Όταν ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου. Ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Μη προσμέτρηση στην ατομική περιουσία του ανερεσιβλήτου της εμπορικής αξίας ποσοστού επί ακινήτων που ανήκουν κατά κυριότητα στο νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρίας, ομόρρυθμος εταίρος της οποίας είναι ο αναιρεσίβλητος. Τα εν λόγω στοιχεία δεν συνιστούν απόκτημα καθόσον δεν ανήκουν στην περιουσία του αναιρεσιβλήτου, αλλά συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας. Τέτοια αξίωση συμμετοχής υπάρχει, μόνο, επί τυχόν συμβολής της αναιρεσείουσας στην απόκτηση της εταιρικής μερίδας του αναιρεσιβλήτου ή επί των αναλογούντων στο ποσοστό συμμετοχής τούτου καθαρών κερδών, που αποκόμισε αυτός, κατά τη διάρκεια του γάμου και υφίστανται, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του.
Αριθμός 312/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα – Εισηγήτρια, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Κανέλλα Τζαβέλλα – Δημαρά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. του Ι. – Π., τέως συζύγου Σ. Π., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεράσιμο Θεοδωράτο και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Σ.. Π.. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Φλέσσια και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/4/2013 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 65/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 85/2019 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2/4/2021 αίτησή της και τους από 16/9/2022 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση από 2-4-2021 (./6-4-2021) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδοθείσα 85/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (495, 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ), είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα) και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατ’ άρθρο 577 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα. Περαιτέρω, με το από 16-9-2021 (./20-9-2022) αυτοτελές δικόγραφο, που επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. (βλ. την υπό της αναιρεσείουσας προσκομιζόμενη ./21-9-2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πατρών Α. Β.), η αναιρεσείουσα άσκησε, εμπρόθεσμα και παραδεκτά, πρόσθετους λόγους, οι οποίοι, συνεκδικαζόμενοι με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, πρέπει να ερευνηθούν, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο τούτων, κατ’ άρθρο 577 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα.
Kατά τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 του Α.Κ. “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή… Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες”. Η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι, κατ` αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή, χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αυξήσεως του υποχρέου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση, του δικαιούχου (Ο.Α.Π. 28/1996, Α.Π. 1004/2022, Α.Π. 955/2022, Α.Π. 362/2022, Α.Π. 2120/2017). Ως αύξηση νοείται, όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι, κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται στη μεν περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος, κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη, στη δε περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής (Α.Π. 1316/2017, Α.Π. 492/2017, Α.Π. 1566/2017, Α.Π. 1274/2007). Οι ενδιάμεσες μεταβολές της αρχικής περιουσίας του υπόχρεου συζύγου δεν επιδρούν στον προσδιορισμό της τελικής περιουσίας και συνακόλουθα του αποκτήματος (Α.Π. 804/2020). Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 του Α.Κ., μπορεί να συνίσταται, όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμώμενων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του Α.Κ., υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του (Α.Π. 1978/2014). Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1389 του Α.Κ., οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1390 του ιδίου Κώδικα, στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση (Α.Π. 1048/2009). Η αποτίμηση, όμως, των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται, ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε, κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν (ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1280/2014). Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατ` είδος και αξία, τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΠ 1059/2014, ΑΠ566/2014). Όταν όμως ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου(ΑΠ 1550/2018). Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 του Α.Κ. τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση (Α.Π. 492/2017, Α.Π. 1899/2014, Α.Π. 1646/2014, Α.Π. 438/2007), ενώ όσον αφορά στον πραγματικό υπολογισμό αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (Α.Π. 566/2014). Έτσι, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδαφ. β` του Α.Κ. μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης, σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλ` απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος (Α.Π. 1646/2014, Α.Π. 566/2014, Α.Π. 193/2010). Επίσης, ο εναγόμενος στην εν λόγω αγωγή μπορεί, κατ` ένσταση, να ζητήσει, προκειμένου να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, να αφαιρεθεί το παθητικό αυτής, το οποίο υπάρχει κατά το χρόνο παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής (Α.Π. 1550/2018, Α.Π. 1553/2018, Α.Π. 2120/2017, Α.Π. 1316/2017, Α.Π. 1059/2014, Α.Π. 2042/2013).
Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και δεν απέδειξε την συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία, που εκθέτει στην αγωγή, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά, μόνο, κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ, κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε, δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου). Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων ή η ενάγουσα, κατ` επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεστεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3 (Α.Π. 1499/2021, Α.Π.182/2021, Α.Π. 350/2020, Α.Π. 566/2014, Α.Π. 1978/2014, Α.Π. 193/2010).
Η ιδιότητα εταίρου σε εταιρεία, με νομική προσωπικότητα, προσωπική ή κεφαλαιουχική, δεν παρέχει σε αυτόν οποιοδήποτε δικαίωμα περιουσιακής φύσεως επί των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων, που απαρτίζουν την εταιρική περιουσία. Από αυτό συνάγεται ότι για τον υπόχρεο σύζυγο, που έχει αποκτήσει, κατά τον κρίσιμο χρόνο της έγγαμης συμβίωσης, με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου, την ιδιότητα μετόχου ή εταίρου εταιρείας με νομική προσωπικότητα και τη διατηρεί, κατά το χρόνο λύσης ή ακύρωσης του γάμου, απόκτημα δεν αποτελούν τα κατ’ ιδίαν στοιχεία, τα οποία συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας, αλλά η ατομική του περιουσία ως μετόχου ή εταίρου, δηλαδή, η οικονομική συμμετοχή του και συγκεκριμένα οι μετοχές ή η μερίδα συμμετοχής του καθώς και τα αναλογούντα στο ποσοστό συμμετοχής καθαρά κέρδη, που αποκόμισε, κατά τη διάρκεια του γάμου και υφίστανται, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης ή ακύρωσης του γάμου και μόνον επ’ αυτών των ατομικών περιουσιακών στοιχείων δύναται να έχει αξίωση συμμετοχής ο δικαιούχος σύζυγος. Τέτοια αξίωση συμμετοχής υπάρχει και επί συμβολής στην απόκτηση μετοχών ή εταιρικής μερίδας, οπότε δύναται να ζητηθεί μέρος αυτών ή μέρος της αξίας τους (Α.Π. 350/2020, Α.Π. 1926/2013, Α.Π. 486/2009).
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 7/2006, Α.Π. 845/2019). Ο έλεγχος συνίσταται στο αν υπήρξε σφάλμα στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού είτε αυτή διατυπώνεται ρητώς είτε εξυπονοείται ή σφάλμα στην υπαγωγή της ελάσσονος πρότασης, την οποία συνιστούν οι πραγματικές παραδοχές στη μείζονα πρόταση.
Συνεπώς, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου ότι συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις αυτές ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο (Ολ.Α.Π. 25/2008, Α.Π. 1439/2022, Α.Π. 66/2022).
Κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., ο λόγος αυτός ιδρύεται, αποκλειστικώς και μόνο, στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικώς με ορισμένο ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό, δηλαδή, ισχυρισμό, που έχει αυτοτελή ύπαρξη και τείνει στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. Ο λόγος αυτός ανάγεται στη δομή του νομικού συλλογισμού, όταν δεν εκτίθενται παντάπασι πραγματικά περιστατικά (παντελής έλλειψη αιτιολογίας). Ιδρύεται, επίσης, όταν τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία, με την οποία ισοδυναμεί εννοιολογικώς και η ενδοιαστική αιτιολογία), όταν, δηλαδή, το δικαστήριο της ουσίας δεν διατυπώνει στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού σαφή δικανική πεποίθηση, με συνέπεια το αποδεικτικό πόρισμα να μην είναι αναμφισβήτητο και όταν τα περιστατικά αντιφάσκουν μεταξύ τους. (Ολ.Α.Π. 15/2006, Ολ.Α.Π 1/1999, Ολ. Α.Π. 24/1992, Α.Π. 998/2020, Α.Π. 287/2019, Α.Π. 502/2018, Α.Π. 724/2016, Α.Π. 1420/2013, Α.Π. 1703/2009, Α.Π. 1202/2008). Δεν συνιστούν, συνεπώς, “ζητήματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα του δικαστηρίου, που συνέχονται με την αξιολόγηση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.Α.Π. 24/1992, Α.Π. 1186/2021, Α.Π. 68/2021, Α.Π. 302/2020), κατά μείζονα δε λόγο, δεν μπορεί να θεμελιωθεί ο λόγος αυτός σε επιχειρήματα των διαδίκων, νομικά ή πραγματικά. Συνακόλουθα, ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (Ολ.Α.Π. 18/2008, Ολ.Α.Π. 15/2006, Α.Π. 53/2021, Α.Π. 37/2021). Ενόψει των ανωτέρω, προϋπόθεση ιδρύσεως του λόγου αυτού είναι ότι το δικαστήριο της ουσίας ερεύνησε τον κρίσιμο ισχυρισμό κατ’ ουσίαν και δεν τον απέρριψε ως απαράδεκτο ή μη νόμιμο (Ολ. Α.Π.25/2003, Ολ.Α.Π. 3/1997, Ολ.Α.Π.12/1991, Α.Π. 38/2021, Α.Π. 15/2021).
Με τη διάταξη του αριθμού 8α’ του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (Ολ.Α.Π. 25/2003, Ολ.Α.Π. 3/1997, Ολ.Α.Π. 11/1996, Α.Π. 95/2017, Α.Π. 1/2016), δηλαδή, οι ισχυρισμοί, που, κατά το νόμο, διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (Ολ.Α.Π. 2/1989, ΑΠ 1072/2005). Απαραίτητη προϋπόθεση του ανωτέρω αναιρετικού λόγου είναι ο μη ληφθείς υπόψη αυτοτελής ισχυρισμός να είχε προταθεί παραδεκτά (Α.Π. 20/2016, Α.Π. 623/2011, Α.Π. 319/2008, Α.Π. 2192/2007). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε, έστω και εσφαλμένα, για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, ακόμη και αν η απόρριψή του έγινε σιωπηρά, με την παραδοχή των αντιθέτων (Ολ.Α.Π. 25/2003).
Από την παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκοπούμενη προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: “Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις …, στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν δύο άρρενα και ήδη ενήλικα τέκνα… τελικά ο γάμος του λύθηκε με την υπ’ αριθμ. …/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας… και κατέστη αμετάκλητη στις 2-5-2011… Κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους…, αμφότεροι δεν είχαν κινητή ή ακίνητη περιουσία στο όνομά τους… Η ενάγουσα καταγόταν και διέμενε στην …, κατά δε το χρόνο τελέσεως του γάμου των διαδίκων ήταν ήδη φοιτήτρια της σχολής Έργων Υποδομής, από την οποία αποφοίτησε κατά τη διάρκεια του γάμου της. Το έτος 1993… εισήλθε στη σχολή Δομικών Έργων…, στην οποία φοίτησε από το μήνα Νοέμβριο 1993 έως και τον Φεβρουάριο 