Αριθμός 256/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Εισηγήτρια, Μυρσίνη Παπαχίου και Ιωάννη Δουρουκλάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Κ. του Θ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, λόγω της ιδιότητάς του ως δικηγόρος.
Του αναιρεσιβλήτου: Β. Λ. του Χ., κατοίκου …. Παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεμιστοκλή Μαλαφούρη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-2-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5425/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 3319/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 13-11-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο αυτοπροσώπως παραστάς αναιρεσείων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επί συμβάσεως έργου ο εργοδότης έχει κατά το άρθρο 700 ΑΚ το δικαίωμα να καταγγείλει, οποτεδήποτε έως την αποπεράτωση του έργου, τη σύμβαση και μάλιστα χωρίς ανάγκη να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, οπότε αυτή λύνεται για το μέλλον και υποχρεούται πλέον ο ίδιος να παραλάβει το έργο στην κατάσταση που αυτό βρίσκεται κατά την καταγγελία, καταβάλλοντας ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή, από την οποία πάντως, ύστερα από ένστασή του, αφαιρείται η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης, καθώς και ο,τιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί. Όμως, εφόσον η σύμβαση λύνεται με την παραπάνω καταγγελία μόνο για το μέλλον, ενώ διατηρείται ισχυρή για τον προηγούμενο χρόνο, συνάγεται ότι διατηρούνται τα τυχόν δικαιώματα του εργοδότη από τα άρθρα 688-690 ΑΚ αναφορικά με το μέρος του έργου που εκτελέσθηκε μέχρι την καταγγελία της σύμβασης. Επομένως και το δικαίωμά του να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από το ότι το κατασκευασθέν μέχρι την καταγγελία τμήμα του έργου, έχει από υπαιτιότητα του εργολάβου, ελλείψεις τέτοιες, ώστε να καθίσταται αδύνατη η χρησιμοποίησή του για τη συνέχιση της κατασκευής του με άλλον εργολάβο (ΑΠ 1229/2017, ΑΠ 762/2006). Ειδικότερα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 687, 689 και 690 Α.Κ. προκύπτει ότι επί συμβάσεως μισθώσεως έργου, εάν διαρκούσης της εκτελέσεως του έργου προβλέπεται ορισμένως ελαττωματική κατασκευή τούτου από υπαιτιότητα του εργολάβου ή των υπ` αυτού προστηθέντων, κατά τρόπον ώστε να αποκλείεται η άρση του ελαττώματος ή η διόρθωση των ελλείψεων, τότε ο εργοδότης έχει τις από τα άρθρα 689 και 690 Α.Κ. αξιώσεις μεταξύ των οποίων και εκείνη της αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη από την ελαττωματική κατασκευή μέρους του έργου, (δηλαδή κάθε ζημία που προήλθε από το γεγονός ότι ο εργολάβος υπαίτια δεν ανταποκρίθηκε στις από τη σύμβαση υποχρεώσεις του να κατασκευάσει έργο που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και χωρίς ελαττώματα), χωρίς μάλιστα να αναμείνει την περάτωση του έργου, διότι και η περίπτωση αυτή εξομοιώνεται προς εκείνη του έργου που περατώθηκε, αφού εκ των πραγμάτων η περάτωση αυτού σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως (αποκλείοντας την ύπαρξη ελαττωμάτων) κατέστη αδύνατη (ΑΠ 1182/1987). Η ευθύνη του εργολάβου για πραγματικά ελαττώματα ή έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων του έργου, μολονότι αποτελεί ευθύνη για μη εκπλήρωση δεν ρυθμίζεται από τις γενικές διατάξεις για μη εκπλήρωση της σύμβασης, αλλά από τις ως άνω ειδικές διατάξεις.
