Αριθμός 854/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού – Εισηγήτρια, Αγγελική Τζαβάρα και Θωμά Γκατζογιάννη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Κ. του Ε., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Αντωνίου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Μ. του Δ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αφροδίτη Γιαμπανίδου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/11/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 280/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 303/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 13/11/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 13-11-2017 αίτηση αναίρεσης της Μ. Κ. προσβάλλεται η υπ’ αριθ. 303/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η από 8-1-2016 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθ. 280/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, η οποία είχε απορρίψει την από 15-11-2012 αγωγή της κατά του αναιρεσίβλητου από αποκτήματα ως παραγεγραμμένη, εξαφανίστηκε η τελευταία απόφαση και αφού δικάστηκε η άνω αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη. Η αίτηση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 1400 παρ. 1 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: “Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια”. Η απαίτηση του κάθε συζύγου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι κατ` αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση. Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά τον χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, κρίσιμος χρόνος θεωρείται, στη μεν περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), ο χρόνος της άσκησης της αγωγής, στη δε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη. Για την εξεύρεση όμως της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος άσκησης της αγωγής, λαμβάνεται δε υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο (ΑΠ 1316/2017, ΑΠ 808/2015, ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 406/2003). Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της αξίωσης του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, αφότου τελέσθηκε ο γάμος και γ) η συμβολή, με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτής της περιουσίας του υπόχρεου. Η συμβολή αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίων με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών αποτιμώμενων σε χρήμα, όπως είναι και οι υπηρεσίες που παρέχονται στο συζυγικό οίκο, εφόσον όμως αυτές υπερβαίνουν το μέτρο που επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρ. 1389 και 1390 ΑΚ για την εκπλήρωση της υποχρέωσης συμβολής των συζύγων στις οικογενειακές τους ανάγκες. Προς το σκοπό αυτό είναι αναγκαίο στη σχετική αγωγή και στην αντίστοιχη απόφαση να προσδιορίζονται και να αποτιμώνται οι παρεχόμενες στο συζυγικό οίκο υπηρεσίες, ώστε συγκρινόμενες με τις επίσης χρηματικά αποτιμώμενες οικογενειακές ανάγκες να διαπιστώνεται, αν οι υπηρεσίες αυτές υπερβαίνουν και σε ποια έκταση το επιβαλλόμενο από τις ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις μέτρο συμβολής των συζύγων στις οικογενειακές τους ανάγκες (ΑΠ 1550/2018, ΑΠ 817/2013, ΑΠ 1048/2009). Η αποτίμηση των υπηρεσιών του δικαιούχου συζύγου, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής (ΑΠ 2120/2017). Όταν όμως η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, τότε, μοναδική προϋπόθεση έχει, την επαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου, κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία, και μόνον, ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική, κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγόμενου και την τελική, κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την αξία σε χρήμα και των δύο, κατά το χρόνο αυτό και ειδικότερα, για την περίπτωση της συμπλήρωσης τριετούς διάστασης, την αξία της. περιουσίας κατά το χρόνο παροχής της έννομης προστασίας, δηλαδή της άσκησης της αγωγής. Άρα, στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ’ εαυτήν, ούτε του ποσοστού της, επομένως δε ούτε του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρεώσεως για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας (ΑΠ 1155/2017, ΑΠ 1173/2012 , ΑΠ 411/2004). Ο εναγόμενος περαιτέρω, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει μεταξύ άλλων ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Με τη σχετική ως άνω διάταξη δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλ` απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ’ αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (ΑΠ 1316/2017, ΑΠ 808/2015, ΑΠ 1710/2012, ΑΠ 379/2011), το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει ο ενιστάμενος εναγόμενος. Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων ή η ενάγουσα, κατ` επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεσθεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3 (ΑΠ 2120/2017, ΑΠ 379/2011). Στον ανωτέρω ισχυρισμό του εναγομένου συζύγου περί μηδενικής συμβολής, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, εμπεριέχεται και ο ισχυρισμός ότι η συμβολή του ενάγοντος συζύγου ήταν κάτω από το 1/3, αφού ο τελευταίος ισχυρισμός είναι λιγότερο επωφελής για τον εναγόμενο από τον ισχυρισμό του για μηδενική συμβολή του ενάγοντος (ΑΠ 1037/2017, ΑΠ 492/2017, ΑΠ 406/2003). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 7/2006, 2/2013).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα (ΑΠ 325/2004), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 1947/2006), οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005). Περαιτέρω, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΟλΑΠ 1/1999, 26/2004, ΑΠ 2267/2013). Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις, στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δηλαδή, δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε ( ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 2053/2014). Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα ή οι κρίσεις του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων, που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1266/2011). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 19 λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας των αιτιολογιών, ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κ.λ.π.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, καθώς και η σύνδεσή του με το διατακτικό και γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα (ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 130/2009, ΑΠ 1438/2009). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1204/2008, ΑΠ 319/2017). Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δίδεται, όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγο έφεσης όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης ούτε οι αβάσιμοι ή οι απαράδεκτοι ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1020/2019, ΑΠ 1681/2018, ΑΠ 650/2016). Δεν στοιχειοθετείται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν ο αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και απορρίφθηκε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της αποφάσεως (ΟλΑΠ 11/96, ΑΠ 1434/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η ενάγουσα, η οποία γεννήθηκε το έτος 1957 και ο εναγόμενος, που γεννήθηκε το έτος 1954, τέλεσαν νόμιμο γάμο, κατά τους ιερούς κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησία, την 31-7- 1988, στον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου στην Κοινότητα … Δήμου …, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, τη Λ., που γεννήθηκε την 7-6-1989 και τον Δ., που γεννήθηκε την 11-7-1993. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων άρχισε να εμφανίζει σταδιακώς προβλήματα και διακόπηκε οριστικά το έτος 2007. Όπως προεκτέθηκε, ο γάμος των διαδίκων λύθηκε με διαζύγιο, με τη με αριθμό 54/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, ύστερα από την άσκηση αντιθέτων αγωγών διαζυγίου, εξαιτίας ισχυρού κλονισμού από λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του εναγομένου, που κατέστη ήδη αμετάκλητη την 22-11-2010. Κατά το χρόνο τελέσεως του γάμου τόσο η ενάγουσα, όσο και ο εναγόμενος δεν είχαν στην κυριότητά τους κάποιο περιουσιακό στοιχείο. Ο εναγόμενος από την εργασία του ως ναυτικός διατηρούσε καταθέσεις σε τράπεζες, το ακριβές ύψος των οποίων κατά το χρόνο τελέσεως του γάμου δεν αποδείχθηκε, ώστε να αφαιρεθεί από την τελική του περιουσία. Με το με αριθμό …/18-12-1995 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Φίλιππου Ευφραμίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης, οι διάδικοι αγόρασαν κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου έκαστος, ποσοστό 50% οικοπέδου συνολικής εκτάσεως 495,87 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση “…”, της περιοχής …, επί της οδού …, εντός του με αριθμό … Ο.Τ., έναντι τιμήματος 6.000.000 δραχμών, αντικειμενικής αξίας 5.237.800 δραχμών. Στο οικόπεδο έγινε σύσταση καθέτου ιδιοκτησίας με τη με αριθμό …3/1995 πράξη του συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Φίλιππου Ευφραιμίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα και οι διάδικοι έλαβαν το ανατολικό τμήμα του οικοπέδου εμβαδού 247,935 τ.μ. Επί του διαιρετού τμήματος, που περιήλθε στους διαδίκους κατ’ αποκλειστική χρήση, αυτοί ανήγειραν διώροφη οικοδομή με υπόγειο, στην οποία συνέστησαν οριζόντια ιδιοκτησία, με τη με αριθμό 32545/1997 πράξη του ιδίου συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα. Ειδικότερα η οικοδομή αποτελείται από: α) αποθήκη υπογείου εμβαδού καθαρού 61,47 τ.μ., η οποία μεταγενέστερα κατατμήθηκε σε δύο επιμέρους τμήματα εμβαδού 27,56 και 33,91 τ.μ. αντίστοιχα, β) διαμέρισμα πρώτου πάνω από την πιλοτή ορόφου, εμβαδού καθαρού 81,34 τ.μ., γ) διαμέρισμα δευτέρου πάνω από την πυλωτή ορόφου εμβαδού καθαρού 68,20 τ.μ. Η ανέγερση της οικοδομής άρχισε το έτος 1997 και ολοκληρώθηκε το έτος 2000, απαιτήθηκε δε για την ανέγερσή της, σύμφωνα με την εκτίμηση του Γ. Α., πολιτικού μηχανικού, το ποσό των (36.446.200 : 2) 18.223.100 δραχμών. Προσκομίζονται δε ενδεικτικώς από τον εναγόμενο τιμολόγια που αφορούν σε αγορά υλικών και παροχή υπηρεσιών για την ανέγερση της οικίας, που εκδόθηκαν κατά τα έτη 1997 έως και 2000 (σκυρόδεμα, ασβέστης, πλακίδια, πόρτες, κουζίνα, είδη υγιεινής κλπ), συνολικής αξίας 10.401.211 δραχμών. Η εμπορική αξία του ως άνω ακινήτου εκτιμήθηκε, με πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε το έτος 2012 στα πλαίσια δίκης διανομής μεταξύ των διαδίκων και είναι πλησιέστερη στο χρόνο λύσεως του γάμου, στο ποσό των 204.890,47 ευρώ, ενώ η αντικειμενική αξία ανερχόταν στον ίδιο χρόνο σε 132.353,92 ευρώ. Ήδη με τη με αριθμό 28/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, διατάχθηκε η αυτούσια διανομή του ακινήτου και έλαβε η ενάγουσα το διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου και την αποθήκη Β’ και ο εναγόμενος το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου και την αποθήκη Α’. Δηλαδή η αξία του μεριδίου του εναγομένου ανερχόταν κατά το χρόνο λύσεως του γάμου και ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής στο ποσό των 102.445,23 ευρώ…Το έτος 1990, επειδή ο εναγόμενος εργαζόταν ως υπάλληλος στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, όπως κατωτέρω θα εκτεθεί, αγόρασε στο όνομα της ενάγουσας 19 αυτόματους πωλητές ζεστών και κρύων ροφημάτων, έναντι τιμήματος 70.000 δραχμών έκαστος, πλέον ΦΠΑ, εξοπλισμό των πωλητών (κύπελα, ζάχαρη, καφές κλπ), καθώς και ένα μεταχειρισμένο φορτηγό έναντι τιμήματος 270.000 δραχμών και συνολικώς κατέβαλε στον πωλητή Κ. Ε. το ποσό των 1.752.576 δραχμών, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο τιμολόγιο με αριθμό 1/2-11-1990 του Κ. Ε.. Την επιχείρηση λειτουργούσε και εκμεταλλευόταν αποκλειστικά ο εναγόμενος, παρότι τυπικώς φερόταν να λειτουργεί στο όνομα της ενάγουσας, η οποία χορήγησε στο σύζυγό της σχετικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, για να την εκπροσωπεί έναντι των τρίτων. Μάλιστα για τις ανάγκες λειτουργίας της το έτος 1994 ο εναγόμενος αγόρασε στο όνομα της ενάγουσας ένα επαγγελματικό όχημα SΕΑΤ ΤΕΚΚΑ, έναντι τιμήματος 2.000.000 δραχμών, ενώ το έτος 1996 ο εναγόμενος αγόρασε ένα επιβατηγό όχημα SUZUKI SWIFT 1300 κ.ε., το οποίο φερόταν κατά κυριότητα στο όνομα αμφοτέρων των συζύγων, κατά ποσοστό 50% έκαστος. Το έτος 1995 ο εναγόμενος αγόρασε στο όνομα της ενάγουσας ακόμη 8 μεταχειρισμένα μηχανήματα αυτόματων πωλητών, προς 5.000 δραχμές έκαστο. Στις 4-7-1998 ο εναγόμενος, μαζί με τον Ν. Φ. συνέστησαν ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “…”, με έδρα το …, με αντικείμενο τη λειτουργία και εκμετάλλευση μηχανημάτων αυτόματων πωλητών, με ποσοστό εκάστου εταίρου 50%. Η επιχείρηση αυτή λειτούργησε έως το έτος 2000, οπότε λύθηκε και ο εναγόμενος μετέφερε το ήμισυ των παγίων της στην ατομική επιχείρηση της ενάγουσας, μεταξύ των οποίων και 11 μεταχειρισμένα μηχανήματα αυτόματων πωλητών. Το 2007 που διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση, με το από 31 -8-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, συμφωνήθηκε ότι η επιχείρηση αυτόματων πωλητών φαινομενικώς φερόταν στο όνομα της ενάγουσας, ενώ αποτελούσε επιχείρηση του εναγομένου και λειτουργούσε από την ίδρυσή της με δικές του ενέργειες, θα συνέχιζε δε αυτό το καθεστώς μέχρι τη λύση των συμβάσεων με τους τρίτους και στη συνέχεια η ενάγουσα παρείχε την πληρεξουσιότητα στον εναγόμενο να μεταβιβάσει όλα τα μηχανήματα και τα πάγια της επιχειρήσεως στο όνομά του, χωρίς αντάλλαγμα, στα πάγια δε της επιχειρήσεως περιλαμβανόταν και ένα φορτηγό με αριθμό κυκλοφορίας ΕΒΚ 2486, ενώ η ενάγουσα διατήρησε επιφύλαξη για την αξίωση συμμετοχής της στα αποκτήματα. Από την ενάγουσα δεν προσκομίζεται κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για την αξία και το ενεργητικό της επιχειρήσεως αυτής κατά το χρόνο λύσεως του γάμου και δεν αποδεικνύεται ο αγωγικός ισχυρισμός ότι κατά το ως άνω χρονικό σημείο ήταν 56 μηχανήματα και είχαν αξία 1.000 ευρώ έκαστο και συνολικώς 56.000 ευρώ. Ο εναγόμενος, ωστόσο, συνομολογεί με τις προτάσεις του ότι κατά τον ως άνω χρόνο είχε 20 μηχανήματα, αξίας 100 ευρώ έκαστο, επειδή ήταν μεταχειρισμένα.
Συνεπώς η αξία τους ανερχόταν στο ποσό των 2.000 ευρώ, εφόσον δεν αποδεικνύεται μεγαλύτερη αξία…Ενόψει των ανωτέρω η προσαύξηση της περιουσίας του εναγόμενου κατά τη διάρκεια του γάμου ήταν 104.445,23 ευρώ. Η ενάγουσα δεν εργαζόταν κατά τη διάρκεια του γάμου μέχρι το έτος 2002, ασχολείτο δε με τη φροντίδα της συζυγικής οικίας και την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων. Η προαναφερόμενη επιχείρηση εκμεταλλεύσεως αυτόματων πωλητών τυπικώς λειτουργούσε στο όνομά της, ωστόσο, όπως και η ίδια συνομολόγησε στο από 31-8- 2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, αλλά συνομολογεί και με το δικόγραφο της αγωγής, ουδέποτε λειτούργησε από την ίδια, αλλά από τον εναγόμενο. Το έτος 2002 η ενάγουσα άρχισε να λειτουργεί ατομική επιχείρηση εμπορίας ενδυμάτων σε κατάστημα κυριότητας του πατέρα της, επί της οδού … στην Αλεξανδρούπολη, την οποία έκλεισε το έτος 2007. Ο κύκλος εργασιών της ως άνω επιχειρήσεως ήταν για το έτος 2002 18.142,05 ευρώ, για το έτος 2003 2.838,41 ευρώ, για το έτος 2004 15.963,73 ευρώ, για το έτος 2005 9.567,72 ευρώ, για το έτος 2006 10.995,26 ευρώ και για το έτος 6.611,59 ευρώ. Τα ως άνω ποσά αναφέρονται στα μικτά έσοδα της επιχείρησης, ενώ δεν αποδείχθηκαν τα καθαρά κέρδη της, ορισμένες δε φορές η ενάγουσα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της (ασφαλιστικές εισφορές, εφορία, αγορά εμπορευμάτων) και ζητούσε οικονομική ενίσχυση από τον πατέρα της. Μετά το έτος 2007 η ενάγουσα έπαυσε να εργάζεται. Ο εναγόμενος πριν από την τέλεση του γάμου εργαζόταν ως ναυτικός, αποκομίζοντας επαρκές εισόδημα, το ύψος του οποίου δεν αποδείχθηκε, ωστόσο αυτός διατηρούσε τραπεζικές καταθέσεις σε τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού. Ενδεικτικώς το έτος 1978 είχε καταθέσεις ύψους 4.822 δολαρίων ΗΠΑ σε τράπεζα της Αμερικής. Το έτος 1982 άρχισε να εργάζεται ως εποχικός υπάλληλος στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, ενώ το έτος 1988 που τελέστηκε ο γάμος είχε καταστεί μόνιμος υπάλληλος, με υψηλές για τα δεδομένα της εποχής αποδοχές. Ενδεικτικώς οι αποδοχές του για τη χρονική περίοδο Ιανουάριο – Φεβρουάριο 1982 ανήλθαν στο ποσό των 320.312 δραχμών, ενώ για ολόκληρο το έτος 1990 στο συνολικό ποσό των 1.928.648 δραχμών καθαρά. Όταν άρχισε να λειτουργεί την επιχείρηση αυτόματων πωλητών ροφημάτων, οι οποίοι τοποθετήθηκαν ιδίως σε στρατόπεδα, ο εναγόμενος συνέχισε για χρονικό διάστημα 6 μηνών την εργασία του στην ως άνω βιομηχανία, επειδή όμως η ατομική επιχείρηση ήταν αφενός κερδοφόρα, αφετέρου χρονοβόρα, που δεν του επέτρεπε την παράλληλη απασχόληση, παραιτήθηκε από την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης και απασχολήθηκε με την ατομική επιχείρηση μέχρι και τη λύση του γάμου. Κατά την περίοδο όμως των ετών 1998-2000, όπως προεκτέθηκε, συμμετείχε επιπρόσθετα ως εταίρος και σε ομόρρυθμη εταιρία με το ίδιο αντικείμενο, χωρίς να αποδειχθούν τα εισοδήματα από τη δράστηριότητα αυτή. Επίσης, ο εναγόμενος καλλιεργούσε τους αγρούς που του μεταβίβασε ο πατέρας του, 49,5 στρεμμάτων και ορισμένους αγρούς κυριότητας του πατέρα της ενάγουσας, τους οποίους μίσθωνε, με βαμβάκι, σιτάρι, αραβόσιτο κλπ., απεκόμιζε δε ετησίως το ποσό των 2.800 ευρώ περίπου ως επιδοτήσεις και άνω των 2.000 ευρώ ως εισόδημα από την καλλιέργειά τους. Σύμφωνα με το με αριθμό 16-3-2015 έγγραφο της Δ.Ο.Υ, τα καθαρά εισοδήματα που δήλωσε η ενάγουσα προερχόμενα από εμπορικές επιχειρήσεις ανήλθαν: για τη χρήση 1996 σε 1.375.994 δραχμές, για τη χρήση 1997 σε 2.517.110 δραχμές, για τη χρήση 1998 σε 3.781.344 δραχμές, καθώς και 170.950 δραχμές από γεωργικές επιχειρήσεις, για τη χρήση 1999 σε 501.603 δραχμές, για τη χρήση 2000 σε 856.381 δραχμές, για τη χρήση 2001 σε 2.070.593 δραχμές, για τη χρήση 2002 σε 7.872,72 ευρώ, για τη χρήση 2003 σε 11.757,15 ευρώ, για τη χρήση 2004 σε 10.993,72 ευρώ, για τη χρήση 2005 14.280,57 ευρώ, για τη χρήση 2006 18.325,94 ευρώ και για τη χρήση 2007 σε 19.919,41 ευρώ. Ο εναγόμενος δήλωσε για τη χρήση 2002 αντικειμενικό εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις 2.269,03 ευρώ και 2.476,56 ευρώ ως γεωργικές ενισχύσεις, για τη χρήση 2003 αντικειμενικό εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις 1.894,09 ευρώ, για τη χρήση 2004 αντικειμενικό εισόδημα γεωργικών επιχειρήσεων 1.877,88 ευρώ και εισόδημα που φορολογείται αυτοτελώς 4.363,81 ευρώ, για τη χρήση 2005 εισόδημα γεωργικών επιχειρήσεων 1.490,88 ευρώ, για τη χρήση 2006 1.598,63 ευρώ εισόδημα γεωργικών επιχειρήσεων, για τη χρήση 2007 1.440,55 ευρώ εισόδημα γεωργικών επιχειρήσεων και 4.280,04 ευρώ καθαρά κέρδη ατομικής επιχείρησης, για τη χρήση 2008 762,54 ευρώ ως αυτοτελώς φορολογούμενο εισόδημα και 24.028,36 ευρώ καθαρά κέρδη εμπορικής επιχείρησης. Για τη χρήση 2009 που ο εναγόμενος υπέβαλε μόνος του φορολογική δήλωση, λόγω διασπάσεως της έγγαμης συμβιώσεως δήλωσε 1.445,22 ευρώ αντικειμενικό εισόδημα γεωργικής επιχείρησης και 15.885,11 ευρώ καθαρά κέρδη εμπορικής επιχείρησης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα εισοδήματα που δήλωσε η ενάγουσα μέχρι το έτος 2002 αφορούσαν αποκλειστικά στην επιχείρηση των αυτόματων πωλητών, έκτοτε μέχρι το έτος 2007 τόσο την επιχείρηση αυτή όσο και την επιχείρηση εμπορίας ενδυμάτων. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι η επιχείρηση των αυτόματων πωλητών ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρα και σύμφωνα με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, οι ακαθάριστες αποδοχές από αυτήν κυμάνθηκαν από 75.000 έως 115.000 ευρώ. Μάλιστα στη φορολογική δήλωση δεν δηλώθηκαν όλα τα εισοδήματα, μικρά και καθαρά, από την επιχείρηση, με αποτέλεσμα το εισόδημα από αυτήν να ανέρχεται σε πολύ μεγαλύτερο ποσό. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η συνεισφορά της ενάγουσας στο οικογενειακό εισόδημα κατά τα έτη 1988-2002 ανερχόταν στο ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, που αποτιμώνται οι υπηρεσίες που παρείχε στο συζυγικό οίκο και στην ανατροφή των τέκνων των διαδίκων, ενώ τα έτη 2002 έως και 2007 από την επιχείρηση εμπορίας ενδυμάτων απεκόμισε κατά μέσο όρο το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως. Το εισόδημα του εναγόμενου αποτιμάται από το έτος 1990 μηνιαίως περίπου στο ποσό των 400 ευρώ από γεωργικές επιχειρήσεις και στο ποσό των 1.600 ευρώ από την επιχείρηση αυτόματων πωλητών. Οι διάδικοι διέμεναν αρχικώς σε μισθωμένη οικία στην Ορεστιάδα, στη συνέχεια το έτος 1996 μετακόμισαν σε μισθωμένη οικία στην Αλεξανδρούπολη και το έτος 2000 εγκαταστάθηκαν στη δική τους οικία. Η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την αγωγή ότι τόσο το κεφάλαιο για την αγορά των πρώτων μηχανημάτων αυτόματων πωλητών το έτος 1990, όσο και τα χρήματα που απαιτήθηκαν για την αγορά του κοινού οικοπέδου και την ανέγερση οικίας προέρχονται από την ίδια, διότι της τα έδωσε ως δωρεά ο πατέρας της, που εργαζόταν στη Γερμανία και ανέρχονται στο ποσό των 8.000.000 δραχμών για τους πωλητές, στο ποσό των 6.000.000 δραχμών για το οικόπεδο και στο ποσό των 20.000.000 δραχμών για την ανέγερση της οικίας, συνολικώς δε η βοήθεια του πατέρα της ανήλθε κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1990-2000 στο ποσό των 34.000.000 δραχμών. Για τις ανωτέρω χορηγήσεις των χρηματικών ποσών από τον πατέρα της δεν προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο και συγκεκριμένα είτε κάποιο έμβασμα μεταφοράς χρηματικού ποσού από τη Γερμανία στην Ελλάδα, σε τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας ή των διαδίκων, είτε κάποιο παραστατικό αναλήψεως των αντίστοιχων χρηματικών ποσών από τον πατέρα της, από την τράπεζα, σε χρονικά σημεία πλησίον της πραγματοποιήσεως των δαπανών. Λόγω δε του ύψους του χρηματικού ποσού και της μόνιμης διαμονής του πατέρα της ενάγουσας στη Γερμανία ήταν δυσχερής η μεταφορά των ως άνω ποσών σε μετρητά, σε εποχή που δεν υπήρχε οικονομική και νομισματική ένωση στην Ευρώπη. Βεβαίως, τόσο η μάρτυρας στην ένορκη βεβαίωση, όσο και ο πατέρας της ενάγουσας, εξεταζόμενος ως μάρτυρας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ανέφεραν ότι ο τελευταίος κατέβαλε τα χρηματικά ποσά που ήταν αναγκαία για την αρχική αγορά των αυτόματων πωλητών, για την αγορά του οικοπέδου και για την ανέγερση της οικοδομής. Ωστόσο δεν συμφωνούν ως προς το ποσό πού καταβλήθηκε. Συγκεκριμένα η μάρτυρας στην ένορκη βεβαίωση ανέφερε ότι ο πατέρας της ενάγουσας, κατόπιν διαπραγματεύσεων με τον πωλητή των μηχανημάτων Ε. Κ. κατέβαλε σε αυτόν το ποσό των 12.000.000 δραχμών σε τρεις δόσεις, 8.000.000, 2.000.000 και 2.000.000 δραχμών και για το οικόπεδο και την οικία κατέβαλε συνολικώς 20.000.000-25.000.000 δραχμές. Ο πατέρας της ενάγουσας κατέθεσε ότι αγόρασε 56 μηχανήματα, έναντι τιμήματος σε άλλο σημείο 1.000.000 δραχμές το ένα, σε άλλο σημείο 1.000 ευρώ το ένα και σε άλλο σημείο 1.000 μάρκα το ένα. Σε σχέση με το οικόπεδο κατέθεσε ότι αυτό στοίχησε 8.000.000 δραχμές και τα 6.000.000 δραχμές τα κατέβαλε ο ίδιος, τα δε 2.000.000 δραχμές ο εναγόμενος, ενώ για την ανέγερση της οικίας ανέφερε ότι κόστισε 200.000.000 δραχμές και τα κατέβαλε ο ίδιος και επιπλέον πήραν οι διάδικοι δάνειο και τις δόσεις τις πλήρωνε ο εναγόμενος. Αντιθέτως ο εναγόμενος προσκομίζει βιβλιάρια καταθέσεων των τραπεζών Εθνική και Εμπορική, όπου τηρούσε κοινούς λογαριασμούς με την ενάγουσα, από τα αντίγραφα των οποίων προκύπτει ότι αυτός προέβη σε ανάληψη στις 9-11-1995 του ποσού των 3.500.000 δραχμών από τον με αριθμό …/882910-13 λογαριασμό της Εθνικής και την ίδια ημέρα σε ανάληψη ποσού 3.000.000 δραχμών από τον με αριθμό … λογαριασμό της Εμπορικής, με τα χρήματα δε αυτά καλύφθηκε το κόστος της αγοράς του οικοπέδου 6.000.000 δραχμών και τα έξοδα του συμβολαίου και της μεταγραφής συνολικού ύψους 500.000 δραχμών. Στους ανωτέρω δε δύο λογαριασμούς κατά το έτος 1995 γίνονταν μηνιαίες καταθέσεις άνω των 1.000.000 δραχμών, όπως προκύπτει από τα σχετικά αποσπάσματα που απεικονίζουν τις κινήσεις από τα μέσα 1995 έως τα μέσα 1996. Στις 28- 8-1997, την περίοδο περίπου που άρχισε η ανέγερση της οικοδομής στον λογαριασμό της Εμπορικής τράπεζας υπήρχε διαθέσιμο το ποσό των 2.914.828 δραχμών. Για την ανέγερση της οικοδομής, πέραν των μετρητών που υπήρχαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς, οι διάδικοι έλαβαν δάνειο ύψους 6.900.000 δραχμών από την Κτηματική Τράπεζα στις 3-9-1997, ανοίχθηκε δε ο με αριθμό … κοινός λογαριασμός των διαδίκων στην Κτηματική Τράπεζα, από τον οποίο έγιναν σταδιακές αναλήψεις του ποσού. Οι δόσεις του κοινού δανείου, οι οποίες το έτος 2010 ανέρχονταν στο ποσό των 185,64 ευρώ μηνιαίως, καταβάλλονταν από τον εναγόμενο, ο οποίος εξόφλησε ολοσχερώς το εναπομείναν ποσό του κοινού δανείου ύψους 3.028,34 ευρώ, στις 29-4-2011, μετά τη λύση του γάμου. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται πλήρως ότι ο πατέρας της ενάγουσας δεν κατέβαλε το σύνολο του ποσού για την αγορά του εξοπλισμού της επιχειρήσεως, για την αγορά του οικοπέδου και για την ανέγερση της οικοδομής, όπως ισχυρίστηκε η ενάγουσα με την αγωγή της. Μάλιστα ο πατέρας της ήταν βιομηχανικός εργάτης στη Γερμανία και το μηνιαίο εισόδημά του δεν υπερέβαινε το ποσό των 3.000 γερμανικών μάρκων, ποσό χαμηλό για το κόστος ζωής στη Γερμανία, δεδομένου ότι τόσο η σύζυγός του, όσο και ένα ενήλικο τέκνο του δεν εργάζονταν και τους συντηρούσε ο ίδιος. Βεβαίως συνεισέφερε κάποιο χρηματικό ποσό, το ύψος του οποίου δεν αποδείχθηκε, για την αποκατάσταση της θυγατέρας του, είτε κατά την αγορά των μηχανημάτων είτε κατά την αγορά του οικοπέδου και την ανέγερση της οικοδομής. Ωστόσο, με το ποσό αυτό κάλυψε μέρος του ποσού που θα κατέβαλε η θυγατέρα του για την απόκτηση του 50% του οικοπέδου και του 50% της δαπάνης ανεγέρσεως, αφού η θυγατέρα του δεν εργαζόταν ούτε είχε εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή και δεν μπορούσε εξ ιδίων να καταβάλει είτε το ποσό των 3.000.000 δραχμών που αντιστοιχούσε στο μερίδιό της για την αγορά του οικοπέδου, είτε το ποσό των 9.000.000 δραχμών, που αντιστοιχούσε στο μερίδιό της για την ανέγερση της οικοδομής. Αντιθέτως ο εναγόμενος κάλυψε με τις τραπεζικές του καταθέσεις και τα εισοδήματά του από την εργασία του και ως αγρότης, το ποσό που αντιστοιχούσε στο δικό του μερίδιο, αλλά και τμήμα του μεριδίου της ενάγουσας, τόσο με μετρητά όσο και με τη αποπληρωμή τού στεγαστικού δανείου στο σύνολό του. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η βάση της αγωγής της ενάγουσας, που στηρίζεται στον πραγματικό υπολογισμό και συγκεκριμένα η κύρια βάση της αγωγής, με την οποία η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά ποσοστό 80% είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Σχετικά με την επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στον τεκμαρτό υπολογισμό, ο εναγόμενος ισχυρίστηκε κατ’ ένσταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρει την ένστασή του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τις προτάσεις του, ότι η ενάγουσα δεν είχε οποιαδήποτε συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του, αφού αυτή δεν εργαζόταν, τα ελάχιστα δε εισοδήματα που απέκτησε τα διέθεσε στην αγορά του ποσοστού του οικοπέδου στο όνομά της και σήμερα, κατόπιν και της επιγενόμενης διανομής, είναι κυρία του ενός εκ των δύο διαμερισμάτων και της μίας αποθήκης, συνολικής αξίας 102.445,23 ευρώ. Η ένσταση αυτή αποδείχθηκε βάσιμη κατ’ ουσίαν, διότι τα εισοδήματα της ενάγουσας, πραγματικά ή τεκμαρτά, ήταν υποπολλαπλάσια των εισοδημάτων του εναγομένου και με αυτά κάλυπτε τη συνεισφορά της στις ανάγκες της οικογένειας και τις δαπάνες διατροφής των κοινών τους τέκνων, τυχόν δε υπερβάλλον ποσό, προερχόμενο από την οικονομική βοήθεια του πατέρα της, δεν συνέβαλε στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, αλλά στην επαύξηση της περιουσίας της ιδίας. Επομένως, η ένσταση του εναγομένου περί μηδενικής συμβολής της ενάγουσας στην περιουσιακή του επαύξηση είναι ουσιαστικά βάσιμη, κατά παραδοχή δε της ενστάσεως πρέπει να απορριφθεί και η επικουρική βάση της αγωγής, που στηρίζεται στον τεκμαρτό υπολογισμό, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού προηγουμένως δέχθηκε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε απορρίψει την ως άνω αγωγή της κατά του αναιρεσίβλητου ως παραγεγραμμένη και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δίκασε επί της αγωγής της περί συμβολής της στην αύξηση, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, της περιουσίας του αναιρεσιβλήτου και την απέρριψε ως αβάσιμη, τόσο κατά την κύρια βάση της περί πραγματικής συμβολής της κατά ποσοστό 80%, όσο και κατά την επικουρική της περί συμβολής της κατά το τεκμαιρόμενο ποσοστό του 1/3, δεχόμενο την ένσταση αυτού περί μηδενικής συμβολής της στην αύξηση της περιουσίας του. Έτσι που έκρινε και με όσα ανωτέρω δέχτηκε το Εφετείο, ορθώς εφάρμοσε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1400 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε με ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη υπαγωγή. Τούτο διότι, δέχτηκε, ότι η αύξηση της περιουσίας του αναιρεσίβλητου, κατά τη διάρκεια του γάμου του με την αναιρεσείουσα, προήλθε αποκλειστικά από τα δικά του εισοδήματα, χωρίς οποιαδήποτε συμβολή της τελευταίας, ενόψει ότι τα εισοδήματά της, πραγματικά ή τεκμαρτά, ήταν υποπολλαπλάσια των εισοδημάτων του αναιρεσίβλητου και με αυτά κάλυπτε τη συνεισφορά της στις ανάγκες της οικογένειας και τις δαπάνες διατροφής των κοινών τους τέκνων. Επομένως, εφόσον δέχτηκε, ότι η συνεισφορά της εξαντλείτο για την τήρηση της υποχρέωσής της αυτής, ότι, δηλαδή, δεν υπερέβαινε το επιβαλλόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ μέτρο της συνεισφοράς της για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας τους, αυτή δεν αποτελεί συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του πρώτου αναιρεσιβλήτου, κατά τη διάρκεια του γάμου τους και ορθώς δεν υπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των αποκτημάτων του αναιρεσίβλητου. Κατ’ ακολουθίαν, ο πρώτος από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τον οποίο το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον αγωγικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι συνέβαλε στα αποκτήματα του αναιρεσίβλητου, πέραν άλλων, και με τη συνεισφορά των αποτιμωμένων σε χρήμα υπηρεσιών της, ποσού 500 ευρώ μηνιαίως, για τις οικογενειακές ανάγκες για τη συντήρηση του οίκου και την ανατροφή των τέκνων τους, ανεξαρτήτως ότι είναι απαράδεκτος, εφόσον σ’ αυτόν δεν επικαλείται η αναιρεσείουσα, ότι είχε ισχυρισθεί, ότι η συνεισφορά της αυτή υπερέβαινε το επιβαλλόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ μέτρο της συνεισφοράς της για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας τους, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είναι, σε κάθε περίπτωση, αβάσιμος, καθόσον το Εφετείο έλαβε υπόψη αυτόν τον αγωγικό ισχυρισμό, αλλά τον απέρριψε, αφού δέχτηκε, ότι η συνεισφορά της εξαντλείτο για την τήρηση της υποχρέωσής της αυτής, ότι, δηλαδή, δεν υπερέβαινε το επιβαλλόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ μέτρο της συνεισφοράς της για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας τους. Εξάλλου, με τις προεκτεθείσες παραδοχές του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, ενώ έχει σαφείς, πλήρεις και μη αντιφάσκουσες αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, σε σχέση προς τη μη συμβολή της αναιρεσείουσας στην αύξηση της περιουσίας του πρώτου αναιρεσιβλήτου κατά τη διάρκεια του γάμου τους, με την παροχή υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Δεν υφίσταται δε αντίφαση μεταξύ των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης “… η συνεισφορά της ενάγουσας στο οικογενειακό εισόδημα κατά τα έτη 1988-2002 ανερχόταν στο ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, που αποτιμώνται οι υπηρεσίες που παρείχε στο συζυγικό οίκο και στην ανατροφή των τέκνων των διαδίκων, ενώ τα έτη 2002 έως και 2007 από την επιχείρηση εμπορίας ενδυμάτων απεκόμισε κατά μέσο όρο το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως…”, προς εκείνη “…Βεβαίως (ενν. ο πατέρας της αναιρεσείουσας) συνεισέφερε κάποιο χρηματικό ποσό, το ύψος του οποίου δεν αποδείχθηκε, για την αποκατάσταση της θυγατέρας του, είτε κατά την αγορά των μηχανημάτων είτε κατά την αγορά του οικοπέδου και την ανέγερση της οικοδομής. Ωστόσο, με το ποσό αυτό κάλυψε μέρος του ποσού που θα κατέβαλε η θυγατέρα του για την απόκτηση του 50% του οικοπέδου και του 50% της δαπάνης ανεγέρσεως, αφού η θυγατέρα του δεν εργαζόταν ούτε είχε εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή και δεν μπορούσε εξ ιδίων να καταβάλει είτε το ποσό των 3.000.000 δραχμών που αντιστοιχούσε στο μερίδιό της για την αγορά του οικοπέδου, είτε το ποσό των 9.000.000 δραχμών, που αντιστοιχούσε στο μερίδιό της για την ανέγερση της οικοδομής…”, δεδομένου, ότι η παραδοχή, ότι όποιο ποσό κατέβαλε ο πατέρας της αναιρεσείουσας κάλυψε την απόκτηση εκ μέρους της του 50% του οικοπέδου και την αντίστοιχη δαπάνη ανέγερσης της συζυγικής οικίας, καθόσον αυτή δεν μπορούσε να καταβάλλει εξ ιδίων τα αντίστοιχα ποσά, διότι δεν εργαζόταν ούτε είχε εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή, δεν έρχεται σε αντίθεση με την παραδοχή ότι η συνεισφορά της αναιρεσείουσας στο οικογενειακό εισόδημα ανερχόταν, κατά τα έτη 1988-2002, στο ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, στο οποίο αποτιμώνται οι υπηρεσίες της που παρείχε στον συζυγικό οίκο και στην ανατροφή των τέκνων των διαδίκων και, κατά τα έτη 2002-2007, στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως, κατά μέσο όρο από την επιχείρηση εμπορίας ενδυμάτων, που διατηρούσε, δεδομένου ότι από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως έχουν προαναφερθεί, με σαφήνεια συνάγεται, αφενός μεν ότι, κατά το χρόνο κτήσης των αποκτημάτων του αναιρεσίβλητου, αυτή δεν εργαζόταν, ούτε είχε εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή, αφετέρου δε ότι η άνω συνεισφορά της αναιρεσείουσας για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας εξαντλείτο για την τήρηση της υποχρέωσής της αυτής και συνεπώς δεν υπερέβαινε το επιβαλλόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ μέτρο της συνεισφοράς της, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί συμβολή στα αποκτήματα του αναιρεσίβλητου. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα με τον ίδιο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, επικαλείται αντιφάσεις της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά τις παραδοχές της σε σχέση με τα εισοδήματα του αναιρεσίβλητου από τη λειτουργία της ατομικής επιχείρησης αυτόματων πωλητών, κατά την περίοδο 1995-1996 και των μηνιαίων καταθέσεων των κοινών τραπεζικών λογαριασμών τους, κατά το χρονικό διάστημα από τα μέσα 1995 έως τα μέσα του 1996, προβάλλοντας ειδικότερα, ότι το Εφετείο προσδιορίζει τα άνω εισοδήματα κατά την περίοδο αυτή στο ποσό του 1.375.994 δραχμών και τις μηνιαίες καταθέσεις στο ποσό του 1.000.000 δραχμών μηνιαίως και καταλήγει στο πόρισμα, ότι ο αναιρεσίβλητος κάλυψε αποκλειστικά το μερίδιό του για την αγορά του οικοπέδου και την ανέγερση της κατοικίας από τις τραπεζικές του καταθέσεις και τα εισοδήματά του από την εργασία του και ως αγρότης, ενώ τούτο αντιφάσκει, διότι δεν είναι δυνατόν, το 1995 να αγοράζεται το οικόπεδο με χρήματα από τους επίδικους τραπεζικούς λογαριασμούς και να αρχίζει η ανέγερση της οικοδομής, το κεφάλαιο να προέρχεται αποκλειστικά από την εργασία και τα εισοδήματα του αντιδίκου, δεδομένου ότι το εισόδημα από την επιχείρηση των αυτόματων πωλητών ανερχόταν σε 1,5 περίπου εκατομμύρια δραχμές ετησίως (ήτοι 125.000 δρχ μηνιαίως) και έτσι είναι προφανές, ότι οι αναφερόμενες υψηλές καταθέσεις ποσών που υπερβαίνουν το 1.000.000 δραχμές μηνιαίως και αναλώνονται για τις εν λόγω εργασίες ανοικοδόμησης, δεν προέρχονται από την εργασία του αντιδίκου. Υπό την επίκληση της άνω αντίφασης η αναιρεσείουσα βάλλει στην πραγματικότητα κατά της ανέλεγκτης αναιρετικά, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, περί πραγμάτων κρίσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η εντός του γάμου απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων του αναιρεσίβλητου έγινε αποκλειστικά με δικά του χρήματα, προερχόμενα από τις τραπεζικές καταθέσεις του και τα εισοδήματά του από την εργασία του και ως αγρότης. Επομένως ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Σε κάθε περίπτωση είναι και αβάσιμος, διότι ουδεμία αντίφαση υπάρχει στις άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με το άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ και να καταδικασθεί αυτή, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, ( άρθρ. 176, 183, 191 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-11-2017 αίτηση της αναιρεσείουσας Μ. Κ. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 303/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης παραβόλου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700,00) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Υπογράφει η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ως Προϊσταμένη του καθόσον ο διευθύνων τη συζήτηση και όλα τα μέλη του Δικαστηρίου που αναφέρονται στην αρχή της παρούσης έπαψαν να είναι τοποθετημένα στο Δικαστήριο τούτο λόγω συνταξιοδότησης ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