1995… Αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε στο τεχνικό γραφείο του Θ. Γ…. από 1-7-1986 έως 31-12-1986, στο δε τεχνικό του Κ. Α…. από 1-6-1990 έως 31-10-1990…Μεταγενέστερα προχώρησε σε έναρξη δραστηριότητας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ως τεχνολόγος πολιτικός μηχανικός και πλέον ως ελεύθερη επαγγελματίας, αναλάμβανε την εκτέλεση διαφόρων ιδιωτικών και δημόσιων έργων, χωρίς ωστόσο να προκύπτει συγκεκριμένο ποσό που αποκόμιζε από την δραστηριότητά της, πλην των αναφερομένων κατωτέρω ως δηλωθέντων από την ίδια ποσών στις φορολογικές δηλώσεις της. Από το Μάρτιο του έτους 2006 και εντεύθεν η ενάγουσα διορίστηκε και εργάζεται ως δημόσιος υπάλληλος στην Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου … και λαμβάνει μηνιαίο μισθό, ύψους περίπου 1.500 ευρώ… Ο εναγόμενος… εγκαταστάθηκε στην … και δραστηριοποιούνταν εκεί επαγγελματικά ως εργολάβος οικοδομών… και εξελίχθηκε σε ικανό επαγγελματία, ο οποίος με μεθοδική και σκληρή εργασία προόδευσε επαγγελματικά και απέκτησε μια καλή φήμη. Ο εναγόμενος, κατά τη διάρκεια του γάμου του και κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης αυτού, ήτοι 2-5-2011… είχε αποκτήσει και διατηρούσε το δικαίωμα της επικαρπίας κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εκτάσεως 334,75 τ.μ., κειμένου εντός της πόλεως του ……, επί του οποίου υφίστανται 1) Μία αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία-αποθήκη-γκαράζ, επιφάνειας 128,53 τ.μ., 2) μία αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησίας,, με στοιχεία Υ2 του υπογείου ορόφου, επιφάνειας 90,32 τ.μ., η οποία έχει διαμορφωθεί σε δύο ξεχωριστά διαμερίσματα…, 3) μία αυτοτελής οριζόντια-ιδιοκτησία-διαμέρισμα…, επιφανείας 93,21 τ.μ., 4) μία αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία-γραφείο…, επιφάνειας 43,61 τ.μ., 5) μία αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία-διαμέρισμα… του ισογείου ορόφου, επιφάνειας 46,71 τ.μ., 6) α) μία αυτοτελής ιδιοκτησία-διαμέρισμα με στοιχεία Α1 του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας 124,28 τ.μ., β) ένας βοηθητικός χώρος-σοφίτα…, εμβαδού 124,28 τ.μ., 7) α) μία αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία-διαμέρισμα…, επιφάνειας 43,61 τ.μ., β) ένας βοηθητικός χώρος-σοφίτα…, εμβαδού 90,32 τ.μ., ο οποίος έχει διαμορφωθεί σε δύο διαμερίσματα και 8) μία αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία-διαμέρισμα… του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου εμβαδού 47,71 τ.μ. Το ως άνω οικόπεδο περιήλθε κατόπιν αγοράς και κατά ποσοστό συγκυριότητας 3/4 εξ αδιαιρέτου στον εναγόμενο και 1/4 εξ αδιαιρέτου στην ενάγουσα… Ακολούθως, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …2009 και …2009 συμβολαίων δωρεάς επικαρπίας ιδανικού μεριδίου και γονικής παροχής οριζοντίων ιδιοκτησιών αντίστοιχα… οι ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες περιήλθαν κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος επικαρπίας στην ενάγουσα και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος επικαρπίας στον εναγόμενο και κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας στα δύο τέκνα των διαδίκων, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στο καθένα εξ αυτών. Κατά τον κρίσιμο χρόνο της έγερσης της αγωγής, αλλά και κατά τον χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζήτησης αυτής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η αγοραία αξία του ποσοστού του 1/2 εξ αδιαιρέτου της επικαρπίας των ως άνω ακινήτων ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 90.000 ευρώ… Το εν λόγω ακίνητο αγοράστηκε και κατασκευάστηκε με χρήματα από την εργασία αμφοτέρων των διαδίκων, η συμμετοχή δε ενός εκάστου εξ αυτών καταδεικνύεται και από το ότι το απέκτησαν κατά διαφορετικό ποσοστό συγκυριότητας…, με τον εναγόμενο να φέρει το μεγαλύτερο βάρος των εξόδων… Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος στις …2004 συνέστησε ομόρρυθμη τεχνική εταιρεία με την επωνυμία “… ΟΕ” μαζί με ένα από τα τέκνα του, ήτοι το Γ. Π., ενώ, στις …2005, το καταστατικό της εταιρείας τροποποιήθηκε, ώστε να εισέλθει μετά την ενηλικίωσή του και το έτερο τέκνο των διαδίκων… και η επωνυμία της εταιρείας να αλλάξει σε “… ΟΕ”, ενώ η συμμετοχή στο κεφάλαιο και στα κέρδη-ζημίες της εταιρείας σε διαμορφώθηκε σε ποσοστό 60% για τον εναγόμενο και από 20% για καθένα των ως άνω τέκνων… Η ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία, κατά την άσκηση της εμπορικής της δραστηριότητας, απέκτησε κατά κυριότητα τα εξής ακίνητα: α) ένα οικόπεδο, εντός των ορίων του οικισμού …, εκτάσεως 594,63 τ.μ…. β) ένα αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση … εντός ζώνης του οικισμού κάτω …, εκτάσεως 3.317,00 τ.μ., γ) ένα οικόπεδο, κείμενο εντός του οικισμού … του Δήμου …, εκτάσεως 530,00 τ.μ…., δ) ένα οικόπεδο κείμενο εντός του οικισμού … του Δήμου …, εκτάσεως 541,20 τ.μ… Επίσης ο εναγόμενος αγόρασε ένα οικόπεδο, που βρίσκεται στον οικισμό …, εντός του σχεδίου πόλεως Δήμου …, εκτάσεως 507,00 τ.μ…., το οποίο μεταβίβασε στην ανωτέρω εταιρεία… Άπαντα τα ως άνω περιγραφόμενα ακίνητα ανήκουν στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία, η οποία δεν έχει λυθεί ή τεθεί σε εκκαθάριση και όχι στην ατομική περιουσία του εναγομένου ομορρύθμου εταίρου και συνεπώς η ένδικη αγωγή, καθ’ ο μέρος αφορά στα ως άνω ακίνητα είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Εξάλλου, συνεισφορά της ενάγουσας στην ίδρυση και λειτουργία της ως άνω ομόρρυθμης εταιρεία, αλλά και οικονομική συμμετοχή της με μετρητά στην απόκτηση των προαναφερόμενων περιουσιακών στοιχείων στο όνομα της εταιρείας δεν αποδείχθηκε… Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατέβαλε το ήμισυ του τιμήματος των ανωτέρω αγοραπωλησιών… Κατόπιν τούτων, μόνο το προαναφερόμενο ακίνητο (οικόπεδο και οριζόντιες ιδιοκτησίες… στο …) συνιστά και την τελική περιουσία του, αφού υπήρχε κατά το χρόνο της αμετάκλητης απόφασης διαζυγίου (2-5-2011), αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της παρούσας αγωγής, με αποτέλεσμα η περιουσία του εναγομένου να έχει αυξηθεί… κατά το ποσό των 90.000 ευρώ. Το προαναφερόμενο οικόπεδο στον οικισμό …, εκτάσεως 507,00 ευρώ…, δεν υφίσταται στην περιουσία του πλέον κατά το ως άνω κρίσιμο χρόνο…, αφού, όπως προαναφέρθηκε, πωλήθηκε στην ως άνω εταιρεία… έναντι 11.300 ευρώ, χωρίς να αποδεικνύεται είτε ότι το ποσό του εν λόγω τιμήματος διατηρείται από τον εναγόμενο, ώστε να περιλαμβάνεται στην τελική περιουσία του, είτε ότι με τα άνω χρήματα… έχει αποκτήσει κάποιο άλλο συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο… Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο… πρόσεχε και περιποιούνταν το σύζυγο και τα τέκνα τους και ασχολούνταν επί καθημερινής βάσης με οικιακές εργασίες και την ανατροφή των τέκνων τους, ενώ περαιτέρω ενθάρρυνε και παρείχε συμπαράσταση στο σύζυγό της, οι δε υπηρεσίες υπήρξαν μεν σημαντικές και αναμφισβήτητες, πλην όμως δεν υπερέβαιναν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου το μέτρο της κατά την διάταξη του άρθρου 1389 του ΑΚ υποχρέωσής της για συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες, ώστε να εκτιμηθεί ως συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του συζύγου της, πολλώ δε μάλλον… που αποδείχθηκε ότι και ο εναγόμενος, πέραν της κάλυψης των οικονομικών αναγκών της οικογένειάς του, συμμετείχε και στη διαχείριση του κοινού οίκου και τη φροντίδα των παιδιών και μάλιστα…, κατά τις περιόδους των σπουδών της ενάγουσας κατ’ αποκλειστικότητα. Ο ισχυρισμός της περαιτέρω ότι αποκέρδαινε καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου της κατά μέσον όρο 3.000 ευρώ μηνιαίως ουδόλως αποδείχθηκε διότι, όπως προαναφέρθηκαν, υπήρξαν τα χρονικά διαστήματα των σπουδών της, των εγκυμοσυνών αλλά και της ασθενείας της, κατά τα οποία η ίδια δεν εργαζόταν και μοναδικός εργαζόμενος στην οικογένεια ήταν ο εναγόμενος. Αντίθετο ασφαλές συμπέρασμα περί του ως άνω ποσού δεν μπορεί να εξαχθεί από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 1996-2007, καθόσον ουδόλως προκύπτει ότι οι αναφερόμενες σ’ αυτές οικονομικές χρήσεις έχουν ελεγχθεί ως προς την ειλικρίνειά τους. Σημειωτέον δε ότι και η ενάγουσα κατά τη διάρκεια του γάμου της απέκτησε στο όνομά της και άλλα περιουσιακά στοιχεία και συγκεκριμένα δύο διαμερίσματα στο … …… και στα …, εμβαδού 104,12 και 63 τ.μ. αντίστοιχα καθώς και δύο θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων, στις οικοδομές στις οποίες βρίσκονταν τα ως άνω διαμερίσματα… και έλαβε δάνεια, την εξυπηρέτηση και αποπληρωμή των οποίων είχε επίσης αναλάβει η ίδια, με προφανές αποτέλεσμα μέρος των εισοδημάτων της να διοχετεύονται εκεί προς ίδιον όφελος.
Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω, προέκυψε μεν ότι η ενάγουσα συνέβαλε ποικιλοτρόπως στην περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου… Πλην όμως, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε το ύψος των εισοδημάτων της από την εργασία που κατά καιρούς μετερχόταν, δεν δύναται να αποδειχθεί η πραγματική συμβολή αυτής στην ως άνω επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, απορριπτομένης της κύριας βάσης της αγωγής ως ουσία αβάσιμης… τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτής ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ήτοι στο ποσό των 30.000 ευρώ (90.000 χ 1/3), δεδομένου ότι ο εναγόμενος δεν ισχυρίστηκε ρητώς ότι η συμβολή της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του ήταν μικρότερη του 1/3 ή καμμία…”. Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν τις αντίθετες εφέσεις των διαδίκων, εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση και αφού κράτησε και δίκασε την αγωγή, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο, εφεσίβλητο-εκκαλούντα και ήδη αναιρεσίβλητο να καταβάλει στην ενάγουσα, εκκαλούσα-εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα το ποσό των 30.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, το Εφετείο δέχθηκε ότι: α) οι διάδικοι, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους, δεν είχαν κινητή ή ακίνητη περιουσία, β) η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα απασχολήθηκε επί ένα εξάμηνο το έτος 1986 και ένα τετράμηνο το 1990 σε τεχνικά γραφεία και μεταγενέστερα, ως ελεύθερη επαγγελματίας (τεχνολόγος πολιτικός μηχανικός), χωρίς, όμως, να προκύπτει το συγκεκριμένο ποσό που αποκόμιζε από τη δραστηριότητά της, πλην των υπ’ αυτής δηλωθέντων ποσών στις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις των ετών 1996-2007, χωρίς όμως, να έχει προκύψει έλεγχος ως προς την ειλικρίνειά τους, ενώ από το Μάρτιο 2006 και εφεξής, εργάζεται ως υπάλληλος της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου …, με μηνιαίο μισθό 1.500 ευρώ, γ) ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος ασκούσε το επάγγελμα του εργολάβου οικοδομών και εξελίχθηκε σε ικανό επαγγελματία, ανελάμβανε δε την εκτέλεση ιδιωτικών και σημαντικών δημόσιων έργων, είχε δε αποκτήσει κατά τη διάρκεια του γάμου και διατηρούσε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το δικαίωμα επικαρπίας, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ενός οικοπέδου, εκτάσεως 334,75 τ.μ., εντός της πόλης του … και των επ’ αυτού οριζόντιων ιδιοκτησιών, η αγοραία αξία του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 90.000 ευρώ, ενώ στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ανήκε το έτερο 1/2 εξ αδιαιρέτου του ίδιου δικαιώματος, δ) ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος είναι ομόρρυθμος εταίρος, κατά ποσοστό 60%, της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “… ΟΕ”, ενώ, κατά ποσοστό 20% ο καθένας μετέχουν οι δύο υιοί των διαδίκων, με σκοπό την κατασκευή και εμπορία οικοδομών, η οποία (εταιρεία), κατά την άσκηση της εμπορικής της δραστηριότητας, απέκτησε τρία (3) οικόπεδα και ένα (1) αγροτεμάχιο, τα οποία ανήκουν στην εταιρική περιουσία και όχι στην ατομική περιουσία του εναγομένου-ήδη αναιρεσιβλήτου και, συνεπώς, η αξία τους δεν πρέπει να συνυπολογιστεί στην τελική του περιουσία, ε) ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της συμβίωσής της με τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο, εκτός από την περίοδο των σπουδών της, ασχολείτο και με τις οικιακές εργασίες καθώς και με την ανατροφή των τέκνων τους, υπηρεσίες, οι οποίες είναι αναμφισβήτητα σημαντικές, δεν υπερβαίνουν, όμως, το μέτρο της, κατ’ άρθρο 1389 του Α.Κ., υποχρέωσης συμβολής στις οικιακές ανάγκες, λαμβανομένου υπόψη ότι και ο σύζυγός της, εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος μετείχε στη διαχείριση του κοινού οίκου και στη φροντίδα των παιδιών τους, κατά τις περιόδους, μάλιστα, των σπουδών της, αποκλειστικά. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε τη κύρια βάση της αγωγής περί πραγματικής συμβολής της ενάγουσας-αναιρεσείουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου-αναιρεσιβλήτου και δέχθηκε την εκ ποσοστού 1/3 τεκμαρτή συμβολή της στα αποκτήματα του τελευταίου, τα οποία καθόρισε στο ποσό των 90.000 ευρώ, υποχρεώνοντάς τον να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη το ποσό των 30.000 ευρώ. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1389 και 1400 του Α.Κ., διέλαβε επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες, χωρίς ενδοιαστικές ή αντιφατικές κρίσεις, έτσι ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, καθόσον τα αναιρετικώς ανέλεγκτα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δικαιολογούν την τεκμαρτή συμβολή της αναιρεσείουσας στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσιβλήτου, κατά τη διάρκεια του γάμου τους και, εντεύθεν, την παραδοχή της δεύτερης επικουρικής βάσης της αγωγής.
Ειδικότερα, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της επαύξησης της περιουσίας του αναιρεσιβλήτου, κατά τη διάρκεια του γάμου του με την αναιρεσείουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση, με σαφείς και επαρκείς, χωρίς αντιφάσεις, αιτιολογίες, δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα παρείχε, με συνέπεια, τις υπηρεσίες της για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών καθώς και για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, οι οποίες είναι μεν σημαντικές, πλην όμως, οι υπηρεσίες αυτές δεν υπερέβαιναν το, κατά τη διάταξη του άρθρου 1389 του Α.Κ., μέτρο υποχρέωσης συμβολής στην εκπλήρωση των οικογενειακών υποχρεώσεων, ώστε να πρέπει να προσμετρηθούν στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσιβλήτου, λαμβανομένης υπόψη και της συμβολής του τελευταίου στη διαχείριση των οικογενειακών αναγκών και στη φροντίδα των τέκνων τους, παράλληλα με την άσκηση των αυξημένων και απαιτητικών επαγγελματικών του δραστηριοτήτων. Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 1400 του Α.Κ., δεν προσμέτρησε στην ατομική περιουσία του αναιρεσιβλήτου την εμπορική αξία του ποσοστού 60% των ακινήτων, που ανήκουν, κατά κυριότητα, στο νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας, ομόρρυθμος εταίρος της οποίας είναι ο αναιρεσίβλητος, κατά ποσοστό 60%. Και τούτο διότι τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία δεν συνιστούν απόκτημα, καθόσον δεν ανήκουν -έστω και κατά το ως άνω ποσοστό- στην ατομική περιουσία του αναιρεσιβλήτου, αλλά συνθέτουν το ενεργητικό της εταιρικής περιουσίας. Τέτοια αξίωση συμμετοχής υπάρχει, μόνο, επί τυχόν συμβολής της αναιρεσείουσας στην απόκτηση της εταιρικής μερίδας του αναιρεσιβλήτου ή επί των αναλογούντων στο ποσοστό συμμετοχής τούτου καθαρών κερδών, που αποκόμισε αυτός, κατά τη διάρκεια του γάμου και υφίστανται, κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του, αίτημα, όμως, το οποίο δεν υποβλήθηκε. Συνακόλουθα, όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης και τον ομοίου περιεχομένου πρώτο πρόσθετο λόγο αυτής, με τους οποίους αποδίδει στην προσβαλλομένη την από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια και συγκεκριμένα για εκ πλαγίου παράβαση των άρθρων 1389 και 1400 του Α.Κ. καθώς και όσα υποστηρίζει με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης και τον ομοίου περιεχομένου δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής, με τους οποίους αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα αναιρετική πλημμέλεια και συγκεκριμένα εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 1400 του Α.Κ. τυγχάνουν αβάσιμα.
Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8β’ του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. αναιρετική πλημμέλεια, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα τα στοιχεία, που έτειναν στον προσδιορισμό της θέσης και της αγοραίας αξίας των ακινήτων, που φέρονται ότι ανήκουν στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “… Ο.Ε.”, τα οποία είχε επικαλεστεί, με το αγωγικό δικόγραφο, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και στην κατ’ έφεση δίκη. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, καθόσον δεν μπορεί να επιφέρει την έννομη συνέπεια που επιδιώκει, δεν επιδρά, δηλαδή, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι, όπως κρίθηκε ανωτέρω, τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία δεν ανήκουν στην ατομική περιουσία του αναιρεσιβλήτου, εταίρου της ως άνω εταιρείας, αλλά συνθέτουν το ενεργητικό της περιουσίας του νομικού προσώπου. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει ν’ απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, ενόψει της ήττας της αναιρεσείουσας (άρθρο 495 παρ. 3 Β εδαφ. δ του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή του νόμιμου και βάσιμου αιτήματός του (άρθρ. 106, 179, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 2-4-2021 αίτηση της Ε. Μ. του Ι.-Π., καθώς και τους στο από 16-9-2022 δικόγραφο πρόσθετους λόγους αυτής για αναίρεση της 85/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Φεβρουαρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