ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη, Χρήστο Τζανερρίκο – Εισηγητή και Γεώργιο Χριστοδούλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Τ. του Κ. , κατοίκου … , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Μήνο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Σ. του Δ., 2) Φ. συζύγου Δ. Σ., το γένος Σ. Τ. , κατοίκων … , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Μαλλικαούδη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/6/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2440/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και οι 1938/2009 μη οριστική και 349/2018 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29/6/2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 57 παρ. 1 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επεμβάσεως από τρίτο στη σφαίρα αυτής, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά, που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου, που συνιστούν συντελεστές, προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητας του βλαπτομένου, κατά το χρονικό σημείο της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι είτε από άποψη έννομης τάξεως μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευομένων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα συγκρινόμενα έννομα συμφέροντα για τη διακρίβωση της υπάρξεως προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Για την προστασία της προσωπικότητας δεν απαιτείται η ύπαρξη πταίσματος, δόλου ή αμέλειας, αυτού που προσβάλλει. Απαιτείται όμως για την αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, αφού το άρθρο 57 παρ. 3 του ΑΚ παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Ειδικότερα, κατά τους ορισμούς του άρθρου 914 ΑΚ: “όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, κατά το άρθρο 920 ΑΚ: “όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις, που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει”, ενώ κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα: “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του…”. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 920 ΑΚ, προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι: α) Υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους, ενώ διάδοση είναι η απλή ανακοίνωση (κοινολόγηση) των ειδήσεων που άλλος έχει υποστηρίξει. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικό σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο κατά τον χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην πιο πάνω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγομένου. Επιπλέον, οι ειδήσεις αυτές πρέπει να είναι και αναληθείς, δηλαδή ή να μην αληθεύει εξολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται παραποιημένο. Αν το γεγονός αυτό αληθεύει, δεν γεννάται ευθύνη από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά ενδεχομένως από εκείνη του άρθρου 919 ΑΚ, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, που προαναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσας, β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναληθείας των υποστηριζόμενων ή διαδιδόμενων ειδήσεων. Πρέπει δηλαδή, αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις να γνωρίζει ή υπαιτίως (δηλαδή από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών, διαφορετικά, ευθύνη από την παραπάνω διάταξη δεν τον βαρύνει, γ) Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα προαναφερόμενα αγαθά του θιγομένου, χωρίς να αρκεί η διαπίστωση ότι αυτές είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα αγαθά αυτά σε κίνδυνο. Και, δ) ύπαρξη ζημίας (περιουσιακής), αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Επιπλέον, ο παθών, εκτός από την αποζημίωση, με βάση την αδικοπραξία του άρθρου 920 ΑΚ, δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση, για, την ηθική βλάβη, που υπέστη από τις αναληθείς ειδήσεις. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του ΑΚ θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη, που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιό τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως ψευδή καταμήνυση, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια και να απέβλεπε, με αυτήν, την κίνηση ποινικής ή πειθαρχικής αξιώσεως εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του αναληθώς εγκαλούντος, εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 295 παρ. 1, 362 και 363 ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει, για κάποιον άλλο, γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση με την έννοια, που προαναφέρθηκε και για το άρθρο 920 του ΑΚ, από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το οποίο στη συκοφαντική δυσφήμηση πρέπει να είναι και ψευδές, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια και προσβάλλει την τιμή και υπόληψη του προσώπου στα στοιχεία της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του δράστη να ισχυρισθεί ενώπιον τρίτου ή να διαδώσει το βλαπτικό γεγονός, για δε τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Ωστόσο, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος, που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση, ως προσβάλλουσα επίσης την προσωπικότητα σε βαθμό μη ανεκτό, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ περιπτώσεις, οι οποίες αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως. Έτσι, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 367 ΠΚ, ο άδικος χαρακτήρας της δυσφημιστικής εκδήλωσης, κατ’ αρχήν, αίρεται και όταν αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη [προστασία] δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις. Κατ’ εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 367 ΠΚ, και παραμένει η ποινική ευθύνη, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης, που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του και περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν, κατ’ αντικειμενική κρίση, αναγκαίος για την ακριβή και πρέπουσα απόδοση των στοχασμών του προσβολέα, ο οποίος μολονότι τελούσε σε επίγνωση τούτου, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του άλλου (ΑΠ 756/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α’ – δ’ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις, που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367), για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 – 59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων [με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της ΠΚ 367 παρ. 2], αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις, που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κτλ. Και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση, κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση, που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 109/2012), περιστατικά που προτείνονται κατ’ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 265/2015). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται για (ευθεία) παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου αν το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα δεκτά από αυτό, ως αποδειχθέντα, πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει το συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμόσει αυτόν ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, κατά τους ορισμούς της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκείς αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). H αντίφαση, όμως, μεταξύ κύριας και επικουρικής αιτιολογίας, η οποία συνήθως εισάγεται με τις εκφράσεις: “ανεξαρτήτως τούτων” ή “εν πάση περιπτώσει”, “…και αν ακόμη…”, δεν ιδρύει το λόγο (ΑΠ 1325/1996, ΑΠ 164/1994). Ούτε και υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 271/2012, ΑΠ 1351/2011). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφ’ όσον δεν παραβιάστηκαν, με αυτά, κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 319/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος αυτής και κατ’ ακριβή απόδοσή της, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: “…Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων (ο εναγόμενος δεν εξέτασε μάρτυρα), η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι, λαμβανομένων αυτεπάγγελτα υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δανάης Παρπούλα, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών, οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 34% εξ αδιαιρέτου, ό πρώτος και 66% εξ αδιαιρέτου η δεύτερη, του υπ’ αριθμ…. κληροτεμαχίου Γ’ κατηγορίας, εμβαδού 7.500 τμ, το οποίο βρίσκεται στην κτηματική περιοχή του αγροκτήματος … . Εξάλλου, με το υπ’ αριθμ. … συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Σοφίας Μουρατίδου Ζαχαριάδου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Βασιλικών, ο εναγόμενος απέκτησε την κυριότητα του υπ’ αριθμ…. όμορου κληροτεμαχίου Γ’ κατηγορίας, εμβαδού, κατά τον αρχικό τίτλο κτήσεως 7.125 τμ και μετά την απαλλοτρίωση τμήματος αυτού για τη διάνοιξη της εθνικής οδού … , 7.073 τμ. το οποίο βρίσκεται βόρεια του κληροτεμαχίου των εναγόντων. Οι τελευταίοι με την υπ’ αριθμ. κατάθεσης 41704/25-11-2002 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που έστρεψαν εναντίον του εναγομένου, ζήτησαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά ο καθένας, ενός τμήματος εκτάσεως 1.068 τμ, ισχυριζόμενοι ότι αποτελεί τμήμα του ακινήτου τους, το