Συνεπώς δεν είναι εφαρμοστέες στην περίπτωση αυτή οι διατάξεις των άρθρου 335 ΑΚ (αδυναμία του οφειλέτη προς εκπλήρωση), ούτε του άρθρου 382 ΑΚ (επί παροχής που κατέστη αδύνατη από γεγονός για το οποίο υπέχει ευθύνη εις των συμβαλλομένων μερών). Ομοίως , οι διατάξεις των άρθρων 340-343, 383-385ΑΚ που προϋποθέτουν υπερημερία του οφειλέτη (ή ενός των συμβαλλομένων ως προς την παροχή του) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση υπαίτιας καθυστέρησης του εργολάβου οπότε εφαρμόζεται η ειδική διάταξη του 696ΑΚ υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι περιλαμβάνονται στο οικείο αγωγικό δικόγραφο αντίστοιχα πραγματικά περιστατικά για την υπαγωγή τους στον άνω κανόνα (που τάσσει άλλες συνέπειες για την καθυστέρηση της παροχής). Η προμνημονευθείσα ειδική ευθύνη γεννιέται από το χρόνο παράδοσης του έργου στον εργοδότη . Τούτο δεν προκύπτει από το γράμμα του νόμου αλλά από τη φύση της παροχής. Και τούτο διότι ο εργολάβος αν εκτέλεσε το έργο χωρίς όμως να το παραδώσει, έχει ακόμη την ευχέρεια να διορθώσει τις ελλείψεις. Κατ’ εξαίρεση , ο εργολάβος έχει ευθύνη κατά τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 688-690 ΑΚ και πριν το χρόνο παράδοσης του έργου, όπως προαναφέρθηκε, όταν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής του και πριν από την περάτωση προβλέπεται με βεβαιότητα ότι το έργο θα κατασκευαστεί ελαττωματικό. Ο εργοδότης συνεπώς αποκτά τα ειδικά δικαιώματα των άρθρων 688-690ΑΚ στην περίπτωση που η διόρθωση δεν είναι εφικτή ή αν ο εργολάβος αρνηθεί τη διόρθωση και πάντως πριν την περάτωση του έργου. Εδώ θα εφαρμοστεί ευθέως η ΑΚ 687 και αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 688-690 (μείωση, υπαναχώρηση ή αποζημίωση). Εννοείται ότι δεν συντρέχει η περίπτωση διόρθωσης εκ του άρθρου 688 ΑΚ, αφού για τη διόρθωση (εφόσον είναι αντικειμενικά εφικτή και δεν απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες) εφαρμόζεται ευθέως η διάταξη του άρθρου 687 ΑΚ. Η ευθύνη του εργολάβου θεμελιώνεται στην εκ των προτέρων ( δηλαδή στο χρόνο πριν από την παράδοση του έργου) μη εκπλήρωση της σύμβασης. Το άρθρο 687 ΑΚ προϋποθέτει την πραγματική έναρξη εκτέλεσης του έργου και την πραγματική μη αποπεράτωση του. Δεν ενδιαφέρει ο χρόνος κατά τον οποίον ο εργολάβος υποχρεούται βάσει της σύμβασης να αρχίσει ή να αποπερατώσει την εκτέλεση του έργου. Για την εφαρμογή της άνω διατάξεως απαιτείται η “βέβαιη” (υπό την έννοια του εξαιρετικά πιθανού) πρόβλεψη με βάση την αντικειμενική εκτίμηση (κατ’ άρθρο 288ΑΚ) των συντρεχουσών περιστάσεων που ο εργοδότης γνωρίζει, ότι το έργο όταν περατωθεί, θα έχει ελλείψεις. Υπό τις ως άνω προϋποθέσεις θεωρείται ότι ο εργολάβος παραβιάζει εκ των προτέρων την κύρια υποχρέωσή του για αποπεράτωση του αναληφθέντος έργου χωρίς ελλείψεις. Η αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης συνιστά θετικό ενδιαφέρον, τι θα είχε δηλαδή ο εργοδότης αν είχε παραλάβει έργο χωρίς πραγματικό ελάττωμα ή με τις συνομολογημένες ιδιότητες. Έτσι, στην περίπτωση αυτή περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, τη δαπάνη, στην οποία πρέπει να υποβληθεί ή υποβλήθηκε ο εργοδότης για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις του έργου, καθώς, επίσης, το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία, σε άλλα αγαθά , πέρα από το έργο, την οποία δεν θα είχε υποστεί αν το έργο δεν έφερε ελλείψεις (ΑΠ 1075/2017, ΑΠ 1273/2017). Eντεύθεν δεν αποκαθίστανται οι δαπάνες που δεν συνδέονται αιτιωδώς με την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης έργου , δηλαδή οι δαπάνες που θα είχαν διενεργηθεί αν η σύμβαση εξελισσόταν ομαλά. Με βάση τα παραπάνω, η δαπάνη για τις εργασίες που υπολείπονται για την περάτωση του έργου, στην περίπτωση που ο εργολάβος αποχώρησε από το έργο κατόπιν καταγγελίας του εργοδότη, ο οποίος επικαλείται ότι το κατασκευασθέν μέχρι τότε τμήμα του έργου έχει, από υπαιτιότητα του εργολάβου, τέτοιες ελλείψεις και ελαττώματα, ώστε να καθίσταται αδύνατη η χρησιμοποίησή του για τη συνέχιση της κατασκευής από άλλον εργολάβο πριν την αποκατάστασή τους, δεν συνιστά ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με τις ως άνω ελλείψεις και τα ελαττώματα , αλλά αποτελεί δαπάνη στην οποία θα είχε ο υποβληθεί ο κύριος του έργου, εάν η σύμβαση εξελισσόταν ομαλά, η οποία όμως δεν αποκαθίσταται.
