ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 28ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ Α18071/2022
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2021 με δικαστές τις: Άννα Γεωργίου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Παναγιώτα Δουβή (εισηγήτρια) και Όλγα Θεοδωρικάκου, Πρωτοδίκες Δ.Δ., και γραμματέα τη Βασιλική Τσολάκη, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει τη με ημερομηνία κατάθεσης 3 Αυγούστου 2015 αγωγή,
των: 1) …., 163) α) …., οι οποίοι, πλην των 4α1, 4α2, 4α3, 4α4, 10α, 14α, 23, 24, 25, 26α, 26β, 26γ, 26δ, 26ε, 31, 35α, 36α, 36β, 36γ, 36δ, 36ε, 38, 45β, 58β, 60α, 61β2, 61γ, 66γ, 66δ, 66ε, 66ε2, 75, 87, 120, 121β, 126, 131, 133, 136β, 144β, 145β, 146, 148, 153α και 157, παρέστησαν με το δικηγόρο Θεόδωρο Χουλιάρα,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παρέστη με δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. της δικαστικής πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ιουλίας Κοτσώνη.
Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι που παρέστησαν στο ακροατήριο ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.
Σκέφθηκε κατά το νόμο.
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, το αίτημα της οποίας μετατράπηκε, για όλους τους ενάγοντες, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και επιπλέον περιορίστηκε, για ορισμένους από αυτούς, με το νομίμως κατατεθέν στις 12.10.2021 υπόμνημα, οι ενάγοντες, είτε ως ιδιοκτήτες ακινήτων άνευ κτιρίων που απαλλοτριώθηκαν το έτος 1997 για τη διαπλάτυνση της εθνικής οδού Θεσσαλονίκης – Νέων Μουδανιών, είτε ως κληρονόμοι των ιδιοκτητών αυτών, επικαλούμενοι το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, ως αποζημίωση για την ισόποση περιουσιακή ζημία που υπέστησαν, όπως ισχυρίζονται, εξαιτίας της παράνομης, κατ’ αυτούς, άρνησης του εναγόμενου να εκτελέσει την από 5.11.2009 τελεσίδικη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.). Με την απόφαση αυτή επιδικάστηκε από κοινού σε 354 προσφεύγοντες – ιδιοκτήτες ακινήτων με ή χωρίς κτίρια που απαλλοτριώθηκαν για τον προαναφερόμενο σκοπό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι ενάγοντες ή οι ως άνω δικαιοπάροχοί τους, το ποσό των 1.840.000 ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση κατ’ άρθρο 41 της Ε.Σ.Δ.Α., από το οποίο ποσό 840.000 ευρώ στους προσφεύγοντες – ιδιοκτήτες ακινήτων με κτίρια και ποσό 1.000.000 ευρώ στους προσφεύγοντες – ιδιοκτήτες ακινήτων χωρίς κτίρια. Ειδικότερα, το διεκδικούμενο από κάθε ενάγοντα ποσό αποζημίωσης αναλύεται ως εξής: α) για μεν τους ενάγοντες που δεν περιόρισαν το αίτημά τους, αφενός σε μέρος του ως άνω επιδικασθέντος στους προσφεύγοντες – ιδιοκτήτες ακινήτων χωρίς κτίρια ποσού δίκαιης ικανοποίησης για την υλική τους βλάβη, ύψους 1.000.000 ευρώ, αφετέρου στους αναλογούντες στο μέρος αυτό τόκους υπερημερίας που, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, οφείλονται σύμφωνα με την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α., λόγω της μη εκτέλεσής της και β) για δε τους ενάγοντες που προέβησαν σε περιορισμό του αιτήματός τους, επειδή εισέπραξαν, όπως εκθέτουν στο προαναφερόμενο υπόμνημά τους, μέρος της επιδικασθείσας δίκαιης ικανοποίησης ποσού 1.000.000 ευρώ δυνάμει μεταγενέστερης της άσκησης της αγωγής συμφωνίας με το εναγόμενο, μόνο στους αναλογούντες στο μέρος αυτό τόκους υπερημερίας. Τέλος, με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες επιδιώκουν, επιπλέον, κατ’ επίκληση του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ποσό 10.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που τους προξενήθηκε, όπως διατείνονται, εξαιτίας της αδικαιολόγητης καθυστέρησης καταβολής σε αυτούς της ανωτέρω επιδικασθείσας δίκαιης ικανοποίησης ποσού 1.000.000 ευρώ.
2. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (εφεξής ‘Κ.Δ.Δ.’), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (Α΄97), ορίζει, στο άρθρο 140, ότι: «1. Η δίκη διακόπτεται αν, κατά τη διάρκειά της και πριν από την τελευταία συζήτηση, αποβιώσει διάδικος (…) Σε περίπτωση ομοδικίας, η διακοπή αφορά μόνο το διάδικο στο πρόσωπο του οποίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του επήλθε η μεταβολή. Αν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία, ο λόγος διακοπής που συντρέχει ως προς έναν από τους ομοδίκους, επιφέρει τη διακοπή της δίκης ως προς όλους. 2. Η διακοπή επέρχεται αφότου γνωστοποιηθεί ο λόγος που την προκάλεσε. Η γνωστοποίηση διενεργείται είτε με κατάθεση σχετικού δικογράφου στο γραμματέα του δικαστηρίου είτε με προφορική δήλωση, στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης, από οποιονδήποτε έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή από τον τελευταίο πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνου στο πρόσωπο του οποίου συνέτρεξε ο λόγος της διακοπής. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο γνωστοποίηση πρέπει υποχρεωτικώς να συνοδεύεται από όλα τα έγγραφα τα αποδεικνύοντα το λόγο της διακοπής. 4. (…)» και στο άρθρο 141 ότι: «1. Η δίκη που διακόπηκε επαναλαμβάνεται αν, μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από τη συνεδρίαση κατά την οποία διαπιστώθηκε η διακοπή της, κάποιο από τα πρόσωπα που δικαιούνται να την επαναλάβουν υποβάλει, προς το γραμματέα του δικαστηρίου, δικόγραφο περιέχον σχετική δήλωση. Σε περίπτωση που εκκρεμεί αποδοχή κληρονομίας, η προθεσμία αυτή δεν αρχίζει πριν από την αποδοχή. Η δήλωση μπορεί να γίνει και προφορικώς στο ακροατήριο κατά τη συνεδρίαση κατά την οποία διαπιστώθηκε η διακοπή της δίκης. Η κατά τις προηγούμενες περιόδους δήλωση δεν επιφέρει κανένα έννομο αποτέλεσμα αν, σε κάθε περίπτωση, δεν συνοδεύεται από κατάσταση με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των τυχόν λοιπών προσώπων που έχουν επίσης δικαίωμα επανάληψης. 2. Αν η επανάληψη της δίκης γίνει ύστερα από δήλωση που υποβλήθηκε προφορικώς στο ακροατήριο, κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, μπορεί κατά την ίδια συνεδρίαση να προχωρήσει και η συζήτηση της υπόθεσης, αν, κατ’ αυτήν, παρίστανται όλοι όσοι έχουν δικαίωμα να επαναλάβουν τη δίκη. Αλλιώς, η συζήτηση της υπόθεσης αναβάλλεται, ώστε να κλητευθούν και τα πρόσωπα αυτά. 3. Αν κανένα από τα πρόσωπα που δικαιούνται να επαναλάβουν τη δίκη δεν προβεί στις κατά την παρ. 1 ενέργειες, η δίκη επαναλαμβάνεται αυτοδικαίως. (…)». Περαιτέρω, ο ίδιος ως άνω Κώδικας ορίζει, στο άρθρο 192 παρ. 1, ότι: «Η δικαστική απόφαση είναι ανυπόστατη: α) (…) δ) αν εκδόθηκε κατ’ ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου (…)» .
3. Επειδή, εξάλλου, ο Κ.Δ.Δ. διαλαμβάνει, στο Κεφάλαιο Α΄ του Δέκατου Τμήματος του Πρώτου Μέρους αυτού, διατάξεις για την ομοδικία. Ειδικότερα, ο Κώδικας αυτός ορίζει, στο άρθρο 115, με τίτλο «Δυνητική» [ομοδικία], όπως ισχύει, ότι: «1. Περισσότεροι μπορούν, με το ίδιο δικόγραφο, να ασκήσουν (…) κοινή αγωγή, εφόσον συνδέονται με κοινό δικαίωμα ή τα δικαιώματά τους στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση. 2. (…) 4. Η δυνητική ομοδικία δεν επηρεάζει τις ουσιαστικές έννομες σχέσεις των ομοδίκων. Οι διαδικαστικές πράξεις του ενός δεν ωφελούν ούτε βλάπτουν τους άλλους. 5. (…)», στο άρθρο 116, με τίτλο «Αναγκαστική» [ομοδικία], ότι: «1. Περισσότεροι ομοδικούν αναγκαστικώς, εφόσον: α) η διαφορά από τη φύση της επιδέχεται μόνο ενιαία ρύθμιση, ή β) η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται, σύμφωνα με το νόμο, σε όλους τους ομοδίκους, ή γ) κατά το νόμο, συγκεκριμένο ένδικο βοήθημα μόνο από κοινού μπορεί να ασκηθεί από αυτούς ή κατ’ αυτών, ή δ) λόγω των συνθηκών της συγκεκριμένης διαφοράς, δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις. 2. Οι διαδικαστικές πράξεις κάθε αναγκαστικώς ομοδίκου, εφόσον ο νόμος που ορίζει τη σχέση δεν ορίζει διαφορετικά, δεσμεύουν και τους λοιπούς αναγκαστικώς ομοδίκους. Για το κύρος όμως των πράξεων συμβιβασμού, αναγνώρισης, παραίτησης και συμφωνίας για διαιτησία, απαιτείται ομοφωνία όλων των αναγκαστικώς ομοδίκων. 3. (…)», στο άρθρο 117, ότι: «Αν ορισμένοι, ως προς τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής ομοδικίας δεν περιλαμβάνονται στο κοινό δικόγραφο, προσεπικαλούνται στη δίκη, με κοινοποίηση του εισαγωγικού δικογράφου και γνωστοποίηση της δικασίμου, από οποιονδήποτε ομόδικο, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση», στο άρθρο 118, ότι: «Ο κατά το προηγούμενο άρθρο προσεπικαλούμενος μετέχει στη δίκη με ειδικό δικόγραφο, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται, σε κυρωμένο αντίγραφο, με τη φροντίδα του, στους άλλους διαδίκους, ως την προτεραία της συζήτησης» .Τέλος, στο άρθρο 124 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Περισσότερα ένδικα βοηθήματα ή μέσα μπορούν να σωρευθούν, κυρίως ή επικουρικώς, στο ίδιο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο αν συντρέχουν ως προς αυτά οι προϋποθέσεις του άρθρου 122, το οποίο και εφαρμόζεται αναλόγως. 2. Οι διατάξεις για την ομοδικία έχουν και στην περίπτωση αυτή ανάλογη εφαρμογή» και στο άρθρο 122, στο οποίο γίνεται, κατά τα ανωτέρω, παραπομπή, ότι: «1. Κοινό ένδικο βοήθημα μπορεί να ασκηθεί από τον ίδιο διάδικο για συναφείς πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες, εφόσον το δικαστήριο είναι ως προς όλες κατά τόπο αρμόδιο. 2. Συναφείς είναι οι πράξεις και οι παραλείψεις: α) όταν στηρίζονται στην ίδια νομική και στην ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική βάση ή β) όταν η νομιμότητα της μιας ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της άλλης. (…) 3. Συναφείς είναι οι υλικές ενέργειες όταν συνδέονται ουσιωδώς μεταξύ τους και οι αξιώσεις που απορρέουν από αυτές στηρίζονται στην ίδια νομική βάση. 4. Για τον καθορισμό του καθ’ ύλην αρμόδιου δικαστηρίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 121. 5. (…)».
4. Επειδή, στις 14.1.2020 κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου έγγραφο, το οποίο υπογράφεται από τον υπογράφοντα το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής δικηγόρο Θεόδωρο Χουλιάρα, στο οποίο αναφέρεται ότι οι ενάγοντες με αριθμό 3, 5γ, 18β, 23, 33α, 37στ, 45β, 48, 50, 58β, 60, 61β3, 61γ, 75, 81, 88, 110δ, 120, 121β, 132, 138α, 141, 145, 146, 149β, 150, 153α και 154α3 απεβίωσαν και ότι τη δίκη συνεχίζουν οι εκεί κατονομαζόμενοι ως κληρονόμοι τους. Ωστόσο, για τους αναφερόμενους στο ως άνω έγγραφο 18β, 23, 37στ, 45β, 58β, 60, 61β3, 61γ, 75, 81, 120, 121β, 132, 145, 146, 149β, 150 και 153α ενάγοντες δεν κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, έγγραφα αποδεικνύοντα το θάνατό τους (π.χ. αποσπάσματα ληξιαρχικών πράξεων θανάτου). Περαιτέρω, για τους λοιπούς αναφερόμενους στο εν λόγω έγγραφο ενάγοντες, αν και κατατέθηκαν προαποδεικτικά έγγραφα που αποδεικνύουν το θάνατό τους, δεν προσκομίστηκαν όλα τα αναγκαία έγγραφα για την απόδειξη της ιδιότητας των ως άνω κατονομαζόμενων προσώπων ως κληρονόμων τους από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου (πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών, πιστοποιητικό περί δημοσίευσης ή μη διαθήκης, πιστοποιητικό περί κήρυξης της τυχόν δημοσιευθείσας διαθήκης ως κυρίας μαζί με επικυρωμένο αντίγραφο αυτής, πιστοποιητικό περί μη αποποίησης της επαχθείσας κληρονομίας και πιστοποιητικό περί μη αμφισβήτησης του κληρονομικού δικαιώματος), όπως στην περίπτωση ορισμένων από τους φερόμενους ως κληρονόμους των εναγόντων με αριθμό 3, 48, 50, 138α, 141 και 154α3, για τους οποίους κατατέθηκαν, ωστόσο, ιδιωτικά έγγραφα παροχής πληρεξουσιότητας προς τον προαναφερόμενο, υπογράφοντα το δικόγραφο της αγωγής δικηγόρο. Εξάλλου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο (13.10.2021) ο ανωτέρω δικηγόρος δήλωσε προφορικά ότι η δίκη διακόπτεται. Τέλος, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, στις 11.11.2021 και 16.11.2021, περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αποσπάσματα ληξιαρχικών πράξεων θανάτου και για άλλους ενάγοντες, τα οποία συνοδεύονται από μία λίστα αποβιωσάντων εναγόντων, που υπογράφεται και αυτή από το δικηγόρο Θεόδωρο Χουλιάρα και αναφέρει μόνο τα ονόματα των εναγόντων αυτών και την ημερομηνία θανάτου τους.
5. Επειδή, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, ενόψει της μη προσκόμισης όλων των απαιτούμενων εγγράφων για τη διαπίστωση της τυχόν διακοπής και επανάληψης της δίκης ως προς τους αποβιώσαντες ενάγοντες, κρίνεται αναγκαίο να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης ως προς αυτούς και να διαταχθεί η συμπλήρωση των αποδείξεων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 151 του Κ.Δ.Δ., με επιμέλεια των τυχόν δικαιούμενων να επαναλάβουν τη δίκη, προκειμένου αυτοί να προσκομίσουν όλα τα αναγκαία για το σκοπό αυτό έγγραφα, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
6. Επειδή, μειοψήφησε η εισηγήτρια, Παναγιώτα Δουβή, η οποία διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 140 και 192 παρ. 1 εδ. δ΄ του Κ.Δ.Δ. συνάγεται ότι προκειμένου να συμβεί διακοπή της έννομης σχέσης της δίκης δεν αρκεί να λάβει χώρα το γεγονός που αποτελεί το λόγο διακοπής [ήτοι ο θάνατος διαδίκου], αλλά απαιτείται επιπλέον η γνωστοποίηση του λόγου αυτού κατά τον διαγραφόμενο στο άρθρο 140 του Κ.Δ.Δ. τύπο, δηλαδή είτε με κατάθεση σχετικού δικογράφου στο γραμματέα του Δικαστηρίου, είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου, κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης (βλ. ΣτΕ 1693-1699/2014, πρβλ. ΣτΕ 285/2017 σκ. 3, ΑΠ 1282/2009). Εξάλλου, πρέπει η γνωστοποίηση αυτή να συνοδεύεται υποχρεωτικά από τα αποδεικτικά στοιχεία του λόγου της διακοπής (πρβλ. ΣτΕ 3270/2001 σκ. 6), ενώ ανυπόστατο της απόφασης γεννάται μόνο αν γνωστοποιηθεί στο δικαστήριο με έναν από τους προβλεπόμενους τρόπους θάνατος του διαδίκου και παρά ταύτα εκδοθεί απόφαση (βλ. ΣτΕ 3758, 427/2013, 3338/2010, 2573/2007, 2297/2003, πρβλ. Α.Π. 27/1987 Ολομ.). Συνεπώς, στην περίπτωση που δεν γνωστοποιηθεί, κατά τον εν λόγω τύπο, ο θάνατος διαδίκου από δικαιούμενο σε επανάληψη της δίκης καθολικό διάδοχό του ή τον τελευταίο πληρεξούσιο δικηγόρο του – δηλαδή από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιός του πρβλ. ΑΠ 963/2020 – δεν επέρχεται διακοπή της δίκης, η δε απόφαση εκδίδεται στο όνομα του αποβιώσαντος διαδίκου, στη θέση του οποίου υπεισέρχονται αυτοδικαίως οι δεσμευόμενοι, κατ’ άρθρο 197 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., από το δεδικασμένο καθολικοί διάδοχοί του (βλ. ΣτΕ 285/2017 σκ. 3, πρβλ. ΑΠ 1282/2009). Ενόψει, δε, της πάγιας αυτής ερμηνείας των ανωτέρω διατάξεων, το κατατεθέν στις 14.1.2020 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου έγγραφο το οποίο υπογράφεται από τον υπογράφοντα το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής δικηγόρο Θεόδωρο Χουλιάρα, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι αποτελεί δικόγραφο γνωστοποίησης του θανάτου των αναφερόμενων σε αυτό εναγόντων, δεν δύναται να επιφέρει διακοπή της έννομης σχέσης της δίκης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 140 του Κ.Δ.Δ. Τούτο, διότι, ως προς τους 18β, 23, 37στ, 45β, 58β, 60, 61β3, 61γ, 75, 81, 120, 121β, 132, 145, 146, 149β, 150 και 153α ενάγοντες, το έγγραφο αυτό δεν συνοδεύεται από έγγραφα κατατεθέντα νομίμως στο Δικαστήριο πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 150 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., και αποδεικνύοντα το λόγο της διακοπής, ήτοι το θάνατο των εναγόντων αυτών (π.χ. αποσπάσματα ληξιαρχικών πράξεων θανάτου), σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 140 του Κ.Δ.Δ., ενώ ως προς τους λοιπούς αναφερόμενους στο εν λόγω έγγραφο ενάγοντες, για τους οποίους κατατέθηκαν προαποδεικτικά τέτοια έγγραφα, το έγγραφο αυτό δεν συνιστά γνωστοποίηση του θανάτου τους από δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο. Ειδικότερα, ο υπογράφων το έγγραφο αυτό δικηγόρος δεν έχει την ιδιότητα του τελευταίου πληρεξούσιου δικηγόρου των ως άνω εναγόντων, όπως απαιτεί το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 140 του Κ.Δ.Δ., δεδομένου ότι αυτοί δεν τον νομιμοποίησαν, πριν από το θάνατό τους, με κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 30 του Κ.Δ.Δ. τρόπους. Περαιτέρω, τα ιδιωτικά έγγραφα παροχής πληρεξουσιότητας προς τον ανωτέρω δικηγόρο που υπογράφονται από ορισμένους μόνο από τους φερόμενους ως κληρονόμους των εναγόντων με αριθμό 3, 48, 50, 138α, 141 και 154α3 δεν συνοδεύονται από όλα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την ιδιότητά τους αυτή. Εξάλλου, για τους ίδιους ως άνω λόγους δεν επήλθε διακοπή της δίκης ούτε με την προφορική δήλωση περί «διακοπής» αυτής στην οποία προέβη ο ανωτέρω δικηγόρος στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (13.10.2021).Τέλος, τα περιελθόντα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11.11.2021 και 16.11.2021 αποσπάσματα ληξιαρχικών πράξεων θανάτου άλλων, πέραν των προαναφερόμενων, εναγόντων καθώς επίσης και η λίστα αποβιωσάντων εναγόντων που τα συνοδεύει και υπογράφεται από τον αυτόν ως άνω δικηγόρο δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 150 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., ως προσκομισθέντα μετά τη συζήτηση της υπόθεσης. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει ότι δεν έχει γνωστοποιηθεί σε αυτό, κατά τον διαγραφόμενο από το άρθρο 140 του Κ.Δ.Δ. τύπο, ο θάνατος των ανωτέρω εναγόντων και ότι, συνεπώς, δεν επήλθε διακοπή της δίκης, ώστε να επακολουθήσει η διαδικασία της επανάληψής της και να κριθεί η έκβασή της με βάση τις διατάξεις του άρθρου 141 του Κ.Δ.Δ. Εξάλλου, εφόσον δεν έχει λάβει χώρα νομότυπα γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, ήτοι του θανάτου των ως άνω εναγόντων, δεν υφίσταται αρχή απόδειξης του λόγου αυτού, ούτως ώστε να καταλείπεται πεδίο εφαρμογής του άρθρου 151 του Κ.Δ.Δ. περί συμπλήρωσης των αποδείξεων με έκδοση σχετικής απόφασης που να τη διατάσσει. Κατόπιν τούτων, θα έπρεπε να διαπιστωθεί ότι η συζήτηση της κρινόμενης αγωγής νομίμως εχώρησε με διάδικους τους αποβιώσαντες ενάγοντες, να εξεταστεί περαιτέρω η αγωγή και να εκδοθεί οριστική απόφαση.
7. Επειδή, εξάλλου, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, η σχέση που συνδέει τους ανωτέρω αποβιώσαντες ενάγοντες με τους λοιπούς είναι αυτή της αναγκαστικής ομοδικίας, ενόψει της φύσης της ένδικης διαφοράς. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την από 6.12.2007 απόφαση Σαμψωνίδης και Άλλοι κατά Ελλάδος («απόφαση στην κύρια δίκη») το Ε.Δ.Δ.Α. έκρινε ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης (Ε.Σ.Δ.Α.) και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής και έκανε δεκτή την με αριθμό 2834/2005 αίτηση συνολικά 354 προσφευγόντων – ιδιοκτητών ακινήτων, με ή χωρίς κτίρια, που απαλλοτριώθηκαν το έτος 1997 για τη διαπλάτυνση της εθνικής οδού Θεσσαλονίκης – Νέων Μουδανιών. Ακολούθως, με την από 5.11.2009 τελεσίδικη απόφασή του επί της ίδιας αίτησης το Ε.Δ.Δ.Α. όρισε ότι το Ελληνικό Κράτος οφείλει να καταβάλει στους ως άνω αιτούντες – προσφεύγοντες, μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που η απόφαση θα καταστεί οριστική, το ποσό του ενός εκατομμυρίου οκτακοσίων σαράντα χιλιάδων ευρώ (1.840.000 €) στο σύνολο για υλική ζημία, προσαυξανόμενο με έναν απλό τόκο, από την λήξη της ανωτέρω τρίμηνης προθεσμίας και μέχρι την καταβολή. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση (βλ. παρ. 18) κρίθηκε εύλογο να επιδικαστεί από κοινού στους μεν αιτούντες – ιδιοκτήτες οικοπέδων με κτίρια για εμπορική χρήση ποσό 840.000 ευρώ, στους δε αιτούντες – ιδιοκτήτες ακινήτων χωρίς κτίρια ποσό 1.000.000, ως υλική ζημία. Η εκτέλεση, όμως, της τελευταίας αυτής απόφασης καθυστέρησε σημαντικά, εν μέρει λόγω έλλειψης ομόφωνης συμφωνίας των δικαιούχων της επιδικασθείσας με αυτήν δίκαιης ικανοποίησης ως προς τον τρόπο διανομής της. Εξαιτίας, δε, της καθυστέρησης αυτής, οι ήδη ενάγοντες, προβάλλοντας ότι είναι ιδιοκτήτες ή κληρονόμοι των ιδιοκτητών των 187 από τα 193 ακίνητα χωρίς κτίρια για τα οποία επιδικάστηκε το προαναφερόμενο ποσό του 1.000.000 ευρώ, άσκησαν την κρινόμενη αγωγή, με την οποία ζητούν συγκεκριμένο και διαφορετικό ο καθένας ποσό, ως αποζημίωση για την ισόποση περιουσιακή ζημία που υπέστησαν, όπως ισχυρίζονται, εξαιτίας της παράνομης, κατ’ αυτούς, άρνησης του εναγόμενου να εκτελέσει την από 5.11.2009 τελεσίδικη απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. Για τον υπολογισμό, δε, του ποσού της διεκδικούμενης αποζημίωσής τους, οι ενάγοντες έλαβαν υπόψη την προτεινόμενη και υπολογιζόμενη από τον καθένα εξ αυτών αξία επένδυσης καθενός από τα ανωτέρω 193 ακίνητα σε συνδυασμό με το ως άνω επιδικασθέν ποσό του 1.000.000 ευρώ. Ωστόσο, οι ιδιοκτήτες των λοιπών από τα προαναφερόμενα 193 ακίνητα δεν περιλαμβάνονται στην κρινόμενη αγωγή. Ενόψει τούτων, η παρούσα διαφορά, ως αφορώσα ουσιαστικά στη διανομή της δίκαιης ικανοποίησης ποσού 1.000.000 ευρώ που επιδικάστηκε με την από 5.11.2009 τελεσίδικη απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. για τους ιδιοκτήτες ακινήτων χωρίς κτίρια, επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση, κατ’ άρθρο 116 παρ. 1 περ. α΄ του Κ.Δ.Δ. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 140 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., επί αναγκαστικής ομοδικίας ο λόγος διακοπής που συντρέχει ως προς έναν από τους ομοδίκους επιφέρει τη διακοπή της δίκης ως προς όλους, η αναβολή έκδοσης οριστικής απόφασης καταλαμβάνει και τους λοιπούς ομοδίκους. Εξαιτίας, δε, της αναβολής αυτής, είναι δυνατή, κατά την αυτήν ως άνω διάταξη, η γνωστοποίηση, έως το πέρας της τελευταίας συζήτησης, του θανάτου και της τυχόν επανάληψης της δίκης και για άλλους ενάγοντες, όπως για εκείνους για τους οποίους περιήλθαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αποσπάσματα ληξιαρχικών πράξεων θανάτου μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, στις 11.11.2021 και 16.11.2021. Τέλος, ενόψει της προεκτεθείσας φύσης της ένδικης διαφοράς, πρέπει να προσεπικληθούν στη δίκη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, εκείνοι οι προσφεύγοντες στο Ε.Δ.Δ.Α. – ιδιοκτήτες ακινήτων χωρίς κτίρια οι οποίοι, αν και ήταν δικαιούχοι βάσει της ω άνω απόφασης του Ε.Δ.Δ.Α. , όπως οι ενάγοντες, μέρος της επιδικασθείσας υπέρ της εν λόγω κατηγορίας ιδιοκτητών ακινήτων δίκαιης ικανοποίησης ύψους 1.000.000 ευρώ, δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής.
8. Επειδή, τέλος, η εισηγήτρια, Παναγιώτα Δουβή μειοψήφησε και ως προς το ζήτημα του δεσμού της ομοδικίας που συνδέει τους ενάγοντες. Ειδικότερα, κατά τη γνώμη αυτή, με την κρινόμενη αγωγή δεν ζητείται, το πρώτον από το Δικαστήριο, η διανομή στους ενάγοντες του ποσού του 1.000.000 ευρώ που επιδικάστηκε με την από 5.11.2009 τελεσίδικη απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. από κοινού στους προσφεύγοντες – ιδιοκτήτες ακινήτων χωρίς κτίρια και, συνεπώς, η αγωγή αυτή δεν συνιστά αγωγή διανομής κοινού πράγματος των άρθρων 798 και 799 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.). Πράγματι, στην υποθετική αυτή περίπτωση θα ετίθετο όχι μόνο ζήτημα συμμετοχής στη δίκη όλων των ως άνω προσφευγόντων – ιδιοκτητών, ενόψει τόσο του διαπλαστικού χαρακτήρα της αγωγής διανομής κοινού, συνιστάμενου στη διάπλαση νέας έννομης σχέσης για κάθε κοινωνό με τη λύση της κοινωνίας, όσο και του διπλού χαρακτήρα της αγωγής αυτής, συνιστάμενου στο ότι με την άσκησή της δημιουργείται δίκη όπου κάθε κοινωνός είναι συγχρόνως ομόδικος και αντίδικος των υπόλοιπων συγκοινωνών, η δε θέση αυτού ως ενάγοντος ή εναγόμενου είναι συμπτωματική, εξαρτώμενη από το ποιος είχε την πρωτοβουλία να ασκήσει την αγωγή (βλ. Ολ. ΑΠ 321/1983, ΑΠ 177, 1822/2017κ.ά.), αλλά, προεχόντως, ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δεδομένης της φύσης της διαφοράς που γεννάται από την άσκηση της αγωγής διανομής κοινού ως ιδιωτικής. Εξάλλου, ενιαία ρύθμιση επιδέχεται η διαφορά προκειμένου περί αδιαίρετων δικαιωμάτων ή πλήρους μεταξύ των ομοδίκων ταυτότητας του αντικειμένου της δίκης, με την έννοια ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν νοείται διαφορετική ουσιαστική κρίση για κάποιους από τους ομοδίκους (πρβλ. ΑΠ 179/2004 με τις εκεί παραπομπές, βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 20/2015, 611/2007 που αφορούν σε περιπτώσεις ενιαίας ρύθμισης διαφοράς προκύπτουσας από αναγκαστική τοποθέτηση – πρόσληψη προστατευόμενων προσώπων), όχι όμως όταν αντικείμενο της δίκης είναι αποζημίωση, δηλαδή χρηματική και, άρα, διαιρετή παροχή (βλ. άρθρα 297 εδ. α΄ και 494 παρ. 2 εδ. α΄ του Α.Κ., πρβλ. ΣτΕ 1129/2011) ή, ομοίως, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ειδικότερα, περίπτωση απλής ομοδικίας (υποκειμενικής σώρευσης αγωγών) υπάρχει όταν ενάγουν ή ενάγονται περισσότεροι του ενός, ως εις ολόκληρον δικαιούχοι ή υπόχρεοι για αποζημίωση από αδικοπραξία ή εκ του νόμου, ενώνονται δε σε κοινή διαδικασία πλείονες έννομες σχέσεις δίκης, οι οποίες συνδέουν διάφορα υποκείμενα, χωρίς να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός από αυτούς έναντι των λοιπών, καθώς η αξίωση κάθε δικαιούχου είναι αυτοτελής (βλ. ΑΠ 838/2020). Εν προκειμένω, η κρινόμενη αγωγή έχει καθαρά αποζημιωτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι με αυτήν επιδιώκεται η καταβολή αποζημίωσης στους ενάγοντες προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν εξαιτίας της παράνομης άρνησης του εναγόμενου να εκτελέσει την από 5.11.2009 απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α., καταβάλλοντας την επιδικασθείσα με αυτήν δίκαιη ικανοποίηση ποσού 1.000.000 ευρώ. Με άλλη διατύπωση, η κρινόμενη αγωγή έχει ως νομική βάση το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και ως πραγματική βάση την περιουσιακή ζημία των εναγόντων από την παράνομη άρνηση εκτέλεσης της ανωτέρω δικαστικής απόφασης. Άλλωστε, όπως εκτέθηκε στην πρώτη σκέψη, η διεκδικούμενη από κάθε ενάγοντα αποζημίωση δεν ταυτίζεται με το μέρος εκείνο της προαναφερόμενης επιδικασθείσας δίκαιης ικανοποίησης ποσού 1.000.000 ευρώ που αυτός υποστηρίζει ότι δικαιούται να λάβει. Ειδικότερα, για όσους ενάγοντες δεν περιόρισαν το αγωγικό τους αίτημα η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει όχι μόνο μέρος του ανωτέρω επιδικασθέντος ποσού, αλλά και τους αναλογούντες στο μέρος αυτό τόκους υπερημερίας, ενώ για όσους προέβησαν σε περιορισμό του αιτήματός τους, λόγω καταβολής σε αυτούς μέρους του εν λόγω ποσού, η διεκδικούμενη αποζημίωση εξαντλείται στους αναλογούντες στο μέρος αυτό τόκους υπερημερίας. Εκ τούτων παρέπεται ότι το επιδικασθέν ποσό του 1.000.000 ευρώ αποτέλεσε απλώς και μόνο κριτήριο υπολογισμού της διεκδικούμενης από κάθε ενάγοντα αποζημίωσης και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κοινό πράγμα προς διανομή στην παρούσα δίκη. Επομένως, η ένδικη διαφορά δεν επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση και, για το λόγο αυτό, δεν ιδρύεται περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας κατά το άρθρο 116 παρ. 1 περ. α΄ του Κ.Δ.Δ., ο δε δεσμός που συνδέει τους ενάγοντες μεταξύ τους είναι αυτός της δυνητικής (απλής) ομοδικίας. Η άποψη, εξάλλου, αυτή ενισχύεται και από το ότι στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο έχει σωρευθεί αντικειμενικά, κατ’ άρθρο 124 του Κ.Δ.Δ., και αγωγή με αυτοτελές αίτημα την αναγνώριση της αξίωσης κάθε ενάγοντος να λάβει ποσό 10.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που διατείνεται ότι υπέστη εξαιτίας της αδικαιολόγητης καθυστέρησης καταβολής της προαναφερόμενης επιδικασθείσας από το Ε.Δ.Δ.Α. δίκαιης ικανοποίησης. Κατόπιν τούτων, ενόψει του ότι οι ενάγοντες είναι απλοί ομόδικοι, δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση προσεπίκλησης στη δίκη των λοιπών προσφευγόντων στο Ε.Δ.Δ.Α. – ιδιοκτητών ακινήτων χωρίς κτίρια, οι οποίοι, αν και δικαιούνται, όπως οι ενάγοντες, μέρος της επιδικασθείσας υπέρ της εν λόγω κατηγορίας ιδιοκτητών ακινήτων δίκαιης ικανοποίησης ύψους 1.000.000 ευρώ, δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.
Διατάσσει τους τυχόν δικαιούμενους να γνωστοποιήσουν λόγο διακοπής της δίκης και να την επαναλάβουν στο όνομά τους να προσκομίσουν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την επομένη της επίδοσης αντιγράφου της παρούσας απόφασης σε αυτούς: 1) αποσπάσματα ληξιαρχικών πράξεων θανάτου των εναγόντων που απεβίωσαν, 2) πιστοποιητικά εγγυτέρων συγγενών, 3) επίκαιρα πιστοποιητικά του αρμόδιου δικαστηρίου: α) περί δημοσίευσης ή μη διαθήκης, σε καταφατική δε περίπτωση πιστοποιητικά περί κήρυξης της διαθήκης ως κυρίας μαζί με επικυρωμένο αντίγραφο αυτής, β) περί μη αποποίησης της επαχθείσας κληρονομίας και γ) περί μη αμφισβήτησης του κληρονομικού δικαιώματος και 4) συμβολαιογραφικές πράξεις ή ιδιωτικά έγγραφα παροχής πληρεξουσιότητας σε δικηγόρο για την επανάληψη της δίκης.
Ορίζει νέα δικάσιμο για την εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (Τμήμα 28ο Τριμελές) την 14Η-6- 2023, ημέρα Τετάρτη και ώρα 12:30 μ.μ. στο ακροατήριο του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (αίθουσα Α1, 1ος όροφος, οδός Λουίζης Ριανκούρ, αριθμός 85).
Διατάσσει την εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της ανωτέρω δικασίμου και ορίζει ότι η κοινοποίηση αντιγράφου της παρούσας απόφασης στους διαδίκους επέχει θέση κλήτευσής τους για να παραστούν στην ως άνω δικάσιμο.
Διατάσσει τους ενάγοντες να προσεπικαλέσουν στη δίκη, με επιμέλεια οποιουδήποτε από αυτούς, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την κατά τα ανωτέρω ορισθείσα για τη συζήτηση της υπόθεσης νέα δικάσιμο, εκείνους τους προσφεύγοντες στο Ε.Δ.Δ.Α. – ιδιοκτήτες ακινήτων χωρίς κτίρια που, αν και δικαιούνται, όπως αυτοί, μέρος της επιδικασθείσας με την από 5.11.2009 απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. δίκαιης ικανοποίησης ύψους 1.000.000 ευρώ, δεν συμφώνησαν με αυτούς ως προς τον τρόπο διανομής της και δεν περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, κοινοποιώντας τους: α) τη με αριθμό εισαγωγής ΑΓ …/3.8.2015 κρινόμενη αγωγή και β) την παρούσα απόφαση, η οποία επέχει θέση κλήτευσης αυτών για την ορισθείσα με αυτήν νέα δικάσιμο για τη συζήτηση της υπόθεσης.
Υποχρεώνει τους ενάγοντες να προσκομίσουν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, με επιμέλεια οποιουδήποτε από αυτούς, τις εκθέσεις επίδοσης των ως άνω κοινοποιήσεων μέχρι την προηγούμενη ημέρα της ως άνω ορισθείσας νέας δικασίμου.
Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου και 26 Οκτωβρίου 2022 με τη σύνθεση που αναγράφεται στο προοίμιο της παρούσας και το πρωτότυπο της απόφασης υπογράφεται μόνο από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ. της σύνθεσης, Άννα Γεωργίου, καθώς η υπογραφή της Εισηγήτριας Παναγιώτας Δουβή παραλείπεται, λόγω μετάθεσής της στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Η απόφαση δημοσιεύτηκε στον ίδιο τόπο, στις 30 Δεκεμβρίου 2022, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με τη συμμετοχή στη σύνθεση της Αθανασίας – Χρυσής Παπαγιάννη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., λόγω της ως άνω υπηρεσιακής μεταβολής.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΣΟΛΑΚΗ
Ακριβές αντίγραφο,
Αθήνα,………………
Η Προϊσταμένη του 28ου Τμήματος