Γ.Β
Αριθμός 142/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Λουκά Μόρφη – Εισηγητή, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου και Θεόδωρο Μαντούβαλο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Χ. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Γιωγιό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Π. του Τ., ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του δευτέρου των αναιρεσιβλήτων και 2) Μ. Π. του Λ., νόμιμα εκπροσωπούμενου από την μητέρα του πρώτη αναιρεσίβλητη κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Παπαχρήστο, ο οποίος ανακάλεσε την από 18-9-2019 δήλωσή του κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/02/2013 αγωγή του αρχικού διαδίκου Λ. Π., δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 2508/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/10/2018 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, με την υπό κρίση από 4ης Οκτωβρίου 2018 αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμόν 2508/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Αρχικώς ο ενάγων Λ. Π., καθολικοί διάδοχοι του οποίου είναι οι αναιρεσίβλητοι, άσκησε κατά του πρώτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος (οι λοιποί εναγόμενοι δεν είναι διάδικοι στην προκειμένη δίκη) την από 18ης Φεβρουαρίου 2013 αγωγή, αιτούμενος την επιδίκαση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης εξ εργατικού ατυχήματος. Εξεδόθη η υπ’ αρ. 1/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, με την οποία, καθ’ ο μέρος αφορά τον αναιρεσείοντα, έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά το αίτημα αυτής περί χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης απορριφθείσα κατά το αίτημα περί αποζημιώσεως, και υπεχρεώθη ο αναιρεσείων να καταβάλει στον ενάγοντα, εις ολόκληρον μετ’ άλλων τριών εκ των εναγομένων, ως χρηματική ικανοποίηση το ποσόν των 60000 ευρώ νομιμοτόκως από της επομένης της επιδόσεως της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως και απηγγέλθη εις βάρος αυτού ως μέσο εκτελέσεως της προαναφερομένης διατάξεως προσωπική κράτηση τριών μηνών. Κατά της εν λόγω αποφάσεως οι αναιρεσίβλητοι, υπό την ιδιότητα αυτών ως κληρονόμων του ενάγοντος, ο οποίος μετά την συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου είχε αποβιώσει, και ο αναιρεσείων άσκησαν τις από 2ας Ιουνίου 2015 και 9ης Ιουνίου 2015 αντιστοίχως εφέσεις. Μετά συνεκδίκαση των εν λόγω εφέσεων ως και των εφέσεων των τριών άλλων καταδικασθέντων εις ολόκληρον μετά του αναιρεσείοντος εναγομένων, εξεδόθη αντιμωλία των διαδίκων η προαναφερομένη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, καθ’ ο μέρος αφορά τον αναιρεσείοντα, απερρίφθη η έφεση των αναιρεσιβλήτων, ενώ έγινε δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος, μόνον ως προς το αίτημα περί απαγγελίας εις βάρος αυτού προσωπικής κρατήσεως, ως προς το οποίο και απερρίφθη η αγωγή μετά μερική εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Εν συνεχεία, ο αναιρεσείων άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Η εν λόγω αίτηση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564 και 566 ΚΠολΔ και πρέπει κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 εδ. α’ και β’ και 300 εδ. α’ ΑΚ ορίζονται αντιστοίχως τα εξής: “‘Οποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του” και “Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της”. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση ένεκα ηθικής βλάβης οφείλεται κατά πάσα περίπτωση επί εργατικού ατυχήματος, εφ’ όσον συνετέλεσε στην επέλευση τούτου πταίσμα του εργοδότη, εάν δε στην γένεση ή την έκταση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του παθόντος, το δικαστήριο δύναται να μην επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση ή να μειώσει το ποσόν αυτής. ‘Οταν η ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε παράλειψη, πταίσμα υφίσταται και γεννάται εντεύθεν υποχρέωση αποζημιώσεως, μόνον εφ’ όσον συνέτρεχε υποχρέωση του παραλείψαντος προς ενέργεια της παραλειφθείσης πράξεως βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας ή της καλής πίστεως κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη ιδίως εάν από προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαίτιου είχε δημιουργηθεί κατάσταση επιβάλλουσα την λήψη μέτρων προς αποτροπή του απειλουμένου κινδύνου. Αφ’ ετέρου, από τις διατάξεις των άρθρων 78 και 79 Π.Δ. 1073/1081 “Περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού” (Φ.Ε.Κ. Α’ 260), εκδοθέντος κατά την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 6 του από 25.8/5.9.1920 Β. Δ/τος “περί κωδικοποιήσεως των περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών διατάξεων” (Φ.Ε.Κ. Β’ 200), ορίζονται αντιστοίχως τα εξής: “Δια την πρόληψιν ατυχημάτων, από άμεσον ή έμμεσον επαφήν ή προσέγγισιν προς δίκτυα ή λοιπά στοιχεία ηλεκτρικών εγκαταστάσεων υπό τάσιν, πρέπει ειδικώτερον: α) Να λαμβάνωνται όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα ώστε να αποκλείεται η προσέγγισις εργαζομένων εις ηλεκτροφόρους αγωγούς ή στοιχεία, ασχέτως τάσεώς των. β) Αι μεταφοραί, χειρωνακτικαί ή μη, σιδηροπλισμού, κιγκλιδωμάτων κ.α. και αι εγκαταστάσεις μηχανημάτων, τροχιών αναβατορίων, πυραύλων κ.α. ως και αι προσεγγίσεις αντλιών σκυροδέματος, να πραγματοποιούνται μακράν από ηλεκτροφόρους αγωγούς ασχέτως τάσεως. …” και “Εάν πλησίον εργοταξίου διέρχωνται αγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος, ειδοποιείται εγγράφως, υπό του εκτελούντος το έργον, προ της ενάρξεως των εργασιών, η αρμοδία υπηρεσία της ΔΕΗ. Τα μέτρα ασφαλείας τα οποία πρέπει να ληφθούν, εξετάζονται από κοινού υπό της ΔΕΗ, του εκτελούντος το έργον και του επιβλέποντος τούτο Μηχανικού. Κατόπιν δε της εγγράφου εγκρίσεως της αρμοδίας υπηρεσίας της ΔΕΗ λαμβάνονται όλα τα κατά περίπτωσιν ενδεικνυόμενα περαιτέρω προστατευτικά μέτρα και ιδίως κατασκευή προστατευτικών σανιδωμάτων”. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 4 παρ. 1 Ν. 1396/1983 “Υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφαλείας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα” αντιστοίχως, “Εννοιολογικοί προσδιορισμοί Για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού θεωρούνται: 1. Τεχνικό ‘Εργο: Κάθε οικοδομή ή άλλη εργοταξιακή κατασκευή χρονικής διαρκείας, όπως ανέγερση, προσθήκη, επισκευή, καθαίρεση και ηλεκτρομηχανολογική εγκατάσταση. 2. Μέτρα ασφαλείας: ‘Ολα τα μέτρα που αφορούν σε τεχνικά έργα και προβλέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν εκάστοτε για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας. 3. Κύριος του έργου: Ο κύριος, ο νομέας ή ο κάτοχος του ακίνητου στο οποίο εκτελείται, ύστερα από εντολή του και για λογαριασμό του, τεχνικό έργο. 4. Εργολάβος: Πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου τεχνικού έργου ή τμήματός του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό. 5. Υπεργολάβος: πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον εργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου τεχνικού έργου ή τμήματός του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό. Ως υπεργολάβος θεωρείται επίσης και το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με άλλον υπεργολάβο και αναλαμβάνει, σύμφωνα με τα παραπάνω την εκτέλεση τεχνικού έργου ή τμήματός του. 6. Μελετητής: Πρόσωπο που με σύμβαση με τον κύριο του έργου έχει εκπονήσει τη