Συνεπώς το δικαίωμα του τελευταίου να ζητήσει αποζημίωση εκ του ως άνω λόγου δεν βρίσκει έρεισμα στις ανωτέρω διατάξεις (688-690ΑΚ). Στην περίπτωση δε που υπολείπονται εργασίες προς εκτέλεση και έχει καταβληθεί το εργολαβικό αντάλλαγμα, προϋπόθεση για την υπαγωγή της συναφούς αγωγικής αξιώσεως στη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ αποτελεί ο προσδιορισμός στην αγωγή της αξίας του μέρους του έργου που εκτελέσθηκε πρίν την καταγγελία της οικείας σύμβασης, ώστε μετ’ αφαίρεσή του από το καταβληθέν εργολαβικό αντάλλαγμα, να προκύπτει το τυχόν υπόλοιπο του επιστρεπτέου για το ανεκτέλεστο μέρος του έργου ποσό, το οποίο και μόνον θα μπορούσε να συνιστά πλουτισμό. Όπως προαναφέρθηκε, ο λόγος ευθύνης προς αποζημίωση είναι αποκλειστικά η παράβαση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου να παραδώσει το έργο χωρίς ελλείψεις. Βέβαια αν προκληθούν περαιτέρω ζημίες ο εργολάβος παραβιάζει υπαίτια και την παρεπόμενη υποχρέωση προστασίας (π.χ υποχρέωση ενημέρωσης του εργοδότη για τους κινδύνους από τις ελλείψεις του έργου). Η παράβαση όμως της παρεπόμενης υποχρέωσης προστασίας απορροφάται από την παράβαση της κύριας υποχρέωσης για την προσήκουσα εκτέλεση του έργου. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι για τις περαιτέρω ζημίες λόγω ελλείψεων του έργου ο εργοδότης δικαιούται συμβατική αποζημίωση βάσει της διατάξεως του άρθρου 690 ΑΚ. Επειδή πάντως η παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης προστασίας (ΑΚ 288) συνιστά σχεδόν πάντοτε παράβαση και της αδικοπρακτικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές, το ζητούμενο για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης του εργολάβου είναι προεχόντως εάν το έργο θα προκαλέσει περαιτέρω ζημίες στον εργοδότη, δηλαδή ζημίες σε άλλα πέρα από το αντικείμενο της σύμβασης απόλυτα δικαιώματα ή προστατευόμενα αγαθά του εργοδότη (π.χ σωματική ακεραιότητα, ιδιοκτησία κ.λ.π). Αν η συμπεριφορά του εργολάβου προκαλέσει μόνο πρωτογενείς περιουσιακές ζημίες γεννιέται μόνο συμβατική ευθύνη, όχι και ευθύνη από αδικοπραξία. Περαιτέρω, η τυχόν προκαταβληθείσα στον εργολάβο αμοιβή δεν θεμελιώνει αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς επιστροφή της στον εργοδότη ως αχρεώστητης στην περίπτωση που η σύμβαση έργου καταγγέλλεται από τον τελευταίο, αντίθετα, κατά το άρθρο 700ΑΚ η σχετική αξίωση του εργολάβου διατηρείται, γίνεται δε ληξιπρόθεσμη η απαίτησή του από την άσκηση της καταγγελίας. Εξ άλλου, ούτε η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εργολάβου υπό την έννοια της παραβίασης της συμβατικής υποχρεώσεως του εργολάβου από υπαιτιότητά του για εκτέλεση του έργου χωρίς ελλείψεις συνιστά αιτία μη επακολουθήσασα, ώστε να θεμελιώνει αξίωση του εργοδότη για απόδοση της τυχόν προκαταβληθείσας αμοιβής του εργολάβου με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ενόψει του ότι η αμοιβή αυτή έχει περιέλθει στον εργολάβο από νόμιμη αιτία και συγκεκριμένως από τη λειτουργία, ομαλή ή ανώμαλη, της συμβάσεως έργου και ως εκ τούτου δεν συνιστά πλουτισμό (ΑΠ 1266/2002). Πολλώ δε μάλλον , η μη απόδοση από τον εργολάβο στον κύριο του έργου της προκαταβληθείσας από αυτόν αμοιβής στην ως άνω περίπτωση (παράβασης των συμβατικών του υποχρεώσεων υπό την έννοια της από υπαιτιότητά του ύπαρξης ελλείψεων και ελαττωμάτων στο εκτελεσθέν μέχρι την καταγγελία έργο), δεν μπορεί να θεμελιώσει το αδίκημα της υπεξαίρεσης , αφού η σχετική αξίωση του τελευταίου, κατά τα προεκτεθέντα, παραμένει νόμιμη και ενεργής μετά την καταγγελία από τον εργοδότη. Σε κάθε περίπτωση εξ άλλου η άρνηση της αποδοχής του έργου από τον εργοδότη δεν αναβάλει το ληξιπρόθεσμο της αμοιβής του εργολάβου, ενώ τα ελαττώματα του έργου δεν εμποδίζουν το ληξιπρόθεσμο της αμοιβής του τελευταίου, αφού τούτο δεν προβλέπεται ως συνέπεια του πραγματικού ελαττώματος η της έλλειψης συνομολογηθείσας ιδιότητας από τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 688-690ΑΚ. Περαιτέρω, ο νόμος δεν προβλέπει για τις ελλείψεις του έργου, αξίωση για εκ νέου εκτέλεση. Ο εργολάβος βέβαια υποχρεούται πράγματι να εκτελέσει και να παραδώσει το έργο χωρίς ελλείψεις. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι μετά την παράδοση ή την προσφορά προς παράδοση του έργου ο εργολάβος υπόκειται σε κάθε δυνατή αξίωση του εργοδότη, η οποία θα συνέβαλε στην προσήκουσα κατασκευή του έργου. Τα ειδικά δικαιώματα των άρθρων 688-690ΑΚ αποδεικνύουν εξ αντιδιαστολής ακριβώς το αντίθετο. Επί πλέον η αξίωση του εργοδότη για προσήκουσα εκπλήρωση αποσβήνεται , έστω κι αν ο εργολάβος παραδώσει στον εργοδότη το έργο με ελλείψεις κατά σαφή παραμερισμό της ΑΚ416. Κατά συνέπεια αν το έργο έχει ελλείψεις ο εργοδότης δεν έχει αξίωση για εκ νέου εκτέλεση του έργου. Και τούτο διότι ο μεν εργοδότης προστατεύεται επαρκώς από τα δικαιώματα των άρθρων 688-690 ΑΚ, ο δε εργολάβος δεν διατρέχει τον κίνδυνο εγκλωβισμού της επιχειρηματικής του δράσης για διάστημα μεγαλύτερο από αυτό που είχε-και δικαιολογημένα- υπολογίσει. Σε κάθε περίπτωση πάντως θεμελιώνεται αντίστοιχο δικαίωμα του εργοδότη όταν το έργο καταστραφεί τυχαία πριν τη παράδοση (ΑΚ 698 παρ.1) ή όταν το αποπερατωμένο έργο είναι διαφορετικό από το οφειλόμενο (aliud), περίπτωση που συντρέχει όταν το έργο που εκτελέσθηκε είναι άλλης ταυτότητας και όχι απλώς άλλης ποιότητας από το συμφωνημένο. Τέλος, οι διατάξεις των άρθρων 147-149 ΑΚ εφαρμόζονται όταν εκείνος που παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως έχει δικαίωμα να ζητήσει εκτός από την ακύρωση της σχετικής δικαιοπραξίας και ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, το άρθρο 288 ΑΚ όταν γίνεται επίκληση της υποχρέωσης του οφειλέτη προς εκπλήρωση της παροχής όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψιν και των συναλλακτικών ηθών, το άρθρο 697 ΑΚ (εφαρμόζεται) στην περίπτωση που ο εργολάβος δεν εγγυήθηκε την ακρίβεια του προϋπολογισμού και προκύπτει ανάγκη ουσιώδους υπέρβασής του, οπότε ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση παρέχοντας στον εργολάβο την αμοιβή για τις μέχρι τότε εργασίες που εκτελέσθηκαν, ενώ το άρθρο 925 ΑΚ εφαρμόζεται στην περίπτωση που “νομέας ή κύριος κτίσματος ευθύνεται για τη ζημία σε τρίτο που προξενήθηκε εξ αιτίας ολικής ή μερικής πτώσης του, εκτός αν αποδείξει ότι η πτώση δεν οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή πλημμελή συντήρησή του”. Αυτονοήτως βέβαια προϋπόθεση για την εφαρμογή εκάστης των προαναφερθεισών διατάξεων συνιστά η επίκληση στο οικείο δικόγραφο πραγματικών περιστατικών συνδεόμενων με αντίστοιχο αίτημα που μπορούν να υπαχθούν στις ως άνω διατάξεις. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων άσκησε κατά του εναγομένου ήδη αναιρεσίβλητου την από 24-2-2016 αγωγή στην οποίαν ιστορεί τα ακόλουθα: στις αρχές Νοεμβρίου του 2011 ανέθεσε με προφορική συμφωνία στον εναγόμενο , πολιτικό μηχανικό-εργολάβο οικοδομών την ανακαίνιση του περιγραφομένου στην αγωγή ακινήτου του αντί εργολαβικού κατ’ αποκοπήν ανταλλάγματος, ποσού 45.000 ευρώ, από το οποίο α) ποσό 40.000 ευρώ αντιστοιχούσε στο κόστος εκτέλεσης του έργου (δαπάνες υλικών και κόστος εργασιών), πλην των κουφωμάτων και των τελών σύνδεσης/αναβάθμισης με τα δίκτυα επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας που κατά τη συμφωνία τους βάρυναν τον ενάγοντα, β) 5.000 ευρώ αντιστοιχούσε στην καθαρή αμοιβή του εναγομένου ως επιβλέποντος μηχανικού. Ότι το εν λόγω έργο, για την εκτέλεση του οποίου δεν είχαν συμφωνηθεί ειδικώς οι επιμέρους οικοδομικές εργασίες που απαιτούντο για την ανακαίνισή του, συμφωνήθηκε να παραδοθεί πλήρως εκτελεσμένο στο τέλος Μαΐου του 2012.’