Αριθμός 780/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Αποστολάκη – Εισηγητή, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Κυριάκο Οικονόμου και Αναστασία Περιστεράκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Απριλίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “… Α.Ε.”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ζωγραφιά Ευαγγελίδου. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Γ. του Δ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόκτιστο Πιπερόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-8-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και εταιρείας που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 101/ΤΜ/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 1082/2018 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-6-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία, που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διάταξης προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, αναφορικά με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, όπως συμβαίνει στην περίπτωση υπαλλήλου, απλού ή διευθυντικού, τράπεζας, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί, ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνα πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, υπό την προϋπόθεση όμως ότι μεταξύ της ζημιογόνας ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας του υπάρχει εσωτερική συνάφεια, με την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να τελεσθεί χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για τη διάπραξή της. Δηλαδή, ο προστήσας ευθύνεται και για κάθε πράξη του προστηθέντος, της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον τελευταίο, λόγω ακριβώς της θέσης του, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (πρόστηση) του παρείχε να χρησιμοποιήσει για άλλο σκοπό τα τεθέντα στη διάθεσή του μέσα και γενικότερα όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο προς επιχείρηση της ζημιογόνου πράξης. Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 ΑΚ. Αντίθετα, δεν ευθύνεται ο προστήσας, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς λόγους του τελευταίου, άσχετους με την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση, που υπάρχει μεν τυπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε τοπικά και χρονικά με την ευκαιρία της υπηρεσίας του, πλην όμως οφείλεται σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 300, 334 και 922 ΑΚ προκύπτει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε κάποια υπηρεσία, που ευθύνεται για της ζημίες που προξενήθηκαν από τον προστηθέντα παρανόμως σε τρίτο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, απαλλάσσεται της ευθύνης, όταν ο προστηθείς έδρασε κατά κατάχρηση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση αυτή, περιστατικά που πρέπει γα προτείνει και ν’ αποδείξει για την απαλλαγή του ο εναγόμενος προστήσας, έναντι της αγωγής του ζημιωθέντος (ΑΠ 2259/2014, ΑΠ 530/2014). Επίσης, από τα άρθρα 300 και 330 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στην περίπτωση ευθύνης από πρόστηση, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που έχει προκληθεί σε κάποιον ζημία, περιουσιακή ή μη, και έχει ανακύψει θέμα ευθύνης άλλου για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, αν εκείνος που ζημιώθηκε από αμέλεια παρέλειψε κάποια θετική πράξη, την οποία όφειλε από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από τις αρχές της καλής πίστεως να επιχειρήσει και η οποία ήταν ικανή, κατ’ αιτιώδη συνάφεια, να αποτρέψει τη ζημία, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, ή να μειώσει το ποσό της (ΑΠ 337/2010). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν για την εφαρμογή κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την πραγματική. Στη περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που (ανελέγκτως) δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα προβατικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένο υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία).
