Γεώργιος Πλαγάκος
Πρόεδρος Πρωτοδικών
Το άρθρο 227 ΚΠΔ περιέχει πληθώρα διατάξεων τεχνικού χαρακτήρα, οι οποίες ρυθμίζουν αναλυτικά τον τρόπο εξέτασης των ανηλίκων μαρτύρων, που είναι θύματα εγκλημάτων κατά της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας. Με το άρθρο αυτό θεσπίζεται μια ιδιόμορφη διαδικασία εξέτασης των ανηλίκων παθόντων για μια σειρά ποινικών αδικημάτων, τα οποία απαριθμούνται περιοριστικά στην παρ.1 του άρθρου αυτού, η δε εξέταση αυτή μετέχει και της δικονομικής φύσης της πραγματογνωμοσύνης, αφού ο ειδικός επιστήμονας που προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση και παρίσταται σε αυτή, χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον νομοθέτη ως πραγματογνώμονας ενώ προβλέπεται και η ύπαρξη τεχνικών συμβούλων (άρθρο 227 παρ.1,2 ΚΠΔ). Η εφαρμογή του άρθρου αυτού προκαλεί πολύ συχνά προβληματισμούς τόσο στους δικαστικούς λειτουργούς όσο και στους δικηγόρους που ασχολούνται με το ποινικό δίκαιο. Οι προβληματισμοί αυτοί κατά κανόνα δεν είναι δογματικής αλλά μάλλον τεχνικής-πρακτικής φύσης και μέρος τους σχετίζεται με το δικαίωμα του κατηγορουμένου να διορίζει συνήγορο υπεράσπισης ενόψει της διεξαγωγής της διαδικασίας του άρθρου 227 ΚΠΔ, να ζητά την εξαίρεση του οριζομένου πραγματογνώμονα, να διορίζει τεχνικό σύμβουλο στη διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ και με το δικαίωμα του συνηγόρου να ζητά από τον ανακρίνοντα την υποβολή ορισμένων ερωτήσεων στον ανήλικο μάρτυρα, τις οποίες πρέπει να διατυπώνει εγγράφως (βλ. ιδίως παρ.2 και 3 αντίστοιχα του ως άνω άρθρου)[1]. Στο παρόν κείμενο δεν θα ασχοληθούμε με την ερμηνεία ολόκληρου αυτού του άρθρου και τις ακυρότητες που προκαλούνται από την παραβίαση των επιμέρους διατάξεών του αλλά θα επιχειρηθεί εν συντομία η αντιμετώπιση ορισμένων πρακτικών πτυχών της διαδικασίας σε σχέση με την άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (διορισμός συνηγόρου και τεχνικού συμβούλου, υποβολή αίτησης εξαίρεσης του πραγματογνώμονα και υποβολή εγγράφως διατυπωμένων ερωτήσεων από τον συνήγορο υπεράσπισης στον ανήλικο μάρτυρα δια του ανακρίνοντος) κατά τη διενέργεια της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης.
α. Αφετηρία κάθε σκέψης επί των ζητημάτων αυτών, ιδίως ως προς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, είναι η επιλογή του νομοθέτη α) να απονείμει ρητά τον χαρακτηρισμό του πραγματογνώμονα στον ειδικά εκπαιδευμένο παιδοψυχολόγο, παιδοψυχίατρο, ψυχολόγο ή ψυχίατρο, που συμμετέχει στην κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ διαδικασία εξέτασης του ανηλίκου[2], β) να χορηγήσει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα διορισμού τεχνικών συμβούλων και γ) να χορηγήσει στους συνηγόρους του κατηγορουμένου το δικαίωμα υποβολής, δια του ανακρίνοντος, ερωτήσεων στον ανήλικο, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως (άρθρο 227 παρ.2α και 3α ΚΠΔ). Επομένως, η άσκηση αυτών των δικαιωμάτων δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί αλλά στη πράξη συχνά αναιρείται λόγω του τρόπου διενέργειας της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης, όπως θα καταδειχθεί παρακάτω. Η ρητή επιλογή του νομοθέτη να εξαιρείται από τη θεσπιζόμενη διαδικασία μόνο η προσωπική επαφή των τεχνικών συμβούλων με τους ανηλίκους (… μη εφαρμοζομένου κατά τα λοιπά του άρθρου 207 ως προς το θέμα της προσωπικής επαφής αυτών με τον ανήλικο) αφ’ ενός οριοθετεί την έκταση άσκησης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και αφ’ ετέρου αντικρούει την προσπάθεια για περαιτέρω ερμηνευτική συστολή αυτών των δικαιωμάτων, η οποία στηρίζεται στο ότι το άρθρο 227 ΚΠΔ εντάχθηκε στο τέταρτο (μάρτυρες) και όχι στο τρίτο κεφάλαιο (πραγματογνώμονες και τεχνικοί σύμβουλοι) του δευτέρου βιβλίου του ΚΠΔ.
Επισημάνθηκε τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία ότι με το άρθρο 227 ΚΠΔ θεσπίζεται κανόνας κτήσης αποδείξεων, για την παραβίαση του οποίου ο δικονομικός νομοθέτης δεν απαγγέλει ρητά σχετική ακυρότητα ούτε απαγορεύει ρητά την αξιοποίηση της τυχόν απαραδέκτως αποκτηθείσας μαρτυρικής κατάθεσης του ανηλίκου παθόντος[3]. Παράλληλα, διατυπώθηκε η θέση ότι η μη έγκαιρη γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο ότι επίκειται η κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση του ανηλίκου παθόντος άγει σε απόλυτη ακυρότητα[4].
Ας σημειωθεί ότι η αιτιολογική έκθεση του νόμου (σελίδες 62-63) δεν παρέχει κάποια διευκρίνιση επί του ζητήματος, αφού δεν αναφέρει εάν σκοπός του νομοθέτη ήταν να επέρχεται απόλυτη ακυρότητα σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία, έστω και νομότυπα ως εκ της ροής της διαδικασίας, δεν παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να ασκήσει τα δικαιώματα που του χορηγούνται κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ. Αυτό ενδεχομένως, οφείλεται στο γεγονός ότι το περιεχόμενο του άρθρου αυτού είναι προϊόν συγκερασμού αντίθετων νομοθετικών προτεραιοτήτων, δηλαδή προστασίας αντίρροπων εννόμων αγαθών και δικαιωμάτων.
