Αριθμός 628/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Ντάντου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα και Ελένη Φραγκάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία “… ΑΕ” και ήδη “…”, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Δαρούδη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι η “… ΑΕ” τυγχάνει καθολική διάδοχος, μετά από συγχώνευση διά απορροφήσεως, της αρχικώς αναιρεσείουσας εταιρείας “… ΑΕ”.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Κ. του Η., 2) Γ. Κ. του Ε., 3) Κ. – Α. Κ. του Ε., κατοίκων …, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Παπαπέτρο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και 4) Μ. Κ. του Γ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Χρόνη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-4-2014 αγωγή φυσικών προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου και συνεκδικάστηκε με την από 19-8-2014 παρεμπίπτουσα αγωγή της “… ΑΕ”, καθώς και με την από 29-10-2014 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλων προσώπων, μη διαδίκων στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 108/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 237/2017 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4-12-2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ελένη Φραγκάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδάφ. γ’ του ν. 3557/ 2007, η ισχύς του οποίου άρχισε από 14-5-2007, καταργήθηκε η Κ4/585/5-4-1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795, τ. ΑΕ και ΕΠΕ), ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε το άρθρο 6β’ στο π.δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το ν. 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”), το οποίο ορίζει ότι: 1. Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α) από οδηγό, ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί, β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, ΦΕΚ 57 Α’), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος…, γ) από αυτοκίνητο όχημα, του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. Οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που απαρτίζουν, περιοριστικά πλέον, τους τρεις (3) λόγους εξαίρεσης από την ασφάλιση, αποτελούν λόγους απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του, με την επισήμανση ότι επιτρέπεται με τη σύμβαση ασφάλισης να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων αυτών, και άλλες περιπτώσεις εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη (άρθρ. 6β’ παρ. 2 του ίδιου π.δ/τος). Από το συσχετισμό μεταξύ τους των τριών περιπτώσεων εξαίρεσης σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος προβλέπει την ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας, ως μιας περαιτέρω προϋπόθεσης για τη συγκρότηση των λόγων εξαίρεσης, μόνο στις περιπτώσεις β’ και γ’, όχι όμως και στην περίπτωση α’, δηλαδή στην πρόκληση ατυχήματος από οδηγό που στερείται άδειας ικανότητας οδήγησης για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί. Ειδικότερα, από τη γραμματική διατύπωση των τριών περιπτώσεων εξαίρεσης συνάγεται ότι στην α’ περίπτωση δεν εξετάζεται και δεν ερευνάται κατά πόσο η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού επηρέασε ή όχι την πρόκληση του ατυχήματος, αφού πρόκειται τυπικά για περίπτωση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, ενώ η ανάγκη συνδρομής της αιτιώδους συνάφειας ερευνάται μόνο στις δύο άλλες περιπτώσεις. Η διατύπωση αυτή στο νόμο, δηλαδή η μη αναφορά, σε αντίθεση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις, της σύνδεσης της αιτιώδους συνάφειας της έλλειψης άδειας οδήγησης με την πρόκληση του ατυχήματος, αποτελεί συνειδητή ρύθμιση του νομοθέτη, διαφοροποιημένη σε σχέση με τις δύο άλλες περιπτώσεις, και δεν πρόκειται για απλή παράλειψή του. Ναι μεν η σύγχρονη ασφαλιστική επιστήμη, η θεωρία και η πάγια νομολογία (ΑΠ 1068/2013, ΑΠ 1016/2013, ΑΠ 1451/2009, ΑΠ 1357/2008, ΑΠ 1517/2006) θεωρούσαν, μέχρι την κατάργηση της παραπάνω υπουργικής απόφασης, και τους λόγους αυτούς απαλλαγής ή εξαίρεσης (που αποτελούσαν συμβατικές εξαιρέσεις της κάλυψης του ασφαλισμένου), ως καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη (συμβατικά), δηλαδή η απαλλαγή του ασφαλιστή, στην επίμαχη περίπτωση, δεν επερχόταν μόλις διαπιστωνόταν η έλλειψη άδειας οδήγησης στο πρόσωπο του οδηγού που είχε εμπλακεί στο ατύχημα, αλλά τούτο επερχόταν, εφόσον συνέτρεχε υπαιτιότητα και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή της έλλειψης άδειας ικανότητας οδήγησης, και του ατυχήματος, πλην, όμως, τούτο δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης είναι δεσμευμένος (νομοθετικά) να ακολουθήσει οπωσδήποτε την παραδοχή αυτή. Αντίθετα, έχει την ευχέρεια να αποκλίνει, εφόσον, βέβαια, εκφράζεται σαφώς, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 6β’ του π.δ. 237/1986, στην οποία, σε αντίθεση με τις άλλες δύο ρυθμιζόμενες περιπτώσεις ασφαλιστικών βαρών, δεν θέτει ως προϋπόθεση του λόγου απαλλαγής ή εξαίρεσης του ασφαλιστή την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πιο πάνω παράβασης και του ατυχήματος, χωρίς, περαιτέρω, να είναι υποχρεωμένος, όταν προβλέπει λόγους εξαίρεσης για τη ρύθμιση κάποιου θέματος, να θέτει είτε μόνο λόγους εξαίρεσης, είτε μόνο καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη, αλλά έχει τη δυνατότητα να κάνει συνδυασμό μεταξύ τους.
Συνεπώς, με βάση την προπαρατιθέμενη ρύθμιση του νόμου, δεν έχει νομική επιρροή ο ισχυρισμός του οδηγού που έχει εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και δεν έχει άδεια ικανότητας οδήγησης, ότι γνωρίζει να οδηγεί ή ότι λείπει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της έλλειψης της άδειας αυτής και του ατυχήματος (ΑΠ 450/2018, ΑΠ 474/2017, ΑΠ 71/2017, ΑΠ 324/ 2016). Όλα όσα προαναφέρθηκαν έχουν νομική αξία στις σχέσεις ασφαλιστή και ασφαλισμένου στη λεγόμενη δίκη αναγωγής του πρώτου κατά του δεύτερου, κατά την οποία παρέχεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να εναγάγει τα αναφερόμενα στο άρθρο 11 παρ. 1 του π.δ. 237/1986 πρόσωπα και να ζητήσει απ’ αυτά ό,τι κατέβαλε ή θα καταβάλει σε εκείνον που ζημιώθηκε από το τροχαίο ατύχημα. Εξάλλου, κατά τις σχετικές διατάξεις του ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο του ατυχήματος, που ενδιαφέρουν στην εξεταζόμενη υπόθεση, ορίζονται τα εξής: α) άρθρο 13 παρ. 2 εδάφ. α’: “Ο οδηγός επιβάλλεται να έχει την, κατά τις σχετικές διατάξεις, προβλεπόμενη άδεια οδήγησης και την αναγκαία σωματική και διανοητική ικανότητα και να βρίσκεται σε κατάλληλη κατάσταση για να οδηγεί, οφείλει δε κατά το χρόνο της οδήγησης να είναι σε θέση να ελέγχει το όχημά του…”, β) άρθρο 94 παρ. 3: “Απαγορεύεται η οδήγηση αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών από πρόσωπα τα οποία δεν κατέχουν ισχύουσα ελληνική άδεια οδήγησης της κατάλληλης κατηγορίας ή υποκατηγορίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους του παρόντος άρθρου”, η οποία, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, απαιτείται να είναι Κατηγορίας Β, για την οδήγηση επιβατηγού αυτοκινήτου, του οποίου ο μέγιστος αριθμός θέσεων καθημένων (χωρίς τη θέση του οδηγού) δεν υπερβαίνει τις οκτώ, γ) άρθρο 95 παρ. 1, εδάφ. α’ – ε’: “Οι άδειες οδήγησης των κατηγοριών Α, Β και των υποκατηγοριών Α1 και Β1 ισχύουν χρονικά μέχρι να συμπληρώσουν οι κάτοχοί τους το εξηκοστό πέμπτο (65) έτος της ηλικίας τους. Οι άδειες οδήγησης των κατηγοριών Β+Ε, Γ, Γ+Ε, Δ, Δ+Ε και της κατηγορίας Β, όταν αυτή χρησιμοποιείται για την οδήγηση επιβατηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, ισχύουν για πέντε (5) χρόνια από την ημερομηνία έκδοσης ή της προηγούμενης ανανέωσής τους. Με τη λήξη πενταετούς ισχύος των αδειών αυτών λήγει συγχρόνως και η ισχύς των αδειών οδήγησης των κατηγοριών Α, Β και των υποκατηγοριών Α1 και Β1 που είναι ενσωματωμένες στο έντυπο της άδειας οδήγησης. Μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας των εξήντα πέντε (65) ετών οι άδειες οδήγησης ανανεώνονται κάθε τρία (3) χρόνια από την έκδοση ή την προηγούμενη ανανέωσή τους. Η ανανέωση των αδειών οδήγησης γίνεται μετά από ιατρική εξέταση”, δ) άρθρο 95 παρ. 3: “Η ανανέωση της άδειας οδήγησης μπορεί να γίνει οποτεδήποτε όχι όμως προ του διμήνου, το οποίο προηγείται της ημερομηνίας λήξης της (εδάφ. α’)… Η ανανέωση γίνεται χωρίς θεωρητική και πρακτική εξέταση, έπειτα από ιατρική εξέταση, κατά την οποία πρέπει να κριθεί ότι ο ενδιαφερόμενος πληροί τις ελάχιστες απαιτούμενες προϋποθέσεις υγείας (εδάφ. γ’)” και ε) άρθρο 95 παρ. 5: “Η άδεια οδήγησης επιτρέπεται να ανανεωθεί και μετά τη λήξη της ισχύος της, αν υπάρχουν οι νόμιμες, προς τούτο, προϋποθέσεις. Η άδεια οδήγησης θεωρείται ότι δεν ισχύει: α. αν έληξε ο χρόνος ισχύος της, β. αν έχει φθαρεί ή αλλοιωθεί, σε τέτοιο βαθμό που να είναι δυσχερής ο έλεγχός της και γ. αν έπαψαν να ισχύουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε ή ανανεώθηκε” (ΑΠ 958/2015, ΑΠ 1628/2013, ΑΠ 242/2011). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανανέωση της άδειας οδήγησης που έληξε, λόγω της συμπλήρωσης της ηλικίας των 65 ετών, δεν καλύπτει τον ενδιάμεσο χρόνο (από τη λήξη μέχρι την ανανέωση), κατά τον οποίο ο οδηγός, που στερείται της άδειας, προκάλεσε το τροχαίο ατύχημα (ΑΠ 474/2017 όπ. π., ΑΠ 911/ 2002, πρβλ., ΑΠ 1628/2013, ΑΠ 859/2013, ΑΠ 242/2011). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών… Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 849/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Λάρισας, με την προσβαλλόμενη 237/2017 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670 έως 676 (681Α) ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την από 19.8.2014 και αριθμό καταθ. 205/2014. παρεμπίπτουσα αγωγή της αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “… Ανώνυμη εταιρία”, η οποία υπεισήλθε ως καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης στη δικονομική θέση της αρχικά αναιρεσείουσας Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕ” κατά των αναιρεσιβλήτων, που ενδιαφέρουν στην παρούσα αναιρετική δίκη: “…Με τη διάταξη του άρθρου 17 του Ν. 3557/2007 καταργήθηκε από την έναρξη ισχύος αυτού η υπ’ αριθμ. Κ4/585/1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ 795 ΤΑΕ και ΕΠΕ). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 4 του νόμου 3557/2007, μετά το άρθρο 6 του π.δ. 237/1986 προστέθηκαν δύο νέα άρθρα, το 6α και 6β από τα οποία το δεύτερο αναφέρει μεταξύ άλλων ότι εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται από οδηγό ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης, που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί. Η παραπάνω περίπτωση αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή δεν μπορεί να προβληθεί από τον τελευταίο έναντι του παθόντος τρίτου αλλά έχει ισχύ στις σχέσεις μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου. Η εξαίρεση ωστόσο του άρθρου 6β’ του π.δ. 237/1986 από την ασφαλιστική κάλυψη ισχύει μόνον εφόσον μεταξύ της έλλειψης άδειας ικανότητας οδήγησης και του τροχαίου ατυχήματος υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος. Επομένως, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται έναντι του ασφαλισμένου, αν αποδειχθεί ότι κατά το χρόνο του ατυχήματος ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου δεν ήταν ικανός για την οδήγηση του αυτοκινήτου, οπότε η έλλειψη του τυπικού στοιχείου της άδειας οδήγησης συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής δικαιούται να απαιτήσει αναγωγικά από τον ασφαλισμένο, τον αντισυμβαλλόμενο και τον οδηγό, οποιοδήποτε ποσό θα υποχρεωθεί να καταβάλει ως αποζημίωση στο ζημιωθέντα τρίτο (άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 489/1976). Αντίθετα, αν η έλλειψη της άδειας οδήγησης δεν συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα και κατά το χρόνο του ατυχήματος, ο οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου ήταν ικανός για την οδήγηση αυτού, η ζημία δεν εξαιρείται της ασφαλιστικής κάλυψης και ο ασφαλιστής ευθύνεται έναντι του ασφαλισμένου και του αντισυμβαλλομένου… Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι το ζημιογόνο με αριθμό κυκλοφορίας …36 ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της Μ. Κ. του Γ., με οδηγό τον θανόντα Γ. Κ. του Ε., ήταν κατά το χρόνο της ένδικης σύγκρουσης ασφαλισμένο στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “…”. Ο ως άνω θανών Γ. Κ. ήταν κάτοχος άδειας ικανότητας οδήγησης, η οποία είχε λήξει από 02.02.2012. Μόνο όμως το στοιχείο της λήξης της άδειας οδήγησης το χρόνο του δυστυχήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επέδρασε εν προκειμένω αιτιωδώς στο ζημιογόνο γεγονός. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω λήξη της άδειας οδήγησης του ως άνω θανόντος υπαιτίου οδηγού συνδέεται αιτιωδώς με την επίδικη σύγκρουση κατά τα αναφερόμενα σε προηγηθείσα μείζονα σκέψη, καθώς αφενός μεν η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία δεν επικαλείται την ύπαρξη τέτοιου αιτιώδους συνδέσμου, αφετέρου δε κατά την κρίση του Δικαστηρίου το ένδικο ατύχημα θα επερχόταν λόγω της ως άνω αμελούς συμπεριφοράς του θανόντος οδηγού του ανωτέρω ασφαλισμένου αυτοκινήτου, είτε ήταν σε ισχύ είτε όχι η άδεια οδήγησής του.