μελέτη του τεχνικού έργου, η οποία έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή. 7. Επιβλέπων: Πρόσωπο που με σύμβαση με τον κύριο του έργου και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις αναλαμβάνει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτέλεσης τεχνικού έργου ή τμήματός του, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης”, “Υποχρεώσεις εργολάβου και υπεργολάβου ολόκληρου του έργου Ο εργολάβος και υπεργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται: 1. Να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο. 2. Να τηρούν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού. 3. Να εφαρμόζουν σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος” και “Υποχρεώσεις του κυρίου του έργου 1. Σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σ’ έναν εργολάβο ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι”. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 922 και 681 ΑΚ, κατά τις οποίες αντιστοίχως, “Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του” και “Με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή”, προκύπτει ότι επί συμβάσεως μισθώσεως έργου ο εργολάβος δεν είναι προστηθείς του εργοδότη, ο οποίος και δεν ευθύνεται ως προς την τυχόν προκληθείσα κατά την εκτέλεση του έργου ζημία προς τρίτους, εκτός εάν έχει επιφυλαχθεί, ρητώς ή σιωπηρώς, να ασκεί αυτός την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου, ιδίως δια της παροχής προς τον εργολάβο δεσμευτικών εντολών και οδηγιών, οπότε υφίσταται σχέση προστήσεως και ο εργοδότης υπέχει ευθύνη ως προστήσας ως προς τις πράξεις των προστηθέντων. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή. Εάν το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση συντελείται ειδικότερα, εάν το δικαστήριο εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έκρινε ως αποδειχθέντα, δεν ήσαν επαρκή προς τούτο, ή αντιθέτως δεν εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ήσαν επαρκή, ως επίσης εάν προέβη σε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας τα περιστατικά αυτά δεν υπήγοντο. Ωσαύτως, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως μόνον εάν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε κανόνες δικαίου. Ο προβλεπόμενος από την εν λόγω διάταξη λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο εσφαλμένως χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να ανεύρει την αληθή έννοια κανόνος δικαίου ή να υπαγάγει ή μη σε κανόνα δικαίου τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, όχι δε και όταν παραβιάζει τα διδάγματα της κοινής πείρας κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία κατά την διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν ελέγχεται αναιρετικώς, οπότε ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Εν προκειμένω, από την κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη τα εξής: “Ο πρώτος των εναγομένων, προτιθέμενος να επεκτείνει την διώροφη οικοδομή ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται στον οικισμό … με προσθήκη επ’ αυτής σε έκταση και ύψος, το έτος 2011, ανέθεσε στο δεύτερο των εναγομένων, πολιτικό μηχανικό, να εκδώσει τη σχετική οικοδομική άδεια και ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 195/30.09.2011 άδεια οικοδομής, από την οποία προκύπτει ότι ο παραπάνω μηχανικός είχε τη γενική επίβλεψη του έργου, την επίβλεψη του φέροντος οργανισμού και τις επιβλέψεις των αρχιτεκτονικών, της θερμομόνωσης, της παθητικής πυροπροστασίας, της ύδρευσης και της αποχέτευσης. Κατά το χρόνο που η οικοδομή βρισκόταν στο στάδιο της τοποθέτησης του σιδηρού οπλισμού και της σκυροδέτησης ο πρώτος των εναγομένων με σύμβαση μίσθωσης έργου, ανέθεσε εργολαβικά την κατασκευή τμήματος του έργου και συγκεκριμένα την τοποθέτηση του σιδηρού οπλισμού και τη σκυροδέτηση της προσθήκης – επέκτασης στην προαναφερόμενη οικοδομή, στους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων. Περί τις αρχές Απριλίου του 2012 οι τρίτος και τέταρτος των εναγομένων προσέλαβαν τον ενάγοντα τεχνίτη – οικοδόμο, ασφαλισμένο στο ΙΚΑ, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και με το νόμιμο ημερομίσθιο, προκειμένου να εργασθεί αυτός στο τεχνικό συνεργείο που διατηρούσαν. Την 17.05.2012 το ανωτέρω συνεργείο εκτελούσε εργασίες σιδερώματος για τη σκυροδέτηση του ως άνω τμήματος του αετώματος στην πλάκα του δεύτερου ορόφου. Περί ώρα 14:00 περίπου ο ενάγων, στα πλαίσια της εργασίας του, και ενώ ήταν ανεβασμένος πάνω στο αέτωμα, προσπάθησε να τοποθετήσει πλέγμα σιδηρού οπλισμού μήκους περίπου 3,5 μέτρων και πλάτους 90 περίπου εκατοστών στο άνω τμήμα του αετώματος στον εναέριο χώρο του οποίου και σε απόσταση περίπου 2,45 μ. διέρχονταν ηλεκτροφόροι αγωγοί μέσης τάσης 20.000 Volt της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.. Στην προσπάθεια του ενάγοντος να διαχειριστεί το πλέγμα σιδηρού οπλισμού που είναι καλός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας, για να το τοποθετήσει όπως έπρεπε, αυτό πλησίασε κοντά σε έναν από τους ηλεκτροφόρους αγωγούς με αποτέλεσμα να υποστεί ο ενάγων ηλεκτροπληξία και εγκαύματα στο δεξί του πόδι και στα άκρα και των δύο χεριών του. Τα παραπάνω εκτεθέντα, σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος προκύπτουν από την έκθεση αυτοψίας που συντάχθηκε από την τεχνική επιθεωρήτρια εργασίας Ά. Σ.. Σύμφωνα με το πόρισμα της ίδιας ως άνω έκθεσης, το ανωτέρω ατύχημα οφείλεται σε έλλειψη κατάλληλων μέτρων ασφαλείας και θα είχε πιθανόν αποφευχθεί αν προ της έναρξης των εργασιών και μετά την έγγραφη έγκριση της ΔΕΗ, είχαν ληφθεί όλα τα κατά περίπτωση ενδεικνυόμενα περαιτέρω προστατευτικά μέτρα. Στην προκειμένη περίπτωση ενδεικνυόμενο μέτρο και αρμόζουσα λύση για την ασφαλή εκτέλεση των εργασιών στην ανωτέρω οικοδομή ήταν η διακοπή ρεύματος στο συγκεκριμένο τμήμα των ηλεκτροφόρων αγωγών. Η κρίση αυτή στηρίζεται στη συνεκτίμηση των προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων και ιδίως στο ανωτέρω πόρισμα της παραπάνω επιθεωρήτριας, η οποία περαιτέρω και βάσιμα κατά την κρίση του Δικαστηρίου, υποστηρίζει ότι η κατασκευή προστατευτικών σανιδωμάτων, λόγω της θέσης των αγωγών ηλεκτρικού ρεύματος, ενδέχεται να δημιουργούσε επιπρόσθετους κινδύνους και δεν ήταν ενδεικνυόμενη λύση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ενισχύεται δε η εν λόγω κρίση λαμβανομένης υπόψη και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε την 30.05.2012 για την ασφαλή ολοκλήρωση των εργασιών, που δεν ήταν άλλη, από τη διακοπή ρεύματος στο συγκεκριμένο τμήμα των ηλεκτροφόρων αγωγών. Το προπεριγραφόμενο ατύχημα είναι εργατικό, αφού επέφερε στον ενάγοντα, εργαζόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας στους τρίτο και τέταρτο των εναγομένων, πλασματικός εργοδότης του οποίου ήταν ο πρώτος των εναγομένων, σωματική βλάβη, ως αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, που δεν θα λάμβανε ύπαρξη χωρίς την εργασία και την εκτέλεση αυτής υπό τις ως άνω δεδομένες περιστάσεις εκτέλεσής της. Το ατύχημα αυτό οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια των εναγομένων συνισταμένη: α) για τον πρώτο των εναγομένων, ιδιοκτήτη της οικοδομής και κύριο του έργου, ο οποίος σημειωτέον διατηρεί φαρμακείο στην ίδια οικοδομή και βρισκόταν καθημερινά σ’ αυτήν παρακολουθώντας την εξέλιξη του έργου που εκτελούνταν με δική του φροντίδα και υπό την δική του επίβλεψη και παρακολούθηση, στο