Έφεση κατά απόφασης του Ειρηνοδικείου Κρωπίας με την οποία αναγνωρίστηκε η κυριότητα του ενάγοντα-εφεσίβλητου επί του επίδικου τμήματος του ακινήτου του και διατάχθηκε η αποβολή των εναγόμενων-εκκαλούντων απʼ αυτό και η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Οι εκκαλούντες-εναγόμενοι με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεων τους, ισχυρίστηκαν ότι η επίδικη εδαφική έκταση είχε ανέκαθεν δασικό χαρακτήρα χωρίς να αποτελεί ιδιωτικό δάσος, δηλαδή αποτελεί δημόσιο κτήμα. Κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση δικαιώματος κυριότητας τρίτου (Δημοσίου) και πέραν του ότι έπρεπε, ως τέτοια, να προταθεί στη δίκη κατά τρόπο ορισμένο με αναγωγή σε κάποιο νόμιμο τρόπο κτήσης κυριότητας με επίκληση του συγκεκριμένου τίτλου κτήσης του Δημοσίου, εντάσσεται στην έννοια των «νέων ισχυρισμών» της διάταξης του άρθρου 527 εδ. α’ ΚΠολΔ, εφόσον δεν προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και απαραδέκτως προτείνεται από τους εκκαλούντες για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με την προσθήκη των προτάσεων τους χωρίς να περιλαμβάνεται στο κρισιολογούμενο εφετήριο δικόγραφο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις πρωτόδικες προτάσεις των εκκαλούντων ως εναγομένων, δεν επικαλούνται τα αναφερόμενα στον πιο πάνω ισχυρισμό περί δασικού χαρακτήρα της επίδικης έκτασης περιστατικά και δεν διατυπώνεται αίτημα απορρίψεως της αγωγής και για την αιτία αυτή. Κατά συνέπεια πρόκειται για ένσταση που προβάλλεται για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό, η οποία είναι απαράδεκτη, εφόσον η προβολή της δεν γίνεται με το εφετήριο, ούτε με (αυτοτελές) δικόγραφο προσθέτων λόγων, το αυτό δε ισχύει, ακόμη και αν ήθελε νοηθεί ότι συνοδεύεται από επίκληση της εκ των αναφερομένων στην προσθήκη εγγράφων απόδειξης της, που θα μπορούσε να δικαιολογεί την καθυστερημένη προβολή της κατά τα άρθρα 269 παρ. 2 και 527 παρ. 3 ΚΠολΔ. Τούτο διότι σε κάθε περίπτωση, η επίκληση αυτή γίνεται απαραδέκτως με την προσθήκη των προτάσεων των εκκαλούντων, που κατατέθηκαν οπωσδήποτε μετά τη συζήτηση και εντός της τριήμερης προθεσμίας προς αντίκρουση.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ
Αριθμός Απόφασης 3845/2015
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Βασιλική Μπάστα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Ντόβα, Πρωτοδίκη, Παναγιώτα Πετροπούλου, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και τη Γραμματέα Μαργαρίτα Τράκα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 20η Φεβρουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1. και 2. , αμφοτέρων κατοίκων Γλυφάδας Αττικής, οδός αρ. , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαράλαμπο Αγγούρη (ΑΜΔΣΑ ).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: του , κατοίκου Η.Π.Α. και προσωρινά διαμένοντος στη Γλυφάδα, οδός , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταματίνα Παπαμιχάλη (ΑΜΔΣΑ ).
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας την από 20.11.2006 και με αριθμό κατάθεσης 1105/2006 αγωγή του κατά των εκκαλούντων και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την με αριθμό 504/2009 οριστική απόφαση του δέχθηκε την αγωγή αυτή. Κατά της πιο πάνω απόφασης οι εκκαλούντες άσκησαν την από 11.2.2010 και με αριθμό κατάθεσης 16/2010 έφεση τους, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 44096/2010 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 800/2010 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 21.9.2012, οπότε η συζήτηση της αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μετά από εκφώνηση της με τη σειρά της από το πινάκιο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ζητώντας να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 504/2009 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης και δεν έχει παρέλθει τριετία από τη δημοσίευση της μέχρι την άσκηση της έφεσης, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθρ. 18 αρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προτού αντικατασταθεί με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3994/2011 ΦΕΚ Α 165/25.7.2011, σε συνδυασμό με άρθρο 72 παρ. 4-2 και 77 του ίδιου νόμου). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα).
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος στην από 20.11.2006 αγωγή του που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, ισχυρίστηκε ότι κατέστη πλήρης και αποκλειστικός κύριος του λεπτομερώς περιγραφόμενου κατά τα όρια αγροτεμαχίου, συνολικής εκτάσεως 7.947,50 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση Κριεζί του οικισμού Αγ. Μαρίνας Κορωπίου, με παράγωγο τρόπο και δη λόγω της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του αποβιώσαντος στις 5.4.1992 πατρός του, , την κληρονομιά του οποίου αποδέχθηκε με την υπ’ αριθμ. /1996 πράξη της συμβολαιογράφου Κρωπίας , την οποία μετέγραφε, ασκώντας επ’ αυτού από τον παραπάνω χρόνο και συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι το έτος 2004 που αποβλήθηκε από τους εναγομένους τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις διάνοια κυρίου, διαδεχόμενος στη νομή τον άνω άμεσο δικαιοπάροχο του, ο οποίος νεμόταν και κατείχε το ακίνητο με καλή πίστη και διάνοια κυρίου τουλάχιστον από το έτος 1952, όταν απέκτησε στη συνολική του σημερινή επιφάνεια το όλο ακίνητο με το υπ’ αριθμ. /1952 συμβόλαιο διανομής του συμβολαιογράφου Κρωπίας , που μεταγράφηκε νόμιμα (τμήμα του οποίου είχε αποκτήσει νωρίτερα επί γερμανικής κατοχής με συμβόλαιο δωρεάς από τον πατέρα του, πλέον απολεσθέν), έως το θάνατο του, ήτοι για χρονικό διάστημα υπέρτερο της εικοσαετίας, αποκτώντας κυριότητα και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ισχυρίστηκε ακόμη ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ότι οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες περί το έτος 2004 κατέλαβαν το λεπτομερώς περιγραφόμενο κατά θέση, έκταση και όρια τμήμα του άνω μείζονος ακινήτου του, εκτάσεως 481,20 τ.μ., το οποίο περιέφραξαν, προσαρτώντας το στην προς νοτιοανατολάς του όμορη ιδιοκτησία τους και έκτοτε αρνούνται να του το αποδώσουν. Με ιστορική βάση τα παραπάνω, ζήτησε ο ενάγων να αναγνωριστεί κύριος του επιδίκου τμήματος του ακινήτου του και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του το αποδώσουν καθώς και να διαταχθεί η αποβολή των εναγομένων και η εγκατάσταση του ενάγοντος σε αυτό, όπως και η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με την καθαίρεση και απομάκρυνση της περίφραξης, άλλως να επιτραπεί τούτο στον ενάγοντα με δαπάνες των εναγομένων. Επί της αγωγής αυτής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την απόφαση του, αφού έκρινε ως ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ακολούθως δέχθηκε αυτήν ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς όλα τα αιτήματα της. Κατά της απόφασης αυτής οι εναγόμενοι παραπονούνται με την ένδικη έφεση τους, ισχυριζόμενοι ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων έγινε δεκτή η αγωγή και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολο της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 520 παρ. 1 και 522 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το έγγραφο της έφεσης πρέπει, μεταξύ των άλλων, να περιέχει αίτηση και τους λόγους αυτής. Και ως προς μεν την αίτηση, αυτή υπάρχει και είναι ορισμένη εάν ζητείται η εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης απόφασης ως προς όλες ή μερικές από τις διατάξεις της σχετικώς με το αιτητικό της αγωγής ανταγωγής κλ.π., οι δε λόγοι έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Στα τελευταία ανάγεται και η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται εκ της μνείας ότι εξ αυτής οδηγήθηκε το δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο εξαιτίας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, κατ’ άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 104/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1183/1995 ΕλλΔνη 38.830-831).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι εκκαλούντες με τον εκτιμώμενο για λόγους συστηματικής ενότητας ως έναν ενιαίο και μοναδικό λόγο της έφεσης τους όπως προκύπτει από το δικόγραφο αυτής ζήτησαν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου γιατί κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών αποδείξεων, των προσκομιζομένων σχεδιαγραμμάτων και των εν γένει προσκομισθέντων εγγράφων, δέχτηκε την αγωγή, ενώ όφειλε να την είχε απορρίψει. Ότι η εκκαλουμένη, ειδικότερα, όφειλε να δεχτεί ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα δεν ανήκει στην κυριότητα του ενάγοντος και όχι να βασιστεί στον τίτλο ιδιοκτησίας που προσκόμισε αυτός (ενάγων), ο οποίος δεν περιλαμβάνει στην πραγματικότητα το επίδικο. Ο λόγος αυτός έφεσης έχοντας το περιεχόμενο αυτό, είναι, κατά την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, επαρκώς ορισμένος και επομένως τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εφεσίβλητο με τις προτάσεις του στο παρόν Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.
Από τις διατάξεις των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, β) αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και δ) αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο. Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν είναι ή όχι δικαιολογημένη η βραδεία προβολή αυτού ή ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 1087/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η προβολή δε των εν λόγω ενστάσεων ή αντενστάσεων γίνεται μόνο με το εφετήριο ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, και όχι με τις προτάσεις, εκτός εάν πρόκειται για ειδική διαδικασία όπου οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης ασκούνται και με τις προτάσεις (π.χ. στις μισθωτικές διαφορές, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 654 παρ. 1 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 900/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 35/2000 ΕλλΔνη 2000.703). Πρέπει δε συνάμα να γίνεται επίκληση στο εφετήριο ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων (ή στις προτάσεις εφόσον πρόκειται για ειδική διαδικασία) ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία, διαφορετικά προβάλλονται απαραδέκτους (ΟλΑΠ 472/1983, ΑΠ 35/2000 όπ.π.). Επίσης απαράδεκτη είναι η προβολή των ανωτέρω ισχυρισμών, καθώς και η επίκληση ότι αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία που γίνεται με την προσθήκη των προτάσεων, με την οποία γίνονται οι αμοιβαίες αντικρούσεις (άρθρο 237 παρ. 3 ΚΠολΔ, ΑΠ 35/2000 όπ.π.). Προσέτι, από τα άρθρα 106, 270 παρ. 4, 453, 524 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό και προς το άρθρο 237 παρ. 1 εδ. β’ του ίδιου κώδικα, κατά το οποίο οι διάδικοι μαζί με τις προτάσεις πρέπει να καταθέσουν τα επικαλούμενα αποδεικτικά έγγραφα, προκύπτει, ότι οι διάδικοι μέχρι το τέλος της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο προσκομίζουν όλα τα αποδεικτικά μέσα, ότι η συζήτηση στο ακροατήριο και η διεξαγωγή της απόδειξης τελειώνει και ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο, εκτός αν υπάρχει ανάγκη να γίνει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη, και, ότι, για να ληφθεί υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έγγραφο, που προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη ισχυρισμών, που έχουν προταθεί, πρέπει να γίνει άμεση, σαφής και ορισμένη επίκληση αυτού και προσκομιδή του το αργότερο μέχρι το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητα του Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου (ΟλΑΠ 14/05 και 9/2000, ΑΠ 1766/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ). Έτσι η λήψη υπόψη επικληθέντος και προσκομισθέντος εγγράφου, η οποία αφενός συντελείται με την προσθήκη στις προτάσεις εντός του κατ’ άρθ. 237 παρ. 4 ΚΠολΔ οριζόμενου τριημέρου μετά από τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά το οποίο διενεργείται μόνο αξιολόγηση των αποδείξεων, και αφετέρου γίνεται προς απόδειξη ισχυρισμού, που είχε προταθεί κατά τη συζήτηση, ιδρύει λόγο αναίρεσης, απορρέοντα από το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ, για παρά τον νόμο λήψη αποδείξεων, που δεν προσκομίστηκαν (ΑΠ 126/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ).
Οι εκκαλούντες με την προσθήκη των προτάσεων τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που κατατέθηκαν μέσα στην προθεσμία για αντίκρουση, ήτοι στις 26.2.2015, ισχυρίστηκαν, κατ’ εκτίμηση του ισχυρισμού τους, ότι η επίδικη εδαφική έκταση είχε ανέκαθεν δασικό χαρακτήρα χωρίς να αποτελεί ιδιωτικό δάσος, δηλαδή αποτελεί δημόσιο κτήμα. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση δικαιώματος κυριότητας τρίτου (Δημοσίου) και πέραν του ότι έπρεπε, ως τέτοια, να προταθεί στη δίκη κατά τρόπο ορισμένο με αναγωγή σε κάποιο νόμιμο τρόπο κτήσης κυριότητας με επίκληση του συγκεκριμένου τίτλου κτήσης του Δημοσίου [μεταξύ άλλων είτε α) κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του από 17/29.11.1836 βδ “περί ιδιωτικών δασών”, ότι ήταν δάσος και δεν προσκομίσθηκαν στην οριζόμενη ετήσια προθεσμία οι τυχόν υφιστάμενοι τίτλοι ιδιοκτησίας προς την επί των Οικονομικών Γραμματεία, είτε β) κατά τις διατάξεις των άρθρων 62 παρ. 1 του ν. 998/1979, 2 παρ. 2 του ν.