Φ.Σ.
Αριθμός 492/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου και Γεώργιο Καλαμαρίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Α. του Α., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Μπουρίκα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στην ΒΙ.ΠΕ. …και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Κωνσταντινίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-11-2015 ανακοπή και την από 11-11-2015 ανακοίνωση δίκης της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 351/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 391/2018 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4-3-2019 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 4-3-2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων υπ’ αριθμ. 391/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ’ επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Μετά από αίτηση της αναιρεσείουσας εκδόθηκε η 455/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία διατάχθηκε η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία να της καταβάλει το ποσό των 25.738,48 ευρώ, ως μέρισμα χρήσης έτους 2013 της τελευταίας, στην οποία η αναιρεσείουσα κατά τους ισχυρισμούς της ήταν μέτοχος σε ποσοστό 12,5%. Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής η αναιρεσίβλητη άσκησε την από 11-11-2015 ανακοπή της, ζητώντας την ακύρωσή της, καθώς, όπως ισχυρίστηκε με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, η αναιρεσείουσα-καθής η ανακοπή δεν νομιμοποιούταν ενεργητικά στην έκδοση της διαταγής πληρωμής επειδή δεν είχε εγγραφεί στα βιβλία μετόχων της ανώνυμης εταιρείας και ότι επομένως δεν είχε την ιδιότητα του μετόχου. Η ανακοπή έγινε δεκτή ως προς τον πρώτο λόγο της με την 351/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και ακυρώθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κράτησε και δίκασε την ανακοπή ως προς το δεύτερο λόγο της, τον οποίο έκανε δεκτό και ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής. Η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 105 παρ. 1 του ΝΔ/τος 118/1973 “Περί Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών κλπ”, ?Ο οικονομικός έφορος υποχρεούται, επί τη αιτήσει του εις φόρον υποχρέου, όπως χορηγή εις τούτον πιστοποιητικόν εμφαίνον την υποβολήν της φορολογικής δηλώσεως, ως και την εκπλήρωσιν εν όλω ή εν μέρει των υποχρεώσεών του ή την απαλλαγήν του εξ αυτών δια τους εν τω νόμω λόγους ή ότι το Δημόσιον εξέπεσε του δικαιώματός του δια την επιβολήν φόρου λόγω παραγραφής?. Η διάταξη αυτή, περιεχόμενη σε νόμο που επιδιώκει μόνο φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι δεν επιδρούν στο αντικείμενο της διαφοράς και στην έκβαση της δίκης και συνεπώς ούτε και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δεν μπορεί να εμποδίσει ή να απαγορεύσει ή με οποιονδήποτε τρόπο να αναστείλει το συνταγματικά κατοχυρωμένο, κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος, δικαίωμα των πολιτών να προσφύγουν στα δικαστήρια για την προστασία των εννόμων συμφερόντων τους σε περίπτωση μη κατοχής από αυτούς του προβλεπόμενου από την ως άνω διάταξη πιστοποιητικού. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, αφού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής της αναιρεσίβλητης, τον οποίον είχε κάνει δεκτό το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δέχθηκε σχετικά με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τα ακόλουθα: ?Πλην όμως, για την καταβολή του επιδίκου ποσού, για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, απαιτείται εκ της διατάξεως του άρθρου 105 του ν.δ. 118/1973 (ήδη Ν. 2961/2001) η προσκόμιση πιστοποιητικού της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. περί δήλωσης και καταβολής του φόρου κληρονομίας των μετοχών που απέκτησε εκ διαθήκης του πατέρα της, το οποίο η εκκαλούσα καθ’ ης δεν προσκόμισε, αφού δεν είχε καταβληθεί ο σχετικός φόρος ύψους 291.077,73 ευρώ. Ο δε ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η εφεσίβλητη με την ως άνω συμπεριφορά της καταχρηστικά αρνείται να της καταβάλει το επίδικο ποσό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού η ως άνω συμπεριφορά της επιβάλλεται από των ως άνω απαγορευτική διάταξη, χωρίς δυνατότητα να ενεργήσει διαφορετικά εντός των νομίμων πλαισίων.
Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω δεν δύναται να υποχρεωθεί η ανακόπτουσα εφεσίβλητη στην καταβολή του επιδίκου χρηματικού μερίσματος που αναλογεί στις μετοχές της καθ’ ης εκκαλούσας και, ως εκ τούτου, κακώς εξεδόθη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής με την οποία η ανακόπτουσα εφεσίβλητη υποχρεώθηκε στην καταβολή του. Εντεύθεν, έπρεπε, δεκτής γενομένης της ανακοπής ως προς τον ως άνω σχετικό λόγο να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής?. Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κράτησε και δίκασε την ανακοπή και ακολούθως, αφού έκρινε νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη την ανακοπή ως προς το δεύτερο λόγο της, δέχθηκε στη συνέχεια ότι πρέπει η ανακοπή ?να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής λόγω υποχρέωσης μη καταβολής του επιδίκου χρηματικού μερίσματος λόγω μη προσκόμισης σχετικού πιστοποιητικού της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. περί δήλωσης και καταβολής του φόρου κληρονομίας?. Δέχθηκε, δηλαδή, η προσβαλλόμενη απόφαση ότι έπρεπε να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, επειδή η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία δεν ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το αιτούμενο από αυτήν μέρισμα ως μέτοχος της εταιρείας, από τη στιγμή που η τελευταία δεν είχε προσκομίσει το σχετικό πιστοποιητικό που προβλέπεται από το άρθρο 105 του ΝΔ/τος 118/1973, και επομένως, η αναιρεσείουσα δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την καταβολή του μερίσματος. Ωστόσο, με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του και κρίνοντας νόμιμο το σχετικό δεύτερο λόγο της ανακοπής της αναιρεσίβλητης και στη συνέχεια και ως ουσιαστικά βάσιμο, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 105 ΝΔ/τος 118/1973 και 20 του Συντάγματος, δεχόμενο ότι προκειμένου η αναιρεσείουσα να ζητήσει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την καταβολή του μερίσματος ως μέτοχος της αναιρεσίβλητης εταιρείας, έπρεπε να έχει στην κατοχή της το προβλεπόμενο από την ως άνω διάταξη του άρθρου 105 πιστοποιητικό, ακυρώνοντας έτσι το συνταγματικό δικαίωμα της αναιρεσείουσας να προσφύγει στη δικαιοσύνη για την προστασία των εννόμων συμφερόντων της, με βάση την πιο πάνω, προφανούς φορολογικής σκοπιμότητας, διάταξη του άρθρου 105 του ΝΔ/τος 118/1973. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα της υποχρέωσης της αναιρεσίβλητης εταιρείας να αρνηθεί την καταβολή του μερίσματος στην αναιρεσείουσα στην περίπτωση που η τελευταία δεν προσκομίσει το κατά το ως άνω άρθρο 105 πιστοποιητικό του οικονομικού εφόρου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 107 του αυτού πιο πάνω ΝΔ/τος 118/1973. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το τρίτο μέρος του και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ως βάσιμος. Παρέλκει δε περαιτέρω η εξέταση του ίδιου λόγου αναίρεσης κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, όπως και του δευτέρου λόγου αναίρεσης, καθώς καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του ως άνω τρίτου σκέλους του πρώτου αναιρετικού λόγου. Πρέπει κατά συνέπεια να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου κατά το κεφάλαιό της με το οποίο κρίθηκε νόμιμος και ουσιαστικά βάσιμος ο δεύτερος λόγος της ανακοπής της αναιρεσίβλητης και ακυρώθηκε η προσβληθείσα διαταγή πληρωμής, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω απόφαση, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), προκειμένου να κριθούν και οι υπόλοιποι λόγοι της ανακοπής, για τους οποίους δεν έχει εκφερθεί κρίση από το Δικαστήριο της ουσίας. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην καταθέσασα και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 391/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών κατά το κεφάλαιό της, το οποίο αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην καταθέσασα.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαΐου 2021 .
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2022 .
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