Γιάννης Αγουρίδης
Ανησυχία προκαλούν τα στοιχεία για τη φτώχεια και τις ανισότητες στην Ελλάδα, καθότι οι αριθμοί δείχνουν χειροτέρευση της κατάστασης. Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις μετρήσεις τόσο της ΕΛΣΤΑΤ όσο και της Eurostat, τα οποία επικαλείται και η τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος αποτυπώνουν την άνοδο της φτώχειας αλλά και των ανισοτήτων και μάλιστα πριν την έναρξη της ενεργειακής κρίσης και της συνεπακόλουθης αύξησης των τιμών σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των προϊόντων.
Στην τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος επισημαίνεται ότι οι άνεργοι σε ποσοστό 45,4%, οι οικονομικά μη ενεργοί εκτός συνταξιούχων (27,3%), τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (23,6%) και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (23,7%) είναι οι κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία για τα εισοδήματα των νοικοκυριών το 2020 που προέρχονται από την έρευνα της E.Ε., ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας αυξήθηκε στο 19,6%, από 17,7% που είχε καταγραφεί για τα εισοδήματα του 2019, ανατρέποντας την τάση αποκλιμάκωσης που είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα έτη.
Επίσης, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (16,8%) και είναι ο όγδοος υψηλότερος στην ΕΕ-27.
Το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό, αυξήθηκε σε 28,3% (ή 2,971 εκατ. άτομα), από 27,4% το 2019 και 29,0% το 2018. Και οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας εμφανίζουν σημαντική επιδείνωση στην Ελλάδα, το 2020, παραμένοντας ωστόσο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ-27.
Επίσης, σε επίπεδο Ε.Ε., το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε στη χώρα μας κατά 0,9% το 2021, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ το 20,4% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ο κύριος λόγος μείωσης του εισοδήματός τους ήταν η πανδημία.
Οι ανισότητες
Την ίδια στιγμή, οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα εμφανίζουν σημαντική επιδείνωση το 2020. Η τάση που προκύπτει και για το δείκτη ανισότητας S80/S20 με βάση τόσο τις αγορές των νοικοκυριών όσο και τη συνολική καταναλωτική δαπάνη, ο οποίος αυξήθηκε (σε 5,2 από 4,8 το 2020 και σε 4,1 από 3,5 το 2020 αντίστοιχα). Για να γίνει πλήρως κατανοητό, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο δείκτης S80 / S20 εισοδήματος μετρά τη σχετική ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος, συγκρίνει το εισόδημα που κατέχει το 20% των πλουσιότερων ατόμων με αυτό που κατέχει το 20% των φτωχότερων.
Ο συντελεστής Gini (Δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος), όπως ονομάζεται εκτιμήθηκε το 2021 σε 32,4%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2020. Το παραπάνω ποσοστό ερμηνεύεται ως εξής: αν επιλέξουμε 2 τυχαία άτομα του πληθυσμού, αναμένουμε ότι το εισόδημά τους θα διαφέρει κατά 32,4% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2011, δηλαδή το έτος κατά το οποίο ο συντελεστής Gini κατέγραψε τα πρώτα μνημονιακά μέτρα που συρρίκνωσαν τα εισοδήματα του 2010, από το 32,9% αυξήθηκε στο 33,5%. Έκτοτε παρουσίαζε ανοδική πορεία. Το 2014, ήτοι την τέταρτη χρονιά των Μνημονίων, βρέθηκε στο 34,5%. Tα Μνημόνια έληξαν στις 20 Αυγούστου 2018, και το 2017 και το 2018 και το 2019 (εισοδήματα του 2016, του 2017 και του 2018 αντιστοίχως) ο συντελεστής Gini έβαινε μειούμενος.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, ιδίως για ένα ευρύ τμήμα του πληθυσμού, το οποίο αντιμετωπίζει τα συνεχιζόμενα κύματα ακρίβειας, τα οποία δε φαίνεται να κοπάζουν.
Ο κίνδυνος για τους νέους
Παράλληλα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, το 26% των νέων στην Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας, με τη χώρα μας να καταγράφει το δεύτερο χειρότερο ποσοστό. Την τρίτη θέση κατέχει η Ελλάδα όσον αφορά τις σημαντικές υλικές και κοινωνικές στερήσεις που υπέστησαν οι νέοι το ίδιο έτος.
Ειδικότερα, με σημαντικές υλικές και κοινωνικές στερήσεις βρίσκεται αντιμέτωπο το 6% των νέων ηλικίας 15-29 ετών στην ΕΕ. Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, το υψηλότερο ποσοστό των νέων που υπέστησαν σημαντικές υλικές και κοινωνικές στερήσεις το 2021 καταγράφηκε στη Ρουμανία (23,1%) και ακολουθούν η Βουλγαρία (18,7%) και η Ελλάδα (14,2%).
Αντιθέτως, το ποσοστό αυτό ήταν μικρότερο του 3% σε 11 από τα 26 κράτη-μέλη της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία και συγκεκριμένα στο Λουξεμβούργο, την Πολωνία, τη Σουηδία, την Κύπρο, την Τσεχία, την Ολλανδία, την Κροατία, τη Σλοβενία, τη Φινλανδία, την Αυστρία και την Εσθονία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 202 1το ποσοστό των νέων ηλικίας 15-29 ετών που κινδυνεύουν από φτώχεια έφτανε το 20,1%, έναντι 16,8% στον συνολικό πληθυσμό.
Μεταξύ 19 χωρών της ΕΕ, η μεγαλύτερη απόκλιση παρατηρείται στη Δανία (12,3% του συνολικού πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας έναντι 25,6% των νέων) και στη Σουηδία (15,7% έναντι 24,6%).
Σε οκτώ χώρες της ΕΕ, οι νέοι κινδυνεύουν λιγότερο από τη φτώχεια από ό,τι ο πληθυσμός συνολικά. Οι πιο αισθητές διαφορές παρατηρήθηκαν στη Λετονία (23,4% του συνολικού πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με το 17% των νέων), στη Μάλτα (16,9% έναντι 11,3%), στην Εσθονία (20,6% σε σύγκριση με 15,7%) και στην Κροατία ( 19,2% έναντι 14,7%).
Σημειώνεται ότι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας είναι, σύμφωνα με τη Eurostat, το μερίδιο των ατόμων με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο κινδύνου φτώχειας, το οποίο ορίζεται στο 60% του μέσου εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτός ο δείκτης δεν μετρά τον πλούτο ή τη φτώχεια, αλλά το χαμηλό εισόδημα σε σύγκριση με άλλους κατοίκους μιας χώρας, το οποίο δεν συνεπάγεται απαραίτητα χαμηλό βιοτικό επίπεδο.