ότι, αν και γνώριζε ότι τα εναέρια καλώδια της ΔΕΗ διέρχονταν σε μικρή απόσταση από την ανεγειρόμενη προσθήκη και εγκυμονούσαν κίνδυνο για τους εργαζόμενους σ’ αυτήν, εν τούτοις παρέλειψε να εξετάσει και να λάβει από κοινού με το δεύτερο των εναγομένων, επιβλέποντα το έργο, και εν συνεχεία να διατηρήσει κατά την εκτέλεση των εργασιών τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας που εν προκειμένω ήταν η διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος κατά τα προαναφερόμενα, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρ. 78 και 79 του π.δ. 1071/1981 και 4 του ν. 1396/1983. Το ότι ο πρώτος εναγόμενος είχε μεν αναθέσει την επίβλεψη και εκτέλεση του έργου σε τρίτους, επιφυλάσσοντας όμως για τον εαυτό του το δικαίωμα γενικών οδηγιών και γενικής εποπτείας του έργου, προκύπτει από τη συνεκτίμηση των παραπάνω αποδεικτικών στοιχείων και ιδίως από τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση τόσο του μάρτυρα P. G., όσο και του μάρτυρα X. . Οι τελευταίοι ήταν παρόντες καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, αλλά και κατά τη στιγμή του ατυχήματος, καθώς απασχολούνταν αμφότεροι στο ίδιο συνεργείο, του τρίτου και τέταρτου των εναγομένων, στο οποίο απασχολούνταν και ο ενάγων, και ειδικότερα ο μεν πρώτος, αδερφός του ενάγοντος, ως τεχνίτης οικοδόμος, ο δε δεύτερος, ως βοηθός του ενάγοντος. Οι μάρτυρες αυτοί, έχοντας ιδία αντίληψη, κατέθεσαν ανενδοίαστα ότι ο πρώτος εναγόμενος και κύριος του έργου έδινε επίσης οδηγίες και κατευθύνσεις στο συνεργείο καθ’ όλη τη διάρκεια που απασχολούνταν στην οικοδομή του, κατά τις μεσημεριανές ώρες που έκλεινε το φαρμακείο του, και ότι ειδικά ως προς το αέτωμα και τις εργασίες που απαιτούνταν γι’ αυτό, ήταν αυτός που τους έδωσε εντολή να το ανυψώσουν κατά 20 εκατοστά. Οι καταθέσεις αυτές δεν μπορούν να αναιρεθούν από την κατάθεση της μάρτυρα Μ. Δ., η οποία διατηρεί κατάστημα απέναντι από το φαρμακείο του πρώτου εναγομένου και κατέθεσε όλως αορίστως, προκειμένου να αποδείξει την αδυναμία του πρώτου εναγομένου να ασχοληθεί με την επίβλεψη του έργου, λόγω έλλειψης χρόνου, ότι οι εργασίες των συνεργείων σταματούσαν το μεσημέρι, χωρίς όμως να προσδιορίζει την ώρα διακοπής των εργασιών και αν αυτή συνέπιπτε με το κλείσιμο του φαρμακείου ή έπονταν αυτού, καθώς και ότι ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να επισκεφθεί το έργο στις 7:00 το πρωί, πριν το άνοιγμα δηλαδή του φαρμακείου του, οπότε και ξεκινούσαν οι εργασίες του συνεργείου, χωρίς όμως να εξειδικεύει την αιτία για την οποία δεν μπορούσε να πράξει αυτό. Η ανωτέρω ευθύνη του πρώτου εναγομένου εξάλλου, δεν αίρεται από το γεγονός ότι προ της έναρξης των εργασιών και συγκεκριμένα την 04.10.2011 ειδοποιήθηκε από τον ίδιο εγγράφως η αρμόδια υπηρεσία της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε., αφού από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι το μόνο κατάλληλο μέτρο ασφαλούς εκτέλεσης εργασιών στο αέτωμα της οικοδομής ήταν η διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος. Άλλωστε από το συνολικό περιεχόμενο της αίτησής του προς τη ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. συνάγεται ότι αυτός δεν ζήτησε την μεταφορά των ηλεκτροφόρων αγωγών, ως μέτρο ασφαλείας, για την ασφαλή εκτέλεση των εργασιών στο ανεγειρόμενο νέο τμήμα της οικοδομής του, αλλά διότι τα τελευταία εμπόδιζαν την εκτέλεση οποιοσδήποτε οικοδομικής εργασίας και επιπρόσθετα, μετά την ολοκλήρωση του έργου, η κολώνα που τα συγκρατούσε θα βρισκόταν ακριβώς μπροστά στην είσοδο του φαρμακείου του”. Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Μονομελές Εφετείο απέρριψε, ως προανεφέρθη, την έφεση του αναιρεσείοντος ως προς τους λόγους αυτής αναφορικώς με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως υπέρ του ενάγοντος Λ. Π., κατ’ επικύρωση ως προς το εν λόγω κεφάλαιο της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει ομοίως και είχε δεχθεί εν μέρει την αγωγή κατ’ ουσίαν. Με την εν λόγω κρίση ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε το Μονομελές Εφετείο τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 914, 922, 932 εδ. α’ και β’ ΑΚ, 78 και 79 Π.Δ. 1073/1081 και 2, 3 και 4 παρ. 1 Ν. 1396/1983, αφού από τις παραδοχές, ότι ο αναιρεσείων, ως κύριος του έργου, ανέθεσε εργολαβικώς την εκτέλεση τμήματος αυτού και δη την τοποθέτηση του σιδηρού οπλισμού και την σκυροδέτηση της προσθήκης – επεκτάσεως της οικοδομής στους τρίτο και τέταρτο εναγομένους, οι οποίοι προσέλαβαν ως εργάτη τον ενάγοντα, και ότι τόσον ο αναιρεσείων, ο οποίος είχε επιφυλαχθεί να ασκεί ο ίδιος την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου, όσον και οι προστηθέντες αυτού, ο δεύτερος εναγόμενος επιβλέπων το έργο μηχανικός και οι τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι εργολάβοι του ως άνω τμήματος του όλου έργου, παρέλειψαν εξ αμελείας να αιτηθούν από την ΔΕΔΔΗΕ την λήψη των καταλλήλων μέτρων ασφαλείας, προσδιορίζονται πλήρως τα πραγματικά περιστατικά τα θεμελιώνοντα την υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος, ο οποίος ευθύνεται κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 79 Π.Δ. 1073/1081, 4 παρ. 1 Ν. 1396/1983 και 922 ΑΚ, αφού, ως έχων επιφυλαχθεί ως προς την άσκηση της διευθύνσεως και επιβλέψεως του έργου, υπείχε ευθύνη εκ της προστήσεως ως προς τις παραλείψεις των προστηθέντων αναφορικώς με τα μέτρα ασφαλείας, αφ’ ετέρου δε, καθ’ όσον δεν είχε αναθέσει την εκτέλεση ολοκλήρου του έργου σε ένα εργολάβο, υπείχε και ιδία υποχρέωση να λάβει προ της εγκαταστάσεως των τρίτου και τετάρτου εναγομένων, στους οποίους ανέθεσε την εκτέλεση τμήματος μόνον του έργου, τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, τα οποία και δεν έλαβε, αφού και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι ειδοποίησε σχετικώς την ΔΕΔΔΗΕ, εν τούτοις δεν ανέμεινε την λήψη παρ’ αυτής των καταλλήλων μέτρων και κυρίως την διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος προ της ενάρξεως των οικοδομικών εργασιών. Επομένως, οι λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, καθ’ ο μέρος δι’ αυτών προσάπτεται η αναιρετική πλημμέλεια εκ του αριθμού 1 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Μονομελές Εφετείο παρεβίασε τις προαναφερθεισες διατάξεις, δεχόμενο ότι, παρά την ανάθεση του έργου σε εργολάβους, ο αναιρεσείων συνέχισε να διευθύνει τούτο, ως και ότι υπείχε ιδία ευθύνη σχετικώς με την μη λήψη του μέτρου της διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ η σχετική αρμοδιότης ανήκε στην ΔΕΔΔΗΕ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ωσαύτως απορριπτέοι είναι οι λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως, και καθ’ ο μέρος δι’ αυτών προσάπτεται η αναιρετική πλημμέλεια εκ του αριθμού 1 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Μονομελές Εφετείο παρεβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεχόμενο ότι ο αναιρεσείων, ο οποίος είχε την επαγγελματική ιδιότητα του φαρμακοποιού, διέθετε τις γνώσεις και την εμπειρία, αλλά και την χρονική άνεση εκ της εργασίας του, ώστε να δίδει οδηγίες στους εργολάβους και στους εργαζομένους, ως και ότι ο ίδιος εζήτησε από την ΔΕΔΔΗΕ την μεταφορά των ηλεκτροφόρων αγωγών όχι ως μέτρο ασφαλείας, αλλά διότι διεκώλυαν τις οικοδομικές εργασίες, είναι απαράδεκτοι και ομοίως πρέπει να απορριφθούν, αφού οι εν λόγω αιτιάσεις περί παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε κανόνες δικαίου αλλά την εκτίμηση των αποδείξεων. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 εδ. β’ ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται και εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπ’ όψιν πράγματα προταθέντα και έχοντα ουσιώδη επιρροή επί της εκβάσεως της δίκης. Πράγματα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως θεωρούνται οι ισχυρισμοί, οι οποίοι έχοντες αυτοτελή υπόσταση τείνουν στην θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ασκηθέντος ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος και στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως ή λόγου εφέσεως. Εάν το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν τους εν λόγω ισχυρισμούς και απέρριψε αυτούς ρητώς ή σιωπηρώς, εκ του πράγματος, δεχόμενο ως αποδειχθέντα αντίθετα περιστατικά, ή οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, ενώ είναι απαράδεκτος, εάν προβάλλονται, έστω και υπό την μορφή λόγου εφέσεως, ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν αποτελούν πράγματα, όπως ισχυρισμοί συνεχόμενοι προς την ιστορική βάση της αγωγής ή της ενστάσεως συνιστώντες άρνηση αυτής, ή νομικά επιχειρήματα ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου συναγόμενα από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Εν προκειμένω, δια των λόγων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται επίσης η πλημμέλεια ότι το Μονομελές Εφετείο δεν έλαβε υπ’ όψιν τους ασκούντας ουσιώδη επιρροή ως προς την έκβαση της δίκης ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, τους οποίους είχε προβάλει δια λόγων εφέσεως, ότι οι τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι εργολάβοι, στους οποίους είχε αναθέσει την τοποθέτηση του σιδηρού οπλισμού και την σκυροδέτηση της προσθήκης – επεκτάσεως της οικοδομής, είχαν αναλάβει την ευθύνη των μέτρων ασφαλείας του συνεργείου τους ως και ότι η ζητηθείσα από την ΔΕΔΔΗΕ προστασία απέβλεπε στην αποτροπή των κινδύνων καθ’ όλη τη διάρκεια της κατασκευής. Όμως οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν αποτελούν πράγματα κατά την προεκτεθείσα έννοια αλλά πραγματικά επιχειρήματα συνιστώντα άρνηση της αγωγής και αφορώντα στην εκτίμηση των αποδείξεων.
Συνεπώς, οι ως άνω λόγοι, καθ’ ο μέρος προβάλλονται δι’ αυτών αιτιάσεις εκ του αριθμού 8 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι συμφώνως προς τα ανωτέρω απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται εάν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου δεχόμενο πραγματικά γεγονότα προφανώς διάφορα των αναφερομένων στο εν λόγω έγγραφο. Προϋποθέσεις της ιδρύσεως του προαναφερομένου αναιρετικού λόγου είναι να πρόκειται αποδεικτικό έγγραφο κατά την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ και αφ’ ενός η παραμόρφωση να εντοπίζεται σε προφανές διαγνωστικό σφάλμα του δικαστηρίου, το οποίο να προκύπτει από την σύγκριση του φερομένου ως περιεχομένου του εγγράφου και του αληθούς κατά λέξη περιεχομένου αυτού, αφ’ ετέρου δε το επίδικο έγγραφο να προσέκτησε πρωτεύοντα λόγο κατά τον σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως, ούτως ώστε να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του σφάλματος αναγνώσεως του δικαστηρίου και του επιζημίου αποδεικτικού πορίσματος ως προς την ύπαρξη ή μη κρισίμων πραγματικών γεγονότων θεμελιούντων ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό. Eπομένως, δεν ιδρύεται ο εν λόγω λόγος, εάν το φερόμενο ως παραμορφωθέν έγγραφο αφορά απόδειξη ισχυρισμού μη ασκούντος ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ή εάν πρόκειται περί μη αυτοτελούς αποδεικτικού εγγράφου, ως είναι τα έγγραφα, στα οποία αποτυπώνεται άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως τα πρακτικά του δικαστηρίου, καθ’ ο μέρος περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων, ή οι εκθέσεις ενόρκων βεβαιώσεων, καθ’ ο μέρος περιλαμβάνουν τα ενόρκως βεβαιούμενα, ή οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 625/2018), αφού άλλως ο Άρειος Πάγος θα προέβαινε σε εκτίμηση αποδείξεων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικώς (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Εν προκειμένω, δια των λόγων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως προσάπτεται ωσαύτως η πλημμέλεια ότι το Μονομελές Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο αφ’ ενός των καταθέσεων των μαρτύρων P. G., X. I. και Μ. Δ., οι οποίες περιέχονται στα πρακτικά της συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφ’ ετέρου της υπ’ αρ. πρωτ. 1260/4 Οκτωβρίου 2011 αιτήσεως του αναιρεσείοντος προς την ΔΕΔΔΗΕ, την οποία, εάν είχε αναγνώσει ορθώς, θα κατέληγε στο αποδεικτικό πόρισμα ότι “η απομάκρυνση του δικτύου δεν αφορούσε ήδη κατασκευασμένο οίκημα, ώστε η ΔΕΔΔΗΕ να λάβει υπόψη της μία υφιστάμενη κατάσταση με ολοκληρωμένες τις οικοδομικές εργασίες και με βάση αυτά τα δεδομένα να ενεργήσει, αλλά μία οικοδομή η οποία θα κατασκευαστεί, πράγμα που σημαίνει ότι θα σηκωθούν σίδερα, σκάλες, αντλίες μπετόν, θα εργαστούν άνθρωποι κ.ο.κ.”. Τα πρακτικά όμως της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, καθ’ ο μέρος περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων, συμφώνως προς τα ανωτέρω δεν υπόκεινται σε παραμόρφωση, το δε περιεχόμενο της αιτήσεως του αναιρεσείοντος προς την ΔΕΔΔΗΕ δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση ως προς την έκβαση της δίκης, αφού, ασχέτως του προφανούς νοήματος του εν λόγω εγγράφου, κατά πάσα περίπτωση ο αναιρεσείων και οι υπ’ αυτού προστηθέντες δεν ανέμειναν την διακοπή του ρεύματος προ της ενάρξεως των οικοδομικών εργασιών.
Συνεπώς, οι ως άνω λόγοι, καθ’ ο μέρος προσάπτεται δι’ αυτών η αιτίαση της παραμορφώσεως εγγράφων, εκ του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατ’ ακολουθίαν η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ασκών το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως Εφετείου υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού 450 ευρώ και ότι εν περιπτώσει ολικής ή μερικής νίκης του αναιρεσείοντος ο Άρειος Πάγος με την απόφασή του διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα, η υποχρέωση όμως καταθέσεως παραβόλου δεν ισχύει επί υποθέσεων εργατικών διαφορών, οπότε, εάν παρά την έλλειψη σχετικής υποχρεώσεως κατατεθεί παράβολο, ο Άρειος Πάγος, βάσει των εν λόγω διατάξεων αναλόγως εφαρμοζομένων, διατάσσει την επιστροφή τούτου στον καταθέσαντα ασχέτως της ευδοκιμήσεως ή μη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την έκθεση καταθέσεως του δικογράφου της υπό κρίση αιτήσεως, έχει κατατεθεί το αναφερόμενο παράβολο (23799913095812070044/2018), χωρίς όμως να υφίσταται σχετική υποχρέωση, αφού η αναίρεση αφορά εργατική διαφορά.
Συνεπώς, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του εν λόγω παραβόλου στον καταθέσαντα τούτο.
Επειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτών, ως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4ης Οκτωβρίου 2018 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμόν 2508/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επιβάλλει εις βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων ποσού χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. Και Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον καταθέσαντα τούτο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Νοεμβρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