Αριθμός 858/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Χαλιακόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Μ. χήρας Α. Π., το γένος Ι. Σ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Χρυσανθακοπούλου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/7/2011 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1741/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5415/2019 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 11/11/2019 αίτησή της και τους από 23/12/2020 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη, από 11-11-2019 (αρ. καταθ. 1163/9-12-2019) αίτηση αναίρεσης και τους από 23-12-2020 πρόσθετους λόγους αυτής, προσβάλλεται η εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με αριθμό 5415/2019 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζοντας την έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της 1741/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε απορρίψει την από 25-7-2011 αγωγή της (αναιρεσίβλητης), δέχθηκε την έφεση, ακολούθως δε εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και κρατώντας και δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε την αγωγή ως προς την κύρια βάση της, περί εικονικότητας της επίδικης δικαιοπραξίας. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι παραδεκτή (αρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ). Παραδεκτοί επίσης, είναι και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, οι οποίοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 13-1-2021 (βλ. τη με αριθμό 3/13-1-2021 πράξη κατάθεσης πρόσθετων λόγων του γραμματέα του Αρείου Πάγου κάτω από το δικόγραφο αυτό) και επιδόθηκε νόμιμα στην αναιρεσίβλητη, στις 13-1-2021 (βλ. την 9152Γ/13-1-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή Αθηνών, Γεωργίου Δεληνίκου), ήτοι τριάντα ημέρες πριν από την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 15-2-2021 (κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 470/2020, ΑΠ 1319/2018, ΑΠ 1458/2017). Πρέπει, επομένως, τα ανωτέρω δικόγραφα της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων αυτής λόγων να συνεκδικαστούν (άρθρα 246, 573 παρ. 1, 569 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 577) παρ. 3 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 138, 139, 180, 211 και 214 ΑΚ, προκύπτουν τα εξής: Δήλωση βούλησης, που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, είναι εικονική και άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Εικονική, συνεπώς, είναι η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αποσκοπεί δε στη δημιουργία εντύπωσης στους τρίτους περί μεταβολής στην υφιστάμενη νομική κατάσταση, χωρίς να υπάρχει στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία, όμως, περίπτωση για την επέλευση της ακυρότητας της σύμβασης απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Η εικονικότητα δεν εμποδίζεται και όταν η δήλωση βούλησης έγινε ενώπιον συμβολαιογράφου, καθόσον ο τελευταίος είναι εντεταλμένος να πιστοποιεί τη δήλωση των δικαιοπρακτούντων, όπως αυτή εμφανίζεται εξωτερικά και όχι να συμπράττει με τη βούλησή του στη δικαιοπραξία. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 369, 1033 και 1192 του ΑΚ, συνάγεται ότι, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος, υποκείμενη στον έγγραφο συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, ότι για κάποια νόμιμη αιτία μεταβιβάζεται σε αυτόν η κυριότητα και καταχώρηση του συμβολαίου στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Νόμιμη αιτία είναι ο νομικός σκοπός, για τον οποίο μεταβιβάζεται η κυριότητα και ο οποίος αναγνωρίζεται από το νόμο ως λόγος μεταβίβασης. Τέτοια νόμιμη αιτία είναι και η πώληση, δεδομένου ότι αυτή προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 513 του AK, ως αιτία μεταβίβασης, πλην άλλων, και της κυριότητας πραγμάτων. Επιπλέον, στην εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία όλων των κατά τον χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλόμενων για το ότι η σύμβαση που καταρτίστηκε είναι εικονική και άκυρη και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 1450/2021, ΑΠ 253/2018, ΑΠ 382/2009). Για την εικονικότητα δηλαδή, της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός, ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου οι επιδιώξεις των δικαιοπρακτούντων και τα ειδικότερα κίνητρα που τους ώθησαν να καταρτίσουν εικονική δικαιοπραξία δεν αποτελούν στοιχεία που πρέπει να αποδεικνύονται, προκειμένου το δικαστήριο να αποφανθεί ότι η δικαιοπραξία είναι εικονική, μπορεί, όμως, αυτά να αποτελέσουν επιχειρήματα, τα οποία βοηθούν το δικαστήριο να συναγάγει το αποδεικτικό του πόρισμα σχετικά με το αν η δήλωση των δικαιοπρακτούντων ήταν φαινομενική ή σοβαρή (ΑΠ 291/2018, ΑΠ 1587/2017, ΑΠ 342/2014). Επίσης, καμία επιρροή δεν ασκεί στο κύρος της καταρτισμένης σύμβασης πώλησης, το αν ο αγοραστής κατέβαλε πράγματι και με ποιο τρόπο το συμφωνημένο τίμημα, αφού αυτό μπορεί να χαριστεί ή εξοφληθεί με δόση αντί καταβολής ή μπορεί η σχετική αξίωση να αποσβεσθεί με παραγραφή ή κατ’ άλλο τρόπο. Απλώς το δικαστήριο κατά την έρευνα της ύπαρξης συναλλακτικής πρόθεσης των συμβαλλομένων, μπορεί να συναγάγει τεκμήριο ή επιχείρημα για το ότι η σύμβαση πώλησης δεν είναι εικονική ως προς το πρόσωπο του αγοραστή από το αποδεικνυόμενο γεγονός της καταβολής του τιμήματος από τον ίδιο (ΑΠ 1450/2021, ΑΠ 1146/2018, ΑΠ 253/2018, ΑΠ 563/2016) ή ότι είναι εικονική από την αποδεικνυόμενη μη καταβολή του τιμήματος (ΑΠ 917/2015). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 34 ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις, που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ’ αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας, με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του κ.ν. 2190/1920, όπως ίσχυε πριν το ν. 4548/2018, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα, η εταιρία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρίας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρίας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει, όμως, να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες, με σκοπό η εταιρία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρία.
Συνεπώς, δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρίας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας. Στην πιο πάνω αλλά και όλες τις άλλες περιπτώσεις, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρίας, ως νομικού προσώπου. Όμως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρίας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της, υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρίας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρίας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις, που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση, είτε εταιρικών, είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρίας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών, χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς δε καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρία, όταν η εταιρία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας ή κατ’ άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρία στους μετόχους ή εταίρους, των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση, είτε από την εταιρία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο, είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (ΟλAΠ 2/2013, ΑΠ 1450/2021, ΑΠ 615/2019, ΑΠ 1355/2018, ΑΠ 330/2010). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσία (ΑΠ 58/2015). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση , η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παραβίαση (ΑΠ 467/2021, ΑΠ 50/2020, AΠ 598/2019, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Mε το λόγο δε αυτό, δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καθώς η εν λόγω εκτίμηση δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 342/2021, ΑΠ 849/2007). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα, να μην μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος αλλά δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι, ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ”έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της, ”ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους, ”αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 2/2019, 8/2018, 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Ως ζητήματα, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι, όμως, και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (AΠ 671/2020, ΑΠ 5/2019, ΑΠ 7/2019). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Για να είναι δε ορισμένος ο ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών, το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 638/2019, 117/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Η εκκαλούσα (αναιρεσίβλητη) ήταν σύζυγος του Α. Π. από το γάμο τους, στις 20-5-1992 μέχρι το θάνατό του, στις 27-2-2011 και η ίδια είναι η μοναδική κληρονόμος του, επειδή οι λοιποί πλησιέστεροι συγγενείς του θανόντος (συγγενείς δεύτερης τάξης, επειδή ο θανών δεν είχε τέκνα) – ο οποίος δεν άφησε και διαθήκη – αποποιήθηκαν την κληρονομία του. Η εκκαλούσα αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής (άρθρ. 1902 επ. ΑΚ), δυνάμει της υπ’ αριθ. 3908/14-6-2011 δήλωσής της ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε συνδυασμό και με την υπ’ αριθ. 36694/12-10-2011 έκθεση απογραφής του συμβολαιογράφου Αθηνών, Γεωργίου Στεφανάκου. Η εκκαλούσα έχει έννομο συμφέρον για την αναγνώριση της εικονικότητας, αφού το επίδικο ακίνητο, σε περίπτωση εικονικότητας της προηγούμενης μεταβίβασής του από τον Π. στην εφεσίβλητη (αναιρεσείουσα), παραμένει στην κληρονομιαία περιουσία εκείνου ……., η δε εκκαλούσα ως (μοναδική) κληρονόμος αυτού, έστω και με το ευεργέτημα της απογραφής, θα λάβει το τυχόν ενεργητικό που θα απομείνει μετά την ικανοποίηση των δανειστών …… Επιπλέον, η εκκαλούσα έχει έννομο συμφέρον και για τον πρόσθετο λόγο ότι, ως κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής διοικεί την κληρονομιαία περιουσία όχι μόνο προς το δικό της συμφέρον, αλλά και προς το συμφέρον των δανειστών, έναντι των οποίων και ευθύνεται για κάθε αμέλεια και υπόκειται σε λογοδοσία (άρθρ. 1907 ΑΚ). Επομένως, δεν είναι βάσιμος ο αντίθετος ισχυρισμός της εφεσίβλητης, ότι η εκκαλούσα στερείται εννόμου συμφέροντος επειδή και μόνο, σύμφωνα με την απογραφή της κληρονομίας, στην οποία μάλιστα δεν συμπεριέλαβε το επίδικο ακίνητο, τα χρέη της κληρονομίας (οφειλές προς Δημόσιο, Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας και Τράπεζες) είναι μεγαλύτερα από το ενεργητικό. Σημειώνεται, ότι το έννομο συμφέρον μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να είναι, οικονομικό ή άλλου περιεχομένου υλικό, ή και απλώς ηθικό …… Περαιτέρω, ο Π. ασκούσε έντονη και πολυσχιδή επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα της πληροφορικής, η οποία άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και εντάθηκε τη δεκαετία του 1990, από την οποία απέκτησε σημαντική περιουσία περιλαμβάνουσα, στα τέλη της τελευταίας πιο πάνω δεκαετίας και αρκετά ακίνητα. Μεταξύ αυτών ήταν και μία τριόροφη οικοδομή, κτισμένη σε οικόπεδο επιφάνειας 180,51 τετραγωνικών μέτρων, στη διασταύρωση των οδών …, αριθ. ….. και …, στη θέση “…” του δήμου … και αποτελούμενη από ημιυπόγειο, επιφάνειας 49,60 τετραγωνικών μέτρων, ισόγειο όροφο, πρώτο και δεύτερο ορόφους, επιφάνειας του κάθε ορόφου 119,40 τετραγωνικών μέτρων, την οποία ο Π.