Αριθμός 732/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Ντάντου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα και Ελένη Φραγκάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Κ. του Δ., κατοίκου … Αιτωλοακαρνανίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Ζαρναβέλη.
Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΙΔ με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρώ Γρατσία – Πλατή με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-12-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αγρινίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 336/2013, όπως αυτή διορθώθηκε στο ορθό 356/2013, με την 33/2014, οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 19/2016 του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30-8-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Σοφία Ντάντου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 559 αρ. 9 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση νοείται αυτή που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης, δηλαδή το αίτημα ή η βάση κυρίας ή επικουρικής αγωγής, ανταγωγής, κυρίας ή αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως, ενδίκου μέσου, αντεφέσεως, ανακοπής ή τριτανακοπής. Εμπίπτει δε στην έννοια της διατάξεως αυτής η μετά την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως και την απόρριψη της κυρίας αγωγής, κατόπιν εφέσεως του εναγομένου, μη εξέταση από το Εφετείο της μη ερευνηθείσης πρωτοδίκως επικουρικής πλαγιαστικής αγωγής, αφού η έρευνα αυτής από το Εφετείο είναι επιβεβλημένη, σύμφωνα με τα άρθρα 522, 525 και 527 ΚΠολΔ, χωρίς έφεση του ενάγοντος (ΑΠ 356/2008).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 25 παρ. 4 του Ν. 489/1976 από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργία της για παράβαση νόμου, το … υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα. Εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται χωρίς άλλο από το …. Εξάλλου, κατά το άρθρο 72 ΚΠολΔ “οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί, εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του”. Εξάλλου ο παθών τρίτος σε αυτοκινητικό τροχαίο ατύχημα, όταν η ευθεία αξίωσή του κατά του ασφαλιστή από την ασφαλιστική σύμβαση (άρθρο 10 παρ. 1 ν. 489/1976), που είχε συνάψει ο υπόχρεος σε αποζημίωση, έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή (άρθρο 10 παρ. 2 του ίδιου νόμου), μπορεί να ασκήσει κατ’ αυτού πλαγιαστικά την αξίωση του ασφαλισμένου από τη σύμβαση ασφάλισης, καθόσον η αξίωση αυτή υπόκειται σε μεγαλύτερη παραγραφή (άρθρα 195 ΕμπΝ και 10 νόμου 2496/1997 από 17-11-1997), νομιμοποιούμενος ως μη δικαιούχος διάδικος, ενώ ο οφειλέτης του ασφαλισμένος, δεν είναι διάδικος αλλά τρίτος που μπορεί ωστόσο να ασκήσει παρέμβαση (ΑΠ 323/2016). Μάλιστα χωρίς από την ΚΠολΔ 72, ή από άλλη διάταξη του ΚΠολΔ να αποκλείεται η δυνατότητα σώρευσης στο ίδιο δικόγραφο τόσο της ευθείας αξίωσης του ζημιωθέντος τρίτου κατά του υπόχρεου σε αποζημίωση, όσο και της πλαγιαστικής αγωγής κατά του ασφαλιστή, υπάρχει δυνατότητα πλαγιαστικής άσκησης της αξίωσης κατά της ασφαλιστικής εταιρίας με ξεχωριστό δικόγραφο. Και τούτο διότι πρόκειται για διαφορετική αξίωση που έχει ως βάση τη σύμβαση ασφαλίσεως, πηγή της όμως είναι η αδικοπραξία του ασφαλισμένου. Επειδή όμως με την πλαγιαστική αγωγή ο παθών σε ατύχημα ασκεί τα δικαιώματα του οφειλέτη του (δανειστή σε σχέση με τον ασφαλιστή) εναντίον του υπόχρεου σε αποζημίωση, για να γεννηθεί η αξίωση του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή προς παροχή από τη σύμβαση ασφαλίσεως θα πρέπει να έχει επιδώσει στον ασφαλισμένο τη σχετική περί αποζημιώσεως αγωγή, διότι από τότε επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση και γεννάται η αξίωση του ασφαλισμένου, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για πλαγιαστική άσκησή της (ΑΠ 134/2009). Εφόσον δε η κύρια αγωγή κατά του υπαιτίου και της ασφαλιστικής εταιρείας, στην οποία σωρεύεται και η πλαγιαστική αγωγή κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, επιδοθεί στον υπαίτιο ασφαλισμένο πριν από το χρόνο εκδίκασης των αγωγών στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρ. 72 του ΚΠολΔ και η αγωγή κατά την επικουρική της βάση είναι παραδεκτή (ΑΠ 239/2008). Αντίθετα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 25 παρ 4 ν. 489/1976 που προστέθηκε με το άρθρο 50 παρ. 13 του ν. 1569/1985 και ορίζει ότι “από την ημερομηνία, που ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου το … (Ε.