ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 640/2022
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαργαρίτα Στενιώτη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Μαρία Καρβουνιάρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …. και 3) …, ως οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη του … … του … και της …, τελούντος σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση δυνάμει της υπ’ αριθμ. 159/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, κατοίκων όλων …., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Παπουτσή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …., κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) … … του …, κατοίκου …., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ελένης Στρατοπούλου και 3) Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μανουσάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Β) ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μανουσάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) … … ως οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη του … … του … και της …, τελούντος σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση δυνάμει της υπ’ αριθμ. 159/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, κατοίκου … …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Παπουτσή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και 2) … … του …, κατοίκου … …, ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Γ) ΤΟΥ ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: … … του …, κατοίκου …. …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ελένης Στρατοπούλου.
ΤΩΝ ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) … …, 2) … συζ. … …, το γένος … … και 3) … … ως οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη του … … του … και της …, τελούντος σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση δυνάμει της υπ’ αριθμ. 159/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, κατοίκων όλων … …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Παπουτσή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εισήχθη προς συζήτηση η από 19-10-2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…./2017 αγωγή και η από 21-12-2017, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…./2017 παρεμπίπτουσα αγωγή, με τις οποίες οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές.
Το ως άνω Δικαστήριο, επί των παραπάνω αγωγών, τις οποίες συνεκδίκασε, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1615/2019 οριστική απόφασή του και δέχθηκε τα στο διατακτικό αυτής αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι διάδικοι με τις από 11-3-2020 και 31-12-2020 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης …/…/2020 και …/2021 εφέσεις τους, των οποίων δικάσιμος ορίστηκε η 11-3-2021 και μετά από ματαίωση της συζήτησης λόγω αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων, ορίσθηκε, οίκοθεν, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Ο δεύτερος εναγόμενος δε της κύριας αγωγής άσκησε την από 26-1-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2021 αντέφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 11-2-2021 και κατόπιν αναβολής η 11-3-2021, δικάσιμο κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της λόγω αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων και στη συνέχεια ορίσθηκε, οίκοθεν, επίσης, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Οι άνω υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, είχαν προκαταθέσει έγγραφες προτάσεις ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του διαδίκου, που παραστάθηκε στο ακροατήριο έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο και ζήτησε να γίνει δεκτή η αντέφεσή του και τα αναφερόμενα στις έγγραφες προτάσεις του.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4790/2021 ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιοσδήποτε διαδικασίας ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, νέα ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στη συντομότερη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου… Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Εξάλλου, με την υπ’ αριθμ. 13805/2021 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας, Δικαιοσύνης κλπ., που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 843/Β/3- 3-2021, ελήφθησαν έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID – 19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από την Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και την Τρίτη 16 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00, μεταξύ δε αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 1 περιλαμβάνονταν και έκτακτα μέτρα, που αφορούσαν την αναστολή λειτουργίας των Δικαστηρίων, Εισαγγελιών και Στρατιωτικών Δικαστηρίων.
Περαιτέρω, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του. Αν αυτός κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί στη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του άνω Δικαστηρίου ή αν αυτός επισπεύδει τη συζήτηση, εφόσον ερημοδικεί, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ. 4 εδ. α του ΚΠολΔ, το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τις προτάσεις του απόντος διάδικου, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, τα πρακτικά και τις εκθέσεις τα οποία λήφθηκαν κατ’ αυτήν, τα οποία οφείλει, με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται (άρθρο 524 παρ.4 εδ. γ και δ). Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.
Από την υπ’ αριθμ. …. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Βορείου Αιγαίου, …., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση της από 11-3-2020 έφεσης, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 11-2-2021, οπότε η υπόθεση αναβλήθηκε και ενεγράφη από το γραμματέα στο πινάκιο της μετ’αναβολή δικασίμου της 11-3-2021, που θεωρείται ως κλήτευση όλων των διαδίκων, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πρώτο εφεσίβλητο. Κατά την άνω δικάσιμο της 11-3-2021, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, σύμφωνα με την αναφερόμενη ανωτέρω ΚΥΑ, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COVID. Στη συνέχεια με τις με αριθμό 5259/2021 και 5261/2021 πράξεις επαναπροσδιορισμού συζήτησης της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου η άνω έφεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση και ορίσθηκε νέα δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Ο πρώτος εφεσίβλητος, όμως, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά τη δικάσιμο αυτή και επειδή η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, μετά την ματαίωση της συζήτησης, κατά τα ανωτέρω, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, αυτός πρέπει να δικασθεί ερήμην. Ωστόσο, η διαδικασία θα προχωρήσει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, σαν να ήταν και αυτός παρών (524 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Από την υπ’ αριθμ. …. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Βορείου Αιγαίου, …., που προσκομίζει και επικαλείται το εκκαλούν, το οποίο επισπεύδει τη συζήτηση της από 31-12-2020 έφεσης, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 11 – 3-2021 επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον δεύτερο εφεσίβλητο. Κατά την άνω δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, σύμφωνα με την αναφερόμενη ανωτέρω ΚΥΑ, εξαιτίας της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω της πανδημίας COVID. Στη συνέχεια με την με αριθμό 5244/2021 πράξη επαναπροσδιορισμού συζήτησης της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου η έφεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση και ορίσθηκε νέα δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Ο δεύτερος εφεσίβλητος, όμως, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά τη δικάσιμο αυτή και επειδή η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, μετά την ματαίωση της συζήτησης, κατά τα ανωτέρω, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, αυτός πρέπει να δικασθεί ερήμην. Ωστόσο, η διαδικασία θα προχωρήσει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, σαν να ήταν και αυτός παρών (524 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Οι κρινόμενες από 11-3-2020 και 31-12-2020 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης …/…/2020 και …/2021 εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 1615/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (ζημίες από αυτοκίνητα), οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και διότι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ επέρχεται μείωση των εξόδων, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εφόσον δεν γίνεται επίκληση, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα, ότι προηγήθηκε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η καταχρηστική, εκ του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015-βλσχ ΟλΑΠ 10/2018, ΑΠ 196/2018, ΑΠ 712/2019 ΝΟΜΟΣ), διετής προθεσμία από τη δημοσίευσή της πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία (άρθρα 522, 524 παρ. 1, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής τους έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 παράβολο.
Με την από 19-10-2017 αγωγή, που άσκησαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως αυτή διορθώθηκε, οι ενάγοντες ατομικά και ως ασκούντες τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου τους, … …, ο οποίος πλέον έχει ενηλικιωθεί και εκπροσωπείται από τον πατέρα του … …, με την ιδιότητα πλέον αυτού ως οριστικού δικαστικού συμπαραστάτη, καθότι τελεί σε πλήρη δικαστική συμπαράσταση δυνάμει της υπ’ αριθμ. 159/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης, εξέθεταν ότι στον αναφερόμενο σ’ αυτή τόπο και χρόνο ο πρώτος εναγόμενος οδηγώντας την υπ’ αριθ. κυκλ. … – … δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας του, άνευ άδειας ικανότητας οδηγού και άνευ ασφάλισης του ως άνω οχήματος σε ασφαλιστική εταιρία, με συνεπιβάτη το ανήλικο τότε τέκνο των εναγόντων, ηλικίας κατά το χρόνο του ατυχήματος 15 ετών, από έλλειψη προσοχής και ανεπιτηδειότητας στην οδήγηση, δεν αντιλήφθηκε ένα πρόβατο επί του οδοστρώματος, το οποίο διέφυγε από το ποιμνιοστάσιο του δεύτερου εναγομένου, λόγω έλλειψης ελέγχου και εποπτείας επ’ αυτού και συγκρούσθηκε με τη μοτοσικλέτα, με αποτέλεσμα την ανατροπή αυτής και της πτώσης στο οδόστρωμα του ανηλίκου, ο οποίος τραυματίστηκε βαρύτατα. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζήτησαν, μετά την εν μέρει τροπή του αιτήματος της αγωγής, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς και με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ν’ αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους το ποσό των 262.004,50 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική του ζημία και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ για έκαστο των εναγόντων ατομικά για χρηματική ικανοποίηση εκ της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τον τραυματισμό του υιού τους και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στους ενάγοντες ως ασκούντες τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου τους το ποσό των 25.000 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική του ζημία και σε έκαστο των εναγόντων, ατομικά, το ποσό των 5.000 ευρώ, για χρηματική ικανοποίηση εκ της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από τον τραυματισμό του υιού τους , νομιμότοκα από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων.
