Δεν στερείται εννόμου συμφέροντος ο φερόμενος ως ιδιοκτήτης εκτάσεως να προσβάλει με αίτηση ακυρώσεως πράξη με την οποία κηρύσσεται αυτή ως αναδασωτέα, στην περίπτωση που η έκταση περιληφθεί σε αναρτημένους δασικούς χάρτες κατά των οποίων εκκρεμούν αντιρρήσεις ασκηθείσες από αυτόν ενώπιον της Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων. Και τούτο, αφενός μεν διότι η μερική κύρωση δασικού χάρτη, κατά το άρθρο 17 του ν. 3889/2010, δεν αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα όσον αφορά εκτάσεις οι οποίες κατά την ανάρτηση του δασικού χάρτη είχε μεν θεωρηθεί ότι είχαν δασικό χαρακτήρα, ωστόσο ως προς αυτές ασκήθηκαν παραδεκτώς αντιρρήσεις, αφετέρου δε διότι με την άσκηση της ως άνω αίτησης ακυρώσεως κωλύεται η συναγωγή τεκμηρίου νομιμότητας ως προς την προσβληθείσα πράξη αναδάσωσης με αποτέλεσμα να παρίσταται λυσιτελής και η εξέταση των εκκρεμών αντιρρήσεων κατά του αναρτηθέντος δασικού χάρτη από τις αρμόδιες Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων. Ο ως άνω λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Λόγος έφεσης ότι η εκκαλούμενη απόφαση ευρίσκεται σε αντίθεση με αποφάσεις του ΣτΕ ως προς το εάν απαιτείται ο προσδιορισμός του χρόνου εκχέρσωσης για τη νομιμότητα της πράξης αναδάσωσης και σε αντίθεση με απόφαση του ΣτΕ για το ζήτημα εάν απαιτείται ο προσδιορισμός του ποσοστού δασοκάλυψης για τη νομιμότητα της πράξης αναδάσωσης. Με τον ως άνω λόγο εφέσεως δεν τίθεται ζήτημα ερμηνείας κανόνα δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, αλλά πλήσσεται η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου κατά την υπαγωγή της υποθέσεως στον εφαρμοστέο κανόνα, δηλαδή πλήσσεται η ορθότητα, πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως για τον δασικό και άρα αναδασωτέο χαρακτήρα της επίδικης έκτασης σε σχέση και με την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του εφετείου. Από τυχόν δε πλημμέλεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, που συνδέεται με το πραγματικό της υποθέσεως, και τυχόν εσφαλμένο χαρακτηρισμό ως προς τη φύση της εκτάσεως, δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση προς την νομολογία, που να καθιστά παραδεκτό τέτοιο λόγο εφέσεως, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως. Ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Απορρίπτει την Έφεση του Δημοσίου.
Αριθμός 1382/2022
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Μαρτίου 2022, με την εξής σύνθεση: Π. Καρλή, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριά της Αντιπροέδρου, που είχαν κώλυμα, Μ. Σωτηροπούλου, Ρ. Γιαννουλάτου, Σύμβουλοι, Δ. Πυργάκης, Α. Σπανού, Πάρεδροι. Γραμματέας η Γ. Σιμάτη.
Για να δικάσει την από 3 Δεκεμβρίου 2018 έφεση:
του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο οποίος παρέστη με τη Μαγδαληνή Καραγεώργου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά των: 1………………………., κατοίκου Αθηνών ………… και 2. ……………… κατοίκου Ν. Κόσμου …………………. οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο Χριστίνα Καραγιαννίδου (Α.Μ. 23701), που τη διόρισαν με πληρεξούσια,
και κατά της υπ’ αριθμ. 854/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιες των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Α. Σπανού.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης έφεσης δεν απαιτείται κατά νόμον η καταβολή παραβόλου.
2. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της 854/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως των εφεσιβλήτων και ακυρώθηκε η ./25.1.2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής (Δ΄ 35), κατά το μέρος αυτής με το οποίο είχε συμπεριληφθεί έκταση, συνολικού εμβαδού χιλίων δεκατριών (1.013,00) τετραγωνικών μέτρων, φερομένης συνιδιοκτησίας τους, στη θέση «ΜΠΑΛΛΑ-ΛΙΜΕΡΙ ΝΤΑΒΕΛΗ» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Δροσιάς Αττικής, ήδη της Δημοτικής Ενότητας Δροσιάς Δήμου Διονύσου.
