Αριθμός 509/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Βρυνιώτη, Γεώργιο Χοϊμέ, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου και Ελένη Φραγκάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Π. Τ. του Σ., κατοίκου … και 2) …, κατοίκου …, οι οποίες εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Κωνσταντόπουλο.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Π. του Χ., συζ. Μ. Ε., κατοίκου … και 2) Δ. Μ. του Ν., κατοίκου …, οι οποίες παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Τσώκο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-7-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και του Μ. Ε. του Π., μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου και συνεκδικάστηκε με την από 18-3-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5ειδ./2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 52/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 20-4-2016 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ελένη Φραγκάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 20.4 2016 και με αριθμό κατάθεσης 8/2016 αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 52/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρο 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυε, πριν το Ν. 4335/2015), ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Από την κατ` άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει ότι η με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβαλλόμενη απόφαση με αριθμ. 52/2014 του Εφετείου Αιγαίου, αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Επί των με αριθμούς καταθ. 652/12.10.2009 και 204/19.3.2010 αντιθέτων αγωγών, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου οι αναιρεσίβλητες ως μισθώτριες και οι αναιρεσείουσες ως εκμισθώτριες αντίστοιχα, εξεδόθη η με αριθμό 5/2011 απόφαση του ως άνω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι η πρόωρη λύση της, μεταξύ αυτών, οκταετούς διαρκείας, υφισταμένης από 1.9.2008 εμπορικής μίσθωσης του σ’ αυτή αναφερομένου μισθίου καταστήματος για χρήση αυτού ως επιχείρησης εστίασης επήλθε στις 16.3.2009 με την από 26.2.2009 έγκυρη καταγγελία, που έγινε από τις μισθώτριες αναιρεσίβλητες λόγω πραγματικού ελαττώματος (αδυναμία χορήγησης άδειας λειτουργίας από τη δημόσια αρχή). Ακολούθως, δεκτών γενομένων εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμων των ως άνω αγωγών, επιδικάσθηκαν σε κάθε διάδικο μέρος τα αναφερόμενα σ’ αυτή ποσά, ήτοι στις μεν μισθώτριες τα ποσά που κατέβαλαν στις εκμισθώτριες ως εγγυοδοσία και τα οποία θα επιστρέφονταν στις μισθώτριες κατά τη λήξη της μισθώσεως και αποζημίωση για την μη εκτέλεση της σύμβασης και στις εκμισθώτριες μισθώματα του χρόνου που διέδραμε από την κατάρτιση της μίσθωσης μέχρι την καταγγελία αυτής. Κατ’ αυτής ασκήθηκαν από τους διαδίκους εφέσεις, επί των οποίων εξεδόθη η ως άνω προσβαλλομένη απόφαση με την οποία αυτές απορρίφθηκαν στο σύνολό τους.
Από τις διατάξεις των άρθρων 574 έως 577 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 44 Π.Δ. 34/1995), συνάγεται ότι με τη διαρκή σύμβαση της μίσθωσης ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση (άρθρ. 574 ΑΚ). Επίσης, έχει υποχρέωση όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, αλλά και να το διατηρεί κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, υποχρεούμενος σε άρση των πραγματικών του ελαττωμάτων και σε αποκατάσταση των συμφωνημένων ιδιοτήτων που λείπουν (άρθρ. 575 ΑΚ). Αν κατά το χρόνο παράδοσής του στο μισθωτή το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα), ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος (άρθρ. 576 παρ. 1 ΑΚ). Περαιτέρω, αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που υπήρχε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης ο μισθωτής έχει δικαίωμα, αντί για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος, να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης (άρθρο 577 ΑΚ), η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας (ΑΠ 1674/2017). Τέτοιο πραγματικό ελάττωμα αποτελεί και η αδυναμία χρήσης του μισθίου όπως συμφωνήθηκε λόγω απαγόρευσης της χρήσης από δημόσια αρχή ή λόγω αδυναμίας χορήγησης της απαιτούμενης άδειας δημόσιας αρχής (Ολ.ΑΠ 50/2005), η έκδοση της οποίας πρέπει να γίνει με ενέργειες του εκμισθωτή (ΑΠ 415/2014). Εξάλλου, εκτός των παραπάνω, ο μισθωτής στην περίπτωση που, εξ αιτίας του ως άνω προβαλλομένου απ’ αυτόν πραγματικού ελαττώματος παρακωλύεται να κάνει χρήση του μισθίου έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση υπό τους όρους του άρθρου 585 ΑΚ, οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 587 ΑΚ, αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση. Το προς καταγγελία της μίσθωσης ως άνω δικαίωμα του μισθωτή θεμελιώνεται με μόνη την ύπαρξη του πραγματικού ελαττώματος τούτου, ανεξαρτήτως εάν ο εκμισθωτής βαρύνεται ή όχι με υπαιτιότητα ως προς αυτό (ΑΠ 1291/2014, ΑΠ 1469/2013).
Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης με την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας, αφορά ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσματος αναφορικά με τη συνδρομή ή μη γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους, να μην μπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς (Ολ.ΑΠ 13/1995). Η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψή της πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειμένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και το αιτιολογικό της και όχι το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., εκτός αν δεν είναι σαφές τo πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Οι αναιρεσείουσες με τους 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 6ο, 7ο, 9ο, 10ο και 12ο λόγους αναίρεσης αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της εκ πλαγίου παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 577 και 585 ΑΚ, αλλά και της διάταξης του άρθρου 361 του ίδιου κώδικα, επικαλούμενοι ανεπάρκεια, ασάφεια και αντίφαση της αιτιολογίας της προσβαλλομένης σχετικά με το ουσιώδες ζήτημα του, κατά τον χρόνο συνομολόγησης της μίσθωσης υφισταμένου πραγματικού ελαττώματος του μισθίου που συνίσταται σε αδυναμία έκδοσης άδειας λειτουργίας αυτού για τη χρήση που συμφωνήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία, μέρος: “Με το από 4.9.2008 ”ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης επαγγελματικής στέγης και κινητού εξοπλισμού” η πρώτη εναγομένη της με αριθ. 652/2009 αγωγής (και πρώτη των εναγουσών της με αριθ. 204/2010 αγωγής) εκμίσθωσε στην πρώτη και δεύτερη των εναγόντων (της 652/2009 αγωγής και αντίστοιχα εναγομένων της 204/2010 αγωγής) για το χρονικό διάστημα από 1.9.2008 έως 31.8.2016 ένα ισόγειο κατάστημα, εμβαδού 60 τ.