ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
ΑΠΟΦΑΣΗ 909/2021
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Παρασκευή Ψυχογυιού, Πρόεδρο Εφετών, Σπυρίδωνα Γεωργουλέα, Δημήτριο Μάκο – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Μαρία Αναγνωστοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 15η Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πλάτωνα Νιάδη, με δήλωση κατ’ αρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των εφεσιβλήτων: 1) …., ως συνδίκου της τελούσας σε πτώχευση ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …., η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως, 2) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …., νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε διά των πληρεξούσιων δικηγόρων της Νικολάου Κανελλόπουλου και Φέλκελ Χέννινγκ – Φρεντ – Βέρνερ.
Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατατέθηκε η από 30.1.2015 αγωγή της εκκαλούσας εμπεριεχόμενη σε δικόγραφο τιτλοφορούμενο «Τριατανακοπή» με αρ. κατ. ……/30.1.2015. Η αγωγή συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 11.11.2015 ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, το οποίο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 286/2016 απόφασή του, με την οποία ως προς το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση μέρος κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον της Α’ Σύνθεσης του 3ου Πολιτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, ως αποκλειστικά αρμόδιου για την εκδίκαση υποθέσεων και εθνικών σημάτων. Ακολούθως, η υπόθεση θεωρήθηκε επαναφέρθηκε για συζήτηση με την υπ’ αριθ. …/59/10.1.2018 κλήση ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου, εκδοθείσας της υπ’ αριθ. 87/2020 απόφασης αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η πρωτοδίκως ενάγουσα με την από 24.2.2020 έφεσή της με αρ. κατ. ……5/26.2.2020 (αρ. προσδ. εφετείου …/…/5.3.2020).
Για την έφεση αυτή ορίστηκε δικάσιμος η 21.5.2020 οπότε και η συζήτηση ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13.3.2010 μέχρι 31.5.2020, εισάγεται δε αυτεπαγγέλτως για συζήτηση με την υπ’ αριθ. …/10.9.2020 πράξη του Προϊσταμένου του Τριμελούς Συμβουλίου Δ/νσης του Εφετείου Αθηνών, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά του πινακίου και συζητήθηκε, αφού ακούσθηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εφεσίβλητης, οι οποίοι ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του μέσω των προτάσεών του, που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Σύμφωνα με το Ν. 4690/2020 «ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΣ Γ: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Άρθρο 74 Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης 1… 2. Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 1.7.2020 έως 15.7.2020 ή από 1.9.2020 έως 15.9.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα. 3… 4. Με την επιφύλαξη των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ στον πρώτο και δεύτερο βαθμό, όπως και στον Άρειο Πάγο, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2020 έως 15.9.2020, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο αρμόδιος δικαστής κατανέμει χρονικά εντός της αυτής ημέρας τις εγγεγραμμένες στο πινάκιο ή έκθεμα υποθέσεις και ο καταμερισμός αυτός με πρωτοβουλία του γραμματέα γνωστοποιείται ακολούθως, και πάντως το αργότερο την προηγούμενη της δικασίμου εργάσιμη ημέρα, στους διαδίκους ή στους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και προσθέτως στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους, εφόσον είναι γνωστή, ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα. Στις υποθέσεις αυτές παρέχεται η δυνατότητα αναβολής ατελώς και χωρίς τις δεσμεύσεις του άρθρου 241 ΚΠολΔ. Η αναβολή μπορεί να δοθεί και χωρίς παράσταση των πληρεξούσιων δικηγόρων στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο ή έκθεμα κατά την ημέρα της δικασίμου, εφόσον οι δικηγόροι αυτοί διατυπώσουν σχετικό αίτημα σε κοινή ανέκκλητη δήλωσή τους, κατά την παρ. 2 του άρθρου 242 ΚΠολΔ και κατ’ απόκλιση της παρ. 2 του άρθρου 115 ΚΠολΔ, η οποία υποβάλλεται στην οικεία γραμματεία του δικαστηρίου μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου το αργότερο μέχρι τη δωδεκάτη ώρα της προηγούμενης της δικασίμου εργάσιμης ημέρας. 5. Στις ίδιες υποθέσεις, εφόσον όλοι οι διάδικοι δεν επιθυμούν να εξετάσουν κατά τη συζήτηση των υποθέσεων μάρτυρα, μπορούν να το δηλώσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το αργότερο μέχρι τη δωδεκάτη ώρα της προηγούμενης της δικασίμου εργάσιμης ημέρας, προκειμένου η συζήτηση της υπόθεσής τους να τεθεί στην αρχή του πινακίου ή εκθέματος. Η ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και για τη συζήτηση των υποθέσεων της παρ. 3…».
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει αφενός ότι παρατείνεται το δικαστικό έτος (2020) μειουμένου αντίστοιχα του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών για το έτος αυτό κατά τα διαστήματα από 1η έως και τις 15 Ιουλίου 2020 και από την Γ1 έως και τις 15 Σεπτεμβρίου 2020, αφετέρου δε ότι κατά παρέκκλιση της πρακτικής που ακολουθήθηκε στο παρελθόν σε περιπτώσεις διακοπής της λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω εκλογών, θεομηνιών κλπ., με τη § 2 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 καθιερώνεται ως κανόνας η οίκοθεν επαναφορά των υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής. Η διαδικασία επαναφοράς των υποθέσεων γίνεται αποκλειστικά με πρωτοβουλία του δικαστηρίου και κατά το πρότυπο του άρθρου 237 § 4 ΚΠολΔ. Επίδοση κλήσης δεν απαιτείται, ούτε άλλη ενέργεια εκ μέρους του διαδίκου. Στο μέτρο που ο νόμος δεν διακρίνει η ρύθμιση εφαρμόζεται χωρίς διάκριση ως προς το είδος της διαδικασίας. Καταλαμβάνονται, επομένως και υποθέσεις ειδικών διαδικασιών, εκούσιας δικαιοδοσίας και ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον η συζήτησή τους ματαιώθηκε στο διάστημα 13.3.2020-31.5.2020. Για τη διευκόλυνση των διαδίκων προβλέπεται η δυνατότητα γνωστοποίησης της νέας δικασίμου με πρωτοβουλία του γραμματέα και στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των διαδίκων. Πρόκειται πάντως για διακριτική ευχέρεια και όχι υπηρεσιακό καθήκον, ώστε η παράλειψή της να μην προκαλεί ακυρότητα. Αυτονόητη προϋπόθεση για την ακώλυτη εφαρμογή της επαναφοράς κατά την § 2 αποτελεί η προηγούμενη έγκαιρη επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης. Εφόσον αυτή δεν έχει συντελεσθεί ο διάδικος οφείλει να επισπεύσει την επίδοσή του μετά την άρση της αναστολής. Η ρύθμιση κατατείνει στη διευκόλυνση των διαδίκων και στην εξοικονόμηση της δαπάνης επαναπροσδιορισμού της ματαιωθείσας υπόθεσης που θα βάραινε κανονικά τον επιμελέστερο διάδικο. Δεν θέτει εκποδών πάντως τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να κλητεύσουν τον αντίδικο και μέσω των μεθόδων επίδοσης των άρθρων 122 επ ΚΠολΔ. Στην τελευταία περίπτωση οι γραμματείες των δικαστηρίων οφείλουν να χορηγούν πιστοποιητικό για τη νέα δικάσιμο, ώστε ο επιμελέστερος διάδικος να μπορεί να ολοκληρώσει την κλήτευση και μέσω δικαστικού επιμελητή. Σύμφωνα με την § 2 εδ. α’ η συζήτηση των υποθέσεων που ματαιώθηκαν τοποθετείται κατά προτεραιότητα στο διάστημα μεταξύ 1.7.2020 έως 15.7.2020 και από 1.9.2020 έως 15.9.2020. Η ρύθμιση υλοποιεί και εξειδικεύει την επέκταση του δικαστικού έτους που θεσπίσθηκε με το άρθρο 18 Ν. 4684/2020. Οι υποθέσεις μπορούν να προσδιορίζονται είτε στις αρχήθεν προβλεπόμενες δικασίμους των θερινών τμημάτων εκάστου δικαστηρίου, είτε στις δικασίμους που θα προσδιορισθούν με πρωτοβουλία των διευθυνόντων τα δικαστήρια σύμφωνα με το Άρθρο 2 Άρθρο τριακοστό τέταρτο του ν. 4690/2020 (άρθρο 34 της ΠΝΠ της 1.5.2020), κατά το οποίο τα τμήματα εκάστου δικαστηρίου και ο τρόπος συγκρότησής τους, ο αριθμός των δικασίμων και των υποθέσεων κάθε μίας δικασίμου, καθώς και η κατανομή των υποθέσεων στα τμήματα ορίζονται με πράξη του οργάνου διοίκησης εκάστου δικαστηρίου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των οριζόμενων για τα θέματα αυτά στον Κανονισμό του. Κατά τη ρητή πρόβλεψη της § 2 εδ. α’ η υλοποίηση του επαναπροσδιορισμού των υποθέσεων στο διάστημα 1.7.2020 έως 15.7.2020 και 1.9.2020 έως 15.9.2020 χωρεί κατά προτεραιότητα. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να νοηθεί ότι η πρόβλεψη έχει χαρακτήρα κατευθυντήριας αρχής. Προσδιορισμός των υποθέσεων σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα δεν προκαλεί ακυρότητα και κατά μείζονα λόγο δεν δικαιολογεί προβληματισμούς ως προς την προσήκουσα συγκρότηση του δικαστηρίου. Η διατύπωση της ρύθμισης δεν αποκλείει τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για τον ορισμό κατά προτίμηση δικασίμου στον επαναπροσδιορισμό σύμφωνα με το άρθρο 226 § 5 ΚΠολΔ. Η διαδικασία της § 2, εφαρμόζεται και στην περίπτωση της επαναφοράς υποθέσεων της παλαιάς τακτικής διαδικασίας που αναβάλλονται υποχρεωτικά σύμφωνα με την § 3 (βλ. Καλαβρός, Τσαντίνης, Γιαννόπουλος Ενημερωτικό Σημείωμα για τις ρυθμίσεις της υπ’ αρ. 316/27.5.2020 τροπολογίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης επί του ΣχΝ του Υπουργείου Υγείας για την Κύρωση της από 13.4.2020 ΠΝΠ «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 κ.λ.π., ειδικά κεφ. 3 Επαναφορά των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά το διάστημα 13.3.2020-31.5.2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθ. …/10.9.2020 πράξη του Προϊσταμένου του Τριμελούς Συμβουλίου Δ/νσης του Εφετείου Αθηνών, νόμιμα επανεισάγεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη διαλαμβανόμενα, η από 24.2.2020 με αρ. κατ. ……5/26.2.2020 (αρ. προσδ. εφετείου …/…/5.3.2020) έφεση της ενάγουσας, με την οποία πλήττεται η υπ’ αριθμ. 87/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, η οποία απέρριψε την από 30.1.2015 αγωγή της εκκαλούσας, εμπεριεχόμενη σε δικόγραφο τιτλοφορούμενο «Τριατανακοπή» με αρ. κατ. ……/30.1.2015. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ο εισηγητής εμπρόθεσμα, καθώς από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτει ότι αυτή ασκήθηκε από την εκκαλούσα εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495 παρ. 1,499, 500, 511,513,516, 517, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης σ’ αυτήν, σύμφωνα με τη σχετική αναφορά στο δικόγραφο των προτάσεών της έγινε στις 27.1.2020, γεγονός μη αμφισβητούμενο από τις εφεσίβλητες, εκ του οποίου συνάγεται ότι συνομολογείται η συγκεκριμένη επίδοση, η δε άσκηση (κατάθεση) της εφέσεως στη Γραμματεία του εκδόσαντος, την ως άνω απόφαση Δικαστηρίου, έγινε κατά τα ανωτέρω στις 26.2.2020, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (αρθρ. 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7- 2011, 511, 513 παρ. 1 περ. β’, 516 παρ.1, 517 ΚΠολΔ). Η εκκαλούσα, εξάλλου, κατέβαλε το νόμιμο παράβολο σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚπολΔ (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/6-7-2012, με έναρξη ισχύος από 2.4.2012 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο 3 του ν. 4335/2015 και εκ νέου το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 – όπως αναριθμήθηκε η ως άνω παρ. 4 του εν λόγω άρθρου -, με τα άρθρα 35.2 και 45 του ν. 4446/2016 με έναρξη ισχύος από 23.1.2017), όπως προκύπτει από σχετική επισημείωση του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών επί του εφετηρίου. Επομένως, η έφεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρ 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία όπως και πρωτοδίκως.
II. α. ο Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου της 26.2.2009 «για το κοινοτικό σήμα» (εφεξής «Κανονισμός»), όπως ίσχυε το επίδικο χρονικό διάστημα, όριζε τα εξής: «ΤΜΗΜΑ 4 Το κοινοτικό σήμα ως αντικείμενο κυριότητας Άρθρο 16 Εξομοίωση του κοινοτικού σήματος με το εθνικό σήμα 1. Εκτός αντιθέτου διατάξεως των άρθρων 17 έως 24, το κοινοτικό σήμα ως αντικείμενο κυριότητας, θεωρείται στο σύνολό του και για το σύνολο του κοινοτικού εδάφους, ως εθνικό σήμα καταχωρισμένο στο κράτος μέλος στο οποίο, σύμφωνα με το μητρώο κοινοτικών σημάτων: α) ο δικαιούχος έχει την έδρα ή την κατοικία του κατά την κρίσιμη ημερομηνία β) εάν δεν εφαρμόζεται το στοιχείο α), ο δικαιούχος έχει εγκατάσταση κατά την κρίσιμη ημερομηνία. 2. Όσον αφορά τις περιπτώσεις που δεν προβλέπονται στην παράγραφο 1, το κράτος μέλος που αναφέρεται στην εν λόγω παράγραφο είναι το κράτος μέλος όπου εδρεύει το Γραφείο. 3. Εάν περισσότερα του ενός πρόσωπα έχουν εγγραφεί στο μητρώο κοινοτικών σημάτων ως συνδικαιούχοι, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στον πρώτο αναγραφόμενο δικαιούχο· άλλως, εφαρμόζεται στους επόμενους συνδικαιούχους με τη σειρά της εγγραφής τους. Αν η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται σε κανέναν από τους συνδικαιούχους, εφαρμόζεται η παράγραφος 2. Άρθρο 17 Μεταβίβαση 1. Το κοινοτικό σήμα δύναται να μεταβιβαστεί, για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί, ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της επιχείρησης. 2. Η μεταβίβαση της επιχείρησης στο σύνολό της συνεπάγεται και τη μεταβίβαση του κοινοτικού σήματος, εκτός αν, σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη μεταβίβαση, υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή αυτό προκύπτει σαφώς από τις περιστάσεις. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στη συμβατική υποχρέωση μεταβίβασης της επιχείρησης. 3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, η εκχώρηση του κοινοτικού σήματος ενεργείται εγγράφως και η σύμβαση πρέπει να υπογράφεται από τους συμβαλλόμενους, εκτός αν προκύπτει από δικαστική απόφαση· εν ελλείψει, η εκχώρηση είναι άκυρη. … 5. Μετά από αίτηση ενός των συμβαλλομένων, η μεταβίβαση σημειώνεται στο μητρώο και δημοσιεύεται. 6. Εφόσον η μεταβίβαση δεν έχει σημειωθεί στο μητρώο, ο διάδοχος δεν μπορεί να προβάλει δικαιώματα που απορρέουν από την καταχώριση του κοινοτικού σήματος.
