Αριθμός 551/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρήστο Βρυνιώτη, Γεώργιο Χοϊμέ, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου και Μαρία Τζανακάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Μ. του Δ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κομνηνό, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “Θ. Θ. και Σία ΟΕ”, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Π. Ρ. του Γ., κατοίκου … και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ ΑΑΕ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λάζαρο Χατζηθέμελη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 6-2-2020 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-10-2013 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 62/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 25/2017 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-4-2017 αίτησή του και τους από 19-12-2018 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Γεώργιο Χοϊμέ, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Εισάγονται προς συζήτηση η από 21-4-2017 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 14/21-4-2017 αίτηση αναίρεσης και οι από 19-12-2018 πρόσθετοι λόγοι αυτής (αριθμ. κατάθεσης 146/20-12-2018) που ασκήθηκαν παραδεκτά κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 569 ΚΠολΔ. Τα δικόγραφα αυτά πρέπει, λόγω της προφανούς συνάφειάς τους, να συνεκδικαστούν (άρθρ. 246, 573 παρ.1 και 569 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρ. 577 ίδιου Κώδικα).
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 εδάφ.β’ και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημίωσης ή τη μείωση του ποσού της, κατά το πιο πάνω άρθρο 300 ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, γενικώς λαμβανόμενα, μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς ως πρόσφορη αιτία της ζημίας που επήλθε υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, ενώ η κρίση για το αν πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη εκείνη αποτέλεσε την αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, καθόσον ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικού υλικού, σύμφωνα με το άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι υπαιτιότητας του ζημιώσαντος ή οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας. Εκφεύγει όμως του αναιρετικού ελέγχου η κρίση ως προς το βαθμό – τη βαρύτητα του πταίσματος και το ποσοστό, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια. Τα προαναφερόμενα έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των αυτοκινήτων που συγκρούστηκαν, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας, άρα, και από αδικοπραξία κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, στις οποίες μπορεί να θεμελιωθεί και η ευθύνη για τη ζημία που προκαλείται κατά τη λειτουργία του αυτοκινήτου, κατ’ άρθρ. 4 ν. ΓΠΝ/1911. Περαιτέρω, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθ’ εαυτήν υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του αποτελέσματος που επήλθε. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να μνημονεύονται στο αναιρετήριο, εκτός από τον κανόνα δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή του, έλλειψη αιτιολογιών ή αντίφαση ή, κυρίως, ανεπάρκεια αυτών, και: α) έστω και συνοπτικά (ΑΠ Ολομ. Διοικ. 14/2010, όπου και παραπομπές στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ), οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή μνεία ότι αυτή δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση) και τα περιστατικά που προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή, αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο τούτου, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη νομικού χαρακτηρισμού και, αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποίες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει (ΑΠ Ολομ. 20/2005). Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ’ επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 209/2019, ΑΠ 472/2017, ΑΠ 148/2008). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η παραπάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ’ αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Πατρών, με την προσβαλλόμενη 25/2017 απόφασή του που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισής του (άρθρα 666, 667 και 670 έως 676, 681Α ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη, αναιρετικά, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, κρίση του (άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ), τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά και σε σχέση με τους εξεταζόμενους αναιρετικούς λόγους: […Στην Ε.