ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 179/2023
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Δημήτριος Σκαλτσούνης, Πρόεδρος, Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Ευαγγελία Νίκα, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ευθύμιος Αντωνόπουλος, Παναγιώτα Καρλή, Διομήδης Κυριλλόπουλος, Όλγα Ζύγουρα, Κωνσταντίνος Κουσούλης, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, Θεόδωρος Αραβάνης, Χρήστος Ντουχάνης, Όλγα Παπαδοπούλου, Ιωάννης Σύμπλης, Παναγιώτης Τσούκας, Αγγελική Μίντζια, Χρήστος Λιάκουρας, Ιφιγένεια Αργυράκη, Ελένη Γεωργούτσου, Γεωργία Ανδριοπούλου, Σύμβουλοι, Ουρανία Νικολαράκου, Ιωάννης Παπαγιάννης, Θεοδώρα Ζιάμου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ιωάννης Σύμπλης και Ιφιγένεια Αργυράκη, καθώς και η Πάρεδρος Θεοδώρα Ζιάμου, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελένη Γκίκα.
Για να δικάσει την από 13 Νοεμβρίου 2019 έφεση:
του …., κατοίκου …. Αττικής (….), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Σοφία Γκιόκα (Α.Μ. …), που τη διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος δεν παρέστη,
και κατά της 1584/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η πιο πάνω έφεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της 999/2021 απόφασης του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής απόφασης, η οποία επέχει θέση εισήγησης, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Όλγα Παπαδοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία του εκκαλούντος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 241), των Συμβούλων Χρ. Ντουχάνη και Π. Τσούκα, τακτικών μελών της σύνθεσης που δίκασε την υπόθεση, έλαβαν μέρος αντ’ αυτών στη διάσκεψη, ως τακτικά μέλη, οι Σύμβουλοι Ιω. Σύμπλης και Ιφ. Αργυράκη, οι οποίοι είχαν ορισθεί αναπληρωματικά μέλη (βλ. το 31A/2022 πρακτικό διάσκεψης).
2. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο [ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής …].
3. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 1584/2019 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά της σιωπηρής απόρριψης ενδικοφανούς προσφυγής του κατά της … απόφασης του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων [ΣΑΕΠ] του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Με την επίμαχη απόφαση το ΣΑΕΠ, σε συμμόρφωση προς την 722/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, επελήφθη εκ νέου αιτήματος του εκκαλούντος για αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” του τίτλου σπουδών “Bachelor of Arts in Business Administration”, ο οποίος του είχε απονεμηθεί από το University of …, ανακάλεσε την ακυρωθείσα από το Διοικητικό Εφετείο προγενέστερη πράξη του και, στη συνέχεια, έκρινε ότι ο εκκαλών έπρεπε να υποβληθεί σε γραπτή δοκιμασία σε εννέα γνωστικά αντικείμενα, ενόψει ουσιωδών διαφορών μεταξύ των σπουδών που πιστοποιούνται με το απονεμηθέν σε αυτόν πτυχίο και των συναφών σπουδών στα ΑΕΙ της ημεδαπής.
4. Επειδή, με την 999/2021 απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 14 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει, λόγω της μείζονος σπουδαιότητας και της γενικότερης σημασίας των ζητημάτων που τίθενται. Περαιτέρω, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση ενώπιον της Ολομελείας, παρά το ότι δεν παρέστη το εφεσίβλητο Δημόσιο, εφόσον, όπως προκύπτει από τα οικεία αποδεικτικά, αντίγραφα της ανωτέρω παραπεμπτικής απόφασης, καθώς και της από 5.10.2021 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου επιδόθηκαν, νομοτύπως και εμπροθέσμως, στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων [βλ. τα από 2.11.2021 αποδεικτικά επίδοσης].
5. Επειδή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα εδάφια δεύτερο και τρίτο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως οι διατάξεις αυτές ισχύουν μετά τη συμπλήρωση και την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου, αρχικώς με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και ακολούθως με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της έφεσής του, να τεκμηριώσει για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλουμένης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υπόθεσης, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, ΑΠ, ΕλΣ) ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Όπως βασίμως προβάλλει ο εκκαλών, δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα, εάν είναι ληπτέα υπόψη η επαγγελµατική εμπειρία του αιτούμενου την αναγνώριση τίτλου σπουδών δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2, 2 παρ. 3 και 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 57Α του ιδίου διατάγματος [βλ. κατωτέρω]. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, η οποία κατατέθηκε εμπροθέσμως, ασκείται παραδεκτώς ως προς τον σχετικό με το ζήτημα αυτό λόγο.
6. Επειδή, από τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης με τις οποίες κατοχυρώνονται, ως θεμελιώδεις ελευθερίες, η ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων και το δικαίωμα εγκατάστασης, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων (Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το κείμενό της διαμορφώθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας [ν. 3671/2008 (Α΄ 129)], άρθρο 45 [πρώην άρθρο 39 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας], άρθρο 46 [πρώην άρθρο 40 ΣΕΚ], άρθρο 49 [πρώην άρθρο 43 ΣΕΚ], άρθρο 50 παρ. 1 [πρώην άρθρο 44 ΣΕΚ], άρθρο 53 παρ. 1, άρθρο 56 [πρώην άρθρο 49 ΣΕΚ], άρθρο 57 [πρώην άρθρο 50 ΣΕΚ]), συνάγονται οι εξής κανόνες, οι οποίοι εφαρμόζονται ακόμη και όταν δεν έχουν εκδοθεί ειδικές οδηγίες για την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων ή δεν συντρέχουν ούτε οι προϋποθέσεις εφαρμογής των οδηγιών 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 19), 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 209) και 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 255) για το γενικό σύστημα αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης και επαγγελματικών προσόντων (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, υπόθεση C-340/89, Βλασσοπούλου, απόφαση της 7ης Μαΐου 1992, υπόθεση C-104/91, Borrel, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, υπόθεση C-234/97, Fernández de Bobadilla, απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2004, υπόθεση C-255/01, Μαρκόπουλος κ.λπ., απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, υπόθεση C-45/08, Peśla, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard, βλ. και απόφαση της 28ης Απριλίου 1977, υπόθεση 71/76, Thieffry, βλ. επίσης ΣτΕ 2770/2011 Ολομ, 778/2007 επτ): (Α) Τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνει η Συνθήκη με τις διατάξεις περί θεμελιωδών ελευθεριών δεν εφαρμόζονται στις δραστηριότητες οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με οποιαδήποτε από τις καλυπτόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις και των οποίων όλα τα κρίσιμα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός και μόνο κράτους μέλους (βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard κ.ά.). Ωστόσο, η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, καθώς και η ελευθερία εγκατάστασης όταν ασκείται από φυσικά πρόσωπα, δεν θα πραγματώνονταν πλήρως αν τα κράτη-μέλη είχαν τη δυνατότητα να αρνούνται την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων -και τα αντίστοιχα ευεργετικά αποτελέσματα- στους πολίτες τους οι οποίοι, έχοντας κάνει χρήση των προβλεπομένων από το δίκαιο της Ένωσης ευχερειών, απέκτησαν επαγγελματικά προσόντα, όπως π.χ. τίτλο σπουδών, σε κράτος-μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχουν την ιθαγένεια (βλ. ανωτέρω απόφαση Brouillard, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, υπόθεση C-224/98, D’ Hoop, απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, υπόθεση C-19/92, Kraus, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1990, υπόθεση C-61/89, Bouchoucha, πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, υπόθεση C-147/03, Eπιτροπή κατά Αυστρίας, απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1979, υπόθεση 115/78, Knoors). Τούτο ισχύει και στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος επικαλείται, στο κράτος-μέλος του οποίου είναι πολίτης, πανεπιστημιακό δίπλωμα που απέκτησε σε άλλο κράτος-μέλος, και μάλιστα ακόμη και αν το δίπλωμα αυτό του χορηγήθηκε κατόπιν φοίτησης εξ αποστάσεως (βλ. απόφαση Brouillard). Επομένως, και οι κάτοχοι αλλοδαπών, υπό την ανωτέρω έννοια, τίτλων που αποκτήθηκαν κατόπιν σπουδών εξ αποστάσεως υπάγονται στις διατάξεις της ΣΛΕΕ περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και περί ελευθερίας εγκατάστασης και μπορούν να επικαλούνται τις εν λόγω ελευθερίες, καθώς και τους απορρέοντες από αυτές ανωτέρω νομολογιακούς κανόνες, ενώπιον των κρατών-μελών των οποίων είναι πολίτες (βλ. και ΣτΕ 778/2007 επτ). (Β) Eλλείψει εναρμόνισης των όρων και προϋποθέσεων για την πρόσβαση σε ορισμένο επάγγελμα και για την άσκηση του επαγγέλματος, τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν τις γνώσεις και τα προσόντα που απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού και να απαιτούν την προσκόμιση διπλώματος, με το οποίο πιστοποιείται ότι ο ενδιαφερόμενος διαθέτει τις σχετικές γνώσεις και τα σχετικά προσόντα (βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1987, υπόθεση 222/86, Heylens, απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, υπόθεση C-340/89, Βλασσοπούλου, απόφαση της 7ης Μαΐου 1992, υπόθεση C-104/91, Borrel, απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, υπόθεση C-19/92, Kraus, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, υπόθεση C-108/96, Mac Quen, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, υπόθεση C- 45/08, Peśla, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, υπόθεση C-575/11, Νασιόπουλος, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). Εντούτοις, τα κράτη-μέλη οφείλουν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους στον τομέα αυτόν σεβόμενα τις κατοχυρωμένες από τη Συνθήκη θεμελιώδεις ελευθερίες (βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2001, υπόθεση C-108/96, Mac Quen, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2006, υπόθεση C-330/03, Colegio de Ingenieros de Caminos, Canales y Puertos, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, υπόθεση C-575/11, Νασιόπουλος, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). Συνεπώς, και δοθέντος ότι η διάταξη η οποία απαγορεύει τους περιορισμούς της ελευθερίας εγκατάστασης των υπηκόων ενός κράτους-μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους-μέλους [ήδη άρθρο 49 ΣΛΕΕ] “επιβάλλει συγκεκριμένη υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, η εκτέλεση της οποίας … [δεν πρέπει] να εξαρτάται από την εφαρμογή προγράμματος προοδευτικών μέτρων” [με την έκδοση π.χ. οδηγιών για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων], όταν ελλείπουν σχετικές διατάξεις του παράγωγου ενωσιακού δικαίου, η επίτευξη των στόχων της Συνθήκης γίνεται με μέτρα που θεσπίζουν τα κράτη-μέλη, δυνάμει της υποχρέωσής τους να λαμβάνουν συναφώς κάθε κατάλληλο μέτρο και να απέχουν από κάθε μέτρο δυνάμενο να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, υπόθεση C-340/89, Βλασσοπούλου, απόφαση της 7ης Μαΐου 1992, υπόθεση C-104/91, Borrel, απόφαση της 21ης Ιουνίου 1974, υπόθεση 2/74, Reyners). Ειδικότερα, οι θεσπιζόμενες στο πλαίσιο αυτό εθνικές διατάξεις δεν επιτρέπεται να συνιστούν εμπόδιο στην πραγματική άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνουν τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 31ης Μαρτίου 1993, υπόθεση C-19/92, Kraus, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2009, υπόθεση C- 45/08, Peśla, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). Εθνικοί κανόνες που θέτουν προϋποθέσεις όσον αφορά τα προσόντα, ακόμη και αν εφαρμόζονται άνευ διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, ενδέχεται να παρακωλύσουν ή να καταστήσουν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των εν λόγω θεμελιωδών ελευθεριών, εφόσον οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες δεν λαμβάνουν υπόψη τις γνώσεις και τα προσόντα που έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος σε άλλο κράτος-μέλος (βλ. ανωτέρω αποφάσεις Βλασσοπούλου, Borrell, Kraus, Peśla, Brouillard, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1994, υπόθεση C-319/92, Haim, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, υπόθεση C-313/01, Morgenbesser). Κατ’ επέκταση, εθνική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει την πρόσβαση σε ορισμένο επάγγελμα μόνο στα πρόσωπα που κατέχουν είτε τίτλο χορηγηθέντα αποκλειστικώς από φορέα εδρεύοντα στο κράτος-μέλος υποδοχής, αναγνωριζόμενο ως εκπαιδευτικό ίδρυμα από τη νομοθεσία του κράτους τούτου, είτε τίτλο αποκτηθέντα μεν σε άλλο κράτος-μέλος, αναγνωρισθέντα όμως ως ισότιμο από τις αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής προς τους απονεμόμενους στο κράτος υποδοχής, ενδέχεται να παρακωλύει την άσκηση των κατοχυρουμένων στη Συνθήκη ως άνω θεμελιωδών ελευθεριών και υπόκειται, συνεπώς, η νομοθεσία αυτή στους περιορισμούς που απορρέουν από την ανάγκη να διασφαλίζεται η ακώλυτη άσκηση των ανωτέρω ελευθεριών (πρβλ. ΣτΕ 778/2007 επτ). (Γ) Ενόψει τούτων, οι αρμόδιες αρχές κράτους-μέλους, όταν επιλαμβάνονται αίτησης που υποβάλλει πολίτης της Ένωσης για τη χορήγηση αδείας άσκησης επαγγέλματος, στο οποίο η πρόσβαση εξαρτάται, κατά την εθνική νομοθεσία, από την κατοχή διπλώματος ή από επαγγελματική κατάρτιση ή από περιόδους πρακτικής άσκησης, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και τη σχετική πείρα του ενδιαφερομένου, προβαίνοντας σε συγκριτική εξέταση μεταξύ, αφενός, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με αυτά τα διπλώματα και αυτή την πείρα και, αφετέρου, των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία. Η ως άνω διαδικασία συγκριτικής εξέτασης πρέπει να παρέχει στις εθνικές αρχές του κράτους-μέλους υποδοχής τη δυνατότητα να βεβαιώνονται, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι με το αλλοδαπό δίπλωμα πιστοποιούνται, όσον αφορά τον κάτοχό του, γνώσεις και προσόντα, αν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα με το εθνικό δίπλωμα. Η εκτίμηση περί ισοδυναμίας του αλλοδαπού διπλώματος πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικώς στον βαθμό των γνώσεων και των προσόντων, που, με βάση το δίπλωμα αυτό, τη φύση και τη διάρκεια των σπουδών και τη σχετική με αυτές πρακτική εκπαίδευση, τεκμαίρεται ότι διαθέτει ο κάτοχός του. Κατά την ανωτέρω εξέταση, το επιλαμβανόμενο κράτος-μέλος μπορεί, πάντως, να συνεκτιμά τις αντικειμενικές διαφορές, τόσο ως προς το νομικό πλαίσιο του οικείου επαγγέλματος στο κράτος-μέλος προέλευσης, όσο και ως προς το πεδίο δραστηριότητάς του (βλ. ανωτέρω αποφάσεις Βλασσοπούλου, Borrell, Haim, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, υπόθεση C-55/94, Gebhard, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1996, υπόθεση C-164/94, Αρανίτης, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, υπόθεση C-234/97, Fernández de Bobadilla, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, υπόθεση C-238/98, Hocsman, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002, υπόθεση C-31/00, Dreessen, απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, υπόθεση C-232/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, υπόθεση C-313/01, Morgenbesser, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). (Δ) Αν από τη συγκριτική εξέταση των διπλωμάτων προκύπτει ότι οι γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται με το αλλοδαπό δίπλωμα αντιστοιχούν στις γνώσεις και τα προσόντα που απαιτούν οι εθνικές διατάξεις, το κράτος μέλος υποχρεούται να δεχθεί ότι το δίπλωμα αυτό πληροί τις προϋποθέσεις που θέτουν οι εν λόγω διατάξεις. Αν, αντιθέτως, από τη σύγκριση προκύπτει μερική μόνον αντιστοιχία μεταξύ των ως άνω γνώσεων και προσόντων, το κράτος-μέλος υποδοχής δικαιούται να απαιτήσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι απέκτησε με άλλο τρόπο τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν. Συναφώς, στις αρμόδιες εθνικές αρχές εναπόκειται να εκτιμούν αν η επίκληση των γνώσεων που αποκτήθηκαν στο κράτος-μέλος υποδοχής, στο πλαίσιο είτε ενός κύκλου σπουδών είτε πρακτικής πείρας, αρκεί προς αναπλήρωση των γνώσεων που έλειπαν. Στον βαθμό δε που κάθε είδους πρακτική πείρα κατά την άσκηση συγγενών δραστηριοτήτων είναι ικανή να αυξήσει τις γνώσεις του αιτούντος, η αρμόδια αρχή οφείλει να λαμβάνει υπόψη κάθε είδους πρακτική πείρα, χρήσιμη για την άσκηση του επαγγέλματος, στο οποίο ζητείται η πρόσβαση. Η ακριβής σημασία που πρέπει να προσδοθεί στην πείρα αυτή καθορίζεται από την αρμόδια αρχή, υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων καθηκόντων που ασκήθηκαν, των γνώσεων που αποκτήθηκαν και εφαρμόσθηκαν κατά την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων, καθώς και των αρμοδιοτήτων που ανατέθηκαν στον ενδιαφερόμενο και του βαθμού ανεξαρτησίας που του παραχωρήθηκε (βλ. ανωτέρω αποφάσεις Βλασσοπούλου, Borrell, Haim, απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, υπόθεση C-55/94, Gebhard, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1996, υπόθεση C-164/94, Αρανίτης, απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, υπόθεση C-234/97, Fernández de Bobadilla, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2000, υπόθεση C-238/98, Hocsman, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2002, υπόθεση C-31/00, Dreessen, απόφαση της 16ης Μαΐου 2002, υπόθεση C-232/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, υπόθεση C-313/01, Morgenbesser, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). (Ε) Κάθε μορφής εκπαίδευση που προετοιμάζει για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή παρέχει την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος ή της απασχόλησης εμπίπτει στην έννοια της επαγγελματικής εκπαίδευσης, τα συναφή δε προς την επαγγελματική εκπαίδευση ζητήματα συνάπτονται στενά με την κατοχυρούμενη στη Συνθήκη ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, εφόσον η ακώλυτη πρόσβαση στην παρεχόμενη στα κράτη-μέλη επαγγελματική εκπαίδευση συνιστά σημαντικό στοιχείο για την άσκηση του ανωτέρω, θεμελιώδους για την ενωσιακή έννομη τάξη, δικαιώματος (βλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2004, υπόθεση C-65/03, Επιτροπή κατά Βελγίου, της 30ής Μαΐου 1989, υπόθεση 242/1987, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, της 2ας Φεβρουαρίου 1988, υπόθεση 24/86, Blaizot, της 13ης Φεβρουαρίου 1985, υπόθεση 293/83, Gravier). Περιλαμβάνονται στην επαγγελματική εκπαίδευση, εφόσον πληρούνται οι εν λόγω όροι, και οι πανεπιστημιακές σπουδές (βλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, υπόθεση C-147/03, Επιτροπή κατά Αυστρίας, απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, υπόθεση 242/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, υπόθεση 24/86, Blaizot), οι οποίες, παρέχοντας γνώσεις και ικανότητες ακαδημαϊκού επιπέδου, προετοιμάζουν για την άσκηση στο μέλλον συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων· πανεπιστημιακές σπουδές δύνανται να προετοιμάζουν για την απόκτηση τυπικού προσόντος για συγκεκριμένο επάγγελμα ή απασχόληση ή να παρέχουν την ιδιαίτερη ικανότητα για την άσκηση ενός τέτοιου επαγγέλματος ή απασχόλησης όχι μόνον όταν με τις πτυχιακές εξετάσεις απονέμεται το άμεσο τυπικό προσόν για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλµατος ή απασχόλησης, που προϋποθέτει το προσόν αυτό, αλλά και όταν με τις σπουδές αυτές παρέχεται ιδιαίτερη ικανότητα, δηλαδή, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται οι φοιτώντες να αποκτήσουν γνώσεις για την άσκηση ενός επαγγέλματος ή απασχόλησης, έστω και αν η απόκτηση των εν λόγω γνώσεων δεν επιβάλλεται για την άσκηση αυτή από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, υπόθεση 242/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, υπόθεση 24/86, Blaizot). Η στενή αυτή σχέση μεταξύ επαγγελματικής υπό την εκτεθείσα έννοια εκπαίδευσης, αφενός, και ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, αφετέρου (βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 1989, υπόθεση 242/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου), είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο η Συνθήκη προνοεί ειδικώς για την έκδοση οδηγιών αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, με τη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 1 [πρώην άρθρο 47 παράγραφος 1], το οποίο εντάσσεται στον αφορώντα την άσκηση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας Τίτλο ΙΙΙ της Συνθήκης (ΣτΕ 778/2007 επτ). (ΣΤ) Σύμφωνα με τους ανωτέρω νομολογιακούς κανόνες, που διατυπώνονται από το ΔΕΚ/ΔΕΕ καθ’ ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 39 και 43 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των αντίστοιχων άρθρων 45 και 49 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η υποχρέωση του κράτους-μέλους υποδοχής να λαμβάνει υπόψη τους τίτλους τους οποίους έχει αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος σε άλλο κράτος-μέλος [κράτος προέλευσης], όταν εξετάζει αν θα επιτρέψει σε αυτόν, ακόμη και όταν πρόκειται για πολίτη του ιδίου του κράτους-μέλους υποδοχής, την άσκηση επαγγέλματος για την οποία, κατά τη νομοθεσία του κράτους υποδοχής, απαιτούνται προσόντα πιστοποιούμενα με την κατοχή ορισμένου τίτλου, δεν οφείλεται στην εγγενή ακαδημαϊκή αξία της εκπαίδευσης που πιστοποιούν οι εν λόγω τίτλοι ούτε περιορίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους υποδοχής να καθορίζει το ίδιο τη μορφή, το περιεχόμενο και το επίπεδο της οικείας εκπαίδευσης, καθώς και τα επιθυμητά για το συγκεκριμένο επάγγελμα προσόντα, αλλά στηρίζεται στο ότι οι πιο πάνω τίτλοι πιστοποιούν, κατ’ αρχήν, προσόντα που θα επέτρεπαν, στο κράτος προέλευσης, την πρόσβαση στο οικείο επάγγελμα. Γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται να μη λαμβάνονται υπόψη τίτλοι σπουδών εξαιτίας ακαδημαϊκών και μόνο, ως προς την οργάνωση ή το περιεχόμενο της αντίστοιχης εκπαίδευσης, διαφορών, μεταξύ κράτους προέλευσης και κράτους υποδοχής. Αντιθέτως, όπως ήδη αναφέρθηκε, το κράτος υποδοχής πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να εξετάζει τους εν λόγω τίτλους, να συγκρίνει τις ικανότητες που πιστοποιούνται με αυτούς προς τα αντίστοιχα προσόντα που απαιτούνται κατά τη δική του νομοθεσία για το συγκεκριμένο επάγγελμα και, ανάλογα με το αποτέλεσμα της σύγκρισης, είτε [επί αντιστοιχίας των προσόντων] να επιτρέπει άνευ άλλου την πρόσβαση στο επάγγελμα, είτε [επί μερικής μόνον αντιστοιχίας] να αξιώνει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι έχει συμπληρώσει με άλλους τρόπους τα υπολειπόμενα προσόντα (βλ. ΣτΕ 2567/2019 επτ, 778/2007 επτ· για τη διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλων και ισοδυναμίας τους εν σχέσει προς την άσκηση ορισμένης επαγγελματικής δραστηριότητας βλ. και απόφαση της 28ης Απριλίου 1977, υπόθεση 71/76, Thieffry). Αρμόδιο, εξ άλλου, για την κρίση αυτή περί επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων είναι είτε το ειδικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από κράτος υποδοχής η σχετική αρμοδιότητα, είτε, αν δεν έχει θεσπισθεί στο κράτος υποδοχής τέτοια διαδικασία, το όργανο του κράτους αυτού στο οποίο έχει ανατεθεί από την οικεία εθνική νομοθεσία η αρμοδιότητα να ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων πρόσβασης στο συγκεκριμένο επάγγελμα (βλ. ΣτΕ 2567/2019 επτ, 2770-1/2011 Ολομ). (Ζ) Δεν θα ήταν, κατ’ επέκταση, συμβατή προς το ανωτέρω σύστημα η δυνατότητα του κράτους-μέλους υποδοχής να αρνηθεί απολύτως την πρόσβαση σε ορισμένο επάγγελμα σε κάτοχο τίτλου, ο οποίος έχει χορηγηθεί από αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης και επιτρέπει, στο κράτος αυτό, την πρόσβαση σε αντίστοιχο επάγγελμα, εκ μόνου του λόγου ότι ο εν λόγω τίτλος χορηγήθηκε στο κράτος προέλευσης κατά συνυπολογισμό χρόνου σπουδών διανυθέντος σε φορέα, που λειτουργεί μεν ελευθέρως στο κράτος υποδοχής, δεν αναγνωρίζεται όμως από τη νομοθεσία του κράτους τούτου ως εκπαιδευτικό ίδρυμα, δυνάμει σχετικής γενικής διάταξης της νομοθεσίας του. Η παροχή τέτοιας δυνατότητας στο κράτος-μέλος υποδοχής θα επέτρεπε στις αρχές του κράτους υποδοχής να απορρίπτουν εκ ρίζης το αίτημα αναγνώρισης τίτλου, ο οποίος χορηγήθηκε από αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης και επιτρέπει, στο κράτος αυτό, πρόσβαση σε επάγγελμα, χωρίς να διατυπώνουν ουσιαστική κρίση ως προς τις γνώσεις και τα προσόντα που πιστοποιούνται από τον επίμαχο τίτλο και χωρίς να προβαίνουν σε σύγκρισή τους προς τις γνώσεις και τα προσόντα τα οποία απαιτούν οι ρυθμίζουσες την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό εθνικές διατάξεις. Οι σχετικές εθνικές ρυθμίσεις, ακόμη και αν αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση επαγγελματικής, υπό την εκτεθείσα έννοια, εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου και ήταν κατάλληλες για την επίτευξη του σκοπού τούτου, τον οποίον επιδοκιμάζει, άλλωστε, η ενωσιακή έννομη τάξη, θα έβαιναν πάντως πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού. Και τούτο, διότι για την εξασφάλιση επαγγελματικής εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου θα αρκούσε η θέσπιση, από τον εθνικό νομοθέτη, κανόνων ώστε οι εν λόγω φορείς επαγγελματικής εκπαίδευσης να υπάγονται σε ειδικό σύστημα διοικητικής εποπτείας, στο πλαίσιο του οποίου η κατ’ αρχήν λειτουργία ενός συγκεκριμένου φορέα και η αναγνώρισή του ή μη, από τις εθνικές αρχές, ως εκπαιδευτικού ιδρύματος, καθώς και η διατήρηση της αναγνώρισης αυτής, θα εξαρτάται από όρους και προϋποθέσεις, προκειμένου να ελέγχεται, κατά περίπτωση, από τις εθνικές αρχές, η δυνατότητα του εκάστοτε ελεγχομένου φορέα να λειτουργήσει σύμφωνα με τους κανόνες της εθνικής έννομης τάξης και να παράσχει εκπαιδευτικό έργο, ανταποκρινόμενο, από άποψη ποιότητας και περιεχομένου, στο απαιτούμενο από τη σχετική εθνική νομοθεσία υψηλό επίπεδο (βλ. ΣτΕ 778/2007, πρβλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, υπόθεση C-153/02, Valentina Neri, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, υπόθεση C-393/19, Kirschtein). Η ως άνω ερμηνεία δεν είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 165 και 166 της ΣΛΕΕ [πρώην άρθρα 149 και 150 της Συνθήκης ΕΚ], καθόσον οι αναγόμενες στο περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος αρμοδιότητες των κρατών-μελών πρέπει να ασκούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται πλήρως σεβαστές οι θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες η Συνθήκη κατοχυρώνει (βλ. μεταξύ άλλων, την απόφαση Colegio de Ingenieros de Caminos, Canales y Puertos, πρβλ. επίσης ΣτΕ 778/2007 επτ).
7. Επειδή, για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην προαναφερθείσα οδηγία 2005/36/ΕΚ εκδόθηκε το π.δ. 38/2010 (Α΄ 78), το οποίο ακολούθως τροποποιήθηκε με τους νόμους 4093/2012 και 4111/2013, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα κατωτέρω. Αρχικώς, στον Τίτλο Ι του διατάγματος αυτού, που περιέχει τις “Γενικές Διατάξεις”, το άρθρο 1 όριζε ότι σκοπός των ρυθμίσεων είναι η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας προς την προαναφερθείσα οδηγία. Με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) προστέθηκε στο άρθρο 1 του διατάγματος παράγραφος 2, η οποία αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 30 παρ. 27 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18) και ορίσθηκε ότι με το διάταγμα “Ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία της αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης, όταν πρόκειται για πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, μικρότερο τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης και τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για διδακτορικό κύκλο σπουδών άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2005/36/ΕΚ σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων” [ορίσθηκε, επίσης, ότι η ρύθμιση ισχύει από 19.11.2012]. Το άρθρο 2 του π.δ. 38/2010 αντικαταστάθηκε με την περίπτωση 2 της αυτής υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ως εξής: “1. Οι διατάξεις περί αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων βάσει της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ του παρόντος εφαρμόζονται σε κάθε υπήκοο κράτους-μέλους ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα έχοντας αποκτήσει τα επαγγελματικά του προσόντα σε άλλο κράτος-μέλος είτε ως αυτοαπασχολούμενος είτε ως μισθωτός, συμπεριλαμβανομένων των ασκούντων ελευθέρια επαγγέλματα. 2. Όταν για ένα συγκεκριμένο νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα έχουν θεσπισθεί … άλλες ειδικές ρυθμίσεις … δεν εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος διατάγματος. 3. Οι διατάξεις περί αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του παρόντος διατάγματος εφαρμόζονται σε κάθε υπήκοο κράτους-μέλους ο οποίος, έχοντας αποκτήσει τίτλο τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης άλλου κράτους-μέλους, δεν πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. 4. Εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων περί αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου τα επαγγέλµατα του Κεφαλαίου ΙΙΙ του Τίτλου ΙΙΙ [αναγνώριση βάσει του συντονισμού των ελάχιστων προϋποθέσεων εκπαίδευσης] …”. Στο άρθρο 3 παρ. 1 του διατάγματος περιλαμβάνονται οι ακόλουθοι ορισμοί: (α) Νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα: “η επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο επαγγελματικών δραστηριοτήτων των οποίων η ανάληψη, η άσκηση ή ένας από τους όρους άσκησης εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων· ειδικότερα, όρο άσκησης συνιστά η χρήση επαγγελματικού τίτλου που προορίζεται, βάσει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, μόνον σε όποιον κατέχει συγκεκριμένο επαγγελματικό προσόν …”. (β) Επαγγελματικά προσόντα: “τα προσόντα που πιστοποιούνται από τίτλο εκπαίδευσης, από βεβαίωση επάρκειας που αναφέρεται στο άρθρο 11, στοιχείο α) εδάφιο (i) ή/και από επαγγελματική πείρα”. (γ) Τίτλος εκπαίδευσης: “τα διπλώματα, πιστοποιητικά ή άλλοι τίτλοι που χορηγούνται από αρχή κράτους μέλους, η οποία έχει ορισθεί σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους, και βεβαιώνουν επιτυχώς περατωθείσα επαγγελματική εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί, κατά κύριο λόγο, στην Κοινότητα …”. (δ) Αρμόδια αρχή: “οποιαδήποτε αρχή ή οργανισμός που έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά από τα κράτη μέλη να χορηγεί ή να παραλαμβάνει τους τίτλους εκπαίδευσης και άλλα έγγραφα ή πληροφορίες, καθώς και να παραλαμβάνει τις αιτήσεις και να λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στο παρόν διάταγμα”. (ε) Νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση: “κάθε εκπαίδευση η οποία είναι άμεσα προσανατολισμένη στην άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλµατος και συνίσταται σε κύκλο σπουδών που ενδεχομένως συμπληρώνεται από επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, πρακτική άσκηση ή άσκηση του επαγγέλµατος …”. (στ) Επαγγελματική εμπειρία: “η πραγματική και νόμιμη άσκηση … του σχετικού επαγγέλµατος σε ένα κράτος-μέλος”. (ζ) Πρακτική άσκηση προσαρμογής: “η άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλµατος, η οποία πραγματοποιείται στην Ελλάδα υπό την ευθύνη αναγνωρισμένου επαγγελματία και συνοδεύεται, ενδεχομένως, από συμπληρωματική εκπαίδευση …”. (η) Δοκιμασία επάρκειας: έλεγχος των επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων, με σκοπό να αξιολογηθεί η ικανότητα του αιτούντος να ασκήσει νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα στην Ελλάδα. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 3 ορίζονται, περαιτέρω, τα εξής: “Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του άρθρου 2 νοείται ως ‘τίτλος τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης’ ο αναγνωρισμένος τίτλος τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης, όταν πρόκειται για πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, μικρότερο τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης και τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης όταν πρόκειται για διδακτορικό κύκλο σπουδών, που απονέμεται από ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης” [η παράγραφος 5 προστέθηκε στο άρθρο 3 του π.δ. 38/2010 με την περ. 4 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκε δε με το άρθρο 30 παρ. 28 του ν. 4111/2013 και ορίσθηκε ότι η ρύθμιση “ισχύει από 19.11.2012”]. Κατά το επόμενο άρθρο 4: “1. Η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παρέχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να αποκτήσει στην Ελλάδα πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα, για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος-μέλος καταγωγής, και να το ασκεί στην Ελλάδα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους Έλληνες υπηκόους. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, το επάγγελμα που επιθυμεί να ασκήσει ο αιτών στην Ελλάδα είναι το ίδιο με εκείνο, για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος-μέλος καταγωγής, εφόσον οι καλυπτόμενες δραστηριότητες είναι συγκρίσιμες. 3. Η αναγνώριση επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλου τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αυτό που απονέμεται στο πλαίσιο του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του παρόντος, παρέχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να αποκτήσει στην Ελλάδα πρόσβαση και να ασκήσει συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα ως μισθωτός ή αυτοαπασχολούμενος με τις ίδιες προϋποθέσεις και όρους με τους κατόχους συγκρίσιμων τίτλων του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος, εκτός των περιπτώσεων που απαιτούνται αυξημένα ακαδημαϊκά προσόντα και ιδίως για θέσεις καθηγητών ΑΕΙ, ερευνητών και ειδικού επιστημονικού προσωπικού” [όπως η παρ. 3, που προστέθηκε στο άρθρο 4 με την περ. 5 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 παρ. 29 του ν. 4111/2013 και ορίσθηκε ότι “ισχύει από 19.11.2012”]. Ο Τίτλος ΙΙ του αυτού π.