αποτελούσαν “αντάλλαγμα” και δεν συνάδουν με σύμβαση χρησιδανείου και Β) διέλαβε ελλιπή αιτιολογία ως προς την απόδοση αυτούσιας της οικίας μετά τη λήξη της σύμβασης και ως προς την αιτία της δήθεν υπόσχεσης της αναιρεσείουσας για τη μεταβίβαση προς τον αναιρεσίβλητο ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου του αγροτεμαχίου εντός του οποίου βρίσκεται η λυόμενη οικία, που συνιστούσαν ουσιώδη στοιχεία για την νομική φύση της σύμβασης. Στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση και από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που επισκοπούνται επιτρεπτά κατ’ άρθρ. 561 αρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι η αναιρεσείουσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαυρίου την από 1-3-2012 (αρ. κατ. 10/2012) αγωγή, με την οποία ισχυρίστηκε, ότι με το από 30-8-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό χρησιδανείου, που όμως ήταν εικονικό και υπέκρυπτε μίσθωση ακινήτου, αυτή εκμίσθωσε στον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο μια λυόμενη οικία, που βρίσκεται εντός αγροτεμαχίου, ιδιοκτησίας της, το οποίο κείται στην περιφέρεια της κοινότητας … , αντί μηνιαίου μισθώματος 250 ευρώ, που μετά από αναπροσαρμογές ανήλθε, το έτος 2011, σε 400 ευρώ, ότι ο εναγόμενος καθυστέρησε τα μισθώματα Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2012 και ζητούσε, επειδή ο εναγόμενος της δήλωσε ότι δεν θα τα καταβάλει, α) να υποχρεωθεί να της αποδώσει τη χρήση του μισθίου ακινήτου λόγω της λήξης της σύμβασης μίσθωσης με την καταγγελία αυτής με την αγωγή και β) να της καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα δύο μηνών, ποσού 800 ευρώ, καθώς και τα μισθώματα του επομένου χρονικού διαστήματος από 1-3-2012 έως 30-6-2013, δηλαδή 13 μηνών ως αποζημίωση χρήσης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η οριστική υπ’ αριθμ. 196/2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, που έκρινε ότι πρόκειται για σύμβαση μίσθωσης και υποχρέωσε τον εναγόμενο να αποδώσει τη χρήση της λυόμενης οικίας και να καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.200 ευρώ για καθυστερούμενα μισθώματα. Κατά της απόφασης αυτής ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος άσκησε την από 28-1-2013 (αρ. κατ. 340/2013) έφεση, με την οποία επανέφερε τον αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό, που είχε προβάλει και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι δηλαδή μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτιστεί σύμβαση χρησιδανείου. Επί της έφεσης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση και, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, κρίνοντας ότι η σύμβαση που καταρτίστηκε με το από 30-8-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό συνιστούσε σύμβαση χρησιδανείου. Πιο συγκεκριμένα, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, για το ανωτέρω κρίσιμο για τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού της σύμβασης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατ’ ακριβή αντιγραφή της προσβαλλόμενης απόφασης: “Οι διάδικοι διαμένουν στην ίδια πολυκατοικία στο … επί της οδού … και μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί σχέση φιλίας εδώ και αρκετά έτη. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, η οποία έχει γεννηθεί το 1926 και είναι χήρα από το έτος 1967 χωρίς να έχει αποκτήσει τέκνα, έχει στην αποκλειστική της κυριότητα ένα αγροτεμάχιο έκτασης κατά τον τίτλο κτήσης 4.104 τ.μ. στη θέση “… ” … , εκτός σχεδίου πόλης, περί το … πλησίον της … . Εντός του αγροτεμαχίου, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη έχει κατασκευάσει δύο λυόμενες οικίες, εκ των οποίων η μία στο δεξιό τμήμα του αγροτεμαχίου και η άλλη στο αριστερό τμήμα αυτού, με εικόνα από τη … . Με τα από 12.1.2005 και 30.8.2005 προσκομιζόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά, υπογεγραμμένα από τους διαδίκους, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη παραχώρησε στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα το δικαίωμα να χρησιμοποιεί δυνάμει χρησιδανείου την λυόμενη κατοικία του αριστερού τμήματος, εμβαδού 66 τ.