Ο. Κάτω Αχαΐας-Αράξου στις 24.8.2012 ο δεύτερος εφεσίβλητος, κάτοικος …, ήδη εκκαλών με τη με αριθμό 144/2015 έφεση, οδηγώντας το υπό στοιχεία … ΙΧΕ όχημα, ιδιοκτησίας της πρώτης εφεσιβλήτου με έδρα τη … και ήδη δεύτερη εκκαλούσα, του οποίου την προερχόμενη από την κυκλοφορία του έναντι τρίτων αστική ευθύνη είχε καλύψει με σύμβαση ασφάλισης στην τρίτη εφεσίβλητη με έδρα την …, και ήδη τρίτη εκκαλούσα, εξερχόμενος από δευτερεύουσα οδό με σκοπό να εισέλθει στην επαρχιακή οδό προς τα αριστερά, παραβλήθηκε της πορείας και συγκρούστηκε με την άνευ αριθμού κυκλοφορίας μοτοσικλέτα που οδηγούσε επί της προαναφερόμενης επαρχιακής οδού ο ενάγων, ήδη εκκαλών, με κατεύθυνση από Άραξο προς Κάτω Αχαΐα. Σημειωτέον ότι στη διασταύρωση των ως άνω οδών δεν υπήρχε ρυθμιστική πινακίδα με την ένδειξη STOP, όμως είναι πασίδηλο θέμα η προτεραιότητα των κινούμενων επί των επαρχιακών οδών διπλής κυκλοφορίας σε σχέση με τους παρακείμενους τεμνόμενους δευτερεύοντες δρόμους. Σε κάθε περίπτωση, ο οδηγός του αυτοκινήτου γνώριζε ότι έπρεπε να παραχωρήσει προτεραιότητα στα κινούμενα οχήματα επί της Ε.Ο., αφού, όπως ο ίδιος συνομολογεί, σταμάτησε την κίνηση του οχήματός του εξερχόμενος από τη δευτερεύουσα οδό, προκειμένου να ελέγξει, χωρίς όμως να τα καταφέρει, διότι μια μάντρα του απέκλειε την ορατότητα, παραβλήθηκε όμως της πορείας της μοτοσικλέτας, ο οδηγός της οποίας όμως, κινούμενος χωρίς άδεια ικανότητας οδηγού μοτοσικλέτας, δεν ενήργησε ορθό αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά, προκειμένου να αποφύγει το αυτοκίνητο, αλλά, όπως αναφέρει, προς τα δεξιά, πέφτοντας, έτσι, αν και κινείτο με μικρή ταχύτητα 35 χιλιομέτρων με το μπροστινό δεξιό μέρος της μοτοσικλέτας στο μπροστινό αριστερό μέρος του αυτοκινήτου, με αποτέλεσμα αυτός να πέσει στο καπώ του αυτοκινήτου και στη συνέχεια με τη δεξιά πλευρά του στο οδόστρωμα. Από τις προαναφερόμενες συνθήκες του ατυχήματος, προκύπτει ότι αυτό οφείλεται σε συνυπαιτιότητα αμφοτέρων των οδηγών και ειδικότερα σε υπαιτιότητα ποσοστού 80% του οδηγού του αυτοκινήτου, ο οποίος δεν διέκοψε την πορεία του πριν εισέλθει στην επίδικη διασταύρωση και δεν παραχώρησε προτεραιότητα, όπως όφειλε, στο κινούμενο στην ανωτέρω Π.Ε.Ο. δίκυκλο, ήτοι δεν συμμορφώθηκε στις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1, 26 παρ. 1 του Κ.Ο.Κ., υφισταμένης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ανωτέρω παραβάσεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος, και σε υπαιτιότητα ποσοστού 20% του οδηγού της μοτοσικλέτας που την οδηγούσε χωρίς τη δέουσα προσοχή (δεδομένου ότι δεν είχε και άδεια ικανότητας οδηγού δικύκλου). Η παράβαση αυτή (άρθρα 94 και 96 ΚΟΚ) τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την επίδικη σύγκρουση, αφού, εάν αυτός ήταν εφοδιασμένος με άδεια, θα μπορούσε, έχοντας την ικανότητα ως μέσος οδηγός δικύκλου, να αποφύγει τη σύγκρουση των δύο οχημάτων με τροχοπέδηση ή με σωστό αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά, καθώς δεν κινούνταν στο αντίθετο ρεύμα άλλα οχήματα, προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση, ενέργειες όμως που αυτός δεν επιχείρησε. Επομένως θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η νόμιμη ένσταση περί συνυπαιτιότητας του οδηγού της μοτοσικλέτας ενάγοντος (άρθρο 300 του ΑΚ) που πρότειναν νομότυπα οι εκκαλούντες της με αριθμό 144/2015 εφέσεως στην πρόκληση του επιδίκου ατυχήματος. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε τη σχετική ένσταση συνυπαιτιότητας και έκρινε ότι το ένδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του αυτοκινήτου του δεύτερου εκκαλούντος, ιδιοκτησίας της πρώτης εκκαλούσας, αντί σε συγκλίνουσα υπαιτιότητα (αμέλεια) του ενάγοντος και του οδηγού του παραπάνω ΙΧΕ αυτοκινήτου ασφαλισμένου στην τρίτη εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά τον βάσιμο περί τούτου σχετικό (πρώτο) λόγο της υπ’ αριθμ. καταθ. 144/2015 έφεσης του εκκαλούντων… Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε περαιτέρω ότι από την παραπάνω σύγκρουση ο ενάγων και συνυπαίτιος κατά ποσοστό 20% στην επίδικη σύγκρουση τραυματίστηκε, μεταφέρθηκε στο ΚΥΚ Κ. Αχαΐας και ύστερα με ασθενοφόρο στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ρίου Πατρών. Διαπιστώθηκε ότι υπέστη κάταγμα του δεξιού άνω άκρου του βραχιόνιου οστού, που αρχικά αντιμετωπίστηκε χειρουργικά με εσωτερική οστεοσύνθεση βραχιονίου με πλάκα – βίδες και αυτός νοσηλεύθηκε για το χρονικό διάστημα από 24.8.2012 έως 29.8.2012 στην ορθοπαιδική κλινική του νοσοκομείου αυτού. Την 11.6.2013 ο ενάγων χειρουργήθηκε εκ νέου στο δεξιό του χέρι, καθώς διαγνώστηκε ότι υπέστη νέκρωση κεφαλής βραχιονίου ΔΕ. Νοσηλεύτηκε έως την 14.6.2013 και ξεκίνησε εντατικές φυσικοθεραπείες, για τις οποίες δαπάνησε το συνολικό ποσό των 525 ευρώ, βάσει των προσκομιζόμενων πρωτοτύπων αποδείξεων της “… Α.Ε., Κέντρο φυσικοθεραπευτικής αποκατάστασης” από την 9.7.2012 έως την 6.8.2013, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν έλαβε κάποιο ποσό από τον ασφαλιστικό του φορέα και συνεπώς για την αιτία αυτή και με βάση το ποσοστό συνυπαιτιότητάς του του οφείλεται το ποσό των 420 ευρώ. Εξάλλου, κατά την πολύ αναλυτική περιγραφή της ανωτέρω διάγνωσης από τους θεράποντες ιατρούς του, δεν αναφέρονται άλλοι τραυματισμοί που να σχετίζονται με το ένδικο ατύχημα, πέρα από το κάταγμα στο δεξιό χέρι.
