Αριθμός 935/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κοντό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Μαρία Βασδέκη, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου και Μυρσίνη Παπαχίου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Γ. του Κ., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μόσχο. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Γ. του Κ., κατοίκου … Μαγνησίας. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Βασιλικό.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-12-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αλμυρού. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 45/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 62/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείο Βόλου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 26-10-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 62/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που δίκασε ως Εφετείο, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Με την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο, αφού δέχτηκε την από 10-9-2014 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, κατά της υπ’ αριθμ. 45/2011 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αλμυρού, που απέρριψε την από 13-10-2010 αγωγή, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και δικάζοντας επί της αγωγής δέχθηκε εν μέρει αυτήν. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 και 566 παρ.1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 560 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το τρίτο άρθρο του άρθρου 1 του ν.4335/2015 (έναρξη ισχύος από 1-1-2016) και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση ως εκ του χρόνου ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως (26-10-2017), κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς…, 2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας, 5) αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η απαρίθμηση των προαναφερομένων λόγων αναιρέσεως είναι περιοριστική, όπως συνάγεται από τη λέξη “μόνον” και, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να προβληθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος αναιρέσεως κατά των ως άνω αποφάσεων, αντιστοιχούν δε προς τους λόγους αναιρέσεως, που προβλέπονται από τους αριθμούς 1, 2, 4, 5, 7, 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προς τους οποίους, όμως, δεν ταυτίζονται απολύτως (ΑΠ 60/2019, ΑΠ 894/2018). Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην υπ’ αριθμ. 62/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που δίκασε ως Εφετείο, κατ’ εκτίμηση, η από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ πλημμέλεια, της παρά το νόμο μη κηρύξεως απαραδέκτου, λόγω αοριστίας, του δικογράφου της από 10-9-2014 εφέσεως του ενάγοντος (αναιρεσιβλήτου), με την οποία παρεπονείτο για την απόρριψη, της αγωγής του, λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, όσα παρέλειψε, από το νόμο, τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας, που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του (ΑΠ 59/2019, ΑΠ 1097/2017, ΑΠ 838/2011). Αν λείπουν τα στοιχεία αυτά, το δικόγραφο της αγωγής είναι αόριστο. Η ανεπάρκεια δε των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή τους χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 560 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, που ταυτίζεται με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του αντιστοίχου δικαιώματος. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής αοριστίας της αγωγής ή της ενστάσεως (ΟλΑΠ 18/1998, ΑΠ 1033/2019). Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1356/2010). Αντιθέτως η έλλειψη εξειδικεύσεως των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντιστοίχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ενστάσεως (ΑΠ 963/2006) και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 1452/2007), οι οποίες όμως δεν περιλαμβάνονται στους λόγους αναιρέσεως κατά των προαναφερομένων αποφάσεων, που προβλέπονται περιοριστικώς στο ανωτέρω άρθρο 560 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 998/2018, ΑΠ 1452/2008). Ανεξάρτητα πάντως από το είδος της αοριστίας, για να ιδρυθεί ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως πρέπει ο σχετικός με την αοριστία ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 835/2018, 597/2015) και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναιρέσεως (Ολ.ΑΠ 43/1990, ΑΠ 119/2014). Για να θεμελιωθεί δηλαδή λόγος αναιρέσεως από τις προαναφερόμενες διατάξεις ο περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής ισχυρισμός του εναγομένου πρέπει να είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας και αν η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας να επαναφέρεται στο εφετείο νόμιμα, είτε δηλαδή με λόγο εφέσεως του εναγομένου η εις βάρος του οποίου αγωγή του αντιδίκου του κρίθηκε ορισμένη και παραδεκτή είτε με τις προτάσεις του ως εφεσίβλητου προς απόκρουση της εφέσεως του αντιδίκου του. Για το παραδεκτό του λόγου αυτού αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η αγωγή είναι αόριστη, όπως προβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται ο τρόπος που ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρθηκε νομίμως στο δευτεροβάθμιο (ΑΠ 1033/2019, ΑΠ 220/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος για την θεμελίωση της αγωγής του επικαλέσθηκε ότι είναι κύριος κτήματος, το οποίο βρίσκεται στη θέση … της κτηματικής περιφέρειας του τοπικού διαμερίσματος …, τμήμα του οποίου, εκτάσεως 7-71/2 στρεμμάτων, καλλιεργείται με τσάι. Ότι ο εναγόμενος ιδιοκτήτης κοπαδιού από βοοειδή ελευθέρας βοσκής, εξακολουθητικά, τις αναφερόμενες ημερομηνίες, παρά τις αντίθετες συστάσεις του, οδήγησε αυτό (κοπάδι) εντός του ως άνω κτήματος του, με αποτέλεσμα την καταστροφή της καλλιέργειας του τσαγιού. Ότι συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του τελευταίου υπέστη ζημία, συνισταμένη στην απώλεια των εσόδων από την καλλιέργεια και πώληση των αναλυτικά αναφερομένων στην αγωγή ποσοτήτων τσαγιού, που με βεβαιότητα θα εισέπραττε, συνολικού ύψους 7.948 €. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως αποζημίωση το ως άνω ποσό, καθώς και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ύψους 1.500€. Ο αναιρεσείων με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως (εκ του άρθρου 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ κατ’ ορθή εκτίμησή του και όχι εκ του άρθρου 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., όπως ο ίδιος επικαλείται) μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση, διότι έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, μολονότι αυτή πάσχει από νομική αοριστία, αφού δεν προσδιορίζει την ιδιότητα του ενάγοντος ως κυρίου νομέως ή επικαρπωτού του ακινήτου και τον τίτλο κτήσεως αυτού. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι οι αποδιδόμενες στην αγωγή ελλείψεις δεν συνιστούν νομική αοριστία, αφού δεν αφορούν αναγκαία εκ του νόμου στοιχεία προς θεμελίωση της αξιώσεως του αναιρεσιβλήτου για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση, αλλά ποσοτική, η οποία όμως, κατά τα προεκτεθέντα, ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ, ο οποίος δεν προβλέπεται από το άρθρο 560 αριθμ. 1 του ιδίου κώδικα, ενώ, σε κάθε περίπτωση, είναι και αβάσιμος, αφού η αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο είναι ορισμένη, διότι περιέχει με σαφήνεια όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 914, 330, 298, 924 και 932 του ΑΚ, δικαίωμα του αναιρεσιβλήτου, του οποίου ζητεί την προστασία, χωρίς να απαιτείται η επιπλέον έκθεση αυτών που ισχυρίζεται ο αναιρεσείων.
Κατά το άρθρο 924 ΑΚ “ο κάτοχος ζώου ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε από αυτό σε τρίτον (παρ. 1). Αν η ζημία έγινε από κατοικίδιο ζώο που χρησιμοποιείται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της κατοικίας ή τη διατροφή του κατόχου του, αυτός δεν ευθύνεται αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα ως προς τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου (παρ. 2)”. Με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθιερώνεται η αντικειμενική ευθύνη του κατόχου του ζώου για τη ζημία που έγινε από αυτό σε τρίτο, δηλαδή από μόνο το γεγονός της κατοχής του ζώου και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υπαιτιότητά του. Και τούτο διότι ο κάτοχος που έχει τα ωφελήματα από το ζώο πρέπει να φέρει και τον κίνδυνο κάθε ζημίας που προξενείται από αυτό. Αντίθετα, προκειμένου για κατοικίδιο ζώο, θεσπίζεται με τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου η νόθος αντικειμενική ευθύνη του κατόχου ζώου, στηριζομένη σε εικαζόμενο πταίσμα αυτού για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή ο κάτοχος μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη του αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υποχρέου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη είτε από το -νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Έτσι, στην περίπτωση του άρθρου 924 παρ. 2 ΑΚ, ο κάτοχος του ζώου που προκάλεσε τη ζημία σε τρίτο, για να απαλλαγεί της ευθύνης του προς αποζημίωση ή και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει: α) ότι δεν παραμέλησε υπαίτια την υποχρέωση για φύλαξη και εποπτεία του ζώου και β) ότι ανάμεσα στην υποχρέωση για εποπτεία και την πρόκληση ζημίας δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η ζημία θα προκαλούνταν και αν ο κάτοχος δεν είχε παραμελήσει την εποπτεία του ζώου. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, ως αποδεχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί ορισμένο γεγονός, ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, διότι είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το Δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά και γεγονότα, τα οποία θεμελίωσαν την έννοια της αιτιώδους συναφείας, είναι κρίση πραγματική, μη υποκειμένη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατ’ άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1979/2014). Ως κατοικίδια ζώα νοούνται εκείνα που ζουν, αναπτύσσονται, τρέφονται, αναπαράγονται υπό τη στέγη του ανθρώπου και με τις φροντίδες αυτού και είναι προορισμένα να χρησιμοποιούνται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της οικίας ή τη διατροφή του κατόχου τους. Εξάλλου, ως κάτοχος του ζώου με την έννοια του άρθρου 924 ΑΚ και στις δύο παραγράφους θεωρείται εκείνος που έχει φυσική εξουσία πάνω στο ζώο και που έχει αναλάβει να του παρέχει τροφή, να το στεγάζει και να το φροντίζει για χρόνο όχι πρόσκαιρο και ο οποίος μπορεί να το χρησιμοποιεί και να αποκομίζει τις οποιεσδήποτε ωφέλειές του (ΑΠ 1263/2015, ΑΠ 1979/2014, ΑΠ 1445/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, ταυτόσημη προς εκείνη του άρθρου 559 αριθμ. 1 περ. α’του ιδίου Κώδικα, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Με το λόγο αυτό αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π. ορθώς απερρίφθη ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απερρίφθη ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση δε που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε ως αποδειχθέντα το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (ΑΠ 670/2017, ΑΠ 43/2013, ΑΠ 335/2012). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 6 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της εννόμου συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ.ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984, ΑΠ 540/2016, ΑΠ 511/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, τα εξής: “Δυνάμει του από … ιδιωτικού συμφωνητικού ο Πρόεδρος του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Διαχειρίσεως Συνιδιόκτητου εξ αδιαιρέτου δάσους … και ο εφεσίβλητος (ήδη αναιρεσείων) συμφώνησαν να εκμισθώσει ο πρώτος στον δεύτερο τον βοσκότοπο του συνεταιρισμού εκτάσεως 15.000στρεμ., εκτός του τεμαχίου στη θέση Α.-Λ. ιδιοκτησίας …, προκειμένου να βοσκήσουν τα ζώα του (80αγελάδες ελευθέρας βοσκής) για το χρονικό διάστημα από 9-6-2008 έως 30-11-2008, αντί του ποσού των 5.750€. Ωστόσο, στις 25-10-2008 και στις 19-11-2008 τα ζώα που έβοσκε ο εφεσίβλητος εισήλθαν στο όμορο κτήμα του εκκαλούντος, στο οποίο καλλιεργούσε τσάι και κατέστρεψαν κατά την πρώτη ημερομηνία ολοσχερώς 500τ.μ. και σε ποσοστό 65% 1.000τ.μ. και κατά τη δεύτερη ημερομηνία σε ποσοστό 70% 1.000 τ.μ.. Το κτήμα αυτό κατά ένα τμήμα του βρίσκεται εντός του μισθωμένου βοσκότοπου και κατά το υπόλοιπο εκτός αυτού, όπως αποδεικνύεται ιδίως από τη με ημερομηνία … τεχνική έκθεση του διπλωματούχου αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Σ. Χ., ο οποίος για να προβεί στη σύνταξή της έλαβε υπόψιν του τον ορθοφωτοχάρτη της Διεύθυνσης Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας και σχετικό έγγραφο αυτής για τα αγροτεμάχια που έχουν χαρακτηριστεί στον κτηματολογικό πίνακα ως δάσος ή ως αγρός, σε συνδυασμό και με τον κτηματολογικό πίνακα του αγροκτήματος … στον οποίο εμφαίνεται με αριθμό τεμαχίου …. ο αγρός του εκκαλούντος (ήδη αναιρεσιβλήτου) εκτάσεως 8.000τμ και το απόσπασμα του διαγράμματος της αποτύπωσης αγροκτήματος … του 1957, έγγραφα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του με πρωτ. … εγγράφου της Δ/νσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Περιφερειακής Ενότητας Μαγνησίας και Σποράδων. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από τα ακόλουθα έγγραφα, ήτοι α) το … έγγραφο της Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης, σύμφωνα με το οποίο η έκταση που αποτυπώνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του προαναφερόμενου μηχανικού καταλαμβάνει τμήματα δάσους έκτασης 53,433στρεμ. των τεμαχίων 1 και 9 που κατά τον κτηματολογικό πίνακα ανήκουν στην … και τμήμα αγρού έκτασης 8,512 στρεμ. του τεμαχίου 10 που κατά τον κτηματολογικό πίνακα ανήκει στον εκκαλούντα και β) τη με ημερομηνία 24-6-2008 αναφορά του αγροφύλακα Δ. Κ., ο οποίος μετέβη στην περιοχή και διαπίστωσε ότι ο αγρός του εκκαλούντος βρίσκεται σε κτηνοτροφική ζώνη και όπως σημειώνει αυτολεξεί “το μέρος εκεί είναι αδιαίρετο δάσος με ενοικιαστήριο στον κτηνοτρόφο Γ. Χ. από τον συνεταιρισμό …”. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από την ανωμοτί κατάθεση του εφεσίβλητου (αναιρεσείοντος) ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά. Πιο συγκεκριμένα, ο διάδικος κατέθεσε ότι το κτήμα του Γ. είναι σύνορο με το όριο του … … Επομένως, ο αγρός που ανήκει στον εκκαλούντα βρίσκεται κατά ένα τμήμα του εντός του χώρου που μίσθωσε ο εφεσίβλητος για την βόσκηση των ζώων. Στις 25-10-2008 και στις 19-11-2008 ο τελευταίος δεν έλαβε, όπως ήταν υποχρεωμένος τα κατάλληλα μέτρα εποπτείας και φύλαξης του κοπαδιού του, το οποίο εισήλθε επανειλημμένα στον αγρό του εκκαλούντος και δη στο τμήμα αυτού που ήταν φυτεμένο με τσάι, ενώ ο ίδιος δεν ασκούσε εποπτεία, με αποτέλεσμα να του προξενήσει τη ζημία, για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω. Αντιθέτως, στις 17-3-2010 δεν βρίσκονταν τα ζώα του εφεσίβλητου στην επίδικη περιοχή, αφού το έτος 2010 ο τελευταίος κατήρτισε ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, με το οποίο μίσθωσε έναν βοσκότοπο 75 εκταρίων στη θέση …ολικής έκτασης ό.000 στρεμ) της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος … για χρονικό διάστημα ενός έτους από 1-1 έως 31-12-2010 αντί μισθώματος 500€ και πράγματι βόσκησε εκεί τα ζώα του, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμ.πρωτ. … άδεια μετακίνησης της Διεύθυνσης Κτηνιατρικής, σύμφωνα με την οποία ο εφεσίβλητος έλαβε την άδεια να μετακινήσει τα ζώα του από την περιοχή … στην κοινότητα …. Επομένως, αποδεικνύεται ότι στις 17-3-2010 δεν προκάλεσαν τα ζώα του εφεσίβλητου ζημίες στον καλλιεργούμενο με τσάι αγρό του εκκαλούντος, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο τελευταίος, αφού αυτά δεν βρίσκονταν στην επίδικη περιοχή. Ότι ο αγρός του εκκαλούντος καλλιεργούνταν με τσάι το έτος 2008 και συγκεκριμένα, στις επίδικες ημερομηνίες αποδεικνύεται από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, η οποία ενισχύεται από εκείνη του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος κατέθεσε ότι ο εκκαλών το 2008 όργωσε και φύτεψε τσάι, αυτές δε οι καταθέσεις περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά. Στην κρίση αυτή οδηγείται το Δικαστήριο λαμβάνοντας επίσης υπόψιν του τα ακόλουθα έγγραφα: α) τη με ημερομηνία 24-6-2008 αναφορά του αγροφύλακα Δ. Κ., ο οποίος σε χρόνο πριν τον επίδικο είχε επισκεφθεί τον αγρό του εκκαλούντος και είχε διαπιστώσει ότι καλλιεργούνταν με τσάι, β)την από 30-7-2008 έκθεση ένορκης εξέτασης του εφεσίβλητου στο πλαίσιο σχηματισμού της ποινικής δικογραφίας για την πράξη της φθοράς δια ζώων τον Ιούνιο του 2008, στην οποία ο ίδιος ο διάδικος, καταθέτει ότι ο εκκαλών καλλιέργησε με τσάι τον αγρό του στα τέλη του 2007, γ) την με … έκθεση βεβαιώσεως αγροτικού αδικήματος. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τη με αριθμό 8/2009 απόφαση του Πταισματοδικείου Αλμυρού, με την οποία ο εφεσίβλητος κηρύχθηκε αθώος του ότι τον μήνα Ιούνιο του 2008 προκάλεσε αγροτική φθορά και συγκεκριμένα, τα ζώα του (βοοειδή) κατά την βοσκή τους εντός της κτηνοτροφικής ζώνης προκάλεσαν ζημία σε περιφραγμένη εντός της κτηνοτροφικής ζώνης με καλλιέργεια τσαγιού έκταση ιδιοκτησίας Γ. Α. δια της βοσκής και των πατημάτων των ζώων, αξίας 250€. Και τούτο διότι η απόφαση αυτή αφορά άλλον και όχι τον επίδικο χρόνο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 25-10-2008 τα εν λόγω βοοειδή κατέστρεψαν ολοσχερώς 500 τ.μ. και σε ποσοστό 65% 1.000 τ.μ. από την καλλιεργημένη με έκταση τσάι στον αγρό του εκκαλούντος και στις 19-11- 2008 κατέστρεψαν σε ποσοστό 70% 1.000 τ.μ.. Η μέση παραγωγή κιλών τσαγιού ανά στρέμμα ανέρχεται περί τα 380κιλά και η μέση τιμή πώλησης σε 8€ ανά κιλό. Επομένως, ο εκκαλών τη μεν πρώτη φορά απώλεσε τα έσοδα από την πώληση 190 κιλών τσαγιού που θα παρήγαγαν τα 500 τ.μ. και 247 κιλών τσαγιού που θα παρήγαγε το 65% του 1 στρεμ. τσαγιού και συνολικά, 437 κιλά τσάι, τα οποία θα πωλούνταν προς 8€ το κιλό, ήτοι 3.496€, ενώ τη δεύτερη φορά απώλεσε τα έσοδα από την πώληση 266 κιλών τσαγιού, προς 8€ το κιλό, ήτοι 2.128€. Ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι υπάρχουν και άλλα ζώα που κινούνται στην περιοχή, καθώς και αγριογούρουνα, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη ζημία αυτή δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο ως ουσιαστικά βάσιμος και τούτο διότι ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφ’ ενός μεν ο ίδιος εξεταζόμενος ανωμοτί κατέθεσε ότι δεν επιτρέπει σε ξένα ζώα να βόσκουν στην περιοχή αυτή και ζητά αμέσως από τον ιδιοκτήτη τους να τα απομακρύνει, αφ’ ετέρου δε ο μάρτυρας αποδείξεως …κατέθεσε ενόρκως κατηγορηματικά ότι “δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα γελάδια του εφεσίβλητου βόσκησαν το τσάι του εκκαλούντος” και ότι “αυτά τα βλέπει κάθε ημέρα”. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την έκθεση αυτοψίας της γεωπόνου …, η οποία επισκέφθηκε την περιοχή στις 25-12- 2010, δηλαδή δύο περίπου έτη μετά τις ζημίες που εκδηλώθηκαν στις 25- 10-2008 και 19-11-2008 και επομένως, δεν είναι πειστική αναφορικά με την αιτία που προκλήθηκαν αυτές λόγω του ότι έχει μεσολαβήσει τόσος χρόνος από τότε. Αντιθέτως, βάσιμη κρίνεται η νόμιμη κατ’ άρθρο 300ΑΚ ένσταση συνυπαιτιότητας του εκκαλούντος, στην πρόκληση της ζημίας του, διότι δεν είχε φροντίσει να περιφράξει τον καλλιεργημένο αγρό του κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η καλλιέργειά του. Πιο συγκεκριμένα, ο εκκαλών είχε τοποθετήσει περίφραξη αποτελούμενη από τρεις σειρές αγκαθωτό σύρμα, ενώ σε άλλα σημεία είχε τοποθετήσει μπετόβεργες και πλέγμα και κλωνάρια δέντρων, πλην όμως αυτή δεν είναι αρκετή να προστατεύσει την καλλιέργειά του από τα βοοειδή, λόγω του όγκου τους και του αριθμού τους, ενόψει και της θέσης μέρους του αγρού του εντός του βοσκότοπου. Αυτή η υποχρέωση για περίφραξη απορρέει και από τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 1734/1987, στην παράγραφο 1 του οποίου ορίζεται ότι αγροί, που βρίσκονται μέσα σε οριοθετημένους βοσκότοπους και δεν καλλιεργούνται ή καλλιεργούνται με δενδρώσεις ή ετήσιες καλλιέργειες, εφ’ όσον η Επιτροπή του άρθρου 3 εκτιμά ότι εμποδίζουν τη διαχείριση του βοσκότοπου, παραδίδονται υποχρεωτικά σε κτηνοτροφική χρήση, εκτός αν είναι περιφραγμένοι κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η καλλιέργεια του αγρού. Στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι ο εν λόγω αγρός δεν έχει παραχωρηθεί σε κτηνοτροφική χρήση, ούτε όμως η περίφραξή του ήταν ικανή να προστατεύσει την καλλιέργεια εντός αυτού… Άλλωστε, η πλημμελής περίφραξη του ακινήτου συνάγεται από την επανειλημμένη είσοδο των ζώων του εφεσίβλητου στον αγρό του. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση συνυπαιτιότητας που παραδεκτά προέβαλε ο εφεσίβλητος με τις προτάσεις του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επανέφερε κατά τη συζήτηση της εφέσεως. Τέλος, εξαιτίας της προπεριγραφόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εφεσίβλητου ο εκκαλών υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 300€, το οποίο κρίνεται δίκαιο και εύλογο εν όψει των συνθηκών που έγινε το ατύχημα, του είδους των ζημιών, του βαθμού συνυπαιτιότητας του ζημιωθέντος στην πρόκληση της ζημίας του και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι στα όρια του δρόμου που διασχίζει την επίδικη ιδιοκτησία υπάρχει ελλιπής περίφραξη, η οποία δεν είναι συνεχόμενη και δεν καλύπτει όλη την έκταση του εκκαλούντος και από αυτό οδηγήθηκε στην κρίση ότι η επίδικη έκταση δεν καλλιεργούνταν εντατικά από τον τελευταίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς επίσης και ότι η επίδικη ζημία και μάλιστα στην έκταση που την επικαλείται ο ενάγων δεν προέκυψε ότι προήλθε από την βόσκηση των ζώων του εφεσίβλητου, γιατί αφ’ ενός από το κτήμα του εκκαλούντος διέρχονται ζώα και άλλων κτηνοτρόφων, ενώ με βάση την προαναφερόμενη έκθεση αυτοψίας η μικρής έκτασης ζημία στο κτήμα του ενάγοντος προκλήθηκε τόσο από βοοειδή όσο και από αγριογούρουνα, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αποδεικτικά μέσα και απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της κρινόμενης εφέσεως ως κατ’ ουσίαν βάσιμος και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση … να κρατηθεί και να δικασθεί επί της ουσίας η αγωγή, να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.624€ (3.496€+2.128€), μειωμένο κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητάς του που ανέρχεται σε 30%, ήτοι το ποσό των 3.937€, καθώς επίσης και το ποσό των 300€ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης…”. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές του το Εφετείο, δέχθηκε ως κατ’ ουσίαν βάσιμο το λόγο εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή είχε απορριφθεί κατ’ ουσίαν και, στη συνέχεια, δικάζοντας επ’ αυτής, αφού δέχθηκε την ένσταση συνυπαιτιότητας του αναιρεσιβλήτου στην πρόκληση της ζημίας του, λόγω μη λήψεως των αναγκαίων μέτρων ασφαλούς περιφράξεως του ακινήτου του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση το ποσό των 3.937€ και ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 300€ και συνολικώς το ποσό των 4.237€, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. ‘Ετσι κρίνοντας το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 και 924 παρ. 2 του ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά “περιστατικά” ότι: “στις 25-10-2008 και 19-11-2008 ο αναιρεσείων δεν έλαβε, όπως ήταν υποχρεωμένος, τα κατάλληλα μέτρα εποπτείας και φύλαξης των βοοειδών του, τα οποία εισήλθαν στον αγρό του αναιρεσιβλήτου, τμήμα του οποίου ήταν φυτεμένο με τσάι, ενώ ο ίδιος δεν ασκούσε εποπτεία, με αποτέλεσμα να του προξενήσει ζημία, εξαιτίας της ολοσχερούς καταστροφής καλλιεργημένης εκτάσεως 500 τ.μ. και μερικής καταστροφής καλλιεργημένης εκτάσεως σε ποσοστό 65% εκτάσεως 1.000 τ.μ. και σε ποσοστό 70% εκτάσεως 1.000 τ.μ., στις 25-10-2008 και 19-11-2008 αντιστοίχως ” πληρούν το πραγματικό της αορίστου νομικής εννοίας “της αιτιώδους συναφείας” μεταξύ της ζημίας του αναιρεσιβλήτου και της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, δηλ. της υπαιτίου παραμελήσεως της υποχρεώσεως προς φύλαξη και εποπτεία ζώου, για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης του τελευταίου. Η παραδοχή αυτή ρητώς καταφάσκεται με θετική διατύπωση στην προσβαλλομένη απόφαση, αφού σ’ αυτή σαφώς αναφέρεται ότι η ζημία στην καλλιεργημένη έκταση τσαγιού του αγρού του αναιρεσιβλήτου προκλήθηκε από την είσοδο των βοοειδών του αναιρεσείοντος στον αγρό του αναιρεσιβλήτου, συνεπεία της υπαίτιας παραμελήσεως της φύλαξης και εποπτείας των ζώων από τον πρώτο και τη βοσκή αυτών (βοοειδών), ενώ ο αυτός δεν ασκούσε εποπτεία, αν και μπορούσε να πράξει τούτο, επιδεικνύοντας την δέουσα επιμέλεια και προσοχή του μέσου επαγγελματία κτηνοτρόφου. Επομένως, οι έκτος και έβδομος λόγοι αναιρέσεως, κατά το μέρος με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η, εκ του άρθρου 560 αριθμ. 1 περ. α’ του ΚΠολΔ, πλημμέλεια, είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ’αυτή την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, αφού αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα με την υποστηρίζουσα ορθή αιτιολογία, ότι η υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος συνίσταται στο ότι στις 25-10-2008 και 19-11-2008, λόγω μη λήψεως των καταλλήλων μέτρων εποπτείας και φύλαξης και μη ασκήσεως της αναγκαίας εποπτείας, τα ανήκοντα σ’ αυτόν βοοειδή εισήλθαν στο φυτεμένο με τσάι τμήμα του αγρού του αναιρεσιβλήτου και δια της βοσκής των φυτών προκάλεσαν ζημία στη φυτεία, ότι η παράνομη και υπαίτια (από αμέλεια) πράξη του αναιρεσείοντος ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη περίπτωση, το οποίο και επέφερε, με αποτέλεσμα αφενός την ολοσχερή καταστροφή καλλιεργημένης εκτάσεως 500 τ.μ. και αφετέρου τη μερική καταστροφή σε ποσοστό 65% εκτάσεως 1.000 τ.μ. και σε ποσοστό 70% εκτάσεως επίσης 1.000 τ.μ., το οποίο (ζημιογόνο αποτέλεσμα) θα είχε αποφευχθεί εάν ο αναιρεσείων επιδείκνυε την απαιτουμένη επιμέλεια και προσοχή, πραγματικά περιστατικά τα οποία δικαιολογούσαν την, κατ’ ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 330, 914, 924 παρ.2 και 932 ΑΚ, παραδοχή της κατά του αναιρεσείοντος απευθυνομένης αγωγής του αναιρεσιβλήτου. Επομένως, οι πέμπτος, έκτος και έβδομος λόγοι αναιρέσεως, κατά το μέρος, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση εκ πλαγίου παραβίαση των ως άνω διατάξεων, με παράλληλη ανεπίτρεπτη εναντίωση στην ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αβάσιμοι. Επί πλέον, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος με το οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται αντίφαση μεταξύ της παραδοχής του Εφετείου ότι: “από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι στην περιοχή κινούνται και άλλα ζώα καθώς και αγριογούρουνα, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη ζημία του αναιρεσιβλήτου” και αυτής ” συνυπαίτιος στην πρόκληση της ζημίας του είναι ο τελευταίος, διότι είχε παραλείψει να περιφράξει τον καλλιεργημένο αγρό του κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η καλλιέργειά του” και ειδικότερα “είχε τοποθετήσει περίφραξη αποτελούμενη από τρείς σειρές αγκαθωτό σύρμα, ενώ σε άλλα σημεία είχε τοποθετήσει μπετόβεργες και πλέγμα και κλωνάρια δένδρων, πλην όμως, αυτή δεν είναι ικανή να προστατεύσει την καλλιέργειά του από τα βοοειδή λόγω του όγκου τους και του αριθμού τους, ενόψει και της θέσης μέρους του αγρού του εντός του βοσκότοπου” είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο δέχεται σαφώς ότι δεν αποδείχθηκε ότι, κατά τις συγκεκριμένες ημερομηνίες (25-10-2008 και 19-11-2008), ζώα που εκινούντο στην περιοχή και αγριογούρουνα προκάλεσαν τη ζημία του αναιρεσιβλήτου. Επίσης ο έβδομος λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος με το οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται ότι το Εφετείο, ενώ δέχθηκε ότι έχει μισθώσει τον κοινοτικό βοσκότοπο και ότι τμήμα του αγρού του αναιρεσιβλήτου εμπίπτει εντός αυτού, δεν έλαβε υπόψη τους προταθέντες ισχυρισμούς του, που είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, σύμφωνα με τους οποίους, αποτελεί νόμιμη άσκηση δικαιώματος του η βόσκηση των βοοειδών του, δοθέντος ότι αποτελούν κατοικίδια ζώα, είδος το οποίο δεν χρήζει ιδιαιτέρας και συνεχούς επιτηρήσεως, ειδικώς εντός βοσκοτόπου, είναι απαράδεκτος, διότι τα επικαλούμενα προς στοιχειοθέτηση της πλημμέλειας, κατ’ εκτίμηση του άρθρου 560 αριθμ. 5 του ΚΠολΔ, δεν αποτελούν “πράγματα” υπό την προεκτεθείσα έννοια της διατάξεως αυτής, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσεως της αγωγής του αναιρεσιβλήτου.
Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων, χωρίς να αναφέρει τη διάταξη στην οποία στηρίζεται ο αναιρετικός λόγος, μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση, ότι, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος, όσον αφορά το ζήτημα της απώλειας εσόδων από την πώληση τσαγιού, που θα παρήγαγε η καλλιεργημένη με τσάι έκταση του αγρού του αναιρεσιβλήτου, που καταστράφηκε ολοσχερώς ή μερικώς, αντιστοίχως, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, καθόσον για τον υπολογισμό της ζημίας έλαβε υπόψη του μόνον τις δύο εκθέσεις εκτιμήσεως ζημίας του γεωπόνου Α. Α. και όχι το προσκομισθέν από τον ίδιο τιμολόγιο αγοράς τσαγιού της επιδίκου περιόδου και την από 24-6-2008 αναφορά του αγροφύλακα Δ. Κ., όσον αφορά το ίδιο ζήτημα (εκτίμηση ζημίας) στο ποσό των 250€, με αποτέλεσμα, να αχθεί στο συμπέρασμα, αυθαίρετα, ότι η μέση τιμή πωλήσεως τσαγιού θα ανερχόταν σε 8€/κιλό. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ η λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, δεν συνιστά παραδεκτό αναιρετικό λόγο.
Ωσαύτως, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων, χωρίς επίσης να αναφέρει τη διάταξη, στην οποία στηρίζεται ο λόγος αυτός μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση, ότι, για να αχθεί στην παραδοχή ότι στις 25-10-2008 και 19-11-2008 στην επίδικη έκταση υπήρχε καλλιέργεια με τσάι έλαβε υπόψη του έγγραφα της ποινικής δικογραφίας και ειδικότερα την από 24-6-2008 αναφορά του αγροφύλακα Δ. Κ., την από 30-7-2008 έκθεση ενόρκου εξετάσεως του αναιρεσείοντος και την ΑΒΜ …08 έκθεση βεβαιώσεως αγροτικού αδικήματος, ενώ δεν είχε αμφισβητηθεί από τον ίδιο, η καλλιέργεια (πλημμελής, άλλως ελαχίστη) με τσάι τμήματος του αγρού αυτού (αναιρεσιβλήτου), ώστε να χρήζει να τεθεί ως θέμα αποδείξεως. Με αυτό το περιεχόμενο ο αναιρετικός λόγος είναι παντελώς αόριστος, διότι ουδεμία αιτίαση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, εμπίπτουσα στο άρθρο 560 ΚΠολΔ, περιλαμβάνει. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος για την προβολή του λόγου τούτου. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, κατ’ άρθρο 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος.
Τέλος με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων, χωρίς ομοίως να αναφέρει τη διάταξη στην οποία στηρίζεται ο λόγος αυτός μέμφεται την προσβαλλομένη απόφαση, ότι, εσφαλμένα επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο ποσό 300€, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, διότι σε περίπτωση αγροτικού αδικήματος η ευθύνη προς αποζημίωση εκτείνεται μόνον στο ποσό της θετικής ζημίας. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως ήδη εκτέθηκε, επιδικάστηκε στον αναιρεσείοντα το ως άνω ποσό, κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, εξαιτίας της εις βάρος του αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατέθεσε ο αναιρεσείων στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, όπως ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-10-2017 αίτηση του Χ. Γ. του Κ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 62/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που δίκασε ως Εφετείο.? Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2020.
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 1η Σεπτεμβρίου 2020.
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 935 / 2020 Κατά το άρθρο 924 ΑΚ Ο κάτοχος ζώου ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε απ’ αυτό σε τρίτον.
Προηγούμενο άρθροΜπορούν να συλλέγονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για παιδιά;