Αριθμός 1370/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρήστο Τζανερρίκο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη – Εισηγήτρια, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη και Ασημίνα Υφαντή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Απριλίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία “ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” και το διακριτικό τίτλο “ALPHA BANK”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Γκολέμη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Μ. Τ. του Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόκτιστο Πιπερόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/4/2013 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 77/ΤΜ/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1880/2019 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23/9/2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 23-9-2019 αίτηση αναίρεσης κατά της 1880/2019 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ κατά την άσκησή της καταβλήθηκε και το προσήκον παράβολο του Δημοσίου. Επομένως η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 2 και 2 του Ν. 5638/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. δ’ στοιχ. Α’ ΝΔ 118/1973, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα, σε ανοικτό λογαριασμό, στο όνομα δύο ή περισσότερων από κοινού (joint account) είναι η περιέχουσα τον όρο ότι του λογαριασμού αυτής μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί εξ αυτών είτε και όλοι οι κατ’ ιδία δικαιούχοι. Η χρηματική κατάθεση επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Στις καταθέσεις αυτές δύναται να τεθεί επιπροσθέτως ο όρος ότι με τον θάνατο οιουδήποτε των δικαιούχων η κατάθεση και ο λογαριασμός εξ αυτής περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων. Σε αυτή την περίπτωση η κατάθεση περιέρχεται εις αυτούς ελεύθερη από κάθε φόρο κληρονομιάς ή άλλο τέλος. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 489, 490 και 491 ΑΚ προκύπτει, ότι σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως στο όνομα δύο ή περισσότερων προσώπων ή στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων, σε κοινό λογαριασμό, παράγεται, αφενός μεταξύ των καταθετών ή του καταθέτη και τρίτου και αφετέρου του δέκτη της καταθέσεως νομικού προσώπου, ενεργητική σε ολόκληρο ενοχή. Επομένως, καθένας από αυτούς γίνεται δικαιούχος των χρημάτων, που κατατέθηκαν, και δύναται να τα χρησιμοποιεί, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, η δε καταβολή των χρημάτων της καταθέσεως σε ένα από τους δικαιούχους επιφέρει απόσβεση της απαιτήσεως και των λοιπών δικαιούχων του λογαριασμού έναντι του δέκτη της καταθέσεως. Το ίδιο αποσβεστικό αποτέλεσμα της απαιτήσεως επάγεται και ο συμψηφισμός ανταπαιτήσεώς της, που προτείνει η τράπεζα, κατά ενός από τους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού με την απαίτηση του τελευταίου εναντίον της προς καταβολή του ποσού της καταθέσεως, εφόσον και ο συμψηφισμός, όπως και η καταβολή, είναι γεγονός που ενεργεί αντικειμενικώς. Κατά το άρθρο δε 4 του προαναφερόμενου νόμου 5638/1932 “κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αύτη τεκμαίρεται αμαχήτως ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη”. Η διάταξη αυτή επιβάλλει την υποχρεωτική διαίρεση της κατάθεσης σε ίσα μέρη μεταξύ των περισσοτέρων καταθετών, με την καθιέρωση αμάχητου τεκμηρίου έναντι της τράπεζας και του κατασχόντος, ειδικώς για την περίπτωση της κατάσχεσης, ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη. Έτσι, πριν από την ανάληψη του καταλοίπου του ως άνω λογαριασμού, ο τρίτος που έχει χρηματική απαίτηση (ακόμη και τυχόν ίση ή μεγαλύτερη αυτού του καταλοίπου) κατά κάποιου από τους καταθέτες, δικαιούται προς ικανοποίησή της να επιβάλει κατάσχεση επί του μέρους του καταλοίπου, το οποίο τεκμαίρεται αμαχήτως έναντι εκείνου ότι ανήκει σε όλους τους καταθέτες κατ’ ίσα μέρη, ενώ το υπόλοιπο κατάλοιπο διαφεύγει την κατάσχεση. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή το υπόλοιπο κατάλοιπο καθίσταται ακατάσχετο υπό την έννοια του άρθρου 451 ΑΚ (που απαγορεύει τον συμψηφισμό με απαίτηση ακατάσχετη, δηλαδή απαίτηση η οποία, κατά εξαιρετικό και επομένως στενά ερμηνευτέο δίκαιο εξαιρείται από την κατάσχεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 982 παρ. 2 εδ. γ’ και δ’ ΚΠολΔ ή προβλέπεται ευθέως ως ακατάσχετη, από ειδική διάταξη νόμου, που εκφράζει σαφή περί του ακατάσχετου επιλογή του νομοθέτη), αλλά διότι το υπόλοιπο, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, τεκμαίρεται ότι δεν ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη καταθέτη. Ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 4 ν. 5638/1932 αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία τρίτος, δανειστής ενός από τους καταθέτες, προβαίνει στην κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης κατά το άρθρο 982 ΚΠολΔ και όχι στην περίπτωση, κατά την οποία η τράπεζα, στην οποία έγινε η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της, που έχει κατά του ενός των περισσότερων καταθετών εις ολόκληρον συνδανειστών της, αφού ο συμψηφισμός, όπως και η καταβολή, ενεργεί, κατά τα προεκτιθέμενα, αντικειμενικώς ως προς το αποσβεστικό αποτέλεσμα της εις ολόκληρον ενοχής. Έτσι ο εκ μέρους της οφειλέτριας έναντι των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού τράπεζας γενόμενος συμψηφισμός με ανταπαίτησή της κατά του ενός συνδικαιούχου επιφέρει απόσβεση της απαίτησης και ως προς τους εις ολόκληρον από τον κοινό λογαριασμό υπόλοιπους δανειστές συνδικαιούχους κατά το ποσό που συμψηφίσθηκε, έστω και αν αυτό καλύπτει το σύνολο της κατάθεσης (ΑΠ 213/2020, 1010/2019, 1812/2007). Η άσκηση δε του προαναφερόμενου συμβατικού δικαιώματος της τράπεζας, που συνάδει με το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησής της, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τον συναλλαγέντα με αυτήν συναλλακτικές της δυνατότητες, με συνέπεια η εκ μέρους της δήλωση συμψηφισμού να είναι κατ’ αρχήν σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη και ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, χωρίς να υπερβαίνει τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ και τις αρχές που απορρέουν από τις διατάξεις του και χωρίς να είναι αντίθετη στα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 213/2020). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας (όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές), η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά η οποία αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ή η οποία αντίκειται στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας, για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη είτε από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 875/2022, 354/2022, 1439/2019, 118/2006). Βάσει των παραπάνω γενικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα και της διάταξης του άρθρου 922 ΑΚ προστατεύονται οι καταναλωτές- πελάτες της παρέχουσας υπηρεσίες τράπεζας, όταν αποδίδουν αστική ευθύνη από αδικοπραξία σε αυτήν λόγω παράνομης και υπαίτιας επιζήμιας συμπεριφοράς των προστηθέντων της, τελεσθείσα πριν την ισχύ του ν. 2251/1994 για την “Προστασία Καταναλωτών”, που εξειδίκευσε περαιτέρω τις υποχρεώσεις των προμηθευτών- παρεχόντων υπηρεσίες, και πριν ακόμη τον παρόμοιου αντικειμένου προϊσχύσαντα νόμο 1961/1991. Και βάσει των ανωτέρω διατάξεων του Αστικού Κώδικα θεμελιώνεται τέτοια ευθύνη επί παραλείψεως των προστηθέντων της τράπεζας να παράσχουν την επιβαλλόμενη από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του πελάτη της, ώστε αυτός να λάβει τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής και να μην παραπλανάται, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία, διαφορετικά, δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Και υπό την ισχύ των ανωτέρω διατάξεων του Αστικού Κώδικα υφίσταται ειδικότερα, κατά τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη όρια, ενόψει όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, υποχρέωση επαρκούς ενημέρωσης του πελάτη για τη φύση, τον χαρακτήρα και τις συνέπειες προτεινόμενης προς κατάρτιση συμβάσεως. Η υποχρέωση αυτή είναι αυτονόητα επαυξημένη, εάν η προτεινόμενη σύμβαση περικλείει σημαντικούς κινδύνους για τον πελάτη και τα τυχόν διατιθέμενα από αυτόν κεφάλαια, αναφέρεται δε στην παροχή υπηρεσιών σε σχέση με τραπεζικά ή προτεινόμενα επενδυτικά προϊόντα, που δεν είναι κοινώς γνωστά στον μέσο πελάτη (π.χ. σύνθετα τραπεζικά ή παράγωγα προϊόντα: πρβλ. ΑΠ 875/2022), ενώ αυτή η υποχρέωση βαίνει αντιστρόφως μειούμενη, όταν το αντικείμενο της σύμβασης είναι σύνηθες και κοινώς γνωστό στις συναλλαγές, ο δε συναλλασσόμενος με την τράπεζα μπορούσε και όφειλε, ακόμη και με μη επισταμένη και επιμελή, αλλά απλώς στοιχειώδη έρευνα, να το αντιληφθεί (όπως επί αμιγώς καταθετικών προϊόντων/πρβλ. και ΑΠ 1435/2015, αναφερόμενη στο ζήτημα ευθύνης από διαπραγματεύσεις κατ’άρθρο 197 ΑΚ). Εξάλλου, εάν το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, σύμφωνα με την έννοια του λόγου αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, και υπάρχει έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 15/2006, 1/1999, ΑΠ 1420/2013, 1703/2009). Ειδικότερα δε, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, κατά το νόμο, είναι αναγκαία είτε για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν το δικαστήριο σωστά εφάρμοσε τον νόμο, αν, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 12/2016, ΑΠ 509/2013). Η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης για ελλιπείς αιτιολογίες πρέπει να προκύπτει από την ελάσσονα πρόταση, που έχει διατυπωθεί για τη στήριξη του διατακτικού της, δηλαδή από τις παραδοχές της για πραγματικά ζητήματα, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και επομένως κρίνεται αναιρετικώς η επάρκεια των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τις οποίες, ως αναγκαίες, κατέληξε το δικαστήριο στην κρίση του για παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 12/2016, ΑΠ 875/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1880/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι αυτό δέχθηκε κρίνοντας επί της ουσίας τη μεταξύ των διαδίκων διαφορά, τα ακόλουθα: “Η ενάγουσα ηλικίας κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 77 ετών, τυγχάνει συνταξιούχος του Ι.Κ.Α. λόγω χηρείας από το 1989 και λόγω γήρατος από το 1992. Δυνάμει της από 28/03/1988 αίτησης προς την Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, καθολική διάδοχος της οποίας είναι η εναγομένη τράπεζα, προέβη σε κατάρτιση σύμβασης κοινού λογαριασμού της ίδιας και των τέκνων της, Σ. Τ. του Γ. και Κ. Τ. του Γ. αποδεχόμενη τους όρους του λογαριασμού τους οποίους και υπέγραψε και συγκεκριμένα ότι “… Η κατάθεση θα διέπεται από τις διατάξεις του Νόμου 5638/32 “περί καταθέσεως εις κοινόν λογ/σμόν”. Δηλαδή οποιοσδήποτε από τους παραπάνω δικαιούχους της κατάθεσης θα μπορεί να κάνει χρήση του λογαριασμού, ολόκληρου ή μέρους χωρίς να χρειάζεται η σύμπραξη και των άλλων. Επίσης, ο καθένας από τους δικαιούχους καταθέτες θα έχει δικαίωμα μερικής ή ολικής χρήσης του λογαριασμού χωρίς σύμπραξη, συγκατάθεση, συναίνεση των άλλων συνδικαιούχων, ακόμα και στην περίπτωση πρόωρης ανάληψης από προθεσμιακή κατάθεση ή υπό προειδοποίηση, εφ’ όσον βέβαια η πρόωρη ανάληψη γίνει αποδεκτή από την Τράπεζα…”. Στο πίσω μέρος της ανωτέρω αίτησης εμφαίνονται οι από 27/03/1989, 27/09/1989, 27/03/1990, 27/09/1990 παρατάσεις της ανωτέρω προθεσμιακής κατάθεσης. Από την κίνηση του εν λόγω επενδυτικού λογαριασμού προέκυψαν οι ακόλουθες προθεσμιακές καταθέσεις: 1) την 01/07/1994, προθεσμιακή κατάθεση του ποσού των 5.926.996 δραχμών για διάρκεια δύο μηνών. 2) την 12/07/1994 αντικατάσταση της ανωτέρω προθεσμιακής κατάθεσης και κατάθεση του ποσού των 5.000.000 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών, προς αντικατάσταση της προηγούμενης. 3) την 09/09/1994, προθεσμιακή κατάθεση του ποσού των 5.178.561 δραχμών για διάρκεια δύο μηνών. 4) την 11/11/1994 κατάθεση του ποσού των 5.316.493 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 5) την 11/01/1995 κατάθεση του ποσού των 5.454.323 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 6) την 09/03/1995 κατάθεση του ποσού των 5.000.000 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 7) την 09/05/1995 κατάθεση του ποσού των 5.122.522 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 8) την 11/07/1995 κατάθεση του ποσού των 5.238.951 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 9) την 12/09/1995 κατάθεση του ποσού των 5.250.000 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 10) την 09/11/1995 κατάθεση του ποσού των 5.359.630 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών 11) την 16/01 /1996 κατάθεση του ποσού των 5.465.929 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 12) την 12/03/1996 κατάθεση του ποσού των 5.572.559 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 13) την 09/05/1996 κατάθεση του ποσού των 6.277.161 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας τριών μηνών. 14) την 14/08/1996 κατάθεση του ποσού των 6.458.221 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας τριών μηνών. 15) την 12/11/1996 κατάθεση του ποσού των 6.634.155 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 16) την 14/01/1997 κατάθεση του ποσού των 6.746.703 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 17) την 12/03/1997 κατάθεση του ποσού των 6.844.036 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 18) την 19/05/1997 κατάθεση του ποσού των 6.941.259 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας έξι μηνών. 19) την 10/11/1997 κατάθεση του ποσού των 8.513.406 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας ενός μήνα. 20) την 10/02/1998 κατάθεση του ποσού των 9.079.051 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 21) την 13/04/1998 κατάθεση του ποσού των 9.231.862 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 22) την 11 /06/1998 κατάθεση του ποσού των 9.366.284 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 23) την 11/08/1998 κατάθεση του ποσού των 9.502.663 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών.24) την 13/10/1998 κατάθεση του ποσού των 9.641.028 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 25) την 11/12/1998 κατάθεση του ποσού των 9.781.407 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 26) την 11/02/1999 κατάθεση του ποσού των 10.126.165 δραχμών σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας δύο μηνών. 27) την 09/06/2003 κατάθεση του ποσού των 17.235,00 ευρώ σε προθεσμιακή κατάθεση διάρκειας ενός μήνα. 28) την 25/04/2005 συμπληρωματική κατάθεση ποσού 107,03 ευρώ, έχοντας έτσι στον προθεσμιακό λογαριασμό το ποσό των 18.000,00 ευρώ. 29) Την 25/07/2006 πρόωρη ανάληψη του ποσού των 1.000,00 ευρώ. 30) Την 26/10/2006 πρόωρη ανάληψη του ποσού των 17.479,50 ευρώ.31) Την 26/02/2007 προθεσμιακή κατάθεση ποσού 17.619,95 ευρώ. 32) Την 9/8/2007 συμπληρωματική κατάθεση ποσού 1.112,26 ευρώ, έχοντας έτσι στο προθεσμιακό λογαριασμό το ποσό των 19.000,00 ευρώ. 33) Την 9/11/2007 συμπληρωματική κατάθεση ποσού 1.836,12 ευρώ, έχοντας έτσι στο προθεσμιακό λογαριασμό το ποσό των 21.000,00 ευρώ, 34) Την 11/05/2009 και μετά την πίστωση των τόκων της προθεσμιακής κατάθεσης ο λογαριασμός είχε το ποσό των 22.224,22 ευρώ. Ο παραπάνω λογαριασμός ανανεωνόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα αποκλειστικά από την ενάγουσα, η οποία κατέθεσε το αρχικό κεφάλαιο του λογαριασμού αυτού, εξ ιδίων χρημάτων και ακολούθως από οικονομίες των συντάξεων, τις οποίες λάμβανε, καθώς δεν είχε άλλο έσοδο πέραν αυτών, όπως μετά λόγου γνώσεως κατέθεσε ο επιμελεία της εξετασθείς μάρτυρας στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η ενάγουσα προόριζε τα χρήματα αυτά προς εξασφάλιση των γηρατειών της, τοποθετώντας όλες τις οικονομίες της από το υστέρημά της προερχόμενο από συντάξεις προκειμένου να ανταποκριθεί σε δαπάνες συναφείς με το προχωρημένο της ηλικίας της και των τελευταίων ετών της ζωής της αυτοδύναμα και με αξιοπρέπεια χωρίς να προσφύγει σε οικονομική βοήθεια από τρίτα πρόσωπα. Πέραν της ίδιας της ενάγουσας ουδείς άλλος πραγματοποιούσε κινήσεις στον παραπάνω λογαριασμό, του οποίου την ύπαρξη αγνοούσαν οι γιοί της, κατά τη σαφή κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία πλήρως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έθεσε ως συνδικαιούχους τους παραπάνω γιούς της χωρίς να αντιληφθεί τους προαναφερόμενους συμβατικούς όρους του Νόμου 5638/32 “περί καταθέσεως εις κοινόν λογ/σμόν”, ενόψει της απειρίας της στις τραπεζικές συναλλαγές αλλά και των διαβεβαιώσεων των αρμοδίων υπαλλήλων της “Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.” κατά την προσυμβατική ενημέρωσή της, εν γνώσει ότι τα χρήματα του λογαριασμού είναι της ενάγουσας και προέρχονται από συντάξεις, ότι τα ονόματα των δύο γιων της θα ετίθεντο στον λογαριασμό αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να εισπράξουν δίχως φορολογία τα χρήματα που θα βρίσκονταν σε αυτόν μετά τον θάνατο της. Έτσι ουδέποτε αληθώς ενημερώθηκε για την έννοια του κοινού λογαριασμού και τελούσε ευλόγως με την πεποίθηση ότι μόνο η ίδια μπορούσε να χειρίζεται τον λογαριασμό και τα όποια δικαιώματα των συνδικαιούχων θα ενεργοποιούνταν μόνο μετά το θάνατο της με αποτέλεσμα να αιφνιδιαστεί από την εξέλιξη της ένδικης συναλλακτικής σχέσης, όταν ακολούθως την 11/05/2009 η εναγομένη προέβη σε συμψηφισμό του ποσού των 22.224,22 ευρώ, που υπήρχε στον προθεσμιακό λογαριασμό έναντι απαίτησής της σε βάρος του συνδικαιούχου γιού της ενάγουσας Σ. Τ.. Ειδικότερα, δυνάμει της υπ’ αριθ. … σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που υπογράφηκε στο κατάστημα …. (516) ανάμεσα στην πρώην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ ως πιστώτριας, του Σ. Τ. ως πιστούχου και της Σ. Σ. ως εγγυήτριας χορηγήθηκε στον Σ. Τ. πίστωση μέχρι του ποσού των 80.000,00 ευρώ. Σύμφωνα με το όρο 17 της ως άνω σύμβασης, τον οποίο υπέγραψε και δέχθηκε ανεπιφύλακτα ο Σ. Τ., προβλέφθηκε ρητά μεταξύ της τράπεζας και του ιδίου, δυνατότητα αποσβέσεως αμοιβαίων απαιτήσεων με συμψηφισμό καθώς ορίστηκε ότι: “Η τράπεζα έχει δικαίωμα, εάν συντρέξει λόγος υπερημερίας του πιστούχου, να συμψηφίζει προς το ποσό που έχει να λαμβάνει από τον λογαριασμό της πίστωσης κάθε ποσό οφειλόμενο στον πιστούχο από οποιαδήποτε αιτία, ενδεικτικό από κάθε είδους καταθέσεις χρημάτων ή χρεογράφων, εμβάσματα ή εντολές τρίτων, γραμμάτια ή αξίες προς είσπραξη. Στην περίπτωση αυτή ο πιστούχος ουδέν δικαίωμα έχει σε οποιοδήποτε άνω ποσό μέχρι την αποπληρωμή κάθε οφειλής του προς την τράπεζα.”. Ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αριθ. … επιστολής της εναγομένης προς αυτόν τον πληροφόρησε, ότι με βάση τη μεταξύ τους υπ’ αριθ. … σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, καθώς και τις μέχρι τότε εκδοθείσες υπ’ αριθ. 47/2009, 48/2009, 49/2009, 50/2009, 52/2009 διαταγές πληρωμής του Ειρηνοδικείου Νάουσας και η υπ’ αριθ. 413/ΔΠ/78/2009 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, προέβη την 16/03/2009 στη δέσμευση του ποσού των 21.823,09 ευρώ από την προθεσμιακή κατάθεση με αριθμό …, που τηρείται στο κατάστημα Νάουσας και ότι με την λήξη αυτής την 11/05/2009 θα προβεί σε συμψηφισμό του πιο, πάνω ποσού έναντι της απαίτησης της σε βάρος του από την πιο πάνω σύμβαση, με ισόποση χρέωση της προθεσμιακής του κατάθεσης. Πράγματι, την 11/05/2009 κατά την λήξη της κοινής προθεσμιακής κατάθεσης έλαβε χώρα ο συμψηφισμός του ποσού των 22.224,22 ευρώ, που υπήρχε στον προθεσμιακό λογαριασμό έναντι της απαίτησης της εναγομένης. Η ενάγουσα και οι συνδικαιούχοι γιοι της απέστειλαν την από 05/05/2009 απάντηση τους, με την οποία αρνούνταν το δικαίωμα της εναγομένης. Η τελευταία απέστειλε την από 08/05/2009 εξώδικη δήλωση απάντηση, αναφερόμενη στην ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ της ιδίας και του Σ. Τ. για συμψηφισμό των ποσών που οφείλει και στην ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ της ιδίας και των τριών συνδικαιούχων της προνομιακής κατάθεσης να ασκήσει το δικαίωμα αυτό. Υπό το πρίσμα των ως άνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών και λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι τα αρμόδια όργανα της Εμπορικής Τραπέζης Νάουσας ήταν εκείνα: 1) που έπεισαν την ενάγουσα να καταστήσει συνδικαιούχους στη σύμβαση τους γιούς της με την διαβεβαίωση ότι τα ονόματα των δύο γιων της θα ετίθεντο στον λογαριασμό αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να εισπράξουν δίχως φορολογία τα χρήματα που θα βρίσκονταν σε αυτόν μετά τον θάνατο της μολονότι γνώριζαν ότι τα χρήματα προέρχονταν αποκλειστικά από δικές της οικονομίες για την αξιοπρεπή αντιμετώπιση του γήρατος αυτής, 2) αθέτησαν κατά την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών το καθήκον διαφώτισης της ενάγουσας καθώς και παροχής σ’ αυτήν σαφούς, ορθής, πλήρους και κατάλληλης ενημέρωσης σχετικής με την έννοια του κοινού λογαριασμού, παραβαίνοντας τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τους, όπως το περιεχόμενο αυτών προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ καθώς και τις διατάξεις του ν. 2251/1994, ενόψει της ιδιότητας της ενάγουσας, ως καταναλώτριας, το Δικαστήριο άγεται σε κρίση ότι η από την εναγόμενη προταθείσα ανωτέρω δήλωση συμψηφισμού δεν είναι σύμφωνη με τα συναλλακτικά ήθη ούτε και (είναι) ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις τού μέσου κοινωνικού ανθρώπου και υπερβαίνει τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ και τις αρχές που απορρέουν από αυτό, συνιστά δε ταυτόχρονα και παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ συμπεριφορά. Η δε ζημία της ενάγουσας ύψους 22.224,22 ευρώ συνδέεται αιτιωδώς με την προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης, που υποχρεούται να της καταβάλει ισόποση αποζημίωση για την αποκατάστασή της, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της με τους συναφείς λόγους της ένδικης έφεσης.” Κατόπιν αυτών το Εφετείο, εξαφανίζοντας την εκκληθείσα εκ μέρους της αναιρεσείουσας- εναγομένης απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε δεχθεί την αγωγή ενόψει της ερημοδικίας της κατά τη συζήτηση της ενώπιον του, και δικάζοντας την υπόθεση, δέχθηκε την αγωγή της αναιρεσίβλητης- ενάγουσας, που εκτίμησε ότι στηρίζεται σε αδικοπραξία των προστηθέντων της τράπεζας, της οποίας η αναιρεσείουσα κατέστη οιονεί καθολική διάδοχος, αναγνώρισε δε την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 22.224,22 ευρώ. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 914 ΑΚ και στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών και ασαφών αιτιολογιών ως προς το κρίσιμο ζήτημα της μη κατανόησης από την αναιρεσίβλητη της έννοιας του κοινού τραπεζικού λογαριασμού, που αποδίδεται σε έλλειψη διαφώτισης και επαρκούς ενημέρωσής της και ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ως πραγματικό περιστατικό, στο οποίο θεμελιώνεται η στηριζόμενη σε αδικοπραξία αγωγή της αναιρεσίβλητης και το οποίο καθιστά αντίθετη στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη την άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας να προβεί στη δήλωση συμψηφισμού. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως αναφέρεται το μορφωτικό επίπεδο της αναιρεσίβλητης, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει (ή όχι) τον γενόμενο δεκτό, θεμελιωτικό της αγωγής της, ισχυρισμό ότι δεν αντελήφθη την έννοια της κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό, παρά τις απολύτως σαφείς έγγραφες προβλέψεις, τις οποίες αποδέχθηκε και οι οποίες περιλαμβάνονται στη σχετική σύμβαση σύμφωνα με τις περιλαμβανόμενες στην ίδια απόφαση παραδοχές, ενώ μάλιστα οι σχετικές διασαφήσεις αναφέρονται σε μία από τις συνηθέστερες και ευρέως γνωστές τραπεζικές συμβάσεις, διεπόμενες από ισχύοντα επί πολλές δεκαετίες πριν την κατάρτιση της ανωτέρω αρχικής συμβάσεως νόμο (ν. 5638/1932), είναι δε ευχερώς κατανοητές σε ένα μέσο (ακόμη και με στοιχειώδη μόρφωση) συναλλασσόμενο με τράπεζα. Ενώ, ακόμη, δεν αιτιολογείται η διατήρηση της πεπλανημένης αντίληψής της επί σειρά ετών (δύο και πλέον δεκαετιών) χωρίς αυτή να ενδιαφερθεί μέχρι τις 11- 5-2009, οπότε η αναιρεσείουσα προέβη σε συμψηφισμό με οφειλή προς αυτήν του υιού της αναιρεσίβλητης, να ερευνήσει την έννοια και τις συνέπειες του λογαριασμού που διατηρούσε έστω και δια απλών συζητήσεων με πρόσωπά του περιβάλλοντος της (πέραν των τέκνων της), τα οποία ασφαλώς και τις γνώριζαν. Περαιτέρω δεν αιτιολογείται και η γενόμενη δεκτή απειρία της αναιρεσίβλητης στις τραπεζικές συναλλαγές, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις περιλαμβανόμενες επίσης στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχές του Εφετείου, αυτή προέβη σε σωρεία συναλλαγών με την αναιρεσείουσα και την οιονεί δικαιοπάροχο της (4 παρατάσεις προθεσμιακών καταθέσεων κατ’ αρχήν και 33 συναλλαγές συνολικά από την 1-7-1994 μέχρι τις 9-11-2007) δια της κατάρτισης μάλιστα επενδυτικών συμβάσεων προθεσμιακών καταθέσεων του ποσού του κοινού λογαριασμού (και στα τρία ονόματα των δικαιούχων του), ανανεούμενων από το 1994 και μετά τακτικά και σε μικρά χρονικά διαστήματα. Επισημαίνεται δε απλώς ότι ουδέν αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και για την αιτία της επιστηρίζουσας την αγωγή παραπειστικής ενημέρωσης της αναιρεσίβλητης από τους προστηθέντες της Εμπορικής Τράπεζας, οι οποίοι, όπως και η τράπεζα, ενόψει της φύσης του κοινού καταθετικού λογαριασμού (στον οποίο απλώς προστίθενται πρόσωπα δικαιούχων σε σχέση με τον απλό λογαριασμό καταθέσεων ή καταθέσεων επί προθεσμία), δεν μπορούσαν να προσδοκούν οποιοδήποτε ειδικότερο όφελος από μία τέτοια συναλλαγή (ούτε θα ήταν δυνατό ευλόγως να υποστηριχθεί ότι απέβλεπαν σε μελλοντικό μετά εικοσαετία και πλέον συμψηφισμό, που θα μπορούσε να χωρήσει κατόπιν συμφωνίας με ένα από τους συνδικαιούχους υιούς της αναιρεσίβλητης, ο οποίος θα καθίστατο οφειλέτης της τράπεζας και ο οποίος είναι ουσιαστικά ο μόνος που, μη φροντίζοντας να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του προς την αναιρεσείουσα, ακόμη και όταν ενημερώθηκε για τη δέσμευση του ποσού της κατάθεσης λόγω του επικείμενου συμψηφισμού, καρπώθηκε το όφελος από την κοινή κατάθεση εις βάρος της μητέρας του αναιρεσίβλητης). Επομένως το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ο δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι κατά το σχετικό σκέλος του βάσιμος, ενόψει δε της αναιρετικής του εμβέλειας παρέλκει η έρευνα των υπόλοιπων λόγων αυτής.
Κατόπιν αυτών πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 1880/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι δυνατή. Η αναιρεσίβλητη πρέπει να καταδικασθεί λόγω της ήττας της στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις (άρθ. 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό, και να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτήν του παραβόλου, που κατέθεσε κατά την άσκηση της αίτησής της (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη 1880/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, που κατατέθηκε κατά την άσκηση της αίτησής της.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Ιουλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Αυγούστου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