Προϋποθέσεις διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας. Αποτελέσματα. Μετά την τελεσιδικία της απόφασης διάρρηξης της απαλλοτρίωσης ο τρίτος προς τον οποίο ο οφειλέτης μεταβίβασε καταδολιευτικά το περιουσιακό στοιχείο του δεν μπορεί να ασκήσει ανακοπή του άρθρου 936 παρ. 3 ΚΠολΔ και να αντιτάξει το δικαίωμά του κατά του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη. Ο δανειστής που πέτυχε τη διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας μπορεί να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 936 στην περίπτωση που δανειστές του τρίτου που απέκτησε το αντικείμενο της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση στο αντικείμενο που απαλλοτριώθηκε καταδολιευτικά. Επίσης, ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ μπορεί να ασκήσει ο τρίτος που απέκτησε το αντικείμενο της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας σε περίπτωση που οι δανειστές του οφειλέτη από τον οποίο ο τρίτος απέκτησε με καταδολιευτική δικαιοπραξία, οι οποίοι δεν πέτυχαν έναντι αυτών τη διάρρηξη αυτής προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση επί του αντικειμένου της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, αφού έναντι των δανειστών αυτών δεν ισχύουν τα αποτελέσματα της διάρρηξης. Κατά της αναγκαστικής αυτής εκτέλεσης δύναται να στραφεί και ο δανειστής του οφειλέτη που πέτυχε τη διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας. Η ανακοπή αυτή του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης είναι ανακοπή του άρθρου 933 και όχι του άρθρου 936 ΚΠολΔ.
Αριθμός 124/2019
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αλεξάνδρα Λιόλιου, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο Εφετών, και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 8 Μαρτίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ» (ΑΦΜ 094014201), η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδ. Αιόλου αρ. 86), εκπροσωπείται νομίμως και παραστάθηκε διά δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου της Σωτηρίου Πολύδωρα (Δ.Σ. Αμαλιάδας), ο οποίος προ κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΜΠΕΤΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» που εδρεύει στη Δ.Ε. Πύργου του Δ. Πύργου ΠΕ Ηλείας, οδός Μανωλοπούλου και Προύσσης αρ. 2, και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) …, κατοίκου Τ.Κ. Κατακόλου της Δ.Ε. Πύργου του Δ. Πύργου ΠΕ Ηλείας, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ανακόπτουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας την από 8-10-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./8-10-2009 ανακοπή, με την οποία ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτήν. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 177/2013 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ανακόπτουσα με την από 7-3-2016 έφεση της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας με αριθμό κατάθεσης ./10-3-2016, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε με την υπ’ αριθ. 83/3-3-2017 πράξη του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας παραστάθηκε με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ έχοντας προκαταθέσει προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ’ αριθ. ./13-7-2017 και ./21-7-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ηλείας, …, προκύπτει ότι πιστό επικυρωμένο αντίγραφο της ενδίκου εφέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας ημεροχρονολογία (8-3-2018) και με κλήση προς συζήτηση στην εν λόγω δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως με την επιμέλεια της εκκαλούσας στους εφεσίβλητους, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, δεν παραστάθηκαν ούτε και εκπροσωπήθηκαν κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση με την σειρά εγγραφής της στο πινάκιο. Επομένως δικάζονται ερήμην, η διαδικασία όμως προχωρεί σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ ΚΠολΔ).
Η υπό κρίση από 7-3-2016 με αριθμ. εκθ. κατάθ. στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ./10-3-2016 και προσδιορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο 83/3-3-2017 έφεση της ηττηθείσας ανακόπτουσας κατά της υπ’ αριθμ. 177/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας που εκδόθηκε ερήμην των καθ’ ων η ανακοπή – εφεσίβλητων κατά την τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ και απέρριψε την από 8-10-2009 ανακοπή της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί νομοτύπως (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε η εκκαλούσα ισχυρίζεται το αντίθετο και ακόμη δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ (ως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με το άρθρ. 1 του ν. 4335/2015, ενόψει του ότι η εκκαλουμένη απόφαση εκδόθηκε πριν την 1-1-2016) τριετής προθεσμία από τη δημοσίευση της (25-3-2013) έως την κατάθεση της έφεσης (10-3-2016), ενώ για το παραδεκτό της εφέσεως κατατέθηκε από την εκκαλούσα το παράβολο των 200,00 ευρώ που προβλέπεται από την διάταξη της 4ης παραγράφου του άρθρου 495 ΚΠολΔ (με την προσκόμιση του υπ’ αριθμ. ../16 διπλοτύπου της Δ.Ο.Υ. Αμαλιάδας ποσού 200 ευρώ). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως άνω, διαδικασία.