ς είχε αποκτήσει με αγορά τον Αύγουστο του 1994. Περαιτέρω, με το υπ’ αριθ. 18430/31-12-2001 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. – Λουίζας Βαγιάτη- Γεωργοπούλου, που καταρτίστηκε μεταξύ του Π. και της εφεσίβλητης, ο πρώτος φέρεται ότι μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εφεσίβλητη λόγω πώλησης, το πιο πάνω ακίνητο. Η προαναφερόμενη πώληση έγινε φαινομενικώς και όχι σοβαρώς, δηλαδή εικονικώς, αφού μεταξύ των παραπάνω συμβαλλομένων (της εφεσίβλητης όπως εκπροσωπήθηκε), δεν υπήρξε βούληση προς μεταβίβαση της κυριότητας του πιο πάνω ακινήτου από τον Π. στην εφεσίβλητη και μάλιστα έναντι οικονομικού ανταλλάγματος δηλαδή λόγω πώλησης, αλλά η βούλησή τους ήταν να παραμείνει στην πραγματικότητα το ακίνητο στην ατομική περιουσία του Π., γεγονός που συνάγεται ιδίως από τα ακόλουθα στοιχεία: Η εφεσίβλητη είχε συσταθεί στην Κύπρο, τρεις μήνες πριν την υπογραφή του συμβολαίου και ειδικότερα με το από 25-9-2001 ιδρυτικό έγγραφο (αντί της 28-9-2001 που προφανώς από παραδρομή αναγράφεται στο παραπάνω συμβόλαιο), με κεφάλαιο μόλις 1.000 κυπριακών λιρών – ισότιμων τότε με 575 ευρώ – με εντολή του ίδιου του Π., ο οποίος ήταν και ο πραγματικός δικαιούχος των μετοχών αυτής (1.000 μετοχών, ονομαστικής αξίας 1 κυπριακής λίρας της καθεμίας), έστω και αν καταχωρημένες ως μέτοχοι της εφεσίβλητης στα σχετικά μητρώα εταιρειών της Κύπρου και εμφανιζόμενες ως τέτοιες έναντι τρίτων ήταν οι εταιρείες, “…” (με 999 μετοχές) και “…” (με 1 μετοχή), εδρεύουσες αμφότερες στη …, επί της οδού …, αριθ. 4 (όπως και η εφεσίβλητη). Επίσης, το πρόσωπο που εκπροσώπησε την εφεσίβλητη στο συμβόλαιο, δηλαδή ο δικηγόρος Γεώργιος Σταθάκος, ήταν νομικός σύμβουλος του Π. και μάλιστα είχε ενεργήσει, σε συνεργασία με κυπριακό δικηγορικό γραφείο, για τη σύσταση της εφεσίβλητης. Εξάλλου, δεν έλαβε χώρα στην πραγματικότητα καταβολή τιμήματος για την πώληση. Ειδικότερα ενώ, κατά το συμβόλαιο το τίμημα της πώλησης, ίσο μάλιστα με την αντικειμενική αξία του ακινήτου, ήτοι 85.419.302 δραχμές, που δόθηκε άτοκα στο σύνολό και ήταν καταβλητέο μέχρι τις 5-5-2002, ο Π.ς ωστόσο, προέβη στη μεταβίβαση της κυριότητας ήδη από την κατάρτιση του συμβολαίου (31-12-2001), χωρίς εξασφάλισή του, για την περίπτωση μη καταβολής του τιμήματος. Άλλωστε το ποσό του τιμήματος που φέρεται ότι καταβλήθηκε με τραπεζική κατάθεση (σε ευρώ) από την εφεσίβλητη σε λογαριασμό του Π. στην Εθνική Τράπεζα στις 28-5-2002, είχε προηγουμένως εισφερθεί αποκλειστικώς για το λόγο αυτό από τον ίδιο τον Π., στην εφεσίβλητη. Δηλαδή, με άλλα λόγια, ο Π. για την πώληση του ακινήτου του, αρχικώς έδωσε ο ίδιος τα χρήματα στην εφεσίβλητη και στη συνέχεια αυτά του επιστράφηκαν από την εφεσίβλητη (ως “τίμημα”) και έτσι, τελικώς, ενώ το ακίνητο φέρεται να αλλάζει ιδιοκτήτη λόγω πώλησης, τούτο γίνεται χωρίς αντίστοιχο περιουσιακό αντάλλαγμα της εφεσίβλητης αγοράστριας προς τον πωλητή. Είναι σαφές ότι ο Π. είχε προβεί στη σύσταση της εφεσίβλητης ακριβώς για το λόγο να υποδεχθεί στη συνέχεια η τελευταία το ακίνητο και έναντι των τρίτων να εμφανίζεται τότε αυτό φαινομενικώς στο όνομά της (αλλά και οι μετοχές της στην κυριότητα άλλων προσώπων και όχι του ιδίου του Π.). Τούτο έγινε επειδή οι εταιρείες του ομίλου του Π. είχαν λάβει πολύ μεγάλες πιστώσεις από Τράπεζες, οι οποίες το έτος 2001 ανέρχονταν περίπου στο ποσό των 103.000.000 ευρώ, μέρος των οποίων είχε εγγυηθεί ο ίδιος ο Π.ς ο οποίος επίσης είχε λάβει και ατομικώς από την Εθνική Τράπεζα δάνειο ποσού 8.000.000.000 δραχμών (= 24.221.505,67 ευρώ). Οι προαναφερόμενες εταιρείες και ο Π. αντιμετώπιζαν δυσχέρειες ήδη από το έτος 1999 -μετά την κρίση του ελληνικού χρηματιστηρίου και τη δυσκολία άντλησης νέων κεφαλαίων – στην εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεών τους και προέβαιναν έκτοτε σε παρατάσεις ρυθμίσεις και ανανεώσεις των πιστώσεών τους, τακτική που συνεχίσθηκε μέχρι το έτος 2005, όταν πλέον επήλθε η οικονομική κατάρευση του ομίλου Π.. ‘Ετσι, ο Π. διέβλεπε ότι στα αμέσως επόμενα έτη η εξυπηρέτηση των πιο πάνω πιστώσεων θα καθίστατο ανέφικτη και ότι η ακίνητη περιουσία του θα κινδύνευε από αναγκαστικά μέτρα των δανειστών του, στο πλαίσιο δε αυτό αποφάσισε και την επίδικη εικονική πώληση και μεταβίβαση του ακινήτου του στην εφεσίβλητη, ώστε το ακίνητο, μη εμφανιζόμενο στην κυριότητά του αλλά στην κυριότητα της εφεσίβλητης να μην είναι εκτεθειμένο στους δανειστές του. Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται από τη μεριά της ότι η μεταβίβαση του ακινήτου στην ίδια ήταν πραγματική και ότι έγινε για επιχειρηματικούς λόγους και ειδικότερα επειδή ο Π. επιθυμούσε να μειώσει τη φορολογική επιβάρυνσή του από το ακίνητο καθώς επίσης να καταστήσει ευχερέστερη στο μέλλον τη μεταβίβαση του ακινήτου στους διαδόχους του, μέσω της μεταβίβασης σε εκείνους των μετοχών της εφεσίβλητης. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι αυτά ήταν τα κίνητρα του Π. τούτο δεν αναιρεί άνευ ετέρου την εικονικότητα της μεταβίβασης του ακινήτου από τον ίδιο στην εφεσίβλητη και δη με αιτία την πώληση. Περαιτέρω, η φερόμενη ένταξη της περιέλευσης του ακινήτου στην εφεσίβλητη σε τυχόν επιχειρηματικό, ως προς το ακίνητο, σχεδιασμό του Π. δεν ευσταθεί, αφού η εφεσίβλητη δεν αξιοποίησε και δεν εκμεταλλεύθηκε το ακίνητο (περιορισθείσα στην φερόμενη αγορά του ακινήτου). Τέτοια αξιοποίηση δεν συνιστά η φερόμενη εκμίσθωση του παραπάνω ακινήτου από την εφεσίβλητη στην εκκαλούσα με το από 28-2-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, προκειμένου το εν λόγω ακίνητο να χρησιμοποιηθεί (κατά το συμφωνητικό) ως κατοικία της μισθώτριας και της οικογένειάς της, αφού και η μίσθωση αυτή ήταν εικονική, προκειμένου φορολογικώς να δικαιολογείται η διαμονή στο εν λόγω ακίνητο της εκκαλούσας και του Π. (συζύγου) της. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται και στη μείζονα σκέψη, ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν τον Π. στην εικονική πώληση και μεταβίβαση δεν αποτελούν στοιχεία της εικονικότητας. Τέλος, η εφεσίβλητη προέβαλε σε πρώτο βαθμό τον ισχυρισμό, επικουρικώς, ότι υπό την εικονική πώληση καλύπτεται, “….σύμβαση μελλοντικής μετάθεσης των μετοχών της εταιρείας στους διαδόχους του Α. Π. (βλ. σελ. 6 των πρωτόδικων προτάσεων της εφεσίβλητης). Τον ισχυρισμό αυτό, που συνιστά ένσταση στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρ. 138 παρ. 2 ΑΚ ……. και απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, η εφεσίβλητη νομίμως κατ’ αρχάς τον επαναφέρει κατ’ έφεση (έστω και με όμοιο περιεχόμενο), με τις προτάσεις της (βλ. σελ. 18 αυτών), αφού ο εναγόμενος ως εφεσίβλητος μπορεί να προτείνει στην κατ’έφεση δίκη το πρώτον νέους αυτοτελείς ισχυρισμούς (άρθρ. 527 αριθ. 1 ΚΠολΔ ) και επομένως, κατά μείζονα λόγο και ισχυρισμούς που είχαν απορριφθεί πρωτοδίκως …… Περαιτέρω, όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι πράγματι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού η εφεσίβλητη δεν προσδιορίζει την αιτία της καλυπτόμενης σύμβασης μεταβίβασης ακινήτου, ούτε και τους αντισυμβαλλόμενους του στην φερόμενη ως καλυπτόμενη σύμβαση. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η εφεσίβλητη αναφέρεται σε καλυπτόμενη δωρεά του ακινήτου προς τις μετέπειτα δικαιούχους των μετοχών της εφεσίβλητης, Χ. Π.. και Α. Π.. (ανηψιές του Π.) ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικώς αβάσιμος, αφού, όπως προεκτέθηκε, η βούληση του Π. κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάρτισης του επίδικου συμβολαίου, ήταν να παραμείνει το ακίνητο στην ατομική περιουσία του και όχι να μεταβιβαστεί στην εφεσίβλητη εταιρεία του, ούτε και να μεταβιβαστεί από τότε σε άλλο συγκεκριμένο πρόσωπο. Αλλωστε, ακόμα και κατά τους ισχυρισμούς της ίδιας της εφεσίβλητης, ο Π. δεν είχε αποφασίσει από τότε σε ποιον θα κατέληγε η περιουσία του και επομένως δεν ευσταθεί τυχόν ισχυρισμός ότι κατά τον ίδιο χρόνο υπήρξε συμφωνία δωρεάς μεταξύ εκείνου και των προαναφερόμενων ανηψιών του (βλ. σελ. 6 των πρωτόδικων προτάσεών του και σελ. 18 των κατ’ έφεση προτάσεων του: “…όπου οι μετοχές της … κατέληξαν σε πρόσωπα της επιλογής του Π. με τη μεταφορά των μετοχών στις ανηψιές του από το 2010…”). Εξάλλου, η μεταβίβαση των μετοχών της εφεσίβλητης από τον Π. στις παραπάνω ανηψιές του – οι τελευταίες είναι και μεταξύ των πλησιέστερων συγγενών του που αποποιήθηκαν την κληρονομία του – έλαβε χώρα αφού παρήλθαν οκτώ έτη μετά την επίδικη εικονική πώληση του ακινήτου και συγκεκριμένα στις 1-1-2010 (δεκατέσσερις μήνες πριν το θάνατο του Π. από καρκίνο, από τον οποίο ήδη έπασχε). Κατόπιν όλων των παραπάνω, αποδεικνύεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση, που απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμη την αγωγή της εκκαλούσας σε βάρος της εφεσίβλητης, κατά το μέρος που αφορούσε την αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης του ακινήτου λόγω εικονικότητας, εσφαλμένως εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή και από ουσιαστική άποψη. Στη συνέχεια, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατά το αντίστοιχο μέρος της από το δικαστήριο αυτό, πρέπει η αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του (εφαρμοστέου ελληνικού δικαίου) των άρθρων 138 παρ. 1, 180, 211, 214, 513, 1033 ΑΚ, 68, 70, 176 ΚΠολΔ, να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη ….”. Έτσι, που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 138, 180, 211 και 214 ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, αφού οι προαναφερόμενες παραδοχές του, πληρούσαν το πραγματικό τους και δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους. Ειδικότερα, το Εφετείο ορθά δέχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της παρούσας ατομικής περίπτωσης στις άνω διατάξεις, εφόσον στις ως άνω παραδοχές του εκτίθεται ότι, ”η ένδικη σύμβαση πώλησης έγινε φαινομενικώς και όχι σοβαρώς, δηλαδή εικονικώς, αφού μεταξύ των παραπάνω συμβαλλομένων (της εφεσίβλητης, όπως εκπροσωπήθηκε) δεν υπήρξε βούληση προς μεταβίβαση της κυριότητας του πιο πάνω ακινήτου από τον Π. στην αναιρεσείουσα και μάλιστα έναντι οικονομικού ανταλλάγματος, δηλαδή λόγω πώλησης, αλλά η βούλησή τους ήταν να παραμείνει το ακίνητο στην ατομική περιουσία του Π.”, γεγονός που κατά την προσβαλλόμενη απόφαση συνάγεται ιδίως από τα αναφερόμενα σ’ αυτή κατά συγκεκριμένο και σαφή τρόπο στοιχεία, μεταξύ των οποίων, και τα εξής: α) η σύσταση της εναγομένης έγινε στην Κύπρο, τρεις μήνες πριν την υπογραφή του συμβολαίου, με κεφάλαιο μόλις 1.000 κυπριακών λιρών – ισότιμων τότε με 575 ευρώ – με εντολή του ίδιου του Π., ο οποίος ήταν και ο πραγματικός δικαιούχος των μετοχών αυτής (1.000 μετοχών, ονομαστικής αξίας 1 κυπριακής λίρας της καθεμίας) ….., β) το πρόσωπο που εκπροσώπησε την εφεσίβλητη στο συμβόλαιο, δηλαδή ο δικηγόρος Γεώργιος Σταθάκος, ήταν νομικός σύμβουλος του Π. και μάλιστα είχε ενεργήσει, σε συνεργασία με κυπριακό δικηγορικό γραφείο, για τη σύσταση της εφεσίβλητης, γ) η μη καταβολή τιμήματος για την πώληση, καθώς το ποσό του τιμήματος που φέρεται ότι καταβλήθηκε από αυτή με τραπεζική κατάθεση (σε ευρώ) σε λογαριασμό του Π. είχε προηγουμένως εισφερθεί αποκλειστικά για το λόγο αυτό από τον ίδιο τον Π. στην ίδια, καθώς και δ) από το ότι η εναγομένη – εφεσίβλητη δεν αξιοποίησε και δεν εκμεταλλεύθηκε το ακίνητο, περιορισθείσα στην αγορά τούτου. Επομένως είναι αβάσιμος ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το οικείο μέρος του, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις. Περαιτέρω, με τον ίδιο πιο πάνω λόγο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση και την πλημμέλεια της παραβίασης, ”των περί νομικών προσώπων διατάξεων του νόμου”, ως προς τη νομική προσωπικότητα και την περιουσιακή αυτοτέλειά της, της οποίας τη σύσταση θεωρεί εικονική. Ο λόγος αυτός ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται οι φερόμενες ως παραβιασθείσες διατάξεις, είναι αβάσιμος, καθώς το Εφετείο δεχόμενο την εικονικότητα της ένδικης δικαιοπραξίας, δεν παρέκαμψε τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας, ούτε δέχθηκε άρση της περιουσιακής αυτοτέλειας αυτής, ενόψει του ότι δεν αναφέρεται στο σύνολο των εννόμων σχέσεων και καταστάσεων αυτής, αλλά μόνο στη συγκεκριμένη δικαιοπραξία. Οι λοιπές διαλαμβανόμενες στον ίδιο πιο πάνω λόγο αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένη εφαρμογή των άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων περί εικονικότητας του ΑΚ και κακή υπαγωγή των περιστατικών που δέχθηκε στους κανόνες αυτούς, διότι (κατ’ αυτή), α) με το άνω συμβόλαιο, το οποίο μεταγράφηκε, έλαβε χώρα νόμιμη μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου του πωλητή Π. προς αυτή και επομένως το ακίνητο έπαυσε κατά νόμο να ανήκει στην ατομική περιουσία του (Π.), ο οποίος γνώριζε το αντικειμενικό γεγονός ότι αποξενώθηκε από την κυριότητα αυτού και ότι αυτό στο μέλλον δεν αποτελεί τμήμα της κληρονομιαίας περιουσίας του, β) την έννομη αυτή συνέπεια αποδέχθηκε και επεδίωκε ο Π.ς, αποσκοπώντας στα πλαίσια του επιχειρηματικού του σχεδιασμού ή και οποιουδήποτε άλλου (ακόμη για την αποτροπή του κινδύνου απώλειας του ακινήτου αυτού, συνεπεία δυσμενών εξελίξεων της επιχειρηματικής του δράσης) ακριβώς στην επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της μεταβίβασης του περιουσιακού αυτού στοιχείου στην ίδια, ώστε να παύσει να του ανήκει, γ) η ίδια (αναιρεσείουσα) ιδρύθηκε κατά τον κυπριακό νόμο περί εταιριών και χρηματοδοτήθηκε η σύσταση, η κεφαλαιουχική της δομή και η επάρκειά της από τον ίδιο τον Π., προς τον σκοπό να αποκτήσει το ακίνητο ή και άλλα στα πλαίσια της επιχειρηματικής οργάνωσης του Π. και της νόμιμης και αναγνωρισμένης από το δίκαιο και την ηθική πρόθεσή του για την συμφερότερη φορολογική μεταχείριση των ακινήτων που βρίσκονταν στην Ελλάδα με τη μεταβίβασή τους σε νόμιμα συστημένες και χρηματοδοτημένες από αυτόν κυπριακές εταιρίες, … αλλά και για την ευχερέστερη μελλοντική μεταβίβαση των μετοχών της κυπριακής εταιρίας …. και δ) η εκ μέρους του Π., χρηματοδότηση της ίδιας, για την απόκτηση μέσω της χρηματοδότησης αυτής περιουσίας (κτήση κυριότητας ακινήτου), εντάσσεται στα πλαίσια θεμιτής συμπεριφοράς του τελευταίου, ως επιχειρηματία, είναι απαράδεκτες, αφού με αυτές στο σύνολό τους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την κατάληξη του Εφετείου σε διαφορετικό πόρισμα από το θεωρούμενο ορθό από την αναιρεσείουσα. Περαιτέρω, το Εφετείο, κρίνοντας όπως πιο πάνω αναφέρεται, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, εξαιτίας αντιφατικών και ανεπαρκών αιτιολογιών, καθόσον διέλαβε σ’ αυτή την απαιτούμενη αιτιολογία, που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε, ούτε εκ πλαγίου. Τούτο δε διότι εκτίθενται στην απόφασή του, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενό της, με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, περί της εικονικότητας του άνω πωλητηρίου συμβολαίου και της σ’ αυτό ενσωματωμένης εμπράγματης σύμβασης με αντικείμενο τη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου προς την αναιρεσείουσα, προσδιορίζοντας με σαφήνεια και πληρότητα τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η επίδικη σύμβαση και αναφέροντας ρητά ότι η επίδικη μεταβίβαση από τον Π. προς την αναιρεσείουσα έγινε εικονικά, αφού μεταξύ των συμβαλλομένων δεν υπήρξε βούληση μεταβίβασης της κυριότητας και μάλιστα έναντι οικονομικού ανταλλάγματος, αλλά η βούλησή τους ήταν να παραμείνει το ακίνητο στην ιδιοκτησία του μεταβιβάζοντος Π., χωρίς, όμως, αυτό να φαίνεται στο όνομά του, αλλά στην κυριότητα της αναιρεσείουσας, έτσι ώστε να μην είναι εκτεθειμένο στους δανειστές του. Επομένως, ο πρώτος λόγος κατά το δεύτερο μέρος του και οι πρόσθετοι λόγοι, κατ’ εκτίμηση μόνο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο αναίρεσης και τους συναφείς πρόσθετους λόγους, συνιστάμενες στο ότι το Εφετείο : α) δέχθηκε, ”εν μέσω αντιφάσεων και ενδοιασμών, ότι το ποσό του τιμήματος που φέρεται ότι καταβλήθηκε με τραπεζική κατάθεση από την εφεσίβλητη σε λογαριασμό του Π. ……. είχε προηγουμένως εισφερθεί αποκλειστικώς για τον λόγο αυτό από τον ίδιο τον Π. στην εφεσίβλητη και στη συνέχεια αυτά του επιστράφηκαν από την εφεσίβλητη ως τίμημα και έτσι τελικώς, ενώ το ακίνητο φέρεται να αλλάζει ιδιοκτήτη λόγω πώλησης, τούτο γίνεται χωρίς αντίστοιχο περιουσιακό αντάλλαγμα της εφεσίβλητης προς τον πωλητή” (με τον πρώτο λόγο αναίρεσης κατά το οικείο μέρος του) και β) διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ύπαρξης αληθούς δικαιοπρακτικής/εκποιητικής βούλησης των συμβαλλομένων μερών στο παραπάνω συμβόλαιο, καθώς, ”αν και δέχεται ότι δεν υπήρξε βούληση προς μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου από τον Π. στην εφεσίβλητη (αναιρεσείουσα), αλλά η βούλησή τους ήταν να παραμείνει το ακίνητο στην περιουσία του Π.”, ακολούθως δέχεται ότι, ”ο Π. είχε προβεί στη σύσταση της εφεσίβλητης (αναιρεσείουσας) ακριβώς για το λόγο να υποδεχθεί αυτή το ακίνητο και έναντι των τρίτων να εμφανίζεται αυτό φαινομενικώς στο όνομά της …… ώστε το ακίνητο μη εμφανιζόμενο στην κυριότητά του, να μην είναι εκτεθειμένο στους δανειστές του”, πράγμα που σημαίνει ότι η δικαιοπρακτική βούληση των συμβαλλομένων ήταν πραγματική και γ) δέχεται το Εφετείο ότι ο Π. μεταβίβασε τις μετοχές της εφεσίβλητης οκτώ έτη μετά την επίδικη εικονική πώληση του ακινήτου και συγκεκριμένα στις 1-1-2010 στις ανιψιές του, πράγμα που σημαίνει ότι με τον τρόπο αυτό ήθελε να μεταβιβάσει σ’ αυτές τα επί του ακινήτου του δικαιώματα της εφεσίβλητης, την οποία ήλεγχε και εκπροσωπούσε, είναι στο σύνολό τους απαράδεκτες, αφού οι επικαλούμενες ως άνω αντιφάσεις, ως προς την καταβολή τιμήματος και τη δικαιοπρακτική βούληση των συμβληθέντων στο άνω συμβόλαιο, στο σύνολό τους αφορούν επιχειρήματα, που χρησιμοποίησε το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος και όχι ζητήματα κατά την εκτεθείσα έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, έτσι ώστε σφάλμα για πληρότητα και σαφήνεια των αιτιολογιών να μην ιδρύει τον αναιρετικό αυτό λόγο, εφόσον το πόρισμα του Εφετείου ότι αποδείχθηκε η έλλειψη συναλλακτικής πρόθεσης στα πρόσωπα των συμβληθέντων στην επίδικη δικαιοπραξία (αγοραπωλησία) είναι σαφές. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, ”η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση που δημιουργήθηκε απ` αυτόν, η οποία επάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπλέον, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, με βάση τις οποίες και την αδράνεια του δικαιούχου, η άσκηση του δικαιώματος, που επακολουθεί και που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί υπό τις πιο πάνω ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα όρια που ορίζονται στην εν λόγω διάταξη. Η αδράνεια αυτή του δικαιούχου πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην συντομότερο από εκείνο που προβλέπεται στο νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό. Το ζήτημα αν οι συνέπειες (που δεν είναι απαραίτητο να είναι αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο, αλλά αρκεί η επέλευση και δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων), που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματός του. Γίνεται, δηλαδή, σε τελική ανάλυση στάθμιση των αντίθετων συμφερόντων των μερών και προκρίνονται εκείνα τα συμφέροντα που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα για την κοινωνική τάξη και ευρυθμία (ΑΠ 1951/2017, ΑΠ 841/2017). Στην περίπτωση αυτή, η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 2/2019, 8/2018, 6/2016, 10/2012, 5/2011, 8/2001). Καταχρηστική δε υπό την ανωτέρω έννοια, μπορεί να είναι η άσκηση μόνο υπαρκτού δικαιώματος (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 595/2020, ΑΠ 783/2017, ΑΠ 1414/ 2015). Έτσι, η επίκληση περιστατικών, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γένεση ή συνεπάγεται την κατάλυση του ασκούμενου δικαιώματος δεν θεμελιώνει και ένσταση καταχρηστικής άσκησής του, αλλά είτε συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της στηριζόμενης στο δικαίωμα αυτό αγωγής, είτε θεμελιώνει άλλη παρακωλυτική ή καταλυτική του δικαιώματος ένσταση (ΑΠ 595/2020, ΑΠ 536/2017, ΑΠ 1423/2012, ΑΠ 649/2009). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως ”πράγματα”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 102,2020, ΑΠ 1548/2018,ΑΠ 18/2018, ΑΠ 1951/2017). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 1548/2018, ΑΠ 1951/2017), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 1150/2011). Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν, ”πράγμα” είναι και η κατά το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (ΑΠ 414/2018, ΑΠ 1951/2017). Σε περίπτωση δε, που η ένσταση αυτή στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία, αν ληφθούν υπόψη συνολικά, προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ασκούμενο δικαίωμα, τα αυτοτελή αυτά περιστατικά, συνδεόμενα με το σχετικό αίτημα του ενισταμένου (άρθρα 262 και 527 ΚΠολΔ), αποτελούν το καθένα χωριστά, ”πράγματα” κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 8 του ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 88/1980, ΑΠ 1309/2020, ΑΠ 461/2019, ΑΠ 1951/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το οικείο μέρος του, η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 εδ. β του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, επικαλούμενη ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της αντιδίκου της, κατ’ άρθρ. 281 ΑΚ, αφού δεν έλαβε υπόψη όλους τους ισχυρισμούς της, που εκτίθενται αναλυτικά στο αναιρετήριο (όπως τους είχε προβάλει πρωτοδίκως και με τις προτάσεις της στο Εφετείο), που συγκροτούν την ιστορική βάση της ένστασης αυτής και συνίστανται στα εξής: ι) η ίδια είχε συσταθεί σύμφωνα με τους νόμους της κυπριακής Δημοκρατίας με έδρα στη Λεμεσό, ως εταιρία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών …., με σκοπό μεταξύ άλλων την αγορά και εκμετάλλευση ακινήτων με κάθε νόμιμο τρόπο (εκμίσθωση, μεταπώληση) τόσο στην Κύπρο, όσο και εκτός αυτής, ιι) στα πλαίσια της δραστηριότητάς της αυτής, δυνάμει του αναφερόμενου νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου αγοραπωλησίας αγόρασε από τον Α. Π. το επίδικο ακίνητο…, ιιι) το τίμημα της αγοραπωλησίας ανήλθε στο συνολικό και ανταποκρινόμενο στην πραγματική αξία του ακινήτου ποσό των 85.419.302 δραχμών και εξοφλήθηκε ολόκληρο με χρηματικό έμβασμα προς τον πωλητή κατά τους όρους του πωλητηρίου συμβολαίου …., ενώ το ακίνητο παραδόθηκε αυθημερόν από τον πωλητή προς αυτή που το παρέλαβε στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και κατέστη κυρία αυτού, αμφότεροι δε οι συμβαλλόμενοι δήλωσαν στο ως άνω συμβόλαιο ότι παραιτούνται αμοιβαίως από κάθε δικαίωμα προσβολής, διάρρηξης ή ακύρωσης του συμβολαίου και της μεταβίβασης που έγινε με αυτό …. ιv) στην ίδια έχει αποδοθεί ΑΦΜ …. υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις ακίνητης περιουσίας και εισοδήματος …, ενώ λόγω της μη καταβολής μισθωμάτων από δυστροπία από την ενάγουσα, που ήταν μισθώτρια του ακινήτου, εξέδωσε εναντίον της τη με αριθμό 55/2012 διαταγή απόδοσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στοιχεία με βάση τα οποία καταδεικνύεται ότι έχει οντότητα, δραστηριότητα, ίδια περιουσία και υπόκειται στη φορολογία του ελληνικού κράτους, αλλά και της Κύπρου και επομένως είναι σοβαρό, υπαρκτό και πραγματικό νομικό πρόσωπο, στην κυριότητα του οποίου ανήκει το επίδικο ακίνητο, v) τη σύσταση, υπόσταση και λειτουργία αυτής, καθώς και τις συνθήκες πώλησης του ακινήτου από τον Α. Π. σ’ αυτή το έτος 2001, την άριστη οικονομική του κατάσταση και τις επιχειρηματικές του προθέσεις και επιδιώξεις (μεταβίβαση του ακινήτου στην εταιρία για φορολογικούς λόγους και δυνατότητα περαιτέρω μεταβίβασης του ακινήτου στους διαδόχους του μέσω μόνο της μεταβίβασης των μετοχών της εταιρίας της οποίας ήταν κάτοχος) γνώριζε απολύτως ο Γ. Σ., νομικός σύμβουλος του ομίλου “Π.ς και Συνεργάτες”, ο οποίος παρέστη ως εκπρόσωπος (αντιπρόσωπος) της ίδιας κατά την υπογραφή του συμβολαίου αγοραπωλησίας, αυτός δε ήταν σε θέση να γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τους πραγματικούς, επιχειρηματικούς και σοβαρούς λόγους της μεταβίβασης που προαναφέρθηκαν και αποκλείουν την εικονικότητα, vi) είναι βέβαιο ότι ο Α. Π., ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι άλλοι ήταν οι καταχωρημένοι μέτοχοι της … (αναιρεσείουσας) στο Μητρώο εταιριών της Κύπρου, ήταν ο πραγματικός κάτοχος τους, κατ’ εντολή του δε την 1-1-2010 το ΔΣ ακύρωσε τις προϋπάρχουσες μετοχές και εκδόθηκε ένας (1) τίτλος κυριότητας 500 μετοχών (1-500) στην ανηψιά του, κόρη του αδελφού του Γ. Π.., Χ. Π.., κάτοικο …….. και ένας (1) τίτλος κυριότητας 500 μετοχών (501-1000) στο όνομα της έτερης κόρης του Γ. Π.., Α. Π.., κάτοικο …., οι οποίες μέτοχοι κατ’ ισομοιρία …. έχουν νομιμοποιηθεί έναντι των ελληνικών αρχών, υποβάλλουν όλες τις δηλώσεις φορολογίας για το ακίνητο στην Ελλάδα και εκπληρώνουν στην Ελλάδα όλες τις υποχρεώσεις τους από την κυριότητα των μετοχών αυτών, ενώ κατά τα λοιπά η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων γίνεται στην Κύπρο από το νόμιμα συστημένο και λειτουργούν ΔΣ …. και vii) η ένδικη αγωγή ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον από την αντίδικο (αναιρεσίβλητη) που δεν ήταν το 2001, ούτε και σήμερα δανείστρια του Α. Π., αφενός μεν διότι όσον αφορά τη δήθεν αξίωσή της ως κληρονόμου εξ απογραφής του Π. δεν προσδιορίζει, ούτε εκ του μακρόθεν τέτοια απαίτηση, αφετέρου δε μια ακύρωση του συμβολαίου θα επιφέρει συνέπειες που δεν θα την ωφελήσουν παντάπασι, λόγω της κατάχρεης κληρονομιαίας περιουσίας, ενώ δεν προσδιορίζει ούτε κατ’ ελάχιστο την αναφερόμενη επιγραμματικώς αξίωσή της από τα αποκτήματα, η οποία είναι ανύπαρκτη και εν πάσει περιπτώσει έχει αποσβεστεί. Επικαλούμενη δε, η αναιρεσείουσα τα περιστατικά αυτά, καθώς και το γεγονός ότι η ενάγουσα άσκησε την αγωγή ως κληρονόμος του Π., χωρίς να έχει περιλάβει τη σχετική αξίωσή της στη δήλωση αποδοχής και καταγραφής της κληρονομιαίας περιουσίας, ενώ τα χρέη της κληρονομίας είναι τέτοια και τόσα που σε τίποτα δεν θα την ωφελήσει τυχόν ακύρωση, υποστηρίζει ότι η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ως καταχρηστική. Τα πραγματικά, όμως, αυτά περιστατικά, με τα οποία η αναιρεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι η αναιρεσίβλητη άσκησε καταχρηστικά την ένδικη αγωγή της, δεν θεμελίωναν λυσιτελώς καταλυτικό ισχυρισμό από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα, τα περιστατικά αυτά, τα οποία κατά την αναιρεσείουσα συγκροτούν την ιστορική βάση της ένστασής της, δεν συνιστούν ”πράγματα” που καθιστούν, το καθένα χωριστά ή όλα μαζί, καταχρηστική την άσκηση του επίδικου δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, αλλά τα άνω υπό στοιχ. i-iv περιστατικά συνιστούν πραγματικά επιχειρήματα στα οποία επιδιώκεται να θεμελιωθεί ο σχετικός ισχυρισμός της, η δε επικαλούμενη έλλειψη εννόμου συμφέροντος, συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό που κατατείνει στην απόρριψη της αγωγής, λόγω έλλειψης ουσιαστικής προϋπόθεσης για την παροχή δικαστικής προστασίας και δεν θεμελιώνεται με αυτόν ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ. Επομένως, το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει την προαναφερθείσα μη νόμιμη ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ και να διαλάβει αιτιολογία στην απόφαση του και συνεπώς ο, από το άρθρο 559 αρ. 8 περ. β ΚΠολΔ, αντίθετος δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την ένσταση αυτή, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, στο σύνολό του. Σε κάθε περίπτωση, ο άνω λόγος είναι αβάσιμος, καθώς τα επιμέρους περιστατικά που κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας θεμελίωναν την άνω ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ και αφορούν κυρίως τη σύσταση και τη λειτουργία της εταιρίας, την καταβολή του τιμήματος και το έννομο συμφέρον της αναιρεσίβλητης λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν από το Εφετείο, με τις προαναφερθείσες παραδοχές του, όσον δε αφορά ειδικά την επικαλούμενη έλλειψη εννόμου συμφέροντος της αναιρεσίβλητης, ο ισχυρισμός αυτός, ερευνήθηκε αυτοτελώς και απορρίφθηκε ως αβάσιμος, δεχόμενο το Εφετείο ότι η τελευταία έχει έννομο συμφέρον για την αναγνώριση της εικονικότητας, αφού το επίδικο ακίνητο σε περίπτωση εικονικότητας της προηγούμενης μεταβίβασής του από τον Π. στην αναιρεσίβλητη, παραμένει στην κληρονομιαία περιουσία εκείνου, η δε αναιρεσίβλητη ως (μοναδική) κληρονόμος αυτού, έστω και με το ευεργέτημα της απογραφής, θα λάβει το τυχόν ενεργητικό που θα απομείνει μετά την ικανοποίηση των δανειστών, αλλά και για τον πρόσθετο λόγο ότι, ως κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής διοικεί την κληρονομιαία περιουσία όχι μόνο προς το δικό της συμφέρον, αλλά και προς το συμφέρον των δανειστών, έναντι των οποίων και ευθύνεται για κάθε αμέλεια και υπόκειται σε λογοδοσία. Περαιτέρω, ο ίδιος πιο πάνω λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, περί ευθείας παραβίασης από το Εφετείο της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι το Εφετείο δεν εφάρμοσε τη διάταξη αυτή, ώστε να τίθεται ζήτημα παραβίασής της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης θεμελιώνεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη απόδειξης μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά γι’ αυτό καθορίζει ο νόμος, (όπως στις καταθέσεις μαρτύρων) όχι, όμως, και στην περίπτωση που, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (ΚΠολΔ 340), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με τα άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία (ΑΠ 1592/2018, ΑΠ 1023/2019), διότι η εκτίμηση αυτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα διατείνεται, ότι το Εφετείο, κατά το σχηματισμό του πιο πάνω αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη, την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της ενάγουσας, Ελένης Συμεωνίδου, που περιέχεται στα πρακτικά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προβληθείσα από την ίδια ένσταση εξαίρεσής της, λόγω συμφέροντός της από την έκβαση της δίκης, που είχε προβάλλει πρωτοδίκως και επανέφερε στο Εφετείο, ως μη νόμιμη, μετά την κατάργηση της παρ. 3 του άρθρου 400 ΚΠολΔ, με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ν. 4335/2015, πλην, όμως, μετά την απόρριψη της ένστασης αυτής το Εφετείο δεν προέβη και δεν περιέλαβε κρίση για τη στάθμιση της κατάθεσης της εν λόγω μάρτυρα, ώστε να της αποδώσει μειωμένη αποδεικτική αξία ή μη, αντιθέτως από την απόφαση προκύπτει ότι η κατάθεση της μάρτυρα αυτής αξιολογήθηκε χωρίς καμία στάθμιση και αποτέλεσε το κύριο αποδεικτικό μέσο, στο οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση βάσισε την κρίση της για την εικονικότητα της πώλησης του ακινήτου από τον Π. σ’ αυτή. Ο πιο πάνω λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί η προβαλλόμενη αιτίαση, αναγόμενη στη στάθμιση και αξιολόγηση της μαρτυρικής κατάθεσης της άνω μάρτυρα και την ελεύθερη εκτίμηση αυτών που κατέθεσε, δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο αναίρεσης. Τέλος, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, η από 11-11-2019 αίτηση αναίρεσης, καθώς και οι από 23-12-2020 πρόσθετοι αυτής λόγοι, να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-11-2019 (αριθμ. καταθ. 1163/9-12-2019) αίτηση και τους από 23-12-2020 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της 5415/2019 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Φεβρουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