7. Όταν υπάρχουν προθεσμίες που πρέπει να τηρηθούν έναντι του Γραφείου, ο διάδοχος μπορεί να υποβάλει στο Γραφείο τις προβλεπόμενες προς τούτο δηλώσεις, αφ’ ης στιγμής τούτο παρέλαβε την αίτηση καταχώρισης της μεταβίβασης. 8. Όλα τα έγγραφα που χρήζουν κοινοποίησης στον δικαιούχο του κοινοτικού σήματος, σύμφωνα με το άρθρο 79, απευθύνονται στο πρόσωπο το οποίο έχει καταχωρισθεί με την ιδιότητα του δικαιούχου. … Άρθρο 21 Διαδικασία αφερεγγυότητας 1. Η μόνη διαδικασία αφερεγγυότητας στην οποία μπορεί να συμπεριληφθεί ένα κοινοτικό σήμα είναι εκείνη που κινήθηκε στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ο οφειλέτης έχει το κύριο κέντρο των συμφερόντων του. … 2. Σε περίπτωση κοινού δικαιώματος ενός κοινοτικού σήματος, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται στο μερίδιο του συνδικαιούχου. 3. Όταν κοινοτικό σήμα συμπεριλαμβάνεται σε διαδικασία αφερεγγυότητας, σχετική σημείωση καταχωρίζεται στο μητρώο και δημοσιεύεται στο δελτίο κοινοτικών σημάτων που προβλέπεται από το άρθρο 89, κατ’ αίτηση της αρμόδιας εθνικής αρχής. Άρθρο 22 Άδεια χρήσης 1. Είναι δυνατόν να παραχωρηθούν άδειες χρήσης κοινοτικού σήματος για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχει καταχωρισθεί και για το σύνολο ή τμήμα της Κοινότητας. Οι άδειες χρήσης μπορεί να είναι αποκλειστικές ή μη αποκλειστικές. …
5. Η παραχώρηση ή η μεταβίβαση άδειας χρήσης κοινοτικού σήματος σημειώνεται στο μητρώο και δημοσιεύεται, κατ’ αίτηση ενός των συμβαλλομένων. Άρθρο 23 Αποτελέσματα έναντι τρίτων 1. Οι δικαιοπραξίες που αφορούν κοινοτικό σήμα στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 17,19 και 22, παράγουν αποτελέσματα έναντι τρίτων σε όλα τα κράτη μέλη μόνον μετά την εγγραφή τους στο μητρώο. Εντούτοις, παράγουν αποτελέσματα και πριν από την εγγραφή τους, έναντι των τρίτων οι οποίοι απέκτησαν μεν δικαιώματα επί του σήματος μετά την ημερομηνία της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, ήταν όμως εν γνώσει αυτής κατά την ημερομηνία κτήσης των δικαιωμάτων τους. 2. Η παράγραφος 1 δεν ισχύει έναντι προσώπου το οποίο αποκτά κοινοτικό σήμα ή δικαίωμα επί κοινοτικού σήματος κατόπιν μεταβίβασης ολόκληρης της επιχείρησης ή με άλλο είδος καθολικής διαδοχής. … 4. Μέχρι να τεθούν σε ισχύ μεταξύ των κρατών μελών κοινές διατάξεις για την πτώχευση, τα αποτελέσματα έναντι τρίτων πτωχευτικής ή άλλης ανάλογης διαδικασίας διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το πρώτον κινήθηκε η διαδικασία αυτή σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή τις οικείες εφαρμοστέες συμβάσεις. … Άρθρο 87 Μητρώο κοινοτικών σημάτων Το Γραφείο τηρεί μητρώο, το οποίο καλείται μητρώο κοινοτικών σημάτων, όπου σημειώνονται όλα τα στοιχεία των οποίων η καταχώριση ή η μνεία προβλέπεται από τον παρόντα κανονισμό ή τον εκτελεστικό κανονισμό. Το μητρώο είναι στη διάθεση του κοινού για έρευνα». Ταυτόσημο περιεχόμενο είχαν οι διατάξεις των άρθρων 17, 21, 22, 23 και 83 του προϊσχύσαντος Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1993 «για το κοινοτικό σήμα».
β. Ο ν.4072/2012, με τον οποίο καταργήθηκε ο προϊσχύσας νόμος 2239/1994 «Περί Σημάτων» ορίζει τα εξής: Άρθρο 131 «Μεταβίβαση 1. Το δικαίωμα στο σήμα ή στην αίτηση κατάθεσης (δήλωση) μπορεί να μεταβιβασθεί, εν ζωή ή αιτία θανάτου, για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία έχει κατατεθεί ή καταχωρισθεί, ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της επιχείρησης. 2. Η μεταβίβαση της επιχείρησης στο σύνολό της συνεπάγεται και τη μεταβίβαση του σήματος εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή αυτό προκύπτει σαφώς από τις περιστάσεις. 3. Η συμφωνία για τη μεταβίβαση είναι έγγραφη. Έχει ισχύ έναντι των τρίτων μόνο μετά την καταχώρισή της στο μητρώο σημάτων. 4. Όταν μεταβιβάζεται σήμα κατά το χρονικό διάστημα που η υπόθεση είναι εκκρεμής ενώπιον της Υπηρεσίας Σημάτων ή της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων ή του Συμβουλίου της Επικράτειας, ο ειδικός ή ο καθολικός διάδοχος δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση. 5…», Άρθρο 132 «Άδεια χρήσης 1. Επιτρέπεται η παραχώρηση αποκλειστικής ή μη χρήσης του εθνικού ή διεθνούς με ισχύ στην Ελλάδα σήματος για μέρος ή το σύνολο των καλυπτόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών και για το σύνολο ή τμήμα της Ελληνικής Επικράτειας. Η συμφωνία για την παραχώρηση άδειας χρήσης σήματος είναι έγγραφη. Είτε ο δικαιούχος, με δήλωσή του είτε ο αδειούχος, με εξουσιοδότηση του δικαιούχου, ζητούν την καταχώριση της παραχώρησης στο μητρώο σημάτων. … 2. Ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα κατά του αδειούχου που παραβιάζει διατάξεις της σύμβασης για την παραχώρηση άδειας χρήσης σχετικά με: α) τη διάρκεια της άδειας, β) τη μορφή, με την οποία μπορεί, σύμφωνα με την καταχώριση, να χρησιμοποιηθεί το σήμα, γ) το είδος των προϊόντων ή των υπηρεσιών, για τις οποίες έχει παραχωρηθεί η άδεια, δ) την περιοχή, μέσα στην οποία επιτρέπεται η χρήση του σήματος, ε) την ποιότητα των προϊόντων που κατασκευάζει ή των υπηρεσιών που παρέχει ο αδειούχος. … 4. Τις αξιώσεις επί προσβολής του σήματος ασκεί αυτοτελώς και ο αδειούχος χρήσης σήματος, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος. Εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά, ο αποκλειστικός αδειούχος μπορεί, και χωρίς τη συναίνεση του δικαιούχου, να ασκήσει αυτοτελώς τις αξιώσεις επί προσβολής σήματος όταν ο τελευταίος, μολονότι ειδοποιήθηκε για την προσβολή του σήματος, δεν ασκεί τις αξιώσεις του σε εύλογο χρονικό διάστημα. …», Άρθρο 133 «Εμπράγματα δικαιώματα – Αναγκαστική εκτέλεση – Πτωχευτική διαδικασία … 3. Το σήμα ανήκει στην πτωχευτική περιουσία.4. Οι πράξεις της προηγούμενης παραγράφου επί του σήματος εγγράφονται στο μητρώο σημάτων, σε περίπτωση δε πτώχευσης και ύστερα από αίτηση του συνδίκου.», Άρθρο 134 «Για την καταχώριση εθνικού σήματος κατατίθεται δήλωση (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V) στη Διεύθυνση Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (Υπηρεσία Σημάτων) του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.», Άρθρο 137 «Εξέταση της δήλωσης 1. Η δήλωση λαμβάνει αριθμό, ημερομηνία και ώρα κατάθεσης. Καταχωρίζεται στο μητρώο σημάτων και αναρτάται στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου.2. Για κάθε δήλωση κατάθεσης δημιουργείται ηλεκτρονική καρτέλα, το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και η οποία κατ’ ελάχιστο περιέχει τα εξής στοιχεία: αριθμό δήλωσης, ημερομηνία και ώρα κατάθεσης της δήλωσης, αποτύπωση του σήματος, ονοματεπώνυμο του καταθέτη και επί νομικών προσώπων την επωνυμία αυτών, καθώς και αναφορά, με χρονολογική σειρά, στις αποφάσεις που εκδίδονται επί της δήλωσης κατάθεσης, τις ανακοπές, προσφυγές, αιτήσεις έκπτωσης και ακυρότητας που κατατίθενται και τις αποφάσεις που εκδίδονται επ’ αυτών, καθώς και αναφορά στις πράξεις που εγγράφονται επί του σήματος, των οποίων η ανάρτηση στο διαδικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου προβλέπεται από τις επί μέρους διατάξεις.», Άρθρο 147 Καταχώριση – Μητρώο Σημάτων …1… 2. Το σήμα που έγινε δεκτό θεωρείται ότι καταχωρίσθηκε από την ημέρα υποβολής της δήλωσης. Στο μητρώο σημάτων σημειώνονται όλες οι νομικές μεταβολές του σήματος και του δικαιώματος επί του σήματος. 3. Το μητρώο σημάτων είναι δημόσιο. Αντίγραφα ή αποσπάσματα των εγγραφών παρέχονται σε κάθε αιτούντα. 4…». Αντίστοιχα, ο προϊσχύσας ν. 2239/1994 όριζε τα εξής: «Άρθρο 16 Παράλληλη κατάθεση – παραχώρηση άδειας χρήσεως … 2. Με έγγραφη συμφωνία που καταχωρείται μετά από απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων στα βιβλία σημάτων επιτρέπεται η αποκλειστική ή μη χρήση του σήματος για μέρος ή το σύνολο των καλυπτόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών και για το σύνολο ή τμήμα του ελληνικού εδάφους, με τον όρο ότι η χρήση του σήματος δεν δημιουργεί κινδύνους παραπλανήσεως του κοινού ούτε αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον. … Άρθρο 22 Μεταβίβαση 1. Το επί του σήματος δικαίωμα είναι μεταβιβαστό εν ζωή ή αιτία θανάτου, ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως. 2. Η μεταβίβαση χωρεί και αν το σήμα αποτελείται από όνομα φυσικών ή νομικών προσώπων. 3. Η μεταβίβαση έχει ισχύ έναντι των τρίτων μόνο μετά την καταχώριση αυτής στο βιβλίο σημάτων. Για την καταχώριση αυτή απαιτείται η προσκόμιση της σχετικής συμβάσεως και του κατά νόμο αποδεικτικού καταβολής των υπέρ του Δημοσίου τελών. … Άρθρο 24 Κατάσχεση, εκποίηση και πτώχευση … 3. Επί πτωχεύσεως του δικαιούχου του σήματος μπορεί αυτό να εκποιηθεί και αυτοτελώς».
γ. Επίσης, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4072/0212 αναφέρονται ως προς το άρθρο 131 τα ακόλουθα: «… με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου επιβεβαιώνεται η απεξάρτηση του σήματος από την επιχείρηση, επιλογή που, άλλωστε, ακολουθούσε και η αντίστοιχη παράγραφος 1 του άρθρου 22 του ν. 2239/94. Η απεξάρτηση του σήματος από την επιχείρηση έχει ως συνέπεια και ότι είναι δυνατή η αυτοτελής σύσταση εμπράγματων δικαιωμάτων επί του σήματος. Η παράγραφος 2 του άρθρου 22 του ν. 2239/1994 απαλείφθηκε ως αυτονόητη. Οι καινοτομίες που εισάγονται με τη διάταξη του άρθρου 131 είναι οι εξής: α) επιτρέπεται, εκτός του σήματος και η μεταβίβαση του δικαιώματος προσδοκίας σε κατατεθέν αλλά μη ακόμα καταχωρισθέν σήμα, γεγονός που έχει σημασία για την προτεραιότητα (παρ. 1), β) σε αντίθεση προς το μέχρι σήμερα ισχύον δίκαιο, επιτρέπεται η μερική μεταβίβαση σήματος ή της δήλωσης σήματος, εφόσον δε δημιουργείται παραπλάνηση του κοινού, ιδίως ως προς τη φύση, την ποιότητα ή τη γεωγραφική προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας (παρ. 2). Στην παράγραφο 4 [προφανώς εννοείται 3] προβλέπεται έγγραφος τύπος για τη συμφωνία μεταβίβασης, ο οποίος όμως δεν είναι συστατικός. Επίσης, η προβλεπόμενη στην ίδια διάταξη καταχώριση της συμφωνίας για τη μεταβίβαση σήματος στο βιβλίο σημάτων δεν έχει συστατικό χαρακτήρα αλλά επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία του αποκτώντος έναντι των τρίτων και των αρμόδιων αρχών …», ενώ ως προς τη διάταξη του άρθρου 133 διαλαμβάνονται τα ακόλουθα: «Το παρόν άρθρο είναι απόρροια του περιουσιακού χαρακτήρα του δικαιώματος στο σήμα και διαφοροποιείται αισθητά από τις ρυθμίσεις του ν. 2239/1994. Κατ’ αρχάς καταργείται η ρύθμιση του άρθρου 24 του ν. 2239/94, που ήταν κατάλοιπο του α.ν. 1998/1939. Πράγματι, συνέπεια της με το άρθρο 22 του ν. 2239/1994 καθιέρωσης της αρχής της ελεύθερης μεταβίβασης του σήματος, η οποία επαναλαμβάνεται στο νέο νόμο, είναι και ότι το σήμα μπορεί να είναι αντικείμενο μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης και αυτοτελούς εκποίησής του από το σύνδικο της πτώχευσης… Κατά τα λοιπά, το άρθρο 133 έχει, κυρίως, διευκρινιστικό χαρακτήρα, καθώς οι επιμέρους διαδικασίες καλύπτονται από τις γενικές διατάξεις του Αστικού, Πτωχευτικού και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η χρησιμότητά του έγκειται στη διαφάνεια του επιφέρει η προτεινόμενη ρύθμιση καθώς διευκρινίζεται ότι τα δικαιώματα που αποκτώνται επί του σήματος κατά την παράγραφο 1 εγγράφονται στο Βιβλίο σημάτων.»