μ. περίπου, αποτελούμενη από ενιαίο χώρο κουζίνας -καθιστικού, ένα υπνοδωμάτιο, λουτρό, αποχωρητήριο και εξώστη. Τα συμφωνητικά έχουν το αυτό περιεχόμενο, και το δεύτερο συνετάγη προς επιβεβαίωση του πρώτου με αναφορά περισσοτέρων λεπτομερειών, όπως το σημείο που βρίσκεται η λυόμενη οικία, τη θέση του οικοπέδου καθώς και την επιβεβαίωση περί καταβολής στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα όλων των δαπανών που θα έχει επιβαρυνθεί ως τότε εάν μεταβιβασθεί το ακίνητο σε τρίτο πρόσωπο. Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, ξεκίνησε το Μάρτιο 2005 επισκευές της οικίας και βελτίωση αυτής με δικές του δαπάνες, έκανε επέκταση της βεράντας, έφτιαξε τις γυψοσανίδες, έστρωσε με πλακάκια τον έξω χώρο, πραγματοποίησε ηλεκτρολογικές και υδραυλικές εργασίες και δημιούργησε κήπο, ενώ προέβαινε σε συχνές δαπάνες συντήρησης. Ο σκοπός του, ήταν να καταστήσει άνετη και λειτουργική την οικία, η οποία ήταν σε κακή κατάσταση λόγω της οικονομικής αδυναμίας της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης να προβεί στις σχετικές δαπάνες επισκευής και βελτίωσης, ενώ προσδοκούσε και στην υλοποίηση της υπόσχεσης της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης να του μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα στο μέλλον το 1/2 του ακινήτου με την εντός αυτού συγκεκριμένη οικία, όπως αναφερόταν εξάλλου και στο από 12.1.2005 συμφωνητικό, όπου επίσης προβλεπόταν ότι εάν τελικά το ακίνητο μεταβιβαζόταν σε τρίτο πρόσωπο, αυτός ο τρίτος αγοραστής θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα όλα τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί. Είναι επομένως προφανές ότι με την ως άνω σύμβαση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη παραχώρησε στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα άνευ ανταλλάγματος την χρήση του ακινήτου, ώστε ο τελευταίος να επιβαρυνθεί μεν με τις δαπάνες επισκευής και βελτίωσης, τις οποίες η ίδια αδυνατούσε να πραγματοποιήσει με αποτέλεσμα να απαξιώνεται το ακίνητό της με την πάροδο του χρόνου, να έχει όμως δε ο ίδιος το κίνητρο και την προσδοκία ότι θα μπορεί να αγοράσει το ακίνητο στο μέλλον με την προαφαίρεση ασφαλώς από το τίμημα πώλησης των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε. Επιπλέον δε, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη περνούσε μαζί με τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα και τη σύζυγό του αρκετές ημέρες το χρόνο στην οικία αυτή ως εξοχική, απολαμβάνοντας έτσι και η ίδια τις ωφέλειες από τη βελτίωση της οικίας. Οι δε διάδικοι εκείνη την περίοδο είχαν άριστες σχέσεις, εξαιτίας δε του γεγονότος αυτού μάλιστα η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη είχε εμπιστευθεί την ιδιόγραφη διαθήκη της στα χέρια της συζύγου του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος και η εν λόγω σύμβαση ήταν επωφελής κατά τα ανωτέρω και για τις δύο πλευρές. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ισχυρίζεται ότι η εν λόγω σύμβαση χρησιδανείου ήταν εικονική και υποκρυπτόταν σύμβαση μισθώσεως αορίστου χρόνου, με συμφωνηθέν μίσθωμα αρχικά 250 ευρώ και κατόπιν αναπροσαρμογών από 1.1.2011 σε 400 ευρώ και ότι ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών δεν κατέβαλε από δυστροπία τα μισθώματα των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2012, εκ 400 ευρώ έκαστο και συνολικά 800 ευρώ και ζήτησε την απόδοση του μισθίου εκ του λόγου αυτού καθώς και την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων. Από κανένα όμως στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω σύμβαση χρησιδανείου ήταν