Αριθμός 755/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου-Εισηγήτρια, Μαρία Κουβίδου και Μαριάνθη Παγουτέλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευδοκίας Πούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου W. J. M. του C., κατοίκου … , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Τόλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1/2021 απόφασης του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.
Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την S. M. A. του B. M. κάτοικο … , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κωνσταντουδάκη.
Το Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 19 Ιουλίου 2021 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης Ιωάννη Ρουκουνάκη, έλαβε αριθμό 1/2021, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 828/2021.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση, να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 13.07.2021 αίτηση, που ασκήθηκε με δήλωση του νομοτύπως διορισθέντος πληρεξουσίου δικηγόρου του W. (επώνυμο) J. M. (όνομα) του C., κατοίκου … κατόπιν της από 09.07.2021 εξουσιοδοτήσεως του, ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέα του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αριθμόν 1/2021 έκθεση, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου ανηλίκων Ανατολικής Κρήτης, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις: 1) της συμπλοκής και β) της συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και επιβλήθηκε στον καταδικασθέντα ανήλικο-κατηγορούμενο, για την πρώτη πράξη το αναμορφωτικό μέτρο της επίπληξης και για τη δεύτερη ο περιορισμός του σε Κατάστημα Κράτησης Νέων για πέντε (5) έτη, περιέχουσα ως λόγους αναίρεσης α) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 510 στοιχ Δ’ και Ε’ Κ.ΠοινΔ.) ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 466 παρ.1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1 και 4 ΚΠΔ). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ (Ν. 4619/2019) ορίζεται, ότι “1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών”, ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι “2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη.” Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, “με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, καθώς και όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος (ΑΠ 290/2016).
Με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, δηλαδή την καταστροφή της ζωής του άλλου ανθρώπου καθώς και αυτός που ενώ προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του ή της παράλειψής του δεν αφίσταται αυτής (“αναγκαίος δόλος”), με ενδεχόμενο δε δόλο, η ύπαρξη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς (ΑΠ 123/2015), πράττει εκείνος, ο οποίος προβλέπει ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα της θανατώσεως του άλλου και το αποδέχεται. Ειδικότερα, επί ενδεχόμενου δόλου, ο υπαίτιος δεν θέλει μεν ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει όμως ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεως του και το αποδέχεται, απαιτείται δηλαδή πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος και αποδοχή της πραγμάτωσής του. Κατά τον προσδιορισμό της μορφής αυτής υπαιτιότητας, ο Ποινικός Κώδικας υιοθέτησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία, για την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου πρέπει να διακριβωθεί, αφενός μεν ότι ο δράστης προέβλεψε ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα, εξαιτίας της ενέργειας ή παράλειψής του (διανοητικό-γνωστικό στοιχείο του δόλου), αφετέρου δε ότι το αποδέχθηκε (βουλητικό στοιχείο του δόλου). Η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής, που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου, είναι ζήτημα απόδειξης και δεν προκαθορίζεται από το βαθμό της πιθανότητας, με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, αν και προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του ή αποδέχθηκε την παράλειψή του, δίχως να λάβει υπόψη του μια τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι η έννοια του δόλου, είτε άμεσου είτε ενδεχόμενου, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του εγκληματικού αποτελέσματος και τα δύο δε αυτά στοιχεία είναι ισότιμα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος από τυχόν ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, για να μεταβάλει σε ενδεχόμενο δόλο μια βαριά ή ελαφρά παράβαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος, κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του δυναμένου να επέλθει από την πράξη του εγκληματικού αποτελέσματος και εντεύθεν το επιδοκίμασε (ΑΠ 192/2015, ΑΠ 768/2013). Κριτήρια που λειτουργούν προς την κατεύθυνση του ενδεχόμενου δόλου είναι, μεταξύ άλλων, το υψηλό αντικειμενικό ποσοστό επικινδυνότητας της πράξης, η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδίωκε ο δράστης με τη συμπεριφορά του, οι δηλώσεις του δράστη πριν κατά ή μετά την πράξη, οι προηγούμενες σχέσεις μεταξύ δράστη και θύματος, η λήψη μέτρων από το δράστη για την αυτοπροστασία του και η μετέπειτα συμπεριφορά του. (ΟλΑΠ 4/2010, ΑΠ 1496/2018, ΑΠ 217/2018).