Η παραδοχή ότι η διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ δεν θεσπίσθηκε με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου αλλά του ανηλίκου (δημιουργία κλίματος ψυχολογικής ασφάλειας, προκειμένου να καταθέσει χωρίς φόβο και αποφυγή δευτερογενούς θυματοποίησης δια της αποφυγής μεταγενέστερων καταθέσεων) είναι μεν ορθή[5] αλλά δεν επιτρέπεται να οδηγήσει σε καταστρατήγηση όσων δικαιωμάτων, υπό την ανωτέρω παραδοχή, χορηγεί ρητά ο νόμος στον κατηγορούμενο. Άλλωστε, η ως άνω παραδοχή συνοδεύεται από μια δεύτερη, ότι δηλαδή ο συγκεκριμένος τρόπος εξέτασης των ανηλίκων μαρτύρων συμβάλλει και στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου, αφού αξιολογείται επιστημονικά η ικανότητα του ανηλίκου να καταθέσει και επομένως η ίδια η αξιοπιστία της κατάθεσής του. Υπό τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η μνεία του νόμου (παρ.2 του άρθρου αυτού) σε τυχόν διορισμένους τεχνικούς συμβούλους (Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο … συνεργαζόμενος … και με τους τυχόν διορισμένους τεχνικούς συμβούλους του κατηγορουμένου …) δεν έχει την έννοια ότι ο κατηγορούμενος δικαιούται να διορίσει τεχνικούς συμβούλους, εάν τυχόν πληροφορηθεί ότι επίκειται η εξέταση του ανήλικου παθόντος κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ αλλά αντίθετα, ότι πρέπει να πληροφορηθεί τη διαδικασία, ώστε να αποφασίσει εάν διορίσει ή όχι τεχνικούς συμβούλους. Επομένως, το ενδεχόμενο υποβολής αίτησης εξαίρεσης του συγκεκριμένου παιδοψυχολόγου, παιδοψυχιάτρου, ψυχολόγου ή ψυχιάτρου και περαιτέρω το δικαίωμα διορισμού τεχνικών συμβούλων εξαρτάται από τη βούληση του κατηγορουμένου, η οποία μπορεί να εκφρασθεί ακώλυτα και έγκυρα μόνον αν του γνωστοποιηθεί εγκαίρως ότι επίκειται η εξέταση του ανήλικου μάρτυρα κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ και ότι διορίσθηκε προς τούτο ειδικός επιστήμονας. Η άσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από την πιθανότητα να πληροφορηθεί ο κατηγορούμενος τυχαία πλην όμως εγκαίρως ότι επίκειται η διενέργεια εξέτασης ανήλικου μάρτυρα κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ. Η εκδοχή, κατά την οποία η άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της πληροφόρησής του ότι επίκειται η κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση του ανήλικου μάρτυρα, είναι όχι μόνο αντίθετη με τον εγγυητικό χαρακτήρα των δικονομικών κανόνων και την ασφάλεια που πρέπει να χαρακτηρίζει την εφαρμογή τους, αλλά και πρακτικά δυσχερώς εφαρμόσιμη, όπως θα εκτεθεί παρακάτω.
Ομοίως, η παραδοχή ότι η πραγματογνωμοσύνη του άρθρου 227 ΚΠΔ δεν αποτελεί αυτοδύναμο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο αλλά διενεργείται για την ενίσχυση των ευάλωτων μαρτύρων[6] ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά δεν είναι δυνατό να οδηγήσει στην αδρανοποίηση των δικαιωμάτων που χορηγεί ο νόμος στον κατηγορούμενο, διότι πρόκειται για δικαιώματα, τα οποία χορηγούνται από τον νομοθέτη εν γνώσει της ιδιόμορφης φύσης της πραγματογνωμοσύνης. Δηλαδή, ο νομοθέτης δεν εξάρτησε τη χορήγηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου από τη φύση της πραγματογνωμοσύνης του άρθρου 227 ΚΠΔ και επομένως, δεν επιτρέπεται να την εξαρτήσει ούτε ο εφαρμοστής του δικαίου.
Η θέση ότι οι διατάξεις, οι οποίες εισήχθησαν με τον νέο ΚΠΔ και επιτρέπουν στον κατηγορούμενο να ασκήσει ορισμένα δικαιώματα στη διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ, κατατείνουν στην ολόπλευρη διερεύνηση της υπόθεσης μέσω της δυνατότητας ανάδειξης ορισμένων σημείων από τους διαδίκους και στην κατάργηση της εντύπωσης ότι η διαδικασία αυτή είναι στεγανοποιημένη[7], εξηγεί μεν την αιτία θέσπισης των συγκεκριμένων διατάξεων αλλά δεν προφέρει ευκρινή απάντηση στο ερώτημα, εάν η μη έγκαιρη γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο ότι επίκειται η διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ, ώστε να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, άγει άνευ ετέρου σε απόλυτη ακυρότητα.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις, στις οποίες αναδεικνύεται η σημασία της έγκαιρης γνωστοποίησης στον κατηγορούμενο ότι πρόκειται να εξετασθεί ο ανήλικος μάρτυρας κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ, είναι αυτές, κατά τις οποίες ο παιδοψυχολόγος, παιδοψυχίατρος, ψυχολόγος ή ψυχίατρος ανήκει στη διοίκηση ή το προσωπικό του νομικού προσώπου που εκπροσωπεί τον ανήλικο και πιθανόν παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας[8]. Παρόμοια περίπτωση είναι αυτή, κατά την οποία ο ανήλικος πάσχει από διανοητική καθυστέρηση ή από ψυχική ή διανοητική πάθηση[9]. Σε τέτοιες περιπτώσεις η ύπαρξη συνηγόρου υπεράσπισης και τεχνικού συμβούλου μπορεί να προστατεύσει τη διαδικασία από ακυρότητες που πιθανόν να ανακύψουν και να προβληθούν αργότερα, διότι τα πρόσωπα αυτά θα εντοπίσουν και θα αναδείξουν εγκαίρως προβληματικά σημεία, τα οποία διαφορετικά διαλανθάνουν της προσοχής ή υποεκτιμώνται αλλά αργότερα τίθεται εξ αιτίας τους σε αμφιβολία η εγκυρότητα της διαδικασίας. Πέραν τούτων, η παρουσία του ως άνω επιστήμονα-πραγματογνώμονα στην εξέταση του ανηλίκου δεν είναι αποψιλωμένη ουσίας, δηλαδή απλώς και μόνο τυπικού χαρακτήρα, αλλά η συμμετοχή του στην εξέταση διασφαλίζει ότι οι ερωτήσεις θα υποβάλλονται από τον ανακρίνοντα στον ανήλικο με τον κατάλληλο τρόπο (λεξιλόγιο, ύφος και ακολουθία ερωτήσεων) και θα αποφεύγεται η καθοδήγηση του ανηλίκου σε ορισμένη κατεύθυνση με απώτερη συνέπεια την πιθανή αλλοίωση του νοήματος της κατάθεσής του. Επομένως, πέραν της γραπτής έκθεσης, την οποία συντάσσει ο πραγματογνώμονας επί της αντιληπτικής ικανότητας και της ψυχικής κατάστασης του ανηλίκου, η συμμετοχή του στη διαδικασία, επιτελεί και εγγυητικό ρόλο[10]. Γι’ αυτό, είναι σημαντικό να πληροφορείται εγκαίρως ο κατηγορούμενος τον διορισμό πραγματογνώμονα, με τη συμμετοχή του οποίου θα διεξαχθεί η εξέταση του ανήλικου μάρτυρα κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον σκοπό της ρητής κατ’ άρθρο 227 παρ.2,3 ΚΠΔ νομοθετικής αναγνώρισης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, επισημάνθηκε ότι η παράλειψη γνωστοποίησης στον κατηγορούμενο ότι διορίσθηκε ένας από τους αναφερόμενους στον νόμο ειδικούς επιστήμονες προς διεξαγωγή της κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέτασης του ανήλικου μάρτυρα, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατ’ άρθρο 171 παρ.1δ΄ ΚΠΔ[11].
β. Στην πράξη η κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση του ανήλικου μάρτυρα λαμβάνει χώρα στην αστυνομική προανάκριση με την παρουσία παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγου ή ψυχιάτρου, παρισταμένου ως πραγματογνώμονα. Εφ’ όσον πρόκειται για υπάλληλο δημόσιας -συνήθως αστυνομικής- υπηρεσίας με αποστολή τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων κατά ανηλίκων, δεν απαιτείται να δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα, τον οποίο έχει δώσει άπαξ με την είσοδο στην υπηρεσία και την ανάληψη των καθηκόντων του. Η κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση των ανήλικων παθόντων συχνά χαρακτηρίζεται προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη, οπότε κατ’ άρθρο 187 ΚΠΔ, δεν είναι απαραίτητη η γνωστοποίηση στον ύποπτο της επικείμενης διενέργειάς της και των οριζόμενων από τον νόμο στοιχείων (τόπος, χρόνος, θέμα διεξαγωγής και διορισμός πραγματογνωμόνων). Ο χαρακτηρισμός της διαδικασίας αυτής ως προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης ενίοτε είναι αμφίβολης ορθότητας, διότι εκφεύγει του σκοπού της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης, ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση στο μέτρο του δυνατού της διατήρησης των αντικειμένων που πρόκειται να εξετασθούν. Ο σκοπός αυτός της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης μάλλον δυσχερώς συμβιβάζεται με τη φύση της διαδικασίας του άρθρου 227 παρ.2 ΚΠΔ (προετοιμασία του ανηλίκου για εξέταση και διάγνωση της αντιληπτικής ικανότητας και της ψυχικής κατάστασής του). Πέραν αυτού η διενέργεια της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης ακολουθείται απαραίτητα από τη διενέργεια τακτικής πραγματογνωμοσύνης κατ’ άρθρο 187γ΄ ΚΠΔ και μάλιστα κατά ρητή επιταγή της διάταξης αυτής, ο τακτικός πραγματογνώμονας πρέπει να διορίζεται αμέσως. Επομένως, εάν η διαδικασία των άρθρων 227 παρ.1,2 ΚΠΔ χαρακτηρίζεται, έστω και εσφαλμένα, ως προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη, τότε πρέπει αμέσως μετά να ακολουθήσει νέα διαδικασία κατά τις ίδιες ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτές της τακτικής πραγματογνωμοσύνης, στο πλαίσιο δε της νέας διαδικασίας δεν θα υπάρχει έρεισμα για τη μη γνωστοποίηση της επικείμενης διαδικασίας στον κατηγορούμενο, ώστε να ζητήσει την εξαίρεση του διορισθέντος πραγματογνώμονα και να διορίσει τεχνικό σύμβουλο και συνήγορο για την άσκηση των δικαιωμάτων του άρθρου 227 παρ.2α και 3 ΚΠΔ. Βεβαίως, η διενέργεια νέας, τακτικής πραγματογνωμοσύνης θα ερχόταν σε αντίθεση (όχι εις βάρος του κατηγορουμένου αλλά του παθόντος) με τη νομοθετική επιταγή να λαμβάνεται η κατάθεση των ανηλίκων παθόντων με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων (άρθρο 227 παρ.1α ΚΠΔ), προκειμένου να αποφεύγεται η δευτερογενής θυματοποίηση των παθόντων. Είναι ευνόητο ότι η υποχρέωση για περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων δεν ισχύει μόνο στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας του άρθρου 227 παρ.1,2 ΚΠΔ αλλά λειτουργεί καθοδηγητικά για τις προανακριτικές αρχές και τον ανακριτή προς το σκοπό της μη επανάληψης της διαδικασίας[12].
γ. Σε ορισμένες περιπτώσεις η διάγνωση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του ανηλίκου παθόντος (άρθρο 227 παρ.2β ΚΠΔ), η οποία προηγείται της εξέτασής του ως μάρτυρα, μπορεί να υπαχθεί στις περιπτώσεις που επιβάλλεται η άμεση διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης (άρθρο 204 παρ.2 ΚΠΔ), οπότε και πάλι νομίμως παραλείπεται η σχετική γνωστοποίηση στον ύποπτο/κατηγορούμενο. Τότε πρόκειται για τακτική πραγματογνωμοσύνη και παρά τη μη γνωστοποίηση, δεν εμποδίζεται ο διορισμός τεχνικού συμβούλου (άρθρο 204 παρ.2β ΚΠΔ). Βεβαίως, πρέπει να συντρέχει λόγος για τη διενέργεια άμεσης πραγματογνωμοσύνης, ο οποίος συνίσταται στον κίνδυνο εξαφάνισης ή αλλοίωσης αποδεικτικών στοιχείων και γενικώς στη διαμόρφωση μίας κατάστασης, η οποία δεν θα επιτρέπει την προσήκουσα διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης. Αυτός ο κίνδυνος στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 227 ΚΠΔ μπορεί να συνίσταται στην αναχώρηση του παθόντος στην αλλοδαπή ή στην εκδήλωση απειλών και γενικά πιέσεων προς τον παθόντα ή τους οικείους του, για να μην καταθέσει την αλήθεια, οπότε η όποια χρονοτριβή πιθανότατα να συμβάλλει στην αλλοίωση του περιεχομένου της κατάθεσης του ανηλίκου σε σχέση με την αρχική του πρόθεση. Αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, δυσχερώς νοείται η ανάγκη άμεσης διενέργειας της διαδικασίας του άρθρου 227 παρ.1,2 ΚΠΔ, ώστε να δικαιολογείται η διεξαγωγή της χωρίς τη γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο. Ας σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος δικαιούται μεν να ζητήσει την εξαίρεση του πραγματογνώμονα και να διορίσει τεχνικό σύμβουλο, όπως επίσης και ο συνήγορός του δικαιούται να υποβάλλει στον ανήλικο δια του ανακρίνοντος γραπτώς διατυπωμένες ερωτήσεις, ακόμη και αν λόγω της ανάγκης για άμεση διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης κατ’ άρθρο 204 παρ.2 ΚΠΔ παραλείπεται η γνωστοποίησή της σε αυτόν, πλην όμως κατά κανόνα ο κατηγορούμενος αγνοεί το άνοιγμα της ποινικής διαδικασίας, ιδίως στο αρχικό στάδιο της προανάκρισης, και γι’ αυτό είναι απίθανο να πληροφορηθεί εγκαίρως τον σχηματισμό της ποινικής δικογραφίας, ώστε να ασκήσει τα παραπάνω δικαιώματα. Εάν διενεργείται κύρια ανάκριση, τότε αναλόγως των δικονομικών περιστάσεων, είναι πιθανότερο να γνωρίζει ο κατηγορούμενος ότι σχηματίσθηκε ποινική δικογραφία και να ασκήσει τα σχετικά δικαιώματά του.
δ. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, στην πράξη, όταν ο ανήλικος προσέρχεται στην αρμόδια αστυνομική αρχή, συνήθως συνοδευόμενος από έναν γονέα ή άλλον συγγενή του, για να καταγγείλει μία από τις αξιόποινες πράξεις του άρθρου 227 παρ.1α ΚΠΔ, δεν έχει προηγηθεί άλλη ανακριτική πράξη, ώστε να υπάρχει ύποπτος ή κατηγορούμενος. Τα στοιχεία του/των προσώπου/ων, που θα κατονομάσει ο ανήλικος ως δράστη/ες των εις βάρος του αξιόποινων πράξεων, δεν έχουν ακόμη καταγραφεί σε καμία έκθεση της προανακριτικής διαδικασίας. Επομένως, ακόμη δεν υπάρχει ύποπτος ή κατηγορούμενος και γι’ αυτό δεν είναι δυνατή η γνωστοποίηση σε αυτόν της διαδικασίας του άρθρου 227 παρ.1,2 ΚΠΔ, η οποία θα διεξαχθεί. Το γεγονός ότι μπορεί να έχει προηγηθεί προφορική (τηλεφωνική ή έπειτα από επίσκεψη) συνεννόηση του γονέα ή άλλου συγγενή του ανηλίκου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου με τους αρμόδιους αστυνομικούς υπαλλήλους, προκειμένου να μεταβούν μαζί με τον ανήλικο στην αστυνομική υπηρεσία, και πιθανό στο πλαίσιο αυτής της επικοινωνίας να έχει κατονομασθεί προφορικά κάποιο πρόσωπο, μάλλον δεν αρκεί για να λάβει το πρόσωπο αυτό τη δικονομική ιδιότητα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, ώστε να πρέπει να του γνωστοποιηθεί κατ’ άρθρο 204 παρ.1 ΚΠΔ ότι θα ληφθεί μαρτυρική κατάθεση από τον ανήλικο κατά τη διαδικασία του άρθρου 227 παρ.1,2 ΚΠΔ[13]. Τούτο διότι η προφορική στιχομυθία, στην οποία πιθανό να κατονομασθεί ο δράστης της αξιόποινης συμπεριφοράς, δεν καταγράφεται σε κάποια έκθεση και δεν αποδεικνύεται το περιεχόμενό της. Εφ’ όσον λοιπόν η πρώτη ανακριτική πράξη είναι η εξέταση του ανήλικου παθόντος και από το περιεχόμενο της κατάθεσής του θα προκύψει ο δράστης των εις βάρος του αξιόποινων πράξεων, μέχρι τότε από δικονομική άποψη δεν υπάρχει ύποπτος ή κατηγορούμενος και συνακόλουθα ούτε υποχρέωση γνωστοποίησης ότι πρόκειται να διενεργηθεί εξέταση του ανηλίκου κατ’ άρθρο 227 παρ.1,2 ΚΠΔ. Έτσι, είναι νομότυπη η μη γνωστοποίηση της διαδικασίας του άρθρου 204 παρ.1 ΚΠΔ, διότι είναι άγνωστο το πρόσωπο, το οποίο λίγο αργότερα θα καταστεί κατηγορούμενος. Πρόκειται για έλλειμμα ως προς την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, το οποίο αιτιολογείται αφ’ ενός με τη διαπίστωση ότι κατά τον χρόνο διενέργειας της εξέτασης του ανήλικου παθόντος κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ δεν υπάρχει ακόμη ύποπτος ή κατηγορούμενος αλλά θα προκύψει από το περιεχόμενο της κατάθεσης και αφ’ ετέρου δυνάμει της παραδοχής ότι η διαδικασία του άρθρου αυτού δεν αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου αλλά του παθόντος. Σε κάθε περίπτωση γίνεται δεκτό ότι εάν κάποιο πρόσωπο -εν προκειμένω ο κατηγορούμενος για αξιόποινη πράξη του άρθρου 227 παρ.1α ΚΠΔ- καθίσταται διάδικος μετά τον διορισμό του πραγματογνώμονα, ναι μεν δεν υφίσταται υποχρέωση γνωστοποίησης στο πρόσωπο αυτό αλλά ο άρτι καταστείς διάδικος δικαιούται να υποβάλει αίτηση εξαίρεσης, εφ’ όσον απομένει ακόμη προθεσμία προς τούτο[14]. Η επανάληψη της κατάθεσης του ανηλίκου στο στάδιο της κύριας ανάκρισης δεν είναι υποχρεωτική ούτε ενδείκνυται, οπωσδήποτε, εάν ο ανακριτής θεωρεί ότι η προανακριτική κατάθεση ελήφθη νομίμως και είναι πλήρης, ήτοι δεν χρήζει επανάληψης ή συμπλήρωσης, οπότε δεν υποχρεούται να επαναλάβει τη διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ (άρθρο 248 παρ.2α ΚΠΔ)[15]. Εάν όμως ο ανακριτής θεωρεί ότι η κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ προανακριτική εξέταση του ανηλίκου πάσχει από ακυρότητα ή δεν είναι πλήρης ως προς τη διερεύνηση όλων των ουσιωδών πτυχών της υπόθεσης, πρέπει να επαναλάβει την εξέταση του ανηλίκου, τηρώντας όχι μόνο τη διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ αλλά και αυτήν του άρθρου 204 παρ.1 ΚΠΔ (γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο των σχετικών με την πραγματογνωμοσύνη στοιχείων), αφού πλέον είναι γνωστή η ταυτότητα του κατηγορουμένου.
ε. Διαφορετική πρέπει να είναι η αντιμετώπιση, εάν της κατάθεσης του ανηλίκου προηγείται κατάθεση άλλου προσώπου, π.χ. γονέα, συγγενή ή άλλου έχοντος την επιμέλεια του ανηλίκου ή ακόμη και άλλου μάρτυρα και στην κατάθεση αυτή κατονομάζεται συγκεκριμένο πρόσωπο ως δράστης αξιοποίνων πράξεων από αυτές του άρθρου 227 παρ.1α ΚΠΔ. Τότε, εάν δεν συντρέχει περίπτωση άμεσης διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης, πρέπει να γνωστοποιηθεί προσηκόντως (άρθρο 204 παρ.1 ΚΠΔ) στο κατονομασθέν πρόσωπο ότι πρόκειται να ακολουθήσει η εξέταση του ανηλίκου κατά τη διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ, ώστε να δύναται να διορίσει συνήγορο υπεράσπισης και τεχνικό σύμβουλο και πιθανόν να ζητήσει την εξαίρεση του πραγματογνώμονα. Η ίδια διαδικασία (γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο κατ’ άρθρο 204 παρ.1α ΚΠΔ) πρέπει να τηρείται, όταν αρχικά η κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση του ανηλίκου διενεργείται χωρίς να είναι ήδη γνωστό το ονοματεπώνυμο του κατηγορουμένου, αλλά αργότερα λαμβάνεται, πάλι στην προανάκριση, νέα συμπληρωματική κατάθεση του ανηλίκου. Τότε, για τη λήψη αυτής της συμπληρωματικής κατάθεσης πρέπει να τηρείται όχι μόνο η διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ αλλά και αυτή του άρθρου 204 παρ.1α ΚΠΔ, αφού πλέον, μετά τη λήψη της αρχικής κατάθεσης, είναι γνωστή η ταυτότητα του κατηγορουμένου. Το αντίθετο νοείται, αν στην αρχική κατάθεσή του ο ανήλικος δεν κατονόμασε ορισμένο πρόσωπο ως δράστη. Ομοίως, στην περίπτωση, κατά την οποία επαναλαμβάνεται στην προανάκριση η κατάθεση του ανηλίκου, επειδή η πρώτη κατάθεση ήταν άκυρη, για τον λόγο ότι ελήφθη χωρίς την παρουσία παιδοψυχιάτρου, παιδοψυχολόγου, ψυχιάτρου ή ψυχολόγου[16]. Η λήψη συμπληρωματικής ή άλλης προανακριτικής κατάθεσης από τον ανήλικο χωρίς να παρέχεται στον ήδη καταστάντα γνωστό κατηγορούμενο η δυνατότητα να ασκήσει τα κατ’ άρθρο 227 παρ.2,3 ΚΠΔ δικαιώματά του, δημιουργεί προβληματισμό για τη νομιμότητά της, ο οποίος δεν κατασιγάζεται ευχερώς με το επιχείρημα ότι η διαδικασία αυτή εντάχθηκε στο κεφάλαιο για την εξέταση των μαρτύρων και όχι στο κεφάλαιο για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης. Κατ’ εξαίρεση, στην περίπτωση αυτή η γνωστοποίηση της επικείμενης εξέτασης του ανηλίκου στον κατηγορούμενο θα μπορούσε να παραληφθεί μόνο εάν συντρέχει περίπτωση άμεσης διενέργειάς της (άρθρο 204 παρ.2α ΚΠΔ). Η ανάγκη αυτή μπορεί να στηρίζεται στην εκτίμηση ότι πριν από την κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ συμπληρωματική εξέταση του ανηλίκου, ο κατηγορούμενος θα απειλήσει ή θα πιέσει ψυχολογικά τον ανήλικο ή και την οικογένειά του με σκοπό τη μεταβολή του περιεχομένου της κατάθεσης.
στ. Γίνεται δεκτό ότι στην προανάκριση δεν υπάρχει η κατ’ άρθρο 204 παρ.1 ΚΠΔ υποχρέωση γνωστοποίησης, όταν ο κατηγορούμενος δεν διαθέτει γνωστή διαμονή ή είναι κάτοικος αλλοδαπής χωρίς αντίκλητο στην ημεδαπή[17].
ζ. Όταν η κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση του ανήλικου μάρτυρα λαμβάνει χώρα στην κύρια ανάκριση, τότε κατά πάσα πιθανότητα είναι γνωστό το πρόσωπο του κατηγορουμένου. Τότε, είτε ο ανήλικος μάρτυρας εξετάζεται το πρώτον με πρωτοβουλία του ανακριτή είτε έχει προηγηθεί εξέτασή του στην προανάκριση, πρέπει να γίνεται στον κατηγορούμενο η γνωστοποίηση του άρθρου 204 παρ.1α ΚΠΔ και δη με ποινή απόλυτης ακυρότητας[18]. Εξαίρεση δικαιολογείται και πάλι στην περίπτωση του άρθρου 204 παρ.2α ΚΠΔ, δηλαδή επί ανάγκης άμεσης διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης, για την οποία ισχύουν τα ανωτέρω αναφερθέντα. Βεβαίως, στην περίπτωση αυτή, μάλλον παρίσταται ασθενής η αιτιολογία για ανάγκη άμεσης διενέργειας της κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέτασης, αφού λόγω της διεξαχθείσας προανάκρισης έχει ήδη διανυθεί ορισμένος χρόνος και έχει κληθεί σε απολογία ο κατηγορούμενος (άρθρο 245 παρ.1α ΚΠΔ). Επίσης, η ανωτέρω γνωστοποίηση από τον ανακριτή στον κατηγορούμενο δεν απαιτείται, όταν αυτός είναι άγνωστος (μάλλον σπάνια περίπτωση στην κύρια ανάκριση για τέτοιου είδους εγκλήματα) ή άγνωστης διαμονής ή είναι κάτοικος αλλοδαπής και δεν διόρισε αντίκλητο στην ημεδαπή (βλ. ανωτέρω). Όπως προαναφέρθηκε, ο ανακριτής δεν υποχρεούται άνευ ετέρου να διενεργήσει εξέταση του ανήλικου παθόντος κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ, όταν ήδη έχει διεξαχθεί προανακριτικά τέτοια εξέταση, παρά μόνο αν αμφιβάλλει για την εγκυρότητά της ή αν θεωρεί ότι η νέα εξέταση είναι αναγκαία για την πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης, δηλαδή αν εκτιμά ότι προανακριτικά δεν υπεβλήθησαν όλες οι αναγκαίες ερωτήσεις για την πλήρη διερεύνηση της υπόθεσης. Αυτό σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις, ίσως στις περισσότερες, στην κύρια ανάκριση δεν λαμβάνει χώρα εξέταση του ανήλικου μάρτυρα κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις για το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αιτηθεί την εξαίρεση του πραγματογνώμονα, να διορίσει τεχνικό σύμβουλο και να υποβάλει ο συνήγορος υπεράσπισης εγγράφως δια του ανακρίνοντος ερωτήσεις στον μάρτυρα (άρθρο 227 παρ.2α και 3 ΚΠΔ) μένουν ανεφάρμοστες, αφού κατά κανόνα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν εφαρμόζονται στην προανάκριση και δεν επαναλαμβάνεται η ανακριτική πράξη, ώστε να εφαρμοσθούν στην κύρια ανάκριση. Η πρωτοβουλία του ανακριτή να μην επαναλάβει την κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ προανακριτικά διεξαχθείσα εξέταση του ανήλικου μάρτυρα είναι κατ’ αρχήν σύμφωνη όχι μόνο με το άρθρο 248 παρ.2α ΚΠΔ αλλά συμπλέει και με την αρχή της αποφυγής της δευτερογενούς θυματοποίησης του ανήλικου παθόντος (άρθρο 227 παρ.1β ΚΠΔ). Επί δικονομικού ελαττώματος, η διενέργεια νέας εξέτασης του ανηλίκου κατά την κύρια ανάκριση με τήρηση όλων των κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ διατυπώσεων θεραπεύει το δικονομικό ελάττωμα που πιθανόν εμφιλοχώρησε στην προανάκριση από τη μη έγκαιρη γνωστοποίηση της εξέτασης στον κατηγορούμενο, ώστε να ασκήσει τα δικαιώματά του[19].
