Για να εκδοθεί εγκύρως διαταγή πληρωμής, πρέπει να πληρωθεί η αίρεση της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης. Καταγγελία αυτής και απόκρουση της εκ μέρους του ανακόπτοντα, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, αμφισβητώντας ρητά την ακυρότητά της, επειδή δεν του συγκοινοποιήθηκε πληρεξούσιο έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται η προσήκουσα νομιμοποίηση των υπογραφόντων αυτή προσώπων. Επανάληψη της καταγγελίας από την εταιρεία διαχείρισης, συγκοινοποιώντας με αυτήν και πληρεξούσιο έγγραφο, από το οποίο προέκυπτε ότι κατά το χρόνο της προηγούμενης καταγγελίας, τα υπογράφοντα αυτή πρόσωπα, πράγματι δεν ήταν εφοδιασμένα με πληρεξουσιότητα. Επιστήριξη της έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, στην προηγούμενη ανυπόστατη και άκυρη καταγγελία και όχι στη νυν ισχύουσα. Πιθανολογείται η βασιμότητα της ακυρότητας του εκτελεστού τίτλου, επειδή δεν υπάρχει απαίτηση ληξιπρόθεσμη κι απαιτητή για τους ιστορούμενους λόγους. Δέχεται την αίτηση, αναστέλλει την εκτέλεση.
Αριθμός Απόφασης 2037/2023
Αριθμός κατάθεσης αίτησης: ./16-1-2013
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κεραμιδά, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 31 Ιανουαρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: … του … κατοίκου Περιστερίου Αττικής, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του Δικηγόρου, Γεωργίου Καλτσά (AM ΔΣΠειρ 3231), ο οποίος κατέθεσε σημείωμα.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «… Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ … Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών και με αρ. ΓΕΜΗ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ενεργεί με την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «… NPL FINANCE DAC» που εδρεύει Δουβλίνο της Ιρλανδίας, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «… ΑΕ», κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις Ν. 3156/2003, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της Δικηγόρου, η οποία κατέθεσε σημείωμα.
Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης ./16-1-2013 αίτηση του, που προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και εκφωνήθηκε από το οικείο έκθεμα.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματα που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση του, ο αιτών, επικαλούμενο κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης, ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ’ αριθμ. ./2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της με αριθ. καταθ. δικ. ./21-12-2022 ανακοπής του, κατ’ άρθρο 632 του ΚΠολΔ, καθώς ισχυρίζεται ότι άσκησε αυτήν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά της άνω διαταγής, για τους λόγους που αναφέρει στην ανακοπή του, γιατί πιθανολογείται η ευδοκίμηση αυτής. Τέλος ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική του δαπάνη. Η υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητείται η αναστολή εκτέλεσης της ως άνω διαταγής πληρωμής, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠολΔ), ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, είναι δε και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 632 επ. του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί αναστολής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, το οποίο είναι νόμιμο μέχρι την έκδοση οριστικής (και όχι τελεσίδικης) απόφασης επί της ανακοπής (βλ. αρθρ. 632§3 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με τον Ν. 4335/2015) και του αιτήματος περί επιδίκασης δικαστικών εξόδων, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον, στις αποφάσεις που εκδίδονται για αιτήσεις χορήγησης αναστολής ή αναβολής εκτέλεσης, τα έξοδα και η αμοιβή του δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση επιδικάζονται πάντοτε σε βάρος του αιτούντος [άρθρ. 84 Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), όπως προστέθηκε με το άρθρο 14§3 του Ν. 4236/2014 (ΦΕΚ Α 33/11-2-2014]. Κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά τα λοιπά, ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, μπορεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το αρθρ. 626 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Η καταγγελία, εξάλλου, η οποία είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, η οποία απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή και η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ κατά το οποίο, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση δια της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για το λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξεως και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Το πρόσωπο εξάλλου προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Σε περίπτωση που το ως άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλο χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 216 και 217 ΑΚ, η εξουσία για αντιπροσώπευση δίνεται με πληρεξουσιότητα προς τον εξουσιοδοτούμενο, που υποβάλλεται στον τύπο τον απαιτούμενο για τη δικαιοπραξία στην οποία αφορά. Επί νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσωπήσεως του (ΑΠ 139/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω δε σκέψεις συνάγεται ότι, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί διαφορετικά έχει το δικαίωμα αυτός προς τον οποίο γίνεται να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα, και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας, που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων ότι έγινε από αντιπρόσωπο του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντος), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσκόμιση συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη (βλ. Φ. Δωρή σε Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικό Κώδικα τόμο I υπό το άρθρο 226, αριθ. 8, σελ. 396, ΑΠ 139/2016, ΕφΔυτΜακ 3/2019 όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση ο ανακόπτων ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του ότι η καταγγελία από την αντίδικο του, της συνομολογηθείσας μεταξύ του ιδίου και της … BANK, σύμβασης στεγαστικού δανείου είναι άκυρη, διότι δεν υπογράφηκε από τα αρμόδια όργανα της καθ’ ης, αλλά από τις … και κ. …, χωρίς, ωστόσο, την επίδειξη του σχετικού έγγραφου πληρεξουσίου, δυνάμει του οποίου εξουσιοδοτήθηκαν αυτές να προβούν για λογαριασμό της στην επίμαχη καταγγελία, παρά το γεγονός ότι αμφισβητήθηκε τούτο από τον ίδιο, με την από 30-11-2021 εξώδικη δήλωση του. Ότι συνεπεία της ακυρότητας της καταγγελίας αυτής, το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν ήταν ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμω βάσιμος, στηρίζεται στις προαναφερόμενες στις νομικές σκέψεις διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, πιθανολογούνται τα εξής: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/25.04.2007 σύμβασης στεγαστικού Δανείου, όπως αυτή τροποποιήθηκε/συμπληρώθηκε δυνάμει των από 24-7-2013 (οπότε και η σύμβαση έλαβε νέο αριθμό, τον …), 23-9-2014 και 8-11-2016 πρόσθετων πράξεων, που καταρτίστηκε μεταξύ του αιτούντος και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «… Τράπεζα ΑΕ», ο αιτών έλαβε στεγαστικό δάνειο ύψους 475.000 € για την ανέγερση κατοικίας. Προς εξυπηρέτηση της σύμβασης αυτής τηρήθηκαν οι καρτέλες των με κωδικό δανείου MG . και MG . και υπ’ αρ. . λογαριασμών. Στις 21-10-2021 η καθ’ ης, ενεργούσα υπό την ιδιότητα που αναφέρεται στο εισαγωγικό τμήμα της παρούσας, καθώς, εν τω μεταξύ, η … είχε υπεισέλθει στα δικαιώματα της δανείστριας, μετέφερε το χρεωστικό υπόλοιπο του τοκοχρεωλυτικού δανείου (χωρίς να αποδεικνύεται προηγούμενη αυτοτελής καταγγελία του ώστε να είναι απαιτητό το σύνολο αυτού), ύψους 422.396,70 €, στον . λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης.
Ακολούθως, και με την αιτιολογία ότι ο αιτών δεν ήταν συνεπής ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, η καθ’ ης η ανακοπή, στις 24-11-2021 προέβη σε καταγγελία της επίμαχης (αρχικής) σύμβασης δανείου, γνωστοποίησε στον ανακόπτοντα την κατά τα ανωτέρω καταγγελία και το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο της σύμβασης, καλώντας αυτόν παράλληλα σε συνολική εξόφληση του, η οποία του επιδόθηκε με την υπ’ αρ. .Δ/24-11-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …
Ο ανακόπτων δεν προέβη σε εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου, αλλά απέστειλε στην καθ’ ης η ανακοπή, την από 26-11-2021 εξώδικη απάντηση που της επιδόθηκε στις 30-11-2021 (βλ. την υπ’ αρ. .Γ/30-11-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά …, με την οποία πρόβαλε μεταξύ άλλων την ακυρότητα της επίμαχης καταγγελίας της σύμβασης, λόγω της μη ύπαρξης και επίδειξης του πληρεξουσίου εγγράφου των υπογραφουσών, αυτή … και …). Η καθ’ ης τράπεζα δεν απάντησε άμεσα στην εξώδικο αυτή δήλωση της πιστούχου, ενώ στο μεταξύ με την από 8-3-2022 αίτηση της προς τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, οπότε εκδόθηκε στις 8-11-2022 η ./2022 διαταγή πληρωμή του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε ο αιτών – ανακόπτων να της καταβάλει νομιμοτόκως από την 25.11.2021 και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, το συνολικό ποσό των 269.517,64 ευρώ, ως μέρος της συνολικής απαίτηση της σε βάρος του, καθώς και ποσό 7.900 € για δικαστική δαπάνη. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης, ως απάντηση στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση του αιτούντος, με την οποία τούτος αμφισβήτησε το κύρος της καταγγελίας, του επέδωσε στις 26-5-2022 την από 25-5-2022 εξώδικη δήλωση της, με την οποία του κοινοποίησε το υπ’ αρ. …/6-5-2022 πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Πειραιά, …, με την οποία χορηγήθηκε στις υπογράφουσες την ανωτέρω αναφερόμενη καταγγελία, η εντολή να καταγγέλλουν συμβάσεις δανείου, καθώς και να υπογράφουν και να κοινοποιούν νόμιμα τις σχετικές εξώδικες δηλώσεις, σε κάθε δε περίπτωση, κατήγγειλε εκ νέου τη σύμβαση δανείου. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι, η από 4.11.2021 εξώδικη δήλωση – καταγγελία, κατά πρώτον, δεν υπογράφτηκε από τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανα της καθ’ ης, αφού στις υπογράφουσες δόθηκε η εντολή όπως προβαίνουν σε καταγγελίες συμβάσεων δανείου, μεταγενέστερα, στις 6-5-2022, ως προς τη νομιμοποίηση των οποίων να προβούν στην καταγγελία, και κατά δεύτερον, κατά το χρόνο αυτής, δεν επιδείχθηκε στον ανακόπτοντα το πληρεξούσιο έγγραφο βάσει του οποίου εξουσιοδοτούνταν αυτές να προβούν για λογαριασμό της καθ’ ης στην ως άνω ενέργεια, μολονότι αμφισβητήθηκε από τον πιστούχο οφειλέτη η πληρεξουσιότητα αυτή. Η αντίδραση εξάλλου του πιστούχου ήταν άμεση, εντός έξι (6) ημερολογιακών ημερών και οπωσδήποτε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δεδομένου ότι δεν είχε εκδοθεί σε βάρος του η διαταγή πληρωμής, γνωστοποιώντας, μεταξύ άλλων, ότι αποκρούει την καταγγελία ως άκυρη λόγω ελλείψεως της κατά νόμο πληρεξουσιότητας. Επομένως, κατά τα εκτεθέντα στις νομικές σκέψεις, επήλθε πράγματι η ακυρότητα της καταγγελίας, διότι η εντός εξαημέρου απόκρουση της πληροί, αναμφισβήτητα, την έννοια της, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αντιδράσεως, αφού το ανωτέρω χρονικό διάστημα κρίνεται απολύτως αναγκαίο, προκειμένου ο στερούμενος, κατά κανόνα, νομικών γνώσεων συναλλασσόμενος να προσφύγει σε νομικό παραστάτη και να οργανώσει την άμυνα του κατά της επιθετικής, οπωσδήποτε, πράξεως της καταγγελίας. Ενόψει δε τούτων, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας, η σύμβαση και ο τηρούμενος λογαριασμός δεν καταγγέλθηκαν και συνεπώς το κατάλοιπο αυτού δεν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ώστε έγκυρα να εκδοθεί για την απαίτηση της τράπεζας διαταγή πληρωμής. Τούτο, παρά το γεγονός ότι μεταγενέστερα χορηγήθηκε στις υπογράφουσες η πληρεξουσιότητα να καταγγέλλουν συμβάσεις δανείου, διότι, όπως στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκε, σε περίπτωση απόκρουσης της καταγγελίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι απολύτως άκυρη και δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση, επέρχεται, δε, ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα. Σημειώνεται, δε, ότι, παρά το γεγονός πως η καθ’ ης προέβη νομίμως σε νέα, έγκυρη και ισχυρή καταγγελία στις 26-5-2022, εντούτοις δεν στήριξε σε αυτήν την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, παρά το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είχε ακόμη εκδοθεί και μπορούσε ευχερώς να το πράξει, επομένως, αφού η επίδικη διαταγή πληρωμής στηρίχθηκε σε άκυρη καταγγελία, η επίμαχη οφειλή δεν κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Συνεπώς ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της ανακοπής πιθανολογείται ότι θα κριθεί βάσιμος και οδηγήσει στην εν όλω ακύρωση της διαταγής πληρωμής, λόγω της ανυπαρξίας ληξιπρόθεσμης απαίτησης της τράπεζας σε βάρος του ανακόπτοντος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση του ως άνω λόγου της ανακοπής και η ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντος, δεδομένου ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα του προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού θα υποχρεωθεί να καταβάλει μία μη ληξιπρόθεσμη οφειλή, απαιτητή στο σύνολο της, με κίνδυνο μη εκπλήρωσης των λοιπών υποχρεώσεων του εκ της ταμειακής δυσχέρειας που θα τους προκληθεί, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής (άρθ. 632 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αιτούντος, ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της υπ’ αριθ. ./2022 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της με αριθμό κατάθεσης ./21-12-2022 ανακοπής του αιτούντος κατά της καθ’ ης η αίτηση.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, στην Αθήνα, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 29 Μαρτίου 2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