3. Επειδή, με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/2010) προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) δεύτερο εδάφιο, το οποίο, εν συνεχεία, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016) ως εξής: «Η έφεση επιτρέπεται, μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου.
Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση».
Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της εφέσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλούμενης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (ΣτΕ, Α.Π., Ελ Σ) ή του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. (ΣτΕ 2594/2019, 1462/2018, 2706/2016 κ.ά.).
4. Επειδή, από την εκκαλουμένη απόφαση και τα στοιχεία του φακέλου, ιδίως από την ./Π.Ε./10.3.2016 έκθεση απόψεων του Δασάρχη Πεντέλης προς το δικάσαν διοικητικό εφετείο, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ./25.1.2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής από τη συνολικά καείσα κατά την πυρκαγιά της 21ης – 24ης Αυγούστου 2009 έκταση, εμβαδού 85.001,747 στρεμμάτων, που εμπίπτει στα όρια ευθύνης του Δασαρχείου Πεντέλης, όπως αυτή απεικονίζεται με μπλε οριογραμμή στα επισυναπτόμενα αποσπάσματα χαρτών Γ.Υ.Σ. (6436/3,4,5,6,7,8, 6437/3,5,7, 6446/2,4,5,6,7,8, και 6447/1,3,5,7) που συνοδεύουν αυτήν, κηρύχθηκαν αναδασωτέες λόγω πυρκαγιάς, αλλά και λόγω παράνομης εκχέρσωσης: Α) δημόσιες, ιδιωτικές, δημόσιες διακατεχόμενες, δάση και δασικές εκτάσεις συνολικού εμβαδού 4.477,429 στρεμμάτων, που βρίσκονται εντός των ορίων των Δήμων Μαραθώνα, Αγίου Στεφάνου, Σταμάτας, Ροδόπολης, Δροσιάς, Νέας Μάκρης, Πικερμίου, Παλλήνης, Ανθούσας, Διονύσου, Κηφισιάς, Γέρακα, Νέας Πεντέλης και Πεντέλης του Νομού Αττικής, οι οποίες απεικονίζονται με πράσινο χρώμα (δάση και δασικές εκτάσεις κατά την ημέρα της πυρκαγιάς), πράσινο με μαύρη διαγράμμιση (εποικιστικές εκτάσεις, που έφεραν δασική βλάστηση την ημέρα της πυρκαγιάς), καφέ (δασωθέντες αγροί) και πράσινο με μπλε διαγράμμιση (άλση – πάρκα) και Β) εκτάσεις συνολικού εμβαδού 439,823 στρεμμάτων, που απεικονίζονται στα ως άνω διαγράμματα των χαρτών με κόκκινο χρώμα, κόκκινο με μαύρη διαγράμμιση, καφέ με μαύρη διαγράμμιση, οι οποίες δεν έφεραν μεν δασική βλάστηση κατά την ημέρα της πυρκαγιάς, αλλά άλλαξαν παράνομα χρήση (εκχερσώθηκαν), εξαιρούμενης και μη προσμετρούμενης της έκτασης που σκιαγραφείται με κόκκινο χρώμα και διαγράμμιση συνεχούς και στικτής μαύρης γραμμής εναλλάξ, εμβαδού 29,502 στρεμμάτων, που απεικονίζεται στο συμπληρωματικό απόσπασμα Γ.Υ.Σ 6436/8. Περαιτέρω, στην παράγραφο Γ (περίπτ. 