ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικεί στην Αθήνα (οδός ………..) και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Φ.Μ. ……), που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …………) και εν προκειμένω δε και από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, οδός ……………., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Αικατερίνη Μπασιαρίδου,
Του εφεσίβλητου: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του, Αναστασία Αφράτη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο νυν εφεσίβλητος άσκησε κατά του νυν εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 24.7.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …../2018) ανακοπή κατά της με αριθμό πρωτοκόλλου 2690/8-6-2018 ατομικής ειδοποίησης και της με αριθμό …../10-5-2018 πράξης ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά και επί της οποίας (ανακοπής) εκδόθηκε αντιμωλία των λοιπών διαδίκων η 4240/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις.
Το καθ’ου η ανακοπή προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 18-11-2021 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 10.5.2021 με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 18.11.2021 στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. ……/2021, οπότε δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, η δικαστική αντιπρόσωπος του Ν.Σ.Κ. ως πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος αφού έλαβε τον λόγο, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της, η δε πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 18.11.2021 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …../2021 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του ………….. προς εξαφάνιση της 4240/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 24.7.2018 ανακοπή του τελευταίου κατά του πρώτου, δέχθηκε αυτή και ακύρωσε τις α) υπ’ αριθ. …../8-6-2018 ατομική ειδοποίηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιώς και β) υπ’ αριθ. …./10-5-2018 ταμειακή βεβαίωση του ίδιου ως άνω Προϊσταμένου έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 23.12.2019, χωρίς να αποδεικνύεται ότι έγινε επίδοση αυτής από τον ένα διάδικο στον άλλο, η δε ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 18.11.2021, ήτοι πριν την παρέλευση δύο ετών από την παραπάνω δημοσίευση. Συνεπώς, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικαστεί με την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο νυν εφεσίβλητος άσκησε την ως άνω ανακοπή κατ’ άρθρο 73 ΚΕΔΕ με την οποία υποστήριζε ότι την 29.6.2018 παρέλαβε με απλή ταχυδρομική επιστολή την υπ’ αριθ. πρωτ. ……/8-6-2018 Ατομική Ειδοποίηση Χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, δυνάμει της οποίας καλείτο να καταβάλει το ποσό των 26.567,98 ευρώ και ότι, ως προέκυπτε από το περιεχόμενο της εν λόγω ατομικής ειδοποίησης, το ως άνω ποσό βεβαιώθηκε ταμειακά δυνάμει της με αριθμό …../10-5-2018 Πράξης Ταμειακής Βεβαίωσης και αφορούσε σε «ΕΣΟΔΑ ΕΙΣ» κατά τα αναφερόμενα στο πεδίο «Είδος Φόρου» αυτής. Ότι δεδομένου ότι ουδεμία οφειλή υφίστατο από πλευράς του έναντι του Δημοσίου, πρόσωπο νομίμως εξουσιοδοτημένο από τον ανακόπτοντα μετέβη στις 2.7.2018 στην εκδούσα την ανωτέρω ατομική ειδοποίηση, Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά προκειμένου να διαπιστώσει σε τι συνίστατο η βεβαιωμένη σε βάρος του οφειλή, της οποίας ουδέποτε αυτός είχε νωρίτερα λάβει γνώση. Ότι σύμφωνα με σχετική προφορική ενημέρωση του αρμόδιου υπαλλήλου, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. ……/10-5-2018 Πράξη Ταμειακής Βεβαίωσης αφορούσε σε οφειλή προς το Δημόσιο προερχόμενη από την κατάπτωση εγγύησης αυτού στο πλαίσιο χορηγηθέντος στον ανακόπτοντα δανείου εκ μέρους της ………….., για την οποία είχε συνταχθεί ο υπ’ αριθ. …../18-12-2017 χρηματικός κατάλογος της ως άνω φορολογικής Αρχής. Ότι ενόψει του γεγονότος ότι η οφειλή του από το παραπάνω δάνειο έναντι της …………. υπό Ειδική Εκκαθάριση είχε ήδη ρυθμιστεί δυνάμει της με αριθμό ………/25-2-2016 Πρόσθετης Πράξης Σύμβασης Δανείου- Αναγνώρισης και Ρύθμισης Οφειλής, η δε σχετική ρύθμιση τηρείτο απαρέγκλιτα με την καταβολή των ορισθεισών μηνιαίων δόσεων, ο ανακόπτων επιχείρησε την υποβολή αίτησης στη Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά με σκοπό να του χορηγηθούν αντίγραφα του συνόλου των εγγράφων που αφορούν στο βεβαιωθέν σε βάρος του ποσό, προκειμένου να διαπιστώσει σε τι συνίστατο αυτό. Ότι ωστόσο το ως άνω αίτημά του απορρίφθηκε προφορικά και δη χωρίς την παραλαβή της σχετικής αίτησης, με την αιτιολογία ότι τα εν λόγω έγγραφα αποτελούν εσωτερική αλληλογραφία μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών, μη δυνάμενη να χορηγηθεί σε εκείνον. Ενόψει των ανωτέρω, επικαλούμενος αοριστία της προσβαλλόμενης Πράξης Ταμειακής Βεβαίωσης και της Ατομικής Ειδοποίησης και έλλειψη ουσιαστικών στοιχείων αυτής, καθώς και ανυπαρξία της βεβαιωθείσας σε βάρος του απαίτησης, ζητούσε να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθ. πρωτ. …/8-6-2018 Ατομική Ειδοποίηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά και β) η υπ’ αριθ. …../10-5-2018 Πράξη Ταμειακής Βεβαίωσης του ίδιου ως άνω Προϊσταμένου, καθώς και κάθε άλλη συναφής προγενέστερη ή/και μεταγενέστερη πράξη ή/και παράλειψη της Διοικήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, κρίνοντας τους δύο πρώτους λόγους ανακοπής νόμιμους, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε ότι στις 27.6.2018 κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα από τη Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιώς με ταχυδρομική επιστολή η υπ’ αριθ. …../8-6-2018 ατομική ειδοποίηση πληρωμής χρέους ύψους 26.597,98 ευρώ, με τη μνεία ότι αποτελούν «Εσοδα Εις» και ότι αυτά βεβαιώθηκαν στις 10-5-2018, άνευ ετέρου τινός στοιχείου προσδιοριστικού της αιτίας και του ύψους της οφειλής και χωρίς να συγκοινοποιηθούν στον ανακόπτοντα έγγραφα από τα οποία να προκύπτει η αιτία σύνταξης του νομίμου τίτλου και της βεβαίωσης της οφειλής. Ότι με τα δεδομένα αυτά, δεν ενημερώθηκε ο ανακόπτων για το είδος και την προέλευση της οφειλής του, με αποτέλεσμα τη δικονομική βλάβη του, αφού δεν δύναται να αμυνθεί αποτελεσματικά κατά του νόμιμου τίτλου που την ενσωματώνει, οπότε έγιναν δεκτοί και κατ’ ουσίαν οι δύο πρώτοι λόγοι της ανακοπής, καθώς οι παραπάνω ελλείψεις δεν μπορούν να καλυφθούν με την προσκομιδή των σχετικών εγγράφων από το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου. Ήδη με την υπό κρίση έφεση το εκκαλούν- καθ’ου η ανακοπή παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έτσι ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η από 24.7.2018 ανακοπή του εφεσίβλητου και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά του έξοδα για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν υποστηρίζει ότι ενώ από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 126 παρ.1 εδ.ε’ του ΚΠολΔ, 85 παρ.1 του ΚΕΔΕ (ν.δ/μα 356/1974), 5 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (Διάταγμα 26.6./10.7.1944), 1 παρ.1, 36 παρ.1 του ν. 4389/2016 προκύπτει ότι εν προκειμένω ενόψει του κρίσιμου χρόνου άσκησης της κρινόμενης ανακοπής μετά την 1.1.2017, ο ανακόπτων και νυν εφεσίβλητος έπρεπε να στρέψει το εν λόγω δικόγραφο κατά της Α.Α.Δ.Ε., νομίμως εκπροσωπούμενης από τον Διοικητή της, ως αντιπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, δεν το έπραξε. Επίσης ότι η ανακοπή έπρεπε να επιδοθεί και στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιώς και ότι η έλλειψη της επίδοσης της ανακοπής στον Προϊστάμενο της παραπάνω Δ.Ο.Υ. θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της κριθείσας ανακοπής ως απαράδεκτης, τούτο δε ανεξαρτήτως βλάβης του Ελληνικού Δημοσίου. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του. Τούτο, καθώς αφενός από καμία διάταξη δεν προκύπτει ότι η ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ πρέπει να στρέφεται κατά της Α.Α.Δ.Ε. και όχι κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αφετέρου από τις προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο-ανακόπτοντα υπ’ αριθ. …../1.8.2018 και ……/1.8.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ………… προκύπτει αντίστοιχα ότι ακριβές αντίγραφο της από 24.7.2018 ανακοπής επιδόθηκε για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου τόσο στον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, όπως νόμιμα εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο (από 1.1.2017 και μετά σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις ή τις έννομες σχέσεις που αφορούν στην Α.Α.Δ.Ε.), όσο και στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά κατ’ άρθρο 85 παρ.1 του ΚΕΔΕ.
Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο έφεσης το εκκαλούν παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όλως αναιτιολόγητα, δέχθηκε την ως άνω ανακοπή ως παραδεκτή και απήγγειλε την ακύρωση της με αριθ. …../8.6.2018 ατομικής ειδοποίησης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιώς καίτοι αυτή αποτελεί πράξη απλής ανακοίνωσης και κατά συνέπεια στερείται εκτελεστού χαρακτήρα. Ότι από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4 του ν.δ/τος 356/1974, 41 του Β. Δ/τος 757/1969, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του Π. Δ/τος 26/1977, 73 παρ.1 και 2 του ΚΕΔΕ συνάγεται ότι εκτελεστή διοικητική πράξη στο στάδιο της είσπραξης του εσόδου πριν την έναρξη της εκτέλεσης είναι η πράξη της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους ως εσόδου του Δημοσίου («βεβαίωσης στενής έννοιας»), η οποία είναι προσβλητή, όχι δε η «ατομική ειδοποίηση» που αποστέλλεται μετά τη βεβαίωση αυτή προς τον οφειλέτη. Τούτο, διότι η «ατομική ειδοποίηση» δεν αποτελεί παρά πράξη απλής ανακοίνωσης της διοίκησης προς τον διοικούμενο, η οποία και στερείται εκτελεστού χαρακτήρα, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 4 του ΚΕΔΕ, οι οποίες ορίζουν ρητά ότι η ατομική ειδοποίηση δεν εξομοιώνεται με επιταγή προς πληρωμή, ενώ η τυχόν παράλειψη της αποστολής της δεν ασκεί καμία επίδραση στο κύρος των λαμβανόμενων στη συνέχεια κατά του οφειλέτη αναγκαστικών μέτρων. Ότι επίσης το απαράδεκτο της ανακοπής στρεφόμενης κατά ατομικής ειδοποίησης συνάγεται και από τις διατάξεις του άρθρου 73 παρ.1 και 2 του ΚΕΔΕ, με τις οποίες προβλέπεται η άσκηση δύο ειδών ανακοπών κατά της διοικητικής εκτέλεσης και δη της ανακοπής που ασκείται πριν από την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης και στρέφεται είτε κατά του νόμιμου τίτλου είτε κατά της ταμειακής βεβαίωσης, όχι όμως και κατά της ατομικής ειδοποίησης, και της ανακοπής που ασκείται κατά της αρξαμένης εκτέλεσης για τους περιοριστικά αναφερόμενους στην παράγραφο 2, λόγους. Ότι βέβαια, το ανωτέρω άρθρο 73 παρ.1 ΚΕΔΕ ορίζει ότι η ανακοπή του οφειλέτη μπορεί να ασκηθεί και κατά της ατομικής ειδοποίησης, τούτο όμως πρόδηλα υπονοεί την αντίστοιχη ατομική εκτελεστή διοικητική πράξη της ταμειακής βεβαίωσης, με την οποία και μόνο καθιδρύεται το εκτελέσιμο δικαίωμα του Δημοσίου, αλλά και η αντίστοιχη υποχρέωση του οφειλέτη ως προς το συγκεκριμένο χρέος.
Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος. Το άρθρο 73 παρ. 1 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.) ορίζει τα εξής: “1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου”. Περαιτέρω, το άρθρο 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και αφού αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 7 ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, ορίζει τα εξής: «1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περίπτωσης β` της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του παρόντος Κώδικα, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία, είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου 6 του παρόντος…2. Η κατά την προηγούμενην παράγραφον κοινοποιουμένη ατομική ειδοποίησις δεν εξομοιούται προς την επιταγήν προς πληρωμήν. 3. Η παράλειψης αποστολής της κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου ειδοποιήσεως ουδεμίαν ασκεί επίδρασιν επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων.» Τέλος, στο άρθρο 75 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: “1. Παράλειψις ή ακυρότης των πράξεων εκτελέσεως δύναται να προταθή υπό του οφειλέτου αν αύτη αποδεικνύεται εξ αυτών των πράξεων και αν κατά την κρίσιν του Δικαστηρίου επήλθεν εις αυτόν βλάβη μη δυναμένη να επανορθωθή άλλως ή κηρυσσομένης της ακυρότητος”. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η ατομική ειδοποίηση, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη νομίμου τίτλου, αφού ακολουθεί τη νομότυπη ταμειακή βεβαίωση του σχετικού ποσού, πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που καθορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 4, προκειμένου ο οφειλέτης να λαμβάνει ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά, να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του. Η έλλειψη, όμως, ενός ή περισσοτέρων στοιχείων από τα οριζόμενα στο ανωτέρω άρθρο μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής, στην ακύρωση της ατομικής ειδοποιήσεως, μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 του ΚΕΔΕ -του άρθρου τούτου εφαρμοζομένου όχι μόνο επί των αμιγών πράξεων εκτελέσεως αλλά και επί των προπαρασκευαστικών- σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή, αν η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο αν κηρυχθεί η ακυρότητα της ατομικής ειδοποιήσεως, ενόψει, ιδίως, της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη. Το ότι η προς της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτη ασκείται και κατά της εκδοθείσας ατομικής ειδοποίησης προβλέπεται ρητά από το άρθρο 73 παρ.1 του ν.δ. 356/1974, ώστε οιαδήποτε άλλη ερμηνεία να συνιστά contra legem ερμηνεία, έστω και αν η παράλειψη αποστολής της ειδοποιήσεως αυτής καμία επίδραση δεν ασκεί επί του κύρους των κατά του οφειλέτη λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων. Άλλωστε και κατά τη ρητή ρύθμιση της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 4 η κοινοποιούμενη ατομική ειδοποίηση δεν εξομοιώνεται, από πλευράς εννόμων αποτελεσμάτων, προς την επιταγή προς πληρωμή του άρθρου 924 του ΚΠολΔ (βλ. και την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο ΑΠ 1538/2017 δημ. στην ΤΝΠ Νόμος, υπό την ισχύ του άρθρου 4 του ΚΕΔΕ πριν αντικατασταθεί με την παρ.5 του άρθρου 7 του ν. 4224/2013, με παραπομπή στην ΣτΕ 3214/1999, ΕλΣυν 47/2010). Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την ένδικη ανακοπή και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. ……/8-6-2018 ατομικής ειδοποίησης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά.
Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης το εκκαλούν παραπονείται ότι κατά παράβαση του νόμου και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτού, με αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι δεδομένου ότι στις 27.6.2018 κοινοποιήθηκε στον ανακόπτοντα από τη Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιώς με ταχυδρομική επιστολή η υπ’ αριθ. ……./8.6.2018 ατομική ειδοποίηση πληρωμής χρέους ύψους 26.567,98 ευρώ, με τη μνεία ότι αποτελούν «Έσοδα Εις» και ότι βεβαιώθηκαν στις 10.5.2018, χωρίς άλλο στοιχείο προσδιοριστικό της αιτίας και του ύψους της οφειλής και χωρίς να συγκοινοποιηθούν στον ανακόπτοντα έγγραφα απ’ τα οποία να προκύπτει η αιτία σύνταξης του νόμιμου τίτλου και της βεβαίωσης της οφειλής αυτής, εκείνος δεν ενημερώθηκε για το είδος και την προέλευση της οφειλής του, με αποτέλεσμα τη δικονομική του βλάβη, αφού δεν δύναται να αμυνθεί αποτελεσματικά κατά του νόμιμου τίτλου που την ενσωματώνει και καθώς οι παραπάνω ελλείψεις δεν μπορούν να καλυφθούν με την προσκομιδή των εγγράφων από το καθ’ου Ελληνικό Δημόσιο ενώπιον του Δικαστηρίου, οπότε έγιναν δεκτοί στην ουσία τους οι δύο πρώτοι λόγοι ανακοπής. Κατά τον σχετικό λόγο έφεσης η ταμειακή βεβαίωση δεν είναι δυνατόν να έχει σώμα αυτοτελούς εγγράφου, στο οποίο να αναλύεται λεπτομερειακά η οφειλή, ήτοι ο υπολογισμός και η διαδικασία διαμόρφωσης του τελικού ποσού της, ούτε να κοινοποιηθεί αυτή στον οφειλέτη. Ότι για τούτο προβλέπεται στο άρθρο 4 του ΚΕΔΕ η αποστολή ατομικής ειδοποίησης, ενός πληροφοριακού εγγράφου, με το οποίο ενημερώνεται ο παραπάνω, όχι για την ύπαρξη του χρέους (διότι το γνωρίζει), αλλά για το ότι η υφιστάμενη οφειλή του βεβαιώθηκε ταμειακά. Ότι μάλιστα και η ως άνω πληροφόρηση του οφειλέτη δεν κρίθηκε αναγκαία από το νομοθέτη, ο οποίος όρισε στις διατάξεις του άνω άρθρου, ότι η μη αποστολή ατομικής ειδοποίησης δεν επιδρά στο κύρος της επισπευδόμενης σε βάρος του εκτέλεσης. Ότι εφόσον, εξάλλου, δεν προβλέπεται στο νόμο κοινοποίηση της ταμειακής βεβαίωσης, δεν υπάρχει χρεία σύνταξής της ως αυτοτελούς εγγράφου περιέχοντος ανάλυση της βεβαιωθείσας απαίτησης, καθώς ο οφειλέτης, προκειμένου να λάβει γνώση του εγγράφου αυτού, θα έπρεπε και πάλι, να ανατρέξει στον οικείο διοικητικό φάκελο της φορολογικής αρχής. Ότι η διαδικασία της ταμειακής βεβαίωσης των προς το Δημόσιο οφειλών, μολονότι ρυθμίζεται στο νόμο ως εσωτερική διαδικασία μεταξύ δημοσίων υπηρεσιών, χωρίς συμμετοχή ή προηγούμενη πληροφόρηση του οφειλέτη, δεν συνεπάγεται μειωμένη προστασία των συμφερόντων του, καθόσον ουδέποτε βεβαιώνεται στο δημόσιο ταμείο απαίτηση του Δημοσίου χωρίς ο οφειλέτης να είναι γνώστης της οφειλής. Ότι στην περίπτωση, λοιπόν, που ο νόμιμος τίτλος δεν αφορά διοικητικό καταλογισμό, αλλά έχει συγκροτηθεί με τη συμμετοχή του οφειλέτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ο ίδιος ανέλαβε συμβατική υποχρέωση, την οποία στη συνέχεια δεν εκπλήρωσε, με αποτέλεσμα να απορρεύσει απαίτηση του Δημοσίου εναντίον του, η απαίτηση βεβαιώνεται ταμειακά χωρίς να προβλέπεται από το νόμο κοινοποίηση του νόμιμου τίτλου, με δεδομένο ότι γνωρίζει την απορρέουσα από αυτή οφειλή του, ενώ σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης έχει πρόσβαση στα τηρούμενα στη Δ.Ο.Υ. έγγραφα που αποτελούν το νόμιμο τίτλο. Ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται σύνταξη της ταμειακής βεβαίωσης ως αυτοτελούς εγγράφου, περιέχοντος λεπτομερειακή ανάλυση της βεβαιωμένης οφειλής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ΚΕΔΕ και των άρθρων 51 έως 55 του π.δ. 16/1989 και 32-35 του β.δ. 757/69, οι οποίες προβλέπουν σχετικά με τη διαδικασία και το περιεχόμενο της ταμειακής βεβαίωσης και ότι ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αξίωσε για τη νομιμότητά της, τη συνδρομή περισσότερων προϋποθέσεων από τις απαιτούμενες για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και εν γένει τη συνδρομή στοιχείων που δεν προβλέπονται στο πραγματικό των διατάξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης ή άλλης νομοθετικής διάταξης. Ότι ανεξαρτήτως του ότι η ταμειακή βεβαίωση δεν αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της οφειλής προς το Δημόσιο, ότι αποτελεί την εγγραφή ποσού της προκύπτουσας από το νόμιμο τίτλο απαίτησης του Δημοσίου στα βιβλία καταχώρισης εισπρακτέων εσόδων της Δ.Ο.Υ. και δεν απαιτείται να περιέχει λεπτομερειακή ανάλυση της βεβαιωμένης οφειλής, η νυν προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση, στην οποία εμπεριέχετο και η σχετική ταμειακή βεβαίωση, περιλαμβάνει πάντα τα προβλεπόμενα από το νόμο (άρθρο 4 παρ.1 του ν. δ/τος 356/1974- Κ.Ε.Δ.Ε.) στοιχεία. Ότι συνεπώς κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτό τον ισχυρισμό του ανακόπτοντος περί δήθεν άγνοιας της οφειλής του, δεδομένου του ότι αφενός αυτή προέρχεται από κατάπτωση εγγύησης που είχε εκείνος λάβει από την εταιρεία «……………» (……………) στο πλαίσιο του χορηγηθέντος σε αυτόν δανείου από την ……….., αφετέρου όπως ο ίδιος συνομολογεί στο δικόγραφο της ανακοπής του (σελ. 2), προέβη σε ρύθμιση της οφειλής του έναντι της παραπάνω τράπεζας, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………………./25-2-2016 πρόσθετης πράξης σύμβασης δανείου-αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής. Ότι άλλωστε από το κείμενο της ίδιας της ανακοπής προκύπτει ότι ο ανακόπτων γνωρίζει τόσο το είδος, όσο και την αιτία της απαίτησης του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς και το είδος και το ύψος των βεβαιωθεισών σε βάρος του οφειλών. Ότι πέραν της κατοχής και γνώσεως των αποδεικτικών στοιχείων της οφειλής του, ο ανακόπτων ούτε επικαλείται, ούτε αποδεικνύει συγκεκριμένη βλάβη, την οποία έχει υποστεί από αοριστία της κρίσιμης ατομικής ειδοποίησης και η οποία (βλάβη) πρέπει να συντρέχει και να μην μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο παρά με την κήρυξη της ακυρότητας. Ότι περαιτέρω ο ανακόπτων, όπως ο ίδιος συνομολογεί στο δικόγραφο της ανακοπής του (σελ. 7), ενημερώθηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους ότι η οφειλή του αφορά σε «κατάπτωση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου σε χορηγηθέν σε αυτόν δάνειο της …………………..», αφού νομίμως εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο μετέβη την 2.7.2018, δηλαδή πριν από τη λήξη της προθεσμίας άσκησης ανακοπής κατά της εκτελέσεως (δεδομένου ότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ανακόπτοντος, την 29.6.2018 παρέλαβε την επίμαχη ατομική ειδοποίηση χρεών), στη Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, προκειμένου να λάβει γνώση της οφειλής (σελ. 2 του δικογράφου). Ότι επιπρόσθετα, τόσο από το περιεχόμενο των προτάσεων του Ελληνικού Δημοσίου, όσο και από την έρευνα του σχετικού φακέλου αποδεικνύεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο προσκόμισε με επίκληση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως τούτο γίνεται και ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση εναντίον του ανακόπτοντος, οπότε και μπορούσε αυτός να αμφισβητήσει την ύπαρξη ή το ύψος της οφειλής του, το δε Δικαστήριο να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης, έστω και αν δεν γινόταν ανάλυση της οφειλής του στις ταμειακές βεβαιώσεις, ούτε στους χρηματικούς καταλόγους (επικαλείται σχετικά και προσκομίζει τις ΑΠ 273/2016 και ΑΠ 342/2017).
Σχετικά με τον παραπάνω λόγο έφεσης λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και αφού αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 7 ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, νόμιμο τίτλο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελούν: α) Τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής. β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή. γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 73 παρ. 1, 2 του ν.δ. 356/1974: “1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν. β) Εάν το χρέος απεσβέσθη διά καταβολής ή διά συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως. γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως. δ) Εάν το χρέος παρεγράφη. ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ό νόμω υπόχρεως. στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη”. Εξάλλου, το άρθρο 4 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και αφού αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 7 ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, ορίζει: “Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περίπτωσης β` της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του παρόντος Κώδικα, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 3, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία, είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου 6 του παρόντος…». Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 55 του π.δ. 16/1989 “Κανονισμός λειτουργίας Δ.Ο.Υ.” “Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ. τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α) …, ε). Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, κατά δε το άρθρο 61 του ιδίου π.δ/τος η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώριση των στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της βεβαίωσης”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων” σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του “νομίμου τίτλου” όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθού (Δημόσιο) θέση ενάγοντος, και έτσι το τελευταίο βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το “νόμιμο τίτλο” είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής, προς τον οποίο το Δημόσιο είχε παράσχει εγγύηση και στη θέση του οποίου αυτό υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξοφλήσεως του δανείου από τον οφειλέτη, αναλόγως δε και στην περίπτωση που το Δημόσιο ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων. Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην όμως μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, -που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε. η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη-, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε., στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 Κ.Ε.Δ.Ε. σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή, αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξεως, ιδίως ενόψει της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη. Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, και για το λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει το Δημόσιο τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (ΟλΑΠ 5/2019 στην areiospagos.gr, ΑΠ 144/2022 στην areiospagos.gr, ΑΠ 1180/2020, ΑΠ 190/2020, ΑΠ 189/2020, AΠ 352/2020, ΑΠ 1031/2019, ΑΠ 1177/2017, ΑΠ 391/2017, ΑΠ 1247/2015, ΕφΠειρ 622/2021 στην efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 626/2021 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 413/2022 στο efeteio-peir.gr, άλλως ΑΠ 323/2018, ΑΠ 819/2018, ΑΠ 340/2017, ΑΠ 237/2016 που δέχονται ότι αρκεί να προσκομίζονται τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο στο Δικαστήριο της ανακοπής).