Περαιτέρω, από τη διατύπωση του προαναφερόμενου άρθρου 299 Π.Κ. συνάγεται, ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε δύο διαβαθμίσεις, ήτοι σε προμελετημένο (της παρ. 1) και απρομελέτητο (της παρ. 2), όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, μολονότι αυτό δεν αναφέρεται ρητώς στη διάταξη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιεγέρσεως και κατά τη λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 Π.Κ. για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη. Για την ύπαρξη του στοιχείου του βρασμού ψυχικής ορμής, στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δεν αρκεί οποιαδήποτε αιφνίδια και απότομη υπερδιέγερση κάποιου συναισθήματος (οργής, θλίψης, φόβου, πάθους κλπ.), αλλά απαιτείται η υπερδιέγερση αυτή να φτάνει σε τέτοια ψυχική κατάσταση και ένταση, που να αποκλείει τη σκέψη, δηλαδή τη δυνατότητα της στάθμισης των αιτίων που κινούν στην πράξη ή απωθούν απ` αυτήν, χωρίς, όμως, η σχετική διατάραξη της συνείδησης να αναιρεί ή να μειώνει σημαντικά την ικανότητα καταλογισμού της πράξης. Προς τούτο, το δικαστήριο, στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να διαλαμβάνει στην αιτιολογία της αποφάσεώς του, ότι ο δράστης ενήργησε με ψυχική ηρεμία. Δεδομένου, όμως, ότι στο νόμο δεν ορίζεται ως στοιχείο του δόλου του δράστη η ψυχική του ηρεμία, απαιτείται αυτό να προκύπτει είτε με ρητή έκθεση, είτε με άλλη παρεμφερή φράση, είτε από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά. Η ανθρωποκτόνος πρόθεση του δράστη (έστω και μη προσδιορισμένης ταυτότητας) δεν είναι πάντοτε εμφανής και κατά το πλείστον προκύπτει από την καταγραφή και εκτίμηση διαφόρων αντικειμενικών στοιχείων, όπως οι προηγούμενες σχέσεις δράστη-θύματος, το είδος του μέσου που χρησιμοποιήθηκε, η κατεύθυνση του πλήγματος ή της βολής, ο αριθμός των πληγμάτων, η απόσταση βολής, το μέρος του σώματος που πιθανόν επλήγη, οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη, η μεταγενέστερη συμπεριφορά του δράστη κ.ο.κ. (ΑΠ 608/2020, ΑΠ 230/2020, ΑΠ 1862/2019, ΑΠ 591/2019, ΑΠ 160/2019).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 313 Π.Κ. “αν εξαιτίας συμπλοκής ή επίθεσης επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη ανθρώπων (αρθ. 310), καθένας από εκείνους που πήραν μέρος στη συμπλοκή ή στην επίθεση τιμωρείται για μόνη τη συμμετοχή του σ’ αυτήν με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, εκτός αν έχει εμπλακεί χωρίς υπαιτιότητά του”. Με την ανωτέρω διάταξη τιμωρείται η απλή συμμετοχή σε συμπλοκή ή επίθεση, ως εξόχως επικίνδυνη δραστηριότητα. Πρόκειται για ιδιώνυμο έγκλημα, αναγκαίας συμμετοχής και αφηρημένης διακινδυνεύσεως, αφού μόνη συμμετοχή σε συμπλοκή έχει επικινδυνότητα. Συμπλοκή είναι η σύγκρουση δύο ή περισσοτέρων μεθ’ ενός ή περισσοτέρων κατ’ αλλήλων βιαιοπραγούντων, θα πρέπει δε να έχει ως επακόλουθο το θάνατο ή τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπων, η επέλευση των οποίων συνιστά εξωτερικό όρο του αξιοποίνου. Για τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω πράξης πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπλοκής ή της επιθέσεως και του θανάτου ή της βαρείας σωματικής βλάβης, υποκειμενικά δε αρκεί απλός δόλος (πρόθεση), που περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη, ότι για συμπλοκή περισσοτέρων κατά την άνω έννοια. Αυτουργός του εγκλήματος είναι όποιος είναι παρών κατά τη βιαιοπραγική φιλονικία και συμβάλλει (σωματικώς ή ψυχικώς) σε επαγωγή των βιαιοπραγιών (ΑΠ 1857/2016).
Κατά το άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. β’ του προϊσχύσαντος ΠΚ, “με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης”, ενώ κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, με τον υπότιτλο “απλός συνεργός”, “όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β’ του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)”. Με το αντίστοιχο άρθρο 47 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, που φέρει τον γενικό τίτλο “Συνεργός”, ορίζεται ότι “Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού”. Κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, άμεση συνέργεια είναι η συνδρομή που παρέχεται στο δράστη της αξιόποινης πράξης κατά τη διάρκειά της και στην εκτέλεσή της, μάλιστα δε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, ενώ οποιαδήποτε άλλη συνδρομή και ιδίως η συνδρομή που παρέχεται στο δράστη της αξιόποινης πράξης πριν από την τέλεσή της, είναι απλή συνέργεια. Για την πράξη της απλής συνέργειας, υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της, διευκολύνοντας τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού μπορεί να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξης, με την ενίσχυση της απόφασης που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξης καθώς και η ενθάρρυνση αυτού καθ’ οιονδήποτε τρόπο, όπως αυτή που γίνεται με φωνές, χειρονομίες, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξης ή την παροχή υπόσχεσης για συγκάλυψη του εγκλήματος με την εξάλειψη των ιχνών του (ΑΠ 678/2020, ΑΠ 552/2020).
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει τα πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, καθόσον αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικά το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό ή ενδεχόμενο δόλο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται, ανεπίτρεπτα, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, με αριθμό 1/2021, το Τριμελές Εφετείο Ανηλίκων Ανατολικής Κρήτης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή (ανώμοτη κατάθεση της υποστηρίζουσας την κατηγορία, καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την αρχή της ηθικής απόδειξης), δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “…ότι τον Ιούλιο του 2013 μία παρέα … η οποία αποτελούνταν από τους L. D. M. E. W. , B. K. N. , A. D. A. του Ο. και N. και B. J. O. M. C. του O. και A. , καθώς και ο ανήλικος κατηγορούμενος J. W. , ηλικίας 17 ετών και 9 μηνών περίπου, γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1995, μετέβησαν στα Μάλια Ηρακλείου, για καλοκαιρινές διακοπές. Κατά τη διάρκεια διασκέδασης σε νυκτερινό κατάστημα στα Μάλια, δημιουργήθηκε μικρής έκτασης επεισόδιο, όταν ο M. B. T. C. (θανών), έσπρωξε ασυναίσθητα τον ομοεθνή του L. D. M. E. W. , τον οποίο έως τότε δεν γνώριζε. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν να δημιουργεί λεκτικό επεισόδιο μεταξύ της ανωτέρω παρέας των κατηγορουμένων και της παρέας του θύματος. Σε κάθε περίπτωση εκείνη τη στιγμή το λεκτικό επεισόδιο δεν έλαβε μεγαλύτερη έκταση και οι δύο πλευρές χωρίστηκαν οργισμένες μεν, αλλά χωρίς να ανταλλάξουν κάτι περισσότερο από ύβρεις. Εντούτοις, η παρέα του κατηγορουμένου, αισθανόμενη ότι είχε θιχτεί από την συμπεριφορά του ανωτέρω θύματος αλλά και το γεγονός ότι δεν είχαν καταφέρει να εκδικηθούν για την απρεπή συμπεριφορά της παρέας του τελευταίου, όπως θα γινόταν αν ήταν στο Λονδίνο, αποφάσισε και προσχεδίασε ένα πλάνο δράσης κατά το οποίο, αφού εύρισκαν τον L. D. M. E. W. και την παρέα του στα Μάλια, που ήταν ο κοινός τόπος των διακοπών τους, θα έκαναν επίθεση σε αυτούς με σκοπό την ταπείνωσή τους ιδίως δια ξυλοδαρμού, προκλήσεων σωματικών βλαβών αλλά ενδεχομένως και θανάτωσης, αφού ένα τέτοιο ενδεχόμενο όχι μόνο δεν το απέκλειαν, αλλά το αποδέχονταν. Προς το σκοπό αυτό λειτουργώντας ως ομάδα, αποφάσισαν ορισμένοι εξ αυτών να αγοράσουν μαχαίρια, όπως ο A. D. A. και άλλοι να προμηθευτούν μαχαίρια από οποιαδήποτε άλλη πηγή, όπως από την κουζίνα του καταλύματος που διέμεναν. Παράλληλα, προς το σκοπό της απόσεισης των τυχόν εγκληματικών ευθυνών τους έλαβαν την πρόνοια να συναποφασίσουν να καλύψουν τις λαβές των μαχαιριών τους με χαρτί ή άλλο υλικό, ούτως ώστε, σε περίπτωση ανευρέσεως του εγκληματικού οργάνου τους, να μπορούν ευχερώς να αποποιηθούν την κατοχή του και την εγκληματική τους δράση. Έτσι, κατόπιν αυτής της προετοιμασίας, τις μεταμεσονύχτιες ώρες της 22-23/7/2013 εξήλθαν των καταλυμάτων τους, φέροντας μαζί τους τα μαχαίρια με την κάλυψη των λαβών, όπως προαναφέρθηκε και μετέβησαν σε καταστήματα της περιοχής των Μαλίων. Λίγο αργότερα και κατά τις μεταμεσονύχτιες ώρες της 22-23/7/2013, οι δύο ομάδες των νεαρών … τουριστών συναντήθηκαν. Στην πρώτη μετείχαν ο L. D. M. E. W. , οι B. K. N. , A. D. A. , B. J. O. M. C. και ο κατηγορούμενος, ενώ στη δεύτερη μετείχαν ο θανών M. B. T. C. , οι B. T. O. O. , K. C. P. . Οι δύο αυτές ομάδες συναντήθηκαν κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 23ης Ιουλίου 2013 στο μπαρ “LASH”, όπου το θύμα με τους φίλους του γιόρταζαν τα γενέθλιά του. Για άγνωστη αιτία έλαβε χώρα διαπληκτισμός στο μπαρ ανάμεσα σε ορισμένα μέλη των δύο παρεών, οπότε, όταν το επόμενο χρονικό διάστημα συναντήθηκαν ξανά στο μπαρ “ΣΑΦΑΡΙ”, άρχισαν να συμπλέκονται.
Ειδικότερα, έξω από το ως άνω κατάστημα, μέλη των δυο ομάδων κτυπούσαν ο ένας τον άλλον με τα χέρια τους, με λακτίσματα, εκσφενδονίζοντας παράλληλα διάφορα αντικείμενα (ποτήρια, μπουκάλια). Ο L. D. γρονθοκοπούσε αρχικά τον θανόντα M. B. και ακολούθως, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αφού αποφάσισε να τον σκοτώσει, τον έπληξε δύο φορές με ένα μαχαίρι που έφερε μαζί του παράνομα, στην πρόσθια θωρακική χώρα, (κάτω από την αριστερά μασχάλη) και στην οπίσθια αριστερά θωρακική χώρα, προξενώντας του τρώσεις της καρδιάς και του αριστερού πνεύμονα, από τις οποίες επήλθε σχεδόν αμέσως ο θάνατος, του. Παράλληλα, λίγο πριν την ανωτέρω πράξη, κατά τη διάρκεια αυτής και αμέσως μετά ευρίσκονταν δίπλα στον δράστη της ανθρωποκτονίας ο A. D. A. , ο οποίος έφερε μαχαίρι που δεν χρησιμοποίησε και ο κατηγορούμενος, που παρείχε συνδρομή στο δράστη κατά την τέλεση της πράξης κυρίως δια της παρουσίας του και της ενισχύσεως του αισθήματος ασφάλειας και ψυχολογικής υπεροχής του δράστη αλλά και με λακτίσματα στον θανόντα, ο οποίος δράστης με αυτόν τον τρόπο ασφαλώς θεωρούσε ότι μπορούσε να τελέσει την δολοφονική του ενέργεια χωρίς εμπόδια, αλλά απεναντίας έχοντας την εξασφάλιση της κοινής ομαδικής δράσης της παρέας του και ιδίως του A. D. A. και του κατηγορούμενου, οι οποίοι ασφαλώς και θα τον βοηθούσαν αν κάτι δεν έβαινε σύμφωνα με το εκπονηθέν σχέδιο εκδικητικής δολοφονίας του M. B. . Ήταν δε, ουσιώδης η ψυχική συνδρομή του ανωτέρω κατηγορουμένου προς το δράστη, αφού ουσιαστικά δημιουργούσε στον τελευταίο τη βεβαία πεποίθηση ότι είναι άτρωτος. Παράλληλα, ο εν λόγω κατηγορούμενος μετά βεβαιότητας γνώριζε τον ανθρωποκτόνο σκοπό του δράστη και τον επικροτούσε, αφού αυτός ο σκοπός είχε συναποφασιστεί από την ομάδα του δράστη, είχαν όλοι τους προμηθευτεί μαχαίρια και ιδίως έκαναν χρήση αυτών κατά την προαποφασισθείσα συμπλοκή. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ως άνω κατηγορούμενος συμμετείχε ενεργά με δική του υπαιτιότητα, έχοντας επίγνωση ότι λαμβάνει χώρα το γεγονός αυτό και με εχθρική διάθεση, σε επίθεση που έγινε από πολλούς εξαιτίας της οποίας επήλθε θάνατος ανθρώπου. Ειδικότερα, με τους
1) L. D. M. E. W. του C. ,
2) B. K. N. του R. ,
3) A. D. A. του O. ,
4) B. J. O. M. C. του O. ,
5) M. T. L. του P. ,
6> J. N. T. E. του J. ,
7) A. A. Ε. L. M. του L. ,
8) B. T. O. O. του F. ,
9) H. C. P. του P. ,
10) R. R. A. του F. ,
11) B. E. B. του M. ,
12) H. P. S. του J. ,
13) J. J. A. του P. ,
14) F. K. Α. A. του K. ,
15) C. T. R. S. του M. ,
16) W. P. – J. του C. ,
17) A. O. του R. ,
και 18) M. D. J. Z. του D. , έχοντας ενωθεί σε δύο ομάδες, αποτελούμενες η μεν πρώτη από αυτόν και τους
1) L. D. M. E. W. του C. ,
2) B. K. N. του R. ,
3) A. D. A. του O. ,
4) B. J. O. M. του O. ,
5) M. T. L. του P. ,
6) J. N. T. E. του J. ,
7) A. L. M. του L. ,
η δε δεύτερη από τους
1) B. T. O. O. του F. ,
2) H. C. P. του P. ,
3) R. R. A. του F. ,
4) B. E. B. του M. ,
5) H. P. S. του J. ,
6) J. J. A. του P. ,
7) F. K. A. A. του K.
8) C. T. R. S. του M. ,
9) W. P.-J. του C. ,
10) A. O. του R. ,
και 11) M. D. J. Z. του D. , συμμετείχε ενεργά με δική του υπαιτιότητα, έχοντας επίγνωση ότι λαμβάνει χώρα το γεγονός αυτό και με εχθρική διάθεση, σε επίθεση που έγινε από πολλούς, εξαιτίας της οποίας επήλθε ο θανάσιμος τραυματισμός του M. B. T. C. από πλήξη, μαχαιριού. Μετά τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ποινικά υπεύθυνος για τις πράξεις που κατηγορείται και ειδικότερα το Δικαστήριο δέχεται ότι αυτός τέλεσε τις πράξεις της συμπλοκής και της συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση”.
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, των αξιόποινων πράξεων α) της συμπλοκής και β) της συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, με το ακόλουθο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης:
“ΔΕΧΕΤΑΙ ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και ειδικότερα
α) της συμπλοκής (313 ΠΚ επίθεσης) και β) της συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (299 παρ. 1° ΠΚ και 47 παρ.1 ΠΚ), ήτοι:
Με περισσότερες από μια πράξεις τέλεσε περισσότερα από ένα εγκλήματα και ειδικότερα:
α) στο δ.δ. Μαλίων Χερσονήσου στην οδό Δημοκρατίας την 23η Ιουλίου 2013 και περί ώρα 03:30′ όντας παρών στον τόπο της πράξης, συμμετείχε ενεργό με δική του υπαιτιότητα, έχοντας επίγνωση ότι λαμβάνει χώρα το γεγονός αυτό και με εχθρική διάθεση, σε φιλονικία, που συνδέεται με αμοιβαία πρόκληση σωματικών βλαβών και η οποία είχε ως επακόλουθο το θάνατο ενός προσώπου. Ειδικότερα, με τους
1) L. D. M. E. W. του C. ,
2) B. K. N. του R. ,
3) A. D. A. του O. ,
4) B. J. O. I M. του O. ,
5) M. T. L. του P. ,
6) J. N. T. E. του J. ,
7) A. A. Ε. L. M. του L. ,
8) B. T. O. O. του F. ,
9) H. C. P. του P. ,
10) R. R. A. του F. ,
11) B. E. B. του M. ,
12) H. P. S. του J. ,
13) J. J. A. του P. ,
14) F. K. Α. A. του K. ,
15) C. T. R. S. του M. ,
16) W. P. – J. του C. ,
17) A. O. του R. ,
και 18) C. J. Z. του D. , έχοντας ενωθεί σε δύο ομάδες, αποτελούμενες η μεν πρώτη από αυτόν και τους
1) L. D. M. E. W. του C. ,
2) B. K. N. του R. ,
3) A. D. A. του Ο. ,
4) B. J. O. M. C. ! του O. ,
5) M. T. L. του P. ,
6) J. N. T. E. του J. ,
7) A. L. M. του L.
και η δε δεύτερη από τους
1) B. T. O. O. του F. ,
2) H. C. P. του P. ,
3) R. R. A. του F. ,
4) B. E. B. του M. ,
5) H. P. S. του J. ,
6) J. J. A. του P. ,
7) F. K. A. A. του K.
8) C. T. R. S. του M. ,
9) W. P.-J. του C. ,
10) A. O. του R. ,
και 11) M. D. J. Z. του D. , μετήλθε σε συμπλοκή, ήτοι φιλονικία που συνδέθηκε με θάνατο, κατά την οποία επήλθε ο θανάσιμος τραυματισμός του M. B. T. C. από πλήξη, μαχαιριού,
β) στο δ.δ. Μαλίων Χερσονήσου στην οδό Δημοκρατίας την 23η Ιουλίου 2013 και περί ώρα 03:30′ περίπου, με πρόθεση παρέσχε σε άλλον συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης της ανθρωποκτονίας με πρόθεση που διέπραξε. Συγκεκριμένα, αφού κατά τον ανωτέρω χρόνο μετέβη μαζί με τo συγκατηγορούμενο και φίλο του L. D. M. E. W. στον παραπάνω τόπο, καθ’ ο χρόνο ο ανωτέρω συγκατηγορούμενός του επιτέθηκε στον M. B. T. C. για να τον σκοτώσει καταφέρνοντας σε αυτόν δύο πλήγματα, ένα ελαφρύ στην οπίσθια αριστερή θωρακική χώρα και ένα στην πρόσθια θωρακική (κάτω από αριστερά μασχάλη), το τελευταίο από τα οποία τρύπησε το μεσοπλεύριο, πνεύμονα και καρδιά του ως άνω θύματος, με την ενεργό παρουσία του και την επέμβαση του επιτιθέμενος και αυτός στο θύμα με λακτίσματα, ενίσχυσε την απόφαση του και τον συνέδραμε και ψυχικά στην τέλεση της πράξης αυτής”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση, σε σχέση με τις επίδικες αξιόποινες πράξεις της συμπλοκής και της συνέργειας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων τούτων, οι αποδείξεις, που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27, 47, 94, 299 παρ. 1 α και 313 Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία και έτσι, δεν στέρησε την απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται πραγματικά περιστατικά, για τις συνθήκες τέλεσης των άνω αξιόποινων πράξεων και ειδικότερα οι συγκεκριμένες κινήσεις και ενέργειες του αναιρεσείοντος κατά το χρόνο θανάτωσης του παθόντος M. B. T. C. , οι οποίες ενέργειες του, μαρτυρούν το δόλο του και συγκροτούν και αποδεικνύουν τη συμμετοχική δράση του στην πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και εκ των οποίων το δικαστήριο συνήγαγε αυτήν και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπλοκής και του επελθόντα θανάτου του παθόντος μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, μαρτύρων, εγγράφων που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, χωρίς να είναι απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφερθεί τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό στοιχείο ξεχωριστά και από ποία στοιχεία πείστηκε για την ενοχή, ούτε άλλωστε η επισήμανση ορισμένων αποδεικτικών μέσων σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα υπόλοιπα. Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει κατ’ είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη της, χωρίς να εξαιρέσει κανένα και χωρίς να απαιτείται να αναφέρει συγκεκριμένα τι προέκυψε από το καθένα χωριστά, η δε ιδιαίτερη μνεία ορισμένων δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε απαιτείται η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων. Ο αναιρεσείων “μετά βεβαιότητας γνώριζε τον ανθρωποκτόνο σκοπό του δράστη και τον επικροτούσε, αφού ο σκοπός αυτός είχε συναποφασιστεί από την ομάδα του δράστη, είχαν όλοι τους προμηθευτεί μαχαίρια και ιδίως έκαναν χρήση αυτών κατά τη συμπλοκή”. Στην προσβαλλόμενη απόφαση περιγράφονται με λεπτομέρεια περιστατικά τα οποία, ανελέγκτως λαμβανόμενα συνιστούν την έννοια της ψυχικής συνδρομής του συνεργού προς τον αυτουργό, η οποία όπως με σαφήνεια συνάγεται από το σύνολο της σχετικής αιτιολογίας φέρεται ότι παρασχέθηκε – με την παρουσία του και την ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας και της ψυχολογικής υπεροχής του δράστη αλλά και με λακτίσματα στον θανόντα- από την έναρξη της επιθετικής δράσεως του αυτουργού κατά του ανωτέρω παθόντος και τη συμπλοκή με αυτόν, χωρίς να ανασταλεί μετά την κτήση του φονικού όπλου από αυτόν και την εκδήλωση της ανθρωποκτόνου προθέσεως του αυτουργού, και ότι προκάλεσε σε αυτόν τη συναίσθηση της δυνάμεως από την αριθμητική υπεροχή έναντι του παθόντος. Επομένως εξασφάλισε στον αυτουργό τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση της πράξης, στην οποία εξ αντικειμένου δεν θα μπορούσε να προβεί με επιτυχία ο δράστης. Ειδικότερα ο αναιρεσείων “…Λίγο πριν την πράξη, κατά τη διάρκεια αυτής και αμέσως μετά ευρίσκονταν δίπλα στο δράστη της ανθρωποκτονίας, και παρείχε συνδρομή στον δράστη κατά την τέλεση της πράξης, κυρίως δια της παρουσίας του και της ενισχύσεως του αισθήματος ασφάλειας και της ψυχολογικής υπεροχής του δράστη αλλά και με λακτίσματα στον θανόντα, ο οποίος δράστης με αυτόν τον τρόπο ασφαλώς θεωρούσε ότι μπορούσε να τελέσει την δολοφονική του ενέργεια χωρίς εμπόδια, αλλά απεναντίας έχοντας την εξασφάλιση της κοινής ομαδικής δράσης της παρέας του και ιδίως του κατηγορουμένου, ο οποίος ασφαλώς και θα τον βοηθούσε αν κάτι δεν έβαινε σύμφωνα με το εκπονηθέν σχέδιο εκδικητικής δολοφονίας του M. B. T. C. . Ήταν δε, ουσιώδης η ψυχική συνδρομή του κατηγορουμένου προς τον δράστη, αφού ουσιαστικά δημιουργούσε στον τελευταίο τη βεβαία πεποίθηση ότι είναι άτρωτος…”.
Οι λοιπές αιτιάσεις, με τις οποίες προβάλλεται αντίθεση των αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως και διαφορετική αξιολόγηση αυτών, με την επίφαση δε της ελλείψεως αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, πλήττουν την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες, αφού συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος του αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της και δεν αποτελούν αναιρετικές πλημμέλειες με την έννοια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Άλλωστε, ως αντίφαση, η οποία συνεπάγεται έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, νοείται η προκύπτουσα είτε μεταξύ των εκτιθέμενων στο σκεπτικό της αποφάσεως, είτε μεταξύ των τελευταίων και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό αυτής και όχι η τυχόν αντίθεση κάποιου αποδεικτικού μέσου προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αποφάσεως, καθόσον το τελευταίο ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, αντίθετες αιτιάσεις για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, είναι αβάσιμες και οι λόγοι απορριπτέοι.
Περαιτέρω, η παραβίαση των διατάξεων της Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική η ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 Συντάγματος) δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της απόφασης, πέραν εκείνων που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 510 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια, που υπάγεται στους προβλεπόμενους πιο πάνω λόγους. Όμως με βάση το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενοι με την αίτηση αναίρεσης λόγοι που ήδη αναφέρθηκαν είναι αβάσιμοι η επικαλούμενη παραβίαση των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ δεν στοιχειοθετεί από μόνη της ιδιαίτερο νομικό λόγο (ΑΠ 354/2019, ΑΠ 1114/2016). Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος.
