TO ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη Εφέτη και Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός ……… και ήδη από την 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ……. με ΑΦΜ ………, και εν προκειμένω από τον Προιστάμενο της Α ΔΟΥ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε, με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ από τη Δικαστική Πληρεξούσιο του ΝΣΚ Θεοδώρα Κουκλιάκου και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλκηστη Χριστοφίλου.
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 6.6.2018 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………..//2018 αγωγή του, κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, περί ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής κληρονομίας, η οποία δικάστηκε, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων και επ αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 1084/2020 μη οριστική απόφαση με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσέλθουν οι διάδικοι και να παράσχουν διασαφήσεις στο Δικαστήριο. Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 11.6.2020 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2020 κλήση και μετά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση και την παροχή διευκρινήσεων από τον ενάγοντα, εκδόθηκε η με αριθμό 3024/2021 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που έκανε δεκτή την αγωγή. Την ως άνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού το εναγόμενο και ήδη εκκαλόν με την από 14.1.2022 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2022 έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που στην αρχή της παρούσας αναφέρεται, οπότε η υπόθεση που είχε εγγραφεί στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 6 εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
H υπό κρίση από 14.1.2022 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την 14.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2022) και εν συνεχεία την 9.2.2022 στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2022 κατά της με αριθμό 3024/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συμπροσβαλλόμενης και της με αριθμό 1084/2020 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία αφού δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, έκανε δεκτή την από 6.6.2018 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2018 αγωγή, περί ακύρωσης πλασματικής αποδοχής κληρονομίας, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, προ πάσης επίδοσης, καθώς η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 14.1.2022 και η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλόν την 1.2.2022, όπως προκύπτει από την με αριθμό ……/1.2.2022 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στο Εφετείο Αθηνών, ……… Επιπλέον το εκκαλόν Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει υποχρέωση καταβολής του παράβολου που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται κάθε δικαστικού τέλους σε κάθε δίκη του, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 κ.δ. από 26- 6/10-7-1944 «Περί κώδικος νόμων περί δικών του Δημοσίου». Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της ( άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), με την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη.
Με την από 6.6.2018 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2018 αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι στις 2.4.2017 απεβίωσε στον Πειραιά, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο ………….., κάτοικος εν ζωή Πειραιά, ο οποίος κατά το χρόνο θανάτου άφησε μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο του τον ίδιο. Οτι ο ίδιος ο ενάγων κατά τον χρόνο αυτό μόλις είχε ενηλικιωθεί και δεν προέβη σε αποποίηση της κληρονομίας του πατέρα του, λόγω της άγνοιάς του για την υποχρέωση αποποίησης της κληρονομίας εντός της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών από τον θάνατο του αποβιώσαντος και για τις συνέπειες που έχει η απώλεια της προθεσμίας αποποίησης, με αποτέλεσμα ο αποβιώσας να κληρονομηθεί από τον ενάγοντα, ο οποίος