2) της ως άνω απόφασης αναφέρεται ότι εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, από την αναδάσωση εκτάσεις ευρισκόμενες εντός της οριογραμμής της καείσας έκτασης, που απεικονίζονται με μπλε χρώμα στα ως άνω διαγράμματα και είναι τα εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια, συνολικού εμβαδού 180,079 στρεμμάτων. Η απόφαση αυτή αναδάσωσης ερείδεται στην 8370/16.11.2009 πρόταση κήρυξης έκτασης ως αναδασωτέας του Δασάρχη Πεντέλης, καθώς και στην από 16.11.2009 εισηγητική έκθεση Δασολόγων του Δασαρχείου Πεντέλης. Όπως αναφέρεται στο σώμα της απόφασης αυτής, σκοπός της κήρυξης των αναφερομένων εκτάσεων ως αναδασωτέων είναι «η διατήρηση του δασικού χαρακτήρα αυτών, ο αποκλεισμός της διάθεσής τους για άλλη χρήση και η αποκατάσταση της καταστραφείσας από την πυρκαγιά της 21ης – 24ης Αυγούστου 2009 δασικής βλάστησης και των εν μέρει παρανόμων εκχερσώσεων αυτής, αποτελούμενης από δάσος χαλεπίου πεύκης και υπόροφο βλάστηση αείφυλλων πλατύφυλλων (πρίνους, σχίνους και αγριελιές) καθώς και νεαρής ηλικίας πευκοδάσος, του οποίου η βλάστηση μετά από τις πυρκαγιές παρελθόντων ετών είχε αρχίσει να αποκαθίσταται με φυσική αναγέννηση, όπως και η εξασφάλιση της ισορροπίας του φυσικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης σε αυτό και της υφιστάμενης πανίδας που απαντάται στις περιοχές αυτές και των βιοτόπων αυτής». Εξάλλου, σύμφωνα με την Δ.Υ./16.11.2009 εισήγηση των δασολόγων του Δασαρχείου Πεντέλης, κατόπιν φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών των ετών 1937, 1938, 1945, 1960, 1967, 1978, 1988, 1993 και 2001 και ορθοφωτοχαρτών των ετών 2004, 2008 και 2009, προέκυψε ότι τα τμήματα που απεικονίζονται με πράσινο χρώμα ήσαν κατά τα έτη 1937 – 1939 και παραμένουν μέχρι σήμερα (ημερομηνία πυρκαγιάς) δάσος χαλεπίου πεύκης με υπόροφο αειφύλλων – πλατυφύλλων (μέσο ποσοστό εδαφοκάλυψης άνω του 25%, ποσοστό ανωρόφου άνω του 20%), τα δε τμήματα που απεικονίζονται με κόκκινο χρώμα ήσαν δασικά (δάσος πεύκης με υπόροφο αειφύλλων – πλατυφύλλων) κατά το παρελθόν (κατά τα έτη 1937 – 1938) και σήμερα εκχερσωμένα, ενώ με το ίδιο χρώμα (κόκκινο) απεικονίζονται εκτάσεις, που είχαν δασική μορφή έως το 1978 και εκχερσώθηκαν, ακολούθως, μεταξύ των ετών 1978 και 2008. Όπως αναφέρεται στην ως άνω από 10.3.2016 έκθεση απόψεων του Δασάρχη Πεντέλης προς το δικάσαν διοικητικό εφετείο, για τον προσδιορισμό της επίδικης έκτασης προσκομίσθηκε από τους εφεσιβλήτους στο Δασαρχείο Πεντέλης με την ./28.9.2015 αίτησή τους απόσπασμα του Εθνικού Κτηματολογίου με ΚΑΕΚ . και ακολούθως, η επίμαχη έκταση τοποθετήθηκε, σύμφωνα με τον πίνακα συντεταγμένων κορυφών του Ελληνικού Γεωδαιτικού Συστήματος Αναφοράς (Ε.Γ.Σ.Α.), στο απόσπασμα πινακίδας του χάρτη της Γ.Υ.Σ. 6436/8 (κλ. 1:5000), που προσαρτάται στην ./25.1.2010 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής περί κήρυξης αναδάσωσης. Κατά τον κρίσιμο χρόνο της πυρκαγιάς, η ένδικη έκταση απεικονίζεται στο ανωτέρω απόσπασμα πινακίδας με κόκκινο χρωματισμό (ως εκχερσωμένη κατά την ημέρα της πυρκαγιάς). Σύμφωνα με την ίδια έκθεση απόψεων: α) οι εκτάσεις με κόκκινο χρωματισμό για πρώτη φορά κηρύσσονται αναδασωτέες με την προσβαλλόμενη απόφαση, β) ο δασικός χαρακτήρας της επίδικης έκτασης, στο σύνολό της, προκύπτει από το γεγονός ότι αφενός στον αναρτημένο Δασικό Χάρτη της Δημοτικής Κοινότητας Δροσιάς του Δήμου Διονύσου απεικονίζεται ως τμήμα ευρύτερης έκτασης με κωδικό ΔΑ00049, αφετέρου στο υπόμνημα του Δασικού Χάρτη χαρακτηρίζεται ως δάσος, δασική έκταση στις αεροφωτογραφίες παλιότερων ετών και ως άλλης μορφής/κάλυψης έκταση στις αεροφωτογραφίες πρόσφατης λήψης, καθώς και σε αυτοψίες, γ) για την επίδικη έκταση έχουν ασκηθεί αντιρρήσεις ενώπιον των αρμόδιων Επιτροπών του άρθρου 18 του ν. 3889/2010, έως την περαίωση δε της ως άνω διαδικασίας διαχειρίζεται και προστατεύεται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας (σχετ. οικ. 1197/1.4.2013 και 4813/29.10.2013 αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής περί κύρωσης και τροποποίησης κύρωσης του Δασικού Χάρτη της Δημοτικής Κοινότητας Δροσιάς του Δήμου Διονύσου) και δ) η ένδικη έκταση «έχει συμπεριληφθεί στη Δήλωση του Ν. 2308/1995 για τις δασικές εκτάσεις, στα πλαίσια του Εθνικού Κτηματολογίου για τον Ο.Τ.Α. Δροσιάς» (νυν Δημοτική Κοινότητα Δροσιάς του Δήμου Διονύσου)». Οι εφεσίβλητοι άσκησαν κατά της ως άνω πράξης αναδάσωσης αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ε. 2990/2010), η οποία διαβιβάσθηκε λόγω αρμοδιότητας στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών (άρθρα 47 και 50 του ν. 3900/2010, Α΄ 213) με πράξη του Προέδρου του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου. Με την αίτηση ακυρώσεως, όπως συμπληρώθηκε με τα από 28.9.2015 και από 12.9.2016 δικόγραφα προσθέτων λόγων, οι εφεσίβλητοι προέβαλαν ότι η προσβαλλόμενη πρέπει να ακυρωθεί, λόγω εσφαλμένης αναγραφής στο προοίμιο αυτής του τεύχους της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως στο οποίο δημοσιεύθηκε ο ν. 3621/2007. Το δικάσαν εφετείο απέρριψε το λόγο ακυρώσεως με την αιτιολογία ότι η, εκ παραδρομής, εσφαλμένη αναγραφή στο σώμα της προσβαλλόμενης πράξεως του τεύχους της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, στο οποίο δημοσιεύθηκε ο ανωτέρω νόμος, δεν επιδρά στο κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, απέρριψε το λόγο ακυρώσεως κατά τον οποίο η επίμαχη έκταση έχει δηλωθεί στο Κτηματολόγιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2380/1995, αναφερόμενος προφανώς στο ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο διότι οι διατάξεις, κατ’ εφαρμογή των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, έχουν εφαρμογή τόσο επί δημοσίων, όσο και επί ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων. Οι εφεσίβλητοι προέβαλαν, στη συνέχεια, ότι η διοίκηση με εσφαλμένη αιτιολογία, άλλως κατά πλάνη περί τα πράγματα περιέλαβε την ως άνω έκταση, ιδιοκτησίας τους, στην προσβαλλόμενη πράξη και, ειδικότερα, στις περιοχές με κόκκινο χρωματισμό, οι οποίες κατά την ημέρα της πυρκαγιάς δεν ήταν δάση ή δασικές εκτάσεις, αλλά είχαν παράνομα εκχερσωθεί. Ειδικότερα, προέβαλαν