Η, κατά τα άνω επιβαλλόμενη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 (ήδη 171 παρ.2) και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να δικαιολογήσει, ειδικά, τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους (Ολ. ΑΠ 2/2005, ΑΠ 425/2020, ΑΠ 395/2020).
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 133 ΠΚ, όπως ισχύει από 1.7.2019 μετά την τροποποίηση με Ν. 4619/2019, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 ΠΚ) σε όποιον κατά το χρόνο που τέλεσε αξιόποινη πράξη είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο όχι όμως και το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του. Το δικαστήριο μπορεί: α) να διατάξει τον περιορισμό του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (άρθρο 54) εφόσον κρίνει ότι η τέλεση της πράξης οφείλεται στην ελλιπή ανάπτυξη της προσωπικότητά ς του, λόγω της νεαρής ηλικίας του και ότι ο περιορισμός αυτός θα είναι αρκετός για να αποφευχθεί η τέλεση άλλων εγκλημάτων, ή β) να επιβάλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 3 εδ. β’ του άρθρου 130 (ΑΠ 528/2020, ΑΠ 160/2019, ΑΠ 2/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, υπέβαλε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά πλην άλλων ισχυρισμών και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του, του ελαφρυντικού της μετεφηβικής ηλικίας (άρθρο 133 ΠΚ) ως ακολούθως ” κατά την τέλεση των πράξεων για τις οποίες κατηγορούμαι ήμουν 17 ετών ανήλικος, και, συνεπώς, συντρέχει στην περίπτωσή μου η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου του ΠΚ και, συνεπώς, το δικαστήριό σας συνεκτιμώντας όλες τις περιστάσεις κατά τις οποίες τελέστηκαν τα γεγονότα, μπορεί να μου επιβάλλει μειωμένη ποινή”.
Το Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό ως αβάσιμο με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος επηρεάστηκε από τυχόν ανωριμότητα της μετεφηβικής ηλικίας ούτε τα εγκλήματα αυτά ανάγονται σε παραβατική συμπεριφορά που χαρακτηρίζει νέους μετεφηβικής ηλικίας. Αντίθετα αποδεικνύεται ότι αυτός ενήργησε κάνοντας συνειδητή επιλογή των πράξεων του και δεν συντρέχει λόγος επιβολής μειωμένης ποινής λόγω μετεφηβικής ηλικίας κατ’ άρθρο 133 ΠΚ”. Η αιτιολογία της απορριπτικής αυτής κρίσης του δικαστηρίου είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού με σαφήνεια και πληρότητα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους έκρινε το δικάσαν δικαστήριο ότι η εγκληματική συμπεριφορά του αναιρεσείντος αποτελούσε συνειδητή επιλογή και δεν έχει σχέση με τη νεανική ανωριμότητά του ώστε να δικαιολογείται η επιεικής μεταχείριση αυτού. Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία της απόφασης σε σχέση με την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος είναι κατ’ ουσία αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, αυτοτελής ισχυρισμός, είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής (ΑΠ 433/2020, ΑΠ 189/2020). Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) η υπό στοιχείο α’, το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα” και β) η υπό στοιχείο ε’, το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του. Κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, πλέον είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου. Κατά την γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης λέξης “Σύννομη” έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ’ αυτόν ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται, αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Π.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν’ αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν είναι φανερό πως για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 2/2022).
Εξάλλου, για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει να διαπιστώνεται θετική και επωφελής για το κοινωνικό σύνολο στάση και συμπεριφορά του κατηγορουμένου, με κριτήριο την αντίστοιχη του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξης για την οποία καταδικάσθηκε, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης εκ μέρους του των συνεπειών της πράξης του και σταθερής εναρμονίσεως του προς τις επιταγές της έννομης τάξης.
Ακολούθως, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως ο αναιρεσείων, μεταξύ άλλων, πρόβαλε και τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συνδρομής στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α’ και ε’ ΠΚ. Προς θεμελίωση του πρώτου ισχυρισμού επικαλέσθηκε τα ακόλουθα: “… δεδομένου ότι έζησα ως το χρόνο που έγινε το επίδικο συμβάν, έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, όπως αποδεικνύεται από το λευκό ποινικό μου μητρώο, αλλά και από τις θετικές για την κοινωνία πράξεις, όπως αυτές επιβεβαιώνονται και μαρτυρούνται από την επιστολή, προς εσάς, της εργοδότριάς μου C. M.G. και του J. G. που εξαίρουν το χαρακτήρα μου και επιβεβαιώνουν τις επιδόσεις μου. Επίσης την ένορκη βεβαίωση του αυτόπτη μάρτυρα J. M. W. και το πιστοποιητικό γέννησης της κόρης μου”. Προς θεμελίωση του δεύτερου ισχυρισμού επικαλέστηκε τα ακόλουθα: “… δεδομένου ότι συμπεριφέρθηκα καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη μου, εργάζομαι, την 1η Φεβρουαρίου 2010 απέκτησα το πρώτο μου παιδί, η γυναίκα μου γέννησε την κόρη μας δέκα τεσσάρων μηνών σήμερα. Στα χρόνια που μεσολάβησαν έγινα ένας φθασμένος καλλιτέχνης, όπως αναλυτικά αναφέρει η εργοδότριά μου. Είμαι τακτικό μέλος της εκκλησίας και, γενικότερα δεν έχω προκαλέσει το οτιδήποτε μεμπτό…”.
Το Δικαστήριο της ουσίας με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό. “Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 α του Π.Κ., κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία, καθώς, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, δεν αρκεί το ” λευκό” ποινικό μητρώο, το οποίο στη προκειμένη περίπτωση δεν αποδεικνύει το σύννομο βίο του κατηγορουμένου, για ικανό μακρύ χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι ήταν ακόμα ανήλικος κατά το χρόνο τέλεσης των εγκλημάτων του και επομένως στο ποινικό μητρώο του δεν ήταν δυνατόν να καταγράφεται οποιαδήποτε έκνομη συμπεριφορά του. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε η συνδρομή θετικών περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς, που ορίζονται στην περίπτωση α’ της διατάξεως του άρθρου 84παρ.2 Π.Κ., αντιθέτως προέκυψε ότι η συμπεριφορά του ήταν έκνομη αφού από νωρίς ο κατηγορούμενος ήταν στην πατρίδα του μέλος ομάδας νέων ατόμων που προέβαιναν στην τέλεση αξιόποινων πράξεων, ανεξάρτητα αν είχε καταδικαστεί γι’ αυτές αμετάκλητα, ενώ το προηγούμενο βράδυ της τέλεσης των προαναφερομένων πράξεων είχε δημιουργήσει με την παρέα του αντίστοιχη συμπλοκή και φασαρία”. Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει κατ’ είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη της, χωρίς να εξαιρέσει κανένα και χωρίς να απαιτείται να αναφέρει συγκεκριμένα τι προέκυψε από το καθένα χωριστά, η δε ιδιαίτερη μνεία ορισμένων δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε απαιτείται η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων. Επομένως οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι της αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως σε σχέση με την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμοι.
Όμως, όσον αφορά τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως σ’ αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία: “Περαιτέρω από την κύρια αποδεικτική διαδικασία, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης του κατηγορουμένου καθώς η απόκτηση τέκνου και οι δεξιότητές του στην ψυχαγωγία δεν αποδεικνύουν τη σαφή μεταστροφή του χαρακτήρα του, δεδομένοι ότι μέχρι σήμερα όχι μόνο δεν αποδέχθηκε τις πράξεις που διέπραξε, αλλά ούτε και έδειξε οποιαδήποτε μεταμέλεια ή προσέγγιση στην οικογένεια του θύματος που να υποδηλώνει την αληθινή ψυχική μεταβολή προς το καλύτερο…”. Η απόρριψη όμως του ισχυρισμού αυτού, έπρεπε να αιτιολογηθεί ιδιαιτέρως, αφού προβλήθηκε στο ακροατήριο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με την παράθεση των περιστατικών που τον θεμελιώνουν. Η ως άνω παρατιθέμενη αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως περί απορρίψεως του ισχυρισμού αυτού είναι ελλιπής, καθόσον δεν διέλαβε καθόλου αρνητικά περιστατικά, σκέψεις και συλλογισμούς, προς αντίκρουση των υπό του κατηγορουμένου επικαλουμένων θετικών τοιούτων και ειδικότερα δεν αξιολογεί καθόλου τα προσκομισθέντα από τον κατηγορούμενο έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία περί της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς αυτού, τα οποία αναγνώσθηκαν αλλ’ ούτε και τις επιστολές της εργοδότριάς του C. M.G. και του J. G. καθώς και την ένορκη βεβαίωση του αυτόπτη μάρτυρα J. M. W. . Έτσι, όμως, που έκρινε το Δικαστήριο, υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ’ Κ.Π.Δ. πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της αναγνώρισης στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ Π.Κ. και είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος αναίρεσης.
Κατά συνέπεια πρέπει, κατά παραδοχή του ως άνω λόγου, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη ως προς την απορριπτική του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού διάταξη της, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξη της για την επιβολή ποινών, και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠΔ, η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρα 519 και 522 ΚΠοινΔ, όπως το δεύτερο τροποποιήθηκε με το άρθρο 159 του ν. 4855/2021), προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή ή όχι της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ και, αναλόγως προς την επ’ αυτής παραδοχή του, να επιμετρήσει την αρμόζουσα ποινή, απορριπτόμενης κατά τα λοιπά της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 1/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Ανατολικής Κρήτης και συγκεκριμένα ως προς την απορριπτική του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ε’ ΠΚ διάταξη της καθώς και ως προς τη διάταξη της περί επιβολής σ’ αυτόν ποινών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 19.07.2021 με αριθμό εκθ. καταθ. 1/2021 αίτηση που ασκήθηκε με δήλωση του νομοτύπως διορισθέντος πληρεξουσίου δικηγόρου του W. (επώνυμο) J. M. (όνομα) του C., κατοίκου … για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανηλίκων Ανατολικής Κρήτης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Μαρτίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