Ότι έναντι του ως άνω συμφωνηθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος ο ενάγων κατέβαλε τμηματικά κατά το χρονικό διάστημα από 5-12-2011 ως 6-4-2012 (όπως τα επί μέρους ποσά αναφέρονται στην αγωγή) το συνολικό ποσό των 40.500 ευρώ. Ότι κατά τη διάρκεια του έργου και πριν την παρέλευση του χρόνου παράδοσης ο ενάγων διαπίστωσε ότι ο εργολάβος δεν θα εκτελέσει το έργο προσηκόντως αφού το μέχρι τέλος Απριλίου του 2012 εκτελεσθέν έργο έφερε ουσιώδη πραγματικά ελαττώματα και ελλείψεις από πταίσμα του τελευταίου, τέτοιες που καθιστούσαν αδύνατη τη συνέχιση της κατασκευής από άλλον εργολάβο, χωρίς να προηγηθεί η αποξήλωση των κακότεχνων κατασκευών κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι για το λόγο αυτό, ζήτησε από τον εναγόμενο εργολάβο να αποχωρήσει οριστικά από την οικοδομή επιστρέφοντάς του τα κλειδιά και να του αποδώσει λογαριασμό για τις μέχρι τούδε εργασίες και δαπάνες, ενέργεια στην οποία προέβη ο τελευταίος, χωρίς όμως αντίστοιχη αποδοχή από τον ενάγοντα που τις αμφισβητεί ως μη προσήκουσες στο συμφωνηθέν έργο κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι κατόπιν σχετικής επιμετρήσεως των κακοτεχνιών ζήτησε από τον εναγόμενο τη δαπάνη για την αποκατάστασή τους ύψους 28.000 ευρώ. ‘Οτι με την 56347/2015 αγωγή του κατά του εργολάβου ζήτησε “λόγω της ζημίας που υπεστη από ηλεκτρολογικές και υδραυλικές κακοτεχνίες των προστηθέντων του τελευταίου”, μεταξύ άλλων και την “επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού 30.568 ευρώ”, ενώ με την 6952/2014 αγωγή του ζήτησε ως αποζημίωση τις απαιτούμενες για την αποκατάσταση των ουσιωδών ελαττωμάτων και ελλείψεων που από υπαιτιότητα του εναγομένου προκλήθηκαν στο εκτελεσθέν έργο, τα οποία καθιστούσαν αδύνατη τη συνέχιση και περάτωσή του από άλλον εργολάβο. Ότι ο εναγόμενος από το ποσό των 40.500 ευρώ το οποίο κατά τα προεκτεθέντα του κατέβαλε τμηματικά ως εργολαβικό αντάλλαγμα παρακράτησε ως καθαρή αμοιβή του το ποσό των 6.500 ευρώ, το οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα, καθόσον δεν εδικαιούτο αμοιβής, όχι μονο διότι από υπαιτιότητά του δεν παρέδωσε το έργο περατωμένο, αλλά και διότι οι εργασίες που είχε εκτελέσει μέχρι το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης ήταν “επικίνδυνες, πλημμελείς και τεχνικά απαράδεκτες”. Ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου, η οποία στοιχειοθετεί την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, ο ενάγων έχει υποστεί ισόποση περιουσιακή ζημία ύψους 6.500 ευρώ. Ότι περαιτέρω, εξ αιτίας της μη περάτωσης του συμφωνηθέντος έργου από υπαιτιότητα του εναγόμενου, θα απαιτηθεί για την ολοκλήρωσή του να καταβάλει ο ενάγων σε άλλον εργολάβο για τις υπολειπόμενες εργασίες κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το συνολικό ποσό των 48. 959 ευρώ. Με το ως άνω ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού των καταψηφιστικών αγωγικών αιτημάτων του σε έντοκα αναγνωριστικά να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να του καταβάλει συνολικά το ποσό των 55.459 ευρώ και δή α) το ποσό των 6.500 ευρώ που υπεξήρεσε, άλλως παρανόμως εισέπραξε διότι αποτελεί αμοιβή που δεν εδικαιούτο να λάβει, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού καθόσον ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιώτερος κατά το ως άνω ποσό χωρίς νόμιμη αιτία επί ζημία της περιουσίας του ενάγοντος, με το νόμιμο τόκο από την υπεξαίρεσή του (12-3-20120) άλλως από την επίδοση της αγωγής και β) το ποσό των 48.959 ευρώ που απαιτείται για τις υπολειπόμενες (ανεκτέλεστες) εργασίες προς ολοκλήρωση της ανακαίνισης της οικοδομής του, άλλως κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις επικαλούμενος ότι ο εναγόμενος προχώρησε με δόλο στη χρησιμοποίηση κατωτέρας ποιότητας υλικών και στην εν επιγνώσει του καταστροφή του ακινήτου του με τις εκτελεσθείσες επικίνδυνες και κακότεχνες κατασκευές παραβιάζοντας ως προς το εκτελεσθέν έργο τους κανόνες ασφαλείας των οικοδομών ώστε να αδυνατεί να προχωρήσει στις υπολειπόμενες κατασκευές πριν να αποκαταστήσει τις εν λόγω ελλείψεις και ελαττώματα, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού διότι απέφυγε την καταβολή του ποσού αυτού για τις υπόλοιπες εργασίες που απαιτούνταν για την αποπεράτωση του έργου καταστά πλουσιώτερος σε βάρος του χωρίς νόμιμη αιτία, νομιμοτόκως από 2-5-2012, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση ως μέσο για την εκτέλεση της εκδοθησομένης αποφάσεως. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 5425/2016 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως νομικά αβάσιμη στο σύνολό της. Ο ενάγων άσκησε κατ’αυτής την από 8-2-2017 έφεση. Το Εφετείο με την 3319/2018 απόφασή του, κατά παραδοχή αντιστοίχου λόγου αυτής, έκρινε ότι: “… από την εξέταση του όλου περιεχομένου του αγωγικού δικογράφου προκύπτει αβίαστα, ότι ο ενάγων δεν ισχυρίστηκε ότι υπαναχώρησε από την επίδικη σύμβαση, αλλά ότι κατήγγειλε αυτή στα τέλη Απριλίου του έτους 2012, λόγος άλλωστε για τον οποίον και ζήτησε κατά τα εκτιθέμενα με την άσκηση σε βάρος του εναγομένου σχετικής αγωγής, την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, λόγω του ότι το τμήμα του έργου που κατασκεύασε μέχρι την καταγγελία της σύμβασης, είχε από υπαιτιότητα του (εναγομένου) τέτοιες ελλείψεις, ώστε να καθίσταται αδύνατη η χρησιμοποίησή του για τη συνέχιση της κατασκευής του από άλλον εργολάβο (σελ.41 της…αγωγής)…” και ότι ” …έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων υπαναχώρησε από τη σύμβαση…” Εν συνεχεία δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και αφού ερεύνησε εκ νέου την αγωγή την απέρριψε ως αβάσιμη κατά νόμον με την ακόλουθη αιτιολογία: “… Α) Αναφορικά με το αγωγικό αίτημα περί καταψήφισης του ποσού των 6.500 ευρώ που αντιστοιχεί στην αμοιβή που παρακράτησε ο εναγόμενος και η οποία αντιστοιχούσε στην εκτέλεση του όλου έργου (αρχικά προϋπολογισθείσες και πρόσθετες εργασίες), η ένδικη αγωγή α) κατά την κύρια βάση αυτής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί συμβατικής ευθύνης είναι μη νομιμη καθότι η εκ μέρους του ενάγοντος καταγγελία της επίδικης σύμβασης στα τέλη Απριλίου του έτους 2012, επέφερε τη λύση αυτής και συνακόλουθα ενεργοποίησε την υποχρέωσή του να καταβάλει στον εναγόμενο ολόκληρη την αμοιβή του, εφόσον δεν εκτίθενται λόγοι περιορισμού αυτής (αμοιβής), ασχέτως εάν ο εναγόμενος εκτέλεσε και παρέδωσε μέρος μόνο του συμφωνηθέντος έργου(έστω και με ουσιώδη ελαττώματα ή με έλλειψη συνομολογηθεισών ιδιοτήτων) όπως ισχυρίζεται εν προκειμένω ο ενάγων, β) κατά την επικουρική αυτής βάση που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις(υπεξαίρεση), είναι μη νόμιμη, καθότι η εκ μέρους του ενάγοντος τμηματική καταβολή προς τον εναγόμενο του ποσού των 40.500 ευρώ που αντιστοιχούσε σε μέρος του συμφωνηθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος , έλαβε χώρα , κατά τα εκτιθέμενα, δυνάμει της επίδικης σύμβασης έργου και συνεπώς το ως άνω χρηματικό ποσό το οποίο μεταβιβάστηκε στον εναγόμενο κατά κυριότητα, έπαυσε να είναι ξένο, υφισταμένου ως εκ τούτου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου για την ενσωμάτωσή του στην περιουσία του, τουλάχιστον κατά το ποσό των 6.500 ευρώ που αντιστοιχούσε στην καθαρή αμοιβή του για την επίβλεψη του έργου, μετά την εκ μέρους του ενάγοντος καταγγελία της επίδικης σύμβασης στα τέλη Απριλίου 2012, η οποία επέφερε τη λύση αυτής και ενεργοποίησε την αξίωση του εναγομένου προς απόληψη ολόκληρης της αμοιβής του… και γ) κατά την επικουρική αυτής βάση που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις είναι μη νόμιμη, καθότι με βάση τα προεκτεθέντα, μετά την καταγγελία της επίδικης σύμβασης εκ μέρους του ενάγοντος, ενεργοποιήθηκε η αξίωση του εναγόμενου προς απόληψη ολόκληρης της αμοιβής του και ως εκ τούτου δεν υφίσταται έλλειψη νόμιμης αιτίας διατήρησης του πλουτισμού κατά το ως άνω ποσό, απορριπτομένων …ως αβασίμων των σχετικών λόγων της …έφεσης… Β) Αναφορικά με το αγωγικό αίτημα περί καταψήφισης του ποσού των 48.959 ευρώ που αφορά τη θετική ζημία που θα υποστεί ο ενάγων και η οποία αντιστοιχεί στο κόστος εκτέλεσης των υπολειπομένων μετά την καταγγελία εργασιών, η ένδικη αγωγή α) κατά την κύρια βάση της που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις που αφορούν τη σύμβαση έργου και ιδίως στη διάταξη του άρθρου 687 ΑΚ, αλλά και στις γενικές διατάξεις του ΑΚ περί ευθύνης του υπερήμερου οφειλέτη (άρθ. 686 σε συνδ. με άρθρ. 343,383,385 