δ. Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι το δικαίωμα επί σήματος της ΕΕ και επί ημεδαπού σήματος είναι ελεύθερα μεταβιβάσιμο και εκμεταλλεύσιμο [βλ. Μ. – Θ. Μαρίνο, Το νέο δίκαιο των σημάτων (άρθρα 121 επ. ν.4072/2012) – μια πρώτη εισαγωγή, ΕλλΔνη 53(2012).327, σελ. 337], η δικαιοπραξία για τη μεταβίβαση σήματος ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Κανονισμού ή του ν. 4072/2012 και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις για την εκχώρηση απαιτήσεων σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 470 ΑΚ [βλ. Μ. – Θ. Μαρίνο, Δίκαιο Διακριτικών Γνωρισμάτων, 2016, σελ. 246 – 247, Α. Γουγά στο συλλογικό έργο «Δίκαιο σημάτων» (επιμ. Ν. Ρόκα), άρθρο 22 αρ. 15, Β. Αντωνόπουλο, Η μεταβίβαση του σήματος και των ουσιαστικών διακριτικών γνωρισμάτων, 1998, σελ. 54 επ.· οι διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ τυγχάνουν εφαρμοστέες επί μεταβίβασης δικαιώματος επί σήματος της ΕΕ υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 16 του Κανονισμού], ο προβλεπόμενος στο άρθρο 131 § 3 εδ. α’ ν. 4072/2012 τύπος δεν είναι συστατικός (βλ. Μ. – Θ. Μαρίνο, ό.π., σελ. 250, ανωτέρω υπό [II γ] αιτιολογική έκθεση ν. 4072/2012), σε αντίθεση με την σύμβαση εκχώρησης δικαιώματος επί σήματος της ΕΕ, η οποία είναι άκυρη κατ’ άρθρο 17 § 3 του Κανονισμού, εάν δεν περιβληθεί τον έγγραφο τύπο (βλ. Μ. – Θ. Μαρίνο, ό.π., σελ. 385) και, ως εκ τούτου, θεωρείται σαν να μην έγινε (βλ. άρθρα 16 του Κανονισμού αναφορικά με την εξομοίωση του κοινοτικού σήματος με το εθνικό σήμα σε συνδ. με 180 ΑΚ). Πάντως, εάν η εκποιητική δικαιοπραξία είναι άκυρη για οποιονδήποτε λόγο το δικαίωμα επί του σήματος εξακολουθεί να ανήκει στον μεταβιβάζοντα, η ακυρότητα δε αυτή δεν θεραπεύεται με την καταχώριση της μεταβιβαστικής πράξης στο οικείο μητρώο (βλ. Μ. – Θ. Μαρίνο, ό.π., σελ. 251, Α.
Γουγά, ό.π., άρθρο 22 αρ. 22, Β. Αντωνόπουλο, ό.π., σελ. 65 – 66).
III. α. Περαιτέρω, στο ν. 3588/2007 «Πτωχευτικός Κώδικας», που ίσχυε το επίδικο χρονικό διάστημα, πριν την κατάργησή του με τη διάταξη του άρθρου 265 παρ. 1 του ν. 4738/2020 (ΦΕΚ Α207/27.10.2020) ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 1 «Σκοπός της πτώχευσης. Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του ή με άλλο τρόπο που προβλέπεται από σχέδιο αναδιοργάνωσης και ιδίως με τη διατήρηση της επιχείρησής του», Άρθρο 2 «1. Υποκειμενικές προϋποθέσεις 1. Πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι, καθώς και οι ενώσεις προσώπων με νομική προσωπικότητα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό». Άρθρο 16 «Πτωχευτική περιουσία. 1. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται. 2. Δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία τα κατά το κοινό δικονομικό δίκαιο ή άλλες διατάξεις ακατάσχετα ή εξαιρούμενα με ειδικές διατάξεις νόμων», Άρθρο 17 «1. Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργείς και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιοσδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου. 2…. 3…4…». Άρθρο 37 «Δικαίωμα αποχωρισμού 1. Όποιος επικαλείται εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα σε αντικείμενο που δεν ανήκει στον οφειλέτη, δικαιούται να ζητήσει τον αποχωρισμό του από την πτωχευτική περιουσία και την παράδοσή του σ’ αυτόν, με αίτησή του προς το σύνδικο. Η απόδοση από τον σύνδικο γίνεται μόνο μετά από άδεια του εισηγητή. Αν η αίτηση δεν γίνει δεκτή, η αξίωση προς αποχωρισμό ασκείται κατά του συνδίκου με βάση τις γενικές διατάξεις που ισχύουν ανάλογα με τη φύση του αντικειμένου του οποίου ζητείται ο αποχωρισμός». Από το συνδυασμό των διατάξεων των ως άνω άρθρων 16 § 1 ΠτωχΚ, 133 § 3 ν. 4072/2012 και 23 § 4 του (ΕΚ) 207/2009, προκύπτει ότι το σήμα ανήκει στην «πτωχευτική περιουσία», η οποία συμπεριλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης (Λ. Κοτσίρης, Πτωχευτικό Δίκαιο, έκδ. 2011, σ. 254-255, όπως και έκδ. 2008, σ. 221-222), όπως και τα αλλοδαπά σήματα, καταχωρισθέντα στα μητρώα άλλων χωρών (Μ. – Θ. Μαρίνο, ό.π., σελ. 286).
β. Επίσης, η διάταξη του άρθρ. 361 ΑΚ, που ορίζει ότι προς σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, σύμβαση, καθιερώνει τον κανόνα ότι η ιδιωτική αυτονομία μπορεί να παράγει ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις κατ’ αρχήν μόνο μέσω σύμβασης και δεν αρκεί αντίθετα μονομερής δικαιοπραξία, αφού το να αποκτά ένα άτομο δικαιώματα και πολύ περισσότερο υποχρεώσεις με βάση τη βούληση άλλου ατόμου και χωρίς τη δική του συναίνεση προσκρούει στην αυτοδιάθεση και στην ισότητα των πολιτών, ως συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα (άρθρ. 2§1, 4§§1 παρ. 2 και 5§1 του Συντάγματος). Συνέπεια άμεση της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που έμμεσα καθιερώνεται με την αυτή διάταξη του άρθρ. 361 ΑΚ ως έκφραση της οικονομικής ελευθερίας, που αποτελεί και αυτή ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 5§1 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 4/1998). Ελευθερία των συμβάσεων σημαίνει α) ελευθερία του ατόμου να συνάπτει ή να μη συνάπτει σύμβαση τόσο γενικά όσο και με συγκεκριμένο πρόσωπο ως αντισυμβαλλόμενο (ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου) και β) ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου της σύμβασης (ΑΠ 166/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ). Μια τέτοια σύμβαση είναι έγκυρη, εφόσον το περιεχόμενό της δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178 ΑΚ) καθορίζουν ελεύθερα τα μέρη (ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 1055/2015, ΑΠ 431/2011, ΑΠ 2120/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η δυνατότητα της ιδιωτικής βούλησης να δημιουργήσει απεριόριστο αριθμό ενοχικών δικαιωμάτων και να καθορίσει ελεύθερα το περιεχόμενό τους κατ’ εφαρμογή της ελευθερίας των συμβάσεων αποτελεί και απόρροια της σχετικής ενέργειας των ενοχικών δικαιωμάτων. Η αρχή της σχετικότητας των ενοχών σημαίνει ότι η ενοχή (ΑΚ 287) δημιουργεί προσωπικό δεσμό μεταξύ του δανειστή και του οφειλέτη, δεσμεύει μόνο αυτούς και μπορεί να προσβληθεί μόνο από αυτούς. Τρίτα πρόσωπα δεν δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις από την ενοχική σχέση, είναι «ξένα» προς αυτή. Συνεπώς, η ενέργεια της ενοχής είναι σχετική υπό την έννοια ότι αναπτύσσεται μόνο μεταξύ των μερών.
Κάθε ενοχική σχέση δημιουργείται κατ’ αρχήν με τη σύμπτωση των βουλήσεων δύο προσώπων (ΑΚ 361) και δεσμεύει μόνο τα συμβαλλόμενα πρόσωπα αναπτύσσοντας την ισχύ μόνο μεταξύ αυτών (βλ. Μ. Σταθόπουλο «Επιτομή Γεν. Ενοχ. Δικαίου 2016 σελ. 63 επ.). Κατά συνέπεια, κάθε ενοχική σχέση, που παράγεται κατά τα ως άνω, διατηρεί την αυτοτέλειά της έναντι κάθε άλλης ενοχικής σχέσης που τυχόν δεσμεύει τον έναν εκ των συμβαλλομένων από άλλη (δεύτερη, τρίτη κ.ο.κ.) ενοχική σχέση (ΤρΕφΑΘ 536/2020 αδημ.).
γ. Εξάλλου, η μεταβίβαση ημεδαπού σήματος ή σήματος της ΕΕ δύναται να τελεί υπό αναβλητική αίρεση (βλ. Μ. – Θ. Μαρίνο, ό.π., σελ. 247), όμως, η μεταβίβαση αυτή δεν μπορεί να εξαρτηθεί από το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός της κήρυξης του μεταβιβάζοντος σε πτώχευση και τούτο διότι η εν λόγω περιουσιακή διάθεση έρχεται σε αντίθεση με την απαγορευτική διάταξη της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης, με την έννοια της απαγόρευσης της διαχείρισης και διάθεσης της περιουσίας του οφειλέτη από τον ίδιο, λόγω της αυτοδίκαιης στέρησης αυτών (διαχείρισης και διάθεσης), όπως αυτή προβλέπεται στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του ν.3588/2007, ως περιουσιακή συνέπεια της πτώχευσης. Επιπροσθέτως, μετά την κήρυξη της πτώχευσης κάθε μεταβίβαση του δικαιώματος επί του σήματος είναι ανενεργή, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, ενώ χωρίς την γραπτή έγκριση του τελευταίου απαγορεύεται να καταχωρηθεί οποιαδήποτε σχετική μεταβολή στο οικείο μητρώο σημάτων. Έτσι, η πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης με το ανωτέρω περιεχόμενο προϋποθέτει την κήρυξη σε πτώχευση, η οποία, όμως, παράγει αμέσως την προαναφερόμενη περιουσιακή συνέπεια και ως εκ τούτου, πρόκειται για αναβλητική αίρεση που προσδίδει παράνομο περιεχόμενο στη δικαιοπραξία και την καθιστά άκυρη σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 174, 175 εδ. α’ (σχετ. ΤριμΕφΑΘ 1128/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ σκέψη 4), 208 § 1 και 209 ΑΚ (με τη σημείωση ότι η παρούσα σκέψη αφορά αίρεση με το συγκεκριμένο ως άνω περιεχόμενο και όχι έτερη αναβλητική τέτοια). Αντίθετη παραδοχή θα επέτρεπε την καταστρατήγηση του άρθρου 17 § 1 ΠτωχΚ από όσους έχουν πτωχευτική ικανότητα κατ’ άρθρο 2 § 1 του ίδιου Κώδικα, αφού ηρτημένης της αιρέσεως θα παρέμεναν δικαιούχοι, αποκτώντας τους καρπούς (βλ. Ράμμο σε ΕρμΑΚ 201 αριθ. 8), εμφανίζοντας αξιόχρεη περιουσία στις συναλλαγές και αντίστοιχη πιστοληπτική ικανότητα, παράλληλα, όμως, θα απομείωναν την πτωχευτική περιουσία του άρθρου 16 ΠτωχΚ και τη ματαίωση (εν μέρει ή και εν όλω) του κατ’ άρθρο 1 ΠτωχΚ ως άνω σκοπού της πτώχευσης.
δ. Η μεταβίβαση ημεδαπού σήματος ή σήματος της ΕΕ παράγει αμέσως τα αποτελέσματά της μεταξύ των συμβαλλομένων (βλ. Μ. – Θ. Μαρίνο, ό.π., σελ. 251), όπως όμως συνάγεται από τις ρητές διατάξεις των άρθρων 17 § 6, 23 § 1 εδ. α’ του Κανονισμού και 131 § 3 εδ. β’ του ν. 4072/2012, έναντι τρίτων, έχει ισχύ μόνο μετά την καταχώρισή της στο οικείο μητρώο σημάτων (βλ. και 22 § 3 εδ. α’ ν. 2239/1994). Σημειωτέον, βέβαια ότι η μη καταχωρισθείσα στο οικείο μητρώο μεταβίβαση δύναται να αντιταχθεί κατά του προσώπου που έχει ή ενδέχεται να αποκτήσει δικαιώματα επί σήματος ως αντικειμένου κυριότητας, εφόσον το τελευταίο γνώριζε την μεταβίβαση κατά τον χρόνο κτήσης του δικαιώματος (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 4ης Φεβρουάριου 2016, C-163/15, Hassan, EU:C:2016:71, σκέψεις 20 επ.). Εξ αντιδιαστολής, η σύνδεση της παραγωγής αποτελεσμάτων της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας έναντι τρίτων με την καταχώρισή της στο μητρώο έχει κατ’ ουσίαν ως σκοπό την προστασία όσων απέκτησαν καλή τη πίστει δικαιώματα επί του σήματος (βλ. τις Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα, Melchior Wathelet, της 17ης Δεκεμβρίου 2015, στην υπόθεση C-163/15, Hassan, EU:C:2015:834, σκέψη 33, Μ. – Θ. Μαρίνο, ό.π., σελ. 251, Β. Αντωνόπουλο, ό.π., σελ. 65).
