ΑΠΟΦΑΣΗ
Debono και Dimech κατά Μάλτας της 18.04.2023 (αρ. προσφ. 17094/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μίσθωση που επιβλήθηκε στο ακίνητο των προσφευγόντων ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του κεφαλαίου 69 νόμου της Μάλτας.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν συνταγματική προσφυγή καταγγέλλοντας, μεταξύ άλλων, παραβίαση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων σε σχέση με τα αποτελέσματα που είχε ο νόμος σε βάρος τους, καθώς ευνοούσε τους καινούργιους ενοικιαστές, οι οποίοι διατήρησαν το δικαίωμα επί του ακινήτου, καταβάλλοντας δυσανάλογα χαμηλό μίσθωμα. Το εγχώριο δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος της περιουσίας των προσφευγόντων και τους επιδίκασε αποζημίωση ύψους 20.000 ευρώ.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ βάσει του άρθρου 1 του ΠΠΠ της Σύμβασης και σε συνδυασμό με το άρθρο 13 παραπονούμενοι ότι παρέμειναν θύματα της παραβίασης που αναγνωρίστηκε από τα εθνικά δικαστήρια λόγω του μικρού ποσού της επιδικασθείσας αποζημίωσης και της μη έξωσης των ενοικιαστών.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια αναγνώρισαν την παραβίαση και επιδίκασαν αποζημίωση 20.000 ευρώ τόσο για περιουσιακή όσο και για ηθική βλάβη. Λαμβάνοντας υπόψη τη μισθωτική αξία του ακινήτου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε για παραβίαση που διήρκεσε 15 έτη δεν ήταν επαρκής και δίκαιη ικανοποίηση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του ΠΠΠ). Επίσης, βασιζόμενο στη νομολογία του το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ΠΠΠ και επιδίκασε στους προσφεύγοντες από κοινού 23.000 ευρώ για περιουσιακή ζημία.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Μίσθωση που επιβλήθηκε στο ακίνητο των προσφευγόντων στη Sliema (το οποίο κληρονόμησαν το 2004), ως αποτέλεσμα της εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας, με βάση την οποία οι ενοικιαστές κατέβαλλαν ετησίως 112 ευρώ το 1996, 185 ευρώ το 2010 και 203 ευρώ το 2016, σύμφωνα με το νόμο.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν συνταγματική προσφυγή καταγγέλλοντας, μεταξύ άλλων, παραβίαση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων σε σχέση με τα αποτελέσματα που είχε ο νόμος σε βάρος τους, καθόσον επέτρεπε στους σημερινούς ενοικιαστές (το ζεύγος Μ.) να διατηρούν δικαίωμα επί του ακινήτου, ενώ κατέβαλαν δυσανάλογα χαμηλό μίσθωμα. Ζήτησαν από το δικαστήριο την εκκαθάριση της ζημίας που υπέστησαν ως εκ τούτου.
Σύμφωνα με τον διορισμένο από το δικαστήριο πραγματογνώμονα, το ακίνητο το 1986 είχε ετήσια μισθωτική αξία 1.440 ευρώ, το 2003 3.675 ευρώ, το 2008 5.075 ευρώ, το 2013 7.800 ευρώ και το 2018 15.000 ευρώ, με βάση αξία πώλησης το 2018 ύψους 300.000 ευρώ. Σύμφωνα με την έκθεση, ενώ η απόδοση του ενοικίου το 2004 ήταν 3,5%, από το 2013 ήταν 4% και από το 2018 ήταν 5%.
Με απόφαση της 8 Μαΐου 2019 το εθνικό δικαστήριο στο πλαίσιο της συνταγματικής του αρμοδιότητας διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου όσον αφορά τους προσφεύγοντες και επιδίκασε αποζημίωση ύψους 20.000 ευρώ. Διέταξε να μην μπορούν πλέον οι ενοικιαστές να επικαλούνται τον προσβαλλόμενο νόμο.
Κατόπιν έφεσης του Δημοσίου, κατά το μέρος που είναι σχετικό, με απόφαση της 8 Οκτωβρίου 2020 το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση. Σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες είχαν υποστεί παραβίαση μόνο από το 2004. Αυτό συνέβη όχι επειδή αυτή ήταν η ημερομηνία κατά την οποία είχαν κληρονομήσει το ακίνητο (όπως υποστήριξε το κράτος), δεδομένου ότι κληρονόμησαν και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των προγόνων τους, αλλά μάλλον επειδή αυτό ήταν το έτος κατά το οποίο ο αρχικός ενοικιαστής απεβίωσε και οι σημερινοί ενοικιαστές είχαν κληρονομήσει το δικαίωμα μίσθωσης. Καταδίκασε τους προσφεύγοντες να καταβάλουν το 1/6 των δικαστικών εξόδων όσον αφορά τους ισχυρισμούς που δεν έγιναν δεκτοί.
Στις 12 Οκτωβρίου 2020 οι προσφεύγοντες κίνησαν διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Ρύθμισης Ενοικίων (RRB) ζητώντας την έξωση των ενοικιαστών. Με απόφαση της 25 Μαρτίου 2021 το RRB διέταξε την έξωση των ενοικιαστών εντός 30 ημερών. Κανένα από τα μέρη δεν άσκησε έφεση και οι ενοικιαστές εγκατέλειψαν το ακίνητο.
Οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν βάσει του άρθρου 1 του ΠΠΠ της Σύμβασης και σε συνδυασμό με το άρθρο 13 ότι παρέμειναν θύματα της παραβίασης που επικυρώθηκε από τα εθνικά δικαστήρια λόγω του χαμηλού ποσού της επιδικασθείσας αποζημίωσης και της μη έξωσης των ενοικιαστών.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, από το υλικό που είχε στη διάθεσή του, σε εγχώριο επίπεδο η καταγγελία των προσφευγόντων αφορούσε την περίοδο μετά την κληρονομιά της μίσθωσης από τον τελευταίο ενοικιαστή, δηλαδή από το 2004 και μετά – θέμα άσχετο με την ημερομηνία κατά την οποία οι προσφεύγοντες κληρονόμησαν το ακίνητο, η οποία συμπτωματικά ήταν επίσης το 2004. Το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο ως εθνικό δικαστήριο έχει την υποχρέωση να ελέγχει τα όρια των αιτημάτων ενός προσφεύγοντος αποφεύγοντας έτσι να ενεργεί ultra petita, επιβεβαίωσε επίσης το συμπέρασμα αυτό. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έπρεπε να προσδιορίσει αν οι προσφεύγοντες εξακολουθούσαν να είναι θύματα για την περίοδο μετά το 2004.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια αναγνώρισαν την παραβίαση (από το 2004) και επιδίκασαν αποζημίωση 20.000 ευρώ τόσο για περιουσιακή όσο και για ηθική βλάβη. Το Δικαστήριο παρέπεμψε στις γενικές αρχές του σχετικά με το καθεστώς του θύματος και στην πάγια νομολογία του σε υποθέσεις παρόμοιες με την παρούσα (βλ. μεταξύ πολλών άλλων, Apap Bologna κατά Μάλτας της 30.08.2016, αρ. προσφ. 46931/12, §§ 41, 43, 48 και 82). Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ακίνητο είχε μισθωτική αξία 5.075 ευρώ το 2008, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε για παραβίαση που διήρκεσε επί 15 έτη δεν ήταν επαρκής. Η σκέψη αυτή ήταν αρκετή για να διαπιστωθεί ότι η αποζημίωση που επιδίκασε το εθνικό δικαστήριο δεν προσέφερε επαρκή και δίκαιη ικανοποίηση στους προσφεύγοντες, οι οποίοι διατήρησαν, έτσι, την ιδιότητα του θύματος (βλ. mutatis mutandis, Portanier κατά Μάλτας της 27.08.2019, αρ. προσφ. 55747/16, § 24). Ως εκ τούτου, η σχετική ένσταση της Κυβέρνησης απορρίφθηκε.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου απέρριψε επίσης την ένσταση της Κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων (εφόσον οι προσφεύγοντες δεν είχαν προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο). Το Δικαστήριο έχει ήδη προβεί σε σχετικές εκτιμήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου για την περίοδο μέχρι το 2018 στην υπόθεση Cauchi κατά Μάλτας της 25.03.2021 (αρ. προσφ. 14013/19, §§ 55 και 77) και για την περίοδο μέχρι το 2019 – σχετική με την παρούσα υπόθεση – στην υπόθεση Pace κατά. Μάλτας της 29.09.2022 ([Επιτροπή], αρ. προσφ. 53545/19, § 9) και Grima και άλλοι κατά Μάλτας της 07.03.2023 ([Επιτροπή], αρ. προσφ. 18052/20, § 8), όπου και στις δύο περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι η προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να θεωρηθεί αποτελεσματικό ένδικο μέσο στο οποίο οι προσφεύγοντες όφειλαν να προβούν το 2019. Δεν έχει υποπέσει στην αντίληψη του Δικαστηρίου τίποτε που να διαψεύδει τα συμπεράσματα αυτά.
Όσον αφορά την ουσία, το Δικαστήριο παραπέμπει στις γενικές αρχές του, όπως αυτές εκτίθενται, για παράδειγμα, στην υπόθεση Amato Gauci κατά Μάλτας της 15.09.2009 (αρ. προσφ. 47045/06, §§ 52-59).
Λαμβάνοντας υπόψη τις διαπιστώσεις των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με το άρθρο 1 του ΠΠΠ, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαίο να επανεξετάσει λεπτομερώς την ουσία της καταγγελίας. Διαπίστωσε ότι, όπως έκριναν και τα εθνικά δικαστήρια, οι προσφεύγοντες επιβαρύνθηκαν με δυσανάλογο βάρος. Επιπλέον, όπως το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει στο πλαίσιο της ένστασης σχετικά με την ιδιότητα του θύματος, η αποζημίωση που παρείχε το εθνικό δικαστήριο δεν προσέφερε επαρκή ικανοποίηση στους προσφεύγοντες.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του ΠΠΠ της Σύμβασης.
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν επίσης βάσει του άρθρου 13 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου ότι δεν είχαν αποτελεσματικό ένδικο μέσο ικανό να αποκαταστήσει την παραβίαση βάσει του άρθρου 1 του ΠΠΠ. Η καταγγελία αυτή καλύπτεται από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Αφού εξέτασε όλο το υλικό που είχε ενώπιόν του και λαμβάνοντας υπόψη ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης οι προσφεύγοντες παρέμειναν θύματα της καταγγελλόμενης παραβίασης και ότι οι ισχυρισμοί της Κυβέρνησης σε σχέση με την αποτελεσματικότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου είχαν απορριφθεί, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ΠΠΠ υπό το φως των διαπιστώσεων του, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Apap Bologna (§§ 89-91) και Portanier (§§ 55-56).
Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στους προσφεύγοντες από κοινού 23.000 ευρώ για περιουσιακή ζημία