ΑΚ) είναι μη νόμιμη, καθότι η εκ μέρους του ενάγοντος καταγγελία της επίδικης σύμβασης στα τέλη Απριλίου του έτους 2012 επέφερε τη λύση αυτής για το μέλλον και ως εκ τούτου ο εναγόμενος δεν υποχρεούτο να προβεί στην ολοκλήρωση και παράδοση του τμήματος του έργου που δεν είχε εκτελεσθεί κατά το χρόνο της καταγγελίας, καθότι δεν τελούσε έκτοτε σε υπερημερία περί την παράδοση του ανεκτέλεστου τμήματος αυτού (με συμφωνηθέντα χρόνο παράδοσης κατά τα εκτιθέμενα στα τέλη Μαΐου του 2012), ενώ η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος του άρθρου 687 ΑΚ είναι αλυσιτελής, καθότι για την εφαρμογή του απαιτείται η ύπαρξη ενεργούς σύμβασης, κατά τη διάρκεια της οποίας προβλέπεται με βεβαιότητα ελαττωματική κατασκευή του συμφωνηθέντος έργου ή αντίθετη προς τη σύμβαση από υπαιτιότητα του εργολάβου, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω, λόγω της καταγγελίας της επίδικης σύμβασης και της συνεπεία αυτής ανυπαρξίας υποχρέωσης του εναγομένου για την εκτέλεση των υπολειπομένων εργασιών του έργου, λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη και του ότι, η εκ μέρους του εργοδότη και ενπροκειμένω του ενάγοντος καταγγελία της επίδικης σύμβασης δεν μπορεί να θεωρηθεί συγχρόνως και ως υπαναχώρηση, β) κατά την επικουρική της βάση που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, με τον ισχυρισμό ότι το τμήμα του έργου που εκτελέσθηκε έφερε από υπαιτιότητα του εναγόμενου κακοτεχνίες με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση των υπολειπομένων εργασιών του έργου πριν την αποκατάσταση των πλημμελών και κακότεχνων κατασκευών (ουσιωδών ελαττωμάτων) που εκτελέσθηκαν είναι μη νόμιμη, καθότι οι ως άνω ενέργειες του εναγομένου στοιχειοθετούν κατά τα εκτιθέμενα παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων , όχι όμως αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ και γ) κατά την επικουρική αυτής βάση που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί δικαιολόγητου πλουτισμού για αιτία μη επακολουθήσασα και η οποία (επικουρική βάση) σημειωτέον ασκείται κατά ουσιαστική και όχι κατά δικονομική επικουρικότητα, με τον ισχυρισμό ότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος κατά το ως άνω ποσό το οποίο απαιτείται για την εκτέλεση των υπολειπομένων εργασιών το οποίο αυτός απέφυγε να καταβάλει είναι προεχόντως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, καθόσον δεν εκτίθεται η αξία του τμήματος του έργου που εκτελέσθηκε από τον εναγόμενο πριν την καταγγελία της σύμβασης έτσι ώστε αφαιρουμένου από το ποσό του καταβληθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος (40.500) ευρώ της αξίας του εκτελεσθέντος τμήματος του έργου καθώς και της αμοιβής του εναγόμενου, να προκύψει το τυχόν υπόλοιπο του επιστρεπτέου πλουτισμού για το ανεκτέλεστο μέρος της σύμβασης (θεωρία της διαφοράς κατ’ αρθ.298 ΑΚ), απορριπτομένων …ως αβασίμων των σχετικών λόγων της …έφεσης…”. Υπό τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο, ορθά το νόμο ερμήνευσε και για αυτό ορθά δεν εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες διατάξεις οι οποίες σύμφωνα και με τις προπαρατιθέμενες νομικές αιτιολογίες, δεν ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω, υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή . Ως εκ των ανωτέρω, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος κατά το πρώτο μέρος του, ο τρίτος, πέμπτος κατ’ αμφότερα τα μέρη του, ο δέκατος λόγος κατά το πρώτο μέρος του, ο ενδέκατος λόγος κατά τα τρία μέρη του, ο δωδέκατος και δέκατος τρίτος λόγος κατά το πρώτο μέρος τους, με τους οποίους ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για πλημμέλεια: α) εκ του αρ. 1 β και α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 686εδ.α, 687, 335, 385, 688-690, 697, 700 εδ.α και β’, 297 εδ.α, 288 εδ.α, 343,383,385, 382, 914, 925, 147-149 ΑΚ, 386 ΠΚ, 904 ΑΚ, καθώς και ο έβδομος αναιρετικός λόγος κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίον μέμφεται ωσαύτως το Εφετείο ότι υπέπεσε στην εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, χωρίς ωστόσο να προσάπτει παραβίαση συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, (πέραν του ότι απαραδέκτως προσάπτει την ίδια ως άνω πλημμέλεια και στην πρωτόδικη απόφαση), είναι στο σύνολό τους αβάσιμοι. Επίσης οι ακόλουθοι αναιρετικοί λόγοι: πρώτος, δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του, τέταρτος και πέμπτος κατά το πρώτο μέρος τους, έβδομος κατά το δεύτερο μέρος του , ένατος, δωδέκατος και δέκατος τρίτο εξ αυτών κατά το αντίστοιχο μέρος τους , με το οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση ότι υπέπεσε στην εκ του αρ. 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι στερείται νόμιμης βάσης λόγω έλλειψης αιτιολογίας, καθώς και ο έκτος αναιρετικός λόγος με τον οποίον ο αναιρεσείων επικαλείται παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. 1 της ΕΣΔΑ και άρθρου 14 παρ. 1 της συμβάσεως των Η.Ε, με την αυτή αιτίαση (στέρηση νόμιμης βάσης λόγω έλλειψης αιτιολογίας), πλήττοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς την προσβαλλομένη απόφαση για πλημμέλεια ομοίως εκ του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τυγχάνουν στο σύνολό τους απαράδεκτοι, αφού η πλημμέλεια αυτή προϋποθέτει έρευνα της ουσίας της διαφοράς και δεν ιδρύεται όταν η αγωγή, όπως εν προκειμένω, απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1419/2019,ΑΠ 1284/2017, ΑΠ 295/2017) και ως αόριστη.
Περαιτέρω, ο τέταρτος αναιρετικός λόγος με τον οποίον ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια εκ του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς του περί “επιβραδύνσεως του έργου, περί εκτελέσεως του 1/3 εξ αυτού…” που είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης , είναι αλυσιτελής αφού τα επικαλούμενα γεγονότα δεν συνιστούν από μόνα τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, πέραν του ότι από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Εφετείο τα έλαβε υπόψη του από κοινού και σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα πραγματικά περιστατικά και τα απέρριψε. Ο όγδοος εξ άλλου αναιρετικός λόγος με τον οποίον προσάπτεται στο Εφετείο ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια εκ του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι “ενώ έκρινε αόριστη την αγωγή κατά την εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού βάση όσον αφορά το αίτημα περί αποδόσεως της δαπάνης για τις υπολειπόμενες εργασίες, παρά το νόμο απέρριψε το σχετικό λόγο της εφέσεώς του ως αβάσιμο αντί να τον κηρύξει απαράδεκτο”, είναι απαράδεκτος, διότι η απόρριψη ενός ενδίκου βοηθήματος ή ενστάσεως ως αορίστου ταυτίζεται εννοιολογικά με την απόρριψη ως απαραδέκτου, αφού η αοριστία του δικογράφου ή της ενστάσεως συνιστά ειδική μορφή απαραδέκτου.
Τέλος ο δέκατος λόγος κατά το δεύτερο μέρος του με τον οποίον μέμφεται ο αναιρεσείων την προσβαλλομένη για πλημμέλεια από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι ” με την απόρριψη ως αόριστου του αιτήματος επιδίκασης των υπολειπομένων δαπανών κατά την εκ του 904 ΑΚ αγωγική βάση , αναγνώρισε στον εναγόμενο εργολάβο πλέον των υπ’ αυτού με τις ενστάσεις του αιτηθέντος”, είναι απαράδεκτος, διότι στηρίζεται επί της αναληθούς προϋποθέσεως ότι το Εφετείο επιδίκασε πλέον του αιτηθέντος. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθ.495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου που κατέθεσε προτάσεις και υπέβαλε σχετικό αίτημα σε βάρος του αναιρεσείοντος που ηττήθηκε (άρθρο 176, 183,191 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-11-2018 αίτηση του Γ. Κ. για αναίρεση της 3319/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Ιανουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Μαρτίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 256/ 2021 Ευθύνη του εργολάβου γıα πραγματıκά ελαττώματα
Προηγούμενο άρθροΧανιά: Αθώος 36χρονος φαντάρος για την απόπειρα βιασμού σε βάρος 14χρονης σε παραλία
Επόμενο άρθρο ΑΑΔΕ : Αγορά Ακινήτου Χρηστικός οδηγός