Περαιτέρω, από το σύνολο των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι και από τα όσα ομολογεί ο εφεσίβλητος-ανακόπτων σχετικά με την προφορική ενημέρωση που έλαβε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά σχετικά με την επίδικη οφειλή του αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 27.6.2018 κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο από τη Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά με ταχυδρομική επιστολή η υπ’ αριθ. ……/8-6-2018 ατομική ειδοποίηση χρεών του Προϊσταμένου της παραπάνω Δ.Ο.Υ. δυνάμει της οποίας εκείνος καλείτο να καταβάλει το ποσό των 26.567,98 ευρώ, με τη μνεία ότι το ποσό αυτό αποτελεί «ΕΣΟΔΑ ΕΙΣ» και ότι βεβαιώθηκε στις 10.5.2018 (δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/10.5.2018 Πράξης Ταμειακής Βεβαίωσης), άνευ ετέρου τινός στοιχείου προσδιοριστικού της αιτίας και του ύψους της οφειλής και χωρίς να συγκοινοποιηθούν στον ανακόπτοντα έγγραφα από τα οποία να προκύπτει η αιτία σύνταξης του νόμιμου τίτλου και της βεβαίωσης της οφειλής αυτής. Κατόπιν τούτου, ο εφεσίβλητος εξουσιοδότησε τρίτο πρόσωπο, το οποίο μετέβη στις 2.7.2018 στην εκδούσα την ανωτέρω ατομική ειδοποίηση Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, προκειμένου να διαπιστώσει σε τι συνίστατο η βεβαιωμένη σε βάρος του οφειλή, της οποίας δεν είχε λάβει νωρίτερα γνώση. Σύμφωνα με σχετική προφορική ενημέρωση του αρμόδιου υπαλλήλου, η προσβαλλόμενη με αριθμό …../10.5.2018 Πράξη Ταμειακής Βεβαίωσης αφορούσε σε οφειλή προς το Δημόσιο προερχόμενη από την κατάπτωση εγγύησης αυτού στο πλαίσιο χορήγησης στον εφεσίβλητο δανείου εκ μέρους της ………. και για την οποία είχε συνταχθεί ο με αριθμό …../18-12-2017 χρηματικός κατάλογος της ως άνω φορολογικής Αρχής. Ο εφεσίβλητος, όπως ο ίδιος γνώριζε, είχε συνάψει με την «…………» την με αριθμό …………/5-2-2009 σύμβαση δανείου ποσού 40.000 ευρώ σύμφωνα με τον οδηγό του ……… (………) «Εγγύηση και Επιδότηση Επιτοκίου Δανείων Κεφαλαίου Κίνησης Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων» και είχε λάβει το ανωτέρω ποσό, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κεφάλαιο κίνησης της επιχείρησής του. Το δάνειο αυτό εγγυήθηκε σε ποσοστό 80% του χορηγηθέντος κεφαλαίου η εταιρεία με την επωνυμία «…………….» (………….) δυνάμει της με αρ. ………../5.2.2009 σύμβασης εγγύησης και επιδότησης. Στην σχετική πράξη εγγύησης και επιδότησης που συνυπέγραψε ο εφεσίβλητος με τη δανείστρια τράπεζα και την ……….. προβλεπόταν ότι σε περίπτωση καταγγελίας και καταβολής εκ μέρους της ……… του ποσού της εγγύησης, η τελευταία δύναται να διεκδικήσει το καταβληθέν ποσό από την δανειοδοτούμενη επιχείρηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Στη θέση της ……. υπεισήλθε η εταιρεία ………….., που έχει πλέον μετονομασθεί σε «………..» σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3912/2011. Ο εφεσίβλητος όφειλε, κατά την οικεία δανειακή σύμβαση, να αποπληρώσει το παραπάνω δάνειο σε έξι ισόποσες εξάμηνες χρεολυτικές δόσεις, πλην όμως δεν τήρησε τις υποχρεώσεις του και κατέστη υπερήμερος, με αποτέλεσμα η «………..» (………….) να καταγγείλει τη σύμβαση του δανείου δυνάμει της από 28.4.2011 εξώδικης καταγγελίας που επιδόθηκε στον εφεσίβλητο όπως τούτο προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …./28-4-2011 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …………. Όπως προέκυπτε από την σχετική εξώδικη καταγγελία, η ληξιπρόθεσμη οφειλή του εφεσίβλητου, την οποία αυτός καλείτο να καταβάλει, είχε διαμορφωθεί στο συνολικό ποσό των 35.324,05 ευρώ που αναλυόταν ως εξής: κεφάλαιο: 33.307,83 ευρώ, τόκοι συμβατικοί: 1.670,22 ευρώ, τόκοι ποινής: 346 ευρώ. Ως εκ τούτου, η εγγυητική υποχρέωση της ………. (ήδη ……….) θα ανερχόταν, κατά τα συμφωνηθέντα, στο ποσό των 26.646,26 ευρώ (= 33.307,83 x 80%) σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. ………./19-9-2018 έγγραφο της ……… Στη συνέχεια, σύμφωνα με το ανωτέρω έγγραφο απόψεων, η παραπάνω δανείστρια τράπεζα απέστειλε στην ……….. (νυν ……..), στις 10.5.2011 ενημέρωση για καταγγελία του δανείου του εφεσίβλητου και υπέβαλε το υπ’ αριθ. πρωτ. ……………/10.5.2011 αίτημα κατάπτωσης της εγγύησης για το ποσό των 26.646,26 ευρώ. Το ποσό της κατάπτωσης αναλύεται ως ακολούθως: 1) Κεφάλαιο (το οφειλόμενο ποσό κεφαλαίου κατά την ημερομηνία έναρξης της ληξιπροθεσμίας): 33.307,83 ευρώ, 2) Μείον ποσά είσπραξης κεφαλαίου (μετά την ημερομηνία