οποίο ο εναγόμενος κατέλαβε αυθαίρετα και το συμπεριέλαβε στο … κληροτεμάχιο του οποίου είναι κύριος. Επί της αγωγής εκδόθηκε αρχικά η 27659/2003 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, από τον τοπογράφο μηχανικό Γ. Χ. , προκειμένου αυτός, αφού λάβει γνώση των εγγράφων της δικογραφίας και ιδίως των τίτλων κτήσεως των διαδίκων, την από 16-5¬-2003 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού Α. Κ. , το τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Τ. και την από 15-3-2003 τεχνική έκθεση του ιδίου τοπογράφου, με το συνημμένο σ’ αυτή τοπογραφικό διάγραμμα καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, ως έχον σχέση με την ένδικη υπόθεση και αφού επισκεφθεί τα υπ’ αριθμ…. και …. κληροτεμάχια και προβεί σε εφαρμογή των τίτλων κτήσεως κυριότητας των ακινήτων, να γνωμοδοτήσει αναφορικά με το αν περιλαμβάνεται το ως άνω τμήμα των 1.068 τμ, στην ιδιοκτησία των εναγόντων ή του εναγομένου. Ο ανωτέρω πραγματογνώμονας συνέταξε και κατέθεσε νομότυπα την υπ’ αριθμ. … έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Στην έκθεση αυτή, αφού ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι επισκέφθηκε το επίδικο τμήμα, έκανε μετρήσεις με ηλεκτρονικά τοπογραφικά όργανα μετρήσεως αποστάσεων και γωνιών για τον έλεγχο των τοπογραφικών διαγραμμάτων που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους και για τη συλλογή των απαιτούμενων τοπογραφικών στοιχείων, για τη σχεδίαση των απαιτούμενων διαγραμμάτων καθώς και ότι έλαβε υπόψη του το πρόχειρο σκαρίφημα – αυτοσχέδιο διάγραμμα υπαίθρου (κροκί), που συντάχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για τη σύνταξη του κυρωμένου τοπογραφικού διαγράμματος της Οριστικής Διανομής του έτους 1932, αποφάνθηκε ότι το επίδικο τμήμα περιλαμβάνεται στην ιδιοκτησία των εναγόντων. Ακολούθως, εκδόθηκε η 13505/2005 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο, αφού έλαβε υπόψη του και την ως άνω πραγματογνωμοσύνη, έκανε δεκτή την αγωγή των εναγόντων και τους αναγνώρισε συγκυρίους του επιδίκου τμήματος. Η έφεση που άσκησε ο εναγόμενος, κατά της ως άνω απόφασης, απορρίφθηκε από το παρόν Δικαστήριο, ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την 843/2006 απόφασή του, ενώ μετά από αίτηση αναίρεσης, που άσκησε ο εναγόμενος κατά της τελευταίας απόφασης, εκδόθηκε η 29/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, για τον αυτεπαγγέλτως προτεινόμενο λόγο από τον Εισηγητή (ελλιπή αιτιολόγηση της) και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο της παραπομπής με την 1431/2009 απόφασή του διέταξε τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, η οποία διεξήχθη από την αγρονόμο τοπογράφο μηχανικό Θ. Α. , σύμφωνα με την οποία το επίδικο εδαφικό τμήμα εμβαδού 1.068 τμ, εμπίπτει στο υπ’ αριθμ…. κληροτεμάχιο που ανήκει στην κυριότητα του εναγομένου. Στη συνέχεια με την 98/2015 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, λόγω μη επαρκών αιτιολογιών και ελλείψεων της τελευταίας ως άνω πραγματογνωμοσύνης, έχει διαταχθεί η διεξαγωγή νέας πραγματογνωμοσύνης. Στο μεταξύ, ο εναγόμενος, στις 10-1-2006, πριν τη συζήτηση της έφεσής του κατά της 13505/2005 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (που αναγνώρισε συγκυρίους τους ενάγοντες στο επίδικο τμήμα), υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την ΒΜ … από 9-1-2006 έγκληση κατά του πραγματογνώμονα Γ. Χ. και κατά των εναγόντων, με την οποία απέδωσε στον μεν πραγματογνώμονα τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας πραγματογνώμονα, της πλαστογραφίας με χρήση και άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο, στους δε ενάγοντες τα αδικήματα της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις της ψευδορκίας πραγματογνώμονα και πλαστογραφίας με χρήση καθώς και απάτη στο δικαστήριο. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος, σύμφωνα με το περιεχόμενο της έγκλησης, ισχυρίστηκε, καθόσον αφορά το αδίκημα της ψευδορκίας πραγματογνώμονα, ότι ο Γ. Χ. ψευδώς ανέφερε στην πραγματογνωμοσύνη του ότι επισκέφθηκε το επίδικο τμήμα μεταξύ των δύο ακινήτων και προέβη σε μετρήσεις, ενώ δεν πραγματοποίησε οποιαδήποτε τοπογραφική εργασία, ενόψει του ότι δεν ανέφερε τον τρόπο τριγωνομετρικής εξαρτήσεως που χρησιμοποίησε, δεν κατέθεσε σημειωματάριο μετρήσεων υπαίθρου και δεν συνέκρινε το υφιστάμενο τριγωνομετρικό δίκτυο με εκείνο της οριστικής διανομής. Ακόμη ομολογεί ότι ζήτησε από τον αμειβόμενο από τους ενάγοντες τεχνικό σύμβουλό τους Α. Κ. , να προσκομίσει τοπογραφικό διάγραμμα γύρω από την περιοχή του επιδίκου ακινήτου, με αποτυπωμένα όλα τα στοιχεία (περιφράξεις, μανδρότοιχους κλπ), αναθέτοντας με τον τρόπο αυτό ανεπίτρεπτα σ’ αυτόν να προβεί σε μετρήσεις για