η. Η επιλογή του νομοθέτη να διαμορφώσει την εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων στο άρθρο 227 ΚΠΔ ως μετέχουσα και της δικονομικής φύσης της πραγματογνωμοσύνης αποσκοπεί στη διάρθρωση μιας αξιόπιστης και δικονομικά ισορροπημένης διαδικασίας, στην οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν τα αντικρουόμενα έννομα συμφέροντα, πλην όμως η άσκηση των δικαιωμάτων, τα οποία ο νόμος χορηγεί ρητά στον κατηγορούμενο, καθίσταται δυσεφάρμοστη. Οι λόγοι, για τους οποίους καθίσταται δυσχερής η άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου αναφέρθηκαν παραπάνω. Συνοπτικά, οι λόγοι αυτοί είναι οι εξής: α) η κοινή παραδοχή ότι η διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ αποσκοπεί πρωτίστως στην προστασία των δικαιωμάτων των ανηλίκων παθόντων και όχι των κατηγορουμένων, β) η αρχή της μη δευτερογενούς θυματοποίησης των ανηλίκων παθόντων με νομοθετικό έρεισμα στο άρθρο 227 παρ.1β ΚΠΔ, το οποίο επιβάλλει όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων, γ) η ανυπαρξία γνωστού υπόπτου ή κατηγορουμένου κατά τον χρόνο λήψης της κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ κατάθεσης του ανηλίκου στην προανάκριση, δ) η κατ’ άρθρα 187 και 204 παρ.2α ΚΠΔ δυνατότητα διεξαγωγής προκαταρκτικής ή άμεσης πραγματογνωμοσύνης αντίστοιχα, με παράλειψη της γνωστοποίησής της στον κατηγορούμενο και ε) η κατ’ άρθρο 248 παρ.2α ΚΠΔ δυνατότητα του ανακριτή να μην επαναλάβει την προανακριτικά διεξαχθείσα κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση του ανηλίκου. Από όλα τα ανωτέρω καθίσταται αρκετά σαφές ότι στη διαδικασία του άρθρου 227 ΚΠΔ η άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, τα οποία ο νόμος του χορηγεί ρητά, είναι προβληματική εξ αιτίας αντίρροπων αρχών και διατάξεων που διέπουν τη διαδικασία, οι οποίες εκτίθενται στις προηγούμενες παραγράφους. Οι ανωτέρω αρχές και διατάξεις σχηματίζουν συχνά ένα κανονιστικό πλέγμα, το οποίο δεν μπορεί να διαπεράσει ευχερώς ο κατηγορούμενος, προκειμένου να διορίσει συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο ή να ζητήσει την εξαίρεση του πραγματογνώμονα, δηλαδή να ασκήσει τα δικαιώματα που του απονέμει ρητά ο νόμος (άρθρο 227 παρ.2 και 3 ΚΠΔ). Επομένως, σε πολύ μεγάλο αριθμό δικογραφιών η προανακριτική διενέργεια της κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέτασης του ανήλικου μάρτυρα χωρίς την προηγούμενη γνωστοποίησή της στον κατηγορούμενο δεν παραβιάζει τον νόμο. Γι’ αυτό, παρά τα όσα ισχύουν γενικά κατ’ άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ σε σχέση με την κήρυξη απόλυτης ακυρότητας επί παραβίασης των διατάξεων που ρυθμίζουν τα της εμφάνισης, εκπροσώπησης και υπεράσπισης του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων, που του χορηγεί ο νόμος, η ΕΣΔΑ και τα λοιπά διεθνή νομοθετικά κείμενα που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη, η νομολογία είναι φειδωλή στην κήρυξη άκυρων των ανακριτικών πράξεων του άρθρου αυτού, όταν γίνονται χωρίς να γνωστοποιείται στον κατηγορούμενο η επικείμενη εξέταση του ανηλίκου κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ. Με άλλη διατύπωση, σε πολλές περιπτώσεις, ορθώς δεν κηρύσσεται η ακυρότητα της ως άνω προανακριτικής εξέτασης, την οποία ζητάει ο κατηγορούμενος, στηριζόμενος στην παράλειψη της προηγούμενης γνωστοποίησής της σε αυτόν.
θ. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, όταν εξετάζεται ανήλικος μάρτυρας κατ’ άρθρου 227 ΚΠΔ και η επικείμενη εξέτασή του δεν γνωστοποιείται στον κατηγορούμενο, επειδή συντρέχει περίπτωση, η οποία επιτρέπει την παράλειψη της γνωστοποίησης, σύμφωνα με τα ανωτέρω, υπάρχουν κατά την άποψή μας δύο δικονομικές οδοί για την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, τα οποία ρητά χορηγούνται από το ως άνω άρθρο.
i) Η πρώτη οδός είναι η άσκηση των δικαιωμάτων εκ των υστέρων, δεδομένου ότι δεν απαγορεύεται ο διορισμός τεχνικών συμβούλων ούτε η υποβολή αίτησης εξαίρεσης του πραγματογνώμονα μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, εφ’ όσον απομένει ακόμη προθεσμία προς τούτο (βλ. ανωτέρω). Στην περίπτωση αυτή εμφανίζεται το μειονέκτημα ότι μέχρι την άσκηση του δικαιώματος και υπό την προϋπόθεση ότι η άσκησή του θα τελεσφορήσει ουσιαστικά (θα αποφασισθεί η εξαίρεση του παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου ή θα κλονιστεί ουσιωδώς η αξιοπιστία του περιεχομένου της έκθεσης για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάστασή του ανηλίκου ή του περιεχομένου της κατάθεσής του ανηλίκου) η διεξαχθείσα εξέταση θα αναδίδει τις έννομες συνέπειές της, δηλαδή η ποινική διαδικασία θα συνεχίσει να προωθείται δυνάμει αυτής.
ii) Η δεύτερη οδός είναι η αξιοποίηση του άρθρου 102 ΚΠΔ, δηλαδή η υποβολή αυτοτελούς αιτιολογημένης αίτησης στον ανακριτή, με την οποία ο κατηγορούμενος θα ζητάει την επανάληψη της προανακριτικά διενεργηθείσας εξέτασης του ανηλίκου, προκειμένου δια της επαναλήψεως να καταστεί δυνατό να ασκήσει τα δικαιώματά του, ήτοι να διορίσει τεχνικό σύμβουλο και να υποβάλει στον ανήλικο δια του ανακριτή εγγράφως διατυπωμένες ερωτήσεις. Ασφαλώς, η θεμελίωση της αυτοτελούς αίτησης πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να δικαιολογεί την εκ νέου κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση του ανηλίκου, δεδομένης της νομοθετικής βούλησης να αποφεύγεται η επανειλημμένη εμφάνιση των ανηλίκων στις αστυνομικές και δικαστικές αρχές και η εκ νέου εξέτασή τους από αυτές. Η επαρκής αιτιολόγησή της μπορεί να συνίσταται στους ισχυρισμούς ότι κατά την προηγούμενη εξέταση α) δεν υπεβλήθησαν στον ανήλικο συγκεκριμένες ερωτήσεις που είναι κρίσιμες για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και οι οποίες για τη βασιμότητα της αίτησης θα πρέπει να αναφέρονται σε αυτήν, β) η κατάθεση του ανηλίκου δεν καταχωρίσθηκε σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο κατά παράβαση του άρθρου 227 παρ.4α ΚΠΔ. Τότε, ο ανακριτής, αφού προηγουμένως διατυπώσει τη γνώμη του ο εισαγγελέας, υποχρεούται να απαντήσει στην αυτοτελή αιτιολογημένη αίτηση του κατηγορουμένου και είτε να την δεχθεί και να διατάξει την εκ νέου εξέταση του ανηλίκου κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ με την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων είτε να την απορρίψει αιτιολογημένα (άρθρο 274γ΄ ΚΠΔ). Στη δεύτερη περίπτωση ο κατηγορούμενος διαθέτει το δικαίωμα να προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών προσβάλλοντας την απορριπτική διάταξη του ανακριτή κατ’ άρθρο 307 ΚΠΔ. Επομένως, ο συνδυασμός των άρθρων 102 και 274 ΚΠΔ προσφέρει επαρκή δικονομική οδό για την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που του χορηγούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 227 παρ.2 και 3 ΚΠΔ. Αυτή η οδός είναι συμβατή τόσο με τις διατάξεις που χορηγούν στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να διορίσει συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο πριν από την κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέταση του ανηλίκου όσο και με την παραδοχή ότι σκοπός της ιδιόμορφης διαδικασίας του άρθρου 227 ΚΠΔ είναι η προστασία των δικαιωμάτων του ανηλίκου και όχι του κατηγορουμένου. Η υποβολή αίτησης εκ μέρους του κατηγορουμένου για εκ νέου διενέργεια της επίμαχης ανακριτής πράξης οδηγεί αρχικά τον ανακριτή και έπειτα ενδεχομένως και το συμβούλιο πλημμελειοδικών, αν ασκηθεί προσφυγή κατά της κατ’ άρθρο 274γ΄ ΚΠΔ τυχόν απορριπτικής διάταξης του ανακριτή, στη μελέτη και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και ιδίως της ήδη διεξαχθείσας κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ εξέτασης του ανηλίκου χωρίς την προηγούμενη γνωστοποίησή της στον κατηγορούμενο, έτσι ώστε, αν κριθεί αναγκαίο, να καταστεί δυνατή η εκ νέου εξέταση του ανηλίκου κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ. Δια της οδού αυτής επιτυγχάνεται ο συγκερασμός των αντίρροπων εννόμων συμφερόντων και οδηγούμαστε στη διαδοχική εφαρμογή όλων των εμπλεκόμενων αρχών και νομοθετικών διατάξεων με σκοπό την πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης, δηλαδή την ανεύρεση της αλήθειας, χωρίς να επέρχεται ακυρότητα. Τούτο διότι ο κατηγορούμενος στο αρχικό στάδιο της ποινικής προδικασίας στερείται για τους προαναφερθέντες λόγους τη δυνατότητα άσκησης των δικονομικών δικαιωμάτων του (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο η) αλλά έπειτα δικαιούται, μετά από εκτίμηση του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού, να ζητήσει την επανάληψη της εξέτασης κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ, προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματα που του χορηγεί ο νόμος. Η άνευ ετέρου κήρυξη της ακυρότητας μάλλον παραμερίζεται σε μεγάλο βαθμό, δεδομένου του νομοθετικού σκοπού της διαδικασίας που θεσπίσθηκε με το άρθρο 227 ΚΠΔ και είναι πρωτίστως η προστασία των δικαιωμάτων του ανηλίκου και όχι του κατηγορουμένου. Δηλαδή, εφ’ όσον παραμένει διαθέσιμο το δικαίωμα της υποβολής αυτοτελούς αιτιολογημένης αίτησης στον ανακριτή και της περαιτέρω προσφυγής στο δικαστικό συμβούλιο κατά της τυχόν απορριπτικής διάταξης του τελευταίου (άρθρα 102, 274γ΄ και 307 ΚΠΔ), είναι αμφίβολο εάν όντως η στάθμιση των εννόμων συμφερόντων, στην οποία αποσκοπεί η διαδικασία του άρθρου αυτού, οδηγεί άνευ ετέρου στην κήρυξη της ακυρότητας της κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ προανακριτικής εξέτασης του ανηλίκου, για το λόγο ότι η διεξαγωγή της δεν γνωστοποιήθηκε προηγουμένως στον κατηγορούμενο. Προς το σκοπό αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί η προϋπάρχουσα νομολογία, σύμφωνα με την οποία, η άρνηση του ανακριτή να ικανοποιήσει αίτημα του κατηγορουμένου, δεν οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα, εφ’ όσον ο τελευταίος δύναται να προσφύγει στο συμβούλιο πλημμελειοδικών κατά της άρνησης του ανακριτή[20].
ι. Το περιεχόμενο του άρθρου 227 ΚΠΔ δημιουργεί ευλόγως προβληματισμούς στη δικαστηριακή πρακτική, διότι, όπως εκτέθηκε παραπάνω, ένα πλέγμα νομοθετικών διατάξεων και αρχών καθιστά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων, τα οποία χορηγεί ο νόμος στον κατηγορούμενο με διατάξεις του ιδίου άρθρου (227 παρ.2 και 3 ΚΠΔ). Παρά ταύτα, η συστηματική ερμηνεία και εφαρμογή των εμπλεκομένων νομοθετικών διατάξεων οδηγεί στη δυνατότητα ικανοποίησης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου χωρίς να επέρχεται οπωσδήποτε ακυρότητα της επίμαχης εξέτασης του ανηλίκου, έστω και αν η διεξαγωγή της δεν γνωστοποιήθηκε προηγουμένως στον κατηγορούμενο, προκειμένου να ασκήσει αυτά τα δικαιώματα. Οι υπάρχουσες νομοθετικές διατάξεις κρίνονται επαρκείς για την αντιμετώπιση αυτών των προβληματισμών και δεν απαιτείται η τροποποίησή τους. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι παλαιότερα, υπό την ισχύ του άρθρου 226Α ΚΠΔ είχε υποστηριχθεί ότι το περιεχόμενο του άρθρου εκείνου ήταν αντίθετο στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Κατά τη σύνταξη του νέου ΚΠΔ τα περιεχόμενο του άρθρου 227 ΚΠΔ διαμορφώθηκε, αφού ελήφθη υπ’ όψιν η κριτική που είχε ασκηθεί προηγουμένως, έτσι ώστε πλέον να επιτυγχάνεται η βέλτιστη δυνατή εξισορρόπηση των αντικρουόμενων προτεραιοτήτων και συμφερόντων. Γι’ αυτό, είναι σημαντικό να διεξάγεται η ποινική προδικασία κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η άσκηση των δικαιωμάτων, τα οποία ρητά χορήγησε ο νομοθέτης στον κατηγορούμενο με το άρθρο 227 ΚΠΔ. Η εναρμονισμένη εφαρμογή του άρθρου αυτού με το άρθρο 6 παρ.3δ της ΕΣΔΑ (δικαίωμα του κατηγορουμένου στην εξέταση μαρτύρων) θα συμβάλλει στην εμπέδωση της θέσης ότι το περιεχόμενο αυτού του άρθρου δεν είναι ούτε αντισυνταγματικό ούτε αντίθετο στην ΕΣΔΑ. Αντίθετα, η ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου αυτού κατά τρόπο, ώστε να φαλκιδεύεται η άσκηση των δικαιωμάτων που ρητά παρέχονται στο κατηγορούμενο, είναι πιθανό να οδηγήσει σε αναζωπύρωση των απόψεων για τον αντισυνταγματικό και αντίθετο στην ΕΣΔΑ χαρακτήρα των διατάξεών του και ενδεχομένως σε καταδίκη της χώρας μας από το ΕΔΑΔ.
[1] Βλ. ενδεικτικά από τη νομολογία: ΜΟΔΑθ 887/2019 Αρμ 2020.284, ΣυμβΕφΑθ 1772/2020, ΣυμβΕφΘεσ 604/2019, ΣυμβΠλημ Ροδ 42/2021 ΤΝΠ Νόμος, ΓνμδΕισΑΠ 1/2021 Αρμ 2022.1006. Υπό το προϊσχύσαν δίκαιο (άρθρο 226Α ΚΠΔ): ΑΠ 1332/2019, ΣυμβΕφΘεσ 782/2019 ΠοινΔικ 2020.90, ΣυμβΕφΚρητ 113/2015, ΣυμβΕφΔωδ 8/2014 ΤΝΠ Νόμος.
[2] Ήδη προ της ισχύος του νέου ΚΠΔ η έρευνα για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου με τη χρήση των κατάλληλων διαγνωστικών μεθόδων και η διατύπωση των σχετικών διαπιστώσεων σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας, θεωρούνταν ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης (βλ. Χαρ. Σεβαστίδη, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2015, σελ.2684, αρ.13 και τις εκεί παραπομπές).
[3] Α. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2020, σελ. 252, Του ιδίου, Η απόδειξη στην ποινική δίκη, 2022, σελ.134, Ν. Σαββίδης, Η πραγματογνωμοσύνη στην ποινική δίκη, 2022, σελ.289, ΜΟΔΝαυπ 9-10/2019, ΠοινΔικ 2019 σελ. 715, ΣυμβΠλημμΚέρκ 23/2014 ΠΧρ 2015.383.
[4] Α. Κωνσταντινίδης, ο.π., Ν. Σαββίδης, ο.π., σελ.296-297, Μ. Χρα, Τα δικαιώµατα του κατηγορουµένου στην ανάκριση και την προανάκριση – Ακυρότητες, Εισήγηση στο επιµορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 23.9.2021 με τίτλο «Ποινική Προδικασία – Ακυρότητες στην Ποινική ∆ίκη», σελ.11, Αναγνώσθηκε από τον γράφοντα στην ιστοσελίδα https://www.esdi.gr/wp- content/uploads/images/stories/pdf/epimorfosi/2021/chra4_2021.pdf τη 14.1.2023, ΣυμβΠλημΡοδ 42/2021 ο.π.
[5] Ο σκοπός της διάταξης πηγάζει εκ του ότι το άρθρο 226Α ΚΠΔ με παρόμοιο περιεχόμενο προστέθηκε στον ΚΠΔ με το άρθρο τρίτο παρ.4 ν. 3625/2007 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του Παιδιού και του άρθρου 12 της ως άνω Σύμβασης, η οποία κυρώθηκε με τον ν.2101/1992. Για πρόσφατη νομολογιακή αποτύπωση αυτού του νομοθετικού σκοπού βλ. ΑΠ 887/2020 ΤΝΠ Σάκκουλας.
[6] Ε.Γάκη, Ιδιώνυμες πραγματογνωμοσύνες των άρθρων 227, 228 ΚΠΔ και 352A ΠΚ ανήλικων και ενήλικων θυμάτων των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, δηλαδή για τα εγκλήματα του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ, Εισήγηση στο επιμορφωτικό σεμινάριο της ΕΣΔΙ της 13-14.10.2022 με τίτλο «Ζητήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή στην πράξη των νέων Ποινικών Κωδίκων και ιδίως μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 4855/2021», σελ.2. Αναγνώσθηκε από τον γράφοντα στην ιστοσελίδα https://antimolia.gr/e-gaki-idionymes-pragmatognomosynes-ton-arthron-227228-kpd-kai-352a-pk-anilikon-kai-enilikon-thymaton-ton-egklimaton-kata-tis-genetisias-eleftherias-kai-egklimaton-oikonomikis-ekmetallefsis-tis-gen/, τη 17.4.2023.
[7] Θ. Δαλακούρας, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, εκδ.2019, σελ. 177-178.
[8] ΑΠ 884/2022 ΤΝΠ Ισοκράτης. Με την απόφαση αυτή ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι ο ψυχολόγος, που μετέχει στη διοίκηση του ιδρύματος/οργανισμού, ο οποίος έχει αναλάβει τη νόμιμη εκπροσώπηση του ανηλίκου και παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας, δεν επιτρέπεται να εκτελέσει καθήκοντα πραγματογνώμονα στην κατά άρθρο 227 ΚΠΔ διαδικασία εξέτασης του ανηλίκου, διότι η πρώτη ιδιότητά του είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του πραγματογνώμονα, ο οποίος πρέπει να είναι τρίτος έναντι των διαδίκων.
[9] ΑΠ 377/2015 ΤΝΠ Ισοκράτης.
[10] Χαρ. Σεβαστίδης, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2015, σελ.2685, αρ.14.
[11] Σ. Τσάκος σε Λ. Μαργαρίτη, Ο νέος ΚΠΔ, ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2020, τ.Α΄, άρθρο 227, αριθμός 9.
[12] Βλ. την ΔιατΑνακρΠλημΡεθ 158/2014, ΠοινΔικ 2016.631, σύμφωνα με την οποία, η συμπληρωματική εξέταση του ανηλίκου παθόντος διατάσσεται, όταν κρίνεται απολύτως αναγκαία, όταν δηλαδή δεν υπάρχει απολύτως κανένας άλλος τρόπος ή αποδεικτικό μέσο να βεβαιωθούν τα κρίσιμα περιστατικά, τα οποία στοιχειοθετούν τα νομοτυπικά στοιχεία του ποινικού αδικήματος.
[13] Το άρθρο 10 παρ.2 της ΥΑ 7320/3.6.2019 - ΦΕΚ Β΄ 2238/10.06.2019 (Ρύθμιση θεμάτων λειτουργίας των Αυτοτελών Γραφείων Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων «Σπίτι του Παιδιού» - Δομημένο πρωτόκολλο εξέτασης ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος), ορίζει μεν ότι οι γονείς πρέπει να εξετάζονται πριν από το ανήλικο θύμα πλην όμως δεν αναφέρεται στην εξέταση του ανηλίκου και των γονέων του από τους ανακριτικούς υπαλλήλους αλλά στη χρονικά προγενέστερη προετοιμασία του ανηλίκου να καταθέσει, στο πλαίσιο της οποίας γίνεται εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του ανηλίκου παθόντος. Για την εκτίμηση αυτή διερευνάται γενικώς το οικογενειακό περιβάλλον του ανηλίκου και εξετάζονται από τον πραγματογνώμονα πρώτα οι γονείς του ανηλίκου. Δηλαδή, η διάταξη αυτή αναφέρεται στην εξέταση των γονέων από τον πραγματογνώμονα -δηλαδή, έχει αρχίσει ήδη η διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης- και όχι από τον ανακριτικό υπάλληλο. Επομένως, το άρθρο 10 παρ.1 της ως άνω ΥΑ δεν θεσπίζει υποχρέωση να καταθέτουν οι γονείς ή άλλα πρόσωπα στην προανάκριση πριν από τον ανήλικο και έτσι να καθίσταται γνωστό το ονοματεπώνυμο του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη.
[14] Χαρ. Σεβαστίδης, ο.π., σελ.2392, αρ.5, ΣυμβΑΠ 349/1996 ΠΧρ 1996.1690.
[15] Βλ. σχετ. Γ. Καραγιάννη, Κύρια Ανάκριση, 2021, σελ.164. Αντίθετα: Ε. Γάκη, ο.π., σελ.5, η οποία θεωρεί ότι όταν στην προανάκριση δεν χορηγήθηκε στον κατηγορούμενο η δυνατότητα άσκησης των κατ’ άρθρο 227 ΚΠΔ δικαιωμάτων του, οφείλει ο ανακριτής να διατάσσει επανάληψη της διαδικασίας, προκειμένου να χορηγηθεί στον κατηγορούμενο η δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων του, ενώ την ίδια υποχρέωση έχει το δικαστικό συμβούλιο, εάν μετά την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης, διαπιστώσει ότι ο ανακριτής παρέλειψε να διατάξει την επανάληψή της. Δηλαδή φαίνεται ότι δεν εξαρτά την ανάγκη επανάληψης της διαδικασίας του άρθρου 227 ΚΠΔ από το εάν νομίμως ή όχι παραλήφθηκε στην προανάκριση η σχετική γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο, ώστε να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του.
[16] ΣυμβΠλημΡοδ 42/2021 ο.π.
[17] Σ. Τσάκος σε Λ. Μαργαρίτη, ο.π., άρθρο 204, αρ.5.
[18] Γ. Καραγιάννης, ο.π., σελ.162.
[19] ΣυμβΠλημμΚέρκ 23/2014 ο.π.
[20] ΣυμβΑΠ 1165/2010 ΠΧρ 2011.349, ΣυμβΑΠ 251/2010 ΠΧρ 2011.107, ΣυμβΑΠ 747/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΣυμβΑΠ 487/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΣυμβΕφΘρακ 54/2017 ΠΧρ 2018.471.