Λόγω της ακυρότητας όπως έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, η οφειλή δεν κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και δεν μπορεί να διεκδικηθεί από τον πολίτη.
Δικαίωση σε δανειολήπτη έδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου με απόφασή του έκρινε άκυρη την καταγγελία σύμβασης στεγαστικού δανείου και τη σχετική διαταγή πληρωμής, αναφέροντας πως εκδόθηκαν από άτομα που δεν είχαν την απαιτούμενη εξουσιοδότηση.
«Λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας, η σύμβαση και ο τηρούμενος λογαριασμός δεν καταγγέλθηκαν και συνεπώς το κατάλοιπο αυτού δεν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό» αναφέρεται στην επίμαχη απόφαση του Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με την προσφυγή του, ο δανειολήπτης ισχυρίστηκε πως «η καταγγελία από την αντίδικο του, της συνομολογηθείσας μεταξύ του ιδίου και της … BANK, σύμβασης στεγαστικού δανείου είναι άκυρη, διότι δεν υπογράφηκε από τα αρμόδια όργανα της καθ’ ης, αλλά από τις … και κ. …, χωρίς, ωστόσο, την επίδειξη του σχετικού έγγραφου πληρεξουσίου, δυνάμει του οποίου εξουσιοδοτήθηκαν αυτές να προβούν για λογαριασμό της στην επίμαχη καταγγελία, παρά το γεγονός ότι αμφισβητήθηκε τούτο από τον ίδιο, με την από 30-11-2021 εξώδικη δήλωση του».
Επίσης, στην προσφυγή ανέφερε ότι «συνεπεία της ακυρότητας της καταγγελίας αυτής, το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν ήταν ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής».
Η απόφαση του Δικαστηρίου: Δεν υπογράφηκε από αρμόδια όργανα
Σύμφωνα με το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών «αποδεικνύεται ότι, η από 4.11.2021 εξώδικη δήλωση – καταγγελία, κατά πρώτον, δεν υπογράφτηκε από τα αρμόδια κατά νόμο εκπροσωπευτικά όργανα της καθ’ ης, αφού στις υπογράφουσες δόθηκε η εντολή όπως προβαίνουν σε καταγγελίες συμβάσεων δανείου, μεταγενέστερα, στις 6-5-2022, ως προς τη νομιμοποίηση των οποίων να προβούν στην καταγγελία, και κατά δεύτερον, κατά το χρόνο αυτής, δεν επιδείχθηκε στον ανακόπτοντα το πληρεξούσιο έγγραφο βάσει του οποίου εξουσιοδοτούνταν αυτές να προβούν για λογαριασμό της καθ’ ης στην ως άνω ενέργεια, μολονότι αμφισβητήθηκε από τον πιστούχο οφειλέτη η πληρεξουσιότητα αυτή».
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο σημειώνει επίσης την αντίδραση του δανειολήπτη, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Ήταν άμεση, εντός 6 ημερολογιακών ημερών και οπωσδήποτε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δεδομένου ότι δεν είχε εκδοθεί σε βάρος του η διαταγή πληρωμής, γνωστοποιώντας, μεταξύ άλλων, ότι αποκρούει την καταγγελία ως άκυρη λόγω ελλείψεως της κατά νόμο πληρεξουσιότητας. Επομένως, κατά τα εκτεθέντα στις νομικές σκέψεις, επήλθε πράγματι η ακυρότητα της καταγγελίας, διότι η εντός εξαημέρου απόκρουση της πληροί, αναμφισβήτητα, την έννοια της, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, αντιδράσεως, αφού το ανωτέρω χρονικό διάστημα κρίνεται απολύτως αναγκαίο, προκειμένου ο στερούμενος, κατά κανόνα, νομικών γνώσεων συναλλασσόμενος να προσφύγει σε νομικό παραστάτη και να οργανώσει την άμυνα του κατά της επιθετικής, οπωσδήποτε, πράξεως της καταγγελίας».
Δικαίωση δανειολήπτη: Το υπόλοιπο δεν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό
Επισημαίνεται συγκεκριμένα πως «ενόψει δε τούτων, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας, η σύμβαση και ο τηρούμενος λογαριασμός δεν καταγγέλθηκαν και συνεπώς το κατάλοιπο αυτού δεν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ώστε έγκυρα να εκδοθεί για την απαίτηση της τράπεζας διαταγή πληρωμής. Τούτο, παρά το γεγονός ότι μεταγενέστερα χορηγήθηκε στις υπογράφουσες η πληρεξουσιότητα να καταγγέλλουν συμβάσεις δανείου, διότι, όπως στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκε, σε περίπτωση απόκρουσης της καταγγελίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι απολύτως άκυρη και δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση».
Σημειώνεται, δε, ότι, «παρά το γεγονός πως η καθ’ ης προέβη νομίμως σε νέα, έγκυρη και ισχυρή καταγγελία στις 26-5-2022, εντούτοις δεν στήριξε σε αυτήν την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, παρά το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είχε ακόμη εκδοθεί και μπορούσε ευχερώς να το πράξει».
Για το λόγο αυτό καταλήγει ότι «εφόσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση του ως άνω λόγου της ανακοπής και η ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντος, δεδομένου ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα του προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού θα υποχρεωθεί να καταβάλει μία μη ληξιπρόθεσμη οφειλή, απαιτητή στο σύνολο της, με κίνδυνο μη εκπλήρωσης των λοιπών υποχρεώσεων του εκ της ταμειακής δυσχέρειας που θα τους προκληθεί, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής».