Αριθμός 165/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Βρυνιώτη, Γεώργιο Χοϊμέ, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου και Μαρία Τζανακάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Σ. του Τ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χαραμίδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΓΑ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Τσεκούρα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-9-2014 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 145/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 512/2018 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 11-7-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Χρήστο Βρυνιώτη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, με ειδ. Αριθμό κατάθεσης 201/19-7-2018, αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 512/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισής του (άρθρο 681Α, 666, 667, 670-676 Κ.Πολ.Δ. όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015) και η οποία αφού δέχθηκε την έφεση της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας εξαφάνισε την εκκαλουμένη οριστική απόφαση (υπ’ αριθμ. 145/2017 του μονομελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών), που είχε απορρίψει την ένδικη από 30-9-2014 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΓΑ” κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, λόγω παραγραφής της αγωγικής αξιώσεως της ενάγουσας (πενταετούς) ακολούθως (το Εφετείο), δέχθηκε τον ισχυρισμό της εκκαλούσας, περί εικοσαετούς παραγραφής της αγωγικής αξιώσεως, η οποία, όπως δέχθηκε, δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την άσκηση της αγωγής, εξαφάνισε, όπως ήδη, αναφέρθηκε, την αντιθέτως κρίνασα πρωτόδικη απόφαση και περαιτέρω εξετάζοντας την αγωγή κατ’ ουσία, δέχθηκε αυτή και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πενήντα χιλιάδων εκατό ογδόντα (50.180) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Ήδη, όπως αναφέρθηκε, ο εναγόμενος με την κρινόμενη αίτηση, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ζητώντας την αναίρεσή της, για τους λόγους που αναφέρει ειδικώς σ’ αυτή. Η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων μ’ αυτή λόγων.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 περ. β’ του Ν. 489/1976, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το Π.Δ. 237/1986, ασφαλισμένος είναι το πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Κατά το άρθρο 2 § 1 του ίδιου Νόμου, ο κύριος ή κάτοχος αυτοκινήτου που κυκλοφορεί μέσα στην Ελλάδα επί οδού υποχρεούται να έχει καλύψει με ασφάλιση την εκ τούτου έναντι τρίτων αστική ευθύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Περαιτέρω με το άρθρ. 6 § 1 του ιδίου Π.Δ. ορίζεται ότι “η ασφάλιση πρέπει να καλύπτει την αστική ευθύνη του κυρίου, του κατόχου και κάθε οδηγού ή προστηθέντος στην οδήγηση ή υπευθύνου του ασφαλισμένου αυτοκινήτου”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ίδιου ΠΔ/τος “με την επιφύλαξη του δικαιώματος άσκησης αγωγής κατά του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου και του οδηγού, ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τρίτου, όταν αυτός ασκεί την αξίωση της παρ. 1 του άρθρου 10, ενστάσεις, που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση”, ενώ κατά το άρθρο 361 ΑΚ για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Από την τελευταία αυτή διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 του ν. 2496/1997 που ορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης και 11 παρ. 1 του ν. 489/1976, όπως η τελευταία αναφέρθηκε παραπάνω, προκύπτει ότι μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ότι αποκλείεται από τον ασφαλιστή η κάλυψη των ζημιών που προκαλούνται από την κυκλοφορία του αυτοκινήτου, όταν ο οδηγός του, κατά το χρόνο του ατυχήματος, είτε δεν έχει την προβλεπόμενη από το νόμο και για την κατηγορία του οχήματος, το οποίο οδηγεί, άδεια οδήγησης, είτε τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 του ΚΟΚ, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο όμοιο περιορισμό της ευθύνης του ασφαλιστή στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 6 και 8 της ήδη καταργηθείσας με το άρθρο 17 του ν. 3557/2007, ισχύουσας όμως κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος (11-1-2004) Κ4/585/5-4-1978 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου “περί καθορισμού των γενικών όρων του ασφαλιστηρίου του καλύπτοντος την εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικήν ευθύνην”, η οποία (διάταξη) ναι μεν ήταν ανίσχυρη, ως ευρισκόμενη εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης του άρθρου 6 του ν. 489/1976, όπως ίσχυε κατά τον ως άνω χρόνο, αφού με αυτήν δεν καθοριζόταν κάποιος γενικός όρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αλλά επιβαλλόταν περιορισμός της ευθύνης του ασφαλιστή, πλην, όμως τέτοια απαλλακτική ρήτρα μπορούσε, όπως προαναφέρθηκε, να συμπεριληφθεί ως συμβατικός όρος στην ασφαλιστική σύμβαση (ΑΠ 1221/2015) και δη είτε με ενσωμάτωση αυτούσιων των όρων στη σύμβαση ασφάλισης είτε με παραπομπή της σύμβασης στους όρους της Κ4/585/1978 AYE, χωρίς να είναι απαραίτητο για τη δεσμευτικότητα του ασφαλισμένου από τους ενσωματωμένους στο ασφαλιστήριο όρους να υπογράφεται το ασφαλιστήριο και από αυτόν, αφού η αποδοχή των όρων του μπορεί να γίνει και σιωπηρώς, όπως με την καταβολή του ασφαλίστρου, την παραλαβή του ασφαλιστηρίου, τη δήλωση του επιγενόμενου ατυχήματος κ.λπ. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι, όταν υπάρχει λόγος απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου, ο πρώτος δύναται να μετακυλίσει στο δεύτερο τη ζημία του τρίτου, αφού ικανοποιηθεί ο τελευταίος. Δηλαδή έναντι του τρίτου δεν απαλλάσσεται ο ασφαλιστής και υπεισέρχεται στη θέση του ο ασφαλισμένος, ο οποίος κατά κανόνα ήδη ευθύνεται από την αδικοπραξία σε βάρος τρίτου. Η μετακύλιση αυτή επιδιώκεται μέσω της αναγωγής. Το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή κατά του ασφαλισμένου στηρίζεται στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 489/76, που αποκλείει στον ασφαλιστή να επικαλεσθεί την ασφαλιστική σύμβαση, προκειμένου να αρνηθεί την ασφαλιστική κάλυψη και συγκεκριμένα προκειμένου να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τρίτου, ένσταση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, της ασφαλιστικής περίπτωσης που προήλθε κατόπιν παραβίασης ασφαλιστικού βάρους εκ μέρους του αδικοπραγήσαντος ασφαλισμένου του, του επιβάλλει την καταβολή του ασφαλίσματος και την αποκατάσταση της ζημίας, παρά την εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη, και ταυτόχρονα η ιδία αυτή διάταξη επιφυλάσσει στον ασφαλιστή δικαίωμα άσκησης αναγωγής. Η αναγωγή αποτελεί ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση που παράγεται απευθείας από το νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 489/1976) και όχι από αδικοπραξία ή την σύμβαση. Παθητικά υποκείμενα του δικαιώματος αναγωγής του ασφαλιστή, όταν συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου, είναι ο υπαίτιος οδηγός, ο αντισυμβαλλόμενος, ανεξάρτητα εάν έχει ή όχι παράλληλα και την ιδιότητα του ασφαλισμένου, δηλαδή του κυρίου, κατόχου ή οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και ο ασφαλισμένος, δηλαδή ο κύριος ή κάτοχος του αυτοκινήτου, έστω και εάν δεν οδηγεί το ασφαλισμένο αυτοκίνητο. Οι ως άνω περιπτώσεις αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή και εξαίρεσης αυτού από την ασφαλιστική κάλυψη αποτελούν στην πραγματικότητα καλυμμένο ασφαλιστικό βάρος, το οποίο απευθύνεται και αφορά κάθε ασφαλιζόμενο πρόσωπο, δηλαδή όχι μόνο τον οδηγό, αλλά και τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο του οχήματος, όταν οι τελευταίοι είναι πρόσωπα διαφορετικά από τον οδηγό (ΑΠ 1253/2011, ΑΠ 1426/2010, ΑΠ 1168/2010), των περισσότερων υπόχρεων ευθυνομένων εις ολόκληρον (άρθρ. 926Α) το δε δεδικασμένο της δίκης μεταξύ ασφαλιστή και ζημιωθέντος τρίτου δεν επιδρά στη δίκη μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου. Το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή κατά του ασφαλισμένου, το οποίο κατά τα προαναφερόμενα στηρίζεται στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 489/76, υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, που προβλέπει ότι “Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια”, διότι, δεν υπάρχει διάταξη που να προβλέπει συντομότερη παραγραφή του δικαιώματος αυτού. Η παραγραφή του άρθρου 10 του ν. 2496/97 που ορίζει ότι “αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν”, αφορά τις απαιτήσεις και αξιώσεις του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου που ιδρύονται από την ασφαλιστική σύμβαση και όχι από το νόμο, ‘ όπως π.χ. η αξίωση του ασφαλιστή προς καταβολή του συμφωνηθέντος ασφαλίστρου. Και ναι μεν οι περί παραγραφής διατάξεις περί του άρθρου 10 του ν. 2496/1997 τυγχάνουν εφαρμογής διατάξεις υποχρεωτικής ασφάλισης του άρθρου 26 του ν. 2496/1997 πλην, όμως δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις διατάξεις του ν. 489/1976, και συνεπώς ούτε στην περί αναγωγής ασφάλιση του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 489/1976, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2496/1997, κατά ρητή επιταγή της διατάξεως της παραγράφου 6 του ιδίου άρθρου του νόμου αυτού, δεν εφαρμόζονται στην υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο ύστερα από αξιολόγηση και εκτίμηση όλων των νομίμως επικληθέντων και προσκομιζομένων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Την 11-4-2004 και περί ώρα 22.30′ ο εναγόμενος Χ. Σ. οδηγούσε το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, με έγκυρη σύμβαση ασφάλισης στην ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΓΑ” και εκινείτο εντός της πόλεως των Γιαννιτσών και επί της οδού Νίκης, με κατεύθυνση προς τη συμβαλλόμενη αυτής οδό Μητροπόλεως. Κατά τον ίδιο χρόνο επί της οδού Μητροπόλεως και με κατεύθυνση προς την οδό Διγενή, έβαινε σύννομα και με κανονική για τις περιστάσεις ταχύτητα, ο Μ. Κ. του Β. υπήκοος …, κάτοικος …. οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … δίκυκλο μοτοποδήλατο ιδιοκτησίας του Ε. Φ.. Στη συμβολή των πιο πάνω οδών, η κυκλοφορία των οχημάτων ρυθμίζεται κατάλληλα με πινακίδα Ρ-2 (STOP) που υπάρχει επί της οδού Νίκης, πριν από τη διασταύρωση αυτής με την οδό Μητροπόλεως η οποία επιβάλλει την υποχρεωτική διακοπή της πορείας των οχημάτων, που κινούνται επί της οδού Νίκης, πριν εισέλθουν στον κόμβο, που σχηματίζεται τις οδούς αυτές και παραχώρηση προτεραιότητας στα οχήματα, που κινούνται επί της οδού Μητροπόλεως. Ο εναγόμενος, όμως όταν έφθασε στη συμβολή των πιο πάνω οδών, δεν διέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου του, πριν εισέλθει στον κόμβο, ώστε να διέλθει το μοτοποδήλατο, που οδηγούσε ο Μ. Κ.. αλλά ανέλεγκτα και αιφνιδιαστικά εισήλθε στη διασταύρωση, παραβιάζοντας έτσι την προτεραιότητα του τελευταίου, με αποτέλεσμα με αποκλειστική υπαιτιότητά του να αποκόψει την κανονική πορεία του μοτοποδηλάτου και, πριν προλάβει ο οδηγός αυτού να αντιδράσει αποτελεσματικά, να προκαλέσει τη σύγκρουση του επιβατικού αυτοκινήτου με το μοτοποδήλατο. Από τη σύγκρουση, ο Μ. Κ. εκτινάχθηκε από το μοτοποδήλατο και κατέπεσε στο οδόστρωμα, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί σοβαρά. Αμέσως μετά από το ατύχημα, μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Γιαννιτσών, όπου διαγνώσθηκε ότι είχε υποστεί; α) εκδορές υπεροφρύως αρ., β) εκδορά άνω χείλους, γ) εκδορές πώγωνος. δ) θραύση οδόντων, ε) κάκωση κεφαλής, στ) κάκωση θώρακος, ζ) κάκωση κοιλίας και η) τραυματική ρήξη σπλήνας. Υποβλήθηκε σε σπληνεκτομή και νοσηλεύθηκε στη Χειρουργική Κλινική από την ημέρα του ατυχήματος μέχρι την 21-4-2004. Ακολούθως, ο παθών Μ. Κ. άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, καθώς και του Χ. Σ.: Α) κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την από 25-5-2005 (αριθμ. έκθ. κατάθ. 6639/26-5-2005) αίτηση για την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 6402/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση και, αφού κρίθηκε ότι συνυπαίτιοι για την πρόκληση του ένδικου τροχαίου ατυχήματος κατά ποσοστό 50% έκαστος είναι αφενός μεν ο εναγόμενος οδηγός του επιβατικού αυτοκινήτου Χ. Σ. αφετέρου δε ο αιτών οδηγός του μοτοποδηλάτου Μ. Κ.. υποχρέωσε τους καθών να καταβάλουν στον αιτούντα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αίτησης μέχρι την εξόφληση, ως προσωρινή αποζημίωση: α) το ποσό των 1.020 ευρώ, για τη δαπάνη της νοσηλείας του στο Νοσοκομείο Γιαννιτσών, β)το ποσό των 2.500 ευρώ. για τη δαπάνη της μελλοντικής χειρουργικής (πλαστικής) επέμβασης, στην οποία απαιτείτο να υποβληθεί, λόγω της δυσμορφίας της εκτεταμένης ουλής στην περιοχή της κοιλίας από τη σπληνεκτομή, στην οποία είχε υποβληθεί και γ) το ποσό των 1.020 ευρώ, για την απώλεια των εισοδημάτων από την εργασία του για χρονικό διάστημα 18 μηνών από την επομένη της επίδοσης της αίτησης και συνολικά το ποσό των 22.240 ευρώ και Β) κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681Α του ΚΠολΔ, την από 15-3-2005 (αριθμ. έκθ. κατάθ. 3442/21-4-2005) αγωγή αποζημίωσης, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας και εντόκως: α) το ποσό των 2.255 ευρώ. για τη δαπάνη της νοσηλείας του στο Νοσοκομείο Γιαννιτσών, β) το ποσό των 14.000 ευρώ, για τη δαπάνη της μελλοντικής χειρουργικής (πλαστικής) επέμβασης, στην οποία απαιτείτο να υποβληθεί, λόγω της δυσμορφίας της εκτεταμένης ουλής στην περιοχή της κοιλίας από τη σπληνεκτομή. στην οποία είχε υποβληθεί, γ) το ποσό των 36.720 ευρώ. για την απώλεια των εισοδημάτων από την εργασία του για χρονικό διάστημα 18 μηνών από την ημέρα του ατυχήματος, δ) το ποσό των 180.000 ευρώ, ως πρόσθετη (αυτοτελή) αποζημίωση του άρθρου 931 του ΛΚ και ε) το ποσό των 90.000 ευρώ, για την εύλογη χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη συνεπεία του τραυματισμού του από το επίδικο ατύχημα και συνολικά το ποσό των 322.975 ευρώ. Κατόπιν, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία κατέβαλε την 12-10-2005 στον παθόντα Μ. Κ.: α) το ποσό των 22.180 ευρώ, εξοφλώντας έτσι πλήρως και ολοσχερώς την απαίτηση του τελευταίου, κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, από την προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …/…/…-10-2005 απόδειξη πληρωμής της ασφαλιστικής εταιρίας “Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΓΑ” και β) το ποσό των 28.000 ευρώ, στα πλαίσια εξωδικαστικού συμβιβασμού, προκειμένου να αποφύγει τους δικαστικούς αγώνες, προς πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των απαιτήσεων του παθόντος από την παραπάνω ασκηθείσα κατ’ αυτής αγωγή αποζημίωσης, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …/…/…-10-2005 απόδειξη πληρωμής της ίδιας ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας. Ήτοι, συνολικά κατέβαλε η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία στον παθόντα το ποσό των 50.180 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το πιο πάνω ζημιογόνο επιβατικό αυτοκίνητο ήταν ασφαλισμένο, κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος, για την πρόκληση υλικών ζημιών και σωματικών βλαβών σε τρίτους, στην ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία. Για την ασφάλιση αυτή, είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτής και του εναγομένου, ιδιοκτήτη του εν λόγω αυτοκινήτου, το υτ’ αριθμόν … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, εξάμηνης χρονικής διάρκειας και δη για το χρονικό διάστημα από την 11-2-2004 μέχρι την 11-8-2004. Η εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση, κατά την οικεία δικαιοπρακτική δέσμευση των παραπάνω συμβαλλομένων, ρυθμιζόταν πλην των άλλων και από τους όρους της υπ’ αριθμ. Κ4/585/1978 AYE, δυνάμει της οποίας επέρχεται η απαλλαγή της ασφαλιστικής εταιρίας και στην μεταξύ των άλλων περίπτωση της οδήγησης του (ασφαλισμένου) οχήματος από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος (άρθρο 25 περ. 8 της ως άνω ΑΥΕ): Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προέκυψε, μετά από διενέργεια ελέγχου για την ανίχνευση και τον προσδιορισμό αλκοόλης με τη μέθοδο της αιμοληψίας, ο εναγόμενος οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο, κατά το χρόνο του ατυχήματος, υπό την επήρεια οινοπνεύματος, το οποίο ανιχνεύθηκε στον οργανισμό του σε ποσοστό κατά μεν την πρώτη μέτρηση 0,82 χιλιοστά τού γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/…/…-…/…-….-2004 έκθεση εξέτασης αίματος για ανίχνευση οινοπνεύματος της Υποδιεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών Βόρειας Ελλάδας), κατά δε τη δεύτερη μέτρηση σε ποσοστό 0,86 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα (βλ. την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/…/…-…/…-5-2004 έκθεση επανεξέτασης αίματος της Υποδιεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών Βόρειας Ελλάδας), ήτοι σε ποσοστό ανώτερο του επιτρεπόμενου ορίου. Το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το επίδικο τροχαίο ατύχημα, όπως αυτές προεκτέθηκαν, ότι η μέθη του ως άνω οδηγού συνδέεται αιτιωδώς με την οδηγική συμπεριφορά του και κατ’ επέκταση την επέλευση του ατυχήματος και την πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος, αφού αυτή σαφώς επηρέασε την ικανότητά του για οδήγηση ανάλογα με τις επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να μην διακόψει την πορεία του, πριν από την είσοδο στον κόμβο και να μην παραχωρήσει προτεραιότητα στον παθόντα οδηγό του δίκυκλου μοτοποδηλάτου, όπως όφειλε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ΚΟΚ, συμμορφούμενος με την υπάρχουσα στην πορεία του ρυθμιστική πινακίδα Ρ-2, καθώς, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η υπό μέθη οδήγηση αυτοκινήτου επηρεάζει την οδηγική ικανότητα του οδηγού, δηλαδή οδηγεί σε υπερεκτίμηση των οδηγικών του δυνατοτήτων, σε υποβάθμιση ή υποτίμηση των κινδύνων, σε καθυστερημένη αντίληψη του κινδύνου, σε παράταση του χρόνου αντίδρασης και σε απότομες και ανακριβείς ή λανθασμένες αντιδράσεις, με συνέπεια της ως άνω υπαίτιας αμελούς οδικής συμπεριφοράς του, οφειλόμενης στην κατάσταση μέθης, υπό την οποία τελούσε, να μη διακόψει την πορεία του, για να ελέγξει από δεξιά την κυκλοφορία, οπότε θα αντιλαμβανόταν το μοτοποδήλατο που εκινείτο επί της οδού Μητροπόλεως και πλησίαζε και θα ανέμενε τη διέλευσή του, παραχωρώντας προτεραιότητα σε αυτό και να προκληθεί το ανωτέρω ένδικο ατύχημα με το προαναφερόμενο αποτέλεσμα. Ο δε εναγόμενος δεν ισχυρίσθηκε ούτε απέδειξε ότι αυτός, παρά την περιεκτικότητα οινοπνεύματος στο αίμα του σε ποσοστό πέραν του νομίμου ορίου, εκινείτο συννόμως, δηλαδή όπως κάθε συνετός οδηγός, ώστε στην περίπτωση αυτή να θεωρηθεί ότι λείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος και του επελθόντος ζημιογόνου και συγκροτούντος την ασφαλιστική περίπτωση τροχαίου ατυχήματος. Πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι το ατύχημα συνέβη πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 3557/2007, μετά την ισχύ του οποίου απαιτείται ρητά να υπάρχει και αιτιώδης συνάφεια, πλέον της παράβασης της σχετικής διάταξης του ΚΟΚ, πλην όμως και στην προκειμένη περίπτωση ερευνάται, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος και του ζημιογόνου αποτελέσματος.
Συνεπώς, δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση ο εναγόμενος και υπέχει ευθύνη για την αποκατάσταση της ζημίας της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, την οποία υπέστη η τελευταία από την καταβολή αποζημίωσης στον παθόντα Μ. Κ.. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, προκύπτει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 7/2002 ΝοΒ 2003.648, ΟλΑΠ 8/2001 ΕλΔ 2001.382, ΑΠ 555/2017 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εναγόμενος πρότεινε στην παρούσα κατ’ έφεση δίκη την και πρωτοβαθμίως παραδεκτώς προταθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής, ισχυριζόμενος, ειδικότερα, ότι η άσκησή της υπερβαίνει τα τιθέμενα όρια με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι: α) η ενάγουσα ποτέ δεν τον κάλεσε δια της νομίμου οδού να αντικρούσουν από κοινού την αγωγή του ζημιωθέντος Μ. Κ., β) κατέβαλε εν αγνοία του το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό, για την είσπραξη του οποίου ουδέποτε είχε εκδηλώσει πρόθεση να στραφεί αναγωγικά εναντίον του, γ) συνέχισε και μετά το ατύχημα, για σημαντικά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εισπράττει τα ασφάλιστρα, καλύπτοντας την αστική του ευθύνη από την κυκλοφορία του φερόμενου ως ζημιογόνου αυτοκινήτου και δ) η άσκηση από την ενάγουσα του δικαιώματος της τείνει να ανατρέψει την κατάσταση που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε τουλάχιστον επί 4 έτη και συνεπάγεται γι’ αυτόν ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες, αφού σε ιδιαίτερα δυσμενείς οικονομικές συνθήκες καλείται να καταβάλει το αξιούμενο με την αγωγή ποσό. Υπό τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, η προβληθείσα από τον εναγόμενο από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, γιατί τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του αγωγικού δικαιώματος, καθώς ούτε παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από την καταβολή από την ενάγουσα του συγκεκριμένου ποσού, χωρίς η τελευταία να ασκήσει το δικαίωμά της, ούτε η συμπεριφορά της ήταν ικανή να δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της, ούτε από τα ανωτέρω αναφερόμενα δημιουργήθηκε κατάσταση, που δεν δικαιολογεί τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, εν τέλει δε η άσκηση του δικαιώματος αναγωγής της ενάγουσας κατά του εναγόμενου ασφαλισμένου, που υλοποιείται στην κρινομένη αγωγή, δεν θεωρείται καθεαυτή, χωρίς συσχετισμό προς άλλα περιστατικά, πράξη της ενάγουσας εναντίον της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, αλλά αντιθέτως πράξη προασπίσεως των νομίμων αυτής δικαιωμάτων κατά του ασφαλισμένου, εφόσον ο ασφαλιστής στην κρινομένη περίπτωση δεν έχει υποχρέωση έναντι του ασφαλισμένου να τον καλύψει ασφαλιστικά κατόπιν όλων αυτών που εκτέθηκαν, αφού στην προκειμένη περίπτωση, όπως προελέχθη, συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και εξαίρεσης του εναγομένου-ασφαλισμένου οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου από την ασφαλιστική κάλυψη, οπότε υποχρεούται αυτός να καταβάλλει αναγωγικός στην ενάγουσα όσα η τελευταία κατέβαλε στο ζημιωθέντα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή, ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να καταβάλει ο εναγόμενος στην ενάγουσα το ποσό των 50.180 ευρώ που κατέβαλε αυτή στον ζημιωθέντα Μ. Κ. νομιμοτόκως”.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον υπό στοιχείο Α λόγο της αναίρεσης, αποδίδει στην πληττόμενη απόφαση του Εφετείου την υπό τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια ήτοι της ψευδούς ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και συγκεκριμένα των άρθρων 11 παρ. 1 του ν. 489/1976 και 249 ΑΚ, στα οποία η αναιρεσιβαλλόμενη στήριξε τη νομική θεμελίωση της ένδικης αγωγής εξ’ αναγωγής και όπως ήδη εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσης, το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή κατά του ασφαλισμένου στηρίζεται στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 489/1976 που αποκλείει στον ασφαλιστή να επικαλεστεί την ασφαλιστική σύμβαση προκειμένου να αρνηθεί την ασφαλιστική κάλυψη και συγκεκριμένα προκειμένου να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τρίτου ένσταση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη της ασφαλιστικής περίπτωσης που προήλθε κατόπιν παραβίασης ασφαλιστικού βάρους εκ μέρους του αδικοπραγήσαντος ασφαλισμένου του, του επιβάλλει την καταβολή του ασφαλίσματος και την αποκατάσταση επί ζημίας, παρά την εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη και ταυτόχρονα η ίδια αυτή διάταξη επιφυλάσσει στον ασφαλιστή δικαίωμα άσκησης ανταγωγής. Η αναγωγή αποτελεί ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση που παράγεται απευθείας από το νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 489/1976) και όχι από αδικοπραξία ή την σύμβαση. Οι ως άνω περιπτώσεις αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή και εξαίρεσης αυτού από την ασφαλιστική κάλυψη αποτελούν στην πραγματικότητα καλυμμένο ασφαλιστικό βάρος το οποίο απευθύνεται και αφορά κάθε ασφαλιζόμενο πρόσωπο, δηλαδή όχι μόνο τον οδηγό, αλλά και τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο του οχήματος όταν οι τελευταίοι είναι πρόσωπα διαφορετικά από τον οδηγό, των περισσοτέρων υποχρέων ευθυνομένων εις ολόκληρον (άρθρ. 92 ΑΚ). Το δικαίωμα αναγωγής του ασφαλιστή και ζημιωθέντος τρίτου στηρίζεται στην αναγκαστικού δικαίου διάταξη 11 παρ. 1 του ν. 489/1976, υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή που προβλέπει “Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια”, διότι δεν υπάρχει διάταξη που να ορίζεται διαφορετικά (ΑΠ 86/2019). Η παραγραφή του άρθρου 10 του ν. 2496/97 που ορίζει ότι οι αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται στις ασφαλίσεις ζημιών μετά από τέσσερα (4) χρόνια και στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια από το τέλος του έτους στο οποίο γεννήθηκαν”, αφορά τις απαιτήσεις και αξιώσεις του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου που ιδρύονται από την ασφαλιστική σύμβαση και όχι από το νόμο, όπως π.χ. η αξίωση του ασφαλιστή προς καταβολή του συμφωνηθέντος ασφαλίστρου. Και ναι μεν, όπως προαναφέρθηκε οι περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2496/1997 τυγχάνουν εφαρμογής στις διατάξεις περί υποχρεωτικής ασφάλισης του άρθρου 26 του ν. 2496/1997 πλην, όμως, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις διατάξεις του νόμου 489/1976 και συνεπώς ούτε στην περί αναγωγής του ασφαλιστή διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 489/1976, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2496/1997 κατά ρητή επιταγή της διατάξεως της παρ. 6 του ιδίου άρθρου του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στην υποχρεωτική ασφάλιση ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων.
Συνεπώς το Εφετείο που έκρινε σύμφωνα με τα ανωτέρω δεχόμενο ότι το δικαίωμα αναγωγής της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας κατά του αναιρεσιβλήτου ασφαλιστή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 1 ν. 489/1976 και αποτελεί ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση που παράγεται από το νόμο και όχι από αδικοπραξία ή τη σύμβαση η οποία γεννάται με την καταβολή από ένα των συνοφειλετών και υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις τις οποίες δεν παραβίασε και όλες οι αντίθετες αναιρετικές αιτιάσεις που προβάλλονται από τον αναιρεσείοντα με τους υπό στοιχ. Α και Β λόγους, (που κατά την άποψή του, βάση της ένδικης αξίωσης της αναγωγής του είναι η ίδια ασφαλιστική σύμβαση και δη η ανώμαλη εξέλιξή της εξαιτίας της παραβιάσεως του ασφαλιστικού του βάρους κατά το άρθρο 25 περ. 8 της Κ4585/1978 ΑΥΕ ήτοι της οδήγησης από μέρους του υπό την επήρεια αλκοόλ, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Περαιτέρω το Εφετείο, όπως το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασής του προκύπτει με το να κρίνει και να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του εναγομένου, οδηγού του εμπλακέντος στο ένδικο ατύχημα υπ’ αριθμ. … αυτοκινήτου, ασφαλισμένου στην αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε, εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 300 (την οποία δεν εφάρμοσε) και 914 ΑΚ (την οποία εφάρμοσε) και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της προαναφερθείσης και εφαρμοσθείσης διατάξεως, αφού τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ανελέγκτως ως αποδειχθέντα σε σχέση με την οδηγική συμπεριφορά του παραπάνω οδηγού, συνιστούν υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά αυτού, ενώ διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων και δικαιολογούν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας τον αιτιώδη σύνδεσμο αυτής με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα.
Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε αναφορικά με το κεφάλαιο της υπαιτιότητας τα ακόλουθα: “Την 11-4-2004 και περί ώρα 22.30′ οδηγούσε το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “ΕΘΝΙΚΗ ΑΕΓΑ” και εκινείτο εντός της πόλεως των Γιαννιτσών και επί της οδού Νίκης με κατεύθυνση προς τη συμβαλλομένη αυτής οδό Μητροπόλεως. Κατά τον ίδιο χρόνο επί της οδού Μητροπόλεως και με κατεύθυνση προς την οδό Διγενή, έβαινε σύννομα και με κανονική για τις περιστάσεις ταχύτητα ο Μ. Κ. του Β., υπήκοος …, κάτοικος …, οδηγώντας το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας … δίκυκλο μοτοποδήλατο, ιδιοκτησίας του Ε. Φ.. Στη συμβολή των πιο πάνω οδών η κυκλοφορία των οχημάτων ρυθμίζεται κατάλληλα με πινακίδα Ρ-2 (STOP) που υπάρχει επί της οδού Νίκης πριν από τη διασταύρωση αυτής με την οδό Μητροπόλεως η οποία επιβάλλει την υποχρεωτική διακοπή της πορείας των οχημάτων που κινούνται επί της οδού Νίκης, πριν εισέλθουν στον κόμβο που σχηματίζεται από τις οδούς αυτές καθώς και παραχώρηση προτεραιότητας στα οχήματα που κινούνται στην οδό Μητροπόλεως. Ο εναγόμενος όμως όταν έφθασε στη συμβολή των πιο πάνω οδών δεν διέκοψε την πορεία του αυτοκινήτου του πριν εισέλθει στον κόμβο ώστε να διέλθει το μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο Μ. Κ., αλλά ανέλεγκτα και αιφνιδιαστικά εισήλθε στη διασταύρωση παραβιάζοντας έτσι την προτεραιότητα του τελευταίου, με αποτέλεσμα, με αποκλειστική υπαιτιότητά του να αποκόψει την κανονική πορεία του μοτοποδηλάτου και πριν προλάβει ο οδηγός αυτού να αντιδράσει κανονικά να προκαλέσει τη σύγκρουση του επιβατικού αυτοκινήτου με το μοτοποδήλατο. Από τη σύγκρουση, ο Μ. Κ. εκτινάχθηκε από το μοτοποδήλατο και κατέπεσε στο οδόστρωμα, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί σοβαρά…. Η εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση κατά την οικεία δικαιοπρακτική δέσμευση των συμβαλλομένων ρυθμιζόταν, πλην άλλων, και από τους όρους της υπ’ αριθμ. Κ4/585/1978 ΑΥΕ δυνάμει της οποίας επέρχεται η απαλλαγή της ασφαλιστικής εταιρείας και στην μεταξύ άλλων περίπτωση της οδήγησης του ασφαλισμένου οχήματος από οδηγό ο οποίος, κατά τον χρόνο του ατυχήματος τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος (αρθρ. 25 περ. 8 της ως άνω ΑΥΕ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προέκυψε, μετά την διενέργεια ελέγχου για την ανίχνευση και τον προσδιορισμό αλκοόλης με τη μέθοδο της αιμοληψίας, ο εναγόμενος οδηγούσε το ζημιογόνο αυτοκίνητο κατά το χρόνο του ατυχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος, το οποίο ανιχνεύθηκε στον οργανισμό του, σε ποσοστό, κατά μεν την πρώτη μέτρηση 0,82 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, κατά δε τη δεύτερη μέτρηση σε ποσοστό 0,86 χιλιοστά του γραμμαρίου, ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα (βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. …/…/…-…/…-4-2004 και …./…./…-…/…-5-2004 εκθέσεις εξέτασης και επανεξέτασης αίματος της Υποδιεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών Βόρειας Ελλάδας) ήτοι σε ποσοστό ανωτέρω του επιτρεπομένου ορίου. Το Δικαστήριο κρίνει με βάση τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το επίδικο τροχαίο ατύχημα, όπως αυτές προεκτέθηκαν ότι η μέθη του ως άνω οδηγού συνδέεται αιτιωδώς με την οδηγική συμπεριφορά του και κατ’ επέκταση στην επέλευση του ατυχήματος και στην πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος, αφού αυτή σαφώς επηρέασε την ικανότητά του για οδήγηση ανάλογα με τις επικρατούσες οδικές και κυκλοφορικές συνθήκες γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να μην διακόψει την πορεία