δ. 86/1969 και 46 του ν. 4173/1929, βλ. σχετική ΑΠ 1527/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ], εντάσσεται στην έννοια των «νέων ισχυρισμών» της διάταξης του άρθρου 527 εδ. α’ ΚΠολΔ, εφόσον δεν προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απαραδέκτως προτείνεται από τους εκκαλούντες για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με την προσθήκη των προτάσεων τους χωρίς να περιλαμβάνεται στο κρισιολογούμενο εφετήριο δικόγραφο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις πρωτόδικες προτάσεις των εκκαλούντων ως εναγομένων, δεν επικαλούνται τα αναφερόμενα στον πιο πάνω ισχυρισμό περί δασικού χαρακτήρα της επίδικης έκτασης περιστατικά, που εκτίθενται στην προσθήκη των δευτεροβάθμιων προτάσεων τους και δεν διατυπώνεται αίτημα απορρίψεως της αγωγής και για την αιτία αυτή. Κατά συνέπεια πρόκειται για ένσταση που προβάλλεται για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό, η οποία είναι απαράδεκτη, εφόσον η προβολή της δεν γίνεται με το εφετήριο, ούτε με (αυτοτελές) δικόγραφο προσθέτων λόγων, το αυτό δε ισχύει, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παραπάνω μείζονα σκέψη, ακόμη και αν ήθελε νοηθεί ότι συνοδεύεται από επίκληση της εκ των αναφερομένων στην προσθήκη εγγράφων απόδειξης της (περί αυτών βλ. κατωτέρω), που θα μπορούσε να δικαιολογεί την καθυστερημένη προβολή της κατά τα άρθρα 269 παρ. 2 και 527 παρ. 3 ΚΠολΔ. Τούτο διότι σε κάθε περίπτωση, η επίκληση αυτή γίνεται απαραδέκτως με την προσθήκη των προτάσεων των εκκαλούντων, που κατατέθηκαν οπωσδήποτε μετά τη συζήτηση και εντός της τριήμερης προθεσμίας προς αντίκρουση. Μετά ταύτα, το αίτημα αναβολής έκδοσης οριστικής απόφασης που υπέβαλαν οι εκκαλούντες με την προσθήκη τους για την εξοικονόμηση του αναγκαίου χρόνου (τον οποίο προσδιορίζουν κατ’ ελάχιστο όριο στους δύο μήνες) προς συγκέντρωση των αναφερομένων εγγράφων πιστοποίησης του δασικού χαρακτήρα του επιδίκου κρίνεται απορριπτέο, αφού προϋπόθεση για την αποδοχή του θα ήταν το δικονομικώς παραδεκτό του προταθέντος ως άνω ισχυρισμού τους.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και απ’ όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τον εφεσίβλητο, για μερικά των οποίων θα γίνει αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο εξ αυτών για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 1456/1996 Αρχ. Ν 48.311), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι δεν λαμβάνεται υπόψη των σύνολο των εγγράφων και λοιπών αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται από τους εκκαλούντες, είτε με τις προτάσεις που κατέθεσαν στο παρόν Δικαστήριο, είτε εντός της νομίμου τριήμερης προθεσμίας από τη συζήτηση για την αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου τους για τους ακόλουθους λόγους: Από την επισκόπηση του δικογράφου των με χρονολογία 29.1.2015 εγγράφων προτάσεων των εκκαλούντων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της έφεσης, μετά την οποία εκδίδεται η παρούσα απόφαση, οι οποίες έγγραφες αυτών προτάσεις κατατέθηκαν στις 20.2.2015, όπως από τη σχετική επ’ αυτών βεβαίωση της αρμόδιας γραμματέως προκύπτει, αυτοί δεν επικαλούνται (ούτε καν αορίστως ή με τρόπο ασαφή) κανένα αποδεικτικό μέσο εκ των προσκομιζομένων στον οικείο φάκελο τους, ώστε να μη συνάγεται η διασύνδεση τους με τους προταθέντες ισχυρισμούς τους (αυτοτελείς ή μη) και να αποτρέπεται η αποδεικτική τους αξιοποίηση, πέραν του επικαλούμενου αορίστως ως «συμβολαίου αγοράς του οικοπέδου τους» που φέρεται να περιλαμβάνει την επίδικη έκταση, χωρίς ωστόσο περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση ούτε τούτου (με αρίθμηση, έτος σύνταξης και στοιχεία συντάξαντος συμβολαιογράφου), αλλά ούτε και της αναγκαίας για την μεταβίβαση δικαιώματος κυριότητας μεταγραφής του τίτλου. Ορισμένα αποδεικτικά έγγραφα και συγκεκριμένα επιλέξει: 1) την από 17.2.2015 έκθεση αυτοψίας του αρχιτέκτονος μηχανικού με τα συνημμένα σε αυτήν α) Δασικό Χάρτη και β) Κτηματολογικό Πίνακα της Διεύθυνσης Δασών, για τον δασικό χαρακτήρα του επιδίκου και 2) την από 25.2.2015 ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη του γεωπόνου (σημειωτέον ότι η χρονολογία εκδόσεως της έπεται της συζήτησης), για την απόδειξη της διενέργειας από τους ίδιους πράξεων νομής και δη καλλιεργητικών εργασιών φύτευσης ελαιοδένδρων εντός της επίδικης έκτασης από τριακονταετίας, οι εκκαλούντες επικαλούνται για πρώτη φορά στην από 26.2.2015 προσθήκη και αντίκρουση των εν λόγω προτάσεων τους στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκαν μετά τη συζήτηση αυτή, όπως σχετικά επισημειώνεται επ’ αυτών από την αρμόδια γραμματέα. Έτσι, ούτε τα παραπάνω προσκομισθέντα και επικληθέντα με την προσθήκη στις προτάσεις έγγραφα μπορούν να ληφθούν υπόψη, διότι δεν αφορούν στην αντίκρουση ισχυρισμών του αντιδίκου τους που προτάθηκαν οψίμως κατά τη συζήτηση (άρθρο 237 παρ. 3, 4 ΚΠολΔ), παρά το μεν πρώτο (έγγραφο) χρησιμοποιείται για την απόδειξη (δικού τους) αυτοτελούς ισχυρισμού που προτάθηκε (απαραδέκτως κατά τα προεκτεθέντα) μετά τη συζήτηση, το δε δεύτερο για την αντίκρουση αγωγικού ισχυρισμού, που συνιστά την ιστορική βάση της αγωγής (ένσταση ιδίας κυριότητας των εκκαλούντων ερειδόμενη στη βάση της χρησικτησίας). Συγκεκριμένα, λοιπόν, αποδείχτηκαν τα εξής: Μετά τον προηγηθέντα στις 5.4.1992 στο Κορωπί Αττικής θάνατο του του , που απεβίωσε αδιάθετος, ο μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος υιός του – ενάγων, αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομιά, δυνάμει της υπ’ αριθμ. /3.10.1996 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Κορωπίου συζύγου το γένος , νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Κρωπίας στον τόμο και με α.α. , καθιστάμενος ούτως αναδρομικά από το χρόνο θανάτου του, πλήρης και αποκλειστικός κύριος των αναφερομένων σε αυτήν κληρονομιαίων ακινήτων, στην οποία περιλαμβάνεται και το παρακάτω ακίνητο, απαρτιζόμενο από τις αποτελούσες μία ενιαία φυσική ενότητα εξής όμορες και άλλοτε αυθύπαρκτες εκτάσεις όπως περιγράφονται στη συμβολαιογραφική πράξη, στη νομή των οποίων έκτοτε εγκαταστάθηκε ο ενάγων: 1) ένας αγρός στη θέση ΚΡΙΕΖΗ της κτηματικής περιφέρειας Κορωπίου Αττικής εκτός σχεδίου αλλά εφαπτόμενος του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως της Αγίας Μαρίνας Κορωπίου, έναντι των Ο.Τ. και , άρτιος και οικοδομήσιμος εκτάσεως 7.255,60 τ.μ. που συνορεύει γύρωθεν βορειοανατολικά με βουνό, νοτιοδυτικά με πεζόδρομο πλάτους 4 μ. (ρυμοτομούμενο τμήμα), νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστου και βορειοδυτικά με ιδιοκτησία και 2) ένα οικόπεδο εντός σχεδίου πόλεως Αγίας Μαρίνας Κορωπίου, στο Ο.Τ. συνολικής εκτάσεως 691,90 τ.μ. από το οποίο τμήμα εκτάσεως 572,10 τ.μ. είναι ρυμοτομούμενο με εναπομένον οικόπεδο επιφανείας 119,80 τ.μ. και συνορεύει βορειοανατολικά με υπόλοιπη ιδιοκτησία ενάγοντος νότια με ιδιοκτησίες αγνώστων και δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου. Ο ενάγων ήλκε παρ’ αληθούς κυρίου. Την κυριότητα του παραπάνω ενιαίου ακινήτου, καθόσον στον άνω άμεσο δικαιοπάροχο του τούτο είχε περιέλθει ως δύο αυθύπαρκτα και αυτοτελή ακίνητα κατά πλήρη κυριότητα κατά μεν την έκταση των δύο στρεμμάτων δυνάμει του υπ’ αριθμ. /1952 συμβολαίου διανομής του συμβολαιογράφου Κρωπίας , που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών Κρωπίας στον τόμο με α.α. (αριθμ. περιγρ. 6) και κατά την υπόλοιπη έκταση με συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή του έτους 1944 από τον πατέρα του , του συμβολαιογράφου Κρωπίας , που δεν σώζεται, γιατί το πρωτότυπο και τα αντίγραφα του κάηκαν κατά την καταστροφή με εμπρησμό όλων των συμβολαιογραφείων και του υποθηκοφυλακείου Κρωπίας κατά τον Οκτώβριο του 1944 από τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής. Ο πατέρας του ενάγοντος μόνιμος κάτοικος Κορωπίου εν ζωή, τουλάχιστον από το έτος 1952 μέχρι τον κατά το έτος 1992 θάνατο του, δηλαδή για χρονικό διάστημα σαράντα ετών περίπου, κατείχε αδιαλείπτως και με διάνοια κυρίου την συνολική ως άνω εδαφική έκταση, χωρίς να αμφισβητηθεί ποτέ από κανέναν, ενεργώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση της πράξεις νομής με τις οποίες εκδήλωνε τη βούλησή του να τη νέμεται ως αποκλειστικός κύριος, οι οποίες συνίσταντο σε αυτοπρόσωπη επίβλεψη για τον αποκλεισμό τρίτων από την φυσική εξουσία του ακινήτου, καλλιέργεια με δημητριακά και ψυχανθή (αρχικά) και όργωμα και καθαρισμό (την τελευταία δεκαετία προ του θανάτου του), κυρίως στο νότιο τμήμα του, που ήταν περισσότερο γόνιμο και δεκτικό καλλιεργητικών εργασιών, έχοντος καταστεί κύριος του άνω μείζονος ακινήτου και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Μετά δε το θάνατο του πατέρα του ο ενάγων νεμόταν με τα ίδια προσόντα την κληρονομιαία ως άνω έκταση, διάνοια κυρίου, ενεργώντας επ’ αυτής όπως και ο δικαιοπάροχος του, εμφανείς υλικές πράξεις νομής, με τα ίδια προσόντα. Συγκεκριμένα, ο προαναφερόμενος, ο οποίος ήταν μόνιμος κάτοικος Η.Π.Α., παραθέριζε τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, οπότε επισκεπτόταν τακτικά και επέβλεπε την ακίνητη περιουσία του στο Κορωπί, στην οποία εκτός από το ανωτέρω ακίνητο, περιλαμβάνονται και άλλα ακίνητα της κληρονομιαίας περιουσίας του πατρός του στις θέσεις «Μπουκάκι», «Προφήτης Ηλίας», «Πάτημα», «Μαδάρα – Υμηττός» (βλ. αποδοχή κληρονομιάς), ενώ την επίβλεψη της περιουσίας του, δηλαδή και του παραπάνω ακινήτου, κατά το χρόνο της απουσίας του, είχε αναθέσει στο φίλο του, , μόνιμο κάτοικο της περιοχής και κτηματομεσίτη στο επάγγελμα (για το ότι άσκηση νομής, όταν πρόκειται για ακίνητο, αποτελεί και η επιτήρηση του με επισκέψεις εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής βλ. ΑΠ 1568/1995 ΕλλΔνη 38.1043, ΕφΛαμ 59/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παράλληλα ο ενάγων περί το έτος 2004 ανέθεσε στον πολιτικό μηχανικό την αποτύπωση σε τοπογραφικό διάγραμμα της παραπάνω αδιαίρετης ιδιοκτησίας του, συνολικής επιφανείας 7.947,50 τ.μ. και πράγματι συνετάγη το από Σεπτεμβρίου 2004 σχεδιάγραμμα, στο οποίο τούτη εμφαίνεται με τα περιμετρικά γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΛΜΝΞΟΠΡΣΑ, ως άρτια και οικοδομήσιμη εκτός σχεδίου και εκτός ζώνης έκταση, εφόσον προϋφίσταται της 13.12.1979 και κατόπιν έγκρισης του δασαρχείου. Το παραπάνω μείζον ακίνητο δεν ήταν ποτέ τεχνητώς περιφραγμένο για την οριοθέτηση και προστασία των ορίων του από καταπατήσεις τρίτων, πέραν κάποιων υποτυπωδών τμημάτων παλαιότερων περιτοιχίσεων από μάνδρες που δεν είχαν καταστραφεί, ούτε καθαιρεθεί με το πέρασμα των χρόνων από τους εκάστοτε ιδιοκτήτες του. Έτσι, ο ενάγων έγινε κύριος του ευρύτερου ακινήτου τόσο με παράγωγο τρόπο (την παραπάνω νομίμως μεταγραφείσα αποδοχή κληρονομιάς), όσο και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), αφού τόσο ο ίδιος, όσο και ο άμεσος δικαιοπάροχος του, νεμόταν το επίδικο, με διάνοια κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, ενεργώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής με τις οποίες εκδήλωνε τη βούληση του να το νέμεται ως αποκλειστικός κύριος αυτού, επιβλέποντας το τόσο αυτοπροσώπως όσο και μέσω του ως άνω αντιπροσώπου του και αποκλείοντας τρίτους από τη φυσική εξουσία του. Ενώ στο παραπάνω σχεδιάγραμμα δε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά των όμορων ιδιοκτητών του ενάγοντος παρά μόνο καταγραφή της δικής του ιδιοκτησίας η οποία απεικονίζεται με σαφή και διακεκριμένο τρόπο, οι εναγόμενοι φέρονται στην αγωγή ως συνιδιοκτήτες της συνορεύουσας από νοτιοανατολικά του ακινήτου του εδαφικής έκτασης γεγονός το οποίο οι τελευταίοι δεν αμφισβητούν συναγόμενης σε συνδυασμό με το σύνολο των ισχυρισμών τους ομολογίας τους (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ). Ανεξαρτήτως πάντως της εν λόγω γειτνίασης ο ενάγων πληροφορήθηκε από τον άνω φροντιστή της περιουσίας του, , κατά τη διάρκεια τακτικού ταξιδιού του στην ημεδαπή, ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι περί τα μέσα του έτους 2004 εισήλθαν παράνομα και κατέλαβαν τμήμα αποσπασθέν από τη νοτιοανατολική πλευρά του ακινήτου του, συνολικής επιφανείας 481,20 τ.μ., κατασκευάζοντας περίφραξη ολόγυρα των πλευρών του, ώστε να το προσαρτήσουν και να το ενσωματώσουν στην όμορη ιδιοκτησία τους εγκατέστησαν δε εντός αυτού πρόχειρα κτίσματα για την παραμονή των ζώων τους όπως κοτέτσια, και προέβησαν και στη φύτευση νεαρών δενδρυλίων ελιάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι εναγόμενοι, ήδη εκκαλούντες στην παρούσα δίκη, κατέλαβαν, ενεργώντας κακόπιστα και παράνομα το παρακάτω περιγραφόμενο επίδικο εδαφικό τμήμα, ιδιοκτησίας του ενάγοντος αποβάλλοντας τον τελευταίο παράνομα και αυθαίρετα από τη νομή και κατοχή αυτού, την οποία διατηρούν οι ίδιοι μέχρι σήμερα. Πρόκειται, ειδικότερα για το απεικονιζόμενο στο ως άνω από Σεπτεμβρίου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα εδαφικό τμήμα που καταλαμβάνει σχήμα τραπεζοειδές οριοθετείται από τα περιμετρικά στοιχεία ΥΘΓΤ.Υ και συνορεύει γύρωθεν βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά επί αντιστοίχων πλευρών Υ-Τ και Τ-Ι, 22,80 μ. και 25,10 μ., με υπόλοιπη έκταση του μείζονος ακινήτου του ενάγοντος νοτιοανατολικά επί πλευράς Θ-Ι, 22,75 μ. με ιδιοκτησία των εναγομένων και βορειοανατολικά επί πλευράς Υ-Θ 17,80 μ. με βουνό. Οι εναγόμενοι αμφισβητούν την κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου τμήματος και αρνούνται να άρουν την περίφραξη και να του το αποδώσουν. Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως ισχυρισμό που επαναλαμβάνουν και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι έχουν καταστεί κύριοι του άνω αγροτεμαχίου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού για συνεχές και αδιάλειπτο χρονικό διάστημα που εκτείνεται περί τα 30 χρόνια πριν την σε πρώτο βαθμό συζήτηση της αγωγής, νέμονται και κατέχουν διάνοια κυρίων το τελευταίο, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής, όπως περίφραξη, φύτευση δένδρων και τοποθέτηση διάφορων πρόχειρων κτισμάτων και εγκαταστάσεων για τη φύλαξη των ζώων τους χωρίς ουδέποτε να ενοχληθούν από κανέναν. Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η αναφορά των εκκαλούντων και σε άλλο και δη παράγωγο τρόπο κτήσης δικής τους κυριότητας επί του επιδίκου εδαφικού τμήματος την οποία το πρώτον διατύπωσαν με την από 16.3.2009 προσθήκη επί των προτάσεων, που κατέθεσαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό – επικαλούμενοι προς επίρρωση τα υπ’ αριθμ. 12273/1969, 908/1977 και 74955/1982 συμβόλαια και επανέλαβαν εμμέσως με τις προτάσεις τους στο παρόν Δικαστήριο, διατεινόμενοι αυτολεξεί και περιληπτικά ότι: «η έκταση αυτή περιλαμβάνεται στο συμβόλαιο αγοράς του οικοπέδου μας », αν ήθελε υποτεθεί ότι επαναφέρεται προς έρευνα στο παρόν Δικαστήριο, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ένσταση ιδίας κυριότητας για την αιτία αυτή ως απαραδέκτως προβληθείσα, πέραν της πρόδηλης αοριστίας της ως προς τη νομική αιτία κτήσης τον τίτλο ιδιοκτησίας και τους αμέσους δικαιοπαρόχους των εκκαλούντων, δηλαδή κρίσιμα θεμελιωτικά του ισχυρισμού τους στοιχεία (άρθρο 1033 ΑΚ), που αποσιωπώνται εντελώς, σε αμφότερους τους βαθμούς της δικαιοδοτικής κρίσης της διαφοράς επιπλέον και διότι απαραδέκτως επανυποβάλλεται στο παρόν Δικαστήριο με τις προτάσεις των εκκαλούντων και όχι με αυτοτελή λόγο έφεσης κατά τα παραπάνω λεπτομερώς αναπτυχθέντα, στα οποία παραπέμπεται ο αναγνώστης προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων (για το ότι στην περίπτωση που η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ’ αυτής ο τελευταίος εκκαλώντας την απορριπτική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του, βλ. ΑΠ 2312/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τα λοιπά, ο ισχυρισμός περί πρωτότυπου τρόπο κτήσης που ενόψει του ότι προβάλλεται ως απάντηση σε διεκδικητική αγωγή που θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση και ειδικότερα σε κληρονομική διαδοχή, αποτελεί ένσταση ιδίας κυριότητας διότι με αυτόν προβάλλονται νέα περιστατικά που επενεργούν καταλυτικά στο πρόσωπο του ενάγοντος δεν βρίσκει έρεισμα στο αποδεικτικό υλικό και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Καταρχάς παρά τη μη σαφή καταγραφή στην ανωτέρω αποδοχή κληρονομιάς του ενάγοντος των διακριτικών ορόσημων του επιδίκου τμήματος που είναι εύλογη, αφού το τελευταίο εμπεριέχεται στο μείζον κληρονομηθέν ακίνητο, το Δικαστήριο σε συνάρτηση με την περιγραφή των ορίων του μείζονος ακινήτου και τα υπόλοιπα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ότι το επίδικο τμήμα εντάσσεται πλήρως και συμπεριλαμβάνεται στο (ενιαίο) ακίνητο που περιγράφεται στον επικαλούμενο από τον ενάγοντα μεταβιβαστικό τίτλο κτήσης ήτοι τη νομίμως μεταγραφείσα υπ’ αριθμ. /1996 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς. Την ενσωμάτωση του επίδικου εδαφικού τμήματος στο ακίνητο του ενάγοντος σύμφωνα με τα εμφανώς υλοποιημένα στο έδαφος φυσικά ορόσημα του, ενισχύει η κατάθεση του εξετασθέντος πρωτοδίκως μάρτυρος του ενάγοντος , ο οποίος από ιδία αντίληψη, ως μόνιμος κάτοικος της περιοχής από τη γέννηση του (το έτος 1959), διατηρών κατοικία σε απόσταση περί τα 100 μ. από το επίδικο, οπότε έχει ανεμπόδιστη καθημερινή οπτική επαφή με αυτό και την ευρύτερη ιδιοκτησία του ενάγοντος πέραν της επαγγελματικής του δραστηριοποίησης ως κτηματομεσίτη, επιβεβαιώνει όλα τα παραπάνω. Προσέτι, καταθέτει χαρακτηριστικά και με λεπτομέρεια ότι, ενώ το μείζον ακίνητο του ενάγοντος ήταν ανέκαθεν οριοθετημένο με φυσικά και όχι τεχνητά ορόσημα (π.χ. συρματόπλεγμα) από τις όμορες ιδιοκτησίες, πλην κάποιων υπολειμμάτων παλαιών μαντρών, η περίφραξη που έχει τοποθετηθεί στο επίδικο από τους εναγομένους είναι σχετικά πρόσφατη (ο ίδιος την ανάγει σε διάστημα 6-7 ετών πριν την κατάθεση του στο πρωτόδικο Δικαστήριο, τον Μάρτιο του 2009), ενώ στην αντίθετη περίπτωση, ήτοι εάν το επίδικο ήταν ήδη περιφραγμένο με ενιαία περίφραξη μαζί με το υπόλοιπο ακίνητο, από το έτος 1965, όπως καταθέτει ο μάρτυρας των εναγομένων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο εν λόγω μάρτυρας θα το είχε αντιληφθεί και θα ενημέρωνε τον ενάγοντα νωρίτερα για ν’ αντιδράσει. Ο ίδιος μάρτυρας απόδειξης καταθέτει ότι ενώ στο ευρύτερο ακίνητο υπάρχουν διάσπαρτα ελαιόδενδρα ηλικίας εκατοντάδων ετών, κυρίως στο νότιο τμήμα του, που είναι ισόπεδο και γόνιμο (σε αντίθεση με το βορινό που είναι το πρανές τμήμα του βουνού και άκαρπο), στο επίδικο τμήμα δεν υπήρχαν προ της κατάληψης των εναγομένων ελαιόδενδρα, ούτε κοτέτσια ή άλλα βοηθητικά αγροτικά κτίσματα. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει πίστη σε όσα αοριστολογώντας και αντιφάσκοντας κατέθεσε πρωτοδίκως ο μάρτυρας ανταπόδειξης, που διατηρεί γειτονική κτηνοτροφική ιδιοκτησία (μαντρί) στην περιοχή του επιδίκου. Ούτος κληθείς να προσδιορίσει τους συνορεύοντες ιδιοκτήτες του επιδίκου, αρνείται, σε πλήρη αντίθεση με τα ως άνω αποδειχθέντα, ότι υπάρχει επαφή των νοτιοανατολικών συνόρων του με την ιδιοκτησία των εναγομένων, τουναντίον διατείνεται ότι ανάμεσα τους παρεμβάλλεται εδαφική έκταση τρίτου προσώπου, ονόματι , ο οποίος μάλιστα την έχει πωλήσει σε άγνωστο στον ίδιο πρόσωπο από εικοσαετίας τα στοιχεία ταυτότητας του οποίου όμως αγνοεί, αν και φέρεται ως γνώστης της περιοχής παιδιόθεν. Συνεχίζοντας την κατάθεση του ο ίδιος μάρτυρας ανάγει το χρόνο που οι εναγόμενοι απέκτησαν την υπόλοιπη (μη επίδικη) ιδιοκτησία τους στην περιοχή στο έτος 1946, χτίζοντας εντός αυτής 2 οικίες και διατηρώντας σταβλιζόμενα ζώα, κατσίκες και πρόβατα, πλην όμως ειδικά για το επίδικο τμήμα, εκθέτει, ότι το απέκτησαν πολύ μεταγενέστερα, το έτος 1965, οπότε και το περιτοίχισαν, χωρίς συγκεκριμένο προσδιορισμό ούτε του τρόπου κτήσης κυριότητας ούτε της ύπαρξης τυχόν προγενέστερων ιδιοκτητών και της μεταβολής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος ούτε της χρείας απόκτησης του από τους εναγομένους, για την εξυπηρέτηση τυχόν πρόσθετων αναγκών τους εκείνο το χρόνο. Χαρακτηριστικό δε είναι ότι ο μάρτυρας αυτός έρχεται σε κατάδηλη αντίθεση και προς τους ισχυρισμούς των εναγομένων – εκκαλούντων, οι οποίοι στο εφετήριο δικόγραφο τους μεταθέτουν το χρόνο τοποθέτησης της περίφραξης του επιδίκου, αλλά και της ευρύτερης έκτασης που κατέχουν, μόλις στο έτος 2002. Επιπρόσθετα, η κατάθεση του ίδιου μάρτυρα ανταπόδειξης ότι εντός του επιδίκου υπάρχουν ελιές 40 – 50 χρόνων, πέραν του ότι δεν ενισχύεται από άλλα αποδεικτικό στοιχεία, που θα μπορούσαν ευχερώς να ληφθούν από τους εναγομένους, όπως αεροφωτογραφίες παρελθόντων ετών ή τεχνικές εκθέσεις αγρονόμων, έρχεται σε προφανή αντίθεση με όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αλλά και με τους ισχυρισμούς των εναγομένων, που ανάγουν τη φύτευση και την καλλιέργεια των ελαιοδένδρων σε διάστημα προ τριακονταετίας περίπου (με καταληκτικό σημείο την συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό). Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι από την απλή επισκόπηση του άνω από Σεπτεμβρίου 2004 τοπογραφικού διαγράμματος προκύπτει ότι το επίδικο τμήμα εντάσσεται και ενσωματώνεται στο μείζον ακίνητο σε πλήρη συμβατότητα και αντιστοιχία φυσικής ενότητας με αυτό, υπό την έννοια της επαλήθευσης με την συμπερίληψη του στο τελευταίο, του χαρακτηριστικού και υποστηριζόμενου από όλες τις πλευρές του ορθογώνιου σχήματος του, στοιχείο που ενισχύει, σε συνδυασμό με τα προηγηθέντα αποδεικτικά μέσα, την πιστότητα και βασιμότητα της απεικόνισης. Συνακόλουθα, οι εναγόμενοι δεν κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου με πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα βάσει έκτακτης χρησικτησίας η δε προβληθείσα από τους εναγομένους ένσταση ιδίας κυριότητας για την αιτία αυτή, ελέγχεται απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και αφενός μεν να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων είναι κύριος του επιδίκου και καταληφθέντος από τους εναγομένους αγροτεμαχίου, αφετέρου δε να υποχρεωθούν οι τελευταίοι να αποδώσουν τούτο στον πρώτο (ενάγοντα). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν απορρίπτοντας σιωπηρά ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την άνω ένσταση των εναγομένων, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις που του προσκόμισαν οι διάδικοι και δεν έσφαλε και επομένως ο μοναδικός λόγος της έφεσης (του οποίου οι επιμέρους αναφερόμενες αιτιάσεις εντάσσονται στην ευρύτερη έννοια της εσφαλμένης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού ως προς το εριζόμενο στοιχείο της κυριότητας του ενάγοντος), με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, και κατά συνέπεια ν’ απορριφθεί η έφεση στο σύνολο της. Απορριπτόμενης της εφέσεως πρέπει οι εκκαλούντες που ηττώνται, να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό μέρος και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 28 Αυγούστου 2015.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 27 Νοεμβρίου 2015.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