μ. περίπου, με βοηθητικό χώρο παρασκευαστηρίου, λάντζα, κουζίνα, δύο τουαλέτες, εξωτερική αυλή, εμβαδού 130 τ.μ., μια αποθήκη, εμβαδού 18 τ.μ., ένα δωμάτιο, εμβαδού 17,98 τ.μ. και ένα ημιυπαίθριο χώρο (πυλωτή), εμβαδού 13,50 τ.μ., πίσω από το κατάστημα, που βρίσκεται στο δημοτικό διαμέρισμα … του Δήμου …, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν ως κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (πιτσαρία, αναψυκτήριο, λουκουματζίδικο, ταβέρνα, εστιατόριο, ψησταριά, σνακ μπαρ, ουζερί και άλλες συναφείς χρήσεις), αντί συνολικού μισθώματος 4.800 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.9.2008 έως 31.12.2009 … και αντί μηνιαίου μισθώματος 540 ευρώ από 1.1.2010 και εφεξής, καταβλητέου το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα και αναπροσαρμοζόμενου κατά ποσοστό 8% ετησίως. Περαιτέρω, κατά τη σύναψη της μίσθωσης οι μισθώτριες ενάγουσες κατέβαλαν στην εκμισθώτρια πρώτη εναγομένη το ποσό των 1.200 ευρώ (ήτοι τρία μηνιαία μισθώματα) ως εγγύηση για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της σύμβασης, με τη συμφωνία ότι θα επιστραφεί άτοκο κατά τη λήξη της μίσθωσης, μετά την εμπρόθεσμη αποχώρησή τους από το μίσθιο και την ακριβή εκπλήρωση όλων των όρων της μίσθωσης. Ακολούθως, με το ίδιο ιδιωτικό συμφωνητικό η δεύτερη εναγομένη της 652/2009 αγωγής (και αντίστοιχα δεύτερη ενάγουσα της 204/2010 αγωγής), εκμίσθωσε στις ανωτέρω τα αναφερόμενα στο εν λόγω συμφωνητικό κινητά πράγματα που αποτελούσαν τον εξοπλισμό της επιχείρησης υγειονομικού ενδιαφέροντος που λειτουργούσε στο μίσθιο (εποχιακή πιτσαρία – αναψυκτήριο – λουκουματζίδικο) στο δικό της όνομα, για το ίδιο χρονικό διάστημα, αντί συνολικού μισθώματος 1.200 ευρώ από 1.9.2008 έως 31.12.2009… και 108 ευρώ το μήνα από 1.1.2010 και εφεξής, καταβλητέου το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα και αναπροσαρμοζόμενου ετησίως κατά ποσοστό 8%. Κατά την κατάρτιση της μίσθωσης του εξοπλισμού της επιχείρησης κατέβαλαν οι μισθώτριες ενάγουσες στην εκμισθώτρια δεύτερη εναγομένη το ποσό των 1.200 ευρώ (ήτοι τρία μηνιαία μισθώματα) ως εγγύηση για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της σύμβασης, με τη συμφωνία ότι θα επιστραφεί άτοκο κατά τη λήξη της μίσθωσης, μετά την εμπρόθεσμη αποχώρησή τους από το μίσθιο και την ακριβή εκπλήρωση όλων των όρων της μίσθωσης. Με τον με αριθμό 19 όρο του ως άνω συμφωνητικού μίσθωσης του καταστήματος συμφωνήθηκε ότι ”στην περίπτωση που δεν καταστεί δυνατόν οι μισθώτριες να αδειοδοτηθούν από την αρμόδια Αρχή, για την λειτουργία καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος εντός του μισθίου, τότε η μίσθωση λύεται αζημίως και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, η δε εκμισθώτρια θα επιστρέψει ατόκως το ποσό των 1.200 ευρώ που της κατέβαλαν οι μισθώτριες ως εγγύηση, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στον όρο 3 του παρόντος. Η εκμισθώτρια διαβεβαιώνει ότι είναι δυνατή η μεταβίβαση της υπάρχουσας άδειας λειτουργίας στις μισθώτριες”. Στη συνέχεια, με την από 26.2.2009 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία – καταγγελία των εναγόντων της 652/2009 αγωγής, που κοινοποιήθηκε στις εναγόμενες στις 16.3.2009 …, εξέθεσαν ότι κατέστη αδύνατο να επιτύχουν την έκδοση νέας άδειας λειτουργίας στο μίσθιο κατάστημα, εξαιτίας της σωρείας των οικοδομικών παραβάσεων και μετατροπών που οι εναγόμενες είχαν επιφέρει σ’ αυτό, καθ’ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας που τους είχε χορηγηθεί, ότι ήταν αδύνατο να λάβουν βεβαίωση χώρου κύριας χρήσης για το μίσθιο, προϋπόθεση απαραίτητη για την έκδοση νέας άδειας λειτουργίας, ότι προσπάθησαν να ”μεταφέρουν” την υπάρχουσα άδεια λειτουργίας στο όνομά τους, αλλά δεν κατέστη δυνατό διότι το υπάρχον στο φάκελο της άδειας πιστοποιητικό πυρασφάλειας είχε λήξει από το έτος 2005 και η έκδοση νέου πιστοποιητικού πυρασφάλειας ήταν αδύνατη εξαιτίας των προαναφερόμενων οικοδομικών παραβάσεων και μετατροπών που οι εναγόμενες είχαν επιφέρει στο μίσθιο και τις οποίες, ενώ γνώριζαν, τους τις είχαν αποκρύψει και ότι, για τους λόγους αυτούς, σύμφωνα με τον όρο 19 της μεταξύ τους σύμβασης της μίσθωσης, κατήγγειλαν την ένδικη μίσθωση και κάλεσαν τις εναγόμενες να τους επιστρέψουν τα ποσά των εγγυήσεων που είχαν καταβάλει… Όπως δε προκύπτει από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, πριν την καταγγελία της ένδικης μίσθωσης, οι ενάγουσες (της 652/2009 αγωγής), αφού παρέλαβαν τη χρήση του μισθίου ακινήτου και του κινητού εξοπλισμού του, επιδίωξαν να επιτύχουν τη νόμιμη λειτουργία της επιχείρησης. Στην δεύτερη εναγομένη (της 652/2009 αγωγής) είχε χορηγηθεί η με αριθ. πρωτ. …/3/12.7.1996 άδεια ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος (εποχιακή πιτσαρία – αναψυκτήριο – λουκουματζίδικο) για αόριστο χρονικό διάστημα και μόνο για το κατάστημα για το οποίο χορηγήθηκε, ενώ απαγορευόταν η μεταβίβασή της σε άλλο πρόσωπο και με οποιονδήποτε τρόπο, ο περιορισμός όμως αυτός ήταν άνευ σημασίας κατά την έναρξη της ένδικης μίσθωσης διότι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις της Υ.Δ. Α1β/8577/1983, ήταν δυνατή η αντικατάσταση της υφιστάμενης άδειας σε περίπτωση μεταβίβασης του καταστήματος σε τρίτα πρόσωπα (πλην συζύγου, τέκνων κλπ. σε περίπτωση συνταξιοδότησης ή θανάτου του δικαιούχου της άδειας), όπως στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον πληρούνταν οι ίδιες προϋποθέσεις που απαιτούνταν για την έκδοση άδειας νεοϊδρυθέντος καταστήματος. Απαιτούνταν δηλαδή η κατάθεση φακέλου με πλήρη δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων βεβαίωση χώρου κύριας χρήσης από την αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας και βεβαίωση από την αρμόδια Υγειονομική Υπηρεσία. Στις 12.2.2009 η πρώτη ενάγουσα (της 652/2009 αγωγή) υπέβαλε στον αρμόδιο Δήμο … αίτηση για την αντικατάσταση της υπάρχουσας άδειας λειτουργίας καταστήματος και στην Πυροσβεστική Υπηρεσία … αίτηση για τη χορήγηση πιστοποιητικού πυρασφάλειας και αλλαγή της επωνυμίας της επιχείρησης (εστιατορίου-ψησταριάς) με συνημμένα δικαιολογητικά, καθώς και αίτηση ως προς το αν η υφιστάμενη στο μίσθιο επιχείρηση (που έφερε τον τίτλο ”…”) διέθετε πιστοποιητικό πυροπροστασίας σε ισχύ. Σύμφωνα με την από 13.2.2009 βεβαίωση της ανωτέρω υπηρεσίας, η εν λόγω επιχείρηση δεν διέθετε πιστοποιητικό πυροπροστασίας σε ισχύ, καθώς της είχε χορηγηθεί πιστοποιητικό στις 19.5.2000 στο όνομα Μ. Α., το οποίο ίσχυε για πέντε έτη (δηλαδή έως 19.5.2005), στη συνέχεια δε με το από 24.2.2009 έγγραφό της απέρριψε την αίτηση για τη χορήγηση πιστοποιητικού πυροπροστασίας λόγω μη υποβολής όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών. Πέραν τούτου, η με αριθ. …/1984 οικοδομική άδεια και το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα κάλυψης του μισθίου αφορούσαν στην κατασκευή ισόγειας κατοικίας 106,30 τ.μ. και όχι καταστήματος. Σύμφωνα με το με αριθ. …/15.5.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Υγείας Πρόνοιας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων προς την πρώτη ενάγουσα, κατά την από 4.5.2009 αυτοψία των αρμόδιων υπαλλήλων στο μίσθιο διαπιστώθηκε ότι έγιναν αλλαγές τόσο στο κτίριο όσο και στη συγκρότηση του καταστήματος (όπως προέκυψε από τη σύγκριση της υπάρχουσας κατάστασης με την αποτυπωμένη κατάσταση του καταστήματος στα σχεδιαγράμματα που υπήρχαν στο φάκελο της άδειας λειτουργίας) και συγκεκριμένα είχε ανοιχθεί πόρτα στο πίσω μέρος του καταστήματος… Εξάλλου, με την με αριθ. …/11.5.2009 έκθεση αυτοψίας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας … διαπιστώθηκε η αλλαγή χρήσης τμήματος προβλεπόμενου ως κατοικίας στην ως άνω …/1984 οικοδομική άδεια σε κατάστημα (εστιατόριο), με καθαίρεση εσωτερικής τοιχοποιϊας, κατασκευή ισόγειου W.C. που εξυπηρετεί το εστιατόριο, καθώς και ισόγειων χώρων κατοικίας μη προβλεπόμενων από την οικοδομική άδεια και επιβλήθηκαν πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαίρετων κατασκευών. Κατά της ως άνω έκθεσης η πρώτη εναγομένη της 652/2009 αγωγής υπέβαλε ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ενστάσεων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας που απορρίφθηκε με την 14/2009 απόφασή της και στη συνέχεια άσκησε την 542/13.10.2010 αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, ως προς την εκδίκαση και έκβαση της οποίας δεν προσκομίζει και δεν επικαλείται κάποιο έγγραφο. Σημειώνεται ότι η δεύτερη εναγομένη της 652/2009 αγωγής είχε λάβει την με αριθ. …/4.6.1996 βεβαίωση χρήσης καταστήματος για την έκδοση της …/3/ 12.7.1996 άδειας ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος, προηγουμένως δε (από 15.3.1985) είχε αναθεωρηθεί η …/1984 οικοδομική άδεια (ενόψει δε των ανωτέρω οι εναγόμενες – εκμισθώτριες έχουν ισχυριστεί ότι δεν υφίστανται πολεοδομικές παραβάσεις, αφού στην οικοδομική άδεια προβλεπόταν η ύπαρξη κτιρίων για χρήση καταστήματος εμβαδού 53,14 τ.μ.), όπως όμως αναφέρεται στην αιτιολογία της ομόφωνης από 1.9.2010 απόρριψης της με αριθ. Δ.Π. …/23.2.2010 αίτησης θεραπείας που υπέβαλε μετά την απόρριψη της ένστασής της, ”Από τα στοιχεία του φακέλου (δεν συμπεριλαμβάνονται τα αρχιτεκτονικά σχέδια της αναθεώρησης) της από 15.3.1985 αναθεώρησης της …/85 ο.α. δεν προκύπτει να έχει γίνει αλλαγή χρήσης κατοικίας σε κατάστημα. Δεν προσκομίστηκαν σχέδια της αρχιτεκτονικής μελέτης της εν λόγω αναθεώρησης από την ιδιοκτήτρια, καθώς και επιπλέον στοιχεία που να αποδεικνύουν τα αναφερόμενα στην προαναφερόμενη θεραπεία”. Με τα δεδομένα αυτά, δεν ήταν δυνατή η έκδοση νέας άδειας, αλλά ούτε η αντικατάσταση της υπάρχουσας άδειας ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος στο μίσθιο, προκειμένου να λειτουργήσει νόμιμα σ’ αυτό η επιχείρηση για την οποία το μίσθωσαν οι ενάγουσες κατά την τουριστική περίοδο του 2009, αφού απαιτούνταν, σύμφωνα με τις αμέσως παραπάνω αναφερόμενες διατάξεις, τα αυτά δικαιολογητικά, ήτοι, μεταξύ άλλων, βεβαίωση χώρου κύριας χρήσης, η έκδοση της οποίας δεν ήταν δυνατή με τα ως άνω υπάρχοντα στοιχεία του σχετικού φακέλου. Στην με αριθ. πρωτ. …/18.5.2009 βεβαίωση του αρμόδιου για την αδειοδότηση Δήμου … αναφέρεται ότι λόγω της μη ισχύος του πιστοποιητικού πυροπροστασίας δεν μπορούσε να γίνει μεταβίβαση της με αριθ. …/3/12.7.1996 άδειας ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος στο όνομα των εναγουσών, αλλά και ότι δεν ήταν δυνατή η έκδοση νέας άδειας ίδρυσης και λειτουργίας διότι η με αριθ. …/1984 οικοδομική άδεια και το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα κάλυψης αφορούσαν στην κατασκευή ισόγειας κατοικίας 106,30 τ.μ. και όχι καταστήματος. Μετά την ως άνω καταγγελία της μίσθωσης και τις απορριφθείσες ένσταση και αίτηση θεραπείας της δεύτερης εναγομένης και κατόπιν νέας αίτησής της προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας …, έγινε ανασύσταση του φακέλου αναθεώρησης της με αριθ. …/1984 οικοδομικής άδειας, έγινε δεκτή εν μέρει η αίτηση επανεξέτασης θεραπείας και της χορηγήθηκε βεβαίωση ότι το ισόγειο κατάστημα, που αποτέλεσε το μίσθιο της ένδικης μίσθωσης, πληροί τις πολεοδομικές διατάξεις για να χρησιμοποιηθεί ως χώρος κύριας χρήσης προοριζόμενος για κατάστημα, προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας καταστήματος με χρήση ”εστιατόριο – πιτσαρία” Όπως δε βεβαιώνεται ακολούθως από την ίδια υπηρεσία (βλ. το με αριθ. πρωτ. …/9.1.2012 έγγγραφο της Δ/νσης Πολεοδομίας …), μέχρι τις 3.5.2011, οπότε έγινε η ανασύσταση του ως άνω φακέλου αναθεώρησης, δεν μπορούσε να χορηγηθεί άδεια λειτουργίας του καταστήματος στην ιδιοκτησία της Π. Τ. (πρώτης εναγομένης – πρώτης ενάγουσας) στη θέση … (ήτοι στο ένδικο μίσθιο). Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι κατά το χρόνο της καταγγελίας της μίσθωσης δεν ήταν δυνατή η έκδοση νέας ή η αντικατάσταση της υπάρχουσας άδειας λειτουργίας καταστήματος στο μίσθιο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, τούτο δε ανεξαρτήτως της δυνατότητας χορήγησης πιστοποιητικού πυροπροστασίας, για τη χορήγηση του οποίου εγκρίθηκε μεταγενέστερα, κατόπιν αίτησης της δεύτερης εναγομένης της 652/2009 αγωγής, μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας της ως άνω επιχείρησής της και της ζητήθηκε, προκειμένου να της χορηγηθεί πιστοποιητικό πυροπροστασίας, να επανέλθει με νέα αίτηση στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, αφού λάβει όλα τα μέτρα και μέσα πυροπροστασίας που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία και αναγράφονται στην ως άνω εγκεκριμένη μελέτη, προσκομίζοντας τα απαραίτητα δικαιολογητικά… Το γεγονός δε ότι πριν την καταγγελία της ένδικης μίσθωσης δεν είχε υποβληθεί εγγράφως από τις ενάγουσες της 652/2009 αγωγής – μισθώτριες αίτηση στην αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας … για τη χορήγηση βεβαίωσης για χώρο κύριας χρήσης στο μίσθιο όπως και το ότι διενεργήθηκε αυτοψία στο μίσθιο, αλλά και εκδόθηκε η προαναφερθείσα βεβαίωση περί μη δυνατότητας αδειοδότησης του μισθίου από τον αρμόδιο Δήμο … σε χρόνο μεταγενέστερο της καταγγελίας της ένδικης μίσθωσης, δεν αναιρεί το ότι οι ενάγουσες της 652/2009 αγωγής επιδίωξαν να επιτύχουν τη λειτουργία καταστήματος στο μίσθιο με νόμιμη άδεια, ότι διαπίστωσαν από την έρευνά τους ότι δεν ήταν δυνατή η αδειοδότηση με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία του φακέλου, προκειμένου να λειτουργήσει νόμιμα σ’ αυτό η επιχείρηση, για την οποία το μίσθωσαν, κατά την τουριστική περίοδο του 2009, όπως τούτο επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια εγγράφως και ότι δεν είχαν πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της μίσθωσης, αφού η απαιτούμενη άδεια λειτουργίας θα μπορούσε να χορηγηθεί μόνο μετά την διευθέτηση των πολεοδομικών παραβάσεων του μισθίου, που απαιτούσε μακρόχρονες διαδικασίες με αβέβαιη κατάληξη. Με βάση τ’ ανωτέρω, η ως άνω καταγγελία της ένδικης σύμβασης στηρίζεται στον όρο 19 αυτής που παρέχει ευθέως το συγκεκριμένο δικαίωμα, όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της καταγγελίας, δηλαδή πρόκειται για άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος της καταγγελίας μίσθωσης για έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας, που συνιστά και πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και όχι για δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης, που θα επέφερε την αμοιβαία απόσβεση των υποχρεώσεων των μερών κατ’ άρθρο 389 ΑΚ, είναι συνεπώς έγκυρη και έχει επιφέρει την άρση της μισθωτικής σχέσης για το μέλλον, σύμφωνα με το άρθρο 587 του ΑΚ, η δε εκκαλουμένη ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και καλώς εκτιμώντας τα αποδεικτικά στοιχεία έκρινε τα ίδια και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους υπό στοιχεία 1, 2, 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10 και 11 της με αριθ. κατάθ. 92/26.10.2011 έφεσης των εναγομένων της 652/2009 αγωγής – εναγουσών της 204/2010 αγωγής είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Οι εκκαλούσες της 92/2011 έφεσης με τον υπό στοιχείο 12 (και τελευταίο) λόγο αυτής, που προτείνουν για πρώτη φορά στο Εφετείο κατ’ άρθρο 527 παρ. 3 του ΚΠολΔ, ισχυρίζονται, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ως έγκυρη η καταγγελία της ένδικης μίσθωσης, ότι το εν λόγω δικαίωμα έχει ασκηθεί κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, διότι τα εκδοθέντα μετά την καταγγελία της σύμβασης έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι αντίδικοι, περί πολεοδομικών παραβάσεων, στηρίχθηκαν στην έλλειψη από το σχετικό φάκελο του μισθίου στην Πολεοδομία … των αρχιτεκτονικών σχεδίων, που συνόδευαν την οικοδομική άδεια, από υπαιτιότητα των υπαλλήλων της, αφού δε έγινε η ανασύσταση του φακέλου κατέστη δυνατή η με αριθ. …/24.6.2011 βεβαίωση περί του ότι το μίσθιο ”πληροί τις πολεοδομικές διατάξεις για να χρησιμοποιηθεί ως χώρος κύριας χρήσης προοριζόμενος για κατάστημα εστιατόριο – πιτσαρία”, από την οποία βεβαίωση προέκυψε ότι ήταν ανέκαθεν δυνατή η έκδοση άδειας λειτουργίας του μισθίου αν υποβαλόταν αίτηση συνοδευόμενη από τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί διότι τα εκτιθέμενα περιστατικά, ήτοι η έκδοση εγγράφων περί ύπαρξης πολεοδομικών παραβάσεων στο μίσθιο, λόγω ελλιπούς φακέλου του μισθίου στην αρμόδια Πολεοδομία …, και η μη δυνατότητα έκδοσης βεβαίωσης πριν την ανασύσταση τούτου περί του ότι το μίσθιο πληροί τις πολεοδομικές διατάξεις για χρήση ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, δεν συνιστούν λόγο για την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας της μίσθωσης εκ μέρους των μισθωτριών καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αντιθέτως, η για την ανωτέρω αιτία (μη ανασύσταση φακέλου) αδυναμία έκδοσης της σχετικής βεβαίωσης εκ μέρους της αρμόδιας Πολεοδομίας ενωρίτερα, επιβεβαιώνει την αδυναμία έκδοσης άδειας λειτουργίας καταστήματος έως το χρόνο της ανασύστασης και, κατά συνέπεια, την πλήρωση του όρου 19 της μίσθωσης. Ακολούθως, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε, ότι οι ενάγουσες της 652/2009 αγωγής κατέβαλαν στον πολιτικό μηχανικό Π. Κ. το ποσό των 565 ευρώ για τη διενέργεια αυτοψίας – ελέγχου στο μίσθιο κατάστημα, ώστε να διαπιστωθεί αν μπορεί να εκδοθεί γι’ αυτό άδεια λειτουργίας καταστήματος, για το οποίο ποσό εξέδωσε αυτός την με αριθ. …/30.6.2009 απόδειξη παροχής υπηρεσιών, η δαπάνη δε αυτή συνιστά ζημία των εναγουσών – μισθωτριών συνδεόμενη αιτιωδώς με την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας του μισθίου, ήτοι της δυνατότητας χρήσης αυτού ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, που συνιστά και πραγματικό ελάττωμα τούτου και πρέπει να αποκατασταθεί. Επομένως, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που δέχθηκε τα ίδια και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον υπό στοιχείο 5 λόγο