Αριθμός 616/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο, και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. χήρας Ε. Π., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αντώνιο Ρουπακιώτη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσίβλητων: 1)Β. συζ. Ι. Π., 2)Σ. χήρας Ι. Δ. Κ. Λ., 3)Σ. Ι. Δ., 4)Κ. Ι. Δ., κατοίκων …, που εκπροσωπήθηκαν άπαντες από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Παναγουλόπουλο, που ανακάλεσε την από 30-9-2016 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-1-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4253/2010, 1410/2012 μη οριστικές, 3739/2013 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 6536/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-3-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Πέτρος Σαλίχος, ανέγνωσε την από 4-1-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγείται να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 παρ.1α’ Α.Κ. σαφώς συνάγεται ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη, εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτόν. Ο νόμος απαίτησε την καθ’ ολοκληρίαν γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης αυτού (διαθέτη), μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σ’ αυτήν, και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απ’ αρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος, που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να διατυπώνεται στην απόφαση σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (Ολ. Α.Π. 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ.) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, αναφορικά με την ένδικη από 23-1-2009 (και με αριθ. εκθ. καταθ. 11745/ 853/2009) αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων κατά της ήδη αναιρεσείουσας, περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας των αναφερόμενων σ’ αυτήν ιδιόγραφων διαθηκών του Ε. Α. Π., κατά το ενδιαφέρον μέρος, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: “Στις 14.6.2007 πέθανε στο …, ο σύζυγος της εναγομένης, Ε. Π. του Α., σε ηλικία 73 ετών (είχε γεννηθεί το έτος 1934), κάτοικος, όσο ζούσε, …, γεωργός στο επάγγελμα. Ο θάνατός του, σύμφωνα με την σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου του, που συνέταξε ο ληξίαρχος του Δήμου …, προήλθε από “Α.Κ.Ε. Μυοπάθεια”. Ο θανών είχε συνάψει με την εναγόμενη νόμιμο θρησκευτικό γάμο από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Κατά το χρόνο του θανάτου του άφησε πλησιέστερους συγγενείς του και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγό του εναγόμενη, Α. Π., την αδελφή του Ε. Π., μη διάδικο στην παρούσα δίκη, την ανηψιά του Β. Π., το γένος Κ. Δ., πρώτη εφεσίβλητη, θυγατέρα της προαποβιώσασας αδελφής του Σ. Δ., το γένος Α. Π., καθώς επίσης τη δεύτερη Σ. χήρα Ι. Δ., την τρίτη Σ. Δ. και την τέταρτη Κ. Δ. από τις εφεσίβλητες, σύζυγο και θυγατέρες, αντίστοιχα, του προαποβιώσαντος Ι. Δ., γιού της ανωτέρω αδελφής του θανόντος Σ. Δ.. Κατόπιν αιτήσεως της εναγομένης δημοσιεύθηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, α) κατά τη συνεδρίαση της 7.12.2007 με το 6818 πρακτικό και κηρύχθηκε κύρια με την 2772/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η από 1.3.1997, φερόμενη ως ιδιόγραφη, διαθήκη του ανωτέρω θανόντος Ε. Π., η οποία έχει επί λέξει ως ακολούθως: “Η Διαθήκη μου. Ενγαθιστώ κληρονόμον την συζηγό μου Α. συζηγό μου σ’ ολη την κηνυτή και ακίνητη περιουσία μου. … 1-3-97 ο Διαθέτης, υπογραφή, Σ. Π.”, και β) κατά τη συνεδρίαση της 21.1 1.2008 με το 6047 πρακτικό και κηρύχθηκε κύρια με την 23 54/2008 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η από 9,6.2000, φερόμενη ως ιδιόγραφη, διαθήκη του ίδιου ως άνω θανόντος, η οποία έχει επί λέξει ως ακολούθως: “Η Διαθήκη μου Σήμερα 9-6-2000 αποφάσισα αφήνω την έβγαλα απόφαση να περιουσία μου κινητά και ακίνητα στην σύζυγό μου Α. 1) επί της οδού … οικόπεδο μετά κτισμάτων 1) κατοικία ισόγειος 2) Νέα οικοδομή τριόροφος και όλα τα αγροκτήματα. Με αγάπη υπογραφή Ε. Π.”. Επισημαίνεται ότι η από 1-3- 1997 επίδικη διαθήκη έχει γραφεί σε φύλλο χαρτιού μικρών διαστάσεων, χωρίς έντυπους γραφικούς στίχους, αποσπασμένο πιθανότατα από σημειωματάριο και η χάραξή της έχει πραγματοποιηθεί με δύο διαφορετικούς στυλογράφους τύπου “bic”, μελάνης χρώματος μπλε και συγκεκριμένα στη χειρόγραφη ένδειξη “Η ΔΙΑΘΗΚΗ μου” έχει χρησιμοποιηθεί στυλογράφος – με μελάνη χρώματος ανοικτού κυανού, ενώ στο λοιπό τμήμα της διαθήκης η απόχρωση της μελάνης είναι σκουρότερη, περιλαμβάνει δε εννέα (9) γραφικούς στίχους, ενώ η από 9.6.2000 επίδικη διαθήκη έχει γραφεί σε μεσαίου μεγέθους φύλλο χαρτονιού υπόλευκου χρώματος, χωρίς έντυπους γραφικούς στίχους, με τη χρήση δύο διαφορετικών στυλογράφων τύπου “bic”, μελάνης χρώματος μπλε και συγκεκριμένα η υπογραφή και η τελική αναγραφή του ονοματεπωνύμου του φερόμενου διαθέτη έχουν παραχθεί με στυλογράφο που εμφανίζει διαφορετική απόχρωση μπλε μελάνης, απ’ ότι ο στυλογράφος με τον οποίο έχει παραχθεί το λοιπό τμήμα της κρινόμενης διαθήκης, περιλαμβάνει δε 16 γραφικούς στίχους, συμπεριλαμβανομένων και του διαγεγραμμένου, της υπογραφής καθώς και της ολόγραφης αναγραφής του ονοματεπωνύμου του φερόμενου διαθέτη. Εξάλλου, κατά τη συνεδρίαση της 30.5.2008 δημοσιεύθηκε με το 3248 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η από 5.3.1993 ιδιόγραφη διαθήκη του ανωτέρω Ε. Π., κατόπιν αιτήσεως της συμβολαιογράφου … Χ. Δ. – Τ., στην οποία είχε δοθεί προς φύλαξη, μέσα σε κλειστό φάκελο, χωρίς, πάντως, να τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 1738 επ. Α.Κ., που αφορούν την κατάρτιση της μυστικής διαθήκης, κηρύχθηκε δε κύρια με την 1628/11.7.2008 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, ενώ η γνησιότητά της ως προς τη γραφή, υπογραφή και χρονολόγησή της από το διαθέτη δεν έχει αμφισβητηθεί. Με τη διαθήκη αυτή διακανόνιζε ως εξής την περιουσία του μετά το θάνατό του α) την επί της οδού … στο … ισόγεια οικία του μετά του οικοπέδου κατέλιπε κατά μεν την επικαρπία στην εναγόμενη σύζυγό του κατά δε την ψιλή κυριότητα στα ανήψια του Β. Λ. (πρώτη εφεσίβλητη) και Ι. Δ. (σύζυγο και πατέρα, αντίστοιχα, των λοιπών εφεσιβλήτων) και β) κατέλιπε 1) τον ισόγειο όροφο της κείμενης επί της ίδιας ως άνω οδού οικοδομής στην εναγομένη, 2) τον πρώτο όροφο της εν λόγω οικοδομής στον ανηψιό του Ι. Δ., 3) τον δεύτερο όροφο αυτής στην ανηψιά του Β. Δ. (πρώτη εφεσίβλητη) και 4) τον τρίτο όροφο της οικοδομής αυτής στα ανωτέρω ανήψια του Ι. και Β. Δ.. Οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες με την κρινομένη αγωγή, επικαλούμενες έννομο συμφέρον ως κληρονόμοι με την πιο πάνω από 5.3.1993 ιδιόγραφη διαθήκη του Ε. Π. αλλά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του στα αδιάθετα κληρονομιαία περιουσιακά του στοιχεία, ζήτησαν ν’ αναγνωριστεί ότι είναι άκυρες οι προαναφερόμενες από 1.3.1997 και 9.6.2000 ιδιόγραφες διαθήκες, για το λόγο ότι δεν έχουν γραφεί και υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη, αλλά έχουν γραφεί και υπογραφεί από τρίτο πρόσωπο, με απομίμηση της γραφής και υπογραφής του (διαθέτη). Ο θανών το έτος 1995 σε ηλικία δηλαδή 61 ετών εισήχθη στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μ.Τ.Σ. (Ν.Ι.Μ.Τ.Σ). Νοσηλεύτηκε στη νευρολογική κλινική του εν λόγω νοσοκομείου από 23.10.1995 έως 23.11.1995 με τη διάγνωση “σπαστική τετραπάρεση λόγω εκφυλιστικών αλλοιώσεων ΑΜΣΣ”, ενώ κατά την έξοδό του ήταν σε όμοια κατάσταση της εισόδου (σχετ. το με αριθμ. πρωτ. Δ.Υ. 10638/2008 πιστοποιητικό νοσηλείας του). Στη συνέχεια νοσηλεύτηκε στη νευρολογική κλινική του Αιγινήτειου Νοσοκομείου από 28.2.2000 έως 9.3.2000 με διάγνωση “Σπαστική τετραπάρεση. Πιθανή νόσος του κινητικού νευρώνα” και από 4.7.2000 έως 14.7.2000 στο ίδιο Νοσοκομείο, με διάγνωση “πλαγία μυατροφική σκλήρυνση”, ενώ από 17.6.2006 έως 21.6.2006 νοσηλεύτηκε στο Σισμανόγλειο Γενικό Νοσοκομείο με διάγνωση, “κολπικός πτερυγισμός, βαρειά μυασθένεια και λοίμωξη του αναπνευστικού”. Σύμφωνα με το από 27.3.2000 ιατρικό σημείωμα που υπογράφουν οι νευρολόγοι ιατροί Α. Γ. και Θ. Ζ., ο θανών κατά την πρώτη νοσηλεία του στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο ανέφερε στους θεράποντες ιατρούς αστάθεια στη βάδιση από επταετίας (ήτοι από το έτος τουλάχιστον 1993) προοδευτικά επιδεινούμενη, με εμφάνιση αρχικά στο αριστερό κάτω άκρο αδυναμίας και στη συνέχεια στο δεξί, απώλεια ούρων από εξαετίας, από τριετίας αδυναμία και ασυνέργεια άνω άκρων, βρόγχος φωνής από έτους και κολλώδη ομιλία από 20ημέρου, ενώ κατά τη νευρολογική εξέταση διαπιστώθηκε “σπαστικό βάδισμα άμφω κάτω άκρων και μειωμένη μυϊκή ισχύς των άνω άκρων άμφω”. Επίσης, σύμφωνα με το από 5.12.2000 ιατρικό σημείωμα, που υπογράφει ο νευρολόγος ιατρός Α. Ρ., ο θανών κατά τη δεύτερη νοσηλεία του στο ίδιο πιο πάνω νοσοκομείο, παρουσίαζε αδυναμία κατάποσης, ενώ κατά τη νευρολογική εξέταση διαπιστώθηκε έκπτωση των ανώτερων πνευματικών λειτουργιών του με επεισόδια διέγερσης, αδυναμία βαδίσεως χωρίς εξωτερική υποστήριξη, μειωμένη μυϊκή ισχύς σε όλους τους μύες άνω και κάτω άκρων, αύξηση τενόντων αντανακλαστικών καθώς και εμφάνιση παθολογικών αντανακλαστικών, αλλά και αδυναμία στους εκτείνοντες τον καρπό, τους δακτύλους και τους μεσόστεους, του έγινε σε τοποθέτηση διαδερμικής γαστροστομείας στην περιοχή του επιγαστρίου. Η πιο πάνω νόσος “του κινητικού νευρώνος ή πλάγια μυατροφική σκλήρυνση” από την οποία ο διαθέτης έπασχε, η αιτιολογία της οποίας είναι άγνωστη, είναι μία ανίατη εκφυλιστική πάθηση των κινητικών κυττάρων του νωτιαίου μυελού και εγκεφάλου, που χαρακτηρίζεται από ταχέως προοδευτική αδυναμία, μυϊκή ατροφία, δεσμιδώσεις, σπαστικότητα, δυσχέρεια ομιλίας, καταπόσεως και αναπνοής, χωρίς αισθητικές διαταραχές, με μικρή ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή, που αντιμετωπίζεται συντηρητικά από τους ιατρούς, νευρολόγους, μη επιδεχόμενη νευροχειρουργική παρέμβαση σε χειρουργικό επίπεδο. Στον θανόντα χορηγούνταν τα φαρμακευτικά σκευάσματα Miorel 10 mgr (για την σπαστικότητα), Scropran 20 mgr (αντικαταθλιπτικά), Risperdal 2 mgr (αντιψυχωσικό), Stilnox (υπναγωγό) και Zoloft 50 mgr (αντιψωσικό), τα οποία συχνά προκαλούν ανεπιθύμητες παρενέργειες, όπως υπνηλία, ζάλη, σύγχυση, παραισθήσεις, το Μiorel, κεφαλαλγία, τρόμο, θολωμένη όραση, το Scropran, διέγερση, άγχος, κόπωση το Risperdal, νευρικότητα, άγχος, ζάλη, τρόμο, το Ζοloft. Περαιτέρω, από την αντιπαραβολή του κειμένου των προσβαλλόμενων ως άνω ιδιόγραφων διαθηκών με το κείμενο της γνήσιας από 5.3.1993 ιδιόγραφης διαθήκης, καθώς επίσης με δείγματα των γνήσιων υπογραφών του διαθέτη, που υπάρχουν σε έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν οι διάδικοι στην διορισθείσα δικαστική πραγματογνώμονα Ε. Φ., για να χρησιμεύσουν ως συγκριτικά στοιχεία της γραφής και υπογραφής του διαθέτη, τα οποία και επισυνάπτονται στη σχετική έκθεσή της, νόμιμα δε με επίκληση προσκομίζουν στην παρούσα δίκη και οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων το …/18.4.1994 μισθωτήριο της συμβολαιογράφου … Ν. Τ., η …/ 14.6.1993 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου … Χ. Τ., μπλοκ αποδείξεων είσπραξης του έτους 1994, το …/28.2,1984 Δελτίο Αστυνομικής του ταυτότητας, υπογραφές του διαθέτη στην από 21.6.1991 χειρόγραφη επιστολή προς τη ΔΕΗ, στην από 9.7.1986 χειρόγραφη προσφορά και στην από 19.5.1983 αίτηση προς τη ΔΕΗ, που έχουν γραφεί από την αδελφή του, έγγραφο, χωρίς χρονολογία, με χειρόγραφες αναγραφές και σκαριφήματα του διαθέτη, τα 179/1963, 1942/1965, 7244/1971, 17380/1976 και 3642/1989 συμβόλαια των συμβολαιογράφων … Λ. Δ. τα δύο πρώτα, Γ. Α. το τρίτο και τέταρτο και Ε. Γ. το πέμπτο με υπογραφές του διαθέτη, τα 12728/12.10.2004 και 12950/ 14.2.2005 πληρεξούσια της συμβολαιογράφου … Ε. Γ., το από 1.9.1995 συμφωνητικό μισθώσεως, την από 1.2.1994 απόδειξη παραλαβής υπεύθυνης δήλωσης, το από 15.9.1983 πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής ακινήτου, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι οι προσβαλλόμενες διαθήκες, δεν έχουν γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη αλλά από τρίτο πρόσωπο με τη μέθοδο της απομίμησης της γραφής και υπογραφής του και ως εκ τούτου δεν είναι γνήσιες. Ειδικότερα, σε σχέση με τις ένδικες διαθήκες, αν και είχε διαγνωστεί από το έτος 1995 ότι ο διαθέτης έπασχε από “σπαστική τετραπάρεση (παράλυση)” και από το έτος 2000 από “τη νόσο του κινητικού νευρώνα ή πλάγια μυατροφική σκλήρυνση”, δεν παρατηρείται στις εν λόγω διαθήκες γραφολογική συμπτωματολογία που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη σοβαρή πάθηση, ούτε εντοπίζεται επιδείνωση της εν λόγω γραφολογικής συμπτωματολογίας στην ένδικη δεύτερη διαθήκη (του έτους 2000), ενόψει του εκφυλιστικού και προοδευτικά επιδεινούμενου χαρακτήρα της νόσου αυτής. Πιο συγκεκριμένα όσον αφορά στην ένδικη από 1.3.1997 διαθήκης είναι πλήρης η απουσία της ανωτέρω γραφολογικής συμπτωματολογίας και ειδικότερα α) η χάραξη στο σύνολό της κρίνεται ευχερής, ενώ αρκετές λέξεις έχουν παραχθεί με αξιοσημείωτη ταχύτητα, β) δεν παρατηρείται αδυναμία κατά τη χάραξη, η οποία αντιθέτως εμφανίζεται σταθερή, ενώ τα γράμματα σχηματίζονται πλήρως, γ) διατηρείται καθαρή διάταξη, με σταθερή διαστίχωση, χωρίς τη χαρακτηριστική πτώση και σύγχυση των γραφικών στίχων που εμφανίζεται στις περιπτώσεις της μυϊκής αδυναμίας, δ) παρατηρείται η πλήρης απουσία σπασμών και τρέμουλου, που χαρακτηρίζει τη σπαστική τετραπάρεση, ενώ αρκετά γράμματα έχουν παραχθεί με σημαντικού βαθμού πλαστικότητα και ροή (Βλ. εικ. 7 και 8 σελ. 32, 33 της έκθεσης δικαστικής πραγματογνωμοσύνης της Ε. Φ.), ε) δεν παρατηρείται κανένας εκτροχιασμός της γραφικής κίνησης, στοιχείο που χαρακτηρίζει τη “σπαστικότητα” της γραφικής κίνησης και στ) παρατηρείται ομοιογένεια της διάστασης των γραμμάτων στοιχείων ενδεικτικό ικανότητας στο γραφοκινητικό συντονισμό και συνακόλουθα απουσία μυϊκής αδυναμίας και “σπαστικότητας”. Επίσης, αναφορικά με την ένδικη από 1.3.1997 διαθήκη α) διαπιστώνεται, αντί της αναμενόμενης καθοδικής κατεύθυνσης των γραφικών στίχων (λόγω της μυασθένειας) ανοδικότητα αυτών και διατήρηση καθαρής και σταθερής διαστίχωσης, β) παρατηρείται το αφύσικο και αντιφατικό γραφολογικά φαινόμενο ορισμένες λέξεις να εμφανίζουν χονδροειδή μορφή και άλλες να έχουν παραχθεί με ευχέρεια, ταχύτητα και πλαστικότητα (Βλ. εικ. 9 σελ. 35 της άνω έκθεσης δικαστικής πραγματογνωμοσύνης), γ) δεν παρατηρείται διάχυτος, φυσιολογικός γραφικός τρόμος, παρά μόνο μεμονωμένα γράμματα παρουσιάζουν τρομώδες προφίλ, ενώ παρατηρείται γειτονικά αυτών γράμματα να χαράσσονται χωρίς τρόμο (Βλ. εικ. 9 σελ. 35 της άνω έκθεσης). Αντίθετα, στη γνήσια από 5.3.1993 ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος διαπιστώνεται ήδη έναρξη της “σπαστικότητας” και της κινητικής δυσχέρειας, η οποία χαρακτηρίζει τη νόσο από την οποία έπασχε και πιο συγκεκριμένα α) εντοπίζονται συχνοί σπασμοί και σε ορισμένα σημεία εκτροχιασμού της χάραξης, β) παρατηρείται πτώση του μυϊκού τόνου και συνακόλουθη πτώση από τον έντυπο γραφικό στίχο (Βλ. εικ. 11 σελ. 38 της πιο πάνω έκθεσης), γ) το σύνολο της χάραξης κρίνεται μορφολογικά χονδροειδές με συχνή σύγχυση των προεκτάσεων των γραμμάτων μεταξύ τους, δ) εντοπίζονται σημεία με επιβράδυνση του γραφικού ρυθμού και ε) διαπιστώνεται δυσχέρεια στο νευρομυϊκό συντονισμό με παραγωγή ανομοιογενούς διάστασης και κλίσης γραφής. Επί πλέον από τη γραφολογική σύγκριση των γραφικών στοιχείων στην ένδικη από 1.3.1997 διαθήκη και στη γνήσια – δειγματική γραφή του Ε. Π., διαπιστώνονται οι εξής διαφοροποιήσεις (Βλ. εικ. 12 και 13 σελ. 4 1, 42 άνω εκθέσεως) α) διαφορά στη διάταξη και την οργάνωση του γραψίματος, εντός του γραφικού χώρου, και συγκεκριμένα ενώ στην ένδικη ως άνω διαθήκη διαπιστώνεται σταθερή και καθαρή διαστίχωση, χωρίς κανένα σημείο σύγχυσης των γραμμών των γραμμάτων, στη γνήσια – δειγματική η διάταξη είναι σαφώς λιγότερο καθαρή, καθώς σε πολλά σημεία παρατηρείται σύγχυση των προεκτάσεων των γραμμάτων μεταξύ τους, β) διαφορά στη διάσταση των γραμμάτων, η οποία εμφανίζεται μικρή και σταθερή στην ένδικη ως άνω διαθήκη και απότομα αυξομειούμενη στη γνήσια – δειγματική, γ) διαφορά στην κλίση της γραφής, η οποία παρουσιάζεται σταθερά προς τα δεξιά στην ένδικη πιο πάνω διαθήκη με ελάχιστες και μεμονωμένες εναλλαγές, ενώ η ανομοιογένεια της κλίσης είναι εντονότατη στη γνήσια – δειγματική δ) διαφορά στη μορφολογία της χάραξης, η οποία εμφανίζεται πολύ πιο χονδροειδής στη γνήσια – δειγματική, απ’ ότι στην ένδικη διαθήκη ε) διαφορά στον γραφικό ρυθμό ο οποίος παρουσιάζεται σε αρκετά σημεία ως άνω ένδικης διαθήκης ταχύς και ρέων, σε αντίθεση με το γραφικό ρυθμό της γνήσιας – δειγματικής, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη -ρυθμική ανομοιογένεια καθώς και από σημεία ρυθμικής επιβράδυνσης και στ) διαφορά στην ποιότητα χάραξης} καθώς στην ένδικη διαθήκη δεν εντοπίζονται σπασμοί και εκτροχιασμοί της χάραξης, στοιχεία αντίθετα που χαρακτηρίζουν τη γνήσια – δειγματική γραφή. Επίσης μορφολογικές λεπτομέρειες, οι οποίες χαρακτηρίζουν τον τρόπο γραφής του διαθέτη, όπως π.χ. η ανάπτυξη μεσογραμματικής απόστασης μεταξύ του “Δ” και των γραμμάτων που ακολουθούν στη λέξη “Διαθήκη”, δεν συναντάται στην υπό κρίση από 11.3.1997 διαθήκης. Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις μεταξύ της γραφής στην ένδικη από 1.3.1997 διαθήκη και στη γνήσια – δειγματική γραφή του διαθέτη, δεν δικαιολογούνται γραφολογικώς και αυτό διότι λόγω της εκφυλιστικής και άρα μη θεραπεύσιμης (ανίατης) νόσου, (Βλ. σχετική αναφορά στην από 9.12.2012 έκθεση του Αναπληρωτή Καθηγητή Νευρολογίας Κ. Β., τεχνικού συμβούλου της εναγομένης), από την οποία ο διαθέτης έπασχε, η παθολογικότητα στη χάραξη που ήδη διαφαίνεται στη γνήσια – δειγματική γραφή αυτού επί της μη αμφισβητούμενης από 5.3.1993 διαθήκης, θα έπρεπε να εμφανίζεται εντονότερη στην ένδικη από 1.3.1997 διαθήκη, που φέρεται ότι συνετάγη τέσσερα έτη αργότερα. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν παρατηρείται αντιθέτως, οι σπασμοί, ο τρόμος και εν γένει η γραφοκινητική δυσχέρεια έχουν εξαφανιστεί, στοιχείο, γραφολογικά, μη φυσιολογικό, ενώ η “καλυτέρευση” στη γραφολογική εικόνα που παρουσιάζει η εν λόγω διαθήκη δεν μπορεί να αποδοθεί στη φαρμακευτική αγωγή που ο ασθενής ελάμβανε, ενόψει του ότι η νόσος από την οποία αυτός έπασχε είναι, όπως προεκτέθηκε, ανίατος εξελικτική με μικρή ανταπόκριση του ασθενή στη φαρμακευτική αγωγή, η οποία (νόσος) αντιμετωπίζεται συντηρητικά (Βλ. την άνω από 9.12.2012 έκθεση). Εξάλλου, η παραγωγή μικρής διάστασης γραμμάτων στην ένδικη διαθήκη δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το ότι χρησιμοποιήθηκε μικρής διάστασης χαρτί, δεδομένου ότι η γραφή σε μικρή επιφάνεια απαιτεί ιδιαίτερη ικανότητα νευρομυϊκού συντονισμού, ώστε ο γράφων να κατορθώσει να προσαρμόσει το γράψιμό του μέσα σε μικρής διάστασης πλαίσιο, μικρότερο του συνηθισμένου, ενώ εάν ήθελε υποτεθεί ότι ο γράφων προέβη σε σμίκρυνση των γραμμάτων του, προκειμένου να χωρέσει το κείμενό του στη μικρής διάστασης σελίδα, θα έπρεπε να αποτυπωνόταν η ιδιαίτερη νευρομυϊκή δυσκολία αυτού κατά την εν λόγω προσαρμογή με σημαντική ελάττωση της καθαρότητας, κάτι που όμως δεν παρατηρείται. Περαιτέρω, ως προς την υπογραφή επί της ένδικης από 1.3.1997 διαθήκης, η υπογραφή αυτή έχει χαραχθεί με μεγάλου βαθμού πλαστικότητα, χωρίς σπασμούς, παρά τη γραφοκινητική δυσκολία του φερόμενου διαθέτη κατά τον κρίσιμο χρόνο που αυτή συνετάγη (έτος 1997) λόγω της νόσου από την οποία έπασχε. Επίσης, παρά την πλαστικότητα κατά την παραγωγή της εν λόγω υπό κρίση υπογραφής εντοπίζονται σημεία στάσεων του γραφικού μέσου, ενδεικτικά δισταγμού, ενώ. αν και παρατηρείται μία γενική ομοιότητα ως προς το υπογραφικό σχήμα μεταξύ της υπό κρίση υπογραφής και των γνήσιων – δειγματικών, η κρινόμενη υπογραφή εμφανίζει και διαφοροποιήσεις ως προς τη χάραξη εξατομικευτικών και γι’ αυτό κρίσιμων μορφολογικών λεπτομερειών, που χαρακτηρίζουν τις γνήσιες – δειγματικές υπογραφές του Ε. Π., όπως ενώ στις γνήσιες – δειγματικές υπογραφές η απόσταση μεταξύ του αρχικού μορφώματος και του λοιπού υπογραφικού σώματος είναι μικρή και ενίοτε μηδαμινή, στην κρινόμενη υπογραφή επί της από 1.3.1997 ένδικης διαθήκης η συγκεκριμένη απόσταση είναι σαφώς μεγαλύτερη. Ακόμη ο καταληκτικός σχηματισμός ως “η” πραγματοποιείται στην κρινόμενη υπογραφή στο μέσο της τελικής “παράφας”, κάτι που δεν παρατηρείται σε καμία από τις γνήσιες – δειγματικές υπογραφές του φερόμενου διαθέτη. Περαιτέρω, ως προς την από 9.6.2000 ένδικη διαθήκη (Βλ. εικ. 15-16 στις σελ. 49, 50 της έκθεσης της Ε. Φ.), α) δεν εντοπίζεται η χαρακτηριστική σύγχυση της προέκτασης των γραμμών των γραμμάτων, που συχνότατα αντιμετωπίζεται στη γνήσια δειγματική γραφή, β) διαπιστώνεται διαφοροποίηση ως προς την κατεύθυνση της χάραξης, η οποία είναι σταθερά ανοδική στην κρινόμενη, ανομοιογενής και με σημεία καθοδικότητας στη γνήσια – δειγματική και γ) δεν παρατηρείται η διάχυτη σπασμωδικότητα του γραψίματος του Ε. Π., που εντοπίζεται στη γνήσια διαθήκη του (έτους 1993), αλλά αντιθέτως παρατηρούνται λέξεις γραμμένες αργά και χονδροειδώς και άλλες χαραγμένες με ταχύτητα και πλαστικότητα. Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις μεταξύ της γραφής στην ένδικη από 9.6.2000 διαθήκη και στη γνήσια – δειγματική γραφή του Ε. Π., δεν δικαιολογούνται γραφολογικά και αυτό διότι λόγω της εκφυλιστικής και άρα μη θεραπεύσιμης (ανίατης) νόσου από την οποία ο φερόμενος διαθέτης, έπασχε, η παθολογικότητα στη χάραξη που ήδη διαφαίνεται στη γνήσια – δειγματική γραφή αυτού επί της μη αμφισβητούμενης από 5.3.1993 διαθήκης, θα έπρεπε να εμφανίζεται εντονότερη στην ένδικη από 9.6.2000 διαθήκη, που φέρεται ότι συνετάγη επτά (7) έτη αργότερα, ενώ η διαφοροποίηση της γραφολογικής εικόνας δεν μπορεί να αποδοθεί στη φαρμακευτική αγωγή, αφού, όπως ήδη έχει αναφερθεί, η νόσος από την οποία έπασχε αντιμετωπίζεται συντηρητικά. Ακόμη η χρήση χαρτονιού για την παραγωγή της κρινόμενης ως άνω διαθήκης, αναμένεται να είχε δυσχεράνει ακόμη περισσότερο ένα νευρομυϊκά ασθενές άτομο, όπως ο διαθέτης και επομένως να είχε επιδεινώσει τη γραφολογική παθολογία του, κάτι που δεν παρατηρείται. Περαιτέρω, ως προς την υπογραφή επί της ένδικης, από 9.6.2000, διαθήκης διαπιστώνεται μία αφύσικα έντονη (“πατημένη”) γραφική πίεση, η οποία επίσης έρχεται σε αντίθεση με την πιστοποιηθείσα μυϊκή εξασθένηση του Ε. Π. αλλά και διαφοροποιήσεις σε κρίσιμες, εξατομικεύτηκες λεπτομέρειες της υπογραφικής χάραξης σε σχέση με τις γνήσιες – δειγματικές υπογραφές του. Διαπιστώνεται επίσης η χαρακτηριστική διαφοροποίηση ως προς την απόσταση μεταξύ του αρχικού μορφώματος και του λοιπού υπογραφικού σώματος. Πρέπει ν’ αναφερθεί ότι η ως άνω ένδικη από 9.6.2000 διαθήκη δημοσιεύθηκε με αίτηση της εναγομένης στις 21.11.2008 μετά δηλαδή τη δημοσίευση από την ίδια της ένδικης από 1.3.1997 διαθήκης που έγινε στις 7.12.2007 αλλά και μετά τη δημοσίευση της γνήσιας από 5.3.1993 διαθήκης που έγινε στις 30.5.2008, η ύπαρξη της οποίας περιήλθε σε γνώση της τελευταίας όταν της κοινοποιήθηκε η από 25.6.2008 αγωγή των εναγουσών για την αναγνώριση της ακυρότητας της από 1.3.1997 διαθήκης. Η ως άνω, περί της μη γνησιότητας των ένδικων διαθηκών, κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το ότι στις εν λόγω διαθήκες παρατηρείται, εξωτερική, μορφολογική ομοιότητα στον τρόπο χάραξης ορισμένων γραμμάτων με τη γνήσια – δειγματική γραφή του διαθέτη, όπως τα γράμματα “τ” και “κ” στην από 1.3.1997 διαθήκη και “α” και “κ” στην από 9.6.2000 διαθήκη, αφού εντοπίζονται ταυτόχρονα και γράμματα, όπως το “ζ” στην από 1.3.1997 διαθήκη και “Ρ” στην από 9.6.2000 διαθήκη που είναι χαραγμένα κατά τρόπο “ξένο” ως προς το γραφικό χαρακτήρα του διαθέτη. Στο ίδιο συμπέρασμα ότι δηλαδή οι προσβαλλόμενες διαθήκες έχουν χαραχθεί στο σύνολό τους (γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί) με προσπάθεια ελεύθερης απομίμησης του γνησίου τρόπου γραφής και υπογραφής του Ε. Π. και ότι συνακόλουθα δεν είναι γνήσιες, καταλήγει στη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης και η διορισθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 4253/2010 απόφασή του πραγματογνώμονας Ε. Φ., δικαστική γραφολόγος. Η έκθεσή της λεπτομερής, σαφής και πλήρως αιτιολογημένη κρίνεται αξιόπιστη. Ειδικότερα, η ανωτέρω πραγματογνώμονας, κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης αυτής εξέτασε στο πρωτότυπο τις προαναφερόμενες από 5.3.1993, 1.3.1997 και 9.6.2000 διαθήκες χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα φωτοοπτικά μέσα, έλαβε υπόψη της δειγματικό υλικό που της παρέδωσαν οι διάδικοι, το οποίο έκρινε ποσοτικά επαρκές για τη συγκεκριμένη γραφολογική διερεύνηση και συνεκτίμησε, όπως όφειλε, τα προσκομισθέντα ιατρικά πιστοποιητικά, τα σχετικά με την κατάσταση της υγείας του φερόμενου διαθέτη, από δημόσια νοσοκομεία, καθώς και άλλα σχετικά με την υγεία του έγγραφα. Επίσης, στο ίδιο συμπέρασμα ότι δηλαδή οι επίμαχες ιδιόγραφες διαθήκες δεν είναι γνήσιες καταλήγει και ο δικαστικός γραφολόγος Κ. Β., τεχνικός σύμβουλος των εναγουσών στη σχετική από 16.3.2009 έκθεσή του. Εξάλλου, και ο νευροχειρουργός Κ. Λ., που διορίστηκε πραγματογνώμονας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 1410/2012 απόφασή του, στη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα σχετικά με την υγεία του Ε. Π. έγγραφα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νόσος του κινητικού νευρώνος ή πλάγια μυατροφική σκλήρυνση, (πρόκειται για εκφυλιστική πάθηση των κινητικών κυττάρων του νωτιαίου μυελού και εγκεφάλου, που χαρακτηρίζεται από ταχέως προοδευτική αδυναμία, μυϊκή ατροφία, δεσμιδώσεις, σπαστικότητα, δυσχέρεια ομιλίας, καταπόσεως και αναπνοής), από την οποία έπασχε από το έτος 1995 ο ανωτέρω ασθενής, επηρέασε στο σύνολό της την εκούσια κινητικότητά του και απέκλειε τη χρήση της γραφίδας, κατά τους κρίσιμους χρόνους (1.3.1997 και 9.6.2000), που φέρεται ότι αυτός συνέταξε τις προσβαλλόμενες διαθήκες. Στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή ο Ε. Π. εξαιτίας της νόσου από την οποία έπασχε αδυνατούσε κατά τους πιο πάνω επίμαχους χρόνους (έτη 1997 και 2000) να κρατήσει γραφίδα και να εκτελέσει γραφή, καταλήγει και ο καθηγητής νευροχειρουργικής Ν. Π., τεχνικός σύμβουλος των εναγουσών στη σχετική από 10.7.2012 έκθεσή του. Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από τη σαφή κατάθεση της μάρτυρος των εναγουσών Ε. Π., αδελφής του θανόντος, η οποία έχει άμεση αντίληψη των όσων κατέθεσε, αλλά και από τις ένορκες βεβαιώσεις των Ε. Π. και Α. Σ., που δόθηκαν με επιμέλεια των εναγουσών. Επίσης πρέπει ν’ αναφερθεί ότι στο 13629/21.3.2006 πληρεξούσιο η συμβολαιογράφος … Ε. Γ., αναφέρει ότι ο εντολέας Ε. Π., “αν και κλήθηκε να υπογράψει δήλωσε αδυναμία κίνησης δεξιάς χειρός λόγω πάρκινσον”. Η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή οι ένδικες διαθήκες είναι γνήσιες, στο οποίο καταλήγει η δικαστική γραφολόγος Β. Α. στη σχετική από 10.7.2012 έκθεσή της, η οποία διορίστηκε πραγματογνώμονας με την 1410/2012 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Τούτο διότι η εν λόγω πραγματογνώμονας, ενώ θέτει ερωτήματα ιατρικής φύσεως, όπως α) “ιατρική πραγματογνωμοσύνη, προφανώς θα εξηγήσει την αντίδραση του συγκεκριμένου οργανισμού στη συγκεκριμένη ασθένεια και στη φαρμακευτική αγωγή” και β) “από την ιατρική πραγματογνωμοσύνη θα προκύψει αν ο Ε. Π. είχε την ικανότητα χειρισμού του γραφικού εργαλείου κατά τις αντίστοιχες χρονολογίες των υπό έλεγχο διαθηκών” (Βλ. σελ. 52 αρ.3 και 53 αρ.6 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης), αρκέστηκε στη συγκριτική εξέταση της γραφής και στις υπό έλεγχο διαθήκες με τη γνήσια δειγματική γραφή και υπογραφή του διαθέτη, χωρίς να αξιολογήσει γραφολογικά τις επίδικες διαθήκες υπό το πρίσμα της πιστοποιημένης ιατρικής κινητικής παθολογίας αυτού, λαμβάνοντας υπόψη τα αφορώντα την κατάσταση της υγείας του, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ιατρικά έγγραφα, όπως τα από 27.3.2000, 5.12.2000, 3.12.2008 και 5.3.2009 ιατρικά σημειώματα του Αιγινητείου Νοσοκομείου τα δύο πρώτα, Νοσοκομείου Ν.Ι.Μ.Σ. το τρίτο, και Σισμανογλείου το τέταρτο, αντίστοιχα, αλλά και την προαναφερόμενη έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Κ. Λ., νευροχειρουργού, που της τέθηκε υπόψη. Εξάλλου, δεν κρίνεται πειστικό και δεν δύναται να οδηγήσει σε αντίθετη κρίση το αντίθετο, περί της γνησιότητας των ένδικων διαθηκών, συμπέρασμα του δικαστικού γραφολόγου Γ. Τ., τεχνικού συμβούλου της εναγομένης, αλλά και οι εκθέσεις γραφολογικής γνωμοδότησης και παρατηρήσεων που συνέταξαν κατ’ εντολή της εναγομένης, οι δικαστικοί γραφολόγοι Μ.-Μ. Κ. και Δ. Θ., καθόσον οι ανωτέρω δεν λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση της υγείας του φερόμενου διαθέτη και το αν αυτή τον επηρέασε γραφολογικά, όπως επίσης δεν κρίνεται πειστική η έκθεση του Κ. Β., νευρολόγου, τεχνικού συμβούλου της εναγομένης, ο οποίος αν και αναφέρει ότι η νόσος από την οποία ο θανών έπασχε είναι “ανίατος εξελικτική” και στη νοσηλεία του ασθενή διαπιστώθηκε “επιδείνωση της νόσου με δυσκολία στην κατάποση, επέκταση της ήπιας κεντρομελικής αδυναμίας και στα περιφερικά τμήματα των άνω και κάτω άκρων”, εν τούτοις, χωρίς επαρκή αιτιολογία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο θανών, τουλάχιστον μέχρι τις 14.7.2000, ήταν ικανός να γράφει και να υπογράφει. Επίσης, όλα όσα εκτέθηκαν πιο πάνω περί της μη γνησιότητας των ένδικων διαθηκών δεν αναιρούνται από το χωρίς επαρκή αιτιολογία ιατρικό πιστοποιητικό τον νευρολόγου ιατρού Θ. Ζ., την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγόμενης Ζ. Π., αδελφού της, και τις ένορκες βεβαιώσεις των Ε. Γ., Γ. Π. και Κ. Μ., που δόθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης και από το γεγονός ότι ο θανών φέρεται να υπογράφει στα 12728/12.10.2004, 12950/14.2.2005 συμβολαιογραφικώς πληρεξούσια και στα από 1.9.1995 και 21.9.1998 μισθωτήρια, η υπογραφή του οποίου, ωστόσο, στα έγγραφα αυτά απλοποιείται και μετατρέπεται σε μονογραφή (Βλ. σελ. 42 έκθεση πραγματογνωμοσύνης Β. Α.).
Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω περιστατικά, αποδεικνύεται ότι οι επίδικες ιδιόγραφες διαθήκες του Ε. Π., δεν έχουν γραφεί, χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτόν και για το λόγο αυτόν είναι άκυρες. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή αποδεικνύεται βάσιμη κατ’ ουσίαν”. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι οι από 1-3-1997 και 9-6-2000 επίμαχες διαθήκες δεν είναι γνήσιες διαθήκες του Ε. Α. Π., διότι δεν έχουν γραφεί με το χέρι αυτού, ούτε έχουν χρονολογηθεί και υπογραφεί απ’ αυτόν, και για το λόγο αυτόν είναι άκυρες, ακολούθως δε απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας-εναγομένης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο, κρίνοντας ομοίως, είχε δεχθεί ως βάσιμη την αγωγή των αναιρεσίβλητων για αναγνώριση της ακυρότητας των πιο πάνω διαθηκών για το λόγο που προαναφέρθηκε. Έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ανικανότητας του διαθέτη για σύνταξη των επίμαχων διαθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης αυτών, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 Α.Κ., που εφάρμοσε. Επομένως, οι περί του αντιθέτου πρώτος, κατά το πρώτο μέρος, και δεύτερος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ., είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Με τον πρώτο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος του, της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ., αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και η αιτίαση ότι το Εφετείο αναφορικά με το ανωτέρω ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα του κύρους των ιδιόγραφων διαθηκών διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες, διότι, “ενώ γίνεται δεκτό από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι από 1-3-1997 και 9-6-2000 διαθήκες του συζύγου της αναιρεσείουσας συντάχθηκαν η πρώτη προ επτά και οχτώ ετών αντίστοιχα και η δεύτερη προ πέντε και έξι ετών από τη σύνταξη των παραπάνω 12728/2004 και 12950/2005 συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, η προσβαλλομένη με την παραδοχή της ότι οι επίδικες διαθήκες είναι άκυρες γιατί ο κληρονομούμενος δεν είχε τη φυσική δυνατότητα να τις συντάξει και υπογράψει αυτός, δεν αιτιολογεί επαρκώς πως μπορούσε να υπογράψει τα εν λόγω πληρεξούσια τα έτη 2004 και 2005 και να μην έχει τη φυσική δυνατότητα να υπογράψει τις επίδικες διαθήκες τα έτη 1997 και 2000”. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η παραπάνω αιτίαση αναφέρεται αποκλειστικά στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εφόσον το πόρισμα που έχει εξαχθεί από αυτές, ότι δηλαδή ο διαθέτης εξαιτίας των προαναφερόμενων χρόνιων νόσων από τις οποίες έπασχε αδυνατούσε κατά τους πιο πάνω κρίσιμους χρόνους (1-3-1997 και 9-6-2000) να κρατήσει γραφίδα και να εκτελέσει γραφή και συνεπώς ήταν ανίκανος προς σύνταξη των διαθηκών, εκτίθεται πλήρως και σαφώς στην απόφαση. Οι αιτιάσεις, που εμπεριέχονται στο δεύτερο λόγο αναίρεσης, ότι το Εφετείο δεν αιτιολογεί αν η δυσχέρεια βάδισης και η αδυναμία και ασυνεργία των κάτω άκρων του διαθέτη καθώς και η “κολλώδης ομιλία” είχαν επίδραση στη σύνταξη των επίμαχων διαθηκών ή στη βούλησή του να συντάξει αυτές, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, διότι με τις αιτιάσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ’ ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 338 έως 340 ΚΠολΔ., υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης, επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ. Α.Π. 2/2008). Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου από τον αριθμό 11γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ., μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Εφετείο προς σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης ότι ο διαθέτης δεν ήταν ικανός να γράφει και να υπογράφει, δεν αξιολόγησε τα παρακάτω έγγραφα, που επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις της στο Δικαστήριο της ουσίας, ήτοι: α) το 8330/3-10-2011 ιατρικό πιστοποιητικό του Θ. Ζ., επίκουρου καθηγητή νευρολογίας του Αιγινήτειου νοσοκομείου, β) την έκθεση του τεχνικού συμβούλου αυτής (αναιρεσείουσας) Κ. Β., αναπληρωτή καθηγητή νευρολογίας και γ) τη γνωμάτευση της δικαστικής γραφολόγου Β. Α.. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή διαβεβαίωση κατά την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη “όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ορισμένων εκ των οποίων γίνεται ειδική μνεία, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης”, σε συνδυασμό με τις λοιπές αιτιολογίες αυτής, δεν γεννάται αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τα έγγραφα αυτά. Επομένως, ο πιο πάνω λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.- Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.20 ΚΠολΔ., παραμόρφωση εγγράφου υπάρχει και ιδρύεται ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναιρέσεως όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπράττει διαγνωστικό λάθος και αποδίδει σε ορισμένο έγγραφο περιεχόμενο διαφορετικό από το αληθινό, προβαίνει δηλαδή σε ελλιπή ή εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου, καταλήγοντας σε συμπέρασμα διαφορετικό από αυτό που προκύπτει από το έγγραφο. Αντιθέτως, δεν υπάρχει παραμόρφωση εγγράφου και επομένως δεν ιδρύεται ο σχετικός λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία του εγγράφου, διότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει ουσιαστικά εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο και μόνο η παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών στηρίζει στην περίπτωση αυτή σχετικό λόγο αναίρεσης (Ολ. Α.Π. 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος, τρίτος, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, επικουρικά, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου σφάλμα από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. και συγκεκριμένα ότι ” το Εφετείο παραμόρφωσε κατ’ ουσίαν το περιεχόμενο των πιο πάνω τριών (3) εγγράφων, εφόσον κατ’ ουσίαν δέχθηκε γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται σ’ αυτά”, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, καθόσον εν προκειμένω το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα προεκτεθέντα μετά από ερμηνεία του αληθινού περιεχομένου των εγγράφων και όχι μετά από διαγνωστικό σφάλμα κατά την ανάγνωση αυτών, αφού δέχθηκε το περιεχόμενό τους όπως είχε, αλλά τα ερμήνευσε κατά τον τρόπο που αναφέρεται παραπάνω. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, παραβόλου και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-3-2015 αίτηση της Α. χήρας Ε. Π., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6536/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Νοεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