έναρξης της ληξιπροθεσμίας και μέχρι σήμερα): 0 ευρώ, 3) Συνολικό ποσό οφειλόμενου κεφαλαίου: 33.307,83 ευρώ και 4) ποσό κατάπτωσης/κάλυψη ……… (80%): 26.646,26 ευρώ. Επίσης ενημέρωσε την ……. ότι στην ως άνω οφειλή δεν υπολογίστηκαν τόκοι, τόκοι υπερημερίας, έξοδα, προμήθειες κλπ., διότι δεν αποτελούν επιλέξιμες δαπάνες για την ………. Ακολούθως, με το με αρ. ………./16-12-2011 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της …….. αποφασίσθηκε η καταβολή στην παραπάνω τράπεζα εγγυήσεων που είχαν καταπέσει, μεταξύ των οποίων και η ένδικη οφειλή που αφορά στον εφεσίβλητο ύψους 26.567,98 ευρώ. Σχετικώς εξεδόθησαν το με αριθ. πρωτ. ……/31-1-2012 έγγραφο της ………. προς την Τράπεζα της Ελλάδος για την καταβολή των εγγυήσεων και το με αριθ. πρωτ. ΚΑΤ. ………./03/31-1-2012 έγγραφο της …………. προς την ………… Σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, η κατάπτωση της εγγύησης συνιστά μείωση του μετοχικού κεφαλαίου της …….. και η απαίτηση καθίσταται πλέον απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς υποχρέωση περαιτέρω ενεργειών γνωστοποίησης των απαιτήσεων αυτών από την …………. Έτσι, με το με αρ. 12/13-7-2012 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της …….. το οποίο δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ.Α.Ε. & Ε.Π.Ε. 14840/28-12-2012, αποφασίσθηκε η μείωση του κεφαλαίου της εταιρείας κατά το αναλογούν ποσό στις καταπτώσεις εγγυήσεων του χρονικού διαστήματος από 1-10-2011 έως 31-3-2012. Η ……… (πρώην ………..) με την έκδοση της Υπουργικής Απόφασης 2/27764/0025 (Β’ 815/8.5.2015) και στο πλαίσιο των περιγραφόμενων σε αυτή αρμοδιοτήτων της, ξεκίνησε τη σταδιακή σύνταξη Χρηματικών Καταλόγων οφειλών επιχειρήσεων και την αποστολή τους στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. μαζί με όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ώστε η φορολογική Διοίκηση να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται από τον Κ.Ε.Δ.Ε. για την είσπραξη των απαιτήσεων αυτών. Με τον τρόπο αυτό, βεβαιώθηκε ταμειακώς το επίδικο ποσό με την προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση, απεστάλη δε στον εφεσίβλητο η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση. Εν τω μεταξύ και αφού λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε, ανακλήθηκε στις 27.7.2012 η άδεια λειτουργίας της δανείστριας «……..» και τέθηκε αυτή σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 68 του ν. 3601/2007, η δανειακή σχέση του εφεσίβλητου παρέμεινε στην «……….. Υπό Ειδική Εκκαθάριση», ακολούθως δε δανείστρια και δανειολήπτης κατάρτισαν μεταξύ τους την υπ’ αριθ. ………/25.2.2016 Πρόσθετη Πράξη Σύμβασης Δανείου- Αναγνώριση και Ρύθμιση Οφειλής, με την οποία ρυθμίσθηκε η οφειλή του εφεσίβλητου έναντι της τράπεζας, όπως είχε διαμορφωθεί με ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ 05-02-2016 σε ευρώ- δηλαδή μετά την κατάπτωση της εγγύησης σε βάρος της ………. και την ικανοποίηση της τράπεζας από το ποσό της καταπεσούσας εγγύησης- στο συνολικό ποσό των 13.243,38 ευρώ, ήτοι κεφάλαιο 10.651,34 ευρώ και τόκοι 2.592,04 ευρώ και ορίσθηκε ότι «Μετά από σχετικό αίτημα του οφειλέτη, οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν να ρυθμίσουν την οφειλή του Οφειλέτη προς την ………., την οποία έχει εγγυηθεί ο Εγγυητής, όπως αυτή αναλύθηκε και συμφωνήθηκε παραπάνω. Η ρύθμιση θα διέπεται από τους ακόλουθους όρους και συμφωνίες: α) Ποσό ΔΩΔΕΚΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΥΡΩ (12.000,00 Ε) εκ της συνολικής οφειλής, ρυθμίζεται με valeur την ημερομηνία της παρούσας και ο Οφειλέτης δέχεται, υπόσχεται και υποχρεούται να το καταβάλει στην …….., με βάση τους όρους της παρούσας και σύμφωνα με τους όρους της αρχικής ως άνω σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής, κατά το μέρος που δεν τροποποιούνται με τους όρους της παρούσας. β) Το υπόλοιπο ποσό που απομένει μετά το ως άνω ποσό της ρύθμισης της συνολικής οφειλής, όπως αυτή θα διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία της παρούσας, που αντιστοιχεί σε τόκους υπερημερίας ή/και μέρος κεφαλαίου δεν θα καταβληθεί από τον Οφειλέτη και θα διαγραφεί σε βάρος της ……….. από τη συνολική οφειλή μετά την παρέλευση τριών ετών από τη λήξη της περιόδου χάριτος και υπό τον όρο- προϋπόθεση ότι έχουν τηρηθεί όλοι οι όροι και συμφωνίες της παρούσας και έχουν εξοφληθεί πλήρως και προσηκόντως οι τόκοι και οι δόσεις κατά τα συμφωνηθέντα στην παρούσα πρόσθετη πράξη…». Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι ενώ στην εν λόγω πρόσθετη πράξη σύμβασης δανείου δεν συμβάλλεται η διάδοχος της εγγυήτριας ……….., ……… και δεν υπάρχει υπογραφή νομίμου εκπροσώπου της, ώστε να δεσμεύεται η εγγυήτρια από τη σύμβαση ρύθμισης της οφειλής, στην ίδια τη σύμβαση επανειλημμένως φέρεται ότι συμμετέχει ο «Εγγυητής», αναφέρεται ότι «Ο Οφειλέτης και ο Εγγυητής δηλώνουν ρητά και ανεπιφύλακτα ότι έχουν λάβει γνώση όλων των όρων και συμφωνιών της παραπάνω συμβάσεως και των πρόσθετων αυτής πράξεων, καθώς και των σχετικών παραστατικών εγγράφων και ΑΠΟΔΕΧΟΝΤΑΙ και ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ πλήρως και ανεπιφύλακτα τα παραπάνω ποσά οφειλών, όπως αυτά αναλύονται. Γίνεται ρητή μνεία ότι για τον υπολογισμό της παραπάνω οφειλής λήφθηκαν υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 30 Ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκαν…και σε κάθε περίπτωση ο Οφειλέτης και ο Εγγυητής συνομολογούν, αποδέχονται και αναγνωρίζουν πλήρως και ανεπιφύλακτα ως ορθό και ακριβή τον, σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο, υπολογισμό της οφειλής και παραιτούνται κάθε δικαιώματός τους να ζητήσουν επανυπολογισμό ή να αμφισβητήσουν με οποιοδήποτε τρόπο και για κάθε αιτία το ποσό της ως άνω συνολικής οφειλής» (βλ. σελίδα 2 της Πρόσθετης Πράξης). Έτσι, όμως, ο εφεσίβλητος δεν τελούσε σε γνώση της κατάπτωσης της εγγύησης της ……….. στο δάνειο που του είχε χορηγηθεί από την «……………», τα δε έγγραφα που αποτελούσαν το νόμιμο τίτλο στον οποίο στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση δεν του συγκοινοποιήθηκαν όταν στις 27.6.2018 παρέλαβε με ταχυδρομική επιστολή την υπ’ αριθ. πρωτ. ………./8.6.2018 Ατομική Ειδοποίηση Χρεών του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιά, η οποία παρά τα όσα ισχυρίζεται το εκκαλούν δεν προσδιόριζε την αιτία της οφειλής, ούτε αποδείχθηκε ότι τα έγγραφα αυτά του κοινοποιήθηκαν αργότερα στις 2.7.2018, όταν τρίτο εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο μετέβη στην εκδούσα την ανωτέρω ατομική ειδοποίηση αρχή και ενημερώθηκε προφορικά ότι η υπ’ αριθ. ……./10.5.2018 Πράξη Ταμειακής Βεβαίωσης αφορούσε σε οφειλή προς το Δημόσιο προερχόμενη από την κατάπτωση εγγύησης υπέρ αυτού στο πλαίσιο του χορηγηθέντος στον εφεσίβλητο δανείου εκ μέρους της «………..» και για την οποία είχε συνταχθεί ο με αριθμό ………../18-12-2017 χρηματικός κατάλογος της ως άνω φορολογικής Αρχής. Έτσι, όμως, ο εφεσίβλητος στερήθηκε της δυνατότητας να ενημερωθεί για το είδος και την προέλευση της οφειλής του, όπως προέκυψε με βάση την ακολουθηθείσα διαδικασία που περιγράφηκε παραπάνω καθώς και το πώς ανήλθε η οφειλή του στο παραπάνω ποσό, με αποτέλεσμα τη δικονομική βλάβη του, αφού δεν δύναται να αμυνθεί αποτελεσματικά κατά του νόμιμου τίτλου που ενσωματώνει την εν λόγω οφειλή και οι παραπάνω ελλείψεις δεν μπορούν να καλυφθούν με την προσκομιδή των σχετικών εγγράφων το πρώτον ενώπιον του πρωτοβάθμιου ή και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ούτε αρκεί η δυνατότητα του εφεσίβλητου να αναζητήσει τα απαιτούμενα στοιχεία στον φάκελο που τηρεί η αρμόδια Δ.Ο.Υ., παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ως ουσία βάσιμους τους δύο πρώτους λόγους της ένδικης ανακοπής και ακύρωσε την υπ’ αριθ. …/8-6-2018 ατομική ειδοποίηση και την υπ’ αριθ. ……/10.5.2018 ταμειακή βεβαίωση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιώς, διότι ουδεμία εξ αυτών περιέχει προσδιοριστικά του επίδικου χρέους στοιχεία και δεν συνοδεύτηκε από έγγραφα που να συγκοινοποιήθηκαν στον εφεσίβλητο με κάποιο τρόπο, ώστε να λάβει γνώση του είδους και του τρόπου προέλευσης της οφειλής του, για να μπορέσει να αμυνθεί εναντίον τους, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία του και ο τρίτος λόγος της υπό κρίση έφεσης με συμπλήρωση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης με τις αιτιολογίες της παρούσας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ και μη απομένοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος κατά τις διατάξεις των άρθρων 183 και 176 ΚΠολΔ, μειωμένα όμως κατά το άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 18.11.2021 έφεση κατά της 4240/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 25.4.2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