Με την από 8-10-2009 και με αριθμ. καταθ. δικογρ. ./8-10-2009 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ζητούσε για τον αναφερόμενο σε αυτήν λόγο την ακύρωση α) της υπ’ αριθ. …/24-7-2009 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Πύργου …, β) της από 24-7-2009 εντολής της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή προς τον δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηλείας … για την έκδοση περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης για τη διενέργεια πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας και γ) της υπ’ αριθ. ./29-7-2009 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή. Επί της ως άνω ανακοπής που συζητήθηκε ερήμην των εφεσίβλητων κατά την τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθ.177/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτιμώντας την ανακοπή ως ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη λόγω μη εγγραφής αυτής στα βιβλία διεκδικήσεων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση της η εκκαλούσα-ανακόπτουσα και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες με αυτήν πράξεις εκτέλεσης.
Με το ν. 2298/1995 εισήχθησαν στο κεφάλαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης νέες διατάξεις, που αφορούν αμέσως τα αποτελέσματα της διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης. Ειδικότερα: α) κατά τη διάταξη του άρθρου 936 παρ. 3 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του νόμου αυτού, τρίτος που απέκτησε το δικαίωμα από τον καθ’ ου η εκτέλεση με απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική κατά τα άρθρα 939 επόμενα του Αστικού Κώδικα, δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά του επισπεύδοντος που πέτυχε τη διάρρηξη ούτε κατά του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και β) κατά τη διάταξη του άρθρου 992 παρ.1 εδ. β του ΚΠολΔ, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 19 του πιο πάνω Νόμου 2298/1995, ακίνητο που έχει μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από το δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα, αφού η απόφαση που απαγγέλλει τη διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης. Με βάση τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 37 του ίδιου Ν.2298/1995, η διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης δεν δημιουργεί πλέον ενοχική υποχρέωση αναμεταβίβασης του αντικειμένου της απαλλοτρίωσης, όπως γινόταν δεκτό με βάση τις διατάξεις του άρθρου 943 του ΑΚ, αλλά μπορεί ο δανειστής, που πέτυχε τη διάρρηξη, μετά την τελεσιδικία της απόφασης, να προβεί στην κατάσχεση του πράγματος στην περιουσία του οφειλέτη, σαν να μην είχε υπάρξει η απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε. Επομένως, με τις πιο πάνω διατάξεις, με τις οποίες εισάγεται ρύθμιση ουσιαστικού δικαίου για την επίλυση σύγκρουσης δικαιωμάτων, που απλώς βρίσκεται στον ΚΠολΔ, επανακαθορίζεται η έννοια του άρθρου 943 του ΑΚ και η διάταξη αυτή προσλαμβάνει το ακόλουθο νόημα: η “αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν”, συνίσταται στην αυτοδικαίως επερχόμενη απαγόρευση προβολής από τον τρίτο του δικαιώματος του, όσο απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη. Μετά την τελεσιδικία της απόφασης διάρρηξης της απαλλοτρίωσης το ακίνητο περιέρχεται αυτοδικαίως στον οφειλέτη, αφότου η απόφαση που απαγγέλλει τη διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης (Ποδηματά, Αρμ 50. 949, ΕφΑΘ 5639/1998, ΕλλΔ/νη 40. 1157), η δε απαλλοτριωτική δικαιοπραξία δεν αντιτάσσεται έναντι του δανειστή από μέρους του τρίτου, προς τον οποίο ο οφειλέτης μεταβίβασε καταδολιευτικά το περιουσιακό στοιχείο του (Μελέτη Στεφ. Ματθία, Τροποποιήσεις στην αναγκαστική εκτέλεση με τον Ν. 2298/1995, ΕλλΔ/νη 36/1453, του ιδίου, Τα αποτελέσματα της παυλιανής διάρρηξης, ΕλλΔ/νη 30. 