Συνεπώς, το επικαλούμενο κάταγμα αριστερού χεριού, το οποίο ισχυρίζεται ο ενάγων ότι αντιλήφθηκε προς τα τέλη Νοεμβρίου 2012 και διαγνώστηκε την 3.12.2012, ήτοι 3 μήνες μετά, δεν συνδέεται αιτιωδώς με την ένδικη σύγκρουση, ενώ αν είχε προκληθεί από αυτήν θα γινόταν αντιληπτό κατά την αρχική του νοσηλεία και θα αναφερόταν, έστω ως σύμπτωμα, στα αρχικά πιστοποιητικά των θεραπόντων ιατρών του. Να σημειωθεί ότι ο ενάγων και ήδη εκκαλών οδηγός του δικύκλου έπεσε προς τα δεξιά και όχι προς τα αριστερά και συνεπώς και δεν κατέστη σαφές με βάση τους κανόνες της ιατρικής αλλά και με συνθήκες του τροχαίου ατυχήματος πώς συνδέεται η εμφάνιση κατάγματος σκαφοειδού οστού αριστερής άκρας χειρός δεξιά και την πτώση του ενάγοντος προς τα δεξιά, και ο ίδιος ο εκκαλών αναφέρει ότι ο πόνος στο αριστερό χέρι εμφανίστηκε τέλος Νοεμβρίου και επομένως αλυσιτελώς επικαλείται ότι μεσολάβησε ιατρικό σφάλμα.
Συνεπώς το κονδύλι αποζημίωσης που το αφορά είναι απορριπτέο στην ουσία του. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και συνεπώς τα όσα ισχυρίζεται ο εκκαλών ενάγων οδηγός του δικύκλου με τον πρώτο λόγο της με αριθμό 161/2015 εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα… Με το δεύτερο λόγο της με αριθμό 161/2015 εφέσεως ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το κονδύλι περί ολικής καταστροφής του δικύκλου που οδηγούσε και δεν αποκατέστησε την υλική του ζημία από την παραπάνω αιτία που ανερχόταν στο ποσό των 200 ευρώ. Πράγματι από το παραπάνω αποδεικτικό υλικό αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών ενάγων οδηγούσε δίκυκλη μοτοσικλέτα, χρώματος κόκκινου, 90 κ.εκ, τύπου Honda Glx και ότι το δίκυκλο αυτό υπέστη από τη σύγκρουση στο προαναφερόμενο τροχαίο ατύχημα ζημίες στο εμπρόσθιο τμήμα και τη δεξιά του πλευρά. Το όχημα δεν έφερε πινακίδες και συνεπώς δε θα μπορούσε να προκύπτει εδώ απόσυρση πινακίδων για να πιστοποιηθεί η ολική καταστροφή του. Από τα διδάγματα δε της κοινής πείρας αποδεικνύεται ότι για την αποκατάσταση των ανωτέρω ζημιών (μηχανολογικών, ηλεκτρολογικών και φανοποιίας) θα απαιτείτο ποσό μεγαλύτερο από την αξία του που ανέρχεται στο ποσό των 200 ευρώ. Εξάλλου, δεν προκύπτει από τη φορολογική δήλωση του ενάγοντος ότι αυτός κατείχε για τη μετακίνησή του άλλο όχημα με πινακίδες και συνεπώς από τη μη επισκευή και μόνο συνάγεται το γεγονός της ολικής καταστροφής του. Επομένως, με βάση το ποσοστό συνυπαιτιότητας του εκκαλούντος – ενάγοντος, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οφείλεται να του καταβληθεί ως αποζημίωση λόγω της συγκεκριμένης υλικής, προερχόμενης από το ατύχημα, ζημίας το ποσό των 160 ευρώ. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι η ολική καταστροφή του δικύκλου δεν αποδεικνύεται έσφαλε ως προς την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και συνεπώς ο σχετικός δεύτερος λόγος της με αριθμό 161/2015 εφέσεως του εκκαλούντος – ενάγοντος πρέπει να γίνει δεκτός κατ’ ουσίαν. Εξάλλου, από το ίδιο προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε η πρόσληψη εργολάβου για την καλλιέργεια κτημάτων. Οι προσκομιζόμενες στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο απλές υπεύθυνες δηλώσεις χωρίς τα σχετικά φορολογικά παραστατικά ως προς το ύψος της αμοιβής μπορούν να εκτιμηθούν στην παρούσα διαδικασία για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όμως έρχονται σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, καθώς αφενός ο εμφανιζόμενος ως απασχοληθείς με ημερομίσθιο 50 ευρώ το πρώτο διάστημα του φθινοπώρου και με 80 ευρώ το Δεκέμβριο δεν εξειδικεύει για ποιο λόγο έπρεπε να εργαστεί ακόμη και Σαββατοκύριακο για τη συγκεκριμένη αγροτική εργασία χωρίς διακοπή ακόμη και το διάστημα των φθινοπωρινών και χειμωνιάτικων βροχών και, ανεξάρτητα από τα καιρικά φαινόμενα που επηρεάζουν το πρόγραμμα, τις αγροτικές εργασίες, για ποιο λόγο υφίσταται αυτή η διαφορά στο ημερομίσθιό του και για ποιο λόγο απασχολήθηκε στη φύτευση το διάστημα του Δεκεμβρίου που συνήθως η απασχόληση είναι με τη συγκομιδή της χειμωνιάτικης πατάτας. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με διαφορετική αιτιολογία δεν έσφαλε και συνεπώς αφού συμπληρωθεί ως προς την αιτιολογία το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος…]. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, με την πληττόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά ένα μέρος, ως κατ’ ουσίαν βάσιμες, α) την από 6-4-2015 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος (ως προς τον δεύτερο λόγο της, αναφορικά με το κονδύλι αποζημίωσης για την καταστροφή της μοτοσυκλέτας του, κατά το οποίο η αγωγή είχε απορριφθεί πρωτόδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη) και β) την από 15-4-2015 έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων (ως προς τον δεύτερο λόγο της, αναφορικά με την εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς η πρωτόδικη απόφαση είχε επιδικάσει διαφορετικό – υψηλότερο ποσό) κατά της πρωτόδικης 62/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και, αφού την εξαφάνισε, κράτησε και δίκασε στην ουσία την υπόθεση, δεχόμενο, εν μέρει, ως ουσιαστικά βάσιμη, την ένδικη, από 1-10-2013 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 3157/2013, αγωγή του αναιρεσείοντος, κατά το ποσό των 6.540 ευρώ, ύστερα και από το συνυπολογισμό του ποσοστού συνυπαιτιότητας που το Εφετείο δέχθηκε για τον παθόντα – αναιρεσείοντα (20%), που αναλύεται σε α) 420 ευρώ (525 ευρώ μείον 20%), ως αποζημίωση για δαπάνη φυσικοθεραπειών (που δεν προσβάλλεται αναιρετικά), β) 160 ευρώ (200 ευρώ μείον 20%), ως αποζημίωση για την καταστροφή της μοτοσυκλέτας και γ) 5.960 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (μετ’ αφαίρεση του ποσού των 40 ευρώ, για το οποίο ο παθών επιφυλάχθηκε να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων στα ποινικά δικαστήρια). Με την κρίση του, όμως, αυτή, ως προς το ζήτημα της ύπαρξης συνυπαιτιότητας στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, το Εφετείο παραβίασε, εκ πλαγίου, τις διατάξεις, ουσιαστικού δικαίου, του ΑΚ, που παρατέθηκαν στην αρχή της παρούσας σκέψης, καθώς και εκείνες των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ.1 -3 και 94 του ν.2696/1999 (ΚΟΚ), στις οποίες θεμελιώνεται, κατά τις σχετικές παραδοχές, η συνυπαιτιότητα του αναιρεσείοντος, καθόσον διέλαβε ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για το αν αυτές εφαρμόστηκαν ορθά ή όχι και, ως εκ τούτου, στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, το Εφετείο, ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσείων μπορούσε να αποτρέψει τη σύγκρουση είτε με την έγκαιρη τροχοπέδηση της μοτοσυκλέτας που οδηγούσε επί της επαρχιακής οδού Κάτω Αχαΐας – Αράξου (με κατεύθυνση από Άραξο προς Κάτω Αχαΐα) είτε με κατάλληλο αποφευκτικό ελιγμό προς αριστερά (από προφανή παραδρομή αναγράφεται αρχικά, στο 4ο φύλλο – α’ όψη της εφετειακής απόφασης, ότι “δεν ενήργησε ορθό αποφευκτικό ελιγμό προς τα δεξιά”, αλλά από την απλή και μόνο επισκόπηση της απόφασης, όπως οι παραδοχές της έχουν προεκτεθεί, προκύπτει ότι το Εφετείο αναφέρεται σε αποφευκτικό ελιγμό προς αριστερά), 1) δεν διευκρινίζει σε πόση απόσταση από τη διασταύρωση βρισκόταν η μοτοσυκλέτα, όταν εισήλθε στη διασταύρωση αυτή από τη “δευτερεύουσα” οδό το … ΙΧΕ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπήρχε η απαιτούμενη απόσταση και, συνάμα, ο αναγκαίος χρόνος για να μπορέσει ο αναιρεσείων να ακινητοποιήσει τη μοτοσυκλέτα του πριν από τη διασταύρωση και 2) δεν προσδιορίζει α) σε ποίο σημείο της επαρχιακής οδού Κάτω Αχαΐας-Αράξου, επί της οποίας κινούνταν η μοτοσυκλέτα του αναιρεσείοντος, έγινε η σύγκρουση των δύο οχημάτων, β) πόσο ήταν το πλάτος της οδού αυτής στο συγκεκριμένο σημείο και γ) αν το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, εισερχόμενο κάθετα στην επαρχιακή οδό, κάλυψε μέρος ή ολόκληρο το πλάτος της οδού, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί αν ο αναιρεσείων μπορούσε να πραγματοποιήσει κατάλληλο αποφευκτικό ελιγμό προς αριστερά.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο σχετικός πρώτος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει τις αιτιάσεις αυτές. Κατόπιν τούτου, παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου της αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι η αναιρετική εμβέλεια του πρώτου πρόσθετου λόγου της αναίρεσης (που έγινε δεκτός) στο ίδιο κεφάλαιο της πληττόμενης απόφασης (συνυπαιτιότητα του αναιρεσείοντος στην πρόκληση του επίδικου τροχαίου ατυχήματος) καθιστά αλυσιτελή την εξέταση του λόγου αυτού, αφού η παραδοχή του οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα (αναίρεση της εφετειακής απόφασης, κατ’ άρθρ. 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, εξαιτίας ανεπαρκών και ασαφών αιτιολογιών ως προς την ύπαρξη ή όχι συνυπαιτιότητας του αναιρεσείοντος).
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 εδάφ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται “αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών…”. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου και, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η ελάσσων πρόταση του νομικού του συλλογισμού, δηλαδή, τα πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ Ολομ., 20/2005, 28/1998, 32/1996, καθώς και ΑΠ Ολομ. Διοικ. 14/2010, όπου και παραπομπές στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ). Δεν αρκεί, για το ορισμένο του λόγου αυτού, η ανάλυση της έννοιας που ο αναιρεσείων αποδίδει στη διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε, ούτε η παράθεση του συμπεράσματος του δικαστηρίου, διότι μόνο με βάση τις κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί αν η αποδιδόμενη νομική πλημμέλεια οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο και εξαρτάται τελικά η ευδοκίμηση της αναίρεσης κατά το άρθρο 578 ΚΠολΔ. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 209/2019, ΑΠ 472/2017). Συγκεκριμένα, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη και, επομένως, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις πιο πάνω εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι απαράδεκτος, καθόσον πλήττεται πλέον η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ.1 εδάφ. β’ ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς, δηλαδή, όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει διδάγματα κοινής πείρας, ήτοι τις αρχές για την εξέλιξη των πραγμάτων, που συνάγονται από την παρατήρηση του καθημερινού βίου, την επιστημονική έρευνα και την επαγγελματική ενασχόληση, για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ’ αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όχι, όμως, και όταν χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, γιατί, στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη κατ’ άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 385/2015, ΑΠ 266/2015, ΑΠ 1591/2014). Πρέπει, συναφώς, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποία συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας παραβιάστηκαν, ο κανόνας δικαίου, στην εξειδίκευση του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση (ΑΠ 704/2017, ΑΠ 951/2015, ΑΠ 222/2015). Επιπροσθέτως, πρέπει να αναφέρεται ο τρόπος, κατά τον οποίο παραβιάστηκαν τα διδάγματα αυτά, καθώς και η, κατά τον αναιρεσείοντα, ορθή έννοια του κανόνα δικαίου, ο οποίος προκύπτει απ’ αυτά που το δικαστήριο, εσφαλμένα, χρησιμοποίησε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση μεταξύ των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντίφασης στο αιτιολογικό αυτής ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα, η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναίρεσης όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της απόφασης ή η πρόκληση της σκοπούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο (ΑΠ 87/2013). Αν η αντίφαση υπάρχει στο αιτιολογικό ή ανάμεσα στο αιτιολογικό και το διατακτικό και έχει μορφή ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών ιδρύεται ο από τον αριθμό 19 λόγος, ενώ, αν υπάρχει μεταξύ εκείνων που έγιναν δεκτά και του συμπεράσματος (συλλογιστικό άλμα), ιδρύεται ο από τον αριθμό 1 λόγος (ΑΠ 637/2017, ΑΠ 634/2017, ΑΠ 639 – 638/2016). Η πλημμέλεια αυτή του δικαστηρίου της ουσίας προτείνεται, πρώτη φορά, στον Άρειο Πάγο, αφού πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (άρθρο 562 παρ.2 εδάφ.β’ ΚΠολΔ). Ακόμη, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΑΠ Ολομ. 14/2004, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 94/2008). Επίσης, δεν αποτελούν “πράγματα” και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων αλλά ούτε και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα που διατυπώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 989/2018, ΑΠ 388/2018, ΑΠ 358/2017). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 250/2014, ΑΠ 1418/2013), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΑΠ Ολομ. 11/1996, ΑΠ 1150/2011, ΑΠ 421 – 425/2009). Επίσης, κατά το άρθρο 559 αριθμ.11 εδάφ. γ’ του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των κρίσιμων γεγονότων ή πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, δηλαδή λυσιτελών, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΑΠ Ολομ. 42/2002, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 343/2017), οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου. Δεν συνάγεται ότι δεν έχει ληφθεί υπόψη έγγραφο από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όλα τα έγγραφα, εκτός από εκείνο στο οποίο αναφέρεται η αναιρετική αιτίαση. Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του παρόντος λόγου αναίρεσης (ΑΠ Ολομ., 8/2016, 2/2008). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, θα πρέπει στην αίτηση αναίρεσης να αναφέρεται: α) ποίες είναι οι αποδείξεις που με επίκληση προσκομίστηκαν και τις οποίες δεν έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας, β) ο κρίσιμος ισχυρισμός για τον οποίο το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις αποδείξεις και γ) η επίδραση που έχει αυτός στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο και θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη (ΑΠ 1221/2018, ΑΠ 845/2018). Στην ερευνώμενη περίπτωση, με τους δεύτερο και τέταρτο λόγους αναίρεσης, ο αναιρεσείων μέμφεται το Εφετείο ότι, με την πληττόμενη απόφασή του, εσφαλμένα δέχθηκε, κατά παράβαση και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ότι α) το κάταγμα του αριστερού χεριού του δεν συνδέεται αιτιωδώς με την επίμαχη σύγκρουση (δεύτερος λόγος, με την επίκληση των διατάξεων από τους αριθμούς 1, 19 και 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) και 2) δεν προσέλαβε εργολάβο (εννοεί εργάτη) για την καλλιέργεια των κτημάτων του, ενώ από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα) αποδεικνυόταν το αντίθετο (τέταρτος λόγος, με την επίκληση των διατάξεων από τους αριθμούς 1,8, 11γ’, 17 και 19 του ίδιου άρθρου). Οι λόγοι αυτοί, από τους αριθμούς 1 και 19, είναι, πρωτίστως, απαράδεκτοι, διότι, με την επίφαση αναιρετικής πλημμέλειας από τους λόγους αυτούς, προβάλλονται αιτιάσεις για την, κατ’ άρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, το συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, ως προς τις οποίες ο αναιρεσείων έχει διαφορετική ουσιαστική προσέγγιση, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα που εκτίθεται σαφώς, ως προς το παραπάνω ζήτημα. Περαιτέρω, οι ίδιοι λόγοι αναίρεσης, από τον αριθμό 1 εδάφ.β’ του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, κατά το μέρος που προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι με την προπαρατιθέμενη κρίση του το Εφετείο παραβίασε και τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι επίσης απαράδεκτοι, καθόσον οι επικαλούμενες πλημμέλειες δεν αναφέρονται στην ερμηνεία κανόνα δικαίου ή την υπαγωγή σ’ αυτόν πραγματικών περιστατικών αλλά στην εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης, οι λόγοι αυτοί, κατά το μέρος τους που ο αναιρεσείων επικαλείται για τη θεμελίωσή τους και το άρθρο 559 αριθμ.17 ΚΠολΔ, είναι, προεχόντως, απαράδεκτοι, γιατί δεν προσδιορίζεται ποία είναι η αντίφαση που υπάρχει στο διατακτικό της απόφασης, η οποία, και μόνο αυτή, ιδρύει τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης. Τέλος, ο τέταρτος λόγος, κατά το μέρος του που επιχειρείται να θεμελιωθεί και στις διατάξεις των αριθμών 8 εδάφ.β’ και 11 εδάφ.γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, γιατί το Εφετείο α) σε κάθε περίπτωση, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτόν του αναιρεσείοντος, για πρόσληψη με αμοιβή του εργάτη για την καλλιέργεια των αγροτικών κτημάτων του και, ρητά, τον απέρριψε, με την προαναφερόμενη αιτιολογία και 2) ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο αναιρεσείων δεν προσδιορίζει ποίες ακριβώς μαρτυρικές καταθέσεις και ποία έγγραφα (“υπεύθυνες δηλώσεις” του εργάτη) δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε το Εφετείο, ούτε προσκομίζει τα έγγραφα αυτά, όπως είναι αναγκαίο για τον έλεγχο της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού της αναίρεσης και, ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενό τους, ώστε να ελεγχθεί και η μη τυχόν λήψη υπόψη από το Εφετείο (ΑΠ 388/2018, ΑΠ 12/2015), από τη ρητή βεβαίωση που υπάρχει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (3ο φύλλο – β’ όψη αυτού) ότι λήφθηκαν υπόψη “…η κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται…”, σε συνδυασμό και με όλο το περιεχόμενό της, προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του και τις υπεύθυνες αυτές δηλώσεις, τις οποίες μάλιστα, ρητά, μνημόνευσε και αξιολόγησε. Στην πραγματικότητα, οι προβαλλόμενες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, για εσφαλμένη αξιολόγηση και παραγνώριση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών αυτών μέσων, αποτελούν ουσιαστικές, εκ μέρους του, προσεγγίσεις, που εκτιμά διαφορετικά τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα, οι οποίες και απαραδέκτως προβάλλονται, κατ’ άρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ.
IV. Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, κατ’ άρθρ. 929 εδάφ.β’ ΑΚ, η αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 298 του ίδιου Κώδικα, περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 118 εδάφ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ’ αυτή τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΑΠ 752/2018, ΑΠ 1138/2014). Ειδικά, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω διακοπής ή μειωμένης άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να αναφέρονται στο δικόγραφό της όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΑΠ 587/2013). Διαφορετικά η αγωγή είναι απορριπτέα, και αυτεπαγγέλτως, εξαιτίας της αοριστίας της. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 752/2018). Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ), αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος. Αντίθετα, το ορισμένο ή αόριστο της αγωγής, ως προς την έκθεση σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία (ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής), εκτιμά κυριαρχικά το δικαστήριο της ουσίας και δεν υπόκειται, κατά τούτο, η απόφασή του σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν αυτό έκρινε ορισμένη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη γεγονότα που δεν διαλαμβάνονται σε αυτή και που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του για τη νομική βασιμότητά της ή, αντίθετα, έκρινε αόριστη την αγωγή, επειδή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, αν και περιλαμβάνονταν σε αυτή, οπότε μπορούν να θεμελιωθούν οι από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης (ΑΠ 1399/2019, ΑΠ 143/2018, ΑΠ 496/2016). Στην εξεταζόμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με την αγωγή του, ισχυρίστηκε, μεταξύ των άλλων, και τα εξής, όπως, κατά λέξη, αναγράφεται στο δικόγραφό της: […είμαι επαγγελματίας αγρότης, διατηρών καλλιεργήσιμες εκτάσεις στην …. Καλλιεργώ αμπέλια και σταφύλια, αραποσίτι, κηπευτικά, καρπούζι, εσπεριδοειδή, ελαιόδενδρα κ.λπ. Το καθαρό ετήσιο εισόδημά μου από αυτήν την εργασία μου ανέρχεται στις 11.000 ευρώ, όπως πιστοποιείται και από τις φορολογικές μου δηλώσεις. Ένεκα των σοβαρών τραυμάτων μου, δεν εργάζομαι ήδη από την 1-9-2012 έως και την 30-9-2012 που συντάσσεται η παρούσα. Έχω δηλ. απωλέσει μέσα σε 13 μήνες, σύμφωνα και με το ειθισμένο εισόδημά μου, ποσόν ευρώ τουλάχιστον 11.900 ευρώ, ποσόν για το οποίο πρέπει να με αποζημιώσουν οι εναγόμενοι…].