του, πριν από την είσοδο στον κόμβο και να μην παραχωρήσει προτεραιότητα στον παθόντα οδηγό του δικύκλου μοτοποδηλάτου όπως όφειλε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του ΚΟΚ συμμορφούμενος με την υπάρχουσα στην πορεία του ρυθμιστική πινακίδα Ρ-2 καθώς σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας η υπό μέθη οδήγηση αυτοκινήτου επηρεάζει την οδηγική ικανότητα του οδηγού δηλαδή οδηγεί με υπερεκτίμηση των οδηγικών του δυνατοτήτων σε υποβάθμιση ή υποτίμηση των κινδύνων, σε καθυστερημένη αντίδραση του κινδύνου και σε απότομες και ανακριβείς λανθασμένες αντιδράσεις, με συνέπεια της ως άνω υπαίτιας αμελούς οδηγικής συμπεριφοράς του, οφειλόμενης σε κατάσταση μέθης υπό την οποία τελούσε, να μην διακόψει την πορεία του για να ελέγξει από δεξιά την κυκλοφορία, οπότε θα αντιλαμβανόταν το μοτοποδήλατο που εκινείτο επί της οδού Μητροπόλεως και πλησίαζε και θα ανέμενε τη διέλευσή του, παραχωρώντας προτεραιότητα σε αυτό και να προκληθεί το ανωτέρω ένδικο ατύχημα με το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Ο δε εναγόμενος δεν ισχυρίσθηκε ούτε απέδειξε ότι αυτός, παρά την περιεκτικότητα οινοπνεύματος στο αίμα του, σε ποσοστό πέραν του νομίμου ορίου εκινείτο συννόμως δηλαδή όπως κάθε συνετός οδηγός ώστε στην περίπτωση αυτή να θεωρηθεί ότι λείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος και του συγκροτούντος την ασφαλιστική περίπτωση τροχαίου ατυχήματος. Πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι το ατύχημα συνέβη πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 3557/2007, μετά την ισχύ του οποίου απαιτείται ρητά να υπάρχει και αιτιώδης συνάφεια, πλην όμως και στην προκειμένη περίπτωση ερευνάται, όπως εκτέθηκε στην μείζονα σκέψη της παρούσης η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος και του ζημιογόνου αποτελέσματος.
Συνεπώς δεν καλύπτεται από την ασφαλιστική σύμβαση ο εναγόμενος και υπέχει ευθύνη για την αποκατάσταση της ζημίας της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας, την οποία υπέστη η τελευταία από την καταβολή αποζημίωσης στον παθόντα”. Από τις παραπάνω παραδοχές, σε συνδυασμό και με την παραδοχή ότι στην προκειμένη περίπτωση ο ασφαλιστής δεν έχει υποχρέωση έναντι του ασφαλισμένου να τον καλύψει ασφαλιστικά αφού συντρέχει περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και εξαίρεσης του ασφαλισμένου εναγόμενου οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου από την ασφαλιστική κάλυψη, οπότε υποχρεούται αυτός να καταβάλει στην ενάγουσα αναγωγικώς το ποσό των 50.180 ευρώ, συνάγεται ότι τα περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο ήταν αρκετά να επιστηρίξουν το πόρισμα (όπως προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών του) και δεν ήταν αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας η παράθεση και άλλων περιστατικών όπως αβασίμως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, καθόσον με τις αναφερόμενες απ’ αυτή μερικότερες αιτιάσεις υπό την επίφαση των ανεπαρκών ασαφών και αντιφατικών αιτιολογιών επιχειρείται ανεπιτρέπτως να πληγεί η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρ. 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) αναφορικά με το πλήρες και σαφές εκτεθιμένο πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση απέκλεισε με σαφή αιτιολογία κάθε περίπτωση αμέλειας του έχοντος το βάρος αποδείξεως ανατροπής του τεκμηρίου της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος και του επελθόντος ζημιογόνου και συγκροτούντος την ένδικη ασφαλιστική περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, διότι ο εναγόμενος δεν ισχυρίσθηκε ούτε απέδειξε ότι αυτός παρά την περιεκτικότητα οινοπνεύματος στο αίμα του, σε ποσοστό πέραν του νομίμου ορίου, εκινείτο συννόμως, ώστε να ανατρέψει το σε βάρος του τεκμήριο υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης του όρου απαλλαγής του ασφαλιστή (οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος και πρόκλησης του ατυχήματος).
Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριον ……… δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Ο παραπάνω λόγος αναίρεσης δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία ώστε να επιβάλλεται η λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων αλλά απέρριψε τον ισχυρισμό ως απαράδεκτο ή νομικά αβάσιμο (Ολ.ΑΠ 3/97).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων, με τον υπό στοιχ. Γ’ λόγο της αναίρεσης βάλλει κατά της πληττόμενης απόφασης με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη, πέραν των τεσσάρων επί μέρους λόγων (ισχυρισμών) που συνιστούσαν κατά την άποψή του καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της ένδικης αναγωγής της αναιρεσίβλητης, είχε προτείνει και ισχυρισθεί με πέμπτο επιμέρους λόγο και τον ισχυρισμό ότι κατά την προηγηθείσα συζήτηση των ασφαλιστικών μέτρων του παθόντος-τρίτου εναντίον του αναιρεσείοντος και της αναιρεσίβλητης, η τελευταία είχε αναθέσει την από κοινού και δαπάναις της εκπροσώπησή τους, σε δικηγόρο και ότι ο προαναφερόμενος ισχυρισμός της αποδεικνυόταν από την υπ’ αριθμ. 