ε. Ενόψει των ανωτέρω, τη φύση της πτώχευσης ως συλλογικής διαδικασίας που κατ’ άρθρο 1 ν. 3588/2007 (ΠτΚ) έχει ως σκοπό την ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του, καθώς και την ιδιότητα του συνδίκου, ο οποίος κατ’ άρθρο 17 § 1 ιδίου κώδικα από την κήρυξη της πτώχευσης ασκεί την διοίκηση (διαχείριση και διάθεση) της περιουσίας του οφειλέτη, όχι ως αντιπρόσωπός του, αλλά ως δημόσιος λειτουργός (βλ. Ε. Περάκη, Πτωχευτικό δίκαιο, 3η έκδ., 2017, σελ. 184), δεν είναι δυνατός ο κατ’ άρθρο 37 § 1 ιδίου κώδικα, αποχωρισμός του δικαιώματος κυριότητας επί σήματος, εάν κατά την κήρυξη της πτώχευσης δεν έχει ήδη καταχωρισθεί η μεταβίβαση στο οικείο μητρώο. Σε κάθε περίπτωση, ως προς τα ημεδαπά σήματα, η μεταβίβαση των οποίων καταχωρίζεται στο μητρώο μετά την πάροδο κατά μέσο όρο εξήντα (60) ημερών, η ασφάλεια των συναλλαγών και η κατοχύρωση των καλόπιστων διοικουμένων (και συναλλασσομένων), που ενήργησαν με την δέουσα επιμέλεια, επιβάλλει την αναδρομή της καταχώρισης της μεταβίβασης στον χρόνο υποβολής της σχετικής δήλωσης προς καταχώριση κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 147 § 2 εδ. α’ ν. 4072/2012, κατά την οποία το σήμα που έγινε δεκτό θεωρείται ότι καταχωρίσθηκε από την ημέρα υποβολής της δήλωσης (αρχή τις χρονικής προτεραιότητας όσον αφορά τις καταχωριστέες κατ’ άρθρο 147 § 2 εδ. β’ ν. 4072/2012 νομικές μεταβολές, βλ. ΓνΝΣΚ 240/2017 ΝΟΜΟΣ σκέψεις 2, 20 – 25).
Η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 30.1.2015 ένδικη αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εμπεριεχόμενη σε δικόγραφο τιτλοφορούμενο «Τριατανακοπή» με αρ. κατ. ……/30.1.2015 και στρεφόμενη κατά της πρώτης εφεσίβλητης με την ιδιότητά της ως συνδίκου της πτώχευσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…. Α.Ε.Β.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «… Α.Β.Ε.Ε.» εξέθεσε ότι με την υπ’ αριθ. 1142/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε σε πτώχευση η ανωτέρω εταιρεία, η οποία τυγχάνει καθολική διάδοχος της εταιρείας με την επωνυμία «… Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Ειδών Διατροφής, Αντιπροσωπειών, Τεχνικών, Τουριστικών και Ναυτιλιακών Επιχειρήσεων» και το διακριτικό τίτλο «… Α.Β.Ε.Ε.». Ότι δυνάμει του από 17.1.1988 ιδιωτικού συμφωνητικού, συνήφθη μεταξύ της εταιρείας με το διακριτικό τίτλο «… Α.Β.Ε.Ε.» και της ιδίας (ενάγουσας) ανώνυμης εταιρείας υπό την τότε επωνυμία της «….», σύμβαση παραχώρησης χρήσης και υπό αίρεση μεταβίβασης σημάτων, το κείμενο της οποίας περιλαμβάνεται στο αγωγικό δικόγραφο και περιείχε μεταξύ άλλων και τους ακόλουθους όρους: «…Η «…» είναι δικαιούχος των παρακάτω σημάτων, τα οποία έχουν νομίμως κατατεθεί, έχουν γίνει δεκτά και δεν έχουν διαγράφει: 1. «α …» αριθμ. Δηλώσεως …. 2. “a …» αριθμ. Δηλώσεως …. προς διάκριση των προϊόντων τα οποία αναφέρονται στις σχετικές δηλώσεις και τα οποία ανήκουν στις κλάσεις 5, 29, 30 και 31. Με το παρόν η «…» παραχωρεί στην ΕΤΑΙΡΕΙΑ σύμφωνα και με την κατ’ άρθρο 23’ από 15.1.1988 προηγούμενη απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων της το δικαίωμα χρήσεως των παραπάνω σημάτων και άλλων παρόμοιας φύσεως δικαιωμάτων υπό τους κάτωθι όρους συμφωνίες και αντάλλαγμα: Άρθρο 1 Αντικείμενο της συμβάσεως. 1.01 Η παραχώρηση της χρήσεως γίνεται εις το διηνεκές. Η χρήση των σημάτων αυτών από την ΕΤΑΙΡΙΑ θα είναι παράλληλη με την γενόμενη χρήση από την «…» ή τις οποιεσδήποτε συγγενείς της ή μη εταιρείες, αλλά αποκλειστική όσον αφορά είδη μπισκοτοποιίας και αλεύρι σε οικιακή συσκευασία μέχρι 2 Kg. και γενικότερα για κάθε είδος τροφίμου το οποίο παρασκευάζεται σε μικρή βιομηχανική συσκευασία τελικού καταναλωτή. Αντιθέτως η «…» και οι λοιποί τυχόν δικαιούχοι των σημάτων θα εξακολουθήσουν να το χρησιμοποιούν για κάθε είδους προϊόντα τα οποία προορίζονται για περαιτέρω επεξεργασία. 1.02 Η παραχώρηση αφορά στην χρήση των παραπάνω σημάτων και στις χώρες του εξωτερικού στις οποίες έχουν κατατεθεί όπως εμφανίζεται στο Παράρτημα I της παρούσας. Σε περίπτωση κατά την οποία η «ΕΤΑΙΡΙΑ» επιθυμεί την χρησιμοποίηση των παραχωρούμενων σημάτων και σε άλλες επί πλέον χώρες δικαιούται να ζητήσει από την «…» την κατάθεσή τους και στις χώρες αυτές. 1.03 Η παραχώρηση επίσης αφορά οποιεσδήποτε παραλλαγές των παραπάνω σημάτων και δη της λέξεως … ή οποιεσδήποτε νέες μορφές τους επιλεγούν από την «…» στο μέλλον και θα προστατευθούν ως σήματα. 1.04 Σε περίπτωση κατά την οποία η «…» διαλυθεί ή αποφασίσει να διακόψει την προστασία των σημάτων των οποίων συμφωνείται η παραχώρηση χρήσεως υποχρεούται να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να επιτευχθεί η μεταβίβασή τους στην ή η κατάθεσή τους από την «ΕΤΑΙΡΕΙΑ» χωρίς άλλο πρόσθετο αντάλλαγμα. Άρθρο 2 Αντάλλαγμα. 2.01 Ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση χρήσεως των παραπάνω σημάτων συμφωνείται το ποσό των δραχμών εκατόν ενενήντα εκατομμυρίων (190.000.000) το οποίο κρίνεται και από τούς δύο συμβαλλόμενους ως δίκαιο και εύλογο εν όψει της εμπορικής καθιερώσεώς του στην αγορά… 2.02… Άρθρο 3. Τήρηση διατυπώσεων. 3.01 Η υλοποίηση της παρούσας συμβάσεως θα γίνει και σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 16 του Α.Ν. 3205/1955 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων του A. Ν. 1998/1939 περί σημάτων». Η «…» και η «ΕΤΑΙΡΙΑ» θα τηρήσουν τις απαιτούμενες διατυπώσεις για την σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις παραχώρηση της χρήσεως των σημάτων που αναφέρονται στο Προοίμιο και θα επαναλάβουν την διαδικασία αυτή οποτεδήποτε είναι αναγκαίο. Θα προχωρήσουν δε στην σύνταξη χωριστών συγκεκριμένων συμβάσεων με τα απαραίτητα στοιχεία για την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας. 3.02 Τα σήματα των οποίων η χρήση παραχωρείται με την παρούσα σύμβαση έχουν κατατεθεί εκτός από την Ελλάδα και στις χώρες που αναφέρονται στο παράρτημα I. Η ΕΤΑΙΡΙΑ δικαιούται να τα χρησιμοποιεί και στις χώρες αυτές εφόσον και με τον τρόπο που το επιτρέπει η νομοθεσία τους. 3.03 Οι δαπάνες για την παραχώρηση χρήσεως σήματος είτε στην Ελλάδα είτε εξωτερικό θα βαρύνουν την «ΕΤΑΙΡΙΑ». Η φροντίδα για την σχετική διαδικασία ανήκει στην «ΕΤΑΙΡΙΑ», δαπάνες της οποίας θα γίνεται και η σχετική διαδικασία. 3.04 Η «…» υποχρεούται να μεριμνά ώστε να διατηρούνται τα παραχωρούμενα σήματα εν ισχύι και να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα νομικά και υλικά μέσα για την προστασία των. Η «ΕΤΑΙΡΙΑ» επίσης υποχρεούται να παρέχει κάθε δυνατή συνδρομή και πληροφορία σχετικά με την χρήση των σημάτων ή την προσβολή τους από τρίτους και να συμπράττει όπου είναι απαραίτητο σε τυχόν δικαστικό αγώνα ή άλλες ενέργειες απαραίτητες ή σκόπιμες για την προστασία τους. 3.05 Σε περίπτωση κατά την οποία η «ΕΤΑΙΡΙΑ» επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τα παραχωρούμενα σήματα και για άλλα προϊόντα για τα οποία αυτά δεν έχουν κατατεθεί από την «…», αλλά εμπίπτουν μέσα στον κύκλο των προϊόντων τα οποία περιγράφηκαν παραπάνω, η «…» αναλαμβάνει την υποχρέωση να προχωρήσει δαπάναις της «ΕΤΑΙΡΙΑΣ» στην κατά το νόμο κατάθεσή τους στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό και να παραχωρήσει την χρήση τους σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν. 3255/57 στην «ΕΤΑΙΡΙΑ» ή γενικώς με το ισχύον κατά περίπτωση καθεστώς. Άρθρο 4. Διατήρηση της Ποιότητας. 4.01…4.02 Η «ΕΤΑΙΡΙΑ» υποχρεούται να χρησιμοποιεί τα παραχωρούμενα σήματα αυτούσια και με τους χρωματισμούς με τους οποίους έχουν κατατεθεί να μη προβαίνει δε σε οποιαδήποτε μεταβολή, τροποποίηση ή αλλοίωσή τους». Ότι στη συνέχεια και δυνάμει του από 31.3.1997 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο υπογράφηκε μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων, συμπληρώθηκε η παραπάνω σύμβαση με το ακόλουθο περιεχόμενο: «…Με την από 17.1.1988 σύμβαση η “…” είχε παραχωρήσει στην “ΕΤΑΙΡΕΙΑ” το δικαίωμα χρήσεως των σημάτων της “α …” αριθ. Δηλώσεως …… και “α …” αριθ. Δηλώσεως ……. Τα σήματα αυτά εκ παραδρομής δεν ανανεώθηκαν κατά την λήξη τους και διαγράφηκαν. Η “…” προέβη στην κατάθεση των ίδιων αυτών σημάτων με τους κατωτέρω αριθμούς δηλώσεων , τα οποία δεν έχουν ακόμα εγκριθεί: 1) “α … αριθ. Δηλώσεως …/9.5.1996 2) “a …” αριθ. Δηλώσεως …/9.5.1996 Δεδομένου ότι με την από 17.1.1988 σύμβαση παραχωρήσεως αδείας χρήσεως είχε συμφωνηθεί η παραχώρηση αυτή των μη ανανεωθέντων σημάτων στο διηνεκές, τα συμβαλλόμενα μέρη από κοινού συμφωνούν τα ακόλουθα: Με το παρόν η “…” παραχωρεί στην ΕΤΑΙΡΕΙΑ το δικαίωμα της χρήσεως των παραπάνω σημάτων και άλλων παρόμοιας φύσεως δικαιωμάτων υπό τους κάτωθι όρους και συμφωνίες: Άρθρο 1. Αντικείμενο της συμβάσεως Η παραχώρηση της χρήσεως γίνεται εις το διηνεκές. Η χρήση των σημάτων αυτών από την ΕΤΑΙΡΙΑ θα είναι παράλληλη με την γενόμενη χρήση από την “…” ή τις οποιεσδήποτε συγγενείς της ή μη εταιρίες, αλλά αποκλειστική όσον αφορά είδη μπισκοτοποιίας και αλεύρι σε οικιακή συσκευασία μέχρι 2Kg. και γενικότερα για κάθε είδος τροφίμου το οποίο παρασκευάζεται σε μικρή βιομηχανική συσκευασία τελικού καταναλωτή. Αντιθέτως η “…” και οι λοιποί τυχόν δικαιούχοι των σημάτων θα εξακολουθήσουν να το χρησιμοποιούν για κάθε είδους προϊόντα τα οποία προορίζονται για περαιτέρω επεξεργασία. Είναι αυτονόητο ότι η παραχωρούμενη χρήση των σημάτων αυτών θα περιορίζεται στη διάκριση των παραπάνω προϊόντων και δεν θα γίνεται κατά τρόπο που θα προκαλεί σύγχυση ως προς την προέλευσή τους από την …, όταν η χρήση γίνεται από την ΕΤΑΙΡΙΑ και από την ΕΤΑΙΡΙΑ όταν η χρήση γίνεται από την “…” ούτε κατά τρόπο που θα προκαλεί σύγχυση ως προς το ποιος είναι ο συναλλασσόμενος (… ή ΕΤΑΙΡΙΑ) σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Άρθρο 2. Τήρηση διατυπώσεων 2.01… 2.02. Η “…” υποχρεούται να μεριμνά ώστε να διατηρούνται τα παραχωρούμενα σήματα εν ισχύει και να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα νομικά και υλικά μέσα για την προστασία τους. Η ΕΤΑΙΡΙΑ επίσης υποχρεούται να παρέχει κάθε δυνατή συνδρομή και πληροφορία σχετικά με την χρήση των σημάτων ή την προσβολή τους από τρίτους και να συμπράττει όπου είναι απαραίτητο σε τυχόν δικαστικό αγώνα ή άλλες ενέργειες απαραίτητες ή σκόπιμες για την προστασία τους. Άρθρο 3…». Ότι το 2003 λόγω της απόσχισης του βιομηχανικού κλάδου της ενάγουσας διά συστάσεως νέας εταιρίας με το διακριτικό τίτλο «…» η ίδια, η εταιρεία με το δ.τ. «… Α.Β.Ε.Ε.» και η εταιρεία με τον δ.τ. «…» κατήρτισαν εγγράφως την από θεωρήθηκε 20.3.2003 σύμβαση με το ακόλουθο περιεχόμενο: «…ΙΣΤΟΡΙΚΟ Με το από 17-1- Ο εισηγητής 1988 ιδιωτικό συμφωνητικό η … είχε παραχωρήσει στην εταιρία με την επωνυμία «…» το δικαίωμα χρήσεως των υπ’ αριθμ. …… (a …) και …… (α …) ημεδαπών σημάτων, υπό τους οικονομικούς και λοιπούς όρους, όπως αυτοί περιγράφονται στο ανωτέρω συμφωνητικό. Τα σήματα αυτά ωστόσο εκ παραδρομής δεν ανανεώθηκαν κατά την λήξη τους από τη δικαιούχο εταιρία και συνεπώς διαγράφηκαν. Η … προέβη στην κατάθεση των ίδιων σημάτων με αριθμούς δήλωσης … (α …) και … (a …), δικαίωμα χρήσεως των οποίων παραχωρήθηκε από τη δικαιούχο … στην «…» δυνάμει του από 31-3-1997 ιδιωτικού συμφωνητικού, υπό τους εκεί αναφερόμενους οικονομικούς και λοιπούς όρους και συμφωνίες. Η αδειούχος εταιρία «… ΔΙΑΝΟΜΩΝ» με την με αριθμό …. πράξη της Συμβολαιογράφου Πειραιά …., όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. ……/18-12-2000 διορθωτική πράξη της ιδίας Συμβολαιογράφου απέσχισε το βιομηχανικό της κλάδο και συνέστησε με την ίδια αυτή πράξη την «…..» σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2166/1993, στην οποία εκχώρησε και μεταβίβασε κάθε πράγμα, δικαίωμα, άυλο αγαθό, απαίτηση, αξίωση ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν ειδικά, περιοριστικά και αποκλειστικά στο βιομηχανικό της κλάδο, που εισφέρθηκε με την άνω πράξη. … Κατόπιν των όσων προαναφέρονται οι εδώ συμβαλλόμενοι, με την ιδιότητα που παρίστανται, δηλώνουν ότι η «….» από της συστάσεώς της κατέστη πλέον δικαιούχος αδείας χρήσεως των σημάτων με αριθμούς κατάθεσης …/9-5-1996 (α. …) και …/9-5-1996 (a. …). Πέραν των σημάτων αυτών η … είναι δικαιούχος και των ακόλουθων σημάτων: του υπ’ αριθμ. … σήματος (Α. … …), του υπ’ αριθμ. … σήματος (Α. …) και του υπ’ αριθμ … σήματος (Α. …). Ήδη με το παρόν γίνονται αμοιβαίως αποδεκτά τα ακόλουθα: Η «…» θα ασκεί το δικαίωμα χρήσεως των με αριθμούς κατάθεσης …/9-5- 1996 (α. …) και υπ’ αριθμ. …/9-5-1996 (a. …) ημεδαπών σημάτων, σύμφωνα με τους όρους των από 17.01.1988 και 31.3.1997 ιδιωτικών συμφωνητικών, η δε … της παραχωρεί με το παρόν και το δικαίωμα χρήσεως των ακόλουθων ημεδαπών σημάτων της: 1. Του υπ’ αριθμ. … σήματος Α. … … 2. Του υπ’ αριθμ. … σήματος Α. … 3. Του υπ’ αριθμ … σήματος Α. … υπό τους ακόλουθους όρους και συμφωνίες: ΑΡΘΡΟ 1. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ 1.01 Η παραχώρηση της χρήσεως γίνεται εις το διηνεκές. Η χρήση των σημάτων αυτών από την «…» θα είναι παράλληλη με τη γενόμενη χρήση από την … ή τις οποιεσδήποτε συγγενείς της ή μη εταιρίες, αλλά αποκλειστική όσον αφορά είδη μπισκοτοποιίας και αλεύρι σε οικιακή συσκευασία μέχρι 2 kg. και γενικότερα για κάθε είδος τροφίμου το οποίο παρασκευάζεται σε μικρή βιομηχανική συσκευασία τελικού καταναλωτή. Αντιθέτως η … και οι λοιποί τυχόν δικαιούχοι των σημάτων θα εξακολουθήσουν να τα χρησιμοποιούν για κάθε είδους προϊόντα, τα οποία προορίζονται για περαιτέρω επεξεργασία. Είναι αυτονόητο ότι η παραχωρούμενη χρήση των σημάτων αυτών θα περιορίζεται στη διάκριση των παραπάνω προϊόντων και δεν θα γίνεται κατά τρόπο που θα προκαλεί σύγχυση ως προς την προέλευσή τους από την …, όταν η χρήση γίνεται από την «…» και από την «…» όταν η χρήση γίνεται από την … ούτε κατά τρόπο που θα προκαλεί σύγχυση ως προς το ποιος είναι ο συναλλασσόμενος (… ή «…») σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. 1.02. Η παραχώρηση αφορά την χρήση των παραπάνω σημάτων και στις χώρες του εξωτερικού στις οποίες έχουν κατατεθεί. Στην περίπτωση κατά την οποία η «…» επιθυμεί την χρησιμοποίηση των παραχωρούμενων σημάτων και σε άλλες επιπλέον χώρες δικαιούται να ζητήσει από την …. την κατάθεση τους επ’ ονόματι της … και στις χώρες αυτές. 1.03. Η … δηλώνει ότι η υποχρέωση παραχώρησης του δικαιώματος χρήσης προς την «…» αφορά και οποιεσδήποτε παραλλαγές των ανωτέρω σημάτων και δη της λέξης … ή οποιεσδήποτε νέες μορφές επιλεγούν στο μέλλον από την … ή την «…” και έχουν ήδη κατατεθεί ή θα κατατεθούν στο μέλλον από την … και θα προστατευθούν ως σήματα για κλάσεις προϊόντων που θα διακρίνουν κάθε είδους τρόφιμο. 1.04. Σε περίπτωση κατά την οποία η … διαλυθεί ή αποφασίσει να διακόψει την προστασία των σημάτων των οποίων συμφωνείται η παραχώρηση χρήσεως υποχρεούται η ίδια να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να επιτευχθεί η μεταβίβαση τους στην «…» ή η κατάθεσή τους από την «…» χωρίς άλλο πρόσθετο αντάλλαγμα. 1.05. Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι η χρήση των ανωτέρω σημάτων γίνεται μέσα στα πλαίσια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και σύμφωνα με τους ίδιους όρους των μνημονευομένων από 17.01.1988 και 31.03.1997 ιδιωτικών συμφωνητικών και τη διάταξη του άρθρο 16 του Ν. 2239/1994 περί Σημάτων. 1.06. Ειδικότερα, η … δηλώνει ότι το οριζόμενο στο από 17-1-1998 ιδιωτικό συμφωνητικό αντάλλαγμα έχει καταβληθεί πλήρως και ολοσχερώς κατά τα προβλεπόμενα στο εν λόγω συμφωνητικό από την εκεί αντισυμβαλλόμενή της εταιρία με την επωνυμία «….» και νυν «…. Α.Ε», μητρική της «…», και ως εκ τούτου δεν διατηρεί καμία απαίτηση έναντι της «…», απορρέουσα από την παρούσα παραχώρηση. ΑΡΘΡΟ 2. ΤΗΡΗΣΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΩΝ 2.01. Τα προϊόντα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, προς διάκριση των οποίων παραχωρείται με την παρούσα σύμβαση η χρήση των άνω σημάτων, παρήγοντο προηγουμένως από την …, ήδη δε, μετά την απόσχιση του βιομηχανικού κλάδου από την αρχική δικαιούχο αδείας χρήσεως των άνω σημάτων, κατά τα προαναφερόμενα, παράγονται από την «…», η οποία αναλαμβάνει να συνεχίσει να παράγει τα διακρινόμενα προϊόντα με τις ίδιες υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές, ώστε να διατηρηθεί το ίδιο επίπεδό τους στην αγορά και να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα προς το σκοπό αυτό. 2.02. Η … υποχρεούται να μεριμνά ώστε να διατηρούνται τα παραχωρούμενα σήματα εν ισχύει και να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα νομικά και υλικά μέσα για την προστασία τους. Η «…» επίσης υποχρεούται να παρέχει κάθε δυνατή συνδρομή και πληροφορία σχετικά με την χρήση των σημάτων ή την προσβολή τους από τρίτους και να συμπράττει όπου είναι απαραίτητο σε τυχόν δικαστικό αγώνα ή άλλες ενέργειες απαραίτητες ή σκόπιμες για την προστασία τους. Η «…» υποχρεούται να χρησιμοποιεί τα παραχωρούμενα σήματα αυτούσια και με τους χρωματισμούς με τους οποίους έχουν κατατεθεί και να μη προβαίνει σε οποιαδήποτε μεταβολή, τροποποίηση ή αλλοίωσή τους. 2.03. Σε περίπτωση κατά την οποία η «…» επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τα παραχωρούμενα σήματα και για άλλα προϊόντα για τα οποία αυτά δεν έχουν κατατεθεί από την …, αλλά εμπίπτουν μέσα στον κύκλο των προϊόντων τα οποία περιγράφηκαν ανωτέρω, η … αναλαμβάνει υποχρέωση να προχωρήσει με δαπάνες της «…» στην κατά το νόμο κατάθεσή τους στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό και να παραχωρήσει τη χρήση τους σύμφωνα με τα άρθρο 16 του Ν. 2239/1994 περί Σημάτων ή γενικώς σύμφωνα με το ισχύον κατά περίπτωση καθεστώς. 2.04. Οι δαπάνες για την παραχώρηση χρήσεως σήματος είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό θα βαρύνουν την «…», στην οποία ανήκει και η φροντίδα για τη σχετική διαδικασία. Άρθρο 3. ΔΩΣΙΔΙΚΙΑ – ΑΝΤΙΚΛΗΤΟΙ…». Οτι η ίδια (ενάγουσα) είναι καθολική διάδοχος της εταιρείας με το δ.τ. «…». Ότι με την υπ’ αριθ. ……/2014 έκθεση εκποίησης της εισηγήτριας της πτώχευσης της ως άνω αναφερόμενης πτωχής εταιρείας επιτράπηκε η εκποίηση των αναφερόμενων σε αυτή σημάτων …. Περαιτέρω, στο τμήμα του δικογράφου στο οποίο διαλαμβάνονται τρεις λόγοι ανακοπής και κατ’ εκτίμηση αυτού, η ενάγουσα εξέθεσε ως προς το μέρος που αφορά την ένδικη αγωγή ότι σύμφωνα με τον όρο 1.04 του από 17.1.1988 ιδιωτικού συμφωνητικού και τον αυτολεξεί επαναλαμβανόμενο όρο 1.04 του από 23.3.2003 ιδιωτικού συμφωνητικού προβλέφθηκε ρητά η μεταβίβαση των σημάτων υπό την αναβλητική αίρεση της διάλυσης της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας.
Ότι σύμφωνα με τον όρο 1.01 του από 17.1.1988 ιδιωτικού συμφωνητικού, όπως επαναλαμβάνεται στα επόμενα συμφωνητικά, προβλέφθηκε ρητά αποκλειστική χρήση των σημάτων από την ίδια όσον αφορά τα ειδικά προβλεπόμενα στο εν λόγω άρθρο προϊόντα, για τα οποία καταβλήθηκε βάσει του όρου 2.01 του ίδιου συμφωνητικού ποσό 190.000.000 δρχ. Ότι, περαιτέρω, μετά την πτώχευση πληρώθηκε η αίρεση που αναφέρεται στον ανωτέρω όρο 1.04 και προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για τη μεταβίβαση των με αριθμό …… και ….. σημάτων στην ίδια. Ότι η μεταβίβαση των δύο αυτών σημάτων καταχωρήθηκε στο μητρώο ημεδαπών σημάτων. Ότι πλέον η ίδια έχει καταστεί δικαιούχος και πρόκειται να προβεί και στις τυπικές πράξεις καταχώρισης της μεταβίβασης και των λοιπών σημάτων με το σήμα …, καθώς και οποιασδήποτε παραλλαγής των σημάτων …, που κατατέθηκαν στα βιβλία Σημάτων μετά την κατάρτιση του 17.1.1988 συμφωνητικού. Ότι από τη στιγμή που πληρώθηκε η αίρεση, επιπροσθέτως των με αριθμούς … και … σημάτων, ανήκουν στην ίδια και τα περιλαμβανόμενα στην παραπάνω έκθεση εκποίησης 27 σήματα εκ των οποίων 25 ημεδαπά, ένα σήμα της ΕΕ και ένα διεθνές με ισχύ σε τρίτες χώρες, τα οποία περιλαμβάνουν τις λέξεις «…», «…», καθώς και το ιδιαίτερης εικαστικής απεικόνισης γράμμα «a» και δεν είναι δυνατόν να εκποιηθούν ως στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Κατόπιν αυτών ζήτησε να αναγνωρισθεί το δικαίωμα κυριότητάς της επί των επίδικων 29 σημάτων. Ακολούθως, η ως άνω «τριτανακοπή» με αίτημα, πέραν αυτού της ένδικης αγωγής: α) να ακυρωθεί ο πλειστηριασμό των αναφερόμενων σημάτων και β) κάθε άλλη πράξη κατά τη διαδικασία της πτώχευσης που σχετίζεται με την εκποίηση των εν λόγω σημάτων, συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 11.11.2015 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, συνεκδικασθείσα με την από 10.11.2015 πρόσθετη, υπέρ της καθ’ ης η τριτανακοπή, παρέμβαση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο « … Α.