Το Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, ως προς το κεφάλαιο αυτό των διαφυγόντων κερδών του ήδη αναιρεσείοντος, δέχθηκε τα εξής: [Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως ο εκκαλών-ενάγων παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη του αγωγικού αιτήματός του περί αποκατάστασης διαφυγόντων κερδών λόγω απώλειας εισοδημάτων. Όμως, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι ο απασχολούμενος ως αγρότης ενάγων δεν αναφέρει επακριβώς την έκταση και απόδοση του κάθε κατεχόμενου από αυτόν αγροτεμαχίου ώστε να σχηματιστεί πλήρης δικανική πεποίθηση ως προς την αποθετική του ζημία και το ύψος αυτής, αφού απλή αναφορά του καθαρού εισοδήματος της φορολογικής δήλωσης του έτους 2012 και στη συνέχεια ο πρόχειρος απολογισμός απώλειας εισοδημάτων 13 μηνών δεν αρκούν για να καταστήσουν ορισμένο το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλι, αφού αποστερούν παντελώς από τους εναγόμενους τη δυνατότητα να αμυνθούν…]. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο ορθά αποφάνθηκε ότι η ένδικη αγωγή είναι απαράδεκτη εξαιτίας της αοριστίας της και, άρα, δεν έσφαλε που δεν κήρυξε απαράδεκτο, καθόσον πράγματι δεν αναφέρονται στο δικόγραφό της τα συγκεκριμένα αυτά πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους του αναιρεσείοντος και το καθιστούν πιθανό, ήτοι τα πιο πάνω κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους των 11.900 ευρώ κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από το ότι δεν παρατίθενται στο αναιρετήριο οι οικείες παραδοχές της εφετειακής απόφασης, ως προς το κεφάλαιο τούτο των διαφυγόντων κερδών, είναι αβάσιμος, σε κάθε περίπτωση, ο σχετικός, από τον αριθμό 14 (κατ’ εκτίμηση του νοηματικού του περιεχομένου και όχι από τον αριθμό 8) του άρθρου 559 ΚΠολΔ έκτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι εσφαλμένα η αγωγή του απορρίφθηκε ως αόριστη. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος που επιχειρείται να στηριχθεί και στη διάταξη του αριθμού 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την επίκληση ότι η έκταση και η απόδοση των καλλιεργούμενων εδαφικών εκτάσεων αποδεικνύονταν από την κατάθεση του μάρτυρα του αναιρεσείοντος και από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, είναι, κυρίως, απαράδεκτος, διότι για να στοιχειοθετηθεί ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που αφορά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, τα οποία εμφιλοχώρησαν κατά το στάδιο της κρίσης του για το ουσιαστικά βάσιμο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, πρέπει το δικαστήριο, με την πληττόμενη απόφασή του, να έχει εισέλθει στην έρευνα της ουσίας της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή άλλης επιτευκτικής διαδικαστικής πράξης και όχι να την απέρριψε ως απαράδεκτη (όπως συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση με την ένδικη αγωγή) ή μη νόμιμη, αφού στις περιπτώσεις αυτές το δικαστήριο δεν προβαίνει σε έρευνα των πραγματικών περιστατικών (ΑΠ Ολομ. 3/1997, ΑΠ 870/2017, ΑΠ 1809/2007). V. Μετά απ’ αυτά, πρέπει, κατά παραδοχή, ως βάσιμου, του πρώτου πρόσθετου λόγου της αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο της συνυπαιτιότητας του αναιρεσείοντος, καθώς και, αναπόφευκτα, ως προς τα κεφάλαια που αναφέρονται στο κονδύλι της αποζημίωσης για την καταστροφή της μοτοσυκλέτας (τρίτος λόγος αναίρεσης, με την επίκληση των διατάξεων από τους αριθμούς 1,8, 11γ’, 17 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (πέμπτος λόγος αναίρεσης, με την επίκληση των διατάξεων από τους αριθμούς 1,8, 11, 11γ’, 17 και 19 και δεύτερος πρόσθετος λόγος αυτής, από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου), δεδομένου ότι τα κεφάλαια αυτά (αποζημίωσης και εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) συνέχονται αναγκαστικά με το κεφάλαιο (συν)υπαιτιότητας και συνδέονται άρρηκτα με αυτό (ΑΠ Ολομ. 10/2015 – ενώ για το κονδύλι δαπάνης των φυσικοθεραπειών βλ. ΑΠ 1595/2018, ΑΠ 1307/2007), και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, κατά τα αναιρούμενα κεφάλαια, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατό να συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση (άρθρ. 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Οι αναιρεσίβλητοι πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του (άρθρα 176, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό, ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων, σ’ αυτόν (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 21-4-2017 αίτηση αναίρεσης και τους από 19-12-2018 πρόσθετους λόγους αυτής του Β. Δ. Μ..
Αναιρεί την 25/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, ως προς τα κεφάλαιά της που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, κατά τα αναιρούμενα κεφάλαια, στο Μονομελές Εφετείο Πατρών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
Διατάζει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που έχει καταθέσει. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαΐου 2020.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 551/2020 Υπαιτιότητα – Συνυπαιτιότητα
Προηγούμενο άρθροΑΠ 1365/2022. Πολλαπλούν τέλος στη λαθρεμπορία: δεν αποτελεί ποινή.