1273, Κλαβανίδου, Η καταδολίευση δανειστών μετά τον Ν. 2298/1995 ΕλλΔ/νη 36.1463, ΕφΛαρ 97/2002 Δικογραφία 2002.87, ΕφΑΘ 6572/1997 ΕλλΔνη 39.1631). Ο τελευταίος (τρίτος) δεν μπορεί να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ και να αντιτάξει το δικαίωμα του κατά το δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη. Το αποτέλεσμα αυτό είναι σχετικό μόνο υπέρ αυτού του δανειστή (και υπέρ του υπερθεματιστή και των περαιτέρω διαδόχων του αρθρ. 936 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από τη σχετικότητα των αποτελεσμάτων της διάρρηξης έπεται ότι άλλοι δανειστές του οφειλέτη έναντι των οποίων δεν διαρρήχθηκε η καταδολιευτική απαλλοτρίωση δεν έχουν δικαίωμα επιβολής κατάσχεσης, αφού έναντι αυτών η απαλλοτρίωση ισχύει. Ο τρίτος δικαιούται επομένως να τους αντιτάξει το δικαίωμα του, αν μεν έχουν επιβάλλει κατάσχεση με την ανακοπή του 936, αν δε αναγγέλθηκαν με την ανακοπή του άρθρου 979 παρ. 2. (βλ. Ματθία ο.π.) Η απαγγελία της διάρρηξης της απαλλοτρίωσης δεν θίγει την καταδολιευτική απαλλοτρίωση ανάμεσα στον οφειλέτη και στον τρίτο, αλλά μόνο ανάμεσα στον τρίτο και στον δανειστή ΑΠ 1127/2005 ΝΟΜΟΣ). Ο δανειστής που πέτυχε τη διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας μπορεί να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ στην περίπτωση που δανειστές του τρίτου που απέκτησε το αντικείμενο της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση στο εν λόγω αντικείμενο που απαλλοτριώθηκε καταδολιευτικά. Και αυτό διότι προσβάλλεται το δικαίωμα του να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση στο αντικείμενο της ήδη επισπευδόμενης εκτέλεσης που δικαιούται να αντιτάξει σε εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση (βλ. Ματθία ο.π., Κλαβανίδου ο.π. Ποδηματά ο.π.). Επίσης ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ μπορεί να ασκήσει, όπως προεκτέθηκε, ο τρίτος που απέκτησε το αντικείμενο της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας σε περίπτωση που δανειστές του οφειλέτη, από τον οποίο ο τρίτος απέκτησε με την καταδολιευτική δικαιοπραξία, οι οποίοι δεν πέτυχαν έναντι αυτών τη διάρρηξη αυτής, προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση επί του αντικειμένου της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, αφού έναντι των δανειστών αυτών δεν ισχύουν τα αποτελέσματα της διάρρηξης. Κατά της αυτής αναγκαστικής εκτέλεσης δύναται να στραφεί και ο δανειστής του οφειλέτη, ο οποίος πέτυχε τη διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, με αυτήν ακριβώς την ιδιότητα (του δανειστή) έχοντας προς τούτο έννομο συμφέρον αιτούμενος την ακυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης, διότι το ακίνητο μέσω της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, η οποία όπως προεκτέθηκε ισχύει παρά την διάρρηξη αυτής ως προς τους λοιπούς δανειστές του οφειλέτη έχει εξέλθει από την περιουσία του οφειλέτη μεταφερόμενο στην περιουσία του προς ον η καταδολιευτική δικαιοπραξία τρίτου. Η ανακοπή αυτή του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης είναι ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και όχι ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ, αφού ο ανακόπτων – δανειστής δεν προβάλει δικαίωμα του πάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης, το οποίο προσβάλλεται με αυτήν (εκτέλεση), αλλά (προβάλει) λόγο ακυρότητας της εκτέλεσης συνιστάμενο στο ότι η εκτέλεση επισπεύδεται για ικανοποίηση απαίτησης έναντι προσώπου, στο οποίο όμως δεν ανήκει το αντικείμενο, στο οποίο επιχειρείται η εκτέλεση.
Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα εξέθετε ότι ο δεύτερος των καθ’ ων η ανακοπή, κατά του οποίου διατηρεί απαίτηση εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στον μη διάδικο υιό του την περιγραφόμενη στην ανακοπή ακίνητη περιουσία του (ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός διαμερίσματος). Ότι η ίδια πέτυχε τη διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας με τελεσίδικη απόφαση που σημειώθηκε στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης. Ότι ακολούθως προέβη η ίδια σε κατάσχεση και μετά ταύτα σε επίσπευση αναγκαστικού πλειστηριασμού του ως άνω ακινήτου του δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή. Ότι η πρώτη καθ’ ης η ανακοπή έχοντας απαίτηση κατά του δεύτερου των καθ’ ων η ανακοπή προέβη σε επίσπευση του πλειστηριασμού της προαναφερόμενης ακίνητης περιουσίας του δεύτερου καθ’ ου η ανακοπή. Με το ιστορικό αυτό ζητούσε την ακύρωση α) της υπ’ αριθ. ./24-7-2009 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Πύργου …, β) της από 24-7-2009 εντολής της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή προς τον δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηλείας … για την έκδοση περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης για τη διενέργεια πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας και γ) της υπ’ αριθ. ./29-7-2009 περίληψης κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή, για το λόγο ότι το εκτιθέμενο στον πλειστηριασμό ακίνητο με την απαλλοτριωτική δικαιοπραξία είχε εξέλθει από την περιουσία του δευτέρου των καθ’ ων η ανακοπή – καθ’ ου η εκτέλεση. Με το ως άνω περιεχόμενο η ανακοπή, είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933, 934 παρ. 1 περ β ΚΠολΔ, καθώς και στις αναφερόμενες στην πιο πάνω μείζονα σκέψη διατάξεις. Ειδικότερα με το υπό κρίση δικόγραφο ασκείται η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και όχι εκείνη του άρθρου 936 ΚΠολΔ, για την άσκηση της οποία απαιτείται η προβολή από τον ανακόπτοντα δικαιώματος επί του αντικειμένου της εκτέλεσης, προσβαλλόμενο από την εκτέλεση, περίπτωση που δεν συντρέχει στην ένδικη ανακοπή, με την οποία η ανακόπτουσα με την ιδιότητα της δανείστριας του καθ’ ου η εκτέλεση προβάλει λόγο ακυρότητας της εκτέλεσης επί του αντικειμένου αυτής εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτό έχει εξέλθει της περιουσίας του οφειλέτη ως προς τους λοιπούς δανειστές του, ως προς τους οποίους δεν ισχύει η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, εκλαμβάνοντας την κρινόμενη ανακοπή ως ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ, απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη λόγω μη εγγραφής αυτής στα βιβλία διεκδικήσεων, έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός (μόνος) λόγος της έφεσης και ακολούθως και η έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσίαν. Μετά ταύτα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού κρατηθεί η ανακοπή, να εξετασθεί αυτή ως προς τη βασιμότητα των λόγων της. Εφόσον δε η έφεση έγινε δεκτή ως ουσία βάσιμη, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα εκκαλούσα.
Από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την ανακόπτουσα έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μερικών εκ των οποίων γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω, ουδενός πάντως εξ αυτών παραλειφθέντος για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς (μάρτυρες δεν εξετάστηκαν κατά την εκδίκαση της ανακοπής – βλ. ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. 114/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, η οποία επικυρώθηκε από την υπ’ αριθ. 906/2005 απόφαση του Εφετείου Πατρών έγινε δεκτή αγωγή της ήδη ανακόπτουσας Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (δανείστριας του δευτέρου των καθ’ ων η ανακοπή δυνάμει της υπ’ αριθ. ./1999 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας) και απαγγέλθηκε η διάρρηξη υπέρ αυτής ως καταδολιευτικής της καταρτισθείσας δυνάμει του υπ’ αριθ. ./30-3-1998 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αμαλιάδας …, με την οποία είχε μεταβιβασθεί λόγω γονικής παροχής στον υιό του δεύτερου καθ’ ου η ανακοπή κατά κυριότητα ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός διαμερίσματος του πρώτου ορόφου διώροφης οικοδομής κτισμένης επί οικοπέδου που βρίσκεται εντός του οικισμού «ΑΛΚΥΩΝΑ» της πρώην κοινότητας Κατακόλου, ήδη δημοτικού διαμερίσματος Κατακόλου του Δήμου Πύργου του Ν. Ηλείας. Η ως άνω τελεσίδικη απόφαση σημειώθηκε στις 27-4-2006 στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πύργου. Ακολούθως η ανακόπτουσα δυνάμει της από 24-7-2006 εντολής προς εκτέλεση της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. ./1999 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας προέβη σε κατάσχεση για μέρος μόνο της απαίτησης της και δη για το ποσό των 24.586,13 ευρώ εκ του συνόλου του επιδικασθέντος ποσού ύψους 120.353,35 ευρώ, του ποσοστού συγκυριότητας 1/2 εξ αδιαιρέτου του προαναφερόμενου διαμερίσματος, ως ανήκοντος (αρθρ. 992 ΚΠολΔ) στην περιουσία του οφειλέτη της (δευτέρου των καθ’ ων η ανακοπή) καθ’ ου η εκτέλεση, μετά την κατά τα προαναφερόμενα διάρρηξη ως καταδολιευτική της λόγω γονικής παροχής μεταβίβασης αυτού στον υιό του οφειλέτη και τη σημείωση της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στο βιβλίο μεταγραφών, και συντάχθηκε η υπ’ αριθ. ./25-7-2006 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Ηλείας …, δυνάμει της οποίας ορίστηκε ημέρα πλειστηριασμού η 1-11-2006.
Κατά την ανωτέρω ημερομηνία δεν διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, διότι κατόπιν ανακοπής του οφειλέτη διορθώθηκε η 169/2006 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και ορίστηκε νέα ημέρα πλειστηριασμού η 13-12-2006, κατά την οποία ο διενεργηθείς πλειστηριασμός απέβη άκαρπος. Ακολούθως εκδόθηκαν οι Β, Γ, Δ, Ε, Στ, Ζ, Η και Θ επαναληπτικές περιλήψεις της κατασχετήριας έκθεσης, με τις οποίες ορίστηκε ημερομηνία πλειστηριασμού η 31-1-2007, 14-3-2007, 6-6-2007, 25-7-2007, 10-10-2007, 12-3-2008, 18-6-2008 και 24-9-2008 αντίστοιχα, χωρίς όμως να εκπλειστηριασθεί τελικά το εκτιθέμενο στον πλειστηριασμό ακίνητο. Η πρώτη καθ’ ης η ανακοπή, η οποία διατηρεί κατά του δεύτερου των καθ’ ων απαίτηση εξοπλισμένη με εκτελεστό τίτλο και δη την υπ’ αριθ. 87/2009 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, στις 24-7-2009 προέβη ενώπιον της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Πύργου … σε δήλωση επίσπευσης του πλειστηριασμού που διενεργήθηκε στις 24-9-2008 αλλά ματαιώθηκε, συντάχθηκε δε σχετικά η υπ’ αριθ. …/24-7-2009 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της ανωτέρω υπαλλήλου του πλειστηριασμού, με την οποία δόθηκε εντολή στον δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηλείας … για την έκδοση περίληψης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, ακολούθως δε εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ./29-7-2009 περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή με την οποία ορίστηκε ημέρα πλειστηριασμού η 14-10-2009. Πλην όμως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη, το εκτιθέμενο σε πλειστηριασμό ακίνητο έχει ήδη εξέλθει από την περιουσία του καθ’ ου η εκτέλεση – οφειλέτη της επισπεύδουσας, πλέον, την εκτέλεση πρώτης καθ’ ης η ανακοπή με τη μεταγραφή της συμβολαιογραφικής πράξης γονικής παροχής, η δε διάρρηξη της δικαιοπραξίας αυτής που πέτυχε η ανακόπτουσα ενεργεί μόνο υπέρ αυτής, παρέχοντας σε αυτήν το δικαίωμα να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση επί του ανωτέρω ακινήτου ως ανήκοντος στην περιουσία του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ωσάν να μην είχε αυτό εξέλθει αυτής. Συνεπώς η μεν πρώτη καθ’ ης η ανακοπή δεν νομιμοποιείται σε επίσπευση εκτέλεσης επί του ανωτέρω ακινήτου προς ικανοποίηση απαίτησης της κατά του δευτέρου των καθ’ ων, η δε ανακόπτουσα έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την εκτέλεση αυτή ως δανείστρια του καθ’ ου η εκτέλεση υπέρ της οποίας διαρρήχθηκε η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει, αφού γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της ανακοπής, να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσίβλητων κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (αρθρ 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εφεσίβλητων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 177/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την ανακοπή.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ α) την υπ’ αριθ. ./24-7-2009 δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Πύργου,…, β) την από 24-7-2009 εντολή της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή προς τον δικαστικό επιμελητή του Πρωτοδικείου Ηλείας, …, για την έκδοση περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης για τη διενέργεια πλειστηριασμού ακίνητης περιουσίας και γ) την υπ’ αριθ. ./29-7-2009 περίληψη κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου του ανωτέρω δικαστικού επιμελητή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εφεσίβλητους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – ανακόπτουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στην Πάτρα, στις 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