Ε.» (πρώην «….»), εκδόθηκε δε η υπ’ αριθ. 286/2016 απόφαση αυτού, η οποία, αφού απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση και έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε τόσο την εκποίηση του εμπορικού σήματος «…», όσο και την υπ’ αριθ. …./2015 έκθεση κατακυρώσεως της Εισηγήτριας Πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών και διέταξε την εκ νέου εκποίηση των περιλαμβανόμενων στο ανωτέρω σήμα 53 σημάτων, μετά την έκδοση απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου, με την οποία να παρέχεται άδεια στη σύνδικο της ως άνω πτώχευσης να εκποιήσει τα ως άνω σήματα, ως προς το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση μέρος, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον της Α’ Σύνθεσης του 3ου Πολιτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στη συνέχεια, η υπόθεση επαναφέρθηκε για συζήτηση με την υπ’ αριθ. …/59/10.1.2018 κλήση ενώπιον του παραπάνω Δικαστηρίου, στο δικόγραφο της οποίας ενώθηκε αυτοτελής παρεμπίπτουσα αγωγή της ενάγουσας, κατά της εναγομένης με ευρύτερο της κύριας αγωγής αίτημα (βλ. σχετ. ΑΠ 1877/2011 ΕΠολΔ 2012.751, ΕφΠειρ 256/2015 ΕλλΔνη 2016.457, Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, Τόμος II, 2005, σελ. 328 επ.), στην οποία η ενάγουσα εξέθεσε τα ίδια, με την ιστορική βάση της κύριας αγωγής, πραγματικά περιστατικά, ζήτησε δε, πλέον του αιτήματος της κύριας αγωγής, να αναγνωρισθεί το δικαίωμα κυριότητάς της και: α) επί των ημεδαπών σημάτων με αριθμούς …, …, …, …., καθώς και β) όλων των αλλοδαπών και ημεδαπών σημάτων, που έχουν κατατεθεί και καταχωρηθεί στο όνομα της πτωχής και τα οποία είτε συνίστανται από τις ενδείξεις «…», «…», αλλά και το ιδιαίτερης εικαστικής απεικόνισης γράμμα «a», ή από κάθε παραλλαγή αυτών, είτε έχουν κατατεθεί σε εκτέλεση των μεταξύ της ενάγουσας και της πτωχής, συμβάσεων και ως τέτοια περιλαμβάνονται στο αναγνωριστικό αίτημα της ανακοπής – αγωγής της και δεν αναφέρονται ειδικώς στην παρεμπίπτουσα αγωγή. Παράλληλα ασκήθηκαν : α) η από 11.4.2018 με αρ. κατ. …. κύρια παρέμβαση της ως άνω ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….», στην οποία η κυρίως παρεμβαίνουσα εξέθεσε ότι η εταιρία με τον διακριτικό τίτλο «… Α.Β.Ε.Ε.» κηρύχθηκε σε πτώχευση με την με αριθμό 1142/2013 απόφαση του Δικαστηρίου. Ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/2014 Έκθεσης της Εισηγήτριας Πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών επιτράπηκε στη σύνδικο της πτωχής η εκποίηση 51 ημεδαπών σημάτων, ενός σήματος της ΕΕ και ενός διεθνούς σήματος, που περιλαμβάνουν την λέξη «…» και διάφορες απεικονίσεις, μεταξύ των οποίων και τα σήματα που αποτελούν το αντικείμενο της από 30.1.2015 με αρ. κατ. ……/2015 ένδικης αγωγής, το δικόγραφο της οποίας ενσωματώνεται στο δικόγραφο της κύριας παρέμβασης. Ότι η ίδια πλειοδότησε στο διενεργηθέντα στις 2.2.2015 πλειστηριασμό και κατέβαλε στην πτωχή το πλειστηρίασμα εκ ποσού 520.000 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. Ότι η εκποίηση των επίδικων σημάτων εγκρίθηκε από την ως άνω Εισηγήτρια Πτωχεύσεων με την υπ’ αριθ. …./2015 Έκθεσή της. Ότι τον Φεβρουάριο του έτους 2015 η ίδια επιμελήθηκε για την καταχώριση της μεταβίβασης στα οικεία μητρώα. Ότι, περαιτέρω, με την υπ’ αριθ. 967/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατ’ έφεση της ανωτέρω υπ’ αριθ. 286/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δικάσαντος κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, απορρίφθηκε η έφεση, καθώς κρίθηκε ότι ο πλειστηριασμός ήταν άκυρος, διότι δεν είχε δοθεί άδεια για την εκποίηση των σημάτων από το πτωχευτικό δικαστήριο. Ότι κατά της εν λόγω απόφασης ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4/2018 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε υπέρ του νόμου η άνω απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Ότι μετά την έκδοση της άνω απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου αναμένεται η ευδοκίμηση των αιτήσεων ανάκλησης της υπ’ αριθ. 967/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που έχουν ασκήσει η ίδια και η σύνδικος της πτώχευσης. Ότι ίδια είναι κυρίας, νομέας και κάτοχος των επίδικων σημάτων, μετά δε την ανάκληση θα επακολουθήσει εκ νέου καταχώριση του δικαιώματος κυριότητας επί των επίδικων σημάτων στα οικεία μητρώα, όπου ως σηματούχος αναγράφεται η πτωχή εταιρία. Με βάση αυτά ζήτησε, όπως εκτιμάται, να απορριφθεί η ως άνω αγωγή και η αυτοτελής παρεμπίπτουσα αγωγή της ενάγουσας και να αναγνωρισθεί το δικαίωμα κυριότητάς της επί των επίδικων 53 σημάτων, που συμπεριλαμβάνονται στην με αριθμό ……/2014 Έκθεση της Εισηγήτριας Πτωχεύσεων και β) η κατατεθείσα με τις προτάσεις της ίδιας ως άνω εταιρείας με το δ.τ. «… Α.Ε.» από 10.11.2015 πρόσθετη, υπέρ της εναγομένης, παρέμβαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 87/2020 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την παραπάνω κλήση με την κύρια αγωγή κατ’ άρθρο 285 εδ. α’ ΚΠολΔ και έκρινε ότι αυτές παραδεκτά εισάγονται για να συζητηθούν κατά την τακτική διαδικασία και ότι η αναγνώριση του δικαιώματος επί των επίδικων σημάτων υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. Μ. – Θ. Μαρίνο, ό.π., σελ. 357, Α. Γουγά, ό.π., άρθρο 22 αρ. 18, Β. Αντωνόπουλο, ό.π., σελ. 66, απέρριψε): α) το ως άνω υπό στοιχείο (β) αίτημα της παρεμπίπτουσας αγωγής ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας με το σκεπτικό ότι η ενάγουσα δεν εξειδικεύει τα καταχωρισθέντα σήματα με αναφορά στα κύρια χαρακτηριστικά τους, όπως τον αριθμό σήματος, από ποια ένδειξη αποτελούνται, την ημερομηνία κατάθεσης, β) την κύρια παρέμβαση ως μη νόμιμη με το σκεπτικό ότι λόγω της ακυρότητας της εκποιητικής δικαιοπραξίας, που κατάρτισε η σύνδικος της πτωχής με την υπερθεματίστρια, τα σήματα εξακολουθούν να ανήκουν στην πτωχή, ενόψει του ότι κατά τα εκτιθέμενα στην κύρια παρέμβαση ο πλειστηριασμός που προηγήθηκε είχε ακυρωθεί γ) την πρόσθετη υπέρ της εναγομένης παρέμβαση, ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 111 § 2 ΚΠολΔ ελλείψει προδικασίας, με το σκεπτικό ότι, καίτοι η άσκηση πρόσθετης παρέμβασης με τις προτάσεις κατά την δικάσιμο της 11.11.2015, οπότε συζητήθηκε η υπόθεση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και, ακολούθως, εκδόθηκε η ανωτέρω υπ’ αριθ. 286/2016 παραπεμπτική απόφασή του, ήταν σύμφωνη με την διάταξη του άρθρου 752 § 2 ΚΠολΔ, κατά την τακτική διαδικασία απαιτείται η τήρηση της προδικασίας του άρθρου 81 § 1 ΚΠολΔ, ήτοι η κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου και η επίδοσή του σε όλους τους διαδίκους (Ν. Νίκα σε Νίκα/Κεραμέα/Κονδύλη, ΚΠολΔ I, 2000, 111 αρ. 3) και δ) την αγωγή ως μη νόμιμη. Ως εκ τούτου η εκκαλουμένη απόφαση είναι οριστική κατά την έννοια του άρθρου 513 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ, καθότι περατώθηκε όλη η δίκη και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απεκδύθηκε της εξουσίας του επ’ αυτής, οπότε και υπόκειται σε έφεση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την έφεσή της, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της και η αυτοτελής παρεμπίπτουσα αγωγή της.
Με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε το ως άνω υπό στοιχείο (β) αίτημα της παρεμπίπτουσας αγωγής, με το οποίο ζήτησε να αναγνωρισθεί το δικαίωμα κυριότητάς της επί όλων των αλλοδαπών και ημεδαπών σημάτων, που έχουν κατατεθεί και καταχωρηθεί στο όνομα της πτωχής και τα οποία είτε συνίστανται από τις ενδείξεις «…», «…», αλλά και το ιδιαίτερης εικαστικής απεικόνισης γράμμα «a», ή από κάθε παραλλαγή αυτών, είτε έχουν κατατεθεί σε εκτέλεση των μεταξύ της ενάγουσας και της πτωχής, συμβάσεων και ως τέτοια περιλαμβάνονται στο αναγνωριστικό αίτημα της ανακοπής – αγωγής της και δεν αναφέρονται ειδικώς στην παρεμπίπτουσα αγωγή, ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας και τούτο διότι στην παρεμπίπτουσα αγωγή περιέχονται όλα τα απαιτούμενα για το ορισμένο αυτής στοιχεία, ενώ περαιτέρω για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής η ίδια έχει επικαλεστεί και εκθέσει τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση του δικαιώματος της, που απορρέει από τις από 17.1.1988, 31.3.1997 και 20.3.2003 συμβάσεις. Ότι όσα αιτιάται η εκκαλουμένη ως ελλείψεις της ιστορικής βάσης της αίτησής της υπό τη μορφή ανούσιων ή ανέφικτων ή επουσιωδών απαιτήσεων βρίσκονται κατά περίπτωση εκτός του μέτρου των αιτημάτων της αγωγής της. Όμως, το ως άνω αίτημα της αυτοτελούς παρεμπίπτουσας αγωγής με το παραπάνω περιεχόμενο κρίνεται απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθόσον δεν γίνεται αναφορά στο αγωγικό δικόγραφο ενός εκάστου των σημάτων, των οποίων η ενάγουσα αιτείται την αναγνώριση, με ρητή αναφορά στα κύρια χαρακτηριστικά του, καθώς και στον αριθμό του και την ένδειξη από την οποία αποτελείται, ώστε να μπορεί και το Δικαστήριο σε περίπτωση που κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω αιτήματος να παρέχει τη αιτούμενη έννομη προστασία για συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σήματα και αντίστοιχα η εναγομένη να αμυνθεί. Η εκκαλουμένη απόφαση, επομένως, η οποία απέρριψε ομοίως το συγκεκριμένο αίτημα ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, γι’ αυτό και ο σχετικός λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
IV. Εξάλλου, κατά το Άρθρο 28 του ν. 3588/2007 – Διατήρηση ισχύος «Οι κατά την κήρυξη της πτώχευσης εκκρεμείς αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, στις οποίες συμβαλλόμενος είναι ο οφειλέτης, διατηρούν την ισχύ τους, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα», σύμφωνα με το Άρθρο 31 παρ. 1 Συμβάσεις που λύονται ή διατηρούνται «1. Συμβάσεις διαρκούς χαρακτήρα διατηρούν την ισχύ τους, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο νόμο ή τη σύμβαση. 2…», σύμφωνα με το Άρθρο 32 Δικαίωμα καταγγελίας «1. Τα οριζόμενα στο άρθρο 31 δεν θίγουν το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης που προβλέπει ο νόμος ή η σύμβαση. 2. Επίσης δεν θίγονται τα δικαιώματα του αντισυμβαλλόμενου μέρους για λύση της σύμβασης, με βάση ρήτρα που επιτρέπει τη λύση της σε περίπτωση πτώχευσης του άλλου μέρους ή υπαγωγής του σε διαδικασία συλλογικής εκτέλεσης.» και τέλος, κατά το Άρθρο 35 Επιφύλαξη κυριότητας «1. Εάν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε πωλήσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας μέχρις αποπληρωμής του τιμήματος και το είχε παραδώσει στον αγοραστή, η κήρυξη της πτώχευσης δεν αποτελεί λόγο λύσεως της σύμβασης ή υπαναχώρησης από αυτήν και ούτε εμποδίζει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος, κατά τα συμφωνηθέντα.2. Εάν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε αγοράσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας του πωλητή και είχε παραλάβει το πράγμα, η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει τα δικαιώματα του πωλητή που απορρέουν από την επιφύλαξη κυριότητας. Ο πωλητής δικαιούται να τάξει προθεσμία στον σύνδικο, προκειμένου να ασκήσει το κατά το άρθρο 29 δικαίωμα επιλογής. Εάν ο σύνδικος αρνηθεί την εκπλήρωση, ο πωλητής έχει δικαίωμα αποχωρισμού του πράγματος από την πτωχευτική περιουσία, χωρίς ανάγκη προηγούμενης υπαναχώρησης. Ο πωλητής δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό μόνο μετά την υποβολή της κατά το άρθρο 70 έκθεσης του συνδίκου».
