Αριθμός 82/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Γκιάφη, Αντιπρόεδρο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Χαράλαμπο Αντωνιάδη, Γεώργιο Φώσκολο και Βασίλειο Νικόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Νοεμβρίου 2005, με την παρουσία και της γραμματέως Γραμματικής Κονταξή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Π. Σ. του Κ., κατοίκου … και 2)Μ. χήρας Κ. Σ., το γένος Π. Μ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Τσίχλη.
Των αναιρεσίβλητων: 1)Ι. Μ. του Γ. κατοίκου …, 2)Ζ. Δ. του Η., Ι. Μ., κατοίκου …, οι οποίοι ο πρώτος δι’εαυτόν ατομικώς και αμφότεροι ως ασκούντες την γονική μέριμνα της ανηλίκου θυγατέρας τους Α. Μ., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Κουτουλάκο, ο οποίος δήλωσε ότι οι ανωτέρω γονείς έπαυσαν να ασκούν την γονική μέριμνα της θυγατέρας τους Μ. Μ. του Ι. διότι ήδη ενηλικιώθηκε και δηλώνει ότι συνεχίζει ατομικώς την δίκη και εκπροσωπείται από αυτόν τον ίδιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-5-2001 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 52/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 52/2003 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γυθείου. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 31-3-2004 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αλέξανδρος Κασιώλας ανέγνωσε την από 10-10-2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως της 52/2003 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γυθείου.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 1020 ΑΚ σε περίπτωση σύγχυσης των ορίων χωρεί κανονισμός τους από το δικαστήριο. Αν είναι ανέφικτη η εξακρίβωσής τους προσδιορίζονται σύμφωνα με την υπάρχουσα κατάσταση της νομής. Αν δεν μπορεί και αυτή να εξακριβωθεί κατανέμεται η αμφισβητούμενη έκταση κατά ίσο μέρος σε καθένα από τα ακίνητα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αγωγή κανονισμού ορίων, η οποία πηγάζει από το δικαίωμα της κυριότητας και αποβλέπει στην προστασία αυτού, προϋποθέτει αφενός εφαπτόμενα ακίνητα, αστικά ή αγροτικά, που ανήκουν σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες, αφετέρου δε αβεβαιότητα ως προς την αληθή θέση της μεταξύ τους οριοθετικής γραμμής. Η αβεβαιότητα αυτή μπορεί να είναι είτε αντικειμενική, όταν οι ιδιοκτήτες δεν μπορούν να καθορίσουν τα όρια μεταξύ των ακινήτων τους, είτε υποκειμενική, όταν δεν συμφωνούν ως προς την πραγματική θέση της οριακής γραμμής, δεν ενδιαφέρει δε η αιτία από την οποία προέκυψε αυτή η αβεβαιότητα, η οποία μπορεί να οφείλεται σε ενέργεια κάποιου από τους ιδιοκτήτες ή των δικαιοπαρόχων τους ή τρίτου ή σε άλλη αιτία. Εξάλλου, για την άσκηση της αγωγής απαιτείται και αρκεί να επικαλείται ο ενάγων ότι υπάρχει αμφισβήτηση των ορίων του ακινήτου του με το συνεχόμενο ακίνητο είτε από τον ίδιο, είτε από τον αντίδικό του και να ζητεί από το δικαστήριο τον καθορισμό των ορίων που έχουν καταστεί αβέβαια. Δεν αποκλείεται ο ενάγων να υποδεικνύει ορισμένη οριοθετική γραμμή, την οποία αυτός θεωρεί ακριβή, οπότε το δικαστήριο αν κρίνει το σχετικό ισχυρισμό αβάσιμο δεν θα απορρίψει την αγωγή, αλλά θα προβεί στον προσδιορισμό των ορίων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1020 ΑΚ. Εξάλλου, από μεν το άρθρο 239 ΑΚ συνάγεται ότι διάθεση αντικειμένου από μη δικαιούχο κατ’ αρχήν είναι άκυρη, κατά δε το άρθρο 369 ΑΚ συμβάσεις που έχουν αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση ή αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων επάνω σε ακίνητα απαιτείται να γίνονται ενώπιον συμβολαιογράφου, ενώ κατά το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η εν λόγω δε συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το ως Εφετείο δικάσαν πρωτοδικείο δέχθηκε τα εξής: Δυνάμει του υπ’ αριθμ…. συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Οιτύλου Παναγιώτας Μπεχράκη, που μεταγράφηκε νόμιμα ο πρώτος ενάγων Ι. Μ. είχε αποκτήσει την κυριότητα ενός ακινήτου, εκτάσεως 2000, 24 τ.μ., όπως εμφαίνεται τούτο με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Ε-Ζ-Δ-Α στο από 9-11-1992 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του διπλωματούχου πολιτικού μηχανικού Δ. Ζ. που προσαρτάται στον τίτλο αυτό, το οποίο βρίσκεται εντός του οικισμού … του Δήμου Γυθείου Λακωνίας στην θέση “…” και συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσεως βόρεια και σε πλευρά Δ-Α μήκους 37 μ. με δημοτικό δρόμο και πέραν τούτου με ιδιοκτησία Μ. χήρας Κ. Σ., ανατολικά σε πλευρά Α-Ε μήκους 52,80 μ. με δημοτικό δρόμο και πέραν τούτου με ιδιοκτησία Κ. Τ., νότια σε πλευρά Ε-Ζ μήκους 39 μέτρων με ιδιοκτησία Γ. Π. Μ. και Μ. Γ. Μ. και δυτικά σε πλευρά Ζ-Δ μήκους 52,50 μ. με ιδιοκτησία κληρονόμων Ι. Μ. και το οποίο προήρχετο από τεμαχισμό της αρχικής ιδιοκτησίας των παρεχόντων γονέων του Γ. και Μ. συζ. Γ. Μ., συνολικής έκτασης κατά τον τίτλο κτήσεως 3.850 τ.μ. και κατά νεώτερη και ακριβή καταμέτρηση 4.000,42 τ.μ. συνορευομένης κατά τον τίτλο κτήσεως με αγρούς Μ. Β. Κ., Σ. Σπ. Δ., χήρας Λ. Κ., κληρονόμων Δ. Ι. Μ., δρομίσκο και πέραν του δρομίσκου με αγρόν Μ. συζ. Κ. Σ., στους οποίους είχε περιέλθει κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από αγορά από τον Δ. Δ. δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεοδώρου Λιακάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Επί του ακινήτου αυτού ο πρώτος ενάγων, προτιθέμενος να ανεγείρει οικοδομή συνέστησε με την υπ’ αριθμ. … συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Καλυαρίας Ειρήνης Παγκάλου, που μεταγράφηκε νόμιμα τις αναφερόμενες σ’ αυτή (πράξη) δώδεκα (12) μελλοντικές και αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες επί οικοδομής μετά του υπογείου και στην συνέχεια δυνάμει του υπ’ αριθμ…. συμβολαίου γονικής παροχής της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στις ενάγουσες ανήλικες θυγατέρες του Α. και Μ. το δικαίωμα υψούν των ανφερομένων στο συμβόλαιο αυτό οριζοντίων ιδιοκτησιών του ισογείου και πρώτου ορόφου μετά της συνολικής αναλογίας τους επί του οικοπέδου εξ 850/000. Επίσης δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου γονικής παροχής της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα, ο πρώτος ενάγων μεταβίβασε αιτία γονικής παροχής στις προαναφερόμενες ανήλικες θυγατέρες του Μ. και Α. την ψιλή κυριότητα του 1/2 εξ αδιαιρέτου στην καθεμιά του υπογείου ορόφου της ανωτέρω οικοδομής παρακρατώντας την επικαρπία αυτού ισοβίως υπέρ του εαυτού του και της συζύγου του Ζ. Δ. συζ. Ι. Μ. έχοντος ποσοστό συνιδιοκτησίας 150.000 του όλου ακινήτου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. … προικοσυμφώνου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεοδώρου Λιακάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο σύζυγος της δεύτερης εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας Κ. Σ. είχε λάβει από τον πατέρα της Π. Μ. ως προίκα κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ένα ακίνητο έκτασης κατά τον τίτλο κτήσεως 2,50 περίπου στρεμμάτων, που βρίσκεται στη θέση “…” … του Δήμου Γυθείου και συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσεως ανατολικά με δρόμο και πέραν τούτου με ελαιοπερίβολο Γ. Γ., δυτικά με υπόλοιπο κτήμα προικοδότη, νοτίως με περιβόλια κληρονόμων Λ. Κ., Δ. Τζ. Δ. και Δ. Ι. Μ. και βορείως ως δημόσιο δρόμο Γυθείου-Αρεοπόλεως. Μετά τον θάνατό του ως άνω προικολήπτη, κατά το έτος 1980, η κυριότητα του παραπάνω προικώου ακινήτου περιήλθε αυτοδίκαια στην υπερ ής η προίκα δεύτερη εναγομένη, η οποία έκανε δήλωση περί αναλήψεως της προίκας με την υπ’ αριθμ. … πράξη του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεοδώρου Λιακάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Επί του ακινήτου αυτού, έκτασης, κατά νεώτερη ακριβή τοπογραφική καταμέτρησή του, 30.071,60 τ.μ., η δεύτερη εναγομένη (Μ. χήρα Κ. Σ.), συνέστησε με την υπ’ αριθμ. … συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεοδώρου Λιακάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα, τις περιγραφόμενες σ’ αυτή τρεις (3) ανεξάρτητες και αυτοτελείς κάθετες ιδιοκτησίες που εμφαίνονται με τους λατινικούς αριθμούς Ι,
ΙΙ, ΙΙΙ στο από Ιουνίου 1995 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Τοπογράφου-μηχανικού Σ. Κ., που έχει προσαρτηθεί στην πράξη αυτή. Ακολούθως, δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου γονικής παροχής του ιδίου παραπάνω συμβολαιογράφου, η δεύτερη εναγομένη μεταβίβασε, αιτία γονικής παροχής, στον πρώτο εναγόμενο και ήδη πρώτο αναιρεσείοντα Π. Σ. την ψιλή κυριότητα της αναφερομένης σ’ αυτό και με τον λατινικό αριθμό
ΙΙ κάθετης ιδιοκτησίας με την αναλογία της στο οικόπεδο και τα κοινόχρηστα και κοινόκτητα του οικοπέδου, παρακρατώντας για τον εαυτό της και για το υπόλοιπο της ζωής της το δικαίωμα της επικαρπίας (ισόβια επικαρπία) πάνω στην κάθετη αυτή ιδιοκτησία. Τα προαναφερθέντα δύο γειτονικά ακίνητα, δηλαδή το ακίνητο των εναγόντων και το ακίνητο των εναγομένων, για τα όρια των οποίων ζητείται ο κανονισμός από τους ενάγοντες, είναι εφαπτόμενα και διαχωρίζονται με πέτρινο μανδρότοιχο που έχουν κατασκευάσει οι εναγόμενοι στην νότια πλευρά του ακινήτου τους και σε επαφή με το ακίνητο των εναγόντων. Πράγματι αποδείχθηκε ότι κατά τη σύναψη του προικοσυμφώνου, το έτος 1946, οπότε και δόθηκε το παραπάνω ακίνητο ως προίκα στον σύζυγο της δεύτερης εναγομένης, προς διάκριση από το υπόλοιπο κτήμα του προικοδότη, αλλά και των λοιπών ομόρων προς νότον ιδιοκτησιών Δ. Τζ. Δ. μετέπειτα Γ. και Μ. Μ., οι οποίοι είναι οι δικαιοπάροχοι των τεσσάρων εναγόντων και Δ. Ι. Μ., εμφυτέθηκε μια τσιμεντοκολώνα με ένα σιδηροπάσαλο εντός αυτής, στερεά και βαθιά στο έδαφος, ενώ προς βορράν εμφυτεύθηκε δεύτερη τσιμεντοκολώνα στο τέλος των δύο ιδιοκτησιών στα σύνορά τους με τον δημόσιο δρόμο Γυθείου-Αρεοπόλεως, και η νοητή τους ευθεία διαχώριζε τις ιδιοκτησίες προικοδότη και προικολήπτη, υπάρχουν δε αυτές (τσιμεντοκολώνες) μέχρι σήμερα (βλ. προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες σχετικές φωτογραφίες). Στη συνέχεια το έτος 1963 ο ως άνω προικολήπτης Κ. Σ. περιέφραξε το προικώο ακίνητο με πλεκτό συρματόπλεγμα, τσιμεντοκολώνες και σιδηροπασάλους, λαμβάνοντας υπόψη για την οριοθέτηση τις ως άνω τσιμεντοκολώνες. Οι τσιμεντοκολώνες αυτές κτίστηκαν μέσα στον πέτρινο μανδρότοιχο που κατασκεύασαν οι εναγόμενοι το έτος 1998 και δεικνύουν τα όρια του ακινήτου τους. Ετσι στο βόρειο όριο του ακινήτου των εναγόντων υπήρχαν σταθερά ορόσημα, τα όρια δε αυτά απεικονίζονται και στο από Οκτωβρίου 1985 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου-μηχανικού Σ. Κ., που συνετάγη κατ’ εντολήν της δεύτερης εναγόμενης και επί τη βάσει του οποίου εκδόθηκε στο όνομα της τελευταίας η υπ’ αριθμ. 275/1985 οικοδομική άδεια. Σύμφωνα δε με το ως άνω τοπογραφικό το δυτικό όριο του ακινήτου της δεύτερης εναγομένης (με βάση το οποίο προσδιορίζεται και το βόρειο όριο του ακινήτου των εναγόντων) προσδιορίζεται σε 52,80 μ. Πλην όμως στο από Ιουνίου 1995 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του ιδίου ως άνω Τοπογράφου-μηχανικού, που έχει προσαρτηθεί στην υπ’ αριθμ…. συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Γυθείου Θεοδώρου Λιακάκου, φαίνεται να επεκτείνεται από 52,80 μ. που αναφέρεται στο ως άνω τοπογραφικό του 1985, στα 55,80 μ. Οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν ότι επί της νότιας πλευράς του ακινήτου τους υπάρχει περιτοίχιση (πέτρινος μανδρότοιχος) και ότι αυτή είναι το νότιο όριο του ακινήτου τους. Ισχυρίζονται όμως, κατά την εκτίμηση των ισχυρισμών τους από το δικαστήριο, ότι τα προαναφερθέντα γειτονικά ακίνητα δεν είναι εφαπτόμενα, αλλά διαχωρίζονται με δρόμο, ο οποίος διέρχεται με κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά σε μήκος 37 μέτρων και πλάτος 3 μέτρων, μεταξύ της βόρειας πλευράς του ακινήτου των εναγόντων και της αντίστοιχης νότιας πλευράς του ακινήτου των εναγομένων επί της οποίας υπάρχει περιτοίχηση (πέτρινος) μανδρότοιχος). Ο ισχυρισμός όμως αυτός των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με βάση τα περιστατικά αυτά το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση για τον κανονισμό των ορίων των παραπάνω ακίνητα των διαδίκων και κατ’αποδοχή της αγωγής, καθόρισε το όριο αυτών κατά τον αναφερόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση τρόπο. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που απεφάσισε το Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 239, 369 και 1033 ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου1020 του ίδιου Κώδικα, αφού δέχθηκε ότι οι ενάγοντες- αναιρεσίβλητοι με τους επικαλούμενους τίτλους απέκτησαν εξ αληθών κυρίων την κυριότητα του ακινήτου που προέβαλαν ως δικό τους, το οποίο εφάπτεται με το ακίνητο των κατ’αποδοχή της αγωγής αναιρεσειόντων. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 31 Μαρτίου 2004 αίτηση των Π. Σ. κλπ για αναίρεση της υπ’ αριθ. 52/2003 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γυθείου. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, εκ χιλίων εκατόν εβδομήντα (1170) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Δεκεμβρίου 2005. Και
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προηγούμενο άρθροΑντιμετώπιση προβληματικής συμπεριφοράς μαθητή με υπερκινητική και αναπτυξιακή διαταραχή από το σχολείο. Μη παραβίαση του δικαιώματος στην εκπαίδευση
Επόμενο άρθρο Φυλάκιση 18 μηνών για επίθεση σε αστυνομικούς