λογαριασμό του. Επίσης ο πραγματογνώμονας απέκρυψε τις δύο απαλλοτριώσεις που συντελέστηκαν στην περιοχή, τις οποίες δεν αξιοποίησε στην έκθεσή του, δημιουργώντας σύγχυση σχετικά με την πραγματική κατάσταση των αγροτεμαχίων. Επιπλέον ανέφερε ψευδώς ότι το πρόχειρο σκαρίφημα (κροκί), που επισύναψε στην πραγματογνωμοσύνη ως σχετικό Δ 4 ήταν “δεόντως Θεωρημένο από τη Διεύθυνση Τοπογραφήσεων και Κτηματολογικών Καταγραφών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης” χωρίς αυτό να είναι αληθές, εφόσον τέτοια έγγραφα δεν χορηγούνται επίσημα αλλά μπορούν μόνο να τα συμβουλεύονται οι τεχνικοί, θέλοντας έτσι να δώσει την εντύπωση ότι αυτό ήταν επίσημο αντίγραφο που χορήγησε η ανωτέρω υπηρεσία. Αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας ισχυρίστηκε ότι ο πραγματογνώμονας νόθευσε το ως άνω κροκί θέτοντας επ’ αυτού τη χειρόγραφη σημείωση “… ( …..)”, που δεν υπήρχε στο αντίγραφο που του χορήγησε η προαναφερόμενη υπηρεσία και χρησιμοποίησε το πλαστό αυτό έγγραφο ενσωματώνοντάς το στην πραγματογνωμοσύνη του, προέβη δε στην ενέργειά του αυτή με σκοπό να παραπλανήσει το δικαστήριο για τα όρια και τη θέση του επιδίκου τμήματος του κληροτεμαχίου, ενώ το … της οριστικής διανομής βρίσκεται σε άλλο σημείο, μεταξύ των τεμαχίων … και …. και έχει συντεταγμένες … . Σύμφωνα με την έγκληση στους ενάγοντες αποδίδεται ότι με πειθώ και φορτικότητα έπεισαν τον πραγματογνώμονα να βεβαιώσει ψευδώς στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται ανωτέρω και να νοθεύσει το κροκί που χρησιμοποίησε ενώ με τη χρήση της πραγματογνωμοσύνης από τους ίδιους, αυτοί παραπλάνησαν το δικαστή που δίκασε την αγωγή τους και κατόρθωσαν να γίνει δεκτή και να εκδοθεί η προαναφερθείσα 13505/2005 απόφαση με την οποία αναγνωρίστηκαν συγκύριοι του επίδικου τμήματος. Τα παραπάνω όμως περιστατικά που ανέφερε στην έγκλησή του ο εναγόμενος είναι ψευδή. Ειδικότερα από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο διορισθείς πραγματογνώμονας δεν επισκέφθηκε το επίδικο ακίνητο ούτε προέβη στις μετρήσεις που αναφέρει στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Αντίθετα στη σελίδα 14 αυτής μνημονεύει ότι δεν υπάρχουν στο έδαφος τα ορόσημα με τα οποία έγινε η οριστική διανομή του έτους 1932 στο αγρόκτημα “… “, για την εφαρμογή στο έδαφος των οριογραμμών των κληροτεμαχίων, σύμφωνα με το επίσημο κτηματολογικό διάγραμμα, γεγονός που υποδηλώνει επιτόπια μετάβασή του. Η μη αναγραφή των στοιχείων που αναφέρει ο εναγόμενος στην έγκλησή του (τρόπος τριγωνομετρικής εξαρτήσεως που χρησιμοποίησε, σημείωμα μετρήσεων υπαίθρου και σύγκριση του υφισταμένου τριγωνομετρικού δικτύου με εκείνο της οριστικής διανομής), ανεξάρτητα εάν θα μπορούσε να θεωρηθεί πλημμέλεια της πραγματογνωμοσύνης, δεν αποδεικνύει ότι ο συντάξας αυτή βεβαίωσε ψευδώς σχετικά με την επιτόπια μετάβασή του στο επίδικο τμήμα. Εξάλλου, σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης και τα σχεδιαγράμματα που τη συνοδεύουν, ο τεχνικός σύμβουλος του εναγομένου Α. Τ. προσκόμισε το συνταγέν τον Αύγουστο 1984 τοπογραφικό διάγραμμα του ακινήτου του εναγομένου, την από 15-5-2003 τεχνική έκθεση καθώς και το συνημμένο σ’ αυτή τοπογραφικό διάγραμμα, που αναφέρεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης ως σχετικό Δ5. Το τελευταίο αυτό διάγραμμα αποτυπώνει την ευρύτερη περιοχή με τις υφιστάμενες κατασκευές και περιφράξεις σε απόσταση 200 μέτρων βόρεια από το επίδικο και 800 μέτρων νότια και σε ζώνη πλάτους 200 μέτρων. Μετά την υποβολή αυτού του διαγράμματος, ο πραγματογνώμονας ζήτησε από τον τεχνικό σύμβουλο των εναγόντων Α. Κ. να προσκομίσει παρόμοιο τοπογραφικό διάγραμμα, με τις υφιστάμενες κατασκευές και περιφράξεις, το οποίο του παραδόθηκε σε ψηφιακή μορφή και επισυνάπτεται στην έκθεση ως σχετικό Δ6, προκειμένου να προβεί σε έλεγχο του τρόπου με τον οποίο οι ανωτέρω τεχνικοί σύμβουλοι εφάρμοσαν τα όρια των επιδίκων κληροτεμαχίων. Η ενέργεια του πραγματογνώμονα να ζητήσει τη σύνταξη του τοπογραφικού διαγράμματος από τον τεχνικό σύμβουλο των εναγόντων, η οποία ρητά αναφέρεται στην έκθεση, δεν είναι επιλήψιμη, ενόψει του ότι η 27659/2003 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης του παρείχε την ευχέρεια να λάβει υπόψη του οποιοδήποτε σχετικό με τη δικαζόμενη υπόθεση στοιχείο κρίνει απαραίτητο (πέραν των εγγράφων της δικογραφίας). Οι απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν για τη διάνοιξη της εθνικής οδού … και της επαρχιακής οδού …….. δεν αποδείχθηκε ότι επέδρασαν με οποιονδήποτε τρόπο στην οριοθέτηση των ακινήτων των διαδίκων ή επηρέασαν το κοινό όριο αυτών. Η μόνη συνέπεια της πρώτης απαλλοτρίωσης ήταν η αφαίρεση ενός τμήματος, εμβαδού 52 τ.μ. περίπου από το ακίνητο του εναγομένου στο ανατολικό όριο αυτού.