της 92/26.10.2011 έφεσης των εναγομένων της 652/2009 αγωγής – εναγουσών της 204/2010 αγωγής είναι αβάσιμα και απορριπτέα, σημειουμένου ότι απαραδέκτως προσβάλλεται για πρώτη φορά με αυτόν η ως ως άνω αγωγική αξίωση ως αόριστη και μη νόμιμη και δεν είχε προταθεί στον πρώτο βαθμό με τις προτάσεις προς αντίκρουση της αγωγής. Περαιτέρω, από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι η πρώτη εναγομένη της 652/2009 αγωγής – εκμισθώτρια του ενδίκου μισθίου, γνώριζε κατά τη σύναψη της σύμβασης της μίσθωσης τις πολεοδομικές παραβάσεις του μισθίου, αφού η με αριθ. …/1984 οικοδομική άδεια είχε εκδοθεί στο όνομά της και εκείνη επέφερε τις μετατροπές που συνεπεία των οποίων δεν ήταν δυνατή η έκδοση ή η αντικατάσταση της άδειας λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος σ’ αυτό, το έτος 2009. Ήτοι, γνώριζε την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας που συνιστά και πραγματικό ελάττωμα του μισθίου και γι’ αυτό οι ενάγουσες μισθώτριες δικαιούνται να απαιτήσουν αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης της σύμβασης, επιλέγοντας τη διαζευκτική παροχή του άρθρου 577 του ΑΚ αντί εκείνης του άρθρου 576 του ίδιου Κώδικα, που συνίσταται στην ανόρθωση κάθε ζημίας που συνδέεται αιτιωδώς με την ύπαρξη του ελαττώματος, το οποίο παρεμπόδισε τη χρήση του μισθίου…”. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε στο σύνολό της, μεταξύ άλλων και τη με αριθμό καταθ. 92/26.10.2011 έφεση που άσκησαν οι αναιρεσείουσες ως εκκαλούσες επικυρώνοντας την εκκαλουμένη ως άνω με αριθμό 5/2011 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, η οποία δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμες τις ως άνω αντίθετες ένδικες αγωγές με την αιτιολογία ότι η πρόωρη λύση της υφισταμένης μεταξύ των διαδίκων μίσθωσης επήλθε με έγκυρη από μέρους των αναιρεσιβλήτων καταγγελία. Έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση πλήρεις, σαφείς και χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις αιτιολογίες, καθιστώντας εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο σχετικά με τις διατάξεις που εφάρμοσε για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος στο μίσθιο, λόγω της αδυναμίας εκδόσεως άδειας λειτουργίας από την αρμόδια αρχή, που απέκλειε την κατά το χρόνο της συνομολόγησης της μισθωτικής σύμβασης χρήση του μισθίου και του σ’ αυτό υπάρχοντος εξοπλισμού του ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρά την περιλαμβανομένη, στον όρο 19 του από 4.9.2008 μισθωτηρίου συμφωνητικού, ρητή διαβεβαίωση των αναιρεσειουσών εκμισθωτριών ότι ήταν δυνατή η μεταβίβαση της υπάρχουσας από το έτος 1996, στο όνομα της δεύτερης τούτων, άδεια λειτουργίας του μισθίου για την συμφωνημένη χρήση στις μισθώτριες αναιρεσίβλητες. Συγκεκριμένα ως προς το ουσιώδες ζήτημα της, συνδεόμενης με το ως άνω πραγματικό ελάττωμα εγκυρότητας της, από 26.2.2009, συμφωνημένης στον όρο 19 του μισθωτηρίου, καταγγελίας των αναιρεσιβλήτων, με την οποία επήλθε στις 16.3.2009 η πρόωρη λύση της, οκταετούς διάρκειας, μίσθωσης, η προσβαλλομένη διέλαβε τα παρακάτω περιστατικά: α) την έλλειψη δυνατότητας των αναιρεσειουσών να μεταφέρουν στις αναιρεσίβλητες μισθώτριες την ως άνω υπάρχουσα με αριθμό πρωτ. …/3/12.7.1996 άδεια ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος για τη μεταβίβαση της οποίας ήταν αναγκαίο σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 5 της Υ.Δ. Α1β/8577/1983 να συντρέξουν οι ίδιες προϋποθέσεις που απαιτούνταν για την έκδοση άδειας νεοϊδρυθέντος καταστήματος, β) την, κατά το χρόνο (4.9.2008) κατάρτισης της ένδικης μίσθωσης και για τρία περίπου έτη από την έναρξη αυτής (1.9.2008), μέχρι την πλήρη ανασύσταση του απολεσθέντος φακέλου της πολεοδομίας (3.5.2011) αδυναμία εκδόσεως άδειας λειτουργίας του μισθίου από την αρμόδια αρχή και του αναγκαίου, προς τούτο, πιστοποιητικού πυρασφαλείας, με επακόλουθο την παρακώλυση της συμφωνημένης χρήσης του μισθίου ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος και δη ως χώρου εστίασης, ψησταριάς και παρασκευής άλλων εδεσμάτων, γ) την απόρριψη στις 13.2.2009 της υποβληθείσας από την πρώτη αναιρεσίβλητη στις 12.2.2009 στον αρμόδιο Δήμο … αίτησης για την αντικατάσταση της υπάρχουσας άδειας λειτουργίας καταστήματος, αλλά και της αίτησης για τη χορήγηση πιστοποιητικού πυρασφάλειας από την Πυροσβεστική Υπηρεσία … και τέλος, δ) ότι ο φάκελος με τα στοιχεία της κατάστασης του μισθίου που υπήρχε κατά τη σύναψη της μίσθωσης και τέθηκε από τις εκμισθώτριες στη διάθεση των μισθωτριών για την έκδοση της άδειας λειτουργίας, ήταν ελλιπής, καθώς δεν προέκυπτε απ’ αυτόν η υφιστάμενη κατάσταση του μισθίου και η αλλαγή χρήσης του από οικία σε κατάστημα, διαπιστώθηκαν δε, μετά από αυτοψία των τοπικά αρμοδίων προς τούτο Υπηρεσιών Διεύθυνσης Υγείας Πρόνοιας και Πολεοδομίας …, αυθαίρετες παρεμβάσεις και κατασκευές, στις οποίες είχαν προβεί οι αναιρεσείουσες προκειμένου να μετατραπεί σε κατάστημα η οικία που είχε κατασκευαστεί με νόμιμη οικοδομική άδεια. Επιπλέον η προσβαλλομένη διέλαβε επαρκείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της θετικής ζημίας που οι αναιρεσίβλητες υπέστησαν από τη μη εκτέλεση της σύμβασης επειδή, εκτός από την “εγγύηση” ποσού 1.200 ευρώ που, σύμφωνα με τον όρο 19, κατέβαλαν στις αναιρεσείουσες, ζημιώθηκαν κατά το ποσόν των 565 ευρώ το οποίο, κατ’ ανάγκην, κατέβαλαν σε πολιτικό μηχανικό, προκειμένου, να διερευνήσει τη δυνατότητα εκδόσεως άδειας λειτουργίας του μισθίου ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος βάσει των στοιχείων που, κατά την κατάρτιση της σύμβασης τέθηκαν υπόψη τους από τις αναιρεσείουσες, οι οποίες, κατά την κατάρτιση της σύμβασης τελούσαν σε γνώση των πολεοδομικών παραβάσεων και της αλλαγής χρήσης. Τα παραπάνω, διαλαμβανόμενα στον ελάσσονα συλλογισμό της προσβαλλομένης περιστατικά, καλύπτουν το πραγματικό των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 361, 577, 587 και 585 ΑΚ, τις οποίες το Εφετείο ορθά κατά ως άνω εφάρμοσε, χωρίς να έχει υποχρέωση να παραθέσει στο σκεπτικό του και άλλες αιτιολογίες, πέραν αυτών που προαναφέρθηκαν σχετικά: ι) με το χρόνο που διαπιστώθηκε η έλλειψη δυνατότητας έκδοσης άδειας λειτουργίας του μισθίου ως καταστήματος, ιι) με τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι μισθώτριες για την μεταβίβαση (έκδοση) της άδειας λειτουργίας του μισθίου καταστήματος και του πιστοποιητικού πυρασφάλειας στο όνομά τους, ιιι) του ακριβούς χρόνου της υποβολής των σχετικών αιτήσεων, και των δικαιολογητικών (πιστοποιητικών, δηλώσεων κ.