Εν προκειμένω, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: “Η δεύτερη ενάγουσα και εδρεύουσα στη … ομόρρυθμη εταιρία… που… έχει τραπεί σε ατομική επιχείρηση του Ν. Γ.-πρώτου ενάγοντος, ο οποίος υπεισέρχεται ως καθολικός διάδοχος σε όλες τις υποχρεώσεις, δικαιώματα και συμβάσεις της εταιρίας…, καθώς και ο πρώτος ενάγων Ν. Γ., που ήταν ομόρρυθμο μέλος και νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης ενάγουσας, ενώ διατηρούσε και ατομική επιχείρηση οπτικών, στη …, συνεργάζονταν με το κατάστημα της πρώτης εναγόμενης τράπεζας, στη …, όπου διατηρούσαν η μεν δεύτερη ενάγουσα εταιρία το με αριθμό …5056 λογαριασμό, ο δε πρώτος ενάγων το με αριθμό …7916 προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό. Κατά τα έτη 1997 έως 2010 διευθυντής του ως άνω καταστήματος της πρώτης εναγόμενης τράπεζας ήταν ο δεύτερος εναγόμενος, μεταξύ του οποίου και του πρώτου ενάγοντος, κατά τη διάρκεια της συνεχούς συνεργασίας τους, υπό την ιδιότητα αυτού, ως διευθυντή του άνω υποκαταστήματος, αναπτύχθηκε φιλική σχέση. Την 11-6-2010, ο πρώτος ενάγων μετέβη στο προαναφερθέν υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης προκειμένου να καταθέσει, στον ως άνω προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του, τη με αριθμό …261 τραπεζική επιταγή της …, ποσού 41.127,48 ευρώ. Ο δεύτερος εναγόμενος, κατά παρέκκλιση από τη συνήθη διαδικασία που απαιτεί τη διεκπεραίωση της εν λόγω συναλλαγής στα ταμεία της τράπεζας, προσφέρθηκε να παραλάβει ο ίδιος την επιταγή και να την καταθέσει αργότερα στο λογαριασμό του ενάγοντος, προκειμένου να τον διευκολύνει, απαλλάσσοντάς τον από την υποχρέωση να αναμένει την εξυπηρέτησή του από τους ταμίες της τράπεζας, οπότε και ο πρώτος ενάγων του παρέδωσε την ως άνω επιταγή. Την 23-6-2010 ο πρώτος ενάγων επισκέφθηκε εκ νέου το άνω υποκατάστημα, με σκοπό να καταθέσει το ποσό των 5.000,00 ευρώ, στον προαναφερθέντα προσωπικό λογαριασμό του, καθώς και το ποσό των 4.475,00 ευρώ στον προαναφερθέντα λογαριασμό της δεύτερης ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας, ο δε δεύτερος εναγόμενος προσφέρθηκε να παραλάβει ο ίδιος τα εν λόγω ποσά και να τα καταθέσει στους αντίστοιχους λογαριασμούς, προκειμένου να τον διευκολύνει, απαλλάσσοντάς τον από την υποχρέωση να αναμένει την εξυπηρέτησή του από τους ταμίες της τράπεζας, οπότε και ο πρώτος ενάγων του παρέδωσε τα ως άνω ποσά. Όπως κατέθεσε κατά την πρωτοβάθμια δίκη και η μάρτυρας ανταποδείξεως Α. Γ., υπάλληλος της πρώτης εναγομένης, ο δεύτερος εναγόμενος συνήθιζε να εξυπηρετεί ο ίδιος κάποιους καλούς πελάτες της τράπεζας… Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε από το προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό, ουδέποτε πιστώθηκε το ποσό της άνω επιταγής, των 41.127,48 ευρώ, στο λογαριασμό του πρώτου ενάγοντος, αλλά ο δεύτερος εναγόμενος, αφού έθεσε τη σφραγίδα της πρώτης εναγόμενης τράπεζας και υπέγραψε ο ίδιος και μία ακόμη υπάλληλός της, ήτοι το ποσό των 41.127,48 ευρώ, εν αγνοία του πρώτου ενάγοντος, το οποίο δεν κατέθεσε στο λογαριασμό του τελευταίου, αλλά το ενσωμάτωσε στην περιουσία του. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο δεύτερος εναγόμενος και τα ως άνω ποσά των 5.000,00 ευρώ και 4.475,00 ευρώ που του έδωσε ο πρώτος ενάγων προκειμένου να τα καταθέσει στους προαναφερθέντες τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν τα κατέθεσε, αλλά τα παρακράτησε παράνομα, ενσωματώνοντάς τα στην ατομική του περιουσία. Έτσι οι ενάγοντες, από την ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου υπέστησαν θετική ζημία ανερχόμενη για μεν τον πρώτο ενάγοντα στο συνολικό ποσό των 46.127,48 ευρώ (41.127,48 + 5.000,00), για δε τη δεύτερη ενάγουσα εταιρία στο ποσό των 4.475,00 ευρώ, για την αποκατάσταση της οποίας, πέραν του δευτέρου εναγομένου ευθύνεται… και η πρώτη εναγόμενη τραπεζική εταιρία ως προστήσασα αυτόν στην υπηρεσία της, αφού αποδείχθηκε ότι οι παραπάνω ενέργειες του προστηθέντος της (δευτέρου εναγομένου) έγιναν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, η ευθύνη δε αυτή δεν αίρεται από το γεγονός ότι πράγματι αυτός ενήργησε κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του και κατά σαφή παράβαση των εγκυκλίων διαταγών της δεύτερης εναγομένης, καθόσον σε κάθε περίπτωση υπήρχε εσωτερική συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση και ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, ενώ, άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων γνώριζε την κατάχρηση εκ μέρους του δευτέρου εναγομένου. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος εισέπραξε τα ανωτέρω ποσά με τη συναίνεση του πρώτου ενάγοντος, υπό τη μορφή δανείου, προκειμένου να τακτοποιήσει προσωπικές του υποχρεώσεις, ούτε, ακόμη, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος προς μερική απόσβεση της επίδικης οφειλής του προς τους ενάγοντες κατέβαλε το ποσό των 27.000,00 ευρώ, καθώς από το προσκομιζόμενο γραμμάτιο εισπράξεως προκύπτει ότι το ως άνω ποσό κατατέθηκε σε προσωπικό λογαριασμό του πρώτου ενάγοντος από τον ίδιο και όχι από το δεύτερο εναγόμενο. Συνακόλουθα, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος (δευτέρου εναγομένου) οφειλόταν σε προσωπικούς του λόγους, άσχετους με την υπηρεσία που του είχε ανατεθεί από την πρώτη εναγομένη τράπεζα, ώστε η ύπαρξη των λόγων αυτών να διακόψει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή κατάχρηση της υπηρεσίας του, ουδεμία αμελής συντρέχουσα συμπεριφορά βαρύνει τον ενάγοντα, ατομικά και ως νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας στην επέλευση της ζημίας, την οποία προξένησε η αδικοπρακτική συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου και κατά συνέπεια η στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 300 ΑΚ ένσταση της πρώτης εναγόμενης τράπεζας είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη…” Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο κρίνοντας ότι η πρώτη εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα Τράπεζα ευθύνεται λόγω προστήσεως, εις ολόκληρον με το δεύτερο εναγόμενο υπάλληλό της, κατά τα άρθρα 914, 922 και 926 ΑΚ, να καταβάλλει στους ζημιωθέντες ενάγοντες αποζημίωση για την αποκατάσταση της θετικής τους ζημίας και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δέχθηκε την έφεση του πρώτου ενάγοντος, ο οποίος σύμφωνα με δήλωσή του κατέστη εν τω μεταξύ διάδοχος της δεύτερης, και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς την αναιρεσείουσα, ως προς την οποία (το πρωτοβάθμιο δικαστήριο) είχε απορρίψει την αγωγή, την έκανε και ως προς αυτήν δεκτή κατά ένα μέρος. Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 914, 922, 926 και 932 του ΑΚ και με σαφείς, επαρκείς χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμά του ότι ο δεύτερος εναγόμενος, όντας υπάλληλος της πρώτης και ήδη αναιρεσείουσας και συγκεκριμένα διευθυντής του υποκαταστήματός της, τελούσε σε σχέση προστήσεως και διέπραξε την ένδικη αδικοπραξία (υπεξαίρεση) σε βάρος των εναγόντων, πελατών της, κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων, έστω κατά κατάχρηση αυτών, ενέχεται εις ολόκληρον μαζί του για την αποκατάσταση της ζημίας τους. Ειδικότερα, από τις αιτιολογίες αυτές με σαφήνεια προκύπτει: α) ότι η τέλεση της άδικης και υπαίτιας από πρόθεση πράξης του διευθυντή του υποκαταστήματος της αναιρεσείουσας (υπεξαίρεση) κατέστη δυνατή ακριβώς λόγω της ως άνω ιδιότητας αυτού με την οποία άλλωστε ενήργησε στα πλαίσια της ταχύτερης διεκπεραιώσεως τραπεζικών εργασιών πελάτη, έστω και με παράτυπο τρόπο, β) ότι η τελεσθείσα αδικοπραξία τελούσε σε εσωτερική συνάφεια με τα υπαλληλικά καθήκοντα, που του είχαν ανατεθεί, με την έννοια ότι δεν μπορούσε να τη πραγματοποιήσει χωρίς την πρόστηση, αφού διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να παραλάβει στην κατοχή του τα υπεξαιρεθέντα (επιταγή και χρήματα) για τον ως άνω σκοπό και γ) ότι η παράδοση της επιταγής και του χρηματικού ποσού στον προστηθέντα δεν έγινε για άσχετο με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα λόγο και ειδικότερα χάριν δανείου για την τακτοποίηση προσωπικής του υπόθεσης. Επίσης, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 300 και 330 ΑΚ, δεχόμενο με σαφείς, επαρκείς χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ότι δεν αποδείχθηκε συνυπαιτιότητα του αναιρεσιβλήτου στην επέλευση της ζημίας του με την παράδοση της επιταγής και του χρηματικού ποσού στον προστηθέντα, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, εφόσον έγινε δεκτό α) ότι συνήθης ήταν η τακτική στο συγκεκριμένο υποκατάστημα ο διευθυντής να προσφέρεται, χάριν ταχύτερης εξυπηρετήσεως καλών πελατών της Τράπεζας, να παραλαμβάνει ο ίδιος, αντί του αρμόδιου υπαλλήλου, αξιόγραφα και χρηματικά ποσά για να διευθετήσει ο