Συνεπώς, εφόσον δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προκληθείσας από τον υπαίτιο οδηγό ζημίας και της έλλειψης νόμιμης (ισχύουσας) άδειος οδήγησης αυτού, η προκληθείσα οπό αυτόν ζημία δεν εξαιρείται της ασφαλιστικής κάλυψης, σύμφωνα με όσα αναλυτικά διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη, με αποτέλεσμα η ενάγουσα εταιρία να ευθύνεται για την αποζημίωση των παραπάνω ζημιωθέντων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του με τις αυτές ως άνω αιτιολογίες έκρινε το ίδιο και απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή δεν έσφαλε και οι περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης της “…Σ ΑΕ” πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμο”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε την από 28.9.2015 και με αριθμ. καταθ. 216/2015 έφεση της αρχικής αναιρεσείουσας στη θέση της οποίας υπεισήλθε, ως καθολική διάδοχος, η “… ΑΕ”, κατά της πρωτόδικης 108/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου που είχε κρίνει ομοίως, κατά το μέρος της παρεμπίπτουσας αγωγής που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα, την οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι “για τον άνω συμβατικό αποκλεισμό απαιτείται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της έλλειψης άδειας ικανότητας οδήγησης και του οδικού ατυχήματος”. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, με την αιτιολογία της απόφασής του, απαιτώντας, για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6β’ παρ. 1α’ του π.δ. 237/1986, όπως το άρθρ. αυτό προστέθηκε με το άρθρ. 4 Ν. 3557/2007 και τη συνδρομή της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της έλλειψης της κατά νόμο απαιτούμενης άδειας οδήγησης λόγω λήξεως της ισχύος αυτής και της πρόκλησης του επίδικου τροχαίου ατυχήματος, παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, την πιο πάνω διάταξη καθώς και τις ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις των άρθρ. 13 παρ. 2 εδ. α’, 95 Κ.Ο.Κ. (Ν. 2696/1999), που προαναφέρθηκαν, αφού ζήτησε περισσότερα από όσα στοιχεία αυτή αξιώνει, καθόσον εξαίρεση της ζημίας από την ασφάλιση συντρέχει και όταν ο οδηγός του ασφαλισμένου οχήματος κατείχε μεν άδεια ικανότητας οδήγησης, αλλά κατά τον χρόνο του ατυχήματος είχε λήξει η διάρκεια της ισχύος της, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην εν αρχή της παρούσας νομική σκέψη. Κατά συνέπεια, ο πρώτος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα ίδια, με την περαιτέρω επίκληση ότι ο όρος απαλλαγής της αναιρεσείουσας για την ως άνω αιτία είχε συμπεριληφθεί και στο οικείο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (άρθρ. 361 ΑΚ), είναι βάσιμος. Ακολούθως, με δεδομένο ότι η αναιρετική εμβέλεια του ως άνω γενόμενου δεκτού 1ου λόγου αναίρεσης, οδηγεί στην παραδοχή της αίτησης αναίρεσης της αναιρεσείουσας, καθίσταται πλέον αλυσιτελής, άλλως παρέλκει η εξέταση του 2ου λόγου αναίρεσης, που επίσης αποβλέπει στην αποδοχή της αναίρεσης, με τον οποίο ειδικότερα η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 6β’ παρ. 1α’ του π.δ. 237/1986. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί ως προς τους αναιρεσιβλήτους η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το αναφερόμενο στην παρεμπίπτουσα αγωγή κεφάλαιο και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά τούτο για περαιτέρω έρευνα στο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλον Δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 495 παρ. 3 περ. Β’δ’ ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ) στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής, όπως ειδικότερα, ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθμ. 237/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, ως προς το κεφάλαιο που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας και ως προς τους διαδίκους της προκείμενης δίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Λάρισας, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
Διατάζει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που έχει καταθέσει. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