ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 5ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 17788/2022
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2022, με δικαστή τη Χριστίνα Χατζηπαύλου, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Ευδοκία Λεουτσάκου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την ανακοπή, με ημερομηνία κατάθεσης 13.6.2017,
των: 1. …, και 2. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στη …. Αττικής (οδός …. ), οι οποίοι (αμφότεροι) παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευαγγελία Χαλδαίου,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου, εν προκειμένω, από τον Προϊστάμενο της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της Δικαστικής Πληρεξουσίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αλεξάνδρας Παπαϊωάννου.
Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι που εμφανίσθηκαν και παραστάθηκαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το σειράς Α΄, …. έντυπο παραβόλου Δημοσίου), ζητείται η ακύρωση α) του ….κατασχετηρίου εγγράφου του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., υπογραφόμενου, κατ’ εντολήν του, από τον Προϊστάμενο της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης (Ε.Μ.ΕΙΣ.), με το οποίο κατασχέθηκαν αναγκαστικά, εις χείρας της εταιρείας με την επωνυμία «….», ως τρίτης, όσα χρήματα οφείλει ή μέλλει να οφείλει στον πρώτο ανακόπτοντα, λόγω της μετοχικής του σχέσης με αυτήν, από διανεμητέα κέρδη, αποζημιώσεις, μισθούς, μερίσματα, προμερίσματα τακτικά ή έκτακτα και αφορολόγητα ή μη αποθεματικά, μέχρι του ποσού των 659.217,08 ευρώ, ένεκα φορολογικής φύσης, ισόποσων ληξιπρόσθεσμων οφειλών της δεύτερης ανακόπτουσας εταιρείας έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, για την πληρωμή των οποίων φέρεται να ευθύνεται ο ως άνω ανακόπτων, υπό την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της, β) των, ενσωματωμένων στο ως άνω κατασχετήριο έγγραφο, …/2017 και …/2017 πινάκων χρεών του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. και της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, αντίστοιχα, στους οποίους εμφαίνονται βεβαιωθέντα φορολογικά χρέη της δεύτερης ανακόπτουσας εταιρείας, ύψους, αντίστοιχα, 271.838,20 ευρώ και 387.378,88 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων προσαυξήσεων και λοιπών συνεισπραττομένων), για την πληρωμή των οποίων φέρεται, ομοίως, να ευθύνεται ο πρώτος ανακόπτων ως Διευθύνων Σύμβουλός της, και γ) των περιλαμβανόμενων στον πρώτο (…/2017) πίνακα χρεών οκτώ ταμειακών βεβαιώσεων της Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων με αριθμούς …., με τις οποίες βεβαιώθηκαν ταμειακά, σε βάρος της δεύτερης ανακόπτουσας εταιρείας, ποσά, αντίστοιχα, 14.249,59 ευρώ, 11.572,00 ευρώ, 18.555,17 ευρώ, 6.889,99 ευρώ, 47.012,67 ευρώ, 25.767,64 ευρώ, 10.590,00 ευρώ και 9.005,00 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων και λοιπών συνεισπραττομένων, προερχόμενα, αντίστοιχα, από «Φ.Π.Α. προσφυγή» οικονομικού έτους 1997, «Φ.Π.Α. προσφυγή» οικονομικού έτους 1998, «Φ.Π.Α. οριστική» οικονομικού έτους 2008, «Φ.Π.Α. οριστική» οικονομικού έτους 2009, «Φ.Π.Α. δικαστικ.» οικονομικού έτους 1996, «Φ.Π.Α. δικαστικ.» οικονομικού έτους 1997, «Φ.Π.Α. δικαστικ.» οικονομικού έτους 1998 και «Φ.Π.Α. δικαστικ.» οικονομικού έτους 1999, καθώς και των περιλαμβανόμενων στο δεύτερο (…/2017) πίνακα χρεών πενήντα ταμειακών βεβαιώσεων της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών με αριθμούς ……………., με τις οποίες – κατά τα αναφερόμενα στο οικείο δικόγραφο – βεβαιώθηκαν ταμειακά, σε βάρος της δεύτερης ανακόπτουσας εταιρείας, ποσά, αντίστοιχα, 3.209,51 ευρώ, 35.318,29 ευρώ, 71.347,43 ευρώ, 161,49 ευρώ, 80,00 ευρώ, 5.129,44 ευρώ, 9.906,49 ευρώ, 7.147,43 ευρώ, 2.135,21 ευρώ, 5.681,90 ευρώ, 1.243,98 ευρώ, 10.174,08 ευρώ, 289,74 ευρώ, 4.356,72 ευρώ, 97,30 ευρώ, 2.810,00 ευρώ, 151,07 ευρώ, 41.490,50 ευρώ, 2.086,49 ευρώ, 4.136,46 ευρώ, 97,30 ευρώ, 5.805,07 ευρώ, 916,32 ευρώ, 100,24 ευρώ, 1.534,39 ευρώ, 2.941,72 ευρώ, 100,24 ευρώ, 100,24 ευρώ, 4.929,60 ευρώ, 658,92 ευρώ, 100,24 ευρώ, 210,80 ευρώ, 605,69 ευρώ, 96,96 ευρώ, 96,96 ευρώ, 96,96 ευρώ, 150,54 ευρώ, 851,30 ευρώ, 96,96 ευρώ, 53,58 ευρώ, 44,84 ευρώ, 1.360,16 ευρώ, 1.710,19 ευρώ, 808,23 ευρώ, 497,51 ευρώ, 997,64 ευρώ, 24.782,73 ευρώ, 779,24 ευρώ, 3.698,62 ευρώ και 500,00 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων και λοιπών συνεισπραττομένων, προερχόμενα, αντίστοιχα, από «Φ.Π.Α. οριστική» οικονομικού έτους 2011, «Φ.Π.Α. οριστική» οικονομικού έτους 2009, «Φ.Π.Α. οριστική» οικονομικού έτους 2010, «προσωρινή Φ.Μ.Υ.» οικονομικού έτους 2013, ….. οικονομικού έτους 2014, ….. οικονομικού έτους 2015,…. οικονομικού έτους 2016 και «πρόστιμο Φ.Π.Α.» οικονομικού έτους 2014.
2. Επειδή, καταρχάς, οι υπό στοιχείο β΄ προσβαλλόμενοι πίνακες χρεών, οι οποίοι ενσωματώνονται στο υπό στοιχείο α΄ προσβαλλόμενο κατασχετήριο έγγραφο, απαραδέκτως προσβάλλονται με την κρινόμενη ανακοπή, δεδομένου ότι οι πίνακες αυτοί, συνταχθέντες κατ’ άρθρο 30 του Κ.Ε.Δ.Ε. [ν.δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Α΄ 90)], δεν συνιστούν αυτοτελείς πράξεις της διαδικασίας διοικητικής εκτέλεσης με εκτελεστό χαρακτήρα, που δύνανται να προσβληθούν με ανακοπή, κατά το άρθρο 217 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (πρβλ. Δ.Εφ.Θεσ. 1683/2011). Κατά τα λοιπά, η κρινόμενη ανακοπή είναι περαιτέρω εξεταστέα ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού και του βασίμου της άσκησής της.
3. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) ορίζει στο άρθρο 70, όπως η παρ. 1 αυτού ίσχυε, κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, ήτοι μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 24 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), ότι: «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς, εκτός από την περίπτωση της απόρριψης αυτής ως εκπρόθεσμης και τις περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του παρόντος Κώδικα. Η προσφυγή αυτή ασκείται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της τελεσίδικης απόφασης και τα αποτελέσματα της άσκησής της ανατρέχουν στο χρόνο άσκησης της πρώτης. 2. Προσφυγή, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο προσφεύγων, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε.». Περαιτέρω, στο άρθρο 217 του Δεύτερου Μέρους του ίδιου Κώδικα, το οποίο αφορά στη διαδικασία εκδίκασης των διαφορών διοικητικής εκτέλεσης, ορίζεται ότι: «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) … . 2. …»., στο άρθρο 219 παρ. 1, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), ότι: «Προς άσκηση ανακοπής νομιμοποιείται εκείνος που έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον ή στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου.», στο άρθρο 224 ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. …», στο άρθρο 225 ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής.» και στο άρθρο 230 ότι: «Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι γενικές διατάξεις του ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ.».
4. Επειδή, η προπαρατεθείσα δικονομική ρύθμιση του άρθρου 70 του Κ.Δ.Δ. αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της γενικής αρχής της άπαξ ασκήσεως των ένδικων βοηθημάτων στη διοικητική δίκη, η οποία, στην περίπτωση της προσφυγής, έχει ως δικαιολογητικό λόγο, πέραν της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων, τη σταθερότητα των διοικητικών καταστάσεων, με την αποφυγή της παράτασης της εκκρεμότητας που προκαλείται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας εκτελεστών διοικητικών πράξεων, εξοπλισμένων με το τεκμήριο της νομιμότητας (βλ. Σ.τ.Ε. 2460/2021, 2800/2018). Έτσι, υπό την επιφύλαξη των εξαιρετικών διατάξεων του εδαφίου β΄ της παρ. 1 του άρθρου 70 του Κ.Δ.Δ. (οι προϋποθέσεις εφαρμογής των οποίων δεν συντρέχουν, πάντως, εν προκειμένω) και ενόψει και των οριζόμενων στο άρθρο 230 του Κ.Δ.Δ., αποκλείεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής ή ανακοπής από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής πράξης (βλ. Σ.τ.Ε. 2621/2014, 4352/2012), αδιαφόρως των προβαλλομένων με αυτήν λόγων και ανεξάρτητα από την τύχη της πρώτης, ως τέτοιας νοούμενης αυτής που προηγείται χρονικά, δηλαδή αυτής για την οποία συντάχθηκε προγενέστερη χρονικά πράξη κατάθεσης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1585/2012, 387/2011, 56/2003, βλ. Δ.Εφ.Αθ. 1181, 566/2022, 2313/2021, Δ.Εφ.Πειρ. 27/2022, 495/2021, Δ.Εφ.Τριπ. 676/2017, Δ.Εφ.Θεσ. 425/2016).
5. Επειδή, ο Κ.Ε.Δ.Ε. ορίζει στο άρθρο 2 ότι: «1. Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία, … ενεργείται δε δυνάμει νόμιμου τίτλου. … 2. Νόμιμος τίτλος εισπράξεως είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των Διοικητικών ή άλλων αρμοδίων Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται. β) … . 3. …» και στο άρθρο 4 ότι: «1. Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται επί πειθαρχική αυτού ευθύνη να αποστείλη προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν, δυνάμενος και να κοινοποιήση ταύτην, περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις. Η ειδοποίησις αύτη αποστέλλεται προς τον οφειλέτην διά της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας ή δι’ υπαλλήλων του Δημοσίου Ταμείου. … 2. Η κατά την προηγούμενην παράγραφον κοινοποιουμένη ατομική ειδοποίησις δεν εξομοιούται προς την επιταγήν προς πληρωμήν. 3. Η παράλειψις αποστολής της κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου ειδοποιήσεως ουδεμίαν ασκεί επίδρασιν επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων μέτρων.». Στη συνέχεια, με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4224/2013 (Α΄ 288), τροποποιήθηκε η παρ. 1 του άρθρου 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. ως εξής: «Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, η είσπραξη των δημοσίων εσόδων ανήκει στην αρμοδιότητα της Φορολογικής Διοίκησης και των λοιπών οργάνων που ορίζονται με ειδικές διατάξεις για το σκοπό αυτόν ή των ειδικών ταμιών, στους οποίους έχει ανατεθεί η είσπραξη ειδικών εσόδων. …», με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου προστέθηκε στο εν λόγω άρθρο (2) του Κ.Ε.Δ.Ε. παράγραφος 4, έχουσα ως εξής: «Η είσπραξη: α) στην περίπτωση των εκτελεστών τίτλων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/ 2013) και β) οποιουδήποτε τίτλου, κατ’ εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων επιβολής πολλαπλών τελών, πραγματοποιείται μόνο δυνάμει του τίτλου. Οι τίτλοι του προηγούμενου εδαφίου καταχωρίζονται στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης, αποκλειστικά, για λόγους παρακολούθησης της οφειλής, χωρίς η καταχώριση να αποτελεί όρο της νομιμότητας της εισπρακτικής διαδικασίας ή της εκτέλεσης. Επιδικαζόμενες υπέρ του Δημοσίου κάθε είδους χρηματικές αποζημιώσεις στο πλαίσιο ποινικών δικών που αφορούν αδικήματα που προβλέπονται από τη φορολογική και τελωνειακή νομοθεσία, είναι δυνατόν να εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου.», ενώ με την παρ. 5 του άρθρου 7 του ως άνω νόμου αντικαταστάθηκαν τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. ως ακολούθως: «Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του παρόντος Κώδικα, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία, είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου 6 του παρόντος.». Σύμφωνα, δε, με τα οριζόμενα στην παρ. 11 του εν λόγω άρθρου 7 του ν. 4224/2013, οι διατάξεις του τίθενται σε ισχύ από 1.1.2014 (πλην διαφορετικής πρόβλεψης στις μεταβατικές διατάξεις).