λπ.) που, συνημμένως με τις αιτήσεις τους προσκόμισαν στις αρμόδιες προς τούτο Υπηρεσίες, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 της με αρ. 10551/26-02-2007 ΚΥΑ (ΦΕΚ 246/26-2-2007 τεύχος Β’) και ιν) με τις απαντήσεις των τελευταίων στις αιτήσεις τους, αλλά ούτε και περαιτέρω διευκρινίσεις για τα έγγραφα που υπήρχαν στο φάκελο της πολεοδομίας πριν ανακινηθεί η διαδικασία για την ανασύστασή του, όπως αβασίμως προβάλλουν οι αναιρεσείουσες με τις αιτιάσεις, που, συνδυαστικά επικαλούνται στους πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, έκτο, έβδομο και ένατο αναιρετικούς λόγους. Επιπλέον, και σε συνέχεια με τους παραπάνω αναιρετικούς λόγους, οι αναιρεσείουσες με τον δέκατο αναιρετικό λόγο επικαλούνται ότι οι αιτιολογίες της προσβαλλομένης, το μεν είναι αντιφατικές, εφόσον δέχεται ότι κατά το χρόνο της καταγγελίας δεν ήταν δυνατή η έκδοση της άδειας λόγω απώλειας των εγγράφων και όχι λόγω πραγματικών ελαττωμάτων, καθώς, κατά τα σ’ αυτήν εκτιθέμενα, ήταν δυνατή η αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας και η έκδοση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας σε μεταγενέστερο χρόνο με την προσκόμιση των προς τούτο δικαιολογητικών από τις μισθώτριες, το δε ελλιπείς, αφού δεν διευκρινίζεται ποιο από τα εν προκειμένω αντισυμβαλλόμενα μέρη είχε υποχρέωση να επιδιώξει την ανασύσταση του απωλεσθέντος φακέλου. Οι ως άνω επικαλούμενες στον αναιρετικό λόγο αυτό αιτιάσεις, είναι προεχόντως αβάσιμες, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, η έκδοση της άδειας λειτουργίας για την συμφωνημένη χρήση του μισθίου ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, πρέπει, εφόσον δεν υπάρχει διαφορετική, μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών συμφωνία, να γίνει με ενέργειες της κατόχου αυτής πρώτης αναιρεσείουσας εκμισθώτριας, χωρίς η υποχρέωσή της αυτή να διαφοροποιείται, στην περίπτωση μεταβίβασης της υπάρχουσας άδειας, αφού και πάλι, όπως αναφέρεται στον ελάσσονα συλλογισμό της προσβαλλομένης, έπρεπε για τη μεταβίβασή της, σύμφωνα με τα κατά το χρόνο της σύναψης της μίσθωσης ισχύοντα, (άρθρο 6 παρ. 5 της Υ.Δ. Α1β/8577/1983) να πληρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις που απαιτούνται και για την έκδοσή της, λόγω της μη συνδρομής των οποίων κατά το χρόνο κατάρτισης της μίσθωσης, όπως ανελέγκτως δέχθηκε το Εφετείο, δημιουργήθηκαν οι, εκ της ένδικης συμβάσεως συνομολογηθείσες στον όρο 19, συνθήκες καταγγελίας της σύμβασης από τις μισθώτριες, για την άσκηση της οποίας, δεν ήταν αναγκαίο σωρευτικώς να συντρέχει και υπαιτιότητα των εκμισθωτριών (για την, κατά το ως άνω χρονικό σημείο, αδυναμία έκδοσης άδειας λειτουργίας), κατά τα όσα αβασίμως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες στον ίδιο λόγο. Σε κάθε περίπτωση είναι και απαράδεκτες, διότι οι αναιρεσείουσες, υπό την επίφαση της πλημμέλειας της εκ πλαγίου παραβίασης της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 361 ΑΚ, επιχειρούν να πλήξουν την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου ουσίας περί της εγκυρότητας της καταγγελίας, η οποία δεν αντιβαίνει στον όρο 19 της μισθωτικής σύμβασης, σύμφωνα με όσα δέχτηκε το Δικαστήριο ουσίας κατά την περί των πραγμάτων εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά και είναι σύμφωνη και με το άρθρο 585 εδ. β’ ΑΚ. Τέλος, το Εφετείο σχετικά με το ζήτημα της καταβολής του ποσού των 565 € που κατέβαλαν οι μισθώτριες σε πολιτικό μηχανικό, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε στον ελάσσονα συλλογισμό της συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες που καλύπτουν το πραγματικό του εφαρμοστέου εδώ κανόνα δικαίου του άρθρου 577 ΑΚ, αλλά και του άρθρου 298 ΑΚ, το οποίο δεν παραθέτουν οι αναιρεσείουσες αριθμητικά, ωστόσο όμως προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αίτησης αναίρεσης, καθιστώντας εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων. Τούτο δε διότι η παραδοχή του Εφετείου ότι οι εκμισθώτριες κατά την κατάρτιση της σύμβασης γνώριζαν το ελάττωμα και ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεση της ως άνω ισόποσης ζημίας τους με την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας του μισθίου, εφόσον οι μισθωτές ανέθεσαν σ’ αυτόν, θέτοντας υπόψη του όλα τα υπάρχοντα κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης, σχετικά με την κατάσταση του μισθίου στοιχεία, να διερευνήσει την δυνατότητα έκδοσης της άδειας λειτουργίας αυτού, είναι, σε συνδυασμό και με τις παραδοχές που παρατίθενται σε άλλα σημεία της προσβαλλομένης και συναπαρτίζουν τον ελάσσονα συλλογισμό της, επαρκής, χωρίς να είναι αναγκαίο να παραθέσει άλλες αιτιολογίες, σχετικά με το χρόνο που διενεργήθηκε η σχετική “αυτοψία – έλεγχος”, και την χρήση αυτής, αφού τα στοιχεία αυτά, δεν αποκλείουν την αναγκαιότητα της διενέργειάς της.
Συνεπώς και ο 12ος αναιρετικός λόγος με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη η ίδια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι αβάσιμος και σε κάθε περίπτωση απαράδεκτος, διότι με τις ως άνω αιτιάσεις, που οι αναιρεσείουσες επικαλούνται για τη θεμελίωσή του, με το πρόσχημα της εκ πλαγίου παραβίασης των ως άνω διατάξεων, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν οι ως άνω αναιρετικοί 1ος, 2ος, 3ος, 4ος, 6ος, 7ος, 9ος, 10ος και 12ος λόγοι πρέπει ν’ απορριφθούν προεχόντως μεν ως αβάσιμοι, σε κάθε δε περίπτωση ως απαράδεκτοι, διότι οι ως άνω αιτιάσεις, υπό την επίκληση των οποίων επιχειρείται να θεμελιωθεί η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδιδόμενη στην προσβαλλομένη πλημμέλεια, αφορούν την ανάλυση και πληρέστερη κατά την άποψη των αναιρεσειουσών αιτιολόγηση του σαφώς εκτιθέμενου για τα παραπάνω ουσιώδη ζητήματα αποδεικτικού πορίσματος.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 20 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει, όταν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη διάγνωση) δηλαδή αν απέδωσε σε έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό από το αληθινό και ακολούθως, στηριζόμενο σε αυτό ή μόνον σε αυτό, κατέληξε σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα. Δεν ιδρύεται, όμως, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο συνεκτίμησε το έγγραφο με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, δηλαδή προέβη σε αποδεικτική αξιολόγησή του, και κατέληξε σε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο το οποίο θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων, ο οποίος προβάλλει τον λόγο της παραμορφώσεως εγγράφου.
Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του με αριθμ. πρωτ. …/24-6-2011 εγγράφου της Δ/νσης Πολεοδομίας …, το οποίο κατά λέξη αναφέρει: “ΒΕΒΑΙΩΝΩ ότι το ισόγειο κατάστημα ιδιοκτησίας Τ. Κ. και κατασκευάσθηκε σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …/84 οικοδομική άδεια υφίσταται σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1α του ΓΟΚ 85, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και πληροί τις πολεοδομικές διατάζεις για να χρησιμοποιηθεί ως χώρος κύριας χρήσης προοριζόμενος για κατάστημα. Η παρούσα βεβαίωση χορηγείται κατόπιν αίτησης της Τ. Κ. για τη λήψη άδειας λειτουργίας καταστήματος με χρήση “εστιατόριο – πιτσαρία”. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση (οι παραδοχές της οποίας έχουν εκτεθεί παραπάνω), το Εφετείο δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναφορικά με το παραπάνω περιεχόμενο του εγγράφου, ούτε βάσισε την κρίση του αναφορικά με την έλλειψη δυνατότητας έκδοσης άδειας στις 4.9.2008 που συνήφθη η μισθωτική σύμβαση, αποκλειστικώς ή κυρίως στο έγγραφο αυτό, ώστε να στοιχειοθετείται η αναιρετική πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου του εγγράφου αυτού, αλλά αντιθέτως συνεκτίμησε το περιεχόμενό του με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα με την από 13.2.2009 βεβαίωση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας …, τη με αριθμ. πρωτ. …/18.5.2009 βεβαίωση του αρμόδιου για την αδειοδότηση Δήμου …, το με αριθ. …/15.5.2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Υγείας Πρόνοιας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, τη με αριθμό …/11.5.2009 έκθεση αυτοψίας της Διεύθυνσης Πολεοδομίας …, τη με αριθμό 14/2009 απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων της Διεύθυνσης Πολεοδομίας, την …/13.10.2010 αίτηση ακύρωσης της δεύτερης αναιρεσείουσας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, την από 1.9.2010 απόρριψη της με αριθμ. …/23.2.2010 αίτησης θεραπείας, που η ίδια υπέβαλε μετά την απόρριψη της ένστασής της και τέλος το με αριθμ. πρωτ. …/9.1.2012 έγγραφο της ίδιας Υπηρεσίας, καταλήγοντας σε διαφορετικό πόρισμα από εκείνο, το οποίο, κατά τα επικαλούμενα με τον αναιρετικό λόγο της παραμόρφωσης του εγγράφου θεωρούν ως ορθό οι αναιρεσείουσες. Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 11γ’ ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, προς απόδειξη ή ανταπόδειξη πραγματικού ισχυρισμού που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως για τη στοιχειοθέτηση του αναιρετικού αυτού λόγου αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη κατά τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 346 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 2/2008). Με τον όγδοο κατά σειρά λόγο της αναιρέσεως προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την επίκληση ότι το Εφετείο, προκειμένου να απορρίψει την ένδικη αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία δεν έλαβε υπόψη του α) την με αριθμ. πρωτ. …/20-01-2012 και β) την με αριθμ. πρωτ. …/15-3-2012 αιτήσεις της εκ των μισθωτριών Δ. Μ. του Ν. προς τη Δ/νση Πολεοδομίας … . Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως αβάσιμος, διότι, από τη ρητή διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι πραγματικά λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν από το δικαστήριο για την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, όλα τα νομίμως με επίκληση προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, με ρητή αναφορά των περιεχομένων στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, καταθέσεων μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, με ειδική επισήμανση ορισμένων απ’ αυτά στην απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος αναιρετικός λόγος είναι και απαράδεκτος, αφού οι αναιρεσείουσες αιτιώμενες το Δικαστήριο ουσίας, ότι με τη λήψη υπόψη των δύο ως άνω εγγράφων θα έπρεπε να οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση για το ζήτημα της ύπαρξης του πραγματικού ελαττώματος του μισθίου κατά το χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως και συγκεκριμένα ότι ήταν δυνατή κατά τον χρόνο εκείνο η έκδοση άδειας λειτουργίας του μισθίου ως καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, επιχειρούν υπό την επίκληση πλημμέλειας από τον αριθ. 11 περ. γ’ άρθρ. 559 ΚΠολΔ, να πλήξουν την ανέλεγκτη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο της ουσίας (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, “πράγματα” είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό μέσο (βάση αγωγής, ανταγωγής), είτε ως αμυντικό μέσο (ένσταση, αντένσταση), αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί, που συνιστούν επιχειρήματα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων, ούτε επίσης τα προς απόδειξη των ισχυρισμών αποδεικτικά μέσα. Οι αναιρεσείουσες με τον ενδέκατο αναιρετικό λόγο προσάπτουν στο Εφετείο την, από τον αριθμό 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο, με το να αποφανθεί για την εγκυρότητα της καταγγελίας της μισθωτικής σύμβασης έλαβε υπόψη του πράγματα που, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν προτάθηκαν από τις αναιρεσίβλητες. Από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων σε συνδυασμό με τις παραδοχές της προσβαλλομένης, προκύπτει ότι το Εφετείο, προκειμένου να ερευνήσει το λόγο της έφεσης των αναιρεσειουσών αναφορικά με το αναγνωριστικό της ακυρότητας της καταγγελίας αίτημα της αγωγής τους, (το οποίο επίσης κρίθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο και απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη), οδηγήθηκε κατ’ ανάγκην στην έρευνα του κύρους και τη διάγνωση της εγκυρότητας της καταγγελίας, χωρίς να είναι αναγκαίο να διατυπωθεί ειδικό προς τούτο αίτημα των εφεσιβλήτων εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, οι οποίες σε κάθε περίπτωση, προς απόκρουση της έφεσης των αναιρεσειουσών, αλλά και με το δικόγραφο της αγωγής τους επικαλέσθηκαν, τόσο τους όρους συνδρομής για την εγκυρότητα αυτής, όσο και το εξ αυτής αποτέλεσμα της πρόωρης λύσης της σύμβασης για το μέλλον κατ’ άρθρο 587 ΑΚ, ως γενεσιουργού αιτίας των αγωγικών τους αξιώσεων, όπως η απόδοση της καταβληθείσας εγγυοδοσίας.
