Αριθμός 860/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή και Βρυσηίδα Θωμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Α. του Μ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μπάρκα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Β. Ο. του Α., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Γκανιά με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/8/2016 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ξάνθης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 210/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 150/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/1/2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση, από 14-1-2020 (αριθμ. καταθ. 3/14-1-2020) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εκδοθείσα, με αριθμό 150/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, το οποίο, δικάζοντας ως εφετείο, απέρριψε την από 6-9-2018 έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά της 210/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ξάνθης. Με την τελευταία αυτή (πρωτόδικη) απόφαση έγινε δεκτή η από 19-8-2016 αγωγή της αναιρεσίβλητης και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του αναιρεσείοντος, να της καταβάλει το ποσό των 5.960 ευρώ με το νόμιμο τόκο, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που η ίδια υπέστη, λόγω προσβολής της προσωπικότητάς της, από την παράνομη προσβολή των προσωπικών της δεδομένων, εκ μέρους του ως άνω αντιδίκου της, με την προσκόμιση από αυτόν, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, της από 6-4-2016 έγκλησης σε βάρος της, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ξάνθης και της από 26-12-2015 και με αριθμό Α2016/969 έκθεσης προφορικής σε βάρος της μήνυσης, στο Αστυνομικό Τμήμα Εχίνου, χωρίς τη συναίνεσή της. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς είναι παραδεκτή (αρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου, κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, αποκλειστικώς και μόνο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 79/2020, ΑΠ 171/2019, ΑΠ 130/2016). Για το ορισμένο του ανωτέρω, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, λόγου αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, τόσο η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που φέρεται ότι παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα και σε περίπτωση κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης, πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 81/2020, ΑΠ 120/2017). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ν. 2472/1997, “προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, ορίζεται ότι για τους σκοπούς του νόμου τούτου νοούνται ως: α) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων”, β)….., γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή”, ε) (όπως ήδη αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006), “Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”) κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια”, στ).., ζ) “Υπεύθυνος επεξεργασίας”, οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός … , η) …, θ) “Τρίτος” κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) “Αποδέκτης” το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι”…. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 ε του ίδιου νόμου, “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”. Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία, που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ του ν. 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου”. Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας) και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου, προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του νόμου αυτού, με τίτλο, “αστική ευθύνη” ορίζεται, ότι “Φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον”. Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1977 ή (και) των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητος να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητος τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη, από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα και με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας (ΑΠ 186/2020, ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, 637/2013). Επίσης, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων για να είναι νόμιμη πρέπει να τηρεί συγκεκριμένους κανόνες, που προβλέπονται στο νόμο και ανάγονται σε αρχές επεξεργασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η αρχή της νομιμότητας του σκοπού και του τρόπου επεξεργασίας, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να εξυπηρετεί συγκεκριμένο νόμιμο σκοπό και επιπλέον τα προς επεξεργασία δεδομένα, πρέπει να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα απ’ όσα κάθε φορά απαιτούνται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας. Περαιτέρω, για να είναι κατά το νόμο επιτρεπτή η επεξεργασία πληροφοριών για δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, απαιτείται, με την επιφύλαξη συνδρομής κάποιας εκ των προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ως άνω νόμου εξαιρέσεων, η προηγούμενη παροχή έγγραφης συγκατάθεσης του υποκειμένου της επεξεργασίας, με ελεύθερη, ρητή, ειδική και σε πλήρη επίγνωση σχετική δήλωση βούλησης αυτού προς τον υπεύθυνο της επεξεργασίας. Εξάλλου, οι ποινικές κυρώσεις του νόμου αυτού δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής, όταν κάποιος κάνει χρήση των πληροφοριών που περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, διότι εκλείπει η κατά το άρθρο 3 του ως άνω νόμου προϋπόθεση του αρχείου (ΑΠ 474/2016, ΑΠ 1372/2015, ΑΠ 2053/2010, ΑΠ 2079/2007, επί ποινικών υποθέσεων). Όμως τα παραπάνω δεν ισχύουν, όταν οι πληροφορίες, οι οποίες περιήλθαν νομίμως σε γνώση του υπευθύνου επεξεργασίας και περιελήφθησαν ή πρόκειται να περιληφθούν σε τηρούμενο από τον υπεύθυνο επεξεργασίας αρχείο και για συγκεκριμένο σκοπό, έτυχαν περαιτέρω επεξεργασίας και ειδικότερα χρησιμοποιήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο ή διαβιβάσθηκαν σε τρίτο, χωρίς να συντρέχουν οι από το νόμο κατά τα ήδη προεκτεθέντα προϋποθέσεις για την κατά τα ως άνω περαιτέρω επεξεργασία αυτών, οπότε ο υπεύθυνος της επεξεργασίας αυτής ενέχεται κατά το άρθρο 23 παρ. 2 του ν. 2472/1997 σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος, υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον ο τελευταίος από την παράνομη επεξεργασία αυτών υπέστη ηθική βλάβη (ΑΠ 186/2020, ΑΠ 1079/2018, ΑΠ 637/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, επικαλούμενος ότι το Εφετείο, ερμηνεύοντας εσφαλμένα τις διατάξεις του ν. 2472/1997, απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον περιεχόμενο στον πρώτο λόγο της έφεσής του ισχυρισμό, ότι, “ο δικαστής ή οι γραμματείς των δικαστηρίων που λαμβάνουν γνώση των προσωπικών δεδομένων διαδίκων, δεν είναι τρίτοι”, αποδεχόμενο ότι πληρούται η νομοτυπική μορφή του αδικήματος του άνω νόμου (παραβίασης προσωπικών δεδομένων), καθώς οι εγκλήσεις σε βάρος της αναιρεσίβλητης, που προσκόμισε στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων δια του σημειώματός του, απευθύνθηκαν σε τρίτο, δηλαδή το Δικαστή του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, ενώ τέτοια ιδιότητα “τρίτου”, δεν έχουν ο Δικαστής ή οι γραμματείς των δικαστηρίων, που λαμβάνουν γνώση των προσωπικών δεδομένων διαδίκων, δηλαδή λαμβάνουν γνώση συναφών με την εξεταζόμενη υπόθεση εγγράφων και δικογράφων. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, ήτοι του ν. 2472/1997, που παραβιάσθηκε, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς στην έννοια του τρίτου, ως προσώπου στο οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ήτοι του αποδέκτη, κατά το άρθρο 2 εδ. ι του άνω ν. 2472/1977, εντάσσεται και ο δικαστής και οι γραμματείς των δικαστηρίων. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται παραβίαση προσωπικών δεδομένων, όταν η ανακοίνωση γίνεται με την προσκόμιση εγγράφων που περιήλθαν στο δικαστή, το γραμματέα και, εν γένει, σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του “τρίτου”, δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 2 περ. θ και ι του ν. 2472/1997, κατά το οποίο, “τρίτος” είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας και “αποδέκτης” είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι” , οπότε ο όρος του τρίτου και εν προκειμένω του αποδέκτη, καλύπτει κάθε φυσικό πρόσωπο, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα εξουσιοδοτημένα από αυτόν πρόσωπα και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των διατάξεων του άνω νόμου, με τις οποίες θεσπίζονται οι προϋποθέσεις για την νόμιμη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου “τρίτος”, αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί (πρβ ΟλΑΠ 3/2021, για την έννοια του “τρίτου” στο αδίκημα της δυσφήμησης περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λπ., που έλαβαν γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους”. Περαιτέρω, από τα άρθρα 68 και 556 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για το παραδεκτό λόγου αναίρεσης πρέπει ο αναιρεσείων να έχει έννομο συμφέρον να ανατρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση εξ αιτίας σφάλματος που αναφέρεται στο λόγο. Έτσι, αν το διατακτικό της απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς επί δύο επάλληλων αιτιολογιών και μια από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, οι λόγοι αναίρεσης με τους οποίους προσβάλλεται η άλλη αιτιολογία είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς και συνακόλουθα απαράδεκτοι, διότι οι προβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης, αφού το διατακτικό της στηρίζεται επαρκώς στη μη πληττόμενη με λόγο αναίρεσης αιτιολογία και όχι συγχρόνως σε όλες τις αιτιολογίες (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 516/2017, ΑΠ 420/2017). Δηλαδή, σε περίπτωση διαδοχικής αιτιολογίας, χρειάζεται η προσβολή με επιτυχία όλων των αιτιολογιών που στηρίζουν το διατακτικό (καθεμίας αυτοτελώς) της πληττόμενης απόφασης, για την αναίρεση της τελευταίας (AΠ 61/2020, ΑΠ 70/2017, ΑΠ 290/2017, ΑΠ 675/2013). Με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του ν. 2472/1997 (αρθρ. 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 2ε και 7 παρ. 2γ), απέρριψε το διαλαμβανόμενο στο δεύτερο λόγο της έφεσής του, ισχυρισμό ότι, “δεν συντρέχει λόγος εξαιρέσεων που επέτρεπε την περαιτέρω μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων της αντιδίκου του, διότι δεν υφίστατο συνάφεια, μεταξύ της προσκομιδής των εγκλήσεων σε βάρος της αντιδίκου του, στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων με τον πατέρα της”, ως νομικά αβάσιμο. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, αναφορικά με τον άνω ερευνώμενο λόγο, προκύπτει ότι το Εφετείο για την απόρριψη του άνω ισχυρισμού, δέχθηκε τα εξής: “Ο ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, ότι υπήρχε συνάφεια μεταξύ των εγκλήσεων και της δίκης νομής, που καθιστούσε αναγκαία τη χρησιμοποίηση αυτών στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων, με αποτέλεσμα να επιτρέπεται η περαιτέρω μη αυτοποιημένη επεξεργασία δεδομένων της αντιδίκου του, αφού πρόκειται για εξαίρεση που εμπίπτει στο νόμο, τυγχάνει απορριπτέος καταρχήν ως αόριστος, διότι δεν εξειδεύεται σε τι συνίσταται η αναγκαιότητα χρησιμοποίησης των ως άνω εγκλήσεων σε δίκη μεταξύ τρίτων προσώπων, ανεξάρτητα αν ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών έλαβε νόμιμα αυτές κατόπιν αιτήσεώς του, αλλά και ως μη νόμιμος καθότι πέραν του ότι δεν αναφέρεται ότι η ενάγουσα δεν του είχε δώσει τη συναίνεσή της για τη χρησιμοποίηση αυτών, καθώς και ότι δεν χρειάζονταν να λάβει την άδεια της Αρχής του ν. 2472/1997, δεν αρκεί ο ισχυρισμός περί συνάφειας προκειμένου να εφαρμοστεί η συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων 6 – 7Α του ν. 2472/1997, περί εξαιρέσεων στην περίπτωση που η επεξεργασία γίνεται από δικηγόρο, αλλά απαιτείται να είναι αναγκαίο και να συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση εντολής του πελάτη, προϋπόθεση που δεν πληρούται εν προκειμένω, αφού ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών δεν αναφέρεται σε κάτι σχετικό και δη δεν αναφέρει γιατί η χρησιμοποίηση των εγκλήσεων αυτών ήταν πρόσφορη να επιτύχει τους σκοπούς της υπερασπίσεως και δεν αρκούσαν ηπιότερα υπερασπιστικά μέσα προς τούτο”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης δεχόμενο, ότι ο διαλαμβανόμενος στο λόγο αυτό ως άνω ισχυρισμός, είναι κατ’ αρχήν αόριστος, αλλά και μη νόμιμος. Η ανωτέρω επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για αοριστία του πιο πάνω ισχυρισμού, στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν πλήττεται με το αναιρετήριο με κανένα άλλο λόγο. Έτσι, όμως, εφόσον με τον άνω λόγο αναίρεσης πλήττεται μόνο η μία αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης από τις δύο, οι οποίες στηρίζουν αυτοτελώς το σχετικό πόρισμά της κατά την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού, ο άνω λόγος αναίρεσης είναι αλυσιτελής και ως εκ τούτου, απορριπτέος ως απαράδεκτος. Οι διαλαμβανόμενες στον ίδιο λόγο αναίρεσης λοιπές αιτιάσεις, ότι η επίκληση και προσκόμιση των εγκλήσεων σε βάρος της αντιδίκου του, τις οποίες έλαβε κατόπιν αίτησής της, ήταν απολύτως αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση και υπεράσπιση του δικαιώματός του, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ξάνθης, κατά την εκδίκαση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων διατάραξης νομής, που άσκησε ο πατέρας της ήδη αντιδίκου του, σε βάρος του (αναιρεσείοντος), ενώπιον του άνω δικαστηρίου, υπόθεση στην οποία είχε ενεργή ανάμειξη η αντίδικός του, προκειμένου να αμφισβητήσει την αξιοπιστία της και να αμυνθεί στους αναληθείς ισχυρισμούς αυτής (ως μάρτυρα στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων) και του πατέρα της – αιτούντος, είναι απαράδεκτες, αφού ανάγονται σε αξιολόγηση αποδείξεων και, στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο δεν εισήλθε στην κατ’ ουσία έρευνα του άνω ισχυρισμού, αλλά απέρριψε αυτόν με επάλληλη αιτιολογία το μεν ως αόριστο, το δε ως μη νόμιμο. Τέλος, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αναίρεσης, να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-1-2020 (αριθμ. καταθ. 3/14-1-2020) αίτηση αναίρεσης της 150/2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα για την άσκηση της αναίρεσης, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