6402/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε αναφορικά με την παραδεκτώς προταθείσα ένσταση του εναγομένου καταχρηστικής άσκησης της αγωγής ισχυριζόμενον ότι: α)η ενάγουσα ποτέ δεν τον κάλεσε δια της νομίμου οδού να αντικρούσουν, από κοινού, την αγωγή του ζημιωθέντος Μ. Κ., β) κατέβαλε εν αγνοία του το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό, για την είσπραξη του οποίου είχε εκδηλώσει πρόθεση να στραφεί, αναγωγικά εναντίον του, γ)συνέχισε και μετά το ατύχημα, για σημαντικό μεγάλο χρονικό διάστημα, να εισπράττει τα ασφάλιστρα καλύπτοντας την αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του φερόμενου ως ζημιογόνου αυτοκινήτου και δ)η άσκηση από την ενάγουσα του δικαιώματός της τείνει να ανατρέψει την κατάσταση που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε τουλάχιστον επί τέσσερα έτη και συνεπάγεται γι’ αυτόν ιδιαίτερα επαχθείς συνέπειες αφού σε ιδιαίτερα δυσμενείς οικονομικές συνθήκες καλείται να καταβάλει το αξιούμενο με την αγωγή ποσό το Εφετείο επί του άνω ισχυρισμού δέχθηκε τα ακόλουθα: “Υπό τα ως άνω πραγματικά περιστατικά η προβληθείσα από τον εναγόμενο από το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση είναι μη νόμιμη και απορριπτέα γιατί τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύναται να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του αγωγικού δικαιώματος, καθώς ούτε παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από την καταβολή από την ενάγουσα του συγκεκριμένου ποσού χωρίς η τελευταία να ασκήσει το δικαίωμά της, ούτε η συμπεριφορά της ήταν ικανή να δημιουργήσει την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της, ούτε από τα ανωτέρω αναφερόμενα δημιουργήθηκε κατάσταση που δεν δικαιολογεί τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος. Εν τέλει δε η άσκηση του δικαιώματος αναγωγής της ενάγουσας κατά του εναγομένου ασφαλισμένου που υλοποιείται στην κρινόμενη αγωγή δεν θεωρείται καθεαυτή χωρίς συσχετισμό προς άλλα περιστατικά, πράξη της ενάγουσας εναντίον της καλής πίστης των χρηστών ηθών και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, αλλά αντιθέτως πράξη προασπίσεως των νομίμων αυτής δικαιωμάτων κατά του ασφαλισμένου, εφόσον ο ασφαλιστής στην κρινομένη περίπτωση δεν έχει υποχρέωση έναντι του ασφαλισμένου να τον καλύψει ασφαλιστικά”. Ο προαναφερόμενος από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Δ’ λόγος δεν ιδρύεται και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, εφόσον, από τις ανωτέρω παραδοχές, το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό (ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως) ως μη νόμιμο και δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία για τον έλεγχο επί της ουσίας του ισχυρισμού αυτού και τούτο ανεξαρτήτως του ότι από τη ρητή βεβαίωση του Εφετείου ότι στο αποδεικτικό του πόρισμα κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων και όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, και ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται στο δικαστήριο, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη κατά την εξαγωγή του πορίσματός του και την έκθεση αυτοψίας και το σχεδιάγραμμα της Τροχαίας Γιαννιτσών και συνεπώς είναι αβάσιμες και απορριπτέες οι αντίθετες αναιρετικές αιτιάσεις.
Σύμφωνα με τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται μόνο …. αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Δεν ιδρύεται ο παραπάνω λόγος όταν το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισμό απαράδεκτο, μη νόμιμο και συνεπώς μη ουσιώδη, αφού δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Περαιτέρω κατά τον αριθμ. 11γ του άρθρου 559, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για να στοιχειοθετηθεί ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει το δικαστήριο να έχει εισέλθει στην έρευνα της ουσίας της αγωγής, ανταγωγής ένστασης και όχι να την απέρριψε ως απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη, αφού στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο δεν προβαίνει σε έρευνα των πραγματικών περιστατικών.
Ο αναιρεσείων με το δεύτερο σκέλος της μερικότερης αιτίασης του τετάρτου λόγου αναίρεσης ψέγει το Εφετείο ότι δεν έλαβε υπόψη την ένσταση συνυπαιτιότητας του παθόντος-τρίτου (Μ. Κ.) οδηγού της μοτοσυκλέτας κατά ποσοστό 95% η οποία (συνυπαιτιότητα) στηριζόταν στο από 21-4-2004 έγγραφο-έκθεση εξέτασης αίματος για την ανίχνευση οινοπνεύματος του τμήματος χημείας και φυσικών εξετάσεων της Διεύθυνσης και Εγκληματικών Ερευνών Βορείου Ελλάδος από το οποίο προέκυπτε ποσότητα αλκοόλης στο αίμα του παθόντος-τρίτου, οδηγού Μ. Κ., όπως παραδεκτά πρωτοδίκως και κατ’ έφεση αυτός (αναιρεσείων) είχε προτείνει. Με το πρώτο σκέλος της παραπάνω αιτίασης του ίδιου λόγου (4ον), ψέγει το Εφετείο ότι δεν έλαβε υπόψη το άνω έγγραφο (έκθεση εξέτασης αίματος). Ο άνω λόγος κατά την αιτίασή του, κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αριθμ. 8 του άρθρου 559 κατ’ εκτίμηση είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι πρόκειται περί ισχυρισμού κατά τρίτου παθόντος ο οποίος δεν είναι διάδικος στην προκειμένη δίκη αναγωγής και συνεπώς απαραδέκτως προτεινομένου. Επομένως το Εφετείο που δεν έλαβε υπόψη του άνω ισχυρισμού δεν υπέπεσε στην άνω πλημμέλεια.
Μετά ταύτα απορριπτέος είναι ο ίδιος άνω λόγος κατά την άνω αιτίαση, κατά το πρώτο σκέλος της, ως αλυσιτελής αφού το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία σε σχέση με τον ισχυρισμό περί συνυπαιτιότητας προϋπόθεση που απαιτείται για την παραδοχή του λόγου αυτού (από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.).
Μετά από όλα τα ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (Κ.Πολ.Δ. 495 παρ. 4) και να καταδικαστεί ο τελευταίος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας, η οποία κατέθεσε προτάσεις και αιτείται την καταδίκη αυτή (Κ.Πολ.Δ.) 176, 189, 18 παρ. 1, 191 παρ. 1) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-7-2018 και με ειδ. αριθμ. κατάθεσης 201/2018 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 512/2018 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2021.
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