Συνεπώς ο από τον αριθμό 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί. Τέλος, το άρθρο 562 ΚΠολΔ ορίζει στην παρ. 2 ότι “είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίο δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη”. Η διάταξη αυτή καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των αναιρετικών λόγων, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Ειδικότερα, πρέπει, για τη διαδικαστική πληρότητα του λόγου αναιρέσεως, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός που τον στηρίζει, όπως αυτός είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είχε προταθεί -και μάλιστα παραδεκτώς και νομίμως- στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αναφέρεται δηλαδή ο χρόνος και ο τρόπος προτάσεως του ισχυρισμού στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς και ο τρόπος επαναφοράς του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Εξάλλου, ο ισχυρισμός (ένσταση), περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), δεν αφορά στη δημόσια τάξη (ΑΠ 295/2010) και άρα για να είναι παραδεκτός ο επί του άνω ισχυρισμού στηριζόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει ο ισχυρισμός να παρατίθεται στο αναιρετήριο όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και ο τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 64/2017).
Συνεπώς ο 13ος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλομένη, την από τον αριθμό 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ με τη μη εφαρμογή της είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι, πέραν των παραδοχών της προσβαλλομένης, δεν παρατίθεται στο αναιρετήριο το περιεχόμενό του όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ούτε και αναφέρεται ο χρόνος και ο τρόπος πρότασης ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και είχε νόμιμο περιεχόμενο. Ανεξάρτητα από την αοριστία του προβαλλόμενου από τις αναιρεσείουσες λόγου αναίρεσης, αφού δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης όπως αυτός είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και ακόμη δεν αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός αυτός είχε προταθεί παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ), το Εφετείο απέρριψε την ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως από μέρους των μισθωτριών του δικαιώματος καταγγελίας της μίσθωσης με την εξής αιτιολογία: “Οι εκκαλούσες της 92/2011 έφεσης με τον υπό στοιχείο 12 (και τελευταίο) λόγο αυτής, που προτείνουν για πρώτη φορά στο Εφετείο κατ’ άρθρο 527 παρ. 3 του ΚΠολΔ, ισχυρίζονται για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ως έγκυρη η καταγγελία της ένδικης μίσθωσης, ότι το εν λόγω δικαίωμα έχει ασκηθεί κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, διότι τα εκδοθέντα μετά την καταγγελία της σύμβασης έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι αντίδικοι, περί πολεοδομικών παραβάσεων, στηρίχθηκαν στην έλλειψη από το σχετικό φάκελο του μισθίου στην Πολεοδομία … των αρχιτεκτονικών σχεδίων, που συνόδευαν την οικοδομική άδεια, από υπαιτιότητα των υπαλλήλων της, αφού δε έγινε η ανασύσταση του φακέλου κατέστη δυνατή η με αριθμ. …/24-6-2011 βεβαίωση περί του ότι το μίσθιο “πληροί τις πολεοδομικές διατάξεις για να χρησιμοποιηθεί ως χώρος κύριας χρήσης προοριζόμενος για κατάστημα εστιατόριο – πιτσαρία”, από την οποία βεβαίωση προέκυψε ότι ήταν ανέκαθεν δυνατή η έκδοση άδειας λειτουργίας του μισθίου αν υποβαλλόταν αίτηση συνοδευόμενη από τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι τα εκτιθέμενα περιστατικά, ήτοι η έκδοση εγγράφων περί ύπαρξης πολεοδομικών παραβάσεων στο μίσθιο, λόγω ελλιπούς φακέλου του μισθίου στην αρμόδια Πολεοδομία …, και η μη δυνατότητα έκδοσης βεβαίωσης πριν την ανασύσταση τούτου περί του ότι το μίσθιο πληροί τις πολεοδομικές διατάξεις για χρήση καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, δεν συνιστούν λόγο για την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας της μίσθωσης εκ μέρους των μισθωτριών καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αντιθέτως, η για την ανωτέρω αιτία (μη ανασύσταση φακέλου) αδυναμία έκδοσης της σχετικής βεβαίωσης εκ μέρους της αρμόδιας Πολεοδομίας ενωρίτερα, επιβεβαιώνει την αδυναμία έκδοσης άδειας λειτουργίας καταστήματος έως το χρόνο της ανασύστασης και, κατά συνέπεια, την πλήρωση του όρου 19 της μίσθωσης”. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο και ειικότερα με το να απορρίψει τον ως άνω ισχυρισμό των αναιρεσειουσών ως μη νόμιμο, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, με τη μη εφαρμογή της, εφόσον τα παραπάνω περιστατικά και αν υποτεθούν αληθινά, δεν καθιστούν καταχρηστική την καταγγελία της ένδικης σύμβασης μίσθωσης από τις αναιρεσίβλητες. Μετά απ’ αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για την άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων που κατέθεσαν προτάσεις (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 20.4.2016 και με αριθμό κατάθεσης 8/2016 αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό. 52/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αιγαίου.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Μαΐου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