τεκμαίρεται ότι αποδέχθηκε σιωπηρά την κληρονομία λόγω της παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης. Η άγνοια του ενάγοντος συνεχίστηκε μέχρι την 9.3.2018, οπότε για πρώτη φορά πληροφορήθηκε ότι θα έπρεπε να προβεί σε αποποίηση της επαχθείσας στον ίδιο κληρονομίας, μετά τη γνωστοποίηση σε αυτόν από την Α ΔΟΥ Πειραιά, ότι έχει εκδοθεί η με αριθμό ………../22.1.2018 εντολή διενέργειας φορολογικού μερικού ελέγχου για ληξιπρόθεσμες και βεβαιωθείσες οφειλές του αποβιώσαντος πατρός του, που αφορούσαν την εταιρεία με την επωνυμία «………», στην οποία ο αποβιώσας ήταν διαχειριστής κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1987 έως 3.12.2010. Με βάση το προεκτεθέν ιστορικό ο ενάγων ζητεί την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας του πατέρα του ……… και την καταδίκη του εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η αγωγή αυτή εκδικάστηκε κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αντιμωλία των διαδίκων και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1084/2020 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης και η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο Δικαστήριο, προκειμένου να παράσχουν διευκρινήσεις, ως προς το αποδεικτέο ζήτημα της άγνοιας του ενάγοντος αναφορικά αφενός με την ύπαρξη της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση της κληρονομίας του αποβιώσαντος πατρός του και αφετέρου ως προς την κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομική σημασία της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Δυνάμει της από 11.6.2020 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2020 κλήσης του ενάγοντος η αγωγή επανεισήχθη προς συζήτηση, η οποία αρχικά προσδιορίστηκε να λάβει χώρα την 20.11.2020 οπότε και ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής εργασίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας του κορωνοιού, και προσδιορίστηκε εκ νέου με την με αριθμό 124/2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την δικάσιμο της 12.2.2021, πλην όμως η συζήτησή της ματαιώθηκε εκ νέου λόγω της ίδιας αιτιας και εντέλει επανήλθε προς συζήτηση με την με αριθμό 2389/2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 10.9.2021, εκδοθείσας, μετά την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος στο ακροατήριο, της με αριθμό 3024/2021 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη, ακυρώθηκε η πλασματική αποδοχή κληρονομίας του αποβιώσαντος στον Πειραιά στις 2.4.2017, …………., η οποία έλαβε χώρα λόγω της παραμέλησης της σχετικής προθεσμίας αποποίησης εκ μέρους του ενάγοντος και συμψηφίστηκε η δικαστική δαπάνη των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής, άσκησε έφεση, το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, δανειστής της κληρονομίας, παραπονούμενο επειδή η εκκαλουμένη κατά εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε οτι η αγωγή είναι ουσία βάσιμη, ενώ έπρεπε να την απορρίψει ως ανυπόστατη, άλλως ως νόμω και ουσία αβάσιμη. Ζητεί δε για τους λόγους που αναπτύσσονται στην έφεσή του, να γίνει αυτή (η έφεση) δεκτή, να εξαφανιστεί η με αριθμό 3024/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η με αριθμό 1084/2020 συνεκκαλούμενη, μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, κατά την έκταση που το βλάπτει, να απορριφθεί η αγωγή του ενάγοντος και να καταδικαστεί ο τελευταίος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 126 παρ. 1 εδ. ε` ΚΠολΔ η επίδοση για το Δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Κατά το άρθρο 85 παρ. 1 του ΚΕΔΕ (νδ 356/1974), επί δικών του νομοθετήματος αυτού το δημόσιο εκπροσωπεί ο διευθυντής του δημόσιου ταμείου, κατά του οποίου στρέφεται και κοινοποιείται κάθε δικόγραφο με ποινή απαραδέκτου. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, με την ίδια ως άνω κύρωση, απαιτείται κοινοποίηση του δικογράφου και στον Υπουργό των Οικονομικών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 του “Κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου” (Διάταγμα 26.6/10.7.1944), “μόνον αι προς τον Υπουργόν Οικονομικών γενόμεναι κοινοποιήσεις οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουσι εννόμους συνεπείας. Η διάταξις εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιον εκπροσωπείται δικαστικώς εκ μέρους των διευθυντών ταμείων ή οικονομικών εφόρων ή τελωνών ή ετέρου οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, της προς τον Υπουργό Οικονομικών επιδόσεως απαιτουμένης και τότε ως προσθέτου τοιαύτης, επί συνεπεία ακυρότητος αυτεπαγγέλτως εξεταζομένης”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο του σχετικού δικογράφου, πρέπει να γίνει, με ποινή απαραδέκτου στις δίκες του ΚΕΔΕ, ακυρότητας δε στις λοιπές, τόσον στον Υπουργό Οικονομικών, όσο και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για μεγαλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (Ολ.ΑΠ 34/1988, ΑΕΔ 27/04 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια, με το ν. 4389/2016 που άρχισε να ισχύει από 1.1.2017 (άρθρ. 43), ορίσθηκε στο άρθρο 1 ότι: «1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα µε την επωνυμία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) (στο εξής η “Αρχή”), µε σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και είσπραξη των φορολογικών [..] δημοσίων εσόδων, που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της. 2. […] 4. Από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής καταργείται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών […]», στο άρθρο 36 παρ. 1 ορίζεται ότι «Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο, πλην άλλων, τις έννομες σχέσεις που αφορούν την Α.Α.Δ.Ε., για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Δημόσιο, πρέπει αυτή να γίνει με ποινή ακυρότητας τόσο στο Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. όσο και στο αρμόδιο όργανο. (Εφ. Πειρ. 689/2020 δημ. στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς). Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλόν ισχυρίζεται οτι η αγωγή του ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί ως μη ασκηθείσα και ανυπόστατη, επειδή δεν επιδόθηκε στον Προϊστάμενο της Α ΔΟΥ Πειραιά, που είναι το αρμόδιο όργανο του Δημοσίου, αλλά επιδόθηκε την 8.6.2018 μόνο στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και στον Υπουργό Οικονομικών. Ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, ως ουσία αβάσιμος, καθώς όπως προκύπτει από την με αριθμό …. /8.6.2018 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στο Εφετείο Αθηνών, ………, αντίγραφο της ένδικης αγωγής επιδόθηκε στον Προϊστάμενο της Α ΔΟΥ Πειραιά, ενώ όπως συνομολογεί με την έφεσή του το εκκαλούν αλλά και αποδεινύεται από την με αριθμό ……./8.6.2018 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στο Εφετείο Αθηνών . …………., έτερο αντίγραφο της αγωγής επιδόθηκε στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με αποτέλεσμα να έχει ολοκληρωθεί η επίδοση αυτής. Σημειώνεται δε ότι εκ του περισσού η ένδικη αγωγή επιδόθηκε και στον Υπουργό Οικονομικών, όπως προκύπτει από την με αριθμό …-θ/8.6.2018 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στο Εφετείο Αθηνών ………….. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδαφ. β΄, 1846, 1847, 1848, 1849,1850, 1851 και 1856 του ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομία με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομίας (άρθρο 1847 του ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί κατά βούληση την κληρονομία, που έχει επαχθει σ’αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ. Η αποποίηση της κληρονομίας γίνεται με δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει – δε δέχεται – την κληρονομία που έχει επαχθεί σ’αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Ειδικότερα, το δικαίωμα αποποίησης της κληρονομίας είναι διαπλαστικό και υπόκειται σε τετράμηνη αποσβεστική προθεσμία, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας η άσκηση του δικαιώματος αποποιήσεως είναι άκυρη, η ακυρότητα δε επέρχεται αυτοδικαίως και είναι οριστική και αθεράπευτη και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται, ούτε είναι λογικώς νοητή άσκηση αγωγής για την κήρυξη της ακυρότητας. Ωστόσο, προς άρση της αβεβαιότητας για την τύχη της προς τον κληρονόμο επαγωγής μετά την πάροδο απράκτου της 4μηνης αποσβεστικής προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας η διάταξη του άρθρου 1850 εδαφ. β΄του ΑΚ καθιερώνει υπό μορφή νομίμου αμάχητου τεκμηρίου, το πλάσμα δήλωσης του κατά τη διάρκεια της προθεσμίας αυτής απρακτήσαντος κληρονόμου για αποδοχή της κληρονομιάς. Για το λόγο αυτό η εν λόγω αποδοχή χαρακτηρίζεται ως πλασματική αποδοχή κληρονομιάς και ως μία από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σιωπή επέχει θέση δήλωσης βούλησης (ΕφΑθ 2226/2013 ΕλλΔνη 2014.490). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1847 παρ.1 εδα. α΄, 1850, 1857, 140 και 141 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησής της μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης, όταν η αποδοχή που συνάγεται με τον τρόπο αυτόν κατά πλάσμα του νόμου, δε συμφωνεί με τη βούληση του κληρονόμου από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της κατάστασης που διαμόρφωσε τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της αποποίησης. Η δε εσφαλμένη αυτή γνώση ή άγνοια που δημιουργεί τη διάσταση μεταξύ βούλησης και δήλωσης, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (ΟλΑΠ 3/1989, ΑΠ 189/2017, ΑΠ 173/2014, ΑΠ 496/2013, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1570/2010 ΕλλΔνη 2011.475, ΑΠ 858/1990 ΕλλΔνη 1991.983). Ετσι, κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ.1 και 2 του ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητη, ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απειλή ή απάτη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Η γνώση του κατάχρεου της κληρονομίας και η για το λόγο αυτό αποποίησή της δε θεμελιώνει δικαίωμα ακύρωσης λόγω πλάνης της αποδοχής κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 εδαφ.γ΄του ΑΚ, που ορίζει ότι η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν είναι ουσιώδης, και, ως εκ τούτου, δεν προσπορίζει δικαίωμα ακύρωσης της αποδοχής (ΟλΑΠ 3/1989 ό.π.). Αντίθετα, ουσιώδης πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας υπάρχει και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 του ΑΚ δεν αρχίζει, γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 του ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 του ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης (ΑΠ 22/2022, ΑΠ 827/2017, ΑΠ 951/2013 δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι η αγωγή του ενάγοντος, με την οποία ζητεί την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας του αποβιώσαντος πατρός του, επικαλούμενος άγνοια της προθεσμίας αποποίησης αυτής και των συνεπειών της παρόδου της προθεσμίας άπρακτης, θα έπρεπε να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, επειδή ο Αστικός Κώδικας έχει απορρίψει το σύστημα κτήσης της κληρονομίας με δήλωση και θεσμοθέτησε την άμεση και αυτοδίκαιη κτήση της, ήτοι την κτήση της κληρονομίας ανεξάρτητα από τη βούληση ή οποιαδήποτε ενέργεια του κληρονόμου. Οτι περαιτέρω η βούληση του κληρονόμου στο σύστημα αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας είναι κρίσιμη μόνο για την αποποίηση κατά την οποία πρέπει να εξωτερικευθεί με ειδικό τύπο κατ άρθρο 1848 παρ.1 ΑΚ. Οτι αντίθετα, η αποδοχή της ανατροπής της αυτοδίκαιης πλασματικής κτήσης με μόνη την άγνοια δικαίου επιφέρει ρήγμα στο επιλεγέν από το νομοθέτη σύστημα και κατ’ επέκταση στην ασφάλεια δικαίου, καθώς επιτρέπει την ακύρωση με μόνη την επιγενόμενη αλλαγή γνώμης από τον κληρονόμο. Ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθώς σύμφωνα με όσα στην προεκτεθείσα μείζονα σκέψη αναπτύσσονται, κατά την κρατούσα άποψη στην θεωρία αλλά και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία, η άγνοια του κληρονόμου που ανάγεται είτε στο σύστημα της κτήσης της κληρονομίας κατά τον ΑΚ είτε σε άγνοια μόνο της ύπαρξης της προθεσμίας του άρθρου 1847 του ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 του ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης, συνιστά ουσιώδη πλάνη αυτού, η οποία παρέχει στον κληρονόμο το δικαίωμα ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής.
Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της ανωμοτί εξέτασης του ενάγοντος, η οποία συμπεριλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αλλά και τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 Κ.Πολ.Δ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 2.4.2017 απεβίωσε στον Πειραιά, χωρίς να αφήσει διαθήκη ο ……….., κάτοικος εν ζωή Πειραιά. Στην κληρονομία του ως άνω αποβιώσαντος κλήθηκε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού, ο ενάγων υιός του, ο οποίος είναι ο μοναδικός πλησιέστερος συγγενής, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου ……./13.4.2017 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Πειραιά. Ο τελευταίος δεν προέβη εντός της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών, σε αποποίηση της επαχθείσας σε αυτόν κληρονομίας, με αποτέλεσμα να θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ότι αποδέχθηκε την κληρονομία αυτή. Οι σχέσεις του ενάγοντος με τον πατέρα του, ήταν μέχρι το έτος 2015 ανύπαρκτες, καθώς οι γάμος των γονέων του είχε λυθεί αμετάκλητα με την με αριθμό 2287/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όταν ο ενάγων, γεννηθείς την 19.2.1999, ήταν έξι ετών. Με την ίδια απόφαση επικυρώθηκε η από 1.8.2005 έγγραφη συμφωνία των γονέων του ενάγοντος κατά την οποία η επιμέλεια του ανήλικου τότε ενάγοντος ανατέθηκε στη μητέρα του με την οποία διαβιούσε, ενώ ήδη από το 2010 ο αποβιώσας δεν κατέβαλε διατροφή για το ανήλικο τέκνο του. Μόνο το έτος 2015 με την σοβαρή επιδείνωση της υγείας του αποβιώσαντος, υπήρξε επικοινωνία μεταξύ τους, η οποία πάντως παρέμεινε σε τυπικό επίπεδο. Περαιτέρω, δυο μήνες σχεδόν πριν τον θάνατο του πατέρα του, ο ενάγων συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του και βρισκόταν στο τελικό στάδιο της προετοιμασίας του για να λάβει μέρος στις Πανελλαδικές εξετάσεις με σκοπό την εισαγωγή του σε τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας. Κατά τον χρόνο αυτό ο ενάγων, είχε μόνο τις γενικές γνώσεις του τελειόφοιτου του γενικού λυκείου, με αποτέλεσμα να αγνοεί αφενός ότι όφειλε εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τον θάνατο του πατέρα του, να αποποιηθεί την κληρονομία αυτού και αφετέρου τις συνέπειες της παρέλευσης της προθεσμίας αυτής. Η ως άνω άγνοια που δεν σχετίζεται με το κατάχρεο ή μη της κληρονομίας του αποβιώσαντος είναι δικαιολογημένη, λόγω του νεαρού της ηλικίας του ενάγοντος, της έλλειψης νομικών γνώσεων αυτού οι οποίες, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν παρέχονται στα γενικά λύκεια, της απουσίας έτερων συγγενών του αποβιώσαντος οι οποίοι τυχόν θα αντιμετώπιζαν παρόμοια θέματα αποποίησης και θα μπορούσαν να τον έχουν ενημερώσει, αλλά και της μη απεύθυνσής του σε κάποιον με εξειδικευμένες νομικές γνώσεις κατά το ιδιαίτερα αγχωτικό διάστημα που προηγείται και έπεται των πανελλαδικών εξετάσεων. Επιπλέον η πλάνη αυτή είναι ουσιώδης και θεμελιώνει την ακύρωση της πλασματικής κατά το νόμο αποδοχής της ανωτέρω κληρονομίας. Η εκκαλουμένη απόφαση που συνεκτιμώντας όλα τα αποδεικτικά μέσα, και με αιτιολογίες που συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας απόφασης, έκανε δεκτή την από 6.6.2018 με αριθμό κατάθεσης …………../2018 αγωγή, και ακύρωσε λόγω ουσιώδους πλάνης του ενάγοντος την πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος στον Πειραιά, στις 2.4.2017 ………….., δεν έσφαλε παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ο οποίος τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Ενόψει των εκτεθέντων πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσία αβάσιμη και να καταδικαστεί το εκκαλούν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως καθορίζεται στο διατακτικό, μειωμένη όμως, κατ’ άρθρο 22 § 1 του Ν. 3693/1957 .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ ουσία.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 20.1.2023 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων στις 22.3.2023
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