Περαιτέρω, με τους πρώτο και δεύτερο λόγους έφεσης και κατ’ εκτίμηση αυτών, η εκκαλούσα ισχυρίζεται, με τον μεν πρώτο λόγο ότι υπήρξε εσφαλμένη κρίση της εκκαλουμένης περί υποχρέωσης της εταιρείας … να προβεί σε δήλωση βούλησης για τη μεταβίβαση της κυριότητας των αναφερόμενων στην έφεση σημάτων κατά δήθεν πρόσκρουση και παραβίαση των άρθρων 17 και 38 ΠτΚ. Ότι ειδικότερα τόσο με το ν. 1998/1939, που ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης του από 17.1.1988 συμφωνητικού, όσο και σύμφωνα με το ν. 2239/1994 που ίσχυε κατά τη σύναψη των από 31.1.1997 και 20.3.2003 συμφωνητικών, η καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης έχει δηλωτικό χαρακτήρα και δεν επιδρά στο κύρος της μεταβίβασης του σήματος, αφετέρου η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης σήματος είναι άτυπη. Ότι με το ν. 4072/2012 δεν επήλθε μεταβολή των ανωτέρω. Ότι περαιτέρω και όσον αφορά την αναβλητική αίρεση του άρθρου 201 ΑΚ, με την πλήρωση αυτής καθίσταται οριστικά ενεργή η δικαιοπραξία και επέρχονται τα αποτελέσματά της. Έτσι στις εκποιητικές δικαιοπραξίες επέρχεται η διάθεση, η οποία επιδιώκεται και η μεταβίβαση του αντικειμένου της δικαιοπραξίας. Ότι κατά το άρθρο 209 ΑΚ, όταν πρόκειται για δικαιοπραξία με αναβλητική αίρεση, τα στοιχεία της, που αφορούν τον τύπο και το πρόσωπο κρίνονται με βάση το χρόνο της σύναψης της δικαιοπραξίας, τα στοιχεία που αφορούν το αντικείμενο της δικαιοπραξίας κρίνονται με βάση του χρόνο της πλήρωσης της αίρεσης. Ότι ειδικότερα είναι έγκυρη δικαιοπραξία με πρόσωπο, το οποίο δεν ήταν πτωχό κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, κατέστη, όμως, πτωχό μεταγενέστερα, πριν ή μετά την πλήρωση της αίρεσης. Ότι εν προκειμένω, για να κριθεί εάν η ίδια απέκτησε την κυριότητα των επίδικων σημάτων θα πρέπει να εξεταστεί καταρχήν η εγκυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης σήματος, με τον όρο 1.04 του από 17.1.1988 συμφωνητικού, που επαναλήφθηκε στον όρο 1.04 του από 20.3.2003 συμφωνητικού. Ότι κατά τους ως άνω χρόνους βάσει των ανωτέρω διατάξεων δεν προβλεπόταν συστατικός τύπος για την έγκυρη σύναψη σύμβασης μεταβίβασης σήματος και η καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης στα βιβλία σημάτων είχε απλά δηλωτικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι η μη καταχώριση δεν επιδρά στο κύρος της μεταβίβασης του σήματος, η δε σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης σήματος είναι άτυπη, με την έννοια ότι μπορεί να λάβει χώρα και προφορικά. Ότι ως προς το από 17.1.1988 συμφωνητικό, δεδομένης της ισχύος κατά τον χρόνο σύναψης αυτού του ν. 1998/1939, ο οποίος απαγόρευε τη μεταβίβαση σήματος χωρίς τη μεταβίβαση επιχείρησης, δεν θίγεται η εγκυρότητα του όρου 1.04 της εν λόγω σύμβασης, καθώς το επιτρεπτό ή απαγορευμένο της δικαιοπραξίας κατά την ΑΚ 209 κρίνεται με το ισχύον κατά το χρόνο πλήρωσης της αίρεσης, δίκαιο, ήτοι με το ν. 4072/2012, που ίσχυε κατά το χρόνο κήρυξης σε πτώχευση της …, κατά τον οποίο επιτρέπεται η εν λόγω μεταβίβαση χωρίς τη μεταβίβαση της επιχείρησης. Ότι οι συμβάσεις χρήσης σήματος, που διαλαμβάνονται στα ανωτέρω τρία συμφωνητικά, έπαυσαν να ισχύουν με την πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης τη διάλυσης της πτωχής εταιρείας, λόγω συγχύσεως στο πρόσωπο της ενάγουσας, του δικαιούχου και του αδειούχου των σημάτων. Ότι ο όρος 1.04 πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη και τους λοιπούς όρους των ανωτέρω συμβάσεων, από τους οποίους προκύπτει ότι η αληθής βούληση των μερών ήταν η παραχώρηση της χρήσης όλων των σημάτων … αρχικά στη δικαιοπάροχο της ενάγουσας και στη συνέχεια στην ίδια έναντι του συμφωνηθέντος. Ότι ο διαχωρισμός και η παράλληλη χρήση του δικαιώματος επί των σημάτων …, που είχε συμφωνηθεί από τις αντισυμβαλλόμενες, δεν θα είχε αντικείμενο αν μία από τις δικαιούχους έπαυε να λειτουργεί. Ότι είναι προφανές ότι οι συνέπειες θα ήταν σοβαρές αν η … έπαυε να λειτουργεί ή αν αποφάσιζε να διακόψει την προστασία των σημάτων της. Ότι, συνεπώς, ο σκοπός του όρου 1.04 ήταν η προστασία του δικαιώματος χρήσης της ενάγουσας επί των σημάτων …. Ότι ενόψει αυτών ο όρος διάλυση ταυτίζεται με τη λύση της εταιρείας … ανεξαρτήτως του λόγου που προκάλεσε τη λύση. Ότι ενόψει του συνόλου των όρων των ως άνω συμφωνητικών, κρίσιμο στοιχείο ενεργοποίησης της μεταβίβασης των σημάτων … στην ενάγουσα είναι η παύση της παραγωγικής δραστηριότητας της …, όπου επέρχεται το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Ότι η διάλυση της … για οποιοδήποτε λόγο αποτελεί κατά την αληθή βούληση των μερών το κρίσιμο στοιχείο, πλήρωσης της αναβλητικής αίρεσης. Ότι οι αντισυμβαλλόμενες δεν εξαίρεσαν από τον όρο διάλυση συγκεκριμένες μορφής λύσης της εταιρείας …, όπως την πτώχευση. Ότι και στη λύση της εταιρείας λόγω πτώχευσης αποτέλεσμα της λύσης είναι παύση του παραγωγικού σκοπού της εταιρείας, παύση η οποία είναι ο λόγος εφαρμογής του όρου 1.04. Ότι κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι η πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης της διάλυσης της … θα επιφέρει τη μεταβίβαση των σημάτων στην ενάγουσα – εκκαλούσα. Ότι άλλη ερμηνεία δεν στηρίζεται στη λεκτική διατύπωση, αφού οι απαραίτητες ενέργειες που αναφέρονται, παραπέμπουν σε διαδικαστικές ενέργειες καταχώρισης της μεταβίβασης και τούτο διότι δεν μπορεί να μετατίθεται στο μέλλον η συμφωνία για τη μεταβίβαση της κυριότητας, ήτο το εκποιητικό σκέλος της δικαιοπραξίας. Ότι τα μέρη ήθελαν να παύσει η παράλληλη χρήση και εκμετάλλευση των σημάτων σε περίπτωση κατά την οποία η … έπαυε για οποιοδήποτε λόγο την παραγωγική της δραστηριότητα, με ενεργοποίηση του όρου μεταβίβασης των σημάτων, αφού πλέον δεν θα έκανε χρήση αυτών. Ότι από το σύνολο των όρων των συμβάσεων προκύπτει ότι τόσο η άδεια χρήσης, όσο και η μεταβίβαση αφορά το σύνολο των σημάτων …, υφισταμένων και μελλοντικών. Ότι η αναβλητική αίρεση του όρου 1.04 πληρώθηκε με την κήρυξη της … σε κατάσταση πτώχευσης και τη συνακόλουθη λύση της. Ότι στο πεδίο του πτωχευτικού δικαίου γίνεται δεκτό ότι αν κατά την κήρυξη της πτώχευσης είχε ήδη συναφθεί σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου στον μετέπειτα πτωχεύσαντα, αλλά η μεταγραφή χώρησε μεταγενέστερα, το ακίνητο ανήκει στην πτωχευτική και όχι στην μεταπτωχευτική περιουσία. Ότι κρίσιμο κατά την κήρυξη της πτώχευσης είναι πότε έχει συναφθεί η εκποιητική σύμβαση. Ότι το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και αντίστροφα για την ταυτότητα του νομικού λόγου, όταν ένα δικαίωμα έχει διατεθεί προς τρίτον πριν από την κήρυξη της πτώχευσης και μετά την κήρυξη πρέπει να επιχειρηθεί ορισμένη μη δικαιοπρακτική ενέργεια, ιδίως όταν αυτή έχει δηλωτικό χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση των σημάτων. Ότι η κτήση των σημάτων από την ίδια (εκκαλούσα) δεν εμποδίζεται από την πτωχευτική απαλλοτρίωση, την οποία συνεπάγεται η κήρυξη της πτώχευσης της … (διαδόχου της …) διότι η εκποιητική δικαιοπραξία, που τελεί υπό αίρεση, συνήφθη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, επιπλέον δε το οφειλόμενο από την πλευρά της ιδίας αντάλλαγμα έχει ολοσχερώς εξοφληθεί. Ότι στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον σε περίπτωση διάθεσης δικαιώματος υπό αναβλητική αίρεση, αυτός που αποκτά γίνεται φορέας δικαιώματος προσδοκίας και μετά την πλήρωση της αίρεσης το δικαίωμα παύει να αποτελεί μέρος της περιουσίας εκείνου που το μεταβίβασε, ήτοι της πτωχευτικής περιουσίας και αποκτάται από εκείνον στον οποίο είχε μεταβιβαστεί υπό αίρεση, τα υπό αίρεση μεταβιβασθέντα σήματα δεν αποτέλεσαν και δη δεν πρόλαβαν να αποτελέσουν μέρος της πτωχευτικής περιουσίας, διότι η κήρυξη της πτώχευσης είναι η αίρεση από την οποία εξαρτήθηκε η μεταβίβαση του δικαιώματος. Ότι ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι τα σήματα αποτέλεσαν για μια νοητή στιγμή μέρος της περιουσίας της πτωχεύσασας, η επακόλουθη κτήση τους, από τον υπό αίρεση δικαιούχο δεν παραβλάπτεται, κατά τα ανωτέρω. Ότι εφόσον στην περίπτωση κατά την οποία ο πτωχός απέκτησε δικαίωμα υπό αναβλητική αίρεση πριν την κήρυξη της πτώχευσης και η αίρεση πληρώθηκε κατόπιν αυτής, το πλήρες δικαίωμα θεωρείται μέρος της πτωχευτικής περιουσίας, τούτο οφείλει να ισχύσει και στην περίπτωση που τρίτος υπό αίρεση δικαιούχος θεμελίωσε δικαίωμα προσδοκίας πριν την κήρυξη της πτώχευσης και η αίρεση πληρώθηκε κατόπιν αυτής. Ότι η ρύθμιση του άρθρου 206 ΑΚ, κατά την οποία μετά την πλήρωση της αίρεσης κάθε διάθεση του αντικειμένου της δικαιοπραξίας που επιχειρήθηκε εκκρεμούσης της αίρεσης είναι άκυρη, εφαρμόζεται και στις εκποιήσεις που ενεργούνται από το σύνδικο, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι εφόσον με την πλήρωση της αίρεσης η διάθεση από το σύνδικο θα είναι άκυρη, τότε και το πράγμα δεν μπορεί να θεωρηθεί μέρος της πτωχευτικής περιουσίας, αλλά ανήκει στην περιουσία εκείνου που απέκτησε υπό αίρεση. Ακολούθως, με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα εκθέτει ότι υπήρξε εσφαλμένη κρίση της εκκαλουμένης περί του «παρανόμου» περιεχομένου της αναβλητικής αίρεσης κατά δήθεν παραβίαση των άρθρων 174, 175 εδ. α’, 208 παρ. 1 και 209 ΑΚ.
Ότι ειδικότερα με βάση την ανωτέρω παρατεθείσα στον πρώτο λόγο έφεσης, ανάλυση, τα σήματα … δεν υπήρξαν ποτέ στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας της πτωχής εταιρείας … ΑΕ. Ότι η πλήρωση της αναβλητικής αίρεσης του όρου 1.04 του συμφωνητικού περί διαλύσεως της ως άνω πτωχής εταιρείας είχε ως έννομες συνέπειες την άμεση μεταβίβαση των παραπάνω σημάτων στην εκκαλούσα και την παύση ισχύος της διαρκούς σύμβασης παραχώρησης άδειας χρήσης για τα εν λόγω σήματα. Ότι τα μέρη μπορούσαν έγκυρα να εξαρτήσουν την τύχη της μεταξύ τους σύμβασης από την πτώχευση του ενός συμβαλλομένου κατά τα άρθρα 28, 31 παρ. 1 και 32 ΠτΚ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο κήρυξης της πτώχευσης.
Ότι από τα ανωτέρω δίνεται προβάδισμα στη συμβατική ελευθερία και επιτρέπεται να συμφωνηθεί ρήτρα καταγγελίας ή αυτόματης λύσης της σύμβασης λόγω μελλοντικής πτώχευσης ενός εκ των μερών. Ότι οι συμβατικές παρεκκλίσεις από τις αρχές του ΠτΚ αναφορικά με την τύχη των συμβάσεων θα ισχύσουν ανεξάρτητα από τις προοπτικές της πτώχευσης, ακόμη δηλαδή και αν υπάρξει σχέδιο αναδιοργάνωσης με διατήρηση της επιχείρησης. Ότι οι συμβατικές αυτές ρήτρες μπορεί υπό συγκεκριμένες συνθήκες να λειτουργούν επί ζημία της ομάδας των πιστωτών, περιορίζοντας και το δικαίωμα επιλογής του συνδίκου αναφορικά με τη συνέχιση ή μη της σύμβασης, είναι, όμως, καθόλα έγκυρες. Ότι σύμφωνα με τις ρήτρες αυτές η έναρξη ή η κήρυξη της πτώχευσης υλοποιεί μία αίρεση της σύμβασης ή παρέχει δικαίωμα καταγγελία ή υπαναχώρησης κατ’ αποκλεισμό των προβλεπομένων στον ΠτΚ αναφορικά με την τύχη των συμβάσεων. Ότι ως προς την κρινόμενη περίπτωση θα έπρεπε να εφαρμοστεί αναλογικά το άρθρο 35 παρ. ΠτΚ, καθώς με αυτή υιοθετείται η συνέχιση και εκπλήρωση της σύμβασης και από τις δύο πλευρές, καθώς προκρίνει τη συνέχιση της σύμβασης με μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος από τον πωλητή και πλέον πτωχό, όπως πλέον εκπροσωπείται, υπό την προϋπόθεση ότι το τίμημα έχει ή θα καταβληθεί από τον αγοραστή και ανεξαρτήτως της θέλησης του συνδίκου. Ότι οι ένδικες συμβάσεις δεν αποτελούν, βάσει του περιεχομένου τους, εκκρεμείς αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, τις οποίες ο σύνδικος δικαιούται βάσει του άρθρου 28 ΠτΚ να καταγγέλλει, δεδομένου ότι δεν εντάσσονται στην κλασσική περίπτωση διαρκών αμφοτεροβαρών συμβάσεων παραχώρησης άδειας χρήσης σημάτων, διότι η αδειούχος προκατέβαλε το 1988 το σύνολο του συμφωνηθέντος τιμήματος. Ότι καθόσον η αντιπαροχή έχει καταβληθεί, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη του όρου 1.04, δεν υφίσταται δικαίωμα του συνδίκου να καταγγείλει τη σύμβαση. Ότι ενόψει των ανωτέρω ο παραπάνω όρος δεν είναι αντίθετος με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ΠτΚ.