Κ.) υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης, που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκινητικά οχήματα”, σαφώς προκύπτει ότι το Ε.Κ. σε περίπτωση πτώχευσης κ.λπ. της ασφαλιστικής επιχείρησης, οφείλει να καταβάλει στο ζημιωθέν πρόσωπο ό,τι όφειλε να καταβάλει σ’ αυτό η πτωχεύσασα κ.λπ. ασφαλιστική επιχείρηση, μόνο από τη σύμβαση ασφάλισης και όχι από άλλο νόμιμο λόγο. Ειδικότερα αν η ασφαλιστική εταιρεία αναδέχθηκε σωρευτικά με τον ασφαλισμένο κατά την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ να καταβάλει αποζημίωση, το Ε.Κ., από τη σωρευτική αυτή αναδοχή από την οποία παράγεται πρόσθετη και αυτοτελής ενοχή, δεν ευθύνεται. Τούτο ευθύνεται μόνο για την, από το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 489/1976, όπως ίσχυε κατά τον κατωτέρω αναφερόμενο χρόνο του ένδικου ατυχήματος, έναντι του ζημιωθέντος προσώπου, ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας η οποία πηγάζει από την ασφαλιστική σύμβαση, η δε αξίωση αυτή του ζημιωθέντος προσώπου κατά της ασφαλιστικής εταιρείας “παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής” (άρθρο 10 παρ. 2 ν. 489/1976) (ΑΠ 2015/2013, ΑΠ 319/2005, ΑΠ 289/2010, ΑΠ 1019/2015).
Εν προκειμένω το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε την από 30.1.2014 (και με αριθμό κατάθ. 19/2014) έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου … και στη συνέχεια εξαφάνισε την εκκαλούμενη 356/2013 πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την από 19.12.2011 (και με αριθμό κατάθ. 2/3.1.2012) εξ αυτοκινητικού ατυχήματος κύρια αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά παραδοχή της παραδεκτώς πρωτοδίκως προταθείσας από το εκκαλούν … και επαναφερθείσας νομίμως στο Εφετείο με τον πρώτο λόγο της ως άνω εφέσεώς του ενστάσεως της διετούς παραγραφής της ένδικης αξίωσης. Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο μετά την απόρριψη της ως άνω κύριας αγωγής δεν ερεύνησε την σωρευθείσα στο αγωγικό δικόγραφο επικουρικά πλαγιαστική αγωγή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων άσκησε την από 19.12.2011 (και με αριθμό κατάθ. 2/3.1.2012) κύρια και ένδικη αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, την οποία απηύθυνε κατά του Χ. Α. Κ. και του …. Με την εν λόγω αγωγή ιστορούσε, ότι κατά το αυτοκινητιστικό ατύχημα, που συνέβη στις 8.8.1994 στην επαρχιακή οδό … από αμελή συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου κατά την οδήγηση της με αριθμό κυκλ. …98 δίκυκλης μοτοσικλέτας, στην οποία ο ίδιος επέβαινε ως συνεπιβάτης, τραυματίστηκε σοβαρά σε διάφορα μέρη του σώματός του με αποτέλεσμα να παραμείνει για όλη του τη ζωή ανάπηρος, κλινήρης και ασθενής αναπηρικού αμαξιδίου. Η ανωτέρω ζημιογόνα δίκυκλη μοτοσικλέτα, ήταν ασφαλισμένη για τις προς τρίτους προξενούμενες ζημίες, αρχικά στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “…” και στη συνέχεια στην ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “… ΑΕΓΑ”, στη θέση της οποίας, λόγω ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της, υπεισήλθε το δεύτερο εναγόμενο ….
Αρχικά ο ενάγων άσκησε την από 10.7.1996 αγωγή αποζημιώσεως με την οποία ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, μεταξύ των άλλων, 6.090.000 δρχ. για απώλεια εισοδημάτων από 1.1.1997 έως 31.12.2011, επί της οποίας εκδόθηκε η 399/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου η οποία δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή και του επιδίκασε διαφυγόντα κέρδη από 1.1.1997 έως 31.12.2011 και στη συνέχεια κατόπιν ασκήσεως εφέσεως από την ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία “… ΑΕΓΑ”, εκδόθηκε η 35/1999 απόφαση του Εφετείου Πατρών, η οποία του επιδίκασε διαφυγόντα κέρδη από 1.1.1997 έως 31.12.2011.
Ο ενάγων με την από 19.12.2011 ένδικη αγωγή ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 361.280 ευρώ για διαφυγόντα κέρδη από 1.1.2012 έως 31.12.2031, αμοιβή αποκλειστικής νοσοκόμου και δαπάνες για την καθημερινή του φροντίδα και διαβίωση. Ακολούθως στο ίδιο δικόγραφο ο ενάγων εκθέτει ότι, λόγω της αδράνειας του πρώτου των εναγομένων και επειδή η ευθεία αγωγή του κατά του δεύτερου των εναγομένων …, έχει υποπέσει στη διετή άλλως πενταετή παραγραφή, ασκεί εναντίον αυτού πλαγιαστικά την αξίωση του ασφαλισμένου του και ζητά να υποχρεωθεί αυτό να καταβάλει στον πρώτο εναγόμενο τα ποσά, που θα επιδικασθούν με την παραδοχή της κύριας αγωγής.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 336/2013 (όπως αυτή διορθώθηκε στο ορθό 356/2013), απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, που δέχθηκε εν μέρει την κύρια αγωγή και μετά από έφεση του δεύτερου των εναγομένων … η πληττόμενη 19/2016 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, που την απέρριψε ως προς το …, λόγω παραγραφής, δεχθείσα ότι είχε παρέλθει διετία από τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος μέχρι την άσκησή της και δεν υπήρξε η επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής σε εικοσαετία. Ο αναιρεσείων όμως, όπως προεκτέθηκε, είχε σωρεύσει στο αγωγικό δικόγραφο επικουρικώς και πλαγιαστική αγωγή, αιτούμενος σε περίπτωση απορρίψεως της εναντίον του κύριας αγωγής ως παραγεγραμμένης, να καταβάλει στον πρώτο συνεναχθέντα το ποσό, που θα υποχρεούτο να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα. Δεν αποφάνθηκε, όμως, επί της εν λόγω πλαγιαστικής αγωγής, καίτοι έπρεπε να την ερευνήσει, αφού επληρώθη η αίρεση υπό την οποία αυτή είχε ασκηθεί, ήτοι η απόρριψη της κύριας αγωγής, χωρίς έφεση του ενάγοντος. Επομένως το Εφετείο μη ερευνώντας την επικουρικώς ασκηθείσα πλαγιαστική αγωγή, μετά την απόρριψη της κύριας αγωγής, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου θα πρέπει ο πρώτος από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης να γίνει δεκτός.
Αντίθετα, η ένδικη αγωγή ως προς το …, καθ’ ο μέρος αυτή στηρίζεται στις διατάξεις περί σωρευτικής αναδοχής του χρέους (άρθρο 477 ΑΚ), δεν είναι νόμιμη, διότι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, το … υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “… ΑΕΓΑ”, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας μόνον αυτών που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ αυτής και του ασφαλισμένου της-πρώτου των εναγομένων, όχι δε και αυτών που απορρέουν, ως εν προκειμένω, από την μεταξύ της ασφαλιστικής εταιρείας και του μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, πρώτου των εναγομένων, οδηγού και ιδιοκτήτη της με αριθμό κυκλ. …98 δίκυκλης μοτοσικλέτας. Επομένως το Εφετείο με το να μην εξετάσει ως προς το …, την αγωγή κατά την ανωτέρω βάση περί σωρευτικής αναδοχής χρέους, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος με το οποίο προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, την ως άνω πλημμέλεια, πρέπει ν’ απορριφθεί. Από το συνδυασμό των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 εδ. α’ ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής για μέρος μόνο της αξιώσεως για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α’ ΑΚ, κατά την οποία “κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθεαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή”, εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξιώσεως για θετική και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ’ αρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, από την τελεσιδικία αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξιώσεως για αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση. Κι αυτό γιατί και το μέρος αυτό της αξιώσεως, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται ότι έχει βεβαιωθεί με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 331 ΚΠολΔ) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως του παθόντος γενικά, για κάθε ζημία από την αδικοπραξία. Η νέα όμως αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξιώσεως, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή (Ολ.