6. Επειδή, περαιτέρω, στο Α΄ Μέρος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας [ν. 4174/2013 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις» (Α΄ 170, Κ.Φ.Δ.)] ορίζεται στο άρθρο 1, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 1 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287), ότι: «Ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (εφεξής “ο Κώδικας”) καθορίζει τη διαδικασία προσδιορισμού και είσπραξης των εσόδων του Δημοσίου, που ορίζονται στο άρθρο 2, καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση με την κείμενη νομοθεσία, η οποία ρυθμίζει τα έσοδα αυτά.», στο άρθρο 2, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 παρ. 2 του ανωτέρω ν. 4223/2013, ότι: «1. Οι διατάξεις του Κώδικα ισχύουν για τα εξής δημόσια έσοδα: α. Φόρο Εισοδήματος. β. Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.). γ. … ε. Φόρους, τέλη, εισφορές ή χρηματικές κυρώσεις που αναφέρονται στο Παράρτημα του Κώδικα και κάθε άλλο φόρο, τέλος, εισφορά ή χρηματική κύρωση για τη βεβαίωση ή είσπραξη των οποίων, κατά την έναρξη ισχύος του Κώδικα, εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις των φορολογιών των περιπτώσεων α` και β`. στ. Χρηματικές κυρώσεις και τόκους, οι οποίοι προβλέπονται από τον Κώδικα.», στο άρθρο 5, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 παρ. 8 του ίδιου ως άνω ν. 4223/2013, ότι: «1. Η κοινοποίηση πράξεων που εκδίδει, σύμφωνα με τον Κώδικα, η Φορολογική Διοίκηση προς φορολογούμενο ή άλλο πρόσωπο, γίνεται εγγράφως ή ηλεκτρονικώς. 2. Εάν η πράξη αφορά φυσικό πρόσωπο, η κοινοποίηση συντελείται εφόσον: α) κοινοποιηθεί ηλεκτρονικά, … β) αποσταλεί με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα ταχυδρομική διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου, ή γ) επιδοθεί στο εν λόγω πρόσωπο, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μόνο εφόσον δεν είναι δυνατή η επίδοση με άλλον τρόπο. Η κοινοποίηση σύμφωνα με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατά το προηγούμενο εδάφιο, θεωρείται νόμιμη, εφόσον γίνει στην τελευταία δηλωθείσα στη Φορολογική Διοίκηση διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου. 3. Εάν η πράξη αφορά νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, η κοινοποίηση συντελείται εφόσον: … . 4. … 5. Πράξη που αποστέλλεται με συστημένη επιστολή θεωρείται ότι έχει νομίμως κοινοποιηθεί μετά την παρέλευση δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα αποστολής, εάν η ταχυδρομική διεύθυνση του παραλήπτη κατά τα ανωτέρω βρίσκεται στην Ελλάδα. … Σε περίπτωση που η επιστολή δεν παραδοθεί και δεν κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο ή στον εκπρόσωπο του για οποιονδήποτε λόγο, η Φορολογική Διοίκηση ζητά από την ταχυδρομική υπηρεσία την επιστροφή αυτής με συνοδευτικό κείμενο, στο οποίο περιλαμβάνονται οι ακόλουθες πληροφορίες: α) η ημερομηνία, κατά την οποία η συστημένη επιστολή προσκομίσθηκε και παρουσιάστηκε στην ως άνω διεύθυνση και β) ο λόγος για τη μη κοινοποίηση ή τη μη βεβαίωση της κοινοποίησης. Η Φορολογική Διοίκηση μεριμνά, προκειμένου αντίγραφο της συστημένης επιστολής να βρίσκεται στη διάθεση της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης και να μπορεί αυτή να παραδοθεί στον φορολογούμενο ή εκπρόσωπο του οποιαδήποτε στιγμή και αδαπάνως. 6. …», στο άρθρο 45 ότι: «1. Η είσπραξη των φόρων και των λοιπών εσόδων του Δημοσίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα πραγματοποιείται δυνάμει εκτελεστού τίτλου. 2. Εκτελεστοί τίτλοι από το νόμο είναι: α) …», στο άρθρο 47 [οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται για οφειλές για τις οποίες αποκτάται εκτελεστός τίτλος από την 1η.1.2014 και εφεξής, σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 72 του εν λόγω νόμου (άρθρου 66 πριν από την αναρίθμησή του)], ότι: 1. Σε περίπτωση μη καταβολής των ποσών που αναφέρονται στην πράξη προσδιορισμού του φόρου ή στην πράξη επιβολής τόκων ή προστίμων … μέχρι την προβλεπόμενη σε αυτά ημερομηνία πληρωμής η Φορολογική Διοίκηση κοινοποιεί στον φορολογούμενο ατομική ειδοποίηση καταβολής των οφειλών του που δεν έχουν καταβληθεί εντός των νομίμων προθεσμιών πριν τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα του Κώδικα [όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 παρ. 10 και 11 του ν. 4223/2013]. 2. Σε περίπτωση μη καταβολής των ποσών που αναφέρονται στην ατομική ειδοποίηση εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης καταβολής οφειλής, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με όσα ορίζονται στον Κώδικα. Δεν απαιτείται η κοινοποίηση της ειδοποίησης για την επιβολή κατάσχεσης στις περιπτώσεις κατάσχεσης χρηματικών ποσών ή απαιτήσεων στα χέρια του φορολογουμένου ή τρίτου [όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 παρ. 12 του ν. 4223/2013]. 3. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται: α) το ονοματεπώνυμο ή επωνυμία και τα στοιχεία του φορολογουμένου, β) ο Α.Φ.Μ. του φορολογουμένου, εφόσον έχει εκδοθεί, γ) η ημερομηνία έκδοσης της ατομικής ειδοποίησης καθώς και παραπομπές στους αντίστοιχους εκτελεστούς τίτλους …, δ) το είδος και το ποσό των οφειλόμενων φόρων …, ε) η εντολή καταβολής των ποσών αυτών, στ) ο τρόπος πληρωμής των ανωτέρω, ζ) ο όρος ότι οι τόκοι συνεχίζουν να υπολογίζονται μέχρι την τελική εξόφληση της οφειλής, η) ο όρος ότι εφόσον ο φορολογούμενος δεν προβεί σε εξόφληση εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί σε διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης των ποσών που αναφέρονται σε αυτή, εκτός εάν ο φορολογούμενος υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών εντός τριάντα (30) ημερών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Κώδικα. [όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 παρ. 13 του ν. 4223/2013] 4. Η ατομική ειδοποίηση, η οποία δεν εξομοιώνεται με επιταγή προς πληρωμή, κοινοποιείται στον φορολογούμενο σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κώδικα [όπως η παρ. αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 47 παρ. 14 του ν. 4223/2013]», στο άρθρο 48 ότι: «1. Εξαιρουμένων των θεμάτων που ρυθμίζονται διαφορετικά από τον παρόντα Κώδικα, η αναγκαστική είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα διενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν.δ. 356/1974 περί Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. 2. …» και, τέλος, στο άρθρο 63 παρ. 1, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 49 παρ. 1 του ν. 4223/2013, ότι: «Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. [η Υπηρεσία αυτή μετονομάστηκε σε Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) με την Δ6Α 1198069 ΕΞ2013 (Β’ 3367/31.12.2013) απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.] … . 2. …». Εξάλλου, στο άρθρο 9 του Κ.Ε.Δ.Ε. ορίζεται ότι: «Τα αναγκαστικά μέτρα που εφαρμόζονται για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων είναι τα εξής: 1) Κατάσχεση κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη είτε κινητών και απαιτήσεων του, εν γένει στα χέρια τρίτου. 2) Κατάσχεση ακινήτων. Η χρήση των αναγκαστικών αυτών μέτρων εναπόκειται στην κρίση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου που είναι βεβαιωμένο το έσοδο, ο οποίος μπορεί να τα λάβει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, είτε αθροιστικά είτε καθένα χωριστά κατά την ελεύθερη κρίση του. …».
7. Επειδή, υπό την ισχύ του προγενεστέρου των ανωτέρω διατάξεων του Κ.Φ.Δ. (ν. 4174/2013) νομοθετικού καθεστώτος (άρθρα 2 παρ. 2, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 7 του Κ.Ε.Δ.Ε., ως ίσχυαν), προβλεπόταν, ως όρος νομιμότητας για τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος οφειλέτη του Δημοσίου, η ταμειακή (εν στενή εννοία) βεβαίωση του χρέους, ήτοι η καταχώρισή του στο οικείο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων, διενεργούμενη μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης προσφυγής κατά του νομίμου τίτλου ή την απόρριψη της ασκηθείσας κατ’ αυτού προσφυγής. Η διαδικασία αυτή αντικαταστάθηκε με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κ.Φ.Δ., οι οποίες εφαρμόζονται αποκλειστικώς για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων που προέρχονται από φορολογικές οφειλές. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σ’ αυτές πράξη καταχώρισης του τίτλου της φορολογικής οφειλής στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης δεν ταυτίζεται, κατά τη νομική της φύση, με την ταμειακή (εν στενή εννοία) βεβαίωση της οφειλής προς το Δημόσιο, η οποία προβλεπόταν από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (όπως αυτές ίσχυαν προ της έναρξης της ισχύος του Κ.Φ.Δ.), αλλά, αποτελούσα, σε αντίθεση με εκείνη, εσωτερική απλώς διοικητική διαδικασία, μη παράγουσα για το διοικούμενο έννομες συνέπειες, δεν φέρει εκτελεστό χαρακτήρα. Τούτο, άλλωστε, αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4174/2013, κατά την οποία η εν λόγω καταχώριση «υπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς εσωτερικής παρακολούθησης της πράξης από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης αλλά και λογιστικής παρακολούθησης της οφειλής που αυτή ενσωματώνει και ουδόλως συνδέεται με το κύρος και τη νομιμότητα της πράξης [προσδιορισμού του φόρου] ή με το σύννομο της εισπρακτικής διαδικασίας», ενώ η καταχώριση αυτή προβλέπεται ρητώς και στην προπαρατεθείσα διατάξη της παρ. 4 του άρθρου 2 του Κ.Ε.Δ.Ε. (όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 4224/2013). Κατ’ ακολουθία τούτων, η τυχόν ασκούμενη ανακοπή κατά της προαναφερόμενης πράξης καταχώρισης είναι απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής πράξης. Αντιθέτως, η έκδοση της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 47 του Κ.Φ.Δ. ατομικής ειδοποίησης, επαγόμενη, κατά τα προεκτεθέντα, την επέλευση σοβαρών εννόμων συνεπειών σε βάρος του υποχρέου φορολογικής οφειλής, αποτελεί τη μόνη εκτελεστή πράξη, η οποία εκδίδεται κατά το στάδιο που προηγείται της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης προκειμένου να εισπραχθεί η οφειλή και, συνακόλουθα, παραδεκτώς ασκείται κατ’ αυτής η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. ανακοπή (βλ. Σ.τ.Ε. Ε.Α. 215 – 217/2016).
8. Επειδή, επιπλέον, στο άρθρο 115 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α΄ 151), ορίζεται ότι: «1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών … κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα [νόμο], καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. … 2. …». Με την παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998 (Α΄ 238/22.10.1998) προστέθηκε στο άρθρο 115 του Κ.Φ.Ε. παράγραφος 3 έχουσα ως εξής: «Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν, ως εξής: α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου». Με την παρ. 7 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998 ορίσθηκε, περαιτέρω, ότι: «Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 εφαρμόζονται και για την περίπτωση β΄ του άρθρου 45 του ν. 1642/1986 (ΦΕΚ 125 Α΄), καθώς και για οφειλές φόρου κύκλου εργασιών.». Επίσης, στο άρθρο 55 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2859/2000 (Α΄ 248) Κώδικα Φ.Π.Α., στο οποίο κωδικοποιήθηκε η ως άνω διάταξη του άρθρου 45 (περ. β΄) του ν. 1642/1986, προβλέπεται ότι: «Για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον υπόχρεο και οι εξής: … β) οι νόμιμοι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων, κατά το χρόνο διάλυσης, συγχώνευσης ή μετατροπής τους, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης του φόρου, γ) … .». Με τη δε παρ. 25 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, Α΄ 167), η οποία προστέθηκε στο νόμο αυτό με το άρθρο 26 παρ. 11 του ν. 4223/2013 (Α΄ 287), καταργήθηκαν, από 1.1.2014, οι διατάξεις του ανωτέρω ν. 2238/1994. Ανάλογες, όμως, διατάξεις περιελήφθησαν στο άρθρο 50 του προαναφερθέντος Κ.Φ.Δ., με τίτλο «Αλληλέγγυα Ευθύνη». Ειδικότερα, με το ως άνω άρθρο, όπως αυτό συμπληρώθηκε με τις παραγράφους 19 και 20 του άρθρου 47 του ν. 4223/2013, ορίσθηκαν τα εξής: «1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, πρόεδροι, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για την πληρωμή του φόρου, τόκων και προστίμων που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. … 2. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους, το ΦΠΑ και όλους τους επιρριπτόμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν ως εξής: α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου. 3. … 7. Πρόσωπα ευθυνόμενα για την καταβολή φόρου εκ μέρους του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύνανται να ασκήσουν έναντι της Φορολογικής Διοίκησης, παράλληλα με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα, οποιοδήποτε δικαίωμα θα είχε στη διάθεση του το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα [όπως η παρ. αυτή αναριθμήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 4223/2013] …».
9. Επειδή, οι παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη νομοθετικές διατάξεις δεν δημιουργούν ιδία φορολογική υποχρέωση των προσώπων που είχαν την ιδιότητα του διαχειριστή ή του διευθύνοντος συμβούλου ή του εκκαθαριστή, μεταξύ άλλων, ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας, κατά το χρόνο διάλυσης ή συγχώνευσής της ή κατά τη διάρκεια λειτουργίας της, για την καταβολή του οφειλόμενου από την εταιρεία φόρου, αλλά απλή πρόσθετη ευθύνη αυτών προς πληρωμή του βεβαιωθέντος σε βάρος της εταιρείας φόρου, η ευθύνη δε αυτή δεν ανάγεται στο στάδιο της βεβαίωσης του φόρου, αλλά στο στάδιο της είσπραξής του. Επομένως, τα ανωτέρω πρόσωπα δεν καθίστανται υποκείμενα της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης και δεν νομιμοποιούνται, καταρχήν, να ασκήσουν προσφυγή κατά της πράξης της αρμόδιας αρχής, με την οποία προσδιορίζεται η φορολογική οφειλή της εταιρείας, εκτός εάν έχουν μετάσχει – υπό την ισχύ του νέου Κ.Φ.Δ. – στη διοικητική διαδικασία που προηγείται της οριστικοποίησης της οικείας φορολογικής οφειλής (βλ. Σ.τ.Ε. 498/2020 7μ.). Για την ενεργοποίηση, δε, της ευθύνης των προσώπων αυτών δεν απαιτείται να επαναληφθεί η διαδικασία προσδιορισμού και βεβαίωσης του φόρου, με κοινοποίηση, προς τα πρόσωπα αυτά, της οικείας καταλογιστικής πράξης (φύλλου ελέγχου, πράξης επιβολής προστίμου κ.λ.π.), υποκείμενης σε προσφυγή, ούτε, περαιτέρω, η επ’ ονόματί τους ταμειακή βεβαίωση του οφειλομένου ποσού του φόρου, αλλά επιτρέπεται, καταρχήν, να επιδιωχθεί η αναγκαστική είσπραξη του οφειλόμενου ποσού του φόρου από τα πρόσωπα αυτά βάσει της ταμειακής βεβαίωσης που έχει εκδοθεί επ’ ονόματι της εταιρείας. Δεδομένου, όμως, ότι τα εν λόγω πρόσωπα δεν είναι, κατά τα ανωτέρω, υποκείμενα της φορολογικής υποχρέωσης, αλλά είναι τρίτοι, των οποίων η ευθύνη γεννάται το πρώτον κατά το στάδιο της είσπραξης του φόρου που βεβαιώθηκε επ’ ονόματι της εταιρείας, τα πρόσωπα αυτά αποκτούν, κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε., την ιδιότητα του «οφειλέτη», μόνον από και με την έκδοση και κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα και, πλέον, στο άρθρο 47 του Κ.Φ.Δ. (για νόμιμους τίτλους φορολογικών οφειλών που αποκτώνται από 1.1.2014 και εφεξής), μέσω της οποίας πληροφορούνται την ύπαρξη, το ύψος και την αιτία του χρέους τους, και τους παρέχεται η δυνατότητα είτε να αμυνθούν αποτελεσματικά, ασκώντας ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης του άρθρου 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (με θεωρούμενες ως συμπροσβαλλόμενες τις σχετικές ταμειακές βεβαιώσεις) ή κατά της ατομικής ειδοποίησης του άρθρου 47 του Κ.Φ.Δ. (ως μόνης, πλέον, εκτελεστής πράξης) είτε να προβούν σε ρύθμιση του χρέους τους. Κατά συνέπεια, αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη κατά των ανωτέρω προσώπων οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτά της ατομικής ειδοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. και, πλέον, στο άρθρο 47 του Κ.Φ.Δ., η παράλειψη της οποίας καθιστά άκυρη τη λήψη τέτοιου μέτρου, όπως, εν προκειμένω, η κατάσχεση χρηματικών απαιτήσεών τους εις χείρας τρίτου, εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα επικαλεσθούν το γεγονός αυτό της μη περιέλευσης ή της μη έγκαιρης περιέλευσης σε αυτά της ατομικής ειδοποίησης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2638/2018, 1775/2018 7μ., 2275/2017, 1623/2015, 4357/2014, 844/2012, 2711/2011, 708/2008), ενώ η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., με την οποία ορίζεται ότι η παράλειψη αποστολής της ατομικής ειδοποίησης δεν ασκεί καμία επίδραση στο κύρος των αναγκαστικών μέτρων που λαμβάνονται κατά του οφειλέτη, καθώς και η σχετική διάταξη του άρθρου 47 παρ. 2 του Κ.Φ.Δ., δεν έχουν, οπωσδήποτε, εφαρμογή επί αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τρίτων, ευθυνομένων προσθέτως και αλληλεγγύως για χρέη άλλων προσώπων, εφόσον, τυχόν εφαρμογή τους θα απέληγε είτε στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, χωρίς προηγουμένως να τους έχει δοθεί η δυνατότητα να εξοφλήσουν το χρέος τους, είτε στην απώλεια σταδίου δικονομικής προστασίας τους (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2275/2017, 1477/2014, 844/2012). Εξάλλου, τα ανωτέρω ισχύουν και υπό την ισχύ του Κ.Φ.Δ. (από 1.1.2014 και εφεξής), δεδομένου ότι το δικαίωμα που παρασχέθηκε, με το άρθρο 50 του Κώδικα αυτού, στα αλληλεγγύως ευθυνόμενα, με το νομικό πρόσωπο, φυσικά πρόσωπα να ασκούν ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Δ.Ε.Δ. κατά κάθε εκδιδόμενης, σε βάρος του νομικού προσώπου, καταλογιστικής πράξης της Φορολογικής Αρχής (στην οποία πρέπει να μνημονεύονται, κατά το άρθρο 37 περ. ι΄ του Κ.Φ.Δ., ως ισχύει) και, ακολούθως, προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου (βλ. Σ.τ.Ε. 2816/2020, 498/2020 7μ.) δεν μεταβάλλει τη φύση της ευθύνης των προσώπων αυτών ως απλής πρόσθετης ευθύνης προς εξόφληση των φορολογικών χρεών της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας και την ενεργοποίησή της από και δια της αποστολής, προς αυτά, της σχετικής ατομικής ειδοποίησης.
10. Επειδή, τέλος, η καθιέρωση, στο άρθρο 5 παρ. 5 του Κ.Φ.Δ., τεκμηρίου κοινοποίησης της πράξης της φορολογικής αρχής μετά από την παρέλευση δεκαπέντε ημερών από την ημέρα αποστολής της με συστημένη επιστολή, όταν η ταχυδρομική διεύθυνση του παραλήπτη βρίσκεται στην Ελλάδα, πρέπει να ερμηνευθεί, υπό το φως των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), ως καθιέρωση μαχητού τεκμηρίου, υπό το πρίσμα και της πάγιας νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, από την οποία συνάγεται ότι η ύπαρξη αμάχητων τεκμηρίων αντιβαίνει στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας και ότι το δικαίωμα αυτό δεν προσβάλλεται μόνον όταν το θεσπιζόμενο τεκμήριο είναι μαχητό, όταν προβλέπεται, δηλαδή, η δυνατότητα του διοικούμενου να το ανατρέψει (πρβλ. Δ.Εφ.Αθ. 4247, 3954/2022). Κατ’ ακολουθίαν, δύναται να αμφισβητηθεί ότι η αποσταλείσα με συστημένη επιστολή ατομική ειδοποίηση περιήλθε, πράγματι, στον ενδιαφερόμενο· στην περίπτωση δε αυτή, προκειμένου να μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι η ατομική ειδοποίηση επιδόθηκε νομίμως, πρέπει να συντάσσεται από τα όργανα των Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΕΛ.ΤΑ.) αποδεικτικό παραλαβής της, περιλαμβάνον, κατ’ ελάχιστον, ορισμένα ουσιώδη στοιχεία, όπως ο αριθμός της επιδοθείσας πράξης, η ημερομηνία επίδοσής της, καθώς και το ονοματεπώνυμο και η υπογραφή του προσώπου που την παρέλαβε (πρβλ. Δ.Εφ.Αθ. 3547, 2201/2022, 1559/2020), ενώ το αποδεικτικό αυτό, σε περίπτωση αμφισβήτησης, θα πρέπει να προσκομίζεται από τη φέρουσα το σχετικό βάρος απόδειξης φορολογική αρχή (πρβλ. Δ.Εφ.Αθ. 2956/2022 σκ. 5, 131/2021 σκ. 9, 1284/2020 σκ. 7), ενώπιον των δικαστηρίων.
11. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Σε βάρος της δεύτερης ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρείας, βεβαιώθηκαν ταμειακώς ή καταχωρίσθηκαν στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης, δυνάμει των λεπτομερώς αναφερόμενων στην πρώτη σκέψη της παρούσας πράξεων, ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές της, συνολικού ύψους 659.217,08 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων προσαυξήσεων και λοιπών συνεισπραττομένων), αναγόμενες στα έτη 1996 – 2016 και προερχόμενες από Φ.Π.Α., Φ.Μ.Υ. και φόρο εισοδήματος (βλ., συναφώς, τις με ημερομηνία εκτύπωσης 15.6.2020 καρτέλες φορολογουμένου με χρέη του Τμήματος Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. και της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών για την ως άνω εταιρεία). Για την είσπραξη των ανωτέρω ληξιπρόθεσμων οφειλών της δεύτερης ανακόπτουσας εταιρείας (περιεχόμενων στους σχετικώς συνταχθέντες, …/2017 και …/2017 πίνακες χρεών του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. και της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, αντίστοιχα), εκδόθηκε σε βάρος του πρώτου ανακόπτοντος, ως Διευθύνοντος Συμβούλου της, το πρώτο προσβαλλόμενο, …. κατασχετήριο έγγραφο του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., υπογραφόμενο, κατ’ εντολήν του, από τον Προϊστάμενο της Ε.Μ.ΕΙΣ. (Τμήμα Β΄), με το οποίο κατασχέθηκαν αναγκαστικά, εις χείρας της εταιρείας με την επωνυμία «….», ως τρίτης, όσα χρήματα αυτή οφείλει ή μέλλει να οφείλει στον ως άνω ανακόπτοντα, λόγω της μετοχικής του σχέσης με αυτήν, από διανεμητέα κέρδη, αποζημιώσεις, μισθούς, μερίσματα, προμερίσματα τακτικά ή έκτακτα και αφορολόγητα ή μη αποθεματικά, μέχρι του ποσού των 659.217,08 ευρώ. Προηγουμένως, για την είσπραξη, μεταξύ άλλων, των περιεχόμενων, στον πρώτο, …/2017 πίνακα χρεών του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., φορολογικών οφειλών της δεύτερης ανακόπτουσας εταιρείας (βεβαιωθεισών με τις …… πράξεις ταμειακής βεβαίωσης), είχε επιβληθεί σε βάρος της ως άνω εταιρείας, δυνάμει της …. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θηβών …. (εκδοθείσας σε εκτέλεση της …. έγγραφης παραγγελίας της Διευθύντριας του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.), αναγκαστική κατάσχεση επί ενός αγροτεμαχίου ιδιοκτησίας της, συνολικής επιφάνειας 12.585,80 τ.μ., κείμενου στην κτηματική περιφέρεια της τοπικής κοινότητας … του Δήμου Θηβαίων του Νομού Βοιωτίας, μετά του επ’ αυτού βιομηχανικού κτίσματος, εμβαδού 3.458,50 τ.μ., το οποίο (αγροτεμάχιο) έχει προκύψει από συνένωση δύο μικρότερων, όμορων αγροτεμαχίων, που είχαν περιέλθει στην κυριότητα της ανωτέρω εταιρείας δυνάμει των ……/2002 και …./2002 συμβολαίων αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Θηβών …., μεταγεγραμμένων στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θηβών, στον τόμο 1.336 και με αύξοντες αριθμούς 28 και 29. Κατά της ανωτέρω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου και – μεταξύ άλλων – των προαναφερόμενων πράξεων ταμειακής βεβαίωσης, η δεύτερη ανακόπτουσα εταιρεία άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, την με αριθμό κατάθεσης …. ανακοπή, ζητώντας την ακύρωσή τους. Επίσης, για την είσπραξη, μεταξύ άλλων, των περιεχόμενων, στο δεύτερο (…/2017) πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, φορολογικών οφειλών της δεύτερης ανακόπτουσας εταιρείας που είχαν είτε βεβαιωθεί ταμειακώς είτε καταχωρισθεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης με τις ……….. σχετικές πράξεις, είχε επιβληθεί σε βάρος της ως άνω εταιρείας, δυνάμει της …. έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θηβών …… (εκδοθείσας σε εκτέλεση της …./2015 έγγραφης παραγγελίας Προϊσταμένων της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών), αναγκαστική κατάσχεση επί του ίδιου ως άνω περιγραφόμενου αγροτεμαχίου ιδιοκτησίας της. Κατά της ανωτέρω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου, καθώς και – μεταξύ άλλων – των προαναφερθεισών πράξεων ταμειακής βεβαίωσης / καταχώρισης στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης, η δεύτερη ανακόπτουσα εταιρεία άσκησε, ενώπιον, ομοίως, του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, την με αριθμό κατάθεσης …..2017 ανακοπή, ζητώντας την ακύρωσή τους.
12. Επειδή, με την κρινόμενη, εν προκειμένω, ανακοπή, όπως αναπτύσσεται με το νομοτύπως κατατεθέν, στις 25.5.2022, υπόμνημα, οι ανακόπτοντες βάλλουν κατά της νομιμότητας τόσο του προαναφερόμενου κατασχετηρίου εγγράφου του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (υπογραφόμενου, κατ’ εντολήν του, από τον Προϊστάμενο της Ε.Μ.ΕΙΣ.) όσο και των περιεχόμενων στους ενσωματωμένους, σ’ αυτό, πίνακες χρεών, πράξεων ταμειακής βεβαίωσης ή καταχώρισης στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης. Μεταξύ άλλων, προβάλλουν, αναφορικά με τη νομιμότητα του ως άνω κατασχετηρίου εγγράφου, ότι η επιβληθείσα, δι’ αυτού, κατάσχεση έλαβε χώρα κατά παράβαση του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., δεδομένου ότι δεν τους είχε κοινοποιηθεί προηγουμένως ατομική ειδοποίηση με τις ταμειακές βεβαιώσεις των φερόμενων ως οφειλών της δεύτερης ανακόπτουσας εταιρείας, για τις οποίες ο πρώτος ανακόπτων τυγχάνει συνευθυνόμενος. Όπως συνεχίζουν, η ανωτέρω παράλειψη προκάλεσε στον πρώτο εξ αυτών βλάβη, αφού εξαιτίας αυτής, στερήθηκε τη δυνατότητα να ασκήσει ατομικώς, πριν από την επιβολή της ένδικης κατάσχεσης, τα προβλεπόμενα στο νόμο ένδικα βοηθήματα (ανακοπή και αίτηση αναστολής εκτέλεσης) κατά των επίμαχων ταμειακών βεβαιώσεων και να αμφισβητήσει εγκαίρως, ενώπιον του Δικαστηρίου, τη νομιμότητά τους. Ούτως, ο ίδιος απώλεσε – κατά τα περαιτέρω προβαλλόμενα με την ανακοπή – στάδιο δικονομικής προστασίας, γεγονός που καθιστά το ως άνω προσβαλλόμενο κατασχετήριο ακυρωτέο. Επί του ανωτέρω λόγου της ανακοπής, το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο αντιτείνει, με την …. έκθεση των απόψεών του, ότι στον πρώτο ανακόπτοντα (υπό την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της δεύτερης ανακόπτουσας εταιρείας) είχαν αποσταλεί, με συστημένη επιστολή των ΕΛ.ΤΑ., στη διεύθυνση που ο ίδιος είχε δηλώσει στο Μητρώο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. (ήτοι επί της οδού … 3 στη …. Αττικής), α) η α/α – έτος …./2014 και με αριθ. πρωτ. ….2014 ατομική ειδοποίηση καταβολής – υπερημερίας για χρέη της ως άνω εταιρείας προς το Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. ύψους, κατά το χρόνο έκδοσής της, 249.537,43 ευρώ, και β) η α/α – έτος …./2015 και με αριθ. πρωτ. …..2015 ατομική ειδοποίηση καταβολής – υπερημερίας για χρέη της ως άνω εταιρείας προς τη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, ύψους, κατά το χρόνο έκδοσής της, 291.152,70 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό και ενόψει των οριζόμενων στο άρθρο 5 παρ. 2 περ. β΄ του Κ.Φ.Δ., το καθ’ ου υποστηρίζει ότι η κοινοποίηση των ως άνω ατομικών ειδοποιήσεων στον πρώτο ανακόπτοντα έχει συντελεσθεί και, επομένως, έχει εκπληρωθεί η επικαλούμενη, στο δικόγραφο της ανακοπής, αναγκαία προϋπόθεση για την επιβολή, σε βάρος του, της ένδικης αναγκαστικής κατάσχεσης. Συναφώς, το καθ’ ου προσκομίζει στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης – μόνο – τις ως άνω αναφερόμενες ατομικές ειδοποιήσεις των Προϊσταμένων, αντίστοιχα, του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. και της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, η πρώτη εκ των οποίων αφορά – μεταξύ άλλων – στις περιεχόμενες στον …/2017 πίνακα χρεών (ενσωματωμένο στο προσβαλλόμενο κατασχετήριο) ταμειακές βεβαιώσεις και η δεύτερη αφορά – μεταξύ άλλων – στις τριάντα πέντε πρώτες εκ των περιεχόμενων στον …/2017 πίνακα χρεών (ενσωματωμένο, ομοίως, στο προσβαλλόμενο κατασχετήριο) ταμειακών βεβαιώσεων.
13. Επειδή, υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν, όπως ερμηνεύθηκαν, το Δικαστήριο, εξετάζοντας την κρινόμενη ανακοπή κατά το μέρος που έχει ασκηθεί από τη δεύτερη ανακόπτουσα εταιρεία, λαμβάνει, καταρχάς, υπόψη ότι η ως άνω εταιρεία δεν διαθέτει το απαιτούμενο, από το άρθρο 219 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον για την προσβολή του …. κατασχετηρίου εγγράφου, δεδομένου ότι το κατασχετήριο αυτό έχει εκδοθεί αποκλειστικώς σε βάρος – ατομικώς – του πρώτου ανακόπτοντος και δεν αναπτύσσει δυσμενείς έννομες συνέπειες σε βάρος της ίδιας (ως νομικού προσώπου). Ενόψει τούτου και λαμβανομένου, επιπροσθέτως, υπόψη ότι δικαίωμα προσβολής του εν λόγω κατασχετηρίου δεν αναγνωρίζεται υπέρ της ως άνω ανακόπτουσας εταιρείας ούτε από ειδική διάταξη νόμου, η κρινόμενη ανακοπή, κατά το μέρος που ασκείται από την εν λόγω ανακόπτουσα και στρέφεται κατά του προαναφερόμενου κατασχετηρίου εγγράφου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι κατά των περιλαμβανόμενων, στον …/2017 πίνακα χρεών, 8 πράξεων ταμειακής βεβαίωσης (με αριθμούς: ….), καθώς και κατά των περιλαμβανόμενων, στον …/2017 πίνακα χρεών, 41 πρώτων πράξεων ταμειακής βεβαίωσης ή καταχώρισης στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης (με αριθμούς: …………………, η δεύτερη ανακόπτουσα εταιρεία είχε ασκήσει, ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, αντίστοιχα, τις ……….. ανακοπές, η εκδίκαση των οποίων, σύμφωνα με την ίδια (βλ. σελ. 12 του υπομνήματός της), εκκρεμεί. Ως εκ τούτων, η κρινόμενη, εν προκειμένω, ανακοπή, κατατεθείσα στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 13.6.2017, κατά το μέρος που δι’ αυτής ζητείται από την ίδια διάδικο (ήτοι τη δεύτερη ανακόπτουσα εταιρεία) η ακύρωση των αυτών πράξεων, αποτελεί, κατά τα γενόμενα ερμηνευτικώς δεκτά στην τέταρτη σκέψη της παρούσας, ανεπίτρεπτη, κατά τα άρθρα 70 παρ. 1 και 230 του Κ.Δ.Δ., δεύτερη ανακοπή και, για το λόγο αυτό, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Τούτο, δε, ανεξαρτήτως του ζητήματος της κατά τόπον (ή μη) αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου έχουν ασκηθεί οι χρονικώς πρότερες ανακοπές, δεδομένου ότι η τυχόν αναρμοδιότητα του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου ασκείται το ένδικο βοήθημα δεν εμποδίζει τη δημιουργία εκκρεμοδικίας, ούτε συνεπάγεται την απόρριψή του, αλλά την παραπομπή του, απλώς, στο κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 295/2011 σκ. 5, Δ.Εφ.Αθ. 2838/2022, Δ.Εφ.Πειρ. 1116/2022, Δ.Εφ.Πατρ. 182/2022, 190/2020 κ.ά.). Τέλος, οι λοιπές εννέα (………..) προσβαλλόμενες πράξεις «ταμειακής βεβαίωσης», ακόμη και αν αναγράφονται ως τέτοιες στον οικείο (…/2017) πίνακα χρεών, συνιστούν πράξεις καταχώρισης στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης, δεδομένου ότι αφορούν σε φορολογικές οφειλές βασιζόμενες σε νόμιμους τίτλους αποκτηθέντες μετά την 1η.1.2014 (ήτοι προερχόμενες, οι οκτώ πρώτες εξ αυτών, από χρεωστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ετών 2015 – 2016, η δε τελευταία από πρόστιμο Φ.Π.Α. έτους 2014). Σύμφωνα, δε, με τα αναλυτικώς εκτεθέντα στην έβδομη σκέψη της παρούσας, η, κατά τα ανωτέρω, καταχώριση των εσόδων αυτών δεν ταυτίζεται, κατά τη νομική της φύση, με την ταμειακή (εν στενή εννοία) βεβαίωση οφειλών προς το Δημόσιο, η οποία προβλεπόταν από τις προϊσχύουσες διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., αλλά αποτελεί εσωτερική διοικητική διαδικασία της Φορολογικής Αρχής, μη παράγουσα για την ως άνω ανακόπτουσα έννομες συνέπειες. Επομένως, οι τελευταίες αυτές πράξεις καταχώρισης δεν φέρουν εκτελεστό χαρακτήρα και απαραδέκτως η ως άνω εταιρεία τις προσβάλλει με την κρινόμενη ανακοπή. Για τους ανωτέρω λόγους, εξεταζόμενους αυτεπαγγέλτως (άρθρο 35 του Κ.Δ.Δ.), η ένδικη ανακοπή, κατά το μέρος που έχει ασκηθεί από τη δεύτερη ανακόπτουσα εταιρεία, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο σύνολό της.
14. Επειδή, στη συνέχεια, το Δικαστήριο, εξετάζοντας την κρινόμενη ανακοπή κατά το μέρος που έχει ασκηθεί από τον πρώτο ανακόπτοντα, λαμβάνει, καταρχάς, υπόψη ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη οιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος φυσικού προσώπου, ευθυνόμενου προσθέτως και αλληλεγγύως για χρέη ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας, συνιστά, σύμφωνα με τα γενόμενα ερμηνευτικώς δεκτά στην ένατη σκέψη της παρούσας, η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση, προς αυτό, της ατομικής ειδοποίησης του άρθρου 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. και, ακολούθως, του άρθρου 47 του Κ.Φ.Δ.. Εν προκειμένω, το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο επικαλείται, με την έκθεση των απόψεών του, την αποστολή, στον εν λόγω ανακόπτοντα, με συστημένη επιστολή των ΕΛ.ΤΑ., των α/α – έτος …./2014 (με αριθ. πρωτ. ….) και α/α – έτος …./2015 (με αριθ. πρωτ. ….) ατομικών ειδοποιήσεων καταβολής – υπερημερίας των Προϊσταμένων, αντίστοιχα, του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. και της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών, στις οποίες περιέχονται όλες οι ταμειακές βεβαιώσεις του πρώτου (…/2017), ενσωματωμένου στο κατασχετήριο, πίνακα χρεών, καθώς και οι τριάντα πέντε πρώτες εκ των περιλαμβανόμενων στο δεύτερο (…/2017), ενσωματωμένο, ομοίως, στο κατασχετήριο, «ταμειακών βεβαιώσεων». Ωστόσο, το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο, καίτοι έφερε, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη δέκατη σκέψη της παρούσας, το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν προσκόμισε, ενώπιον του Δικαστηρίου, κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει, πρωτίστως, η αποστολή των προαναφερόμενων ατομικών ειδοποιήσεων στον εν λόγω ανακόπτοντα, ούτε – πολλώ, δε, μάλλον – το τυχόν συνταχθέν, από τα όργανα των ΕΛ.ΤΑ., αποδεικτικό παραλαβής τους, ενώ, εξάλλου, δεν προσκόμισε οιαδήποτε ατομική ειδοποίηση, απευθυνόμενη προς τον ως άνω ανακόπτοντα, αναφορικά με τις λοιπές, περιλαμβανόμενες στο δεύτερο (…/2017) πίνακα χρεών, δεκαπέντε ταμειακές βεβαιώσεις / πράξεις καταχώρισης στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης. Τούτων έπεται ότι ο ανωτέρω ανακόπτων δεν ενημερώθηκε, με την έγκαιρη περιέλευση, σ’ αυτόν, ατομικής ειδοποίησης, για την εκκίνηση της εις βάρος του διαδικασίας είσπραξης των επίμαχων χρεών, με συνέπεια να απολέσει στάδιο δικονομικής προστασίας, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ, παράλληλα, στερήθηκε και της δυνατότητας να προβεί σε ρύθμιση των εν λόγω χρεών πριν από την έναρξη της ως άνω διαδικασίας εκτέλεσης. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι το προσβαλλόμενο κατασχετήριο έγγραφο εις χείρας τρίτου παρίσταται μη νόμιμο και πρέπει, κατ’ αποδοχή ως βασίμου του σχετικώς προβαλλόμενου λόγου της ανακοπής, να ακυρωθεί, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξέτασης των λοιπών προβαλλόμενων, κατά της νομιμότητάς του, λόγων ανακοπής. Τέλος, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη α) ότι οι προσβαλλόμενες ταμειακές βεβαιώσεις / πράξεις καταχώρισης στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης εκδόθηκαν για χρέη όχι του ως άνω ανακόπτοντος (ατομικώς), αλλά της πρωτοφειλέτιδας δεύτερης ανακόπτουσας ανώνυμης εταιρείας, και β) ότι στον εν λόγω ανακόπτοντα δεν έχει κοινοποιηθεί, κατά τα αμέσως ανωτέρω γενόμενα δεκτά, ατομική ειδοποίηση του άρθρου 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. και, ήδη, του άρθρου 47 του Κ.Φ.Δ., με την οποία αυτός να καλείται προσωπικώς να εξοφλήσει τα επίμαχα φορολογικά χρέη της δεύτερης ανακόπτουσας εταιρείας και να καθίσταται, ούτως, οφειλέτης του Ελληνικού Δημοσίου, κρίνει ότι ο εν λόγω ανακόπτων δεν διαθέτει – στο παρόν στάδιο – άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον για να προσβάλλει τις περιλαμβανόμενες στους ανωτέρω, …/2017 και …/2017 πίνακες χρεών, πράξεις ταμειακής βεβαίωσης / καταχώρισης στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1366/2016, 1361, 332/2015, 237/2008), ούτε, άλλωστε, τέτοιο δικαίωμα αναγνωρίζεται, υπέρ αυτού, από ειδική διάταξη νόμου. Ως εκ τούτων, η ένδικη ανακοπή, κατά το οικείο μέρος, είναι απορριπτέα, κατά τον αυτεπάγγελτο, ομοίως, έλεγχο του Δικαστηρίου, ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του εν λόγω ανακόπτοντος, κατ’ άρθρο 219 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. (πρβλ. Δ.Εφ.Αθ 1069/2019 σκ. 7, Δ.Εφ.Θεσ. 1394/2017 σκ. 7)· τούτο, δε, ανεξαρτήτως της συνδρομής και έτερου λόγου απαραδέκτου, συνιστάμενου στην έλλειψη εκτελεστότητας όσων εκ των ανωτέρω πράξεων στηρίζονται σε νόμιμους τίτλους αποκτηθέντες μετά την 1η.1.2014.
15. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που έχει ασκηθεί από τη δεύτερη ανακόπτουσα εταιρεία, ενώ πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά το μέρος που έχει ασκηθεί από τον πρώτο ανακόπτοντα, και να ακυρωθεί το προσβαλλόμενο, …. κατασχετήριο έγγραφο του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., υπογραφόμενο, κατ’ εντολήν του, από τον Προϊστάμενο της Ε.Μ.ΕΙΣ. (Τμήμα Β΄). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση ποσού 40,00 ευρώ εκ του καταβληθέντος παραβόλου στον πρώτο ανακόπτοντα και η κατάπτωση του υπολοίπου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.), ενώ, τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ΄ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την ανακοπή, κατά το μέρος που έχει ασκηθεί από τη δεύτερη ανακόπτουσα εταιρεία.
Δέχεται εν μέρει την ανακοπή, κατά το μέρος που έχει ασκηθεί από τον πρώτο ανακόπτοντα.
Ακυρώνει το …. κατασχετήριο έγγραφο του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., υπογραφόμενο, κατ’ εντολήν του, από τον Προϊστάμενο της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης (Τμήμα Β΄).
Διατάσσει την απόδοση ποσού σαράντα (40,00) ευρώ εκ του καταβληθέντος παραβόλου στον πρώτο ανακόπτοντα και την κατάπτωση του υπολοίπου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 29ης Δεκεμβρίου 2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΥΔΟΚΙΑ ΛΕΟΥΤΣΑΚΟΥ
Ακριβές αντίγραφο
Αθήνα 2022
Η Προϊσταμένη του 5ου τμήματος