ότι από την εισηγητική έκθεση των δασολόγων του Δασαρχείου Πεντέλης δεν προκύπτει ότι διενεργήθηκε αυτοψία από τη Δασική Αρχή μετά την πυρκαγιά της 21ης-24ης Αυγούστου 2009 για τη διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος της καταστροφής των εκτάσεων, που, κατά την άποψη της Διοίκησης, αποτελούσαν δάσος και εμπίπτουν στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Αντίθετα, αφενός η περιοχή, που εμπίπτει εντός των ορίων ευθύνης του Δασαρχείου Πεντέλης, οριοθετήθηκε από τα αρμόδια όργανα επί χάρτου και χαρακτηρίστηκε ως «συνολικά καείσα έκταση», αφετέρου οι επιμέρους εκτάσεις εντός αυτής, κατηγοριοποιήθηκαν βάσει αεροφωτογραφιών ετών λήψης 1937, 1938, 1945, 1960, 1967, 1978, 1993 και 2001 καθώς και ορθοφωτοχαρτών των ετών 2004, 2008 και 2009. Μάλιστα, η δασοκάλυψη αυτής αναφέρεται σε πολύ παρωχημένο χρόνο (1938), ενώ στους κτηματικούς χάρτες του έτους 1983 αναφέρεται ως αγροτική έκταση. Ισχυρίσθηκαν, επιπλέον, ότι από τα ζεύγη αεροφωτογραφιών των ετών 1945 (Φ. 201-94 και Φ. 201-95) και 1960 (Φ. R.7-677 και R.7-678) προκύπτει, σύμφωνα με την προαποδεικτικώς προσκομισθείσα έκθεση φωτοερμηνείας ότι η επίμαχη έκταση είναι γεωργική και αποτελεί τμήμα ευρύτερης περιοχής, που έχει ήδη αστικοποιηθεί, μόνη δε παρέμβαση στην επίμαχη έκταση είναι εκείνη, στην οποία προέβη ο δικαιοπάροχος τους ………………………. του ………………., δυνάμει της 1103/1970 άδειας του Γραφείου Πολεοδομίας του Υπουργείου Δημοσίων Έργων και συνίσταται στην περίφραξη αυτής με συρματόπλεγμα. Το δικάσαν δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τα ανωτέρω δεδομένα, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη πράξη, καθ’ό μέρος αφορά την επίμαχη έκταση, συνολικού εμβαδού 1.013,00 τ.μ., είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, διότι η διοίκηση, ούτε στην από 16.11.2009 εισήγηση – που αποτελεί και την αιτιολογία της κήρυξης της επίμαχης εκτάσεως ως αναδασωτέας – αλλά ούτε και στην από 10.3.2016 έκθεση απόψεων προσδιορίζει επακριβώς τον χρόνο εκχέρσωσης αυτής, μάλιστα δε, δεν θέτει καν ορισμένο χρονικό πλαίσιο ετών, εντός των οποίων αυτή πραγματοποιήθηκε. Τούτο, όμως, έχει, κατά το δικάσαν δικαστήριο, ως συνέπεια να μην μπορεί να διακριβωθεί, είτε ότι ήταν δάσος πεύκης με υπόροφο αειφύλλων – πλατυφύλλων, κατά τα έτη 1937 -1938 και κατά την ημέρα της πυρκαγιάς ήταν ήδη εκχερσωμένη έκταση, είτε ότι είχε δασική μορφή έως το έτος 1978 και εκχερσώθηκε μεταξύ των ετών 1978 και 2008. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει το ποσοστό της δασικής βλάστησης, που προσέδιδε στην επίδικη έκταση, τόσο κατά το παρελθόν, όσο και κατά το χρόνο που εκδηλώθηκε η πυρκαγιά, δασική μορφή. Με τις σκέψεις αυτές, το δικάσαν εφετείο έκανε δεκτή την αίτηση ακυρώσεως και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που με αυτήν κηρύχθηκε αναδασωτέα η επίμαχη έκταση, ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων.
5. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι οι εφεσίβλητοι κατά το χρόνο συζήτησης της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του διοικητικού εφετείου στερούνταν του απαιτούμενου, κατ’ άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 εννόμου συμφέροντος, καθ’ όσον, και υπό την εκδοχή ακυρώσεως με την εκκαλουμένη της πράξης αναδάσωσης, η επίμαχη έκταση εξακολουθεί να φέρει δασικό χαρακτήρα και να διαχειρίζεται ως δασική έκταση, εφ’ όσον η επίδικη έκταση απεικονιζόταν στους αναρτημένους δασικούς χάρτες ως τμήμα ευρύτερης δασικής έκτασης και μέχρι την εκδίκαση των σχετικών αντιρρήσεων αυτή διαχειρίζεται και προστατεύεται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Προκειμένου να θεμελιωθεί η παραδεκτή άσκηση της κρινόμενης εφέσεως, σύμφωνα με το οριζόμενα στο άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3900/2010, προβάλλεται ότι ως προς το ζήτημα εάν ο αιτών στερείται εννόμου συμφέροντος για την ακύρωση της πράξης αναδάσωσης στην περίπτωση που η έκταση, την οποία αφορά η αναδάσωση, περιλαμβάνεται σε αναρτημένους δασικούς χάρτες και εκκρεμούν αντιρρήσεις ασκηθείσες από τον αιτούντα ενώπιον της Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
6. Επειδή, το δικάσαν δικαστήριο εξέτασε το αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης πράξης και ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη πράξη αναδάσωσης, αφού έλαβε υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη έκταση είχε αποτυπωθεί στον αναρτημένο Δασικό Χάρτη της Δημοτικής Κοινότητας Δροσιάς του Δήμου Διονύσου ως τμήμα ευρύτερης έκτασης με κωδικό ΔΑ00049, και ότι για την επίδικη έκταση έχουν ασκηθεί αντιρρήσεις ενώπιον των αρμόδιων Επιτροπών του άρθρου 18 του ν. 3889/2010. Η εξέταση του βασίμου της αιτήσεως ακυρώσεως εμπεριέχει αναγκαίως και τη σιωπηρή κρίση ότι οι αιτούντες και ήδη εφεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον κατά το άρθρο 47 του π.δ. 18/1989 για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της πράξης αναδάσωσης. Επομένως, ο ισχυρισμός του Δημοσίου προβάλλεται βασίμως από την άποψη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και ισχύει, διότι, πράγματι, κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της κρινομένης εφέσεως δεν υπήρχε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ανωτέρω νομικό ζήτημα, η δε 2399/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία επιλύθηκε ρητώς το ζήτημα αυτό δημοσιεύθηκε μετά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, αυτόν, δηλαδή, της άσκησης της κρινόμενης εφέσεως (ΣτΕ 2556/2014 7μ., 1167/2020, 319/2019, 520/2019). Ειδικότερα, με την 2399/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 13 έως και 19 του ν. 3889/2010 «… Κύρωση Δασικών Χαρτών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 182), όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, μόνη η παραδεκτή άσκηση αντιρρήσεων κατά του αναρτηθέντος δασικού χάρτη αποκλείει την κύρωσή του κατά το αμφισβητούμενο με αυτές μέρος πριν από την εξέταση των αντιρρήσεων αυτών. Κατά συνέπεια, δασικός χάρτης που κυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 3889/2010, δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνει, ως δασικού χαρακτήρα, εκτάσεις ως προς τις οποίες έχουν ασκηθεί παραδεκτές αντιρρήσεις, πριν από την ολοκλήρωση της εξετάσεώς τους (ΣτΕ 1458/2018 σκ. 5, 1412/2019 σκ. 4). Περαιτέρω, από τις αυτές ως άνω διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις πάγιες διατάξεις για την κήρυξη ως αναδασωτέων εκτάσεων που καταστρέφονται ή αποψιλώνονται [άρθρα 117 παρ. 3 του Συντ., 38 και 41 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο], όπως οι διατάξεις αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (βλ ΣτΕ 1855-8/2019, 1412/2019, 2369/2018, 1028/2017, 1182/2016, 3624/2014, κ.α.), προκύπτει ότι οι ΕΠ.Ε.Α. δεσμεύονται, κατά τον χαρακτηρισμό εκτάσεως, από τις πράξεις αναδάσωσης, όταν αυτές καλύπτονται από το τεκμήριο νομιμότητας, δεδομένου ότι ο χαρακτήρας μιας έκτασης ως αναδασωτέας αρκεί αφ’ εαυτού για την υπαγωγή της στη δασική νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 998/1979. Βάσει των ανωτέρω, δεν στερείται εννόμου συμφέροντος ο φερόμενος ως ιδιοκτήτης εκτάσεως να προσβάλει με αίτηση ακυρώσεως πράξη με την οποία κηρύσσεται αυτή ως αναδασωτέα, στην περίπτωση που η έκταση περιληφθεί σε αναρτημένους δασικούς χάρτες κατά των οποίων εκκρεμούν αντιρρήσεις ασκηθείσες από αυτόν ενώπιον της Επιτροπής Εξέτασης Αντιρρήσεων. Και τούτο, αφενός μεν διότι η μερική κύρωση δασικού χάρτη, κατά το άρθρο 17 του ν. 3889/2010, δεν αναπτύσσει έννομα αποτελέσματα όσον αφορά εκτάσεις οι οποίες κατά την ανάρτηση του δασικού χάρτη είχε μεν θεωρηθεί ότι είχαν δασικό χαρακτήρα, ωστόσο ως προς αυτές ασκήθηκαν παραδεκτώς αντιρρήσεις, αφετέρου δε διότι με την άσκηση της ως άνω αίτησης ακυρώσεως κωλύεται η συναγωγή τεκμηρίου νομιμότητας ως προς την προσβληθείσα πράξη αναδάσωσης με αποτέλεσμα να παρίσταται λυσιτελής και η εξέταση των εκκρεμών αντιρρήσεων κατά του αναρτηθέντος δασικού χάρτη από τις αρμόδιες Επιτροπές Εξέτασης Αντιρρήσεων. Ως εκ τούτου, η ως άνω εμμέσως συναγόμενη κρίση του διοικητικού εφετείου στηρίχθηκε σε ορθή ερμηνεία του άρθρου 47 του π.δ. 18/1989, σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί κύρωσης των δασικών χαρτών και περί διαδικασίας αναδάσωσης και ο ως άνω λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
7. Επειδή, με τον δεύτερο λόγο εφέσεως προβάλλεται ότι η εκκαλουμένη, με την οποία ακυρώθηκε μερικώς η προσβληθείσα απόφαση αναδάσωσης με την αιτιολογία ότι ελλείπει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ο ακριβής προσδιορισμός του χρόνου εκχέρσωσης ή καταστροφής της δασικής βλάστησης και το ποσοστό δασοκάλυψης της επίδικης έκτασης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 117 του Συντάγματος και την παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 998/1979 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του νόμου αυτού. Σε σχέση με την συνδρομή των όρων του άρθρου 58 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (άρθρο 12 παρ. 2 ν. 3900/2010, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15 παρ. 3 ν. 4446/2016) το Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει ότι η εκκαλουμένη απόφαση ευρίσκεται σε αντίθεση με τις 1495/2015 και 3939/2006 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ζήτημα εάν απαιτείται ο προσδιορισμός του χρόνου εκχέρσωσης για τη νομιμότητα της πράξης αναδάσωσης και, περαιτέρω, ότι η εκκαλουμένη βρίσκεται σε αντίθεση με την 2959/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το ζήτημα εάν απαιτείται ο προσδιορισμός του ποσοστού δασοκάλυψης για τη νομιμότητα της πράξης αναδάσωσης.
8. Επειδή, το δικάσαν εφετείο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 117 παρ. 3 του Συντάγματος και των άρθρων 38 παρ. 1, 41 παρ. 1 και 3 του ν. 998/1979, κατέληξε στην κρίση ότι «…κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπει η ως άνω συνταγματική διάταξη, η δε απόφαση κήρυξης της αναδάσωσης πρέπει να αιτιολογείται ως προς τον χαρακτηρισμό της έκτασης ως δάσους ή δασικής έκτασης, η αιτιολογία, όμως, αυτή, μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου», κρίση η οποία είναι σύμφωνη με την ερμηνεία των ίδιων διατάξεων από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 4555/2015, 1686/2015, 1495/2015 κ.ά.). Εξάλλου, με τον ως άνω λόγο εφέσεως δεν τίθεται ζήτημα ερμηνείας κανόνα δικαίου, κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, αλλά πλήσσεται η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου κατά την υπαγωγή της υποθέσεως στον εφαρμοστέο κανόνα, δηλαδή πλήσσεται η ορθότητα, πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως για τον δασικό και άρα αναδασωτέο χαρακτήρα της επίδικης έκτασης σε σχέση και με την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του εφετείου. Από τυχόν δε πλημμέλεια της αιτιολογίας της εκκαλουμένης αποφάσεως, που συνδέεται με το πραγματικό της υποθέσεως, και τυχόν εσφαλμένο χαρακτηρισμό ως προς τη φύση της εκτάσεως, δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση προς την νομολογία, που να καθιστά παραδεκτό τέτοιο λόγο εφέσεως, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως (πρβλ. ΣτΕ 2315/2021, 678, 1462/2018, 3246/2017). Επομένως, ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
9. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη έφεση.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 24 Μαρτίου 2022
Η Προεδρεύoυσα Σύμβουλος Η Γραμματέας
Π. Καρλή Γ. Σιμάτη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Ιουνίου 2022.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Ε´ Τμήματος
Μ. Γκορτζολίδου Δ. Τετράδη