Συνεπώς δεν υφίσταται σκόπιμη απόκρυψη των απαλλοτριώσεων από τον πραγματογνώμονα και η μη αξιοποίησή τους δεν προκάλεσε σύγχυση σχετικά με την πραγματική κατάσταση των ακινήτων των διαδίκων. Περαιτέρω, το αντίγραφο του κροκί που είναι συνημμένο στην πραγματογνωμοσύνη ως σχετικό Δ4, χορηγήθηκε νόμιμα στον πραγματογνώμονα από την προαναφερόμενη υπηρεσία της Διεύθυνσης Τοπογραφήσεων και Κτηματολογικών Καταγραφών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, αφού υπάρχει επ’ αυτού σφραγίδα της υπηρεσίας και το κείμενο “ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ Χ. Γ. ΚΑΤΟΠΙΝ της από 14-1-2004 αιτήσεώς του για δικαστική χρήση”. Όπως προκύπτει δε από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες έγγραφο της ίδιας υπηρεσίας με αριθμ. … , που απευθύνεται προς τον εναγόμενο, στο οποίο αναφέρεται επί λέξει “Σας επισυνάπτουμε ακριβές αντίγραφο από το πρόχειρο βοηθητικό σκαρίφημα (κροκί) της οριστικής διανομής αγρ/τος ….” και επισυνάπτεται το σκαρίφημα με τη σημείωση Ακριβές φωτοαντίγραφο του πρωτοτύπου” με τη σφραγίδα της υπηρεσίας, προκύπτει ότι η υπηρεσία χορηγεί ακριβή φωτοαντίγραφα του κροκί, γεγονός που γνώριζε ο εναγόμενος και πριν την υποβολή της έγκλησής του. Ο τελευταίος προσκομίζει για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια… το υπ’ αριθμ. … απαντητικό προς τον ίδιο έγγραφο της ως άνω υπηρεσίας στο οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι “τα αυτοσχέδια υπαίθρια (κροκί) δεν χορηγούνται επίσημα μπορούν όμως οι τεχνικοί να τα συμβουλεύονται”. Το έγγραφο όμως αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο πραγματογνώμονας ψευδώς βεβαίωσε στην έκθεση ότι το κροκί που χρησιμοποίησε ήταν “δεόντως Θεωρημένο” από την ως άνω υπηρεσία. Εξάλλου, στο ως άνω αντίγραφο του κροκί που επισυνάπτεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης υπάρχει η χειρόγραφη σημείωση “… (….), που δεν υπήρχε στο αντίγραφο του κροκί που του χορήγησε η παραπάνω υπηρεσία, την οποία ο ίδιος ο πραγματογνώμονας έθεσε επί του εγγράφου αυτού, προς διευκόλυνση του δικαστηρίου. Η σημείωση αυτή αφορά την επισήμανση του σημείου …., που με την αναγραφή “… ” υπάρχει στο χρησιμοποιηθέν αντίγραφο του κροκί αλλά και στο πρωτότυπο αυτού που τηρεί η ανωτέρω υπηρεσία και όχι το διαφορετικό σημείο “… “, που δεν βρίσκεται στην περιοχή των επίμαχων κληροτεμαχίων, χρησιμοποίησε δε ο πραγματογνώμονας από παραδρομή τη λέξη ” ….” αντί της ορθής λέξης ” ….”. Η ύπαρξη του συγκεκριμένου σημείου “… ” στο πρωτότυπο του κροκί, που τηρεί η ανωτέρω υπηρεσία, προκύπτει από το … έγγραφο που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες, όπου αναφέρεται ότι “η …. με αριθμό … που φαίνεται κροκί επί του άξονα μεταξύ των οροσήμων … και …”. Εκεί που δεν αναγράφεται πράγματι το σημείο της …. είναι στα κυρωμένα τοπογραφικά διαγράμματα της Οριστικής Διανομής του έτους 1932, αφού, όπως αναφέρεται στο ανωτέρω … έγγραφο το σημείο “… ” “δεν μεταφέρθηκε στην κυρωμένη οθόνη της διανομής από το πρωτότυπο “μεμβράνη” που είναι ραποταρισμένη”. Η εκ παραδρομής χρήση της λέξης …. και η ανωτέρω αληθής βούληση του πραγματογνώμονα, να επισημάνει δηλαδή τη θέση του σημείου “… ” (… ), που χρησιμοποιεί στην πραγματογνωμοσύνη του, προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της χειρόγραφης σημείωσης και δη από την αναφορά των συντεταγμένων … που είναι οι συντεταγμένες του σημείου “… ” (… ) και όχι οι συντεταγμένες του σημείου “… “, που είναι οι … και βρίσκεται σε άλλη περιοχή και δη μεταξύ των τεμαχίων … και …. Στην επίδικη περιοχή βρίσκεται το … …, ωστόσο σύμφωνα με το ανωτέρω με αριθμ. … έγγραφο της ίδιας ως άνω υπηρεσίας που απευθύνεται στον εναγόμενο, για το …. … της οριστικής διανομής του αγροκτήματος … , δεν αναγράφονται συντεταγμένες στον αντίστοιχο πίνακα.
Συνεπώς, δεν υφίσταται νόθευση του ανωτέρω εγγράφου ούτε παραπλάνηση του Δικαστηρίου για το … και τις συντεταγμένες του. Ενόψει αυτών, ο ως άνω πραγματογνώμονας δεν αποδείχθηκε ότι τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που του απέδωσε ο εναγόμενος με την έγκλησή του. Ακόμη όμως και αν ήθελε υποτεθεί ότι τελέστηκαν οι εν λόγω πράξεις, δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο ότι οι ενάγοντες ήρθαν σε οποιαδήποτε συνεννόηση με τον πραγματογνώμονα και ότι του προκάλεσαν με πειθώ και φορτικότητα την απόφαση να τελέσει τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, προκειμένου να πετύχουν ευνοϊκή γι’ αυτούς απόφαση και με τη χρήση της πραγματογνωμοσύνης παραπλάνησαν το δικαστή και κατόρθωσαν να γίνει δεκτή η αγωγή τους (αναγνωριστική κυριότητας) με την υπ’ αριθμ. 