Το τρίτο εναγόμενο της παραπάνω κύριας αγωγής άσκησε, ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, την από 21-12-2017 παρεμπίπτουσα αγωγή και ζήτησε, μετά τη νομίμως γενομένη μετατροπή του αιτήματος του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση του πρώτου εναγομένου της κύριας αγωγής – παρεμπιπτόντως εναγομένου να του καταβάλει κάθε ποσό που εκείνο θα υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της ανωτέρω κύριας αγωγής, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν. 489/1976, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της κρινόμενης παρεμπίπτουσας αγωγής άλλως από την καταβολή του ποσού στους ενάγοντες της κύριας αγωγής και να καταδικαστεί αυτός στη δικαστική του δαπάνη.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεκδικάζοντας τις άνω αγωγές, ερήμην του πρώτου εναγόμενου – παρεμπιπτόντως εναγομένου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, αφού έκρινε αυτές ορισμένες και νόμιμες, πλην του αιτήματος της κύριας αγωγής περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στους ενάγοντες ατομικά, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1615/2019 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την κύρια αγωγή, αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στους ενάγοντες, ως νομίμους εκπροσώπους του παθόντος ανήλικου υιού τους, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των πενήντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων τριών ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (59.703,15), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, υποχρέωσε τους εναγόμενους, να καταβάλουν στους ενάγοντες, ως νομίμους εκπροσώπους του παθόντος ανηλίκου υιού τους, εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την παραπάνω διάταξη, επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος των εναγομένων, τα οποία όρισε σε χίλια (1.000) ευρώ και επίσης δέχθηκε την παρεμπίπτουσα αγωγή, αναγνώρισε ότι ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στο παρεμπιπτόντως ενάγον, ό,τι αυτό καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, με τον νόμιμο τόκο από την καταβολή σ’ αυτούς, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και τέλος επέβαλε τη δικαστική δαπάνη του παρεμπιπτόντως ενάγοντος σε βάρος του παρεμπιπτόντως εναγομένου, την οποία όρισε σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Στις παρ. 1 και 2 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 ορίζεται αντίστοιχα ότι: «1. Οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 εφαρμόζονται για τις κατατιθέμενες μετά την 1.1.2016 αγωγές», «2. Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές», ενώ στην παρ. 6 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, ορίζεται, επαναλαμβάνοντας την προϊσχύουσα ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 591, όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015, ότι: «Αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η εφαρμοστέα διαδικασία δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η τυχόν εσφαλμένη εισαγωγή της υπόθεσης προς εκδίκαση κατά μη αρμόζουσα διαδικασία δεν καθιστά απαράδεκτη την αγωγή, αλλά το Δικαστήριο διατάζει και αυτεπάγγελτα με απόφασή του την εκδίκαση κατά την προσήκουσα διαδικασία, εφόσον είναι καθ’ ύλην αρμόδιο (βλ. σε Απαλαγάκη X., ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2013, άρθρο 591, αριθ. 1, σ. 1260-1261, Γιαννόπουλο, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, ΕΠολΔ 2015, 474 – 475). Εάν, όμως, πέραν της ακαταλληλότητας της διαδικασίας, το δικαστήριο που δικάζει είναι και καθ’ ύλην αναρμόδιο, παραπέμπει υποχρεωτικά την υπόθεση ενώπιον του αρμοδίου (άρθρο 46 του ΚΠολΔ), το οποίο και θα εφαρμόσει την προσήκουσα διαδικασία (ΑΠ 14/2007 ΧρΙΔ 2007, 522, ΑΠ 631/2006 ΧρΙΔ 2006, 719, ΤριμΕφΑιγ 100/2020, ΕφΠειρ 430/2002, ΕφΠατρ 695/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό δε των άρθρων 46, 522, 533 παρ. 2 και 535 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση της έφεσης, εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδίκασε την υπόθεση κατά τη προσήκουσα διαδικασία, αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία εκδικάσθηκε, το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, και προχωρεί αμέσως στην εκδίκαση της ουσίας κατά τη διαδικασία που προσήκει, από λόγους οικονομίας της δίκης και εφόσον από άλλη γενική δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δεν επιβάλλεται η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για να προπαρασκευαστούν οι διάδικοι (Εφ Λαρ 106/2015, ΕφΑΘ 1505/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το Εφετείο εξετάζει τόσο την ίδια αυτού υλική αρμοδιότητα, όσο και του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και, αν κρίνει ότι το δικαστήριο εκείνο ήταν υλικά αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, υποχρεούται, έστω και αν δεν υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης, να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Κατ’ εξαίρεση, η υλική αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν καθίσταται αντικείμενο αυτεπάγγελτης έρευνας ούτε μπορεί να προταθεί από τους διαδίκους με λόγο έφεσης, αν το Πολυμελές Πρωτοδικείο δίκασε αντί του αρμοδίου Μονομελούς Πρωτοδικείου ή Ειρηνοδικείου, περιπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 47 ΚΠολΔ. Η απόφαση που διατάσσει την παραπομπή είναι οριστική, κατά την έννοια του άρθρου 191 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον το Δικαστήριο απεκδύεται από κάθε εξουσία για την υπόθεση και συνεπώς, επιβάλλεται δικαστική δαπάνη. (ΕφΑΘ 1514/1999 Αρμ 1999, 1580, ΕφΑΘ 4322/1995 Δ 1996, 1186, ΕφΘεσ 1824/1994, ΑρχΝ 1995, 769).
Περαιτέρω, στο άρθρο 614 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ A 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και Νόμου για τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές, ορίζεται ότι: «Κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 615 επ. ΚΠολΔ) δικάζονται οι διαφορές για ζημιές από αυτοκίνητα. Κατά την παρ. 6 δε του ίδιου άρθρου διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητα είναι οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιοσδήποτε μορφής για ζημίες που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο μεταξύ των δικαιούχων ή των διαδόχων τους και εκείνων που έχουν την υποχρέωση να καταβάλουν αποζημίωση ή των διαδόχων τους, όπως και απαιτήσεις από σύμβασης ασφάλισης αυτοκινήτου μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των ασφαλισμένων ή των διαδόχων τους. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 16 αριθμ. 11 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και ισχύει από 1-1-2016 οι άνω διαφορές υπάγονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων ακόμη και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις 250.000 ευρώ ενώ κατά το άρθρο 18 στην αρμοδιότητα των Πολυμελών Πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα ειρηνοδικεία και τα μονομελή πρωτοδικεία.
Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 924 ΑΚ “ο κάτοχος ζώου ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε απ’ αυτό σε τρίτον (παρ. 1). Αν η ζημία έγινε από κατοικίδιο ζώο που χρησιμοποιείται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της κατοικίας ή τη διατροφή του κατόχου του, αυτός δεν ευθύνεται, αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα ως προς τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου (παρ. 2)”. Με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθιερώνεται η αντικειμενική ευθύνη του κατόχου του ζώου για τη ζημία που έγινε από αυτό σε τρίτο, δηλαδή από μόνο το γεγονός της κατοχής του ζώου και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε υπαιτιότητά του. Και τούτο διότι ο κάτοχος που έχει τα ωφελήματα από το ζώο πρέπει να φέρει και τον κίνδυνο κάθε ζημίας που προξενείται απ’ αυτό. Αντίθετα, προκειμένου για κατοικίδιο ζώο θεσπίζεται με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου η νόθος αντικειμενική ευθύνη του κατόχου του ζώου, στηριζόμενη σε εικαζόμενο πταίσμα αυτού για τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου (ΑΠ 59/2019, ΑΠ 1979/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, στο άρθρο 926 ΑΚ ορίζεται ότι αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρο. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Και ναι μεν από τη διατύπωση της διάταξης και από τη συστηματική της θέση στο κεφάλαιο για τις αδικοπραξίες συνάγεται, ότι κατά πρώτο λόγο εφαρμόζεται στη ζημιά από αδικοπραξία με την έννοια της ΑΚ 914, γίνεται όμως γενικά δεκτή η δυνατότητα εφαρμογής, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, (κατ’ άλλους ευθείας και κατ’ άλλους αναλογικής) των διατάξεων και στις περιπτώσεις της αντικειμενικής ευθύνης, όπως του άρθρου 924 ΑΚ (ΠΠΛάρισας 5139/2000 Δικογραφία 2000, 268). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 68 και 74 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στην περίπτωση της κοινής εναγωγής των από αδικοπραξία εις ολόκληρον ενεχομένων υφίσταται απλή ομοδικία. Τέλος, η διαφορά που αφορά αξίωση αποζημίωσης για αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν σε αυτοκίνητο, στο οδηγό του και σε συνεπιβάτη του αυτοκινήτου συνεπεία της εμφάνισης στο οδόστρωμα ζώου, με συνέπεια ο οδηγός του ν’ αναγκασθεί να τροχοπεδήσει και να εκτραπεί από την πορεία του ή πτώσης του ζώου επί του διερχόμενου αυτοκινήτου δεν εκδικάζεται με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αλλά κατά την τακτική διαδικασία, διότι για να εφαρμοσθεί η ειδική διαδικασία πρέπει η ζημία να έχει ως αίτιο το αυτοκίνητο και όχι το ζώο (ΑΠ 585/2010, ΕφΑιγ 93/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Αθ. Κρητικός, 1998, 2554)
Στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με τις ανωτέρω μείζονες σκέψεις, η ένδικη αγωγή με το άνω περιεχόμενο και αίτημα, κατά το μέρος που οι ενάγοντες στρέφονται κατά του δεύτερου εναγομένου αφορά διαφορά από την ευθύνη του κατόχου ζώου και δη του προβάτου, αναφορικά με την εποπτεία του, υπό την έννοια του άρθρου 924 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ και δη την αξίωση αποζημίωσης που αιτείται ο ανήλικος συνεπιβάτης της μοτοσικλέτας και οι γονείς του από τον κάτοχο του ζώου, από την προκληθείσα απ’ αυτό ζημία, λόγω της παρεμβολής στην πορεία της μοτοσικλέτας και πτώσης του επ’ αυτής και εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και όχι κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – διαφορές από αυτοκίνητο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων δικονομικών διατάξεων, που στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης έρευνας της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς του έκρινε ότι είναι υλικά αρμόδιο προς εκδίκαση της ένδικης αγωγής ως προς το δεύτερο εναγόμενο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντί να κηρυχθεί καθ’ ύλην αναρμόδιο και δεν διέταξε το χωρισμό των αγωγών, που σωρεύονται στο από 19-10-2017 δικόγραφο και την παραπομπή της ως άνω αγωγής κατά του δεύτερου εναγομένου στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον για την εκδίκαση αυτής Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ, προκειμένου αυτή να δικασθεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία. Συνακόλουθα, ενόψει του ότι η διαδικαστική αυτή προϋπόθεση της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στα πλαίσια του εκ του άρθρου 522 ΚΠολΔ μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς προς τούτο ειδικό παράπονο, πρέπει, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τα κεφάλαια και διατάξεις της που αφορούν την ένδικη αγωγή κατά το μέρος της που στρέφεται κατά του δεύτερου εναγομένου, κατόχου του ζώου, ο οποίος ενέχεται κατά την αγωγή εις ολόκληρον με τον οδηγό της δίκυκλης μοτοσικλέτας, να χωρισθεί και να παραπεμφεί, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 535 παρ.2 εδ. α του ΚΠολΔ, στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστήριο, ήτοι στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, δεδομένου ότι ο δεύτερος εναγόμενος είναι κάτοικος …. Δήμου … και το αιτούμενο ποσό της εις ολόκληρον οφειλής ανέρχεται σε 317.004,50 ευρώ, σε νέα δικάσιμο που θα προσδιορισθεί κατόπιν κατάθεσης κλήσης από τον επιμελέστερο των διαδίκων, κατά τη νέα τακτική διαδικασία, αφού τηρηθούν πλέον και οι ρυθμίσεις και διαδικαστικές προϋποθέσεις (νόμιμη προδικασία) των διατάξεων των άρθρων 215, 237 ΚΠολΔ μετά την τροποποίησή τους από τον Ν.4335/2015. Να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν δύναται να εφαρμοσθεί το άρθρο 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι δικονομικοί κανόνες της τακτικής διαδικασίας, μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το ν. 4335/2025 διαφέρουν και κυρίως η προδικασία διαφοροποιείται σημαντικά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται στεγανά μεταξύ των δύο διαδικασιών, ήτοι τακτικής διαδικασίας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και διαδικασίας περιουσιακών διαφορών. Σημειωτέον, δε ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τους εκκαλούντες από την εκκληθείσα. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η από 11-3-2020 έφεση μεταξύ των εκκαλούντων και του δεύτερου εφεσίβλητου και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς αυτούς και ως προς τη διάταξή της για τα δικαστικά έξοδα αυτών, ακολούθως δε να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο, να διαταχτεί και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός της ως άνω αγωγής και να παραπεμφθεί σύμφωνα με το άρθρο 46 ΚΠολΔ, η κύρια αγωγή μεταξύ των εναγόντων και του δεύτερου εναγομένου στο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, προκειμένου να δικαστεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία. Η αντέφεση δε που ασκεί ο δεύτερος εφεσίβλητος – κάτοχος του ζώου κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με ξεχωριστό δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ζ’ του ΚΠολΔ, πρέπει ν’ απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου ενώ τα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων της από 11-3-2020 έφεσης κατά το μέρος της που στρέφεται κατά του δεύτερου εφεσίβλητου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, καθώς και των διαδίκων της αντέφεσης πρέπει να συμψηφισθούν λόγω της δυσχέρειας κατά την ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης.
Κατά τα λοιπά, οι εκκαλούντες της από 11-3-2020 έφεσης κατά το μέρος της που στρέφουν αυτή κατά του πρώτου και τρίτου των εφεσιβλήτων – εναγομένων της από 19-10-2017 κύριας αγωγής και το εκκαλούν της από 31-12-2020 έφεσης – τρίτο εναγόμενο – παρεμπιπτόντως ενάγον παραπονούνται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με τις ένδικες εφέσεις τους και ζητούν, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης άλλως τη μεταρρύθμιση αυτής προς το σκοπό οι μεν ενάγοντες της συνολικής αποδοχής της από 19-10-2017 αγωγής τους άλλως της επίτευξης ευνοϊκότερου γι’ αυτούς αποτελέσματος, το δε εναγόμενο – παρεμπιπτόντως ενάγον της απόρριψης της άνω αγωγής άλλως της μεταρρύθμισης της εκκαλουμένης απόφασης προς επίτευξη ευνοϊκότερου γι’ αυτό αποτελέσματος και επίσης ζητεί, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της από 31-12-2020 έφεσης, σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η από 11-3-2020 έφεση των εναγόντων να ερευνηθεί και η παρεμπίπτουσα αγωγή του προς το σκοπό της αποδοχής αυτής.
Από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, κατά την οποία το δικαστήριο σε περίπτωση αδικοπραξίας μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, προκύπτει σαφώς ότι δικαιούχος της απαίτησης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι το πρόσωπο που άμεσα υπέστη την ηθική βλάβη από την αδικοπραξία. Τέτοιο πρόσωπο είναι ο φορέας του προσβληθέντος εννόμου αγαθού και επί βλάβης του σώματος ή της υγείας εκείνος που την υπέστη (ο παθών). Η έμμεση ηθική βλάβη δεν αποκαθίσταται, συνεπώς τρίτα πρόσωπα δεν δικαιούνται κατά νόμο χρηματική ικανοποίηση, έστω κι αν αυτά, λόγω στενού συγγενικού δεσμού προς τον παθόντα, δοκιμάζουν ψυχικό πόνο και στεναχώρια, όπως στην περίπτωση των γονέων από βλάβη του σώματος ή της υγείας του τέκνου τους, διότι στην περίπτωση αυτή η ηθική βλάβη των γονέων είναι έμμεση και ως εκ τούτου δεν αποκαθίσταται (ΑΠ 553/2014, ΑΠ 1425/2010, ΕφΠειρ 485/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 36/2004, ΕλλΔνη 2005, 181, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 932 αρ. 2).
Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας επί της κύριας αγωγής, απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα των εναγόντων, γονέων του ανηλίκου παθόντος, για επιδίκαση σ’ αυτούς αποζημίωσης για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από το σοβαρό τραυματισμό του ανηλίκου υιού τους – ενάγοντος, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιό Δικαστήριο δεν έσφαλε που απέρριψε το σχετικό αίτημα ως μη νόμιμο και πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσής τους ν’ απορριφθεί και επειδή είναι ο μοναδικός λόγος της από 11-3-2020 έφεσης που αφορά τους άνω εκκαλούντες πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η έφεσή τους αυτή και να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του παρισταμένου εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως, που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη. Η αοριστία δε ερευνάται και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 813/2013, 683/2013, 838/2011, 919/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 157/2012, 1088/2010,1074/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 525, 526 και 536 του ΚΠολΔ με σαφήνεια προκύπτει, ότι με την άσκηση της έφεσης μεταβιβάζεται η υπόθεση κατά τα όρια που διαγράφονται με την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται της διαφοράς και εξετάζει την ορθή εφαρμογή του νόμου. Έτσι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο, αν δεν περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωσή της ή αν ασκήθηκε απαραδέκτως, αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψη της έστω και για άλλο λόγο, με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρ. 322 του ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης έκδοσης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης (άρθρ. 536 παρ. 1 ΚΠολΔ) – (ΑΠ 963/1999 ΕλΔνη 41. 51, ΑΠ 455/1995 ΕλΔνη 37. 1319, ΑΠ 389/1994 ΝοΒ 43. 251, ΑΠ 1544/1990 ΝοΒ 29. 878, Σ. Σαμουήλ, «Η Έφεση» εκδ. 1993 παρ. 856, Αγ. Μπακόπουλος: «Εξουσίες του Εφετείου μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης», ΕλλΔνη 30, 264 επ.). Ειδικότερα, προκειμένου για αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914, 297, 298 Α.Κ. προκύπτει, ότι για την πληρότητα του δικογράφου πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα, τα οποία συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγομένου. Πρέπει επίσης να αναφέρονται τα γεγονότα, τα οποία δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της επελθούσης στον ενάγοντα ζημίας, καθώς και τα στοιχεία εκείνα, τα οποία προσδιορίζουν την θετική και αποθετική ζημία του ενάγοντος.
Με τον τέταρτο λόγο της από 31-12-2020 έφεσης το εκκαλούν – τρίτο εναγόμενο ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε, διότι έκρινε την αγωγή ως ορισμένη, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως αόριστη, ως προς τα αιτούμενα κονδύλια που αφορούν δαπάνες νοσηλείας και αποκατάστασης, αγορές φαρμάκων, δαπάνες ιατροφαρμακευτικού υλικού και αμοιβές εξωτερικών ιατρών, διότι δεν προσδιορίζει τις επιμέρους δαπάνες κατ’ είδος και ποσό και δεν αναφέρει την αιτία που αφορά η κάθε δαπάνη. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι τα επικαλούμενα παραπάνω στοιχεία δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο του δικογράφου της αγωγής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, διότι πρόκειται για στοιχεία τα οποία θα συμπληρωθούν και θα προκύψουν από την εκτίμηση των αποδείξεων και με δεδομένο ότι ο ανήλικος ενάγων αναφέρει στο δικόγραφό του τις αιτίες καταβολής, το χρόνο καταβολής κάθε δαπάνης και το παραστατικό, το οποίο εκδόθηκε για κάθε μία εξ αυτών. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ορισμένη την αγωγή δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου.
Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339 σε συνδυασμό προς 395 ΚΠολΔ), μεταξύ αυτών δε περιλαμβάνονται και τα δημόσια έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας (βλ. σχετ. ΑΠ 1286/2003 ΕλλΔνη 46. 406, ΑΠ 1236/1998 Δίκη 30. 351, ΑΠ 154/1992 ΕλλΔνη 33. 814, ΕφΛαμ 22/2010, ΕφΛαμ 8/2010, ΕφΔωδ 344/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κρητικός, Αποζημίωση, εκδ. 1998, § 35. IV .1, αριθμ. 160 σελ. 885), χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … … και … …, που δόθηκαν με επιμέλεια των εναγόντων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καλλονής με αριθμούς .. και ../2018 αντίστοιχα, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων τους, από τις άμεσες ή έμμεσες ομολογίες των διαδίκων (άρθρα 352 παρ. 1 και 261 ΚΠολΔ) καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρα 336 αρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: στις 20- 6-2016 και περί ώρα 23.10, ο πρώτος εναγόμενος, ηλικίας 20 ετών (γεν. 3-5-1996), οδηγούσε τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα, ιδιοκτησίας του, με αριθμό κυκλοφορίας … – …, επί της επαρχιακής οδού …., η οποία ήταν ανασφάλιστη, με κατεύθυνση προς την …. Συγκεκριμένα, αυτός κατευθυνόταν στον οικισμό …. και βρισκόταν στο 4° χιλιόμετρο της άνω οδού. Στην ανωτέρω μοτοσυκλέτα, επέβαινε και ο ανήλικος ενάγων, υιός των εναγόντων, …ς …ς, ηλικίας κατά το χρόνο του ατυχήματος 15 ετών (γεν. 13-3-2001), ο οποίος ήταν φίλος του οδηγού και κυρίου της μοτοσικλέτας. Η άνω επαρχιακή οδός, στο σημείο, που ενδιαφέρει την κρινόμενη υπόθεση, είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης, έχει πλάτος οδοστρώματος 5,90 μ. και εμφανίζει δεξιά στροφή για τα οχήματα, που κατευθύνονται προς …, δεξιά και αριστερά του δρόμου υπάρχουν βοσκότοποι ενώ η ορατότητα δεν περιορίζεται από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια. Το ανώτατο δε επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας, στο σημείο που ενδιαφέρει την κρινόμενη υπόθεση, ορίζεται σε 70 χιλιόμετρα ανά ώρα. Κατά τον ως άνω χρόνο, στον άνω τόπο, οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν ήταν καλές, επικρατούσε σκότος, καθότι ήταν νύκτα, η κατάσταση του ασφάλτινου οδοστρώματος ήταν ξηρά και η κίνηση των οχημάτων και των πεζών ήταν αραιή. Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύονται από την από 20-6-2016 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος του αστυνομικού τμήματος …ς και το συνοδεύον αυτή πρόχειρο σχεδιάγραμμα του τόπου του ατυχήματος. Όταν ο πρώτος εναγόμενος έφθασε στην είσοδο της δεξιάς στροφής συνέχισε κανονικά την πορεία του μέχρι τη στιγμή, που εισήλθε αιφνιδιαστικά στο οδόστρωμα εκ δεξιών του οχήματος ένα πρόβατο και επέπεσε στο δεξιό τροχό της μοτοσικλέτας, με αποτέλεσμα αυτή να επιπέσει επί του οδοστρώματος, να συρθεί επ’ αυτού και επίσης να επιπέσουν στο οδόστρωμα και οι επιβαίνοντες σ’ αυτή, οι οποίοι και τραυματίστηκαν. Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι το πρόβατο, με ενώτιο EL …. ήταν νεκρό και ανήκε στην κτηνοτροφική μονάδα του … …. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι ο οδηγός της μοτοσικλέτας δεν είχε τροχοπεδήσει, καθότι δεν υπήρχαν σχετικά ίχνη στο οδόστρωμα. Από το προαναφερόμενο πρόχειρο σχεδιάγραμμα του τόπου του ατυχήματος αποδεικνύεται ότι το ατύχημα έλαβε χώρα πλησίον του άκρου του οδοστρώματος, του ρεύματος πορείας που κινείτο η μοτοσικλέτα και ότι τόσο η μοτοσικλέτα όσο και το πρόβατο επέπεσαν σε μικρή απόσταση από το σημείο σύγκρουσης, με το πρόβατο να εντοπίζεται έμπροσθεν της μοτοσικλέτας και όπως αναφέρεται στην άνω έκθεση αυτοψίας βρισκόταν σε επαφή με το δίκυκλο όχημα. Τα παραπάνω αποδεικνύονται πλήρως από την εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από την άνω έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και το σχεδιάγραμμα που τη συνοδεύει, που συνέταξαν τα προαναφερόμενα αρμόδια αστυνομικά όργανα καθώς και από την έκθεση εξέτασης του πρώτου εναγομένου ως κατηγορουμένου, ο οποίος αναφέρει περί της παρεμβολής του προβάτου στην πορεία του εκ δεξιών του οδοστρώματος, περί σκότους στην οδό, καθότι δεν υπήρχε φωτισμός, περί της χρήσης κράνους εκ μέρους του και της μη χρήσης κράνους εκ μέρους του ανηλίκου συνεπιβάτη του, περί της μη κτήσης άδειας οδήγησης και περί του γεγονότος ότι το όχημά του ήταν ανασφάλιστο. Στην ίδια έκθεση εξέτασης ο πρώτος εναγόμενος αναφέρει ότι οδηγούσε το όχημά του εντός του προβλεπόμενου ορίου και συγκεκριμένα οδηγούσε με 50 χλμ./ώρα. Η αναφορά του αυτή, όμως, σε αντίθεση με όλα τα άνω αναφερόμενα, κρίνεται αβάσιμη και τούτο διότι το πρόβατο, όπως ήδη αναφέρθηκε, βρέθηκε νεκρό έμπροσθεν της μοτοσικλέτας, που αποδεικνύει ότι η ταχύτητα που είχε αναπτύξει η μοτοσικλέτα ήταν μεγαλύτερη όχι μόνο από αυτήν που ισχυρίζεται ο πρώτος εναγόμενος αλλά και από την προβλεπόμενη των 70 χλμ./ώρα και εξ αυτού του λόγου ήταν σφοδρή η σύγκρουση και επήλθε ο θάνατος του ζώου. Το γεγονός δε ότι η μοτοσικλέτα και το πρόβατο βρέθηκαν πλησίον του σημείου σύγκρουσής τους δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ταχύτητα, που είχε αναπτύξει η μοτοσικλέτα, ήταν μεγάλη και τούτο διότι η πτώση του ζώου επί της μοτοσικλέτας ανέκοψε την ταχύτητα αυτής. Η μεγάλη ταχύτητα δε αποδεικνύεται και από το γεγονός της μη αντίδρασης του οδηγού της μοτοσικλέτας κατά την παρεμβολή του ζώου στο οδόστρωμα, ο οποίος θα μπορούσε τόσο να τροχοπεδήσει όσο και να προβεί σε αριστερό αποφευκτικό ελιγμό, καθότι αποδεικνύεται ότι στο υπόλοιπο πλάτος του οδοστρώματος δεν κινείτο κανένα όχημα. Ο πρώτος εναγόμενος, όπως και ο ίδιος συνομολόγησε, προανακριτικά, οδηγούσε το όχημά του δίχως να διαθέτει την προβλεπόμενη άδεια ικανότητας οδήγησης και λόγω της μικρής του ηλικίας, των είκοσι ετών, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν διέθετε οδηγική εμπειρία και επομένως ο μη εφοδιασμός αυτού με άδεια ικανότητας οδήγησης συνετέλεσε αιτιωδώς στην πρόκληση του επιδίκου τροχαίου ατυχήματος, καθότι ο μέσος συνετός και ικανός οδηγός θα είχε τη δυνατότητα να αποφύγει διά οδηγικής αντίδρασης (ελιγμού ή τροχοπέδησης) την επίδικη σύγκρουση. Υπ’ αυτά τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν τις συνθήκες του ένδικου ατυχήματος και προκύπτουν από τη συνεκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού, το ένδικο τροχαίο ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια (υπαιτιότητα) του οδηγού του ως άνω οχήματος, ανεξαρτήτως εάν αποδειχθεί και ευθύνη τρίτου και δη του κατόχου του ζώου, ο οποίος δεν πρόβλεψε το ατύχημα, διότι δεν κατέβαλε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή την οποία, κατ’ αντικειμενική κρίση, μπορούσε, αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων και ικανοτήτων του και όφειλε κατά τους νομικούς κανόνες, τις επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες και την κοινή πείρα και λογική να καταβάλει, όπως θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις κάθε λογικός και ευσυνείδητος οδηγός και την οποία αν επεδείκνυε θα μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει το ατύχημα (άρθρο 330 εδ. β του ΑΚ). Συγκεκριμένα, η αμέλεια του οδηγού της άνω μοτοσικλέτας συνίσταται στο ότι αυτός δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ούτε ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία επί του οχήματος του, οδηγούσε δίχως άδεια ικανότητας και παράλληλα οδηγούσε με ταχύτητα υπερβαίνουσα την προβλεπόμενη των 70 χλμ./ώρα, δίχως, όμως, να μπορεί επακριβώς να προσδιορισθεί, ενώ οι συνθήκες της οδού και δη το σκότος που επικρατούσε και η είσοδός του σε δεξιά στροφή που μείωνε την ορατότητα αυτού επέβαλαν να ρυθμίσει αναλόγως την ταχύτητα του σχήματός του (παράβαση των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1 και 2, 94 Κ.Ο.Κ.), με αποτέλεσμα, εξαιτίας των άνω πράξεων και παραλείψεων του, η δίκυκλη μοτοσικλέτα του να επιπέσει στο προαναφερόμενο πρόβατο, που παρεμβλήθηκε στην πορεία του, δίχως να έχει τοπικά και χρονικά περιθώρια αντίδρασης και δη εκτέλεσης ελιγμού προς αποφυγή του ένδικου ατυχήματος, τον οποίο θα εδύνατο να εκτελέσει εάν έβαινε με την επιτρεπόμενη ταχύτητα ή εκτέλεσης τροχοπέδησης.
Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 923 ΑΚ «όποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου ή ενηλίκου, ο οποίος τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση ευθύνεται για τη ζημία που τα πρόσωπα αυτά προξενούν παράνομα σε τρίτο, εκτός αν αποδείξει ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία δεν μπορούσε να αποτραπεί. Την ίδια ευθύνη έχει και όποιος ασκεί την εποπτεία με σύμβαση». Εποπτεία είναι η επίβλεψη, επιτήρηση και προφύλαξη του εποπτευομένου, αναλόγως των περιστάσεων, προκειμένου, δε, περί ανηλίκου ασκείται από τους έχοντες τη γονική μέριμνα αυτού γονείς του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1510 ΑΚ και περιλαμβάνεται στα καθήκοντα και δικαιώματα αυτών, αλλά και τις υποχρεώσεις τους. Η ανωτέρω διάταξη έχει ως σκοπό την προστασία των τρίτων από παράνομη πράξη του εποπτευόμενου, ενώ η ευθύνη του εποπτεύοντος απέναντι στον εποπτευόμενο για ζημία την οποία ο δεύτερος υφίσταται από αδικοπραξία τρίτου, στην πραγμάτωση της οποίας συνέβαλε και παραμέληση της εποπτείας, δεν καλύπτεται από τη διάταξη αυτή (άρθρο 923 ΑΚ), αλλά κρίνεται με βάση την εκ του νόμου ή τη συμβατική σχέση, από την οποία πηγάζει η υποχρέωση της εποπτείας, είτε ενδεχομένως τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, συνεπεία παράβασης του καθήκοντος επίβλεψης. Για τη βλάβη του ίδιου του εποπτευομένου υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη μεταξύ του τρίτου και του εποπτεύοντος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 926, 927 του ΑΚ. Όμως, το συντρέχον πταίσμα του εποπτεύοντος στην πρόκληση της ζημίας του εποπτευόμενου δεν μπορεί να αντιταχθεί από τον εναγόμενο τρίτο, κατά της αγωγής αποζημιώσεως του εποπτευομένου, εφόσον δεν πρόκειται για πταίσμα του ιδίου του εποπτευομένου. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, ο ισχυρισμός του εναγομένου τρίτου, περί συνυπαιτιότητας των γονέων του παθόντος ανηλίκου (ενάγοντος), κατ’ άρθρο 300 ΑΚ δεν είναι νόμιμος. Είναι, όμως νόμιμος, όταν ο εποπτεύων γονέας ζητεί αποζημίωση από τον τρίτο για ιδία του ζημία (ΑΠ 532/2012, ΑΠ 1006/2011, ΕφΠατρ 133/2009, ΕφΔωδ 131/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Το τρίτο εναγόμενο απαντώντας παραδεκτά στην κύρια αγωγή κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι ενάγοντες γονείς του ανήλικου είναι αποκλειστικά υπαίτιοι της προκληθείσας σ’ αυτόν σωματικής βλάβης και κατ’ επέκταση ζημίας καθώς επέδειξαν αμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως εποπτεύοντες τον ανήλικο υιό τους και επέτρεψαν σ’ αυτόν να επιβιβασθεί στην επίδικη μοτοσικλέτα, την οποία ο πρώτος εναγόμενος οδηγούσε δίχως άδεια ικανότητας οδήγησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του άνω ισχυρισμού και γι’ αυτό τον λόγο παραπονείται το τρίτο εναγόμενο με την από 31-12-2020 έφεσή του. Ο ισχυρισμός αυτός όμως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν προτείνεται νόμιμα, καθώς δεν πρόκειται για πταίσμα του ίδιου του ανήλικου αλλά των εποπτευόντων αυτόν και συνεπώς πρέπει ν’ απορριφθεί ο σχετικός λόγος.
Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 926 εδ. α και 927 του ΑΚ, αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια ζημία, ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Επί της εις ολόκληρον ευθύνης περισσοτέρων προσώπων οι παθόντες δικαιούνται να απαιτήσουν ολόκληρη την ζημία τους, από καθένα εξ αυτών, ο οποίος δεν μπορεί να επικαλεσθεί, έναντι των παθόντων, το πταίσμα του τρίτου, όχι ως λόγο άρσεως της δικής του ευθύνης με την έννοια της αποκλειστικής υπαιτιότητας εκείνου αλλά ως λόγο μειώσεως της αποζημιώσεως, ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής καθενός από τους περισσότερους δράστες δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 927 ΑΚ. Έτσι, επί της σε ολόκληρο ευθύνης περισσοτέρων προσώπων, όταν ο ζημιωθείς ενάγει μόνον τον ένα συνοφειλέτη, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συνυπαίτιος για το ατύχημα είναι και άλλο πρόσωπο, είναι αλυσιτελής και ως εκ τούτου απορριπτέος ως μη νόμιμος, ενώ επέρχεται απαλλαγή του ενεχομένου προσώπου μόνον όταν η πρόκληση του ατυχήματος οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του τρίτου (ΕφΑιγ 19/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εφόσον, όπως αποδείχθηκε, ο πρώτος εναγόμενος, οδηγός και ιδιοκτήτης, της ζημιογόνου μοτοσικλέτας, βαρύνεται με υπαιτιότητα για την πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης ο προβληθείς παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφερόμενος με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης από 31-12-2020 έφεσης ισχυρισμός του τρίτου εναγομένου – εκκαλούντος περί αποκλειστικής υπαιτιότητας στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος τρίτου και δη του προειρημένου, μη διαδίκου πλέον, κατόχου του αναφερόμενου ανωτέρω ζώου, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος και συνεπώς και ο σχετικός λόγος της έφεσης.
Εξάλλου, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 300, 330 και 914 ΑΚ, η παράλειψη χρήσεως προστατευτικού κράνους από επιβάτη μοτοσυκλέτας, η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 12 παρ. 6 του Κ.Ο.Κ., εφόσον συνδέεται αιτιωδώς με τις σωματικές κακώσεις, τις οποίες υπέστη το πρόσωπο αυτό, συνεπεία του ατυχήματος κατά την οδήγηση του ανωτέρω οχήματος, συνετέλεσε δηλαδή στην επέλευση ή στην έκταση τούτων, υπό την έννοια ότι ως εκ του είδους τους, η χρήση του κράνους θα τις απέτρεπε ή θα τις περιόριζε, αξιολογείται ως συντρέχουσα, κατά την έννοια του άρθρου 300 ΑΚ, αμέλεια του επιβάτη στην επέλευση ή στην έκταση των σωματικών του αυτών κακώσεων και επάγεται τις κατ’ άρθρο 300 ΑΚ συνέπειες (ΑΠ 1653/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε, ότι μετά το ένδικο ατύχημα ο ανήλικος μεταφέρθηκε και νοσηλεύθηκε στη Μ.Ε.Θ. του γενικού νοσοκομείου …. για χρονικό διάστημα δύο εβδομάδων και την 18-7-2016 μεταφέρθηκε στο Κέντρο Αποκατάστασης και Αποθεραπείας Θεσσαλονίκης ….. Από την από 1-9-2016 γνωμάτευση του άνω κέντρου αποδεικνύεται ότι ο ανήλικος ενάγων, υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση με αιμορραγικές θλάσεις κυρίως ΑΡ βρεγματικά, υπαραχνοειδή αιμορραγία και εγκεφαλικό οίδημα, ενώ στις 30-06-2016 υπεβλήθη σε αποσυμπιεστική κρανιοτομή. Σύμφωνα με την ανωτέρω βεβαίωση, ο παθών είναι αφασικός, χωρίς εκπομπή λόγου, δεν εκτελεί κινητικά παραγγέλματα και σιτίζεται δε αυστηρά μέσω ρινογαστρικού σωλήνα. Τόσο από τις προπεριγραφόμενες κακώσεις στην κεφαλή όσο και από την ανωτέρω αναφερόμενη εξέταση του οδηγού της μοτοσικλέτας αποδείχθηκε ότι ο ανήλικος ενάγων – επιβάτης της μοτοσικλέτας, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, δεν έφερε προστατευτικό κράνος. Η παράλειψή του αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την έκταση του τραυματισμού του, διότι αυτός εντοπίζεται στην κεφαλή και η χρήση προστατευτικού κράνους θα μπορούσε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να τον προστατέψει αποτελεσματικά και να αποφευχθεί ή να περιορισθεί ο βαρύς τραυματισμός του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε που με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την προταθείσα από το εναγόμενο ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ανηλίκου στον τραυματισμό του και συνεπώς πρέπει ν’ απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης των εκκαλούντων.
Επίσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων του ΑΚ, που αναφέρονται στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, η προς ίδιο κίνδυνο ενέργεια του προσώπου πληρούται, όταν τούτο συνειδητά εκτίθεται σε κατάσταση αυτοδιακινδύνευσης. Η περίπτωση αυτή αξιολογείται όχι ως σιωπηρά, εκ των προτέρων, εκφραζόμενη συναίνεση, όπως το πρόσωπο υποστεί ζημία, για την οποία αποκλείεται η ευθύνη τρίτου, λόγω άρσης, συνεπεία της συναίνεσης, του παρανόμου χαρακτήρα της πράξης αυτού, αλλά ως συντρέχουσα αμέλεια του ιδίου του αυτοδιακινδυνεύοντος, ο οποίος, αν υποστεί ζημία από παράνομη πράξη τρίτου, πρέπει να επωμισθεί ένα μέρος αυτής βάσει του άρθρου 300 ΑΚ. Τέτοια είναι, πλην άλλων και η περίπτωση του επιβάτη, ο οποίος αποδέχεται να επιβιβασθεί σε μοτοσικλέτα, γνωρίζοντας ότι ο οδηγός της στερείται αδείας ικανότητας οδηγού, που να επιτρέπει ασφαλή, σύμφωνα με τους κανόνες, οι οποίοι ισχύουν, οδήγηση, κατά τη διάρκεια δε της οδήγησης προκαλείται, από υπαιτιότητα του οδηγού, ατύχημα, με συνέπεια τον τραυματισμό του επιβάτη. Και τούτο, διότι η οδήγηση μοτοσικλέτας από πρόσωπο, ιδιαίτερα νεαρής ηλικίας, που στερείται αδείας ικανότητας οδηγού αποτελούν γενικώς πρόσφορες πράξεις για την πρόκληση ατυχήματος. Η συμμετοχή δε του επιβάτη σε ένα τέτοιο ταξίδι θέτει από την πλευρά της ένα αίτιο για την πρόκληση ατυχήματος (ΑΠ 1653/2001 ΝοΒ 50, 1675). Στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο, ισχυρίστηκε κατ’ ένσταση, την οποία επαναφέρει παραδεκτά με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, ότι ο ενάγων είναι συνυπαίτιος για τον τραυματισμό του, διότι επιβιβάστηκε στη μοτοσυκλέτα που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος αν και γνώριζε ότι δεν ήταν σε θέση να οδηγήσει, διότι εστερείτο άδειας ικανότητας οδήγησης. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων επιβάτης της οδηγούμενης από τον πρώτο εναγόμενο δίκυκλης μοτοσυκλέτας δέχθηκε να επιβιβαστεί στην εν λόγω μοτοσυκλέτα , η οποία οδηγείτο από τον ανωτέρω εναγόμενο παρά το ότι, λόγω της φιλικής τους σχέσης και του γεγονότος ότι κατοικούσαν στο ίδιο χωριό, γνώριζε ότι αυτός, που ήταν κατά τον χρόνο του ατυχήματος 20 ετών, στερείτο αδείας ικανότητας οδηγού και ως εκ τούτου δεν ήταν ικανός για την οδήγησή της (έλλειψη η οποία συνέβαλε στην πρόκληση του ατυχήματος, όπως αποδείχθηκε). Η γνώση του δεν αναιρείται εκ του λόγου ότι αυτός το χρόνο προ του ατυχήματος επανειλημμένως οδηγούσε την ως άνω μοτοσυκλέτα, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι η επιβίβαση του ανηλίκου στην μοτοσικλέτα ήταν απολύτως συμπτωματική και περιστασιακή, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, καθότι αποδεικνύεται ότι λόγω της φιλικής τους σχέσης, κατά τον επίδικο χρόνο, συναντήθηκαν προκειμένου να «πάνε μία βόλτα». Με την επιβίβαση δε στην μοτοσικλέτα ο ανήλικος αποδέχθηκε τον κίνδυνο, τον οποίο συνεπαγόταν η, υπό τις συνθήκες αυτές, μετακίνησή του με το παραπάνω όχημα και επομένως αυτός βαρύνεται λόγω του συντρέχοντος πταίσματός του (εκ της συνειδητής αυτοδιακινδύνευσής του). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια με τα παραπάνω και έκανε εν μέρει δεκτή την προβληθείσα από το εναγόμενο Επικουρικό Κεφάλαιο ένσταση συντρέχοντος πταίσματος του ανηλίκου στην πρόκληση του τραυματισμού του λόγω παραλείψεως χρήσης προστατευτικού κράνους και λόγω αυτοδιακινδύνευσής του με την επιβίβασή του στην μοτοσυκλέτα ενώ γνώριζε ότι ο οδηγός της στερείτο αδείας ικανότητας οδηγού και καθόρισε το ποσοστό συνυπαιτιότητάς του συνολικά σε 30%, δίχως να διαχωρίζει το ποσοστό για κάθε συντρέχον πταίσμα αυτού, έσφαλε ως προς τις αποδείξεις ως προς το ποσοστό του συντρέχοντος πταίσματος, καθότι με την επιβίβαση του στην οδηγούμενη από τον πρώτο εναγόμενο δίχως άδεια οδήγησης μοτοσικλέτα συνέβαλε στον επίδικο τραυματισμό του κατά ποσοστό 20% και η παράλειψη χρήσης κράνους συνέβαλε στην έκταση της βλάβης του κατά ποσοστό επίσης 20%. Επομένως, ο σχετικός λόγος της από 31-12-2020 έφεσης του εναγομένου – εκκαλούντος κατά τον οποίο τα άνω ποσοστά θα έπρεπε να ορισθούν σε 60% και 35% αντίστοιχα πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει και ν’ απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης του ενάγοντος, κατά τον οποίο υποστηρίζει ότι η παράλειψη χρήσεως κράνους δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του τραυματισμού του και ότι ο αυτός δεν γνώριζε ότι ο οδηγός δεν κατείχε άδεια οδήγησης. Ενόψει των ανωτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση που δέχθηκε ότι για το ένδικο ατύχημα ευθύνεται ο πρώτος εναγόμενος – οδηγός της μοτοσικλέτας σε ποσοστό 30%, ο δεύτερος εναγόμενος – κάτοχος του ζώου σε ποσοστό 40% και ο παθών σε ποσοστό 30% έσφαλε και πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί και κατά το υπόλοιπο μέρος της, πλην του αναφερόμενου ανωτέρω και στη συνέχεια να κρατηθεί η κύρια και η παρεμπίπτουσα αγωγή, να δικασθούν κατά την ίδια διαδικασία και να ερευνηθούν κατ’ ουσίαν (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων γνώριζε κατά την επιβίβαση του στη μοτοσικλέτα, ότι αυτή δεν ήταν ασφαλισμένη για την έναντι των τρίτων αστική ευθύνη σε ασφαλιστική εταιρεία.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε, που απέρριψε τη σχετική νόμιμη ένσταση του εκκαλούντος – εναγομένου Επικουρικού Κεφαλαίου σιγή, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 εδάφ. β του Ν. 489/1976, όπως ισχύει, απαλλάσσει αυτό από την υποχρέωση αποζημίωσης σε περίπτωση, που το ατύχημα προήλθε από ανασφάλιστο όχημα και το πρόσωπο, που επιβιβάσθηκε με τη θέλησή του σ’ αυτό, γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν ασφαλισμένο και συνεπώς πρέπει και ο σχετικός λόγος του εκκαλούντος της από 31-12-2020 έφεσης ν’ απορριφθεί.
Περαιτέρω, ως προς την εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του ανηλίκου αποδείχθηκε ότι στο άνω κέντρο αποκατάστασης νοσηλεύτηκε τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα από 18-7-2016 έως 19-12-2016, από 23-12-2016 έως 20- 2-2017, από 6-3-2017 έως 31-10-2017, από 10-5-2018 έως 27-5-2018, ενώ από 19-12-2016 έως 23-12-2016 και από 20-2-2017 έως 5-3-2017 νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης (βλ. σχετικά εξιτήρια). Μετά δε τη νοσηλεία του στο Κ.Α.Α. ο ανήλικος παρουσιάζει σημαντική βελτίωση του επιπέδου εγρήγορσης και βελτίωση του κινητικού του επιπέδου, χωρίς όμως να έχει αλλάξει ουσιαστικά το επίπεδο λειτουργικής του ανεξαρτησίας, όπου και είναι εξαρτημένος σε όλες τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής (βλ. την από 21-9-2017 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού φυσιατρικής και αποκατάστασης του Κ.Α.Α. …). Στη συνέχεια δε εξετασθείς ο ανήλικος υπό της αρμόδιας Α/θμιας Υγειονομικής Επιτροπής [Υποκ/μα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ/ΚΕΠΑ ….] διαπιστώθηκε; «Βαριά ΚΕΚ απότοκος τροχαίου με τετραπληγία αριστερού άνω άκρου και παραπληγία – μικτού τύπου αφασία – επιλήπτιες κρίσεις Π.Α. 96%, ποσοστό κινητικής αναπηρίας άνω αριστερού άκρου και κάτω άκρων 80%» (βλ. υπ’ αριθμ. …. απόφαση της Επιτροπής αυτής). Κατά τα άνω χρονικά διαστήματα της νοσηλείας του στο ως άνω Κέντρο Αποκατάστασης και Αποθεραπείας …. και μέχρι το χρόνο σύνταξης της αγωγής ο ενάγων χρειαζόταν διαρκή συνδρομή τρίτου προσώπου λόγω της αδυναμίας του προς αυτοεξυπηρέτηση. Από την από 26-9-2017 βεβαίωση του άνω κέντρου αποδεικνύεται ότι στο κόστος νοσηλείας του συμπεριλαμβανόταν και 24/ώρη νοσηλευτική φροντίδα. Ωστόσο, το νοσηλευτικό προσωπικό δεν μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στην αυξημένη φροντίδα αυτού, την οποία επέβαλε η πολυπλοκότητα και η έκταση των τραυμάτων του. Το τελευταίο αποδεικνύεται και από την από 21-9-2017 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού φυσιατρικής και αποκατάστασης του Κ.Α.Α. …., ο οποίος αναφέρει ότι ο ανήλικος ενάγων χρήζει φροντίδας δεύτερου προσώπου, ρόλο με τον οποίο είναι επιφορτισμένο πλην του νοσηλευτικού προσωπικού και η μητέρα αυτού. Να σημειωθεί ότι όλες οι μετακινήσεις του πραγματοποιούνταν με αναπηρικό αμαξίδιο. Στην ίδια βεβαίωση αναφέρεται ότι συστήνεται ο ασθενής να συνεχίσει το πρόγραμμα αποκατάστασης για δώδεκα μήνες, το οποίο θα περιλαμβάνει εργοθεραπεία, λογοθεραπεία και φυσιοθεραπεία. Την αναγκαία φροντίδα και περιποίηση του παρείχε επί δώρου βάσεως η μητέρα του, … …, πλέον αυτής που προσέφερε στον ανήλικο ενάγοντα υιό της στα πλαίσια της μεταξύ τους σχέσης γονέα – τέκνου και καθ’ υπέρβαση του ηθικού της καθήκοντος προς τον παθόντα, με εντατικοποίηση των προσπαθειών της, υποκαθιστώντας στο έργο αυτό βοηθό, που ο ανήλικος ενάγων θα ήταν υποχρεωμένος να προσλάβει. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι είχε ανάγκη βοήθειας σε εικοσιτετράωρη βάση, όμως ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος και συνεπώς και τα σχετικά αιτούμενα κονδύλια και τούτο διότι τις ανάγκες του κάλυπτε και το νοσηλευτικό προσωπικό του άνω Κέντρου. Αν ο ενάγων προσελάμβανε τρίτο άτομο θα κατέβαλε το ποσό των 40 ευρώ για την οκτάωρη βάρδια και συνολικά για το άνω χρονικό διάστημα νοσηλείας από 18- 7-2016 έως το χρόνο σύνταξης της αγωγής, 19-10-2017, ήτοι για 457 ημέρες, το ποσό των 18.280 ευρώ (457 ημέρες χ 40 ευρώ ημερησίως), το οποίο και πρέπει να του επιδικασθεί, μειωμένο όμως κατά το συνολικό ποσοστό 40% των συντρεχόντων πταισμάτων αυτού στον τραυματισμό του και στην έκταση αυτού. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ενάγων για την άνω αιτία δεν δικαιούται αποζημίωση έσφαλε και πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης του ανήλικου ενάγοντος να γίνει δεκτός στην ουσία του. Ο ανήλικος ενάγων δε και για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών μετά το χρόνο σύνταξης της αγωγής θα χρήζει βοήθειας τρίτου προσώπου, προκειμένου να αντιμετωπίζει τις καθημερινές του ανάγκες, δεδομένου ότι δεν θα έχει αποκατασταθεί η υγεία του και θα πρέπει να συνεχίσει το πρόγραμμα αποκατάστασης, με συνεδρίες εργοθεραπείας, λογοθεραπείας και φυσιοθεραπείας, όπως προαναφέρθηκε. Την αναγκαία αυτή βοήθεια θα παρέχει άνευ ανταλλάγματος, επίσης, η μητέρα του πλέον αυτής που θα προσέφερε στον ενάγοντα στα πλαίσια της μεταξύ τους σχέσης και καθ’ υπέρβαση του ηθικού τους καθήκοντος προς τον παθόντα, με εντατικοποίηση των προσπαθειών της, υποκαθιστώντας στο έργο αυτό βοηθό, που ο ενάγων θα ήταν υποχρεωμένος να προσλάβει. Για τις υπηρεσίες της αυτές ο ενάγων δικαιούται κατ’ άρθρο 930 § 3 ΑΚ να αξιώσει να του καταβληθεί αποζημίωση ίση με το ποσό που θα κατέβαλε σε οικιακή βοηθό, εάν είχε προσλάβει τέτοια, για 8 ώρες την ημέρα, το οποίο ανέρχεται σε 700 ευρώ ανά μήνα για κάθε οκτάωρη βάρδια και συνολικά το ποσό των 8.400 ευρώ (12 μήνες χ 700 ευρώ/μήνα), δεδομένου ότι, όταν πρόκειται για μακροχρόνια απασχόληση, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η συμφωνία με τον/την βοηθό συνάπτεται επί τη βάση μηνιαίας αμοιβής και όχι ημερομισθίου. Επομένως, για την παραπάνω αιτία ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των το ποσό των 8.400 ευρώ, το οποίο και πρέπει να του επιδικασθεί, μειωμένο κατά το άνω ποσοστό 40%. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε, ότι ο ενάγων δικαιούται το παραπάνω ποσό για διάστημα δώδεκα μηνών μετά την έξοδό του από το άνω Κέντρο Αποκατάστασης, έσφαλε ως προς την αιτία, καθότι ο ενάγων αιτήθηκε το άνω ποσό λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης στο Κέντρο Αποκατάστασης, καθότι επιβάλλεται να συνεχίσει το πρόγραμμα αποκατάστασης και συνεπώς πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης του ανήλικου ενάγοντος, κατά τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να του επιδικάσει το αιτούμενο ποσό των 73.000 ευρώ, ήτοι το ποσό των 200 ευρώ ημερησίως για 365 ημέρες ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος και επίσης και ο σχετικός λόγος της έφεσης του εναγομένου, κατά τον οποίο έπρεπε να του επιδικασθεί το ποσό των 20 ευρώ/ημερησίως ή 300 ευρώ μηνιαίως πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Να σημειωθεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε το άνω ποσό ως δαπάνη υποκατάστατης δύναμης για την κατ’ οίκον νοσηλεία του ανηλίκου μετά την έξοδό του από το Κ.Α.Α. και όχι λόγω της αναγκαιότητας συνέχισης της θεραπείας αποκατάστασης και ως προς τούτο έσφαλε, διότι το αίτημα της αγωγής αφορούσε την αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης στη δεύτερη περίπτωση. Ο ανήλικος ενάγων, εκπροσωπούμενος από τους γονείς του που ασκούσαν τη γονική μέριμνα αυτού έως την ενηλικίωσή του, κατέβαλε ως δαπάνη για τη νοσηλεία του στο Κ.Α.Α. το ποσό των 49.555,37 ευρώ, ως δαπάνη ιατρικού υλικού το ποσό των 1.779,13 ευρώ και ως δαπάνη επισκέψεων εξωτερικών ιατρών το ποσό των 1.270 ευρώ. Το εκκαλούν – τρίτο εναγόμενο δεν αμφισβητεί το ύψος αυτών αλλά, πλην της επικαλούμενης αοριστίας τους, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, αναφέρει ότι η αποζημίωση που οφείλει στον παθόντα περιορίζεται στη συμπλήρωση του ποσού που υποχρεούται να καταβάλει ασφαλιστικό ταμείο ή άλλος ασφαλιστικός οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης, για την αυτή αιτία στον ζημιωθέντα. Από την από 6-11-2017 βεβαίωση νοσηλευόμενων του άνω Κέντρου Αποκατάστασης αποδεικνύεται ότι το συνολικό κόστος κλειστής νοσηλείας του ενάγοντος από 18-7-2016 έως 19-12-2016, από 23-12- 2016 έως 20-02-2017 και από 6-3-2017 έως 31-10-2017 που επιβάρυνε τον ίδιο ανέρχεται στο ποσό των 52.992,57 ευρώ και δεν συμπεριλαμβάνεται στο ποσό που επιβαρύνει τον ασφαλιστικό φορέα, ότι έναντι που παραπάνω υπολοίπου έχει καταβληθεί το ποσό των 46.244,73 ευρώ, το υπόλοιπο έως 31-10-2017 είναι 6.747,84 ευρώ και τέλος, ότι για το παραπάνω χρονικό διάστημα το κόστος κλειστής νοσηλείας που υποβάλλεται στον ΕΟΠΥΥ (προ rebate και claw back) ανέρχεται στο ποσό των 86.219,47 ευρώ. Από το από 23-5-2017 δε έγγραφο του ΕΟΠΥΥ αποδεικνύεται ότι ο ανήλικος ενάγων είναι ασφαλισμένος στον άνω ασφαλιστικό οργανισμό ως εμμέσως ασφαλισμένος, ήτοι ως τέκνο του … … και ότι ο τελευταίος για τη νοσηλεία του υιού του στο Κ.Α.Α. δεν έχει εισπράξει κανένα ποσό ως τον άνω χρόνο. Από το από 30-3-2017 έγγραφο του ίδιου ασφαλιστικού οργανισμού, που αποτελεί απάντηση σε αίτηση που υπέβαλε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του παθόντος αποδεικνύεται ότι για τη νοσηλεία του τελευταίου στο Κ.Α.Α. ο ΕΟΠΥΥ αιτήθηκε αποζημίωση από τις 18-7-2016 έως και 28-2-2017 για ημερήσιο νοσήλιο το ποσό των 32.000 ευρώ, για φάρμακα το ποσό των 688,43 ευρώ, για ιατρικές πράξεις το ποσό των 142,22 ευρώ και συνολικά το ποσό των 32.830,65 ευρώ. Συνεπώς, από το συνδυασμό των παραπάνω εγγράφων αποδεικνύεται ότι τα αιτούμενα ποσά καταβλήθηκαν από τον παθόντα και πρέπει να του επιδικασθούν, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μειωμένα κατά το προαναφερόμενο ποσοστό του 40%, με διαφορετική, ωστόσο, μη ορθή αιτιολογία ως προς τη μη καταβολή τους από τον ασφαλιστικό οργανισμό του παθόντος, η οποία αντικαθίσταται από την εδώ αναφερόμενη.
Από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι για τη γέννηση ευθύνης από αδικοπραξία προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση πρέπει να υπάρχει α) ανθρώπινη συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επιζήμιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου. Από το άρθρο 300 ΑΚ δε προκύπτει ότι, αν στη γένεση ή την επέλευση της ζημίας και την έκταση αυτής συνετέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, ήτοι παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, κατά τα παραπάνω, το οποίο τελεί σε αιτιώδη σχέση με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα ή την επέλευση ή έκταση της ζημίας, το δικαστήριο της μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιώσαντος και του συνυπαιτίου, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής κατά το ποσοστό του πταίσματος του ζημιωθέντος. Το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης προσδιορίζεται, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως είναι ο βαθμός του πταίσματος του υπόχρεου, σε συνδυασμό με το τυχόν συντρέχον πταίσμα του θύματος, το είδος της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής και με την προϋπόθεση ότι επήλθε ηθική βλάβη στον ενάγοντα στη συγκεκριμένη περίπτωση από τη ζημιογόνο αδικοπραξία. Αφού λοιπόν για τον προσδιορισμό του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης συνεκτιμάται από το δικαστήριο και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του θύματος, δεν επιτρέπεται μετά τον τελικό καθορισμό του ποσού αυτής, περαιτέρω μείωσή του κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θύματος στην επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος ή της γένεσης και έκτασης της ζημίας του (ΑΠ 1781/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού αποδεικνύεται ότι ο ανήλικος ενάγων υπέστη ηθική βλάβη από το ένδικο ατύχημα και τις συνέπειες του για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Ενόψει δε των συνθηκών πρόκλησης του άνω ατυχήματος, της υπαιτιότητας του πρώτου εναγομένου, οδηγού της μοτοσικλέτας στην πρόκληση του ατυχήματος, του συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος κατά ποσοστό 40% στον τραυματισμό του και στην έκταση αυτού, της σοβαρότητας και του είδους του τραυματισμού του, της εξέλιξης της υγείας του, του πόνου που δοκίμασε, της ηλικίας του ενάγοντος κατά την ημέρα του επίδικου ατυχήματος (15 ετών), της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας, που έχει υποστεί για τη θεραπεία των τραυμάτων του, της κοινωνικής και της οικονομικής κατάστασης αυτού (όχι όμως και του Επικουρικού Κεφαλαίου, διότι η ευθύνη του είναι εγγυητική – ΑΠ 532/2012 ΝοΒ 2012.1965) και τις εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμώνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίησή του, το εύλογο, αναγκαίο και επαρκές να αποκαταστήσει πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη του ποσό των 50.000 ευρώ (άρθρο 932 του ΑΚ), το οποίο είναι ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 §1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (ΟλΑΠ 6/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε ότι δικαιούται το ποσό των 60.000 ευρώ έσφαλε ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης, που αυτός υπέστη, διότι το ως άνω ποσό είναι δυσανάλογο με τη βλάβη του, απορριπτομένου συνεπώς του σχετικού λόγου της έφεσής του, κατά τον οποίο έπρεπε να του επιδικασθεί το αιτηθέν ποσό των 70.000 ευρώ, αντίθετα πρέπει να γίνει δεκτός στην ουσία του ο σχετικός λόγος της έφεσης του τρίτου εναγομένου, που ισχυρίζεται ότι το επιδικασθέν ποσό είναι υπερβολικό. Να σημειωθεί ότι η εκκαλουμένη απόφαση, παρά το γεγονός ότι δεν ασκεί επιρροή πλέον, είχε σφάλει, διότι για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, εκτός ότι συνεκτιμήθηκε από το Δικαστήριο το συντρέχον πταίσμα του παθόντος, στη συνέχεια το Δικαστήριο προέβη σε περαιτέρω μείωση του ποσού που επιδίκασε κατά το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θύματος στην επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος και της έκτασης της βλάβης του.
Εξάλλου, η καταβολή ποσού σε εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής επιδίκασης δεν μπορεί να προταθεί στη δίκη της κύριας υπόθεσης ως αποσβεστικός λόγος της οφειλής, διότι το άρθρο 416 ΑΚ εφαρμόζεται μόνο επί οικειοθελούς παροχής. Στην περίπτωση αυτή, όμως, εφαρμόζεται το άρθρο 730 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά το οποίο, εάν απορριφθεί τελεσίδικα κατ’ ουσίαν η αγωγή, το Δικαστήριο που δικάζει αυτήν ή διέταξε την προσωρινή επιδίκαση διατάζει, κατόπιν αιτήματος και με την έφεση ή και τις προτάσεις υποβαλλόμενο, την απόδοση των καταβληθέντων. Αντίθετα, αν γίνει δεκτή η κύρια αγωγή, οι τυχόν καταβολές, θεωρούνται ως προκαταβολές έναντι της οριστικής επιδίκασης, δεν συμψηφίζονται με το οριστικά επιδικαζόμενο και προαφαιρούνται κατά την εκτέλεση (ΑΠ 237/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 50/2013 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2013.112).
Με σχετικό λόγο της έφεσής του το εκκαλούν – τρίτο εναγόμενο ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη κρίση και εκτίμηση, επιδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 84.703,15 ευρώ, δίχως ν’ αφαιρέσει τα ποσά, που ήδη είχε καταβάλει σ’ αυτόν δυνάμει της από 17-11- 2017 προσωρινής διαταγής και της υπ’ αριθμ. 3317/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος, διότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, και εφόσον η κύρια αγωγή έγινε δεκτή, οι ανωτέρω καταβολές, θεωρούνται ως προκαταβολές έναντι της οριστικής επιδίκασης, όμως δεν συμψηφίζονται με το οριστικά επιδικαζόμενο ποσό αλλά προαφαιρούνται κατά την εκτέλεση της απόφασης.
Περαιτέρω, και όσον αφορά τον τελευταίο λόγο της από 31-12-2020 έφεσης του τρίτου εναγομένου – εκκαλούντος περί απόρριψης από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του αιτήματός του περί επιδίκασης της ένδικης οφειλής με βάση τον τόκο υπερημερίας θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον (μετά την ισχύ του ν. 4055/2012) ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Η εξαίρεση που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 346 Α.Κ. επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί ή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο, κατ’ εξαίρεση, επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας (ΑΠ 1207/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απεφάνθη ότι η ένδικη οφειλή πρέπει να καταβληθεί στον ενάγοντα με τόκο επιδικίας και τούτο διότι δεν υφίσταται, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, εύλογη αντιδικία και με δεδομένο ότι ένα μικρό μέρος του αιτούμενου ποσού αναφέρεται σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη ο ενάγων λόγω του ένδικου ατυχήματος, ο προσδιορισμός του ύψους της οποίας εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου κατά εύλογο και δίκαιο τρόπο και συνεπώς ο σχετικός παραπάνω λόγος της έφεσης πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.
Επομένως, ενόψει των ανωτέρω και δη της παραδοχής των άνω λόγων των ένδικων εφέσεων λόγω της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών και της εξαφάνισης της εκκαλουμένης απόφασης, κατά τα κεφάλαια αυτής που αναφέρονται στην από 19-10-2017 αγωγή του ανήλικου ενάγοντα κατά του πρώτου και τρίτου των εναγομένων, πρέπει να γίνει δεκτή η από 19-10-2017 αγωγή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της ως προς τον ανήλικο ενάγοντα και να επιδικασθεί στον δικαστικό συμπαραστάτη του τεθέντος υπό δικαστική συμπαράσταση αρχικά ανήλικου ενάγοντα … … και για λογαριασμό αυτού ως αποζημίωση λόγω της θετικής ζημίας του το ποσό των 79.284,50 ευρώ, μειωμένο κατά ποσοστό 40%, ήτοι το ποσό των 47.570,70 ευρώ (ήτοι 49.555,37 +3.049,13 + 18.280 + 8.400, μειωμένο κατά 40%) και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο ατύχημα το ποσό των 50.000 ευρώ και συγκεκριμένα μετά τη νομότυπη τροπή του καταψηφιστικού του αιτήματος σε αναγνωριστικό πρέπει να υποχρεωθούν ο πρώτος και τρίτος των εναγομένων να καταβάλουν στον δικαστικό συμπαραστάτη, … …, του τεθέντος πλέον υπό δικαστική συμπαράσταση ενάγοντα … … και για λογαριασμό αυτού, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ και ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση των παραπάνω να καταβάλουν στον άνω δικαστικό συμπαραστάτη του ενάγοντα και για λογαριασμό αυτού το ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα ευρώ και εβδομήντα λεπτών του ευρώ (72.570,70), με τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως και για τα δύο ως άνω ποσά. Τα δικαστικά έξοδα των άνω διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους κατά το λόγο της νίκης και της ήττας τους και λόγω της εν τέλει νίκης του ενάγοντος πρέπει να καταδικαστούν ο πρώτος και το τρίτο των εναγομένων σ’ ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης αυτού (ενάγοντος), της αναλογούσας στην έκταση της νίκης του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Επίσης, πρέπει να γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή και ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση του παρεμπιπτόντως εναγομένου να καταβάλει στο παρεμπιπτόντως ενάγον οποιοδήποτε ποσό αυτό καταβάλει στον άνω ενάγοντα σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του ποσού και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να υποχρεωθεί ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα του παρεμπιπτόντως ενάγοντος λόγω της ήττας του. Τέλος, λόγω της νίκης των εκκαλούντων των άνω εφέσεων πρέπει να επιστραφεί σ’ αυτούς το κατατεθέν για τη συζήτηση έκαστης έφεσης παράβολο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικαζόμενο εφεσίβλητο των ενδίκων εφέσεων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 11-3-2020 και 31-12-2020 και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης …/…/2020 και …/2021 εφέσεις και την από 26-1-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2021 αντέφεση, κατά της υπ’ αριθμ. 1615/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ερήμην του πρώτου εφεσιβλήτου της από 11-3-2020 έφεσης και δεύτερου εφεσιβλήτου της από 31-12-2020 έφεσης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ογδόντα (280) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του ερημοδικασθέντος εφεσιβλήτου.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 11-3-2020 έφεση, ως προς τα κεφάλαια και τις διατάξεις της που αφορούν την από 19-10-2017 αγωγή και οι ενάγοντες στρέφονται κατά του δεύτερου εναγομένου.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 1615/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς τα κεφάλαια και τις διατάξεις της που αφορούν την από 19-10-2017 αγωγή κατά το μέρος της που οι ενάγοντες στρέφονται κατά του δεύτερου εναγομένου.
Κρατεί την υπόθεση.
Διατάσσει το χωρισμό της από 19-10-2017 αγωγής ως προς τη σωρευόμενη αγωγή των εναγόντων κατά του δεύτερου εναγομένου.
Παραπέμπει την αγωγή αυτή στο αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστήριο, ήτοι στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, προκειμένου να δικασθεί κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των άνω διαδίκων, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 26-1-2021 αντέφεση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των άνω διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 11-3-2020 έφεση ως προς τους δύο πρώτους των εκκαλούντων … … και … ….
Καταδικάζει του άνω εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη του τρίτου εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ποσό της οποίας ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 11-3-2020 έφεση και ως προς τα κεφάλαια και τις διατάξεις της που αφορούν την από 19-10-2017 αγωγή του ανηλίκου ενάγοντος και ήδη τεθέντος υπό δικαστική συμπαράσταση κατά το μέρος της που στρέφεται κατά του πρώτου και τρίτου των εναγομένων καθώς και την από 31-12-2020 έφεση.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες έκαστης έφεσης του καταβληθέντος, κατά την άσκηση των εφέσεων τους, παράβολου.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 1615/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς τα κεφάλαια και τις διατάξεις της που αφορούν την από 19-10-2017 αγωγή του ανηλίκου ενάγοντος και ήδη τεθέντος υπό δικαστική συμπαράσταση κατά το μέρος της που στρέφεται κατά του πρώτου και τρίτου των εναγομένων καθώς και την από 21-12-2017 παρεμπίπτουσα αγωγή.
Κρατεί την υπόθεση και συνεκδικάζει την αγωγή, κατά το άνω μέρος της με την παρεμπίπτουσα αγωγή.
Απορρίπτει ό,τι ως απορριπτέο κρίθηκε στο σκεπτικό της παρούσας.
Δέχεται εν μέρει την ως άνω αγωγή του ανήλικου ενάγοντος και ήδη τεθέντος υπό δικαστική συμπαράσταση κατά το μέρος της που στρέφεται κατά του πρώτου και τρίτου των εναγομένων.
Υποχρεώνει τον πρώτο και τρίτο των εναγομένων να καταβάλουν στον δικαστικό συμπαραστάτη, … …, του τεθέντος πλέον υπό δικαστική συμπαράσταση ενάγοντα … … και για λογαριασμό αυτού, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ, με τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση των άνω εναγομένων να καταβάλουν στον δικαστικό συμπαραστάτη, … …, του τεθέντος πλέον υπό δικαστική συμπαράσταση ενάγοντα … … και για λογαριασμό αυτού, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα ευρώ και εβδομήντα λεπτών του ευρώ (72.570,70), με τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως.
Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος … … και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος του πρώτου και τρίτου των εναγομένων, το ποσό των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες διακόσια (2.200) ευρώ.
Δέχεται την από 21-12- 2017 παρεμπίπτουσα αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του παρεμπιπτόντως εναγομένου να καταβάλει στο παρεμπιπτόντως ενάγον οποιοδήποτε ποσό αυτό καταβάλει στον δικαστικό συμπαραστάτη, … …, του τεθέντος πλέον υπό δικαστική συμπαράσταση ενάγοντα … … και για λογαριασμό αυτού, για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του ποσού και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Καταδικάζει τον παρεμπιπτόντως εναγόμενο στη δικαστική δαπάνη του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, το ποσό της οποίας ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι στις 7/2/2022.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