Επί των συγκεκριμένων λόγων έφεσης λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με: ΐ) τον όρο 1.04 του από 17.1.1988 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ αφενός της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Ειδών Διατροφής, Αντιπροσωπειών, Τεχνικών, Τουριστικών και Ναυτιλιακών Επιχειρήσεων» και δ.τ. «…. Α.Β.Ε.Ε.», καθολική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «….» και το δ.τ. «… Α.Β.Ε.Ε.», η οποία κηρύχθηκε σε πτώχευση με την υπ’ αριθ. 1142/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφετέρου της νυν ενάγουσας – εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την τότε επωνυμία της «….», στον οποίο αναφέρεται ότι «Σε περίπτωση κατά την οποία η «…» διαλυθεί ή αποφασίσει να διακόψει την προστασία των σημάτων των οποίων συμφωνείται η παραχώρηση χρήσεως υποχρεούται να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να επιτευχθεί η μεταβίβασή τους στην ή η κατάθεσή τους από την «ΕΤΑΙΡΕΙΑ» χωρίς άλλο πρόσθετο αντάλλαγμα» και ii) τον ίδιο όρο (1.04) του από 23.3.2003 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ της εκκαλούσας με την τότε επωνυμία της «….» και το δ.τ. «…», λόγω απόσχισης του βιομηχανικού κλάδου της διά συστάσεως νέας εταιρείας, της ανωτέρω εταιρείας με το δ.τ. «… Α.Β.Ε.Ε.» και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….» ως εκ τρίτου συμβαλλομένης, στον οποίο διαλαμβάνεται ότι «Σε περίπτωση κατά την οποία η … διαλυθεί ή αποφασίσει να διακόψει την προστασία των σημάτων των οποίων συμφωνείται η παραχώρηση χρήσεως υποχρεούται η ίδια να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να επιτευχθεί η μεταβίβαση τους στην «…» ή η κατάθεσή τους από την «…» χωρίς άλλο πρόσθετο αντάλλαγμα», αδιαστίκτως προκύπτει η θέσπιση ενοχικής υποχρέωσης της εκ των ως άνω συμβαλλομένων ανώνυμης εταιρείας με το δ.τ. «… Α.Β.Ε.Ε.» και ήδη της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας με το δ.τ. «… Α.Β.Ε.Ε.» ως καθολικής διαδόχου αυτής, να συμπράξει στην κατάρτιση σύμβασης εκχώρησης των επίδικων σημάτων, με τη γέννηση της εν λόγω υποχρέωσης της εταιρείας με το δ.τ. «… Α.Β.Ε.Ε.» να εξαρτάται από την αναβλητική αίρεση της «διάλυσης» της ως άνω δικαιούχου εταιρείας (… Α.Β.Ε.Ε.) ή «της απόφασης (της δικαιούχου) να διακόψει την προστασία των σημάτων των οποίων συμφωνείται η παραχώρηση χρήσεως». Ακόμη, όμως και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι στην περίπτωση της προαναφερθείσας «διάλυσης» της εταιρείας με το δ.τ. «… Α.Β.Ε.Ε.», που περιέχεται ως έννοια σε αμφοτέρους του παραπάνω όρους των ιδιωτικών συμφωνητικών, συμπεριλαμβάνεται και η «πτώχευση», η ως άνω ενοχικής φύσεως αξίωση της ενάγουσας – εκκαλούσας για απόκτηση των επίδικων άυλων αγαθών – σημάτων, τα οποία ανήκουν, κατά τα ως άνω στη σχετική νομική σκέψη υπό στοιχείο (II δ) εκτιθέμενα, στην «πτωχευτική περιουσία», η οποία συμπεριλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, δεν παρέχει σ’ αυτήν δικαίωμα αποχωρισμού κατ’ άρθρο 37 ΠτωχΚ. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω στην οικεία μείζονα σκέψη υπό στοιχείο (III) διαλαμβανόμενα, η μεταβίβαση σε εκπλήρωση υποχρέωσης θα σήμαινε παραβίαση της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης και της αναστολής των ατομικών διώξεων (βλ. Ε. Περάκη, ό.π., σελ. 289) και δη καθόσον στην ένδικη περίπτωση η εν λόγω μεταβίβαση γίνεται λόγω πλήρωσης της διαλαμβανόμενης στην ένδικη αγωγή αναβλητικής αίρεσης, η οποία, κατά την ίδια μείζονα σκέψη, προσδίδει παράνομο περιεχόμενο στο συγκεκριμένο συμβατικό όρο των παραπάνω ιδιωτικών συμφωνητικών, ως αποτελούσα περιουσιακή διάθεση, ερχόμενη σε αντίθεση με την αναγκαστικού δικαίου απαγορευτική διάταξη της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης του άρθρου 17 παρ. 1 του ισχύοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ν. 3588/2007, καθιστώντας αυτόν άκυρο, σύμφωνα με το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 174, 175 εδ. α’, 208 § 1 και 209 ΑΚ. Ο περιεχόμενος δε στους δύο πρώτους λόγους έφεσης, ως άνω ισχυρισμός της εκκαλούσας, περί του ότι ο επίδικος συμβατικός όρος (1.04) πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη και τους λοιπούς όρους των επίδικων συμφωνητικών και δη ότι η περιεχόμενη σ’ αυτόν έννοια της διάλυσης της εταιρείας με το δ.τ. «… Α.Β.Ε.Ε.», που περιέχει και τη μορφή λύσης με πτώχευση, αποτελεί κατά την αληθή βούληση των μερών το κρίσιμο στοιχείο πλήρωσης της προβλεπόμενης σ’ αυτόν αναβλητικής αίρεσης, με την οποία πλήρωση να έχει ως έννομη συνέπεια την άμεση μεταβίβαση των επίδικων σημάτων στην εκκαλούσα και την παύση της διαρκούς σύμβασης παραχώρησης άδειας χρήσης των εν λόγω σημάτων, προβάλλεται πρωτίστως αλυσιτελώς, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για αναβλητική αίρεση, η οποία κατά τα ανωτέρω προσδίδει παράνομο περιεχόμενο στον εν λόγω όρο (1.04) αμφοτέρων των ιδιωτικών συμφωνητικών και, συνεπώς, τον καθιστά άκυρο. Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου, κρίνονται απορριπτέα ως μη νόμιμα και τα εκτιθέμενα στο δεύτερο λόγο έφεσης, αφενός περί του ότι τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούσαν έγκυρα να εξαρτήσουν την τύχη της μεταξύ τους σύμβασης από την πτώχευση του ενός συμβαλλομένου κατά τα άρθρα 28, 31 παρ. 1 και 32 ΠτΚ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο κήρυξης της πτώχευσης και αφετέρου περί αναλογικής εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση της ύπαρξης της ανωτέρω αναβλητικής αίρεσης, του άρθρου 35 ΠτΚ, στο οποίο, όπως αναφέρεται, υιοθετείται η συνέχιση και εκπλήρωση της σύμβασης και από τις δύο πλευρές, καθώς προκρίνει τη συνέχιση της σύμβασης με μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος από τον πωλητή και πλέον πτωχό, όπως πλέον εκπροσωπείται, υπό την προϋπόθεση ότι το τίμημα έχει ή θα καταβληθεί από τον αγοραστή και ανεξαρτήτως της θέλησης του συνδίκου. Εξάλλου, σύμφωνα με τα προεκετεθέντα στη μείζονα σκέψη υπό στοιχείο (III ε) η εφεσίβλητη σύνδικος δεν θεωρείται «τρίτη», κατά της οποίας δύναται υπό προϋποθέσεις να αντιταχθεί η όποια μεταβίβαση, αλλά δημόσια λειτουργός.
Τέλος, με τον τρίτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι υπήρξε εσφαλμένη συναγωγή εννόμων συνεπειών εκ της μη καταχώρισης της μεταβίβασης των επίδικων σημάτων στα οικεία μητρώα πριν την κήρυξη της πτώχευσης της εταιρείας … ΑΕ, διότι η εκκαλούσα, λόγω της πτώχευσης αυτής και σε εκτέλεση του όρου 1.04 των προαναφερθέντων ιδιωτικών συμφωνητικών, κατέστη κυρία των επίδικων σημάτων. Ότι για το λόγο αυτό η ίδια (εκκαλούσα) προέβη στις απαραίτητες ενέργειες για τη μεταβίβαση των υπ’ αριθ. …, …,…, …, … ημεδαπών σημάτων. Ότι οι ως άνω μεταβιβάσεις καταχωρήθηκαν την 2.1.2015 στο οικείο μητρώο με τις αντίστοιχες αναφερόμενες αποφάσεις της Προϊστάμενης του A Τμήματος της Δ/νσης Εμπορικής Ιδιοκτησίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, πλην όμως ανακλήθηκαν, μετά από έγγραφο της συνδίκου, κατά δε της ανακλητικής απόφασης έχουν ασκηθεί από την ίδια (εκκαλούσα) προσφυγές ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι θα ήταν παράνομο και αντισυμβατικό να προχωρούσαν τα συμβαλλόμενα μέρη προς καταχώριση της μεταβίβασης των επίδικων σημάτων πριν την πλήρωση της αναφερόμενης στον όρο 1.04 αναβλητικής αίρεσης, ήτοι πριν την πτώχευση της …. Ότι το από 20.3.2003 επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό είχε ήδη καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία σημάτων, λόγω του ότι η παραχώρηση της χρήσης των αναφερόμενων σημάτων από την εκκαλούσα έγινε δεκτή από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων με τις αναφερόμενες αποφάσεις του έτους 2004. Ότι για το λόγο αυτό πριν την παρέμβαση της συνδίκου, οι αιτήσεις μεταβίβασης, που είχαν υποβληθεί έγιναν δεκτές και καταχωρήθηκαν νομότυπα την 2.1.2015 στο οικείο μητρώο.
Ως προς το λόγο αυτό έφεσης λεκτέα τα εξής: Καθόσον στις ένδικες αγωγές δεν γίνεται επίκληση καταχώρισης στα οικεία μητρώα σημάτων, της μεταβίβασης των επίδικων ημεδαπών σημάτων, ούτε δε και υποβολής σχετικής δήλωσης στην οικεία Υπηρεσία Σημάτων του Υπουργείου Ανάπτυξης προς καταχώριση της μεταβίβασης αυτών, ούτε άλλωστε και προκύπτουν τέτοιες από την παραδεκτή προεπισκόπηση των προσκομιζομένων από την εκκαλούσα – ενάγουσα εγγράφων, πριν την διαλαμβανόμενη στις ίδιες κήρυξη της πτώχευσης της ανώνυμης εταιρείας με το δ.τ. «… Α.Β.Ε.Ε.» ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με το δ.τ. «… Α.Β.Ε.Ε.» με την υπ’ αριθ. 1142/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω στην οικεία μείζονα σκέψη υπό στοιχείο (III ε σε συνδ. με δ), δεν είναι δυνατός ο κατ’ άρθρο 37 § 1 του ν. 3588/2007, αποχωρισμός του δικαιώματος κυριότητας επί των ανωτέρω αναφερόμενων σημάτων, εφόσον ήδη κατά την κήρυξη της πτώχευσης δεν είχε καταχωρισθεί η συγκεκριμένη μεταβίβαση στο οικείο μητρώο. Τα διαλαμβανόμενα δε ανωτέρω στο συγκεκριμένο λόγο έφεσης, αφενός περί του ότι η εκκαλούσα, λόγω της πτώχευσης της ανωτέρω εταιρείας και σε εκτέλεση του όρου 1.04 των προαναφερθέντων ιδιωτικών συμφωνητικών, κατέστη κυρία των επίδικων σημάτων και αφετέρου περί καταχώρισης του από 20.3.2003 ιδιωτικού συμφωνητικού στα οικεία βιβλία σημάτων, λόγω του ότι η παραχώρηση της χρήσης των αναφερόμενων σημάτων από την εκκαλούσα έγινε δεκτή από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων με τις αναφερόμενες αποφάσεις του έτους 2004 και ότι για το λόγο αυτό πριν την παρέμβαση της συνδίκου, οι αιτήσεις μεταβίβασης, που είχαν υποβληθεί είχαν γίνει δεκτές και καταχωρισθεί νομότυπα την 2.1.2015 στο οικείο μητρώο, προβάλλονται το μεν μη νομίμως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στο σκεπτικό της παρούσας αναφορικά με τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, το δε αλυσιτελώς, καθότι το από 20.3.2003 ιδιωτικό συμφωνητικό είχε ως αντικείμενο όχι την απαιτούμενη ως άνω μεταβίβαση των επίδικων σημάτων, αλλά την παραχώρηση της άδειας χρήσης τους από την αρχική δικαιούχο ανώνυμη εταιρεία με το δ.τ. «… Α.Β.Ε.Ε.» στην αρχική αδειούχο «…». Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι παραπάνω τρεις λόγοι έφεσης, πέραν του ήδη ως άνω εξετασθέντος και απορριφθέντος τετάρτου λόγου αυτής, με τους οποίους η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη των ενδίκων αγωγών της, κύριας και αυτοτελούς παρεμπίπτουσας, ως μη νομίμων, κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως και απέρριψε τις ένδικες αγωγές ως μη νόμιμες για τους ίδιους ως άνω λόγους, έστω και με εν μέρει συνοπτικότερη αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη στο σύνολό της.
V. Επιπροσθέτως, από τα άρθρα 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 248/2019, ΑΠ 99/2019, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44 1260, ΜονΕφΑθ 118/2018, ΜονΕφΠειρ 672/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 39/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 798/2007 ΕλλΔνη 2008 239). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 179 του Κ.Πολ.Δικ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 2915/2001, το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (ΕφΑΘ 833/2009 ΕλλΔνη 2010.1046, ΕφΑΘ 5540/2006 ΕλλΔνη 49.239). Εφόσον το δικαστήριο της ουσίας κρίνει ότι συντρέχει μία των προϋποθέσεων του ως άνω άρθρου, ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρειά του, η κρίση του δε αυτή είναι ανέλεγκτη υπό του Αρείου Πάγου, καθότι ανάγεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 338/2019, ΑΠ 248/2019, ΑΠ 99/2019, ΑΠ 476/2017 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1176/2014, ΑΠ 773/2009, ΑΠ 1533/2008, ΑΠ 433/ 2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 625/2020 αδημ., ΕφΠειρ 400/2019, ΕφΠειρ 39/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ, Βαθρακοκοίλη Β. Ερμηνεία Κ.ΓΙολ.Δ. υπό άρθρο 179, παρ. 4 και 6 σελ. 1032). Ιδιαίτερη δυσχέρεια στην εφαρμογή του κανόνα δικαίου, συντρέχει σε περίπτωση διακύμανσης της νομολογίας, ή πλοκής των νομικών θεμάτων, που συνάπτονται με την υπόθεση (πρβλ. ΕΑ 5540/2006 ο.π.) και όχι στην ιδιάζουσα φύση της διαφοράς που αφορά την ουσία της υπόθεσης. Ως ουσία της υπόθεσης, νοείται κάθε τι που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα εάν αφορά ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα (ΑΠ 1306/1990 Δνη 1992.311, ΕΠειρ 160/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1077/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ). Από τα προεκτεθέντα, προδήλως προέκυψε η πλοκή των νομικών θεμάτων της εν λόγιο υπόθεσης και η δυσχέρεια ως προς την υπαγωγή των σχετικών περιστατικών στην εφαρμογή των προαναφερθέντων κανόνων δικαίου. Συνακόλουθα, συντρέχει περίπτωση ολικού συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατ’ άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δικ. μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, το παράβολο έφεσης που κατέθεσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας κατά την κατάθεση της ένδικης έφεσης, πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο εξαιτίας της ήττας της (εκκαλούσας) σε τούτη τη δίκη (βλ. άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και την εκ νέου αντικ. του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 [ΦΕΚ A 240/22.12.2016] λόγω του χρόνου κατάθεσης της έφεσης).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την 24.2.2020 με αρ. κατ. ……5/26.2.2020 (αρ. προσδ. εφετείου …/…/5.3.2020) έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία αυτή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παράβολου, στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17.12.2021, δημοσιεύτηκε δε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 19.2.2021 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