ίδιος τις σχετικές συναλλαγές και β) ότι ο ενάγων αγνοούσε την πρόθεση του προστηθέντος διευθυντή να προβεί κατά κατάχρηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων στην ένδικη υπεξαίρεση. Επομένως, οι πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αιτήσεως από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα Τράπεζα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για ευθεία και επικουρικά εκ πλαγίου παραβίαση των ως άνω διατάξεων είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 267 και 268 ν. 4072/2012 προκύπτει ότι το ενδεχόμενο να μείνει ένας μόνον εταίρος σε προσωπική εταιρία, χωρίς να εισέλθει νέος εντός τεσσάρων μηνών, συνιστά λόγο λύσεως αυτής, καθώς και ότι μετά τη λύση της η εταιρία εισέρχεται στο στάδιο της εκκαθαρίσεως, για τις ανάγκες της οποίας διατηρεί τη νομική προσωπικότητά της, εκτός αν οι εταίροι έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, δηλαδή να μη γίνει εκκαθάριση αλλά άλλος τρόπος ρυθμίσεως των εταιρικών εκκρεμοτήτων. Επομένως, από τις διατάξεις του εμπορικού δικαίου δεν προβλέπεται δυνατότητα μετατροπής προσωπικής εταιρείας σε ατομική επιχείρηση με την έννοια ότι η τελευταία υπεισέρχεται ως οιονεί καθολική διάδοχος στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εταιρίας. Για να επιτευχθεί η συνέχιση της δραστηριότητας, που ασκούσε η εταιρία, από μία διάδοχο ατομική επιχείρηση, οι εταίροι μπορούν, στα πλαίσια της δυνατότητάς τους να ρυθμίσουν διαφορετικά το πέρας της εταιρίας αποκλείοντας το στάδιο της εκκαθάρισης, να μεταβιβάσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της (λυόμενης) εταιρίας στον φορέα της ατομικής επιχείρησης με νομικές πράξεις ειδικής διαδοχής, όπως είναι η μεταβίβαση της κυριότητας των εταιρικών πραγμάτων, η εκχώρηση των εταιρικών αξιώσεων και η αναδοχή των ιατρικών υποχρεώσεων. Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 έως 3 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι: “1) Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή αν συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα, 2) η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση, 3) Αν ο ενάγων μεταβίβασε το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή σύστησε εμπράγματο δικαίωμα, δεν μπορεί να προταθεί εναντίον του έλλειψη νομιμοποίησης, εκτός αν η απόφαση που θα εκδοθεί δεν δεσμεύει τον ειδικό διάδοχο”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι εκείνος ο οποίος στη διάρκεια της δίκης έγινε ειδικός διάδοχος κάποιου από τους διαδίκους νομιμοποιείται μόνο να ασκήσει παρέμβαση, όχι όμως να ενεργήσει για δικό του λογαριασμό και στο όνομά του οποιαδήποτε διαδικαστική πράξη που έχει σχέση με τη διεξαγωγή και την πρόοδο της δίκης. Αν ενεργήσει τέτοιες πράξεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η παράσταση και η κατάθεση προτάσεων, αυτές είναι άκυρες και η ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 159 παρ. 1 και 160 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Μόνον εφόσον ασκηθεί εκ μέρους του ειδικού διαδόχου παρέμβαση και συμφωνήσουν οι αρχικοί διάδικοι, ο ειδικός διάδοχος μπορεί να υπεισέλθει στη θέση του μεταβιβάσαντος (άρθρο 85 ΚΠολΔ), ενώ, αν ασκήσει μόνο παρέμβαση και δεν υπάρχει η προαναφερθείσα συμφωνία, ο παρεμβάς ειδικός διάδοχος ενεργεί μεν όλες τις διαδικαστικές πράξεις, αλλά προς το συμφέρον του δικαιοπαρόχου του, αρχικού διαδίκου, σύμφωνα με το άρθρο 82 ΚΠολΔ (ΑΠ 1430/2012, ΑΠ 1411/2011, ΑΠ 1475/2010, ΑΠ 1028/2010).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, η ένδικη αγωγή ασκήθηκε από τους τελούντες σε απλή ομοδικία α) Ν. Γ. με αίτημα την καταψήφιση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης για την εις βάρος του αδικοπραξία από την υπεξαίρεση του ποσού μίας τραπεζικής επιταγής 41.127,48 ευρώ και μετρητών 5.000 ευρώ και β) από την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “… ΟΕ” με αίτημα την καταψήφιση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης για την υπεξαίρεση μετρητών 4.475,00 ευρώ. Οι ίδιοι ενάγοντες άσκησαν και την από 2.6.2014 έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης (υπ’ αριθ. 101/ΤΜ/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας). Ωστόσο, κατά τη συζήτηση της εφέσεως ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης παραστάθηκε μόνον ο πρώτος ενάγων Ν. Γ. αφενός ατομικά και αφετέρου ως καθολικός διάδοχος της δεύτερης ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας, η οποία -κατά τη δήλωσή του- είχε λυθεί και με συμφωνία των εταίρων μετατράπηκε σε ατομική επ’ ονόματί του επιχείρηση. Το Εφετείο επ’ αυτού δέχθηκε τα ακόλουθα: “Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη συζήτηση της εφέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ο πρώτος εκκαλών-πρώτος ενάγων Ν. Γ., νόμιμα παρίσταται, συνεχίζοντας την παρούσα δίκη, ατομικά, αλλά και ως καθολικός διάδοχος της δεύτερης εκκαλούσας-δεύτερης ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “… Ο.Ε.”, λόγω μετατροπής της σε ατομική επιχείρηση του ως άνω Ν. Γ., κατ’ άρθρα 267 και 268 Ν. 4072/2012, δυνάμει των όρων του προσκομισθέντος μετ’ επικλήσεως από 29-7-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού, καταχωρηθέντος στο ΓΕΜΗ την 1-8-2014, με κωδικό αριθμό καταχώρησης (ΚΑΚ) …57 (βλ. και τη με αρ. πρωτ. 4697/1-8-2014 ανακοίνωση του Επιμελητηρίου Ημαθίας), υπεισερχόμενος στο σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της άνω ομόρρυθμης εταιρίας χωρίς να απαιτείται κάποια ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται βιαία διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή της.” Ωστόσο, σύμφωνα με την προπαρατιθέμενη νομική σκέψη, οι ως άνω διαδικαστικές πράξεις του πρώτου ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου (παράσταση στο Εφετείο και κατάθεση προτάσεων) ως καθολικός διάδοχος της δεύτερης ενάγουσας και εκκαλούσας ομόρρυθμης εταιρίας ήταν άκυρες δεν επέφεραν έννομα αποτελέσματα. Με τη δήλωση αυτή ο πρώτος ενάγων ως ειδικός διάδοχος της δεύτερης ενάγουσας ο.ε. δεν μπορούσε να προσλάβει στην ενώπιον του Εφετείου δίκη την ιδιότητα του κυρίου διαδίκου αντί αυτής. Μπορούσε να ασκήσει μόνο παρέμβαση υπέρ αυτής. Έπρεπε λοιπόν το Εφετείο να κηρύξει άκυρες την παράσταση και την κατάθεση προτάσεων του πρώτου ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου που ενήργησε ως διάδοχος της δεύτερης, ακυρότητα η οποία, εκτός του ότι λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 68, 73, 159 παρ. 1 και 160 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προτάθηκε από την εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα με την προσθήκη των προτάσεών της ενώπιον του Εφετείου. Στη συνέχεια έπρεπε, ενόψει της ερημοδικίας της δεύτερης ενάγουσας και εκκαλούσας, να ερευνήσει το παραδεκτό της συζητήσεως και της εφέσεως ως προς αυτήν κατά τις διατάξεις του άρθρου 524 ΚΠολΔ. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση παρά το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα και ο σχετικός περί αυτού τέταρτος λόγος της αιτήσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι βάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο που αφορά στα αγωγικά αιτήματα της δεύτερη ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας κατά της πρώτης εναγομένης (αναιρεσείουσας). Στη συνέχεια πρέπει κατά την παρ. 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστή διαφορετικό από αυτόν που εξέδωσε την απόφαση αυτή, ενώ ο αναιρεσίβλητος που νικήθηκε πρέπει να καταδικασθεί στα (ανάλογα με την έκταση της νίκης της) δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, η οποία κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 178, 183, 189 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ. 3 του άρθρ. 495 ΚΠολΔ η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ’ αυτή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθ. 1082/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα ως προς το κεφάλαιο που αφορά στα αγωγικά αιτήματα της δεύτερης ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας κατά της πρώτης εναγομένης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί όμως από δικαστή άλλον από αυτόν που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που καταβλήθηκε απ’ αυτή. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σ’ ένα μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουλίου 2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 780 / 2019 Άρθρο 922 – ΑΚ – Ευθύνη του προστήσαντος.
Προηγούμενο άρθροΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ 10/2023 Ανακοπή Ερημοδικίας