ΑΠ 24/2003), δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση της επίδικης τότε αξιώσεως δεν επιφέρει αναβίωση της αξιώσεως και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατ’ άρθρο 261 ΑΚ. Τέλος, κατά το άρθρο 10 του άρθρου ν. 489/1976, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 7 του Ν. 3557/2007, η αξίωση του παθόντος από αυτοκινητικό ατύχημα κατά του ασφαλιστή παραγράφεται μετά πάροδο δύο ετών από την ημέρα του ατυχήματος, επιφυλασσομένων των κειμένων διατάξεων για την αναστολή και διακοπή της παραγραφής. Η ανωτέρω διάταξη, που ρυθμίζει ειδικά την αξίωση του παθόντος κατά του ασφαλιστή, επικρατεί της γενικής διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ, και ισχύουν και για αυτή τα ανωτέρω αναπτυσσόμενα για τη διακοπή, αναστολή και επιμήκυνση της παραγραφής (ΑΠ 1907/2007). Περαιτέρω, κατά τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση δεν εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου (ΑΠ 1993/2013) Στην προκειμένη περίπτωση με τov δεύτερο λόγο της αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερομένων ουσιαστικών διατάξεων για την παραγραφή της ένδικης αξίωσης και των λόγων διακοπής και επιμήκυνσης του χρόνου αυτής, υποστηρίζοντας κατά την άσκηση της από 10.7.1996 (και με αριθμό κατάθ. 308/11.7.1996) πρώτης αγωγής και της έκδοσης της 35/1999 απόφασης του Εφετείου Πατρών, αφ’ ενός ότι διεκόπη ο χρόνος της παραγραφής της ένδικης αξίωσης με την άσκηση της προαναφερόμενης πρώτης από 10.7.1996 (και με αριθμό κατάθ. 308/11.7.1996) αγωγής χωρίς έκτοτε να συμπληρωθεί η προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 2 του Ν. 489/ 1976 διετής παραγραφή, καθόσον ουδέποτε μεταξύ των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων του ιδίου και του Δικαστηρίου δεν συμπληρώθηκε διετία και αφ’ ετέρου ότι μετά την έκδοση της 35/1999 απόφασης του Εφετείου Πατρών, ο χρόνος της παραγραφής έχει επιμηκυνθεί σε εικοσαετία με αποτέλεσμα να μην ισχύει η βραχυχρόνια παραγραφή του άρθρου 10 του Ν. 489/1976.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την προταθείσα από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο … ένσταση της παραγραφής των ένδικων αγωγικών αξιώσεων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, αλλά και την προταθείσα από τον τελευταίο αντένσταση περί διακοπής, άλλως επιμηκύνσεως σε εικοσαετή του χρόνου της παραγραφής της ένδικης αξίωσης δέχθηκε ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “…Όπως αναφέρθηκε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 261 εδ. α’ ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η παραγραφή διακόπτεται με την άσκηση αγωγής, είτε καταψηφιστικής είτε αναγνωριστικής. Το ίδιο ισχύει και για τις επιβλαβείς στο μέλλον συνέπειες, η επέλευση των οποίων αναμένεται, ήτοι είναι προβλεπτές. Δηλαδή για τη διακοπή της παραγραφής των αξιώσεων αυτών θα πρέπει να ασκηθεί έστω αναγνωριστική αγωγή. Σε περίπτωση λοιπόν άσκησης αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης προς αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ. α’ Α.Κ. και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία και όχι για άλλες αξιώσεις προς αποζημίωση από την ίδια αιτία, που ανάγονται σε μεταγενέστερο χρόνο, ανεξαρτήτως αν ως προς τις τελευταίες είχε γίνει επιφύλαξη για δικαστική επιδίωξή τους (ΑΠ 123/1999). Ο ενάγων-εφεσίβλητος από τις 8.8.1994, που έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, γνώριζε ότι στο μέλλον θα είναι, όπως ισχυρίζεται, ανίκανος προς εργασία και προς αυτοεξυπηρέτηση και ότι θα απαιτείται να υποβάλλεται σε δαπάνες για την καθημερινή φροντίδα και διαβίωσή του και συνεπώς οι ζημίες του από τον τραυματισμό του, που επικαλείται με την υπό κρίση αγωγή του, ήταν γνωστές και προβλεπτές σε αυτόν από την ανωτέρω ημερομηνία. Πλην όμως, αυτός -ενάγων άσκησε την υπό κρίση αγωγή του στις 24.1.2012 (βλ. προσαγόμενο και επικαλούμενο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής του που επιδόθηκε στο εναγόμενο με σημείωση επ’ αυτού του δικαστικού επιμελητή), ήτοι μετά την πάροδο δύο ετών από το ανωτέρω κρίσιμο χρονικό σημείο, από το οποίο είχε ξεκινήσει η παραγραφή των αγωγικών αξιώσεών του. Εξάλλου, δεν επήλθε επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής στα είκοσι έτη, σύμφωνα με το άρθρο 268 εδ. α’ Α.Κ όπως ισχυρίστηκε με σχετική αντένσταση ο ενάγων, δεδομένου ότι η ένδικη αξίωση είχε υποπέσει σε παραγραφή πριν την έκδοση της υπ’ αριθ. 35/1999 απόφασης του Εφετείου Πατρών, με την οποία επιδικάστηκε τελεσίδικα στον ενάγοντα η ίδια αξίωση για προγενέστερο χρονικό διάστημα. Όπως προεκτέθηκε, δεν επέρχεται μ’ αυτή την απόφαση αναβίωση της ένδικης αξίωσης και για το μέρος που δεν είχε ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής. Κατά συνέπεια, η ένδικη αξίωση, που αφορά αποζημίωση του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 01-01-2012 έως 31-12-2031, δεν συνδέεται με απρόβλεπτη επιδείνωση της υγείας αυτού και σύμφωνα και με τη σκέψη που προεκτέθηκε, έχει υποπέσει, όσον αφορά το εναγόμενο ν.π.ι.δ, στη διετή παραγραφή, κατά παραδοχή της περί παραγραφής ένστασης του εναγομένου-εκκαλούντος που προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, είναι νόμιμη και βάσιμη και πρέπει να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τη σχετική ένσταση με την αιτιολογία ότι ο χρόνος παραγραφής είχε επιμηκυνθεί σε εικοσαετία, με αποτέλεσμα να μη ισχύει η βραχυχρόνια παραγραφή του άρθρ. 10 ν. 489/76, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις ουσιαστικού δικαίου για την παραγραφή της αξίωσης. Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω, η μεν έφεση του εναγομένου … πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, η δε αντέφεση ν’ απορριφθεί. Ακολούθως, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση…”.
Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, αφού με την από 1.7.1996 (και με αριθμό κατάθ. 308/11.7.1996) προηγούμενη αγωγή είχε επέλθει διακοπή της παραγραφής μόνο για την αξίωση των διαφυγόντων κερδών, που αναφερόταν στο μερικότερο προηγούμενο χρονικό διάστημα για το οποίο δημιουργείται εκκρεμοδικία από 1.1.1997 έως 31.12.2011 και όχι και την αξίωση, που ασκείται με την ένδικη αγωγή, η οποία αναφέρεται στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.12.2031. Επομένως με την από 1.7.1996 (και με αριθμό κατάθ. 308/11.7.1996) προηγούμενη δεν επήλθε διακοπή του χρόνου παραγραφής της ένδικης αξίωσης. Εξάλλου με την 35/1999 απόφαση του Εφετείου Πατρών, που δημοσιεύθηκε την 19-1-1999, βεβαιώθηκε τελεσίδικα η αξίωση των διαφυγόντων κερδών, που αναφερόταν στο προηγούμενο του επίδικου χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.2011, ενώ είχε ήδη συμπληρωθεί η προβλεπόμενη από την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 10 του Ν. 489/1976 διετής παραγραφή με χρόνο ενάρξεώς της την επομένη του χρόνου του ατυχήματος (8.8.1994) και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 268 ΑΚ περί επιμηκύνσεως του χρόνου παραγραφής της ένδικης αξίωσης σε εικασαετή. Επομένως το Εφετείο, το οποίο, μετά την εξέταση και απόρριψη της προταθείσας από τον αναιρεσείοντα αντένστασης περί διακοπής και επιμήκυνσης σε εικοσαετή του χρόνου της παραγραφής της ένδικης αξίωσης των διαφυγόντων κερδών, δέχθηκε την προταθείσα από το αναιρεσίβλητο … ένσταση της διετούς παραγραφής αυτής, η οποία είχε ήδη συμπληρωθεί πριν την έναρξη του Ν. 3557/2007 στις 14.5.2007, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται πενταετής παραγραφή (άρθρο 7 του Ν. 3557/2007), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 261, 268 ΑΚ και τα αντίθετα διαλαμβανόμενα στον δεύτερο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα όπως και ο σχετικός δεύτερος λόγος αναίρεσης, που πρέπει ν’ απορριφθεί. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά τη διάταξη αυτής που δεν απεφάνθη ως προς την σωρευθείσα επικουρικώς με το αγωγικό δικόγραφο πλαγιαστική αγωγή, ακολούθως δε να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο τμήμα προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο Δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), να καταδικασθεί το αναιρεσίβλητο στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντα που κατέθεσε και προτάσεις (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στον καταθέσαντα αναιρεσείοντα (άρθρο 495 παρ.4 εδ. ε’ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 19/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό τμήμα.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο Δικαστή.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στον καταθέσαντα αναιρεσείοντα. Και
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντα, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Μαΐου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Ιουνίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