εικονική, υποκρύπτουσα σύμβαση μισθώσεως. Δεν αποδεικνύεται από κανένα στοιχείο ότι η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εισέπραττε μισθώματα καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, για πρώτη δε φορά δήλωσε μισθώματα στην εφορία για το χρονικό διάστημα από 1.1.2009 έως 31.12.2010 ως είχε υποχρέωση προκειμένης αγωγής απόδοσης μισθίου και μάλιστα με συμπληρωματική δήλωση εν όψει της άσκησης της ένδικης αγωγής, ενώ στο εκκαθαριστικό σημείωμά της για τα εισοδήματα του 2010 δεν αναφέρεται εισόδημα από μισθώματα. Περαιτέρω, θα αντιστρατευόταν την κοινή λογική αλλά και τα ήθη των συναλλαγών, να υφίσταται σύμβαση μισθώσεως και ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών να προβαίνει σε τόσο μεγάλες δαπάνες για επισκευές και βελτιώσεις, σε ένα ακίνητο το οποίο είχε απλώς μισθώσει, και οι οποίες (δαπάνες) δεν θα μπορούσαν ποτέ να συμψηφισθούν με μισθώματα τέτοιου ύψους, δεδομένου ότι τελικά ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών δαπάνησε άνω των 50.000 ευρώ για τις επισκευές και βελτιώσεις αυτές. Η ένορκη κατάθεση του συζύγου της ανιψιάς της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, ο οποίος καταθέτει ότι είδε τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα να καταβάλει μίσθωμα στη θεία του 3-4 φορές κατά το 2005, είναι ελάχιστα πειστική, καθώς ο συγκεκριμένος είχε κακές σχέσεις με τη θεία του εκείνη την εποχή και μόλις το 2008 αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις τους και προφανώς δεν θα μπορούσε να έχει άποψη για προσωπικά της ζητήματα και συναλλαγές. Επίσης δεν είναι εύλογο μέσα σε μόλις έξι (6) έτη να υπάρχει τόσο ραγδαία αναπροσαρμογή μισθώματος (400 ευρώ από 250), όπως επικαλείται η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη και μάλιστα τη στιγμή που ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών πραγματοποιούσε τόσες δαπάνες. Ο ισχυρισμός δε της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης ότι ουδέποτε υπέγραψε το από 12.1.2005 συμφωνητικό όπου αναφέρεται η υπόσχεσή της για μεταβίβαση του 50% του ακινήτου, όπου βρίσκεται η λυόμενη οικία, παραμένει αναπόδεικτος και μη πειστικός, καθώς ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών διαθέτει υπογεγραμμένο συμφωνητικό με υπογραφή “Ε. Κ. ” και η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ουδέποτε προσέβαλε αυτό ως πλαστό. Το ότι η ίδια διαθέτει στα χέρια της το συγκεκριμένο συμφωνητικό ανυπόγραφο από την ίδια, παραμένει αδιάφορο, καθώς το έγγραφο αυτό είχε συνταχθεί σε δύο πρωτότυπα και αρκεί για τη συνδρομή των εννόμων συνεπειών να έχει υπογραφεί το ένα που διαθέτει ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών. Αντίθετα και συνεπώς εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, δεχόμενο την ύπαρξη υποκρυπτόμενης σύμβασης μισθώσεως κάτω από την εικονική σύβαση χρησιδανείου και υποχρέωσε τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα να αποδώσει το μίσθιο και να καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, ενώ εάν έκρινε ορθά, θα έπρεπε να διαγνώσει ότι η σύμβαση χρησιδανείου είναι έγκυρη και ισχυρή, παράγουσα όλες τις έννομες συνέπειες αυτής καθόσον δεν έχει υπάρξει καταγγελία του χρησιδανείου και ουδείς λόγος υφίσταται να αποδώσει το ακίνητο ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, καθώς κατέχει αυτό δυνάμει της εννόμου σχέσεως του ισχύοντος χρησιδανείου.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε κατά τα ανωτέρω ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και γενομένου δεκτού ως βασίμου του σχετικού λόγου εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή αυτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η αγωνή προς εκδίκαση και να απορριφθεί αυτή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη…”. Κρίνοντας έτσι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι η σύμβαση που κατάρτισαν οι διάδικοι ήταν χρησιδάνειο, ορθά ερμήνευσε τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 810, 814 και 815 του ΑΚ, για την ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των οποίων αιτιάται η αναιρεσείουσα, με τους 1ο και 2ο αναιρετικούς λόγους, διότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ήταν αρκετά για να υπαχθούν στο πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικών διατάξεων, τις οποίες ορθά εφάρμοσε, όπως ειδικότερα, η έννοια αυτών αναλύθηκε στην προηγούμενη νομική σκέψη, ενώ επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που στηρίζουν χωρίς αμφιβολίες το αποδεικτικό της πόρισμα και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στο πραγματικό των εφαρμοστέων ως άνω κανόνων δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με πλήρη και λογική ακολουθία, αναφέρει ότι η σύμβαση που καταρτίστηκε με το από 30-8-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό είναι σύμβαση χρησιδανείου, διότι, σύμφωνα με τις ανέλεγκτα αναιρετικά παραδοχές του, η αναιρεσείουσα ουδέποτε εισέπραξε μισθώματα, ότι για πρώτη φορά δήλωσε μισθώματα στην Εφορία για την διετία 2009-2010, με αφορμή την άσκηση της ένδικης αγωγής απόδοσης μισθίου και μάλιστα με συμπληρωματική φορολογική δήλωση. Επισημαίνεται, ότι η κρίση αυτή του ως Εφετείο δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 81 παρ. 3 του Ν. 2238/1994, σύμφωνα με την οποία ορίζεται ότι, “…τα Δικαστήρια απέχουν να δικάσουν αγωγή για έξωση μισθωτή ακινήτου, αν δεν προσκομιστεί πιστοποιητικό από το οποίο να προκύπτει ότι δηλώθηκαν τα μισθώματα του ακινήτου κατά την τελευταία διετία πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης…”. Εκτός τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογεί με πληρότητα την κρίση της και με την παραδοχή, ότι στο εκκαθαριστικό σημείωμα του οικονομικού έτους 2011 της αναιρεσείουσας δεν αναφέρεται εισόδημα από μισθώματα του οικονομικού έτους 2010 και ότι, αν και αυτή αμφισβητεί την υπογραφή της στο προγενέστερο από 12-1-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων με παρεμφερές επίσης περιεχόμενο, με το ένδικο από 30-8-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνετάγη προς επιβεβαίωση και εκτενέστερη ανάλυση της συμφωνίας των διαδίκων, εντούτοις η αναιρεσείουσα – ενάγουσα δεν φρόντισε να το προσβάλει ως πλαστό. Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση, με χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία δέχτηκε, ότι οι δαπάνες επισκευής και βελτίωσης της λυόμενης οικίας εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου (τη διενέργεια των οποίων δεν αρνήθηκε η αναιρεσείουσα) ανήλθαν στο ποσό των 50.000 ευρώ και ότι αποδεικνύουν, ότι πρόκειται για σύμβαση χρησιδανείου, με το επιχείρημα, που το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών άντλησε από τις αποδείξεις και ενισχύει το αποδεικτικό του πόρισμα, ότι αποκλείεται η σύμβαση μίσθωσης ενόψει της δυσαναλογίας του ποσού του δήθεν μισθώματος, όπως υποστήριζε η αναιρεσείουσα και του κινδύνου της αποβολής του μισθωτή από το δήθεν μίσθιο ακίνητο, που είναι αποτρεπτικός παράγοντας για βελτιωτικές δαπάνες μεγάλων ποσών εκ μέρους του μισθωτή, διότι σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν αδύνατος ο συμψηφισμός των δαπανών με τα μελλοντικά καταβαλλόμενα μισθώματα.
Συνεπώς, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με σαφή και με λογική ακολουθία αιτιολογία δέχθηκε ότι με το από 30-8-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό καταρτίστηκε σύμβαση χρησιδανείου, ότι δεν υποκρυπτόταν σύμβαση μίσθωσης, την οποία δήθεν ήθελαν οι διάδικοι, όπως αναπόδεικτα κατά τις παραδοχές, ισχυρίστηκε η αναιρεσείουσα -ενάγουσα και ότι η τελευταία παραχώρησε τη χρήση της λυόμενης οικίας χωρίς αντάλλαγμα, προκειμένου ο αναιρεσίβλητος να τη χρησιμοποιεί ως εξοχική κατοικία με τη σύζυγό του, ότι οι δαπάνες επισκευής και εξωραϊσμού (επέκταση βεράντας, τοποθέτηση γυψοσανίδων και πλακιδίων, δημιουργία κήπου, τοποθέτηση ηλεκτρολογικής και υδραυλικής εγκατάστασης) δεν συνιστούσαν αντάλλαγμα, διότι έγιναν προς το συμφέρον του χρησαμένου αναιρεσιβλήτου, ώστε η λυόμενη οικία να καταστεί κατοικήσιμη και λειτουργική, αλλά και ενόψει της προσδοκίας, που αυτός είχε, ότι θα αγοράσει το ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του αγροτεμαχίου εντός του οποίου βρισκόταν η λυόμενη οικία, με την επισήμανση, ότι μια τέτοια συμφωνία δεν αποκλείεται να καταρτιστεί αυτοτελώς, όπως έχει εκτεθεί στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης. Άλλωστε, σύμφωνα με τις παραδοχές, ο όρος που περιέχεται και στα δύο ιδιωτικά συμφωνητικά, κατά τον οποίο, εάν πωληθεί σε τρίτο πρόσωπο η λυόμενη οικία, ο τρίτος κύριος θα οφείλει να επιστρέψει τις βελτιωτικές δαπάνες στον αναιρεσίβλητο, αναιρούν την έννοια του ανταλλάγματος και αποδεικνύουν ότι οι δαπάνες έγιναν προς όφελος του χρησαμένου αναιρεσιβλήτου για μια άνετη διαμονή στην λυόμενη οικία. Εκτός των ανωτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση περιγράφει με πληρότητα τη σχέση φιλαλληλίας των διαδίκων (άριστες σχέσεις, διαβίωση στην ίδια πολυκατοικία στο … παράδοση από την αναιρεσείουσα της ιδιόγραφης διαθήκης της στη σύζυγο του αναιρεσιβλήτου), σχέση, η οποία δικαιολογεί τη σύμβαση χρησιδανείου και ενισχύει τον χαρακτήρα της αγαθοσύνης των πράξεων της αναιρεσείουσας – χρήστη, που οριοθετεί το χρησιδάνειο από τις άλλες συμβάσεις. Οι περαιτέρω αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει αιτιολογία για την “αυτούσια” απόδοση της λυόμενης οικίας μετά τη λήξη της σύμβασης, προβάλλονται αλυσιτελώς, διότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δεν είχε τέτοια υποχρέωση, καθόσον η σύμβαση χρησιδανείου, κατά τις παραδοχές του, συμφωνήθηκε αορίστου χρόνου και συνεπώς, η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα να την καταγγείλει νόμιμα και να αναζητήσει αποζημίωση για φθορές πέραν της συμφωνημένης χρήσης, ούτε άλλωστε είχε υποβληθεί από την αναιρεσείουσα – ενάγουσα τέτοιο αίτημα. Επίσης και η αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ελλιπή αιτιολογία ως προς το είδος της αιτίας της (υποσχετικής) σύμβασης μεταβίβασης της λυόμενης οικίας και ειδικότερα, εάν αυτή ήταν επαχθής ή χαριστική, είναι επίσης αλυσιτελής, διότι τα στοιχεία αυτά αφορούν το κύρος της υποσχετικής σύμβασης μεταβίβασης κυριότητας, κατ’ άρθρ. 1033 του ΑΚ, που όμως δεν αφορούν την παρούσα αναιρετική δίκη, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης για την υποσχετική μεταβίβαση της λυόμενης οικίας αποτελούν επιχείρημα ενισχυτικό της κρίσης της και δεν συνιστούν αιτιολογία με βάση την οποία διαμορφώθηκε το αποδεικτικό της πόρισμα για τη νομική φύση της σύμβασης, ως χρησιδάνειο. Κατόπιν όλων αυτών οι συναφείς 1ος και 2ος αναιρετικοί λόγοι εκ του άρθρου 560 αρ. 1 και 6 ΚΠολΔ, για την ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ουσιαστικών κανόνων δικαίου των άρθρων 810, 814 και 815 ΑΚ, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Περαιτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. Β’δ’ ΚΠολΔ). Τέλος, δεν θα επιβληθεί σε βάρος της αναιρεσείουσας διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, διότι ο αναιρεσίβλητος λόγω της ερημοδικίας του δεν έχει υποβληθεί σε δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-7-2016 (αρ. κατ. 87/2016) αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2171/2016 οριστικής απόφασης του ως Εφετείο δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών). Και Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαΐου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιουνίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1133/2018 Καταγγελία Σύμβασης Χρησιδανείου Αορίστου Χρόνου
Προηγούμενο άρθροΠοιους θα ελέγξει φέτος η εφορία