δ. 38/2010 περιέχει διατάξεις για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και ο Τίτλος ΙΙΙ διατάξεις για την ελευθερία εγκατάστασης. Στο Κεφάλαιο IV του Τίτλου ΙΙΙ ορίζονται, περαιτέρω, τα εξής: Άρθρο 50: “1. Προκειμένου να αποφανθούν επί αιτήσεως αδείας για την άσκηση του οικείου νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος κατ’ εφαρμογή του παρόντος τίτλου, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την κατάθεση των εγγράφων και των πιστοποιητικών του παραρτήματος VIΙ … 3. Σε περιπτώσεις δικαιολογημένων αμφιβολιών, εφόσον έχουν εκδοθεί τίτλοι εκπαίδευσης, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ), από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους και περιλαμβάνουν την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, στην ελληνική επικράτεια ή στην επικράτεια άλλου κράτους-μέλους, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές επαληθεύουν με τον αρμόδιο φορέα στο κράτος-μέλος καταγωγής του τίτλου: α) κατά πόσον η εκπαίδευση στο ίδρυμα που παρέσχε την κατάρτιση έχει πιστοποιηθεί επισήμως από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που βρίσκεται στο κράτος-μέλος καταγωγής του τίτλου· β) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί είναι οι ίδιοι με εκείνους που θα είχαν χορηγηθεί εάν η εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος-μέλος καταγωγής του τίτλου και γ) κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης προσδίδουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα στην επικράτεια του κράτους-μέλους που χορήγησε τον τίτλο. 4. … 5. Οι παράγραφοι 1, 3 και 4 έχουν εφαρμογή και στις περιπτώσεις που υπάγονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 και σε περίπτωση δικαιολογημένων αμφιβολιών οι αρμόδιες ελληνικές αρχές απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους-μέλους επιβεβαίωση του γνησίου των βεβαιώσεων και πιστοποιητικών και των τίτλων εκπαίδευσης που χορηγούνται σε αυτό το κράτος-μέλος” [η παρ. 5 προστέθηκε στο άρθρο 50 με την περ. 14 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Άρθρο 52: “Οι δικαιούχοι της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων πρέπει να διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις της ελληνικής γλώσσας για την άσκηση του επαγγέλματος στην Ελλάδα … Το παρόν άρθρο έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις που υπάγονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2” [το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στο άρθρο 52 με την περ. 15 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Άρθρο 53: “Με την επιφύλαξη των άρθρων 7 και 51, οι αρμόδιες αρχές αναγνωρίζουν στους ενδιαφερομένους το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τον τίτλο εκπαίδευσης του κράτους-μέλους καταγωγής, και ενδεχομένως τη σύντμησή του, στη γλώσσα του κράτους-μέλους καταγωγής. Ο εν λόγω τίτλος πρέπει να συνοδεύεται από το όνομα και τον τόπο του ιδρύματος ή της εξεταστικής επιτροπής που τον χορήγησε. Εφόσον μπορεί να προκληθεί σύγχυση μεταξύ του εν λόγω τίτλου εκπαίδευσης που έχει χορηγήσει το κράτος-μέλος καταγωγής και ενός τίτλου για τον οποίο απαιτείται στην Ελλάδα συμπληρωματική εκπαίδευση που δεν διαθέτει ο δικαιούχος, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίσουν ότι ο δικαιούχος θα χρησιμοποιεί τον τίτλο εκπαίδευσης του κράτους-μέλους καταγωγής με την ενδεικνυόμενη μορφή την οποία θα επισημάνει. Το παρόν άρθρο έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις που υπάγονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2” [το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε στο άρθρο 53 με την περ. 16 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Άρθρο 54 παρ. 1: “Αρμόδια αρχή για να δέχεται τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων και να εκδίδει: α) τις αποφάσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, είτε επί τη βάσει του γενικού συστήματος αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης (Τίτλος III, Κεφάλαιο Ι), είτε επί τη βάσει της αναγνώρισης της επαγγελματικής πείρας (Τίτλος III, Κεφάλαιο II) και β) τις αποφάσεις αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης της παραγράφου 3 του άρθρου 2 είναι το Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ)” [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την περ. 17 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Άρθρο 55: “1. Συνιστάται στο Υπουργείο Παιδείας … συλλογικό όργανο με την ονομασία ‘Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων’, το οποίο λαμβάνει αποφάσεις για: α) την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων σύμφωνα με τους όρους των Κεφαλαίων Ι και II του Τίτλου III, καθώς και του Τμήματος 5 του Κεφαλαίου III του Τίτλου III του παρόντος διατάγματος και β) την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας των τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του παρόντος διατάγματος. 2. Στις αρμοδιότητες του Συμβουλίου ανήκουν ιδίως: α) … γ) Η έκδοση απόφασης: i) για την αναγνώριση ή μη των επαγγελματικών προσόντων επί τη βάσει των προσκομιζομένων τίτλων ή της κεκτημένης επαγγελματικής πείρας, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος διατάγματος (Τίτλος III, Κεφάλαια Ι, II, III Τμήμα 5) και ii) για την αναγνώριση ή μη της επαγγελματικής ισοδυναμίας των γνώσεων και των προσόντων που πιστοποιούνται από τίτλο κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης προς τα πιστοποιούμενα με τίτλο που απονέμεται στο πλαίσιο του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 2. δ) …” [όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την περ. 20 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Άρθρο 56 παρ. 1: “Το Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων αποφαίνεται: α) επί αιτήσεων αναγνωρίσεως επαγγελματικών προσόντων … και β) επί αιτήσεων αναγνωρίσεως επαγγελματικής ισοδυναµίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του παρόντος” [όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε, αρχικώς, με την περ. 21 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και, ακολούθως, με το άρθρο 5 (Κεφάλαιο ΙΙ άρθρο 2 “Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 38/2010”) του ν. 4205/2013 (Α΄ 242)]. Άρθρο 57: “1. Η αναγνώριση του δικαιώματος ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματος, σύμφωνα με την Οδηγία 2005/36/ΕΚ, γίνεται με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του Συμβουλίου Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων ή μιας των λοιπών αρμόδιων προς τούτο αρχών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 του παρόντος. 2. … 6. Η απόφαση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή η μη έκδοσή της, δύναται να προσβληθεί με ένδικα μέσα ενώπιον των αρμόδιων ελληνικών δικαστηρίων. 7. … 8. Ο ενδιαφερόμενος δύναται να ασκήσει άπαξ ενδικοφανή διοικητική προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων και να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της … [οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 57 αντικαταστάθηκαν, αρχικώς, με την περ. 22 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και, ακολούθως, με το άρθρο 30 παρ. 30 του ν. 4111/2013 και ορίσθηκε ότι η ρύθμιση “ισχύει από 19.11.2012”· οι παρ. 7, 8 και 9 προστέθηκαν με την περ. 23 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 30 παρ. 31-32 του ν. 4111/2013]. Άρθρο 57Α: “1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του παρόντος το Συμβούλιο δύναται να απαιτεί την υποβολή του αιτούντος σε γραπτή δοκιμασία εφόσον η εκπαίδευση που έχει λάβει αφορά ουσιωδώς διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα από εκείνα που καλύπτονται από τους τίτλους που απονέμονται στο πλαίσιο του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος ή/και εφόσον η διάρκεια της εκπαίδευσης του υπολείπεται χρονικά από εκείνη που απαιτείται στην Ελλάδα. 2. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας … καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και κάθε άλλη απαραίτητη λεπτομέρεια αναφορικά με τη πραγματοποίηση της γραπτής δοκιμασίας” [το άρθρο αυτό προστέθηκε στο π.δ. 38/2010 με την περ. 24 της υποπαραγράφου Θ.16 της παραγράφου Θ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012]. Κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 57Α του π.δ. 38/2010 εκδόθηκε η 48066/ΙΑ/2014 απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (Β΄ 896/10.4.2014), σκοπός της οποίας είναι “ο καθορισμός των αρμοδίων οργάνων, των όρων, των προϋποθέσεων και της διαδικασίας πραγματοποίησης της γραπτής δοκιμασίας επαγγελματικής ισοδυναμίας που δύναται να επιβληθεί από το ΣΑΕΠ στους ενδιαφερόμενους της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του π.δ. 38/2010” [βλ. άρθρο 1].
8. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις του π.δ. 38/2010 συνάγονται τα εξής: (Α) Με το διάταγμα αυτό ρυθμίζονται, αφενός, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία αναγνώρισης από το ΣΑΕΠ της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων ανώτατης εκπαίδευσης κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2005/36/ΕΚ και, αφετέρου, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναµίας” τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης που χορηγούνται από αρχές κρατών-μελών, ορισθείσες ως αρμόδιες από τη νομοθεσία του οικείου κράτους-μέλους, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, όπως όταν το συγκεκριμένο επάγγελμα δεν είναι “νομοθετικώς κατοχυρωμένο”, κατά την έννοια της οδηγίας [“νομοθετικώς ρυθμιζόμενο” κατά το π.δ. 38/2010]· οι τίτλοι αυτοί, εφόσον πρόκειται για πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, πρέπει να πιστοποιούν τουλάχιστον τριετή διάρκεια σπουδών και φοίτησης. (Β) Ένα επάγγελµα θεωρείται κατά την οδηγία “νομοθετικώς κατοχυρωμένο” [“νομοθετικά ρυθμιζόμενο”, κατά τη διατύπωση του π.δ. 38/2010] όταν η πρόσβαση στη σχετική επαγγελματική δραστηριότητα ή η άσκησή της διέπεται από διατάξεις που θεσπίζουν ένα σύστημα, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να επιφυλάσσεται ρητώς η άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας μόνο στα πρόσωπα που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις και να απαγορεύεται η πρόσβαση στην ίδια δραστηριότητα στα πρόσωπα που δεν τις πληρούν (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, υπόθεση C-39/07, Επιτροπή κατά Ισπανίας, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2003, υπόθεση C-313/01, Morgenbesser, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1996, υπόθεση C-164/94, Αρανίτης). Η έννοια “καθορισμένα επαγγελματικά προσόντα”, που περιλαμβάνεται στον ορισμό του “νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος” κατά την οδηγία 2005/36/ΕΚ, δεν αφορά κάθε είδους προσόντα που πιστοποιούνται με τίτλο γενικής εκπαίδευσης, αλλά τα προσόντα τα οποία αντιστοιχούν σε τίτλο εκπαίδευσης που είναι ειδικώς σχεδιασμένος με σκοπό την προετοιμασία των κατόχων του για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλµατος. Τίτλος εκπαίδευσης, απαιτούμενος κατά την εθνική νομοθεσία του κράτους υποδοχής για την πρόσβαση σε ορισμένη θέση, ο οποίος, όμως, δεν είναι ειδικώς σχεδιασμένος με σκοπό την προετοιμασία των κατόχων του για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλµατος, αλλά καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε ευρύ φάσμα επαγγελμάτων, δεν συνεπάγεται την κτήση “καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων”, κατά την ανωτέρω έννοια της οδηγίας (βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, υπόθεση C-298/14, Brouillard). (Γ) Ο όρος “αναγνωρισμένος τίτλος” του άρθρου 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010 δεν έχει την έννοια ότι για την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναµίας” του τίτλου απαιτείται είτε προηγούμενη αναγνώριση του τίτλου αυτού, κατά τις ισχύουσες διατάξεις περί ακαδημαϊκής αναγνώρισης του τίτλου, είτε η συνδρομή, πάντως, των σχετικών προϋποθέσεων που προβλέπει η ειδική νομοθεσία για την αναγνώριση αυτή [βλ. ν. 3328/2005 (Α΄ 80) περί ΔΟΑΤΑΠ, καθώς και τη νομολογία για τις προϋποθέσεις αναγνώρισης σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή (ΣτΕ 3100/2017 επτ κ.ά.)]. Η αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναµίας”, δηλαδή, η αναγνώριση από την αρμόδια ελληνική αρχή [ΣΑΕΠ], ότι ο χορηγηθείς κατά τα ανωτέρω από άλλο κράτος-μέλος τίτλος είναι ισοδύναμος, ως προς την κατ’ αρχήν ικανότητα άσκησης από τον κάτοχό του συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, με τίτλους του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, παρέχοντες την αντίστοιχη ικανότητα, δεν αποτελεί και αναγνώριση της ακαδημαϊκής αξίας του τίτλου, αλλά απλώς παρέχει στον κάτοχο του τίτλου που έχει αναγνωρισθεί από το ΣΑΕΠ “την δυνατότητα να αποκτήσει στην Ελλάδα πρόσβαση και να ασκήσει συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα” με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις υπό τους οποίους δύνανται να ασκήσουν τη δραστηριότητα αυτή οι κάτοχοι “συγκρίσιμων τίτλων του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος” [βλ. άρθρο 4 παρ. 3 του π.δ. 38/2010]. (Δ) Το ΣΑΕΠ, εξ άλλου, προβαίνοντας στη συγκριτική εξέταση μεταξύ, αφενός, των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία και, αφετέρου, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τον προσκομιζόμενο τίτλο σπουδών, σε συνδυασμό με τη σχετική πείρα του ενδιαφερομένου και τα λοιπά τυχόν πιστοποιητικά του, δύναται να αξιώσει την υποβολή του αιτούμενου την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναµίας” του τίτλου του σε γραπτή δοκιμασία, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 57Α του π.δ. 38/2010, ερμηνευόμενες και υπό το φως της οικείας νομολογίας του ΔΕΚ/ΔΕΕ. Δύναται, ειδικότερα, να απαιτεί την υποβολή του αιτούντος σε γραπτή δοκιμασία εφόσον η εκπαίδευση που έχει λάβει αφορά ουσιωδώς διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα από εκείνα που καλύπτονται από τους απονεμόμενους στο πλαίσιο του ημεδαπού εκπαιδευτικού συστήματος τίτλους ή/και εφόσον η διάρκεια της εκπαίδευσής του υπολείπεται χρονικώς από την απαιτούμενη στην Ελλάδα. Εφόσον, όμως, ο προσκομιζόμενος τίτλος τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης έχει χορηγηθεί από αρμόδια, κατά τη νομοθεσία του κράτους-μέλους προέλευσης, αρχή και πιστοποιεί, ως προς πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών, τουλάχιστον τριετή διάρκεια σπουδών και φοίτησης, το ΣΑΕΠ δεν δύναται να μη λαμβάνει υπόψη έναν τίτλο σπουδών εξαιτίας ακαδημαϊκών και μόνο, ως προς την οργάνωση ή το περιεχόμενο της αντίστοιχης εκπαίδευσης, διαφορών μεταξύ κράτους προέλευσης και κράτους υποδοχής ούτε δύναται να αρνηθεί την αναγνώριση τέτοιου τίτλου επικαλούμενο το γεγονός ότι για τη χορήγησή του από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους προέλευσης συνεκτιμήθηκαν σπουδές πραγματοποιηθείσες, εν όλω ή εν μέρει, στην Ελλάδα και μη αναγνωριζόμενες, κατά την εθνική νομοθεσία ως σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως οι πραγματοποιηθείσες σε εργαστήρια ελευθέρων σπουδών. (Ε) Ενόψει της νομολογίας του ΔΕΚ/ΔΕΕ, η οποία ερείδεται στις διατάξεις των Συνθηκών, των συναφών αποφάσεων στις υποθέσεις C-274/05, Eπιτροπή κατά Ελλάδος και C-151/07, Χατζηθανάσης, καθώς και των λόγων που οδήγησαν την Ελληνική Δημοκρατία να τροποποιήσει το π.δ. 38/2010 με τους νόμους 4093/2012 και 4111/2013, η εφαρμογή της ρυθμιζόμενης από τα άρθρα 1 [παρ. 2], 2 [παρ. 3], 3 [παρ. 3 και 5], 4 [παρ. 3], 13 [παρ. 4], 14 [παρ. 8], 50 [παρ. 5], 52 [εδάφιο τελευταίο], 53 [εδάφιο τελευταίο], 54 [παρ. 1(β)], 55 [παρ. 1], 56 [παρ. 1(β)] και 57 του π.δ. 38/2010 διαδικασίας αναγνώρισης, δεν περιορίζεται στους κτηθέντες μετά τον ν. 3696/2008 (Α΄ 177) τίτλους, δηλαδή στους τίτλους που συνεκτιμούν μόνο σπουδές πραγματοποιηθείσες στην Ελλάδα μετά την επιχειρηθείσα με τον νόμο αυτόν αναβάθμιση της μη τυπικής μεταλυκειακής εκπαίδευσης. Τούτο δεν αντίκειται στο άρθρο 16 του Συντάγματος (πρβλ. τις αποφάσεις στις υποθέσεις C-274/05, Eπιτροπή κατά Ελλάδος και C-151/07, Χατζηθανάσης) ούτε παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, εφόσον δεν εξομοιώνονται πλήρως οι χορηγούμενοι από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ημεδαπής τίτλοι, με τους ανωτέρω τίτλους τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, οι οποίοι χορηγούνται, κατόπιν τριετούς διάρκειας σπουδών, από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών. Συγκεκριμένα, αφενός, η ανωτέρω διαδικασία περιορίζεται στην αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναµίας” των τίτλων, όχι δε και της ακαδημαϊκής αξίας τους· αφετέρου, κατά την κρίση του για την αναγνώριση της “επαγγελματικής ισοδυναµίας” το ΣΑΕΠ προβαίνει σε συγκριτική εξέταση των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με τους χορηγούμενους από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών τίτλους και των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία. Η διαδικασία αυτή συγκριτικής εξέτασης παρέχει στο ΣΑΕΠ τη δυνατότητα να βεβαιώνεται, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι με το αλλοδαπό δίπλωμα πιστοποιούνται, όσον αφορά τον κάτοχό του, γνώσεις και προσόντα, αν όχι όμοια, τουλάχιστον ισοδύναμα προς τα πιστοποιούμενα με το εθνικό δίπλωμα· εάν από τη σύγκριση προκύπτει μερική μόνον αντιστοιχία, το ΣΑΕΠ μπορεί να αξιώσει από τον ενδιαφερόμενο να αποδείξει ότι απέκτησε με άλλο τρόπο τις γνώσεις και τα προσόντα που του έλειπαν ή, εφόσον τούτο δεν αποδεικνύεται προσηκόντως, να τον υποβάλει σε γραπτή δοκιμασία, κατά το άρθρο 57Α του π.δ. 38/2010 και την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού υ.α. 48066/ΙΑ/2014.
9. Επειδή, όπως συνάγεται από τις οικείες διατάξεις του π.δ. 38/2010, όταν η αρμόδια για την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας αρχή διαπιστώσει ότι ορισμένο επάγγελμα είναι “νομοθετικώς ρυθμιζόμενο” κατά την έννοια του διατάγματος αυτού, και είναι, συνεπώς, εφαρμοστέες οι διατάξεις για τα “νομοθετικώς ρυθμιζόμενα” επαγγέλματα, οφείλει να κρίνει το υποβαλλόμενο από τον ενδιαφερόμενο αίτημα με βάση την οδηγία 2005/36/ΕΚ και τις σχετικές εθνικές ρυθμίσεις, χωρίς να παρέχεται στην περίπτωση αυτή δυνατότητα εφαρμογής των προϋποθέσεων και της διαδικασίας αναγνώρισης των άρθρων 1 παρ. 2, 2 παρ. 3 και 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010. Κατά συνέπεια, απαιτείται να προσδιορίζεται κάθε φορά από τον ενδιαφερόμενο η συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα την οποία επιδιώκει να ασκήσει με την αναγνώριση του τίτλου του, ώστε το ΣΑΕΠ να εφαρμόσει είτε τις διατάξεις του π.δ. 38/2010 για τα “νομοθετικώς ρυθμιζόμενα” επαγγέλματα, εφόσον επιδιώκεται από τον ενδιαφερόμενο η άσκηση ορισμένου “νομοθετικώς ρυθμιζόμενου” επαγγέλματος, είτε τις διατάξεις του αυτού διατάγματος που αφορούν την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων στις λοιπές, μη καταλαμβανόμενες από την οδηγία 2005/36/ΕΚ, περιπτώσεις.
10. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών υπέβαλε στο ΣΑΕΠ την ….2013 αίτηση για αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας του τίτλου σπουδών “Bachelor of Arts in Business Admin…ration”, ο οποίος του απονεμήθηκε από το University of …, που είναι αναγνωρισμένο από τις αρμόδιες εθνικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης. Ο εκκαλών απέκτησε τον επίμαχο τίτλο σπουδών ως εξής: Ενεγράφη στις 13.7.1990 στο πρόγραμμα “Διοίκηση Επιχειρήσεων” του … [… ….] …, το οποίο κατά το χρονικό εκείνο διάστημα λειτουργούσε στην Ελλάδα ως εργαστήριο ελευθέρων σπουδών, χωρίς να έχει συνάψει σύμβαση δικαιόχρησης με το University of …. Κατά τα έτη 1990-1991 [Α έτος] και 1991-1992 [Β έτος] παρακολούθησε στην Ελλάδα διετές πρόγραμμα σπουδών στο … …, στη συνέχεια δε, για την ακαδημαϊκή περίοδο 1992-1993, ενεγράφη απευθείας στο δεύτερο έτος σπουδών [Επίπεδο 5] του τριετούς προγράμματος φοίτησης του University of …, αφού ελήφθησαν υπόψη από το βρετανικό πανεπιστήμιο οι προαναφερθείσες διετείς σπουδές του εκκαλούντος στο … …, οι οποίες θεωρήθηκαν από το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα, σύμφωνα με τους κανονισμούς του, ως ισοδύναμες με το πρώτο έτος σπουδών [Επίπεδο 4] του σχετικού προγράμματος [βλ. σχετική βεβαίωση: “[DS] … was accepted as a Direct Entrant onto the second year (Level 5) of the programme of study, on the basis of the prior learning acquired at another educational institution considered equivalent to the first year (Level 4) of the University of … degree programme of study and this prior learning was assessed for admission purposes in accordance with the University’s Policies and Regulations”]. Κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1992-1993 και 1993-1994 ο εκκαλών παρακολούθησε, αντιστοίχως, το δεύτερο και το τρίτο έτος σπουδών του τριετούς προγράμματος φοίτησης [three year full-time course] του University of … στην Ελλάδα, στο κέντρο σπουδών … … το οποίο, κατά τα δύο αυτά έτη 1992-1993 και 1993-1994, λειτουργούσε υπό το καθεστώς συμφωνίας δικαιόχρησης, που είχε συνάψει με το εν λόγω βρετανικό πανεπιστήμιο για το πρόγραμμα “Διοίκηση Επιχειρήσεων”. Όπως αναφέρεται σε σχετική βεβαίωση του πανεπιστημίου του …, το ως άνω πρόγραμμα σπουδών “σχεδιάσθηκε και ανήκει” στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, συνήφθη δε σύμβαση δικαιόχρησης με το … … για την απονομή τίτλων στην Αθήνα, με εκμάθηση στην ελληνική γλώσσα και από το διδακτικό προσωπικό του …. Βάσει της σύμβασης αυτής, το … ήταν υπεύθυνο για την καθημερινή διαχείριση του προγράμματος, που οδηγούσε στην απόκτηση του τίτλου σπουδών “Bachelor of Arts in Business Administration”, η διασφάλιση δε της ποιότητας του προγράμματος ανήκε στην αρμοδιότητα του University of …. Ειδικότερα, κατά την οικεία βεβαίωση: “Το Πανεπιστήμιο καθορίζει τους κανονισμούς αξιολόγησης, είναι αρμόδιο για την εξέταση των φοιτητών του Κολλεγίου …, εγκρίνει όλα τα γραπτά εξετάσεων και ορίζει τον Πρόεδρο της Επιτροπής Εξετάσεων, όπως επίσης διορίζει και τους εξωτερικούς εξεταστές. Επιπροσθέτως, το Πανεπιστήμιο έχει την συνολική ευθύνη για την διατήρηση των ακαδημαϊκών προτύπων για να εγγυηθεί ότι το επίπεδο που απέκτησαν οι φοιτητές του Κολλεγίου … συμβαδίζει με αυτό που απέκτησαν οι φοιτητές που σπουδάζουν στο Πανεπιστήμιο. Οι απόφοιτοι του Κολλεγίου … απολαύουν καθεστώτος ισοτιμίας με όλους τους άλλους απόφοιτους από το Πανεπιστήμιο του …” [βλ. τις προσκομισθείσες βεβαιώσεις του University of …]. Στο … … χορηγήθηκε άδεια ίδρυσης εκπαιδευτηρίου μεταλυκειακής μη τυπικής εκπαίδευσης-κολλεγίου, με την …/… υπουργική απόφαση (Β΄ 1532), δυνάμει των διατάξεων του ανωτέρω ν. 3696/2008. Το ΣΑΕΠ, με την απόφαση …2014, απέρριψε την ως άνω αίτηση του εκκαλούντος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 3 και του άρθρου 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010, όπως ήδη ίσχυαν, και με την αιτιολογία ότι το University of … είναι μεν αναγνωρισμένο ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, ο εκκαλών, όμως, δεν είχε πραγματοποιήσει τρία έτη φοίτησης σε ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά μόνο δύο έτη, ήτοι τα ακαδημαϊκά έτη 1992-1994. Όπως συνάγεται από την απόφαση του ΣΑΕΠ, το Συμβούλιο θεώρησε ότι οι σπουδές του εκκαλούντος στο … … κατά τη διετία 1990-1992 δεν είχαν πραγματοποιηθεί σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Έκρινε δε ότι ο εκκαλών δεν υπαγόταν στις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010, σύμφωνα με τις οποίες “νοείται ως ‘τίτλος τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης’ ο αναγνωρισμένος τίτλος τουλάχιστον τριετούς διάρκειας σπουδών και φοίτησης, όταν πρόκειται για πτυχίο πρώτου κύκλου σπουδών … που απονέμεται από ίδρυμα τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης”. Ενδικοφανής προσφυγή του εκκαλούντος κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε σιωπηρώς από το ΣΑΕΠ, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου από την υποβολή της. Ακολούθως, ο εκκαλών άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής του και η αίτηση έγινε δεκτή με την 722/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι “το ΣΑΕΠ δεν είχε δικαίωμα να ελέγξει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες χορηγήθηκε ο ένδικος τίτλος από το εκπαιδευτικό ίδρυμα του Ηνωμένου Βασιλείου, δεδομένου ότι αυτό εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εν λόγω κράτους, βάσει της δικής του νομοθεσίας που διέπει το εκπαιδευτικό του σύστημα”, αλλά “έπρεπε να ελέγξει εάν ο τίτλος αυτός είναι συγκρίσιμος, βάσει της εκπαίδευσης και του περιεχομένου των γνώσεων που πιστοποιεί, με αντίστοιχους τίτλους, που απονέμονται στην Ελλάδα, με αντικείμενο σπουδών στη ‘Διοίκηση Επιχειρήσεων’ (Business Administration), σε περίπτωση δε που έκρινε, ότι υπάρχει … δυνατότητα σύγκρισης των δύο τίτλων σπουδών, αλλά αυτοί αφορούν σε ουσιωδώς διαφορετικούς τομείς γνώσεων, μπορούσε να επιβάλει αντισταθμιστικά μέτρα …”. Έφεση του Δημοσίου κατά της ανωτέρω 722/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε με την 178/2023 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
11. Επειδή, εξ άλλου, κατόπιν της 722/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, εκδόθηκε η …./6.7.2018 πράξη του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων. Το Συμβούλιο, αφού συνέκρινε το πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιώς [ΠΑΠΕΙ] για το ακαδημαϊκό έτος 2017-2018, με το πρόγραμμα σπουδών προς απόκτηση του απονεμηθέντος στον εκκαλούντα τίτλου “Bachelor of Arts in Business Administration” του University of …, διαπίστωσε ότι οι πιστοποιούμενες, βάσει του προσκομισθέντος πτυχίου, σπουδές παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές, σε σχέση με τις σπουδές που απαιτούνται στην Ελλάδα, σε εννέα [υποχρεωτικά] γνωστικά αντικείμενα-μαθήματα, συγκεκριμένα δε στα εξής: 1. Διαχείριση περιβάλλοντος. 2. Διοίκηση ανθρώπινου παράγοντα. 3. Συμπεριφορά καταναλωτή. 4. Τεχνικές ανάλυσης διοικητικών αποφάσεων. 5. Διαχείριση τεχνολογίας και καινοτομίας. 6. Ανάλυση κόστους. 7. Βιομηχανικό Μάρκετινγκ. 8. Διαχείριση Χαρτοφυλακίου και 9. Διαχείριση Κινδύνου. Ενόψει τούτου, το ΣΑΕΠ αποφάσισε: (α) την ανάκληση της ήδη ακυρωθείσας από το Διοικητικό Εφετείο προγενέστερης 8/2014 απόφασης και (β) την υποβολή του εκκαλούντος σε γραπτή δοκιμασία στα προαναφερθέντα εννέα γνωστικά αντικείμενα. Κατά του δεύτερου σκέλους της νέας αυτής απόφασης του ΣΑΕΠ ο εκκαλών άσκησε ενδικοφανή προσφυγή, που απορρίφθηκε σιωπηρώς, ακολούθως δε, άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής και κατά της απόφασης … του ΣΑΕΠ. Η αίτηση ακυρώσεως απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη. Ειδικότερα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 57Α του π.δ. 38/2010, το ΣΑΕΠ δύναται να απαιτεί την υποβολή σε γραπτή δοκιμασία, εφόσον η διάρκεια της εκπαίδευσης εκείνου που επιδιώκει την αναγνώριση του τίτλου του υπολείπεται της απαιτούμενης στην Ελλάδα, εν προκειμένω δε, “η εκπαίδευση του αιτούντος υπολείπεται της τετραετούς φοιτήσεως που απαιτείται στην Ελλάδα και … ο αιτών δεν είχε διδαχθεί τα [επίμαχα] μαθήματα”. Περαιτέρω, η εκκαλουμένη απέρριψε τον προβληθέντα με την αίτηση ακυρώσεως λόγο, ότι το ΣΑΕΠ μη νομίμως αγνόησε την επαγγελματική εμπειρία του αιτούντος, που είχε αποκτηθεί μετά τη λήψη του πτυχίου του με συμμετοχή σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και συμμετοχή σε επαγγελματικές οργανώσεις· το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι με τον λόγο αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση της Διοίκησης ως προς το περιεχόμενο των σπουδών του ενδιαφερομένου.
12. Επειδή, από την εκκαλουμένη και τα εκτεθέντα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών υπέβαλε στο ΣΑΕΠ το αίτημα αναγνώρισης της “επαγγελματικής ισοδυναμίας” του τίτλου “Bachelor of Arts in Business Administration” προσδιορίζοντας ειδικότερα την επαγγελματική δραστηριότητα στην οποία θέλει να αποκτήσει πρόσβαση με την αναγνώριση του τίτλου αυτού· ούτε προκύπτει, εξ άλλου, ότι το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε κατ’ επίκληση της οδηγίας 2005/36/ΕΚ και των διατάξεων του π.δ. 38/2010 για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην εθνική έννομη τάξη, προκειμένου ο εκκαλών να ασκήσει στην Ελλάδα ορισμένο νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, όπως το επάγγελμα του λογιστή-φοροτεχνικού [βλ. π.δ. 340/1998 (Α΄ 228)], ή άλλο μη νομοθετικώς κατοχυρωμένο “οικονομολογικό επάγγελμα”, όπως η “Διοίκηση Επιχειρήσεων” [βλ. π.δ. 475/1991 (Α΄ 176), βλ. και ΣτΕ 1372/2016]. Ενόψει τούτων και δοθέντος ότι τόσο η πράξη του ΣΑΕΠ όσο και η εκκαλουμένη εκδόθηκαν με την παραδοχή εφαρμογής των διατάξεων του π.δ. 38/2010 για αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, τα τιθέμενα στην κρινόμενη υπόθεση ζητήματα αφορούν, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην επόμενη σκέψη, την ερμηνεία των άρθρων 1 παρ. 2, 2 παρ. 3 και 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010, την ερμηνεία, δηλαδή, των διατάξεων του διατάγματος αυτού για την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ανωτέρω οδηγίας [βλ. και ΣτΕ 178/2023].
13. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι, ως προς το ζήτημα, αν είναι ληπτέα υπόψη ή όχι από το ΣΑΕΠ η επαγγελµατική εμπειρία του αιτούμενου την αναγνώριση τίτλου σπουδών, δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2, 2 παρ. 3 και 3 παρ. 5 του π.δ. 38/2010, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 57Α του ιδίου διατάγματος, δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτώς διότι ως προς το ανωτέρω ζήτημα, που συναρτάται με την κρίση της εκκαλουμένης για τη συνεκτίμηση της επαγγελματικής εμπειρίας κατά τη διαδικασία αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλου σπουδών, δεν υφίσταται πράγματι νομολογία.
14. Επειδή, σύμφωνα με την εκτεθείσα στη σκέψη 6 νομολογία, οι αρμόδιες αρχές κράτους-μέλους, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και τη σχετική πείρα του ενδιαφερομένου, όταν προβαίνουν σε συγκριτική εξέταση μεταξύ, αφενός, των ικανοτήτων που πιστοποιούνται με αυτά τα διπλώματα και την πείρα και, αφετέρου, των γνώσεων και προσόντων που απαιτούνται από την εθνική νομοθεσία για τη χορήγηση αδείας άσκησης ορισμένης επαγγελματικής δραστηριότητας (βλ. τις αποφάσεις στις υποθέσεις Haim, Fernández de Bobadilla, Hocsman, Dreessen, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Morgenbesser, Brouillard κ.ά.). Η εκκαλουμένη απέρριψε προβληθέντα λόγο ακυρώσεως για μη λήψη υπόψη από το ΣΑΕΠ της επαγγελματικής εμπειρίας και των συναφών δικαιολογητικών που είχε επικαλεσθεί ο ενδιαφερόμενος δεχθείσα, σιωπηρώς, ερμηνεία αντίθετη προς την οικεία κρίσιμη νομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτός ο ανωτέρω λόγος εφέσεως και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη. Ακολούθως, το Δικαστήριο πρέπει να δικάσει (άρθρο 64 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989) την αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος-αιτούντος, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής ….). Πρέπει δε να γίνει δεκτός ο αντίστοιχος με τον γενόμενο δεκτό κατ’ έφεση λόγος ακυρώσεως και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη σιωπηρή απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής του εκκαλούντος-αιτούντος, στην οποία ενσωματώθηκε η … απόφαση του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων. Περαιτέρω, μετά την κατά τα άνω ακύρωση, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο ήδη αρμόδιο Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας (ΑΤΕΕΝ) του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων [βλ. άρθρο 169 του ν. 4635/2019 (Α΄ 167/30.10.2019)], προκειμένου το όργανο αυτό, μετά από αξιολόγηση όλων των στοιχείων του διοικητικού φακέλου και αφού συνεκτιμήσει δεόντως την τυχόν επαγγελματική εμπειρία του εκκαλούντος, να εκφέρει νέα, νομίμως και πλήρως αιτιολογημένη κρίση ως προς το ζήτημα της υποβολής του εκκαλούντος σε γραπτή δοκιμασία. Οίκοθεν νοείται δε ότι, προκειμένου να εκφέρει την κρίση του το ΑΤΕΕΝ κατ’ ενάσκηση της αρμοδιότητάς του, να διαγνώσει δηλαδή, εν πρώτοις, εάν εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του π.δ. 38/2010 που αφορούν την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων στις λοιπές μη καταλαμβανόμενες από την οδηγία 2005/36/ΕΚ περιπτώσεις, και όχι οι διατάξεις του αυτού διατάγματος για τα “νομοθετικώς ρυθμιζόμενα” επαγγέλματα, και, εφόσον κριθεί ότι εφαρμοστέες είναι πράγματι οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 2 παρ. 3, 3 παρ. 5 και 57Α του π.δ. 38/2010, να αποφανθεί αιτιολογημένα εάν απαιτείται γραπτή δοκιμασία και να καθορίσει, επίσης αιτιολογημένα, τα αντικείμενα της γραπτής δοκιμασίας, πρέπει να αποσαφηνισθεί η συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα την οποία επιδιώκει να ασκήσει ο εκκαλών με την αναγνώριση του τίτλου του.
Δια ταύτα
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την 1584/2019 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Δικάζει την αίτηση ακυρώσεως και τη δέχεται.
Ακυρώνει τη σιωπηρή απόρριψη της ενδικοφανούς προσφυγής του εκκαλούντος-αιτούντος, στην οποία ενσωματώθηκε η προσβληθείσα με την προσφυγή αυτή …/6.7.2018 απόφαση του Συμβουλίου Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων.
Αναπέμπει την υπόθεση στο Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας (ΑΤΕΕΝ) του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για νέα αιτιολογημένη κρίση, κατά το αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση των παραβόλων της έφεσης και της αίτησης ακυρώσεως.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος-αιτούντος, που ανέρχεται σε χίλια εννιακόσια πενήντα έξι (1380+576=1956) ευρώ και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Μαρτίου 2022
Ο Πρόεδρος
Δημήτριος Σκαλτσούνης
Η Γραμματέας
Ελένη Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Φεβρουαρίου 2023.
Η Πρόεδρος
Ευαγγελία Νίκα
Η Γραμματέας
Ελένη Γκίκα