13505/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Το γεγονός ότι ο πραγματογνώμονας υιοθέτησε κατά ένα μέρος τις απόψεις του Α. Κ. τεχνικού συμβούλου των εναγόντων, είτε γιατί αυτές συνέπιπταν με τις δικές του είτε γιατί πείστηκε για την ορθότητά τους, δεν αποδεικνύει ότι αυτός πείστηκε από τους ενάγοντες να το πράξει, προκειμένου αυτοί να παραπλανήσουν το Δικαστήριο. Ο εναγόμενος, μολονότι γνώριζε το ψεύδος των παραπάνω περιστατικών που ανέφερε στην έγκλησή του, ωστόσο την υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ο οποίος έλαβε γνώση του περιεχομένου της όπως και ο Πταισματοδίκης Θεσσαλονίκης, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή τους για τις αξιόποινες πράξεις που τους απέδωσε βλάπτοντας την τιμή και την υπόληψή τους. Πράγματι ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος τόσο του πραγματογνώμονα για τις πράξεις της ψευδορκίας πραγματογνώμονα, της πλαστογραφίας με χρήση και της άμεσης συνέργειας σε απάτη στο δικαστήριο όσο και εναντίον των εναγόντων για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία και απάτη στο δικαστήρια κατά συναυτουργία. Για όλες αυτές τις πράξεις αθωώθηκαν οι ως άνω κατηγορούμενοι με την 4208/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που έχει καταστεί αμετάκλητη. Ο Γ. Χ. και οι ενάγοντες, υπέβαλαν σε βάρος του εναγομένου τις από 24-5-2006 και από 15-6-2006 εγκλήσεις τους αντίστοιχα, για την τέλεση σε βάρος τους, με την υποβολή της προαναφερθείσας από 9-1-2006 έγκλησης του εναγομένου, των αδικημάτων της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης. Ο εναγόμενος καταδικάστηκε με την 6862/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης σε συνολική φυλάκιση 21 μηνών για τις δύο πρώτες πράξεις, που τελέστηκαν σε βάρος τόσο του Γ. Χ. όσο και των εναγόντων ενώ για τη συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος των τελευταίων έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω παρόδου του τριμήνου της εγκλήσεως. Με την 15522/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε αθώος ο εναγόμενος για τις ίδιες ως άνω πράξεις ήτοι την ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα ενώ έπαυσε οριστικά η κατ’ αυτού η ποινική δίωξη για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος του Γ. Χ. , λόγω ανάκλησης της από 24-5-2006 έγκλησής του και αποδοχής. Ενόψει αυτών με την 1111/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε επί της έφεσης που άσκησε ο εναγόμενος κατά της ανωτέρω 6862/2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη σε βάρος του, για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις (ψευδή καταμήνυση κατά συρροή και ψευδορκία μάρτυρα), λόγω δεδικασμένου που παράχθηκε από την 15522/2012 αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Όλες οι προαναφερθείσες ποινικές αποφάσεις δεν είναι δεσμευτικές για το παρόν Δικαστήριο, αφού οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο για τα πολιτικά δικαστήρια κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ, αλλά χρησιμοποιούνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ακόμη και αν εξαφανίστηκαν μεταγενεστέρως, ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου…Με τα δεδομένα αυτά, η προαναφερόμενη παράνομη και υπαίτια (από πρόθεση) πράξη του εναγομένου προσέβαλε την τιμή και υπόληψη των εναγόντων και την προσωπικότητα εν γένει αυτών και τους προκάλεσε ηθική βλάβη. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι υπέβαλε την από 9-1-2006 έγκλησή του σε βάρος των εναγόντων, προκειμένου να προασπίσει το νόμιμο δικαίωμά του να προστατεύσει τα ιδιοκτησία του από τη μεθόδευση τους, ελέγχεται αβάσιμος και κρίνεται απορριπτέος διότι τα περιστατικά που επικαλείται και αληθή υποτιθέμενα δεν μπορούν να υπαχθούν στην περίπτωση τον άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ’ ΠΚ, με την επισήμανση ότι η αρχή προστασίας του δικαιολογημένου συμφέροντος λειτουργεί μόνο στο πλαίσιο των εγκλημάτων κατά της τιμής και πάντως ουδέποτε καλύπτει κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 367 παρ. 2 α ΠΚ τις περιπτώσεις της συκοφαντικής δυσφήμησης…”. Με βάση τις σκέψεις του αυτές, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί την ένδικη αγωγή και αναγνωρίσει την υποχρέωση αυτού να καταβάλει σε καθένα των ήδη αναιρεσιβλήτων το ποσό των 4.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη, που υπέστησαν από την, εις βάρος τους, επίμαχη αδικοπραξία του (αναιρεσείοντος). Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις παραπάνω αναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις [του ΑΚ, του ΠΚ και του Συντ.], αφού ορθά τις ερμήνευσε και εφάρμοσε, ενώ, προκειμένου να καταλήξει στο παραπάνω δικανικό του πόρισμα, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Ειδικότερα, αναφέρεται, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, ο αναιρεσείων, εναγόμενος, μολονότι γνώριζε το ψεύδος των παραπάνω περιστατικών, που ανέφερε στην κατά των ήδη αναιρεσιβλήτων έγκλησή του, ωστόσο υπέβαλε αυτή ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ο οποίος έλαβε γνώση του περιεχομένου της, όπως και ο Πταισματοδίκης Θεσσαλονίκης. Έπραξε δε τούτο, ο αναιρεσείων, εναγόμενος, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη των αναιρεσιβλήτων, εναγόντων, για τις αξιόποινες πράξεις, που τους απέδωσε, πράγμα, το οποίο, σημειωτέον και πέτυχε, αφού, συνεπεία της έγκλησης αυτής, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος τους, για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία και απάτη στο δικαστήριο, κατά συναυτουργία, για τις οποίες, όμως, αυτοί (αναιρεσίβλητοι) αθωώθηκαν, αμετάκλητα, με την 4208/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και, έτσι, με τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις, που συνιστούν και συκοφαντική δυσφήμηση, (ο αναιρεσείων, εναγόμενος) έβλαψε την τιμή και την υπόληψή τους (αναιρεσιβλήτων), γεγονός, που δικαιολογεί την παροχή σ’ αυτούς χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης και, περαιτέρω, ότι η συμπεριφορά αυτή του αναιρεσείοντος (εναγομένου), ως περιέχουσα τα συστατικά στοιχεία των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων (ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμησης, κωλύει την εφαρμογή της ως άνω διάταξης, περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της συμπεριφοράς του αυτής (367 παρ. 1, περ. γ’), σε περίπτωση, που η τελευταία είχε εκδηλωθεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον αυτού, που και αυτό, άλλωστε, απέκλειαν οι, ως άνω, ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αναφορικά με το χαρακτήρα της εν λόγω συμπεριφοράς του. Εξάλλου, δεν ήταν αναγκαία η ύπαρξη και άλλων παραδοχών, στην προσβαλλομένη απόφαση, για να αιτιολογηθεί η εκ μέρους του αναιρεσείοντος – εναγομένου γνώση του ψευδούς των αποδοθέντων στους αναιρεσίβλητους, με την επίμαχη έγκλησή του, γεγονότων, ως προϋπόθεσης της ένδικης συκοφαντικής συμπεριφοράς του, ούτε είναι αντιφατικές οι παραδοχές της προσβαλλομένης ότι: “…ο ως άνω πραγματογνώμονας δεν αποδείχθηκε ότι τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που του απέδωσε ο εναγόμενος με την έγκλησή του. Ακόμη όμως και αν ήθελε υποτεθεί ότι τελέστηκαν οι εν λόγω πράξεις, δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο ότι οι ενάγοντες ήρθαν σε οποιαδήποτε συνεννόηση με τον πραγματογνώμονα και ότι του προκάλεσαν με πειθώ και φορτικότητα την απόφαση να τελέσει τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, προκειμένου να πετύχουν ευνοϊκή γι’ αυτούς απόφαση και με τη χρήση της πραγματογνωμοσύνης παραπλάνησαν το δικαστή και κατόρθωσαν να γίνει δεκτή η αγωγή τους (αναγνωριστική κυριότητας)…”. Και τούτο διότι, αυτές συνιστούν επάλληλη σκέψη του Εφετείου, προς ενίσχυση της, κύριας και στηρίζουσας, πλήρως, το ως άνω διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης, αιτιολογίας του.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίον ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, και κατά τις λοιπές αιτιάσεις του και συγκεκριμένα ότι τα όσα ανέφερε στην επίμαχη έγκλησή του δεν ήταν ψευδή, αφού αυτά προέκυπταν από δημόσια έγγραφα, ούτε είχε δόλια προαίρεση και ότι η πράξη ψευδορκίας του πραγματογνώμονα Γ. Χ., ως προς το ζήτημα της αποδεικτικής αξίας του “κροκί”, έχει τελεσθεί και, συνεπώς, τα αναφερόμενα, σχετικώς, στην έγκλησή του, δεν ήταν ψευδή, είναι απαράδεκτος, αφού με το πρόσχημα των επικαλουμένων πλημμελειών, πλήττει, ανεπίτρεπτα, την ουσιαστική κρίση του Εφετείου.
ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά (ΑΠ 756/2011, ΑΠ 273/2011, ΑΠ 1700/2009, ΑΠ 259/2007). Κατ’ ακολουθίαν, των ανωτέρω, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος, από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη αγωγή χωρίς απόδειξη, είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης, το Εφετείο κατέληξε στο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τα αναφερόμενα στις προπαρατεθείσες αιτιολογίες της (προσβαλλομένης) αποδεικτικά μέσα.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα, που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος αποδείξεως των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει, γενικά και αφηρημένα, για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος αποδείξεως διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλει, με απόφαση του, την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση, στον απαιτούμενο βαθμό, της πλήρους δικανικής προϋποθέσεως των θεμελιωτικών της αξιώσεώς του πραγματικών γεγονότων. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος αποδείξεως είναι ο κίνδυνος, που διατρέχει ο διάδικος στην περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γενέσεως της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους αποδείξεως, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γενέσεως της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 233/2011, ΑΠ 683/2010, ΑΠ 897/2009, ΑΠ 319/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο και τελευταίο αναιρετικό λόγο, ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι, με το να δεχθεί τα εξής: “…Ακόμη όμως και αν ήθελε υποτεθεί ότι τελέστηκαν οι εν λόγω πράξεις, δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο ότι οι ενάγοντες ήρθαν σε οποιαδήποτε συνεννόηση με τον πραγματογνώμονα και ότι του προκάλεσαν με πειθώ και φορτικότητα την απόφαση να τελέσει τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, προκειμένου να πετύχουν ευνοϊκή γι’ αυτούς απόφαση και με τη χρήση της πραγματογνωμοσύνης παραπλάνησαν το δικαστή και κατόρθωσαν να γίνει δεκτή η αγωγή τους (αναγνωριστική κυριότητας) με την υπ’ αριθμ. 13505/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Το γεγονός ότι ο πραγματογνώμονας υιοθέτησε κατά ένα μέρος τις απόψεις του Α. Κ. τεχνικού συμβούλου των εναγόντων, είτε γιατί αυτές συνέπιπταν με τις δικές του είτε γιατί πείστηκε για την ορθότητά τους, δεν αποδεικνύει ότι αυτός πείστηκε από τους ενάγοντες να το πράξει, προκειμένου αυτοί να παραπλανήσουν το Δικαστήριο. Ο εναγόμενος, μολονότι γνώριζε το ψεύδος των παραπάνω περιστατικών που ανέφερε στην έγκλησή του, ωστόσο την υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ο οποίος έλαβε γνώση του περιεχομένου της όπως και ο Πταισματοδίκης Θεσσαλονίκης, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή τους για τις αξιόποινες πράξεις που τους απέδωσε βλάπτοντας την τιμή και την υπόληψή τους…”, αντέστρεψε το βάρος απόδειξης, αφού δεν αποδείχθηκε το βάσιμο της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, για το οποίο αυτοί έφεραν το σχετικό βάρος απόδειξης, δηλαδή της ύπαρξης δόλου στην προσβολή της τιμής και υπόληψης αυτών, αλλά, αντιθέτως, αρκέσθηκε μόνο στο ότι δεν ανταποδείχθηκε η έλλειψη δόλου, στο ότι δηλαδή αυτός (αναιρεσείων) δεν ανταπέδειξε ότι τα όσα ανέφερε στην επίμαχη έγκλησή του δεν είχαν σκοπό να προσβάλουν την τιμή και υπόληψη των αντιδίκων του και, έτσι, υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθ. 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθ’ όσον, όπως προκύπτει, από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, που αναφέρονται σε προηγούμενη θέση της παρούσας, το Εφετείο δέχθηκε την ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων, (ερειδομένης σε αδικοπρακτική συμπεριφορά του ήδη αναιρεσείοντα, εναγομένου, εις βάρος τους και συνισταμένη στην προσβολή της τιμής και της υπόληψής τους, από τις αναφερόμενες σ’ αυτή παράνομες πράξεις του), κρίνοντας ότι αυτοί ανταποκρίθηκαν στο αντικειμενικό βάρος αποδείξεως της αγωγής τους, με το οποίο βαρύνονταν και όχι ότι ο ίδιος (ο αναιρεσείων), ως εναγόμενος, δεν απέδειξε τα αντίθετα. Τούτο δε, ανεξαρτήτως, του ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού, οι ως άνω, παραδοχές του Εφετείου, τις οποίες επικαλείται ο αναιρεσείων, για τη θεμελίωσή του, στηρίζουν, ως ήδη ανεφέρθη, επάλληλη σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, τεθείσα προς ενίσχυση της, ως άνω κύριας, αιτιολογίας του, ενώ με τις λοιπές αιτιάσεις του και δη ότι η υποβολή της επίμαχης έγκλησής του αποτελεί νόμιμο δικαίωμά του και γι’ αυτό κρίθηκε αθώος της ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμησης των αντιδίκων του και ότι δεν αποσαφηνίζεται στην προσβαλλομένη απόφαση “…πως ακριβώς απεδείχθη η ενοχή μου επί της συκοφάντησης των αντιδίκων, δηλ. επί της σκοπούμενης με δόλο προσβολής της τιμής και υπόληψης αυτών…”, πλήττεται η, ανεπίδεκτη αναιρετικού ελέγχου, ουσιαστική κρίση του Εφετείου.
ΙV. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει, προς έρευνα, άλλος αναιρετικός λόγος, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και, να καταδικαστεί ο αναιρεσείων, που ηττήθηκε, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που νίκησαν, και κατέθεσαν προτάσεις κατά παραδοχή του σχετικού τους αιτήματος (άρθρα 106, 176, 183 και, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-06-2018 αίτηση, για αναίρεση της 349/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, από δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